Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 3. Κλασική εποχή (508-323 π.Χ.)

3.5.Γ.ii. Τραγωδία και σατυρικό δράμα ως το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα

«Τραγωδία», ορίζει ο Αριστοτέλης (Ποιητική 1449b), «είναι η μίμηση μιας σημαντικής και ολοκληρωμένης πράξης που να έχει έκταση.» Κατά κανόνα, αυτή η πράξη, δηλαδή η υπόθεση της τραγωδίας, δεν ήταν πρωτότυπη, επινοημένη από τον ποιητή, αλλά δάνεια από τη μυθική παράδοση. Ο ποιητής διάλεγε να παρουσιάσει ένα μύθο, π.χ. τη θυσία της Ιφιγένειας, την αυτοκτονία του Αίαντα, τη δολοφονία του Αγαμέμνονα κλπ. Από κει και πέρα ήταν ελεύθερος να διαμορφώσει τη σκηνική παρουσίαση των γεγονότων, τα λόγια που έλεγαν οι ήρωες και πολλά ακόμα θεατρικά χαρακτηριστικά. Ακόμα, μπορούσε να παραλλάξει κάπως την πλοκή και ορισμένα δευτερεύοντα στοιχεία του μύθου· όμως σε γενικές γραμμές ο μύθος έπρεπε να μείνει αναλλοίωτος, όπως ήταν από παλιά γνωστός.

Φαίνεται σήμερα παράδοξη αυτή η έλλειψη πρωτοτυπίας, αυτή η εμμονή στους παραδοσιακούς μύθους· πρέπει όμως να δεχτούμε ότι για την εποχή της είχε πλεονεκτήματα: οι υποθέσεις, τοποθετημένες στο μυθικό πλαίσιο του ηρωικού κόσμου, γνωστού και οικείου από το έπος, αποκτούσαν αυτόματα το απαραίτητο μέγεθος· οι θεατές δε συγκέντρωναν την προσοχή τους στο τι θα συμβεί, αλλά στο πώς θα παρουσιαστούν τα δεδομένα του μύθου, δηλαδή στην τέχνη και στην τεχνική του ποιητή, στο ήθος των ηρώων, στις ιδέες που ακούγονταν (διάνοια) και στη γενικότερη ερμηνεία του μύθου - όλα στοιχεία που συχνά ο ποιητής φρόντιζε να τα συσχετίσει, διακριτικά, με τον ιστορικό περίγυρο της παράστασης, σχολιάζοντας έμμεσα την πολιτική κατάσταση και τα προβλήματα της επικαιρότητας.

«Η μίμηση», συνεχίζει ο Αριστοτέλης, «γίνεται σε ευχάριστο λόγο (λόγο με ρυθμό και αρμονία και μελωδία), χώρια τα ομιλητικά, και χώρια τα τραγουδιστά μέρη.» Και πραγματικά, ο τραγικός λόγος ήταν έμμετρος και η γλώσσα του ποιητική, ιδιαίτερα στα χορικά τραγούδια, που είχαν και το παραδοσιακό δωρικό διαλεκτικό χρώμα. Όσο για τον χωρισμό των ομιλητικών από τα τραγουδιστά μέρη, οι τραγωδίες ακολουθούσαν όλες ένα σχήμα όπου οι δύο τρόποι εκφοράς εναλλάσσονταν: απαγγελτικά μέρη ήταν ο Πρόλογος και τα Επεισόδια· τραγουδιστά μέρη ήταν η Πάροδος του Χορού, τα Στάσιμα και η Έξοδος.[1]

«Στην τραγωδία η μίμηση πραγματοποιείται έμπρακτα, όχι μόνο περιγραφικά με τον λόγο» (Αριστοτέλης, ό.π.), πράγμα που σημαίνει ότι την τραγωδία δεν την αποτελούν μόνο όσα ακούει ο θεατής αλλά και όσα βλέπει, η όψη της παράστασης: η σκηνική δράση, η σκηνογραφία, η όρχηση, τα προσωπεία, τα ρούχα κλπ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι για πολλούς τραγικούς ποιητές παραδίδεται ότι κάτι πρόσθεσαν, κάτι βελτίωσαν στις παραστάσεις: ο Θέσπης, λέγαν, επινόησε τα προσωπεία, ο Χοιρίλος πρόσεξε ιδιαίτερα τις ενδυμασίες, ο Φρύνιχος πρωτοπαρουσίασε γυναικεία πρόσωπα, ο Αισχύλος αύξησε τον αριθμό των υποκριτών από ένα σε δύο, ο Σοφοκλής πρόσθεσε έναν ακόμα υποκριτή και ανακαίνισε τη σκηνογραφία· τέλος, για τον Πρατίνα θα μάθουμε ότι πρώτος ανέβασε σατυρικό δράμα. Κάπως σχηματικά όλα αυτά· επιβεβαιώνουν όμως τον λόγο του Αριστοτέλη, που έγραψε ότι «η τραγωδία λίγο λίγο μεγάλωσε και πέρασε πολλές αλλαγές, ώσπου βρήκε τη φύση της και σταμάτησε» (ό.π.).

Ένα από τα στοιχεία που άλλαζαν, ακολουθώντας την εξέλιξη της τραγωδίας, ήταν ο θεατρικός χώρος. Αρχικά οι θεατές κάθονταν πρόχειρα σε μια πλαγιά, να βλέπουν τον θίασο που έπαιζε και χόρευε στο ίσωμα.[2] Αργότερα, όταν επισημοποιήθηκαν στην Αθήνα οι δραματικοί αγώνες, ως χώρος των παραστάσεων ορίστηκε, πολύ φυσικά, η νότια πλαγιά της Ακρόπολης κοντά στον ναό του Διονύσου. Εκεί στήνονταν κάθε χρόνο από τη μια μεριά πρόχειροι πάγκοι σε ημικύκλιο (εδώλια) για τους θεατές, από την άλλη μια εξίσου πρόχειρη παράγκα, η σκηνή, και μπροστά της μια χαμηλή εξέδρα για τους υποκριτές, το λογείο - όλα ξύλινα. Με τα χρόνια οι κατασκευές συμπληρώνονταν και βελτιώνονταν για να προσαρμοστούν στις αυξανόμενες απαιτήσεις της θεατρικής τέχνης και στον ολοένα μεγαλύτερο αριθμό θεατών. Προς το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα οι αλλαγές λιγόστεψαν, και ο οργανωμένος θεατρικός χώρος έτεινε να παγιωθεί· πάλι όμως, στο μεγαλύτερο μέρος τους οι κατασκευές έμειναν ξύλινες.

Είδαμε πως οι τραγωδοδιδάσκαλοι παρουσίαζαν καθένας μια τετραλογία, δηλαδή τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Τα σατυρικά δράματα είχαν κάποια κοινά αλλά και διαφορές μεγάλες από τις τραγωδίες. Παρουσίαζαν και αυτά ένα μύθο, όχι απαραίτητα σχετικό με τον Διόνυσο, όπου όμως στην πλοκή του έπρεπε να μετέχει υποχρεωτικά ένας Χορός Σατύρων. Οι Σάτυροι και ο κορυφαίος τους Σειληνός ήταν ακόλουθοι του Διονύσου, κακόμορφοι, τραγοπόδαροι, με ουρές αλόγων, μέθυσοι, αθυρόστομοι, φοβητσιάρηδες, χαζοχαρούμενοι και αχόρταγοι ερωτύλοι. Με τέτοιο Χορό τα σατυρικά δράματα φυσικό ήταν να έχουν κεφάτο, κωμικό χαρακτήρα, να γελοιογραφούν τα πρόσωπα και να παρωδούν τις μυθολογικές διηγήσεις.[3]

Τις τρεις τραγωδίες ακολουθούσε το σατυρικό δράμα, και τις τρεις μέρες για τις τραγωδίες ακολουθούσε μια μέρα για τις κωμωδίες. Έτσι, στο πρόγραμμα των δραματικών αγώνων εφαρμοζόταν δύο φορές ένας γενικός κανόνας που ορίζει ότι τα σοβαρά και λυπητερά θεάματα σωστό είναι να τα ακολουθεί ως κατακλείδα κάτι πιο ελαφρό και χαρούμενο, για να μη φεύγει ο θεατής με βαριά καρδιά.

Και το σατυρικό δράμα πιστεύουμε ότι ξεκίνησε από τον διθύραμβο, όπως η τραγωδία· από μια διαφορετική μορφή διθυράμβου, υποθέτουμε, όπου ο Χορός, μεταμφιεσμένος σε Σατύρους, χόρευε και τραγουδούσε ζωηρά και ξέγνοιαστα τραγούδια για το κρασί και τον έρωτα - όλα στοιχεία ταιριαστά με τον Διόνυσο. Με αυτή τη μορφή ο διθύραμβος είχε, φαίνεται, καλλιεργηθεί περισσότερο από τους Δωριείς. Προς το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα ο Πρατίνας τον μεταφύτεψε στην Αθήνα, όπου γρήγορα βρήκε τη θέση του ως σατυρικό δράμα δίπλα στην αδελφή του την τραγωδία.

ΠΡΑΤΙΝΑΣ (6ος/5ος π.Χ. αιώνας)

Γεννήθηκε στον δωρικό Φλειούντα, κοντά στο Άργος. Νέος ακόμα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου κατά την παράδοση πρώτος έγραψε και παρουσίασε σατυρικά δράματα. Δεν ξέρουμε με πόση επιτυχία συναγωνιζόταν με τον Χοιρίλο και τον Αισχύλο· μία του όμως παράσταση άφησε εποχή, όχι γιατί βραβεύτηκαν τα έργα του, αλλά γιατί τη μέρα εκείνη έτυχε να γκρεμιστούν από το βάρος τα ἴκρια, οι σκαλωσιές όπου πάνω τους κάθονταν οι θεατές.

Από τις πολλές τραγωδίες και σατυρικά που ξέρουμε πως έγραψε δε σώζονται παρά ελάχιστα αποσπάσματα. Στο μεγαλύτερο, που παραδίδεται ως υπόρχημα, ένας Χορός κατηγορεί έναν άλλο Χορό επειδή ανέχεται η αυλωδία να σκεπάζει αντί να υπηρετεί τα λόγια του τραγουδιού, και καλεί τον Διόνυσο να ακούει τη δική του μόνο δωρική χορωδία.

Γνωστός μετά τον Θέσπη τραγωδοδιδάσκαλος ήταν και ο Χοιρίλος ο Αθηναίος (6ος/5ος π.Χ. αι.), που παραδίδεται ότι παρουσίασε 160 δράματα και βραβεύτηκε 13 φορές. Από τα έργα του μας σώζεται ένας τίτλος, Ἀλόπη, και δύο μικρά αποσπάσματα όπου ο ποιητής ονομάζει μεταφορικά γῆς ὀστᾶ τις πέτρες και γῆς φλέβες τα ποτάμια.

ΦΡΥΝΙΧΟΣ (περ. 530-470 π.Χ.)

Αθηναίος τραγικός ποιητής, ο πρώτος που παρουσίασε γυναικεία πρόσωπα στη σκηνή, και ο πρώτος που τόλμησε να θεματοποιήσει σύγχρονά του ιστορικά γεγονότα, κρίνοντας ότι ως «έργα μεγάλα και θαυμαστά» (Ηρόδοτος) τα Περσικά εξισώνονταν με τους μυθικούς πολέμους.

Την πρώτη φορά, γύρω στα 490 π.Χ., όταν δίδαξε την τραγωδία Μιλήτου ἅλωσις, με θέμα την καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες (499 π.Χ.), η παράσταση είχε δυσάρεστες συνέπειες καθώς «όλοι έκλαψαν στο θέατρο, και οι Αθηναίοι τιμώρησαν τον ποιητή με χίλιες δραχμές πρόστιμο, γιατί τους θύμισε οικεία κακά· και όρισαν κανείς πια να μην παρουσιάσει αυτό το δράμα» (Ηρόδοτος 6.21.2). Όμως τη δεύτερη φορά, το 476 π.Χ., όταν με χορηγό τον Θεμιστοκλή ανέβασε τις Φοίνισσες, οι Αθηναίοι τού έδωσαν το πρώτο βραβείο - και δίκαια, γιατί ήταν λαμπρό θεατρικό εύρημα η πανωλεθρία του Ξέρξη να παρουσιαστεί από τη μεριά των νικημένων, στο παλάτι του, όταν έφτασε η είδηση της καταστροφής του στόλου στη Σαλαμίνα.

Από τα 9 δράματα που ξέρουμε πως έγραψε δε σώζονται παρά οι τίτλοι και ελάχιστα αποσπάσματα· γνωρίζουμε όμως από άλλες πηγές ότι ο Φρύνιχος είχε επινοήσει πλήθος χορευτικά σχήματα, και ότι ήταν τόσο καλός μελοποιός, ώστε δεκαετίες αργότερα οι Αθηναίοι να θυμούνται, να επαινούν και να τραγουδούν τα χορικά του.

Πενήντα έξι χρόνια (η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, η Ιωνική επανάσταση και όλα τα Περσικά) χωρίζουν την καθιέρωση των δραματικών αγώνων από το πρώτο δράμα που μας σώζεται ολόκληρο, την τραγωδία Πέρσαι του Αισχύλου, που παρουσιάστηκε στα Μεγάλα Διονύσια, το 472 π.Χ.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ (525-455 π.Χ.)

Ζεύς ἐστιν αἰθήρ, Ζεὺς δὲ γῆ, Ζεὺς δ᾽ οὐρανός,
Ζεύς τοι τὰ πάντα χὤ τι τῶνδ᾽ ὑπέρτερον.

Απόσπ. 70 R.

Γεννήθηκε στην Ελευσίνα από αρχοντικό και πλούσιο σπίτι. Ήταν δεν ήταν είκοσι πέντε χρονών, όταν άρχισε να παίρνει μέρος στους δραματικούς αγώνες, αλλά την πρώτη του νίκη την πέτυχε το 484 π.Χ., όταν είχε φτάσει τα σαράντα. Βραβεύτηκε συνολικά δεκατέσσερις φορές όσο ζούσε, και ακόμα περισσότερες μετά τον θάνατό του, καθώς οι Αθηναίοι αναγνώρισαν την ξεχωριστή του αξία και όρισαν να γίνεται δεκτός στους αγώνες όποιος ήθελε να παρουσιάσει δράματα του Αισχύλου.

Πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα, όπου βρήκε ηρωικό θάνατο ο αδελφός του Κυνέγειρος, και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. Οκτώ χρόνια αργότερα, με χορηγό τον Περικλή, παρουσίασε τη μόνη του τραγωδία με ιστορικό θέμα, τους Πέρσες. Όπως ο Φρύνιχος, έτσι και ο Αισχύλος τοποθέτησε το δράμα στο ανάκτορο του Ξέρξη, στα Σούσα. Το μεγαλείο της ελληνικής νίκης συνάγεται έμμεσα από την περιγραφή του περσικού εκστρατευτικού σώματος και την απελπισία που προκαλεί η καταστροφή του στον Ξέρξη και στους δικούς του - εχθρούς που όμως ο ποιητής τούς αντιμετωπίζει με σεβασμό και ανθρώπινη κατανόηση.

Το 470 π.Χ. ο Αισχύλος βρέθηκε στην αυλή του Ιέρωνα, τύραννου των Συρακουσών, όπου παρουσίασε πάλι τους Πέρσες και το Αἰτναῖαι (ή Αἶτναι ή Αἴτνα), έργο πανηγυρικό για την ίδρυση της πόλης Αίτνας, όπου ο Ιέρωνας είχε ορίσει βασιλιά τον γιο του. Μιαν ακόμα φορά, δεν ξέρουμε γιατί, ο ποιητής ταξίδεψε στη Σικελία, στη Γέλα, όπου και τον βρήκε ο θάνατος.

Από τα 90 δράματα που παραδίδεται ότι έγραψε και παρουσίασε ο Αισχύλος, μας σώζονται 7 τραγωδίες ολόκληρες, πολλά αποσπάσματα και 79 τίτλοι. Παραθέτουμε σε πίνακα μόνο τις τετραλογίες όπου ανήκουν οι τραγωδίες που έχουν σωθεί (με όρθια γράμματα αναγράφονται οι τίτλοι των χαμένων έργων):



Προσέχουμε ότι, εκτός από την πρωιμότερη τετραλογία, όλες οι άλλες απαρτίζονται από δράματα που θεματικά ανήκουν στον ίδιο μυθολογικό κύκλο και κατά κάποιον τρόπο αποτελούν το ένα συνέχεια του άλλου: η τετραλογία των Ἑπτά ἐπὶ Θήβας παρουσιάζει τον μύθο του Οιδίποδα, η τετραλογία των Ἱκετίδων τον μύθο του Δαναού και των θυγατέρων του, η Ὀρέστεια τον μύθο των Ατρειδών, και η Προμήθεια[4] τον μύθο του Προμηθέα. Αυτό το σχήμα της μυθολογικά ενιαίας τετραλογίας πιστεύουμε πως το επινόησε ο Αισχύλος, θέλοντας να ξεδιπλώνει το θέμα του σε μεγαλύτερη κλίμακα.

Το μέγεθος, ο ὄγκος, χαρακτηρίζει και ολόκληρο το έργο του, από κάθε άποψη: η ποιητική του γλώσσα είναι κατάφορτη από εντυπωσιακές εικόνες, τολμηρές μεταφορές και σύνθετα· τα χορικά του τραγούδια μακρόσυρτα, οι χαρακτήρες και τα πάθη τους υπερβαίνουν τα κοινά μέτρα, και η Ορέστεια, όπως την επισκοπούμε στο σύνολό της, είναι δομημένη με ογκόλιθους, ως μνημειακό τρίπτυχο: στο πρώτο δράμα συντελείται η συζυγοκτονία της Κλυταιμνήστρας, στο δεύτερο η μητροκτονία του Ορέστη, στο τρίτο η δίκη και η αθώωση του μητροκτόνου με παράλληλη εγκαθίδρυση της αθηναϊκής λατρείας των Ευμενίδων.

«Ο Αισχύλος», γράφει ο Αριστοτέλης, «αύξησε τον αριθμό των υποκριτών από έναν σε δύο, λιγόστεψε τα χορικά τραγούδια και έκανε να υπερτερεί ο (απαγγελτικός) λόγος» (Ποιητική ό.π.)· και από τον Βίο του Αισχύλου μαθαίνουμε ότι «πρώτος στόλισε τη σκηνή και εντυπωσίασε τους θεατές με τη λαμπρότητα του θεάματος: με ζωγραφιές και μηχανές, με βωμούς και τάφους, με σάλπιγγες και φαντάσματα νεκρών και Ερινύες.»

Αν όμως ο Αισχύλος θαυμάστηκε, και αν τον ονόμασαν πατέρα της τραγωδίας, δεν είναι μόνο για τη γλώσσα, τους χαρακτήρες, τις μνημειακές συνθέσεις και τις εντυπωσιακές σκηνοθετικές του καινοτομίες. Περισσότερο βαραίνει ότι αυτός πρώτος εδίδαξε με τα έργα του την ουσία του τραγικού: τον δρόμο από την περισσή δύναμη στην ύβρη, από την ύβρη στην άτη και στην καταστροφή, την αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στους θεούς, πώς παγιδεύεται από την ίδια του την ελευθερία όποιος αντιστρατεύεται τις θεϊκές βουλήσεις, πώς υπερβαίνει τα όριά του, πώς τελικά συντρίβεται όταν με τις πράξεις του ταράξει την παγκόσμια τάξη. Υπέρτατος ρυθμιστής και φύλακας της παγκόσμιας τάξης ο Δίας, που ο Αισχύλος, ολοκληρώνοντας τη σκέψη του Ησιόδου και του Σόλωνα, τον ταυτίζει όχι μόνο με την απόλυτη δύναμη αλλά και με τη δικαιοσύνη.

Θα γελαστεί όποιος ύστερα από όλα αυτά φανταστεί έναν Αισχύλο αυστηρό και σκυθρωπό, παραδομένο αποκλειστικά στους θεολογικούς και ανθρωπολογικούς στοχασμούς του. Παπυρικά ευρήματα μας διασώσαν αποσπάσματα από δύο σατυρικά δράματα, τον Προμηθέα πυρκαέα και τους Δικτυουλκούς («Ψαράδες που τραβούν τα δίχτυα»), όπου διαπιστώνουμε ότι ο Αισχύλος είχε και γνήσια κωμική φλέβα.

«Όποιος πιστεύει ότι ως τραγωδοποιός ο Σοφοκλής ήταν τελειότερος από τον Αισχύλο, έχει δίκιο· όμως ας σκεφτεί ότι ήταν πολύ δυσκολότερο να καταστήσει κανείς μεγάλη και τρανή την τραγωδία τον καιρό του Θέσπη, του Φρύνιχου και του Χοιρίλου, παρά να φτάσει, μετά τα επιτεύγματα του Αισχύλου, στην τελειότητα του Σοφοκλή» (Βίος του Αισχύλου).

ΣΟΦΟΚΛΗΣ (496-406 π.Χ.)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν.[5]
Αντιγόνη 523

Ο Σοφοκλής ήταν ευνοημένος από κάθε άποψη. Γεννήθηκε και ανατράφηκε σε εύπορη και αρχοντική οικογένεια, στον Κολωνό. Ως έφηβος, όμορφος και λυγερός, χόρεψε στη γιορτή για τη νίκη της Σαλαμίνας και αργότερα, όταν υποκρίθηκε τη Ναυσικά στο ομώνυμο δράμα του, χόρεψε πάλι με τη μπάλα και θαυμάστηκε. Στους δραματικούς αγώνες πήρε πρώτη φορά μέρος το 468 π.Χ. και αμέσως αξιώθηκε το πρώτο βραβείο, αν και στον διαγωνισμό μετείχε και ο Αισχύλος. Το κοινό τον αγάπησε και του χάρισε δεκαοκτώ πρώτες νίκες στα Μεγάλα Διονύσια και μερικές ακόμα στα Λήναια.

Τιμώντας τις ποιητικές επιδόσεις του, αλλά και τη γενικά γοητευτική του προσωπικότητα,[6] οι Αθηναίοι τού ανάθεσαν σημαντικά πολιτικά, στρατιωτικά και ιερατικά αξιώματα. Αντίστοιχα, ο ίδιος αποδείχτηκε φιλαθηναιότατος, δε θέλησε ποτέ να απομακρυνθεί από τον τόπο του, και στο τελευταίο του έργο, το Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ,[7] φρόντισε να καλοτυχίσει για μιαν ακόμα φορά την Αθήνα και να παινέσει την περιοχή όπου γεννήθηκε. Πέθανε τιμημένος σε βαθιά γεράματα, και ο τάφος του έγινε προσκύνημα.

Ως δραματουργός ο Σοφοκλής φρόντισε ιδιαίτερα τη σκηνογραφία και αύξησε τον αριθμό των χορευτών από δώδεκα σε δεκαπέντε και των υποκριτών από δύο σε τρεις. Στη σύνθεση των τετραλογιών δεν ακολούθησε το παράδειγμα του Αισχύλου, αλλά προτίμησε το παλαιότερο σχήμα, όπου οι τετραλογίες απαρτίζονταν από θεματικά ανεξάρτητα μεταξύ τους έργα.

Μορφολογικά, το ύφος του Σοφοκλή χαρακτηρίστηκε «βέλτιστο και εκφραστικό του ήθους» (Πλούταρχος, Ηθικά 79b). Πραγματικά, το μέσο ύφος του ισορροπεί ανάμεσα στο εξαιρετικά μεγαλόπρεπο του Αισχύλου και το εξαιρετικά απλό του Ευριπίδη, και η γλώσσα του ρέει αβίαστα, προσαρμοσμένη στο ήθος των προσώπων. Παρόμοια μέση θέση κρατά και στο θέμα της αναλογίας των διαλογικών με τα τραγουδιστικά μέρη. Τα χορικά είναι στα έργα του μικρότερα από του Αισχύλου αλλά εκτενέστερα από τα χορικά του Ευριπίδη.

Το έργο του Σοφοκλή, μορφή και περιεχόμενο, εκφράζει και γενικότερα το κλασικό πνεύμα στις καλύτερες στιγμές του - τη χρυσή τομή ανάμεσα στην παράδοση και τον ριζοσπαστικό διαφωτισμό. Ο Σοφοκλής από τη μια συντηρεί και προασπίζει, από την άλλη προάγει και ανανεώνει την παράδοση. Ξεκινά από συντηρητικές θέσεις, υπογραμμίζει την αδυναμία του ανθρώπου να αντισταθεί στις βουλήσεις των θεών (Οιδίποδας) και αποδέχεται ανεπιφύλακτα την προτεραιότητα των θεϊκών νόμων απέναντι στους ανθρώπινους (Αντιγόνη)· ωστόσο, σταδιακά ο Σοφοκλής παραμερίζει τους θεολογικούς προβληματισμούς για να προσεγγίσει, όπως ολόκληρη η εποχή του, τον άνθρωπο: οι χαρακτήρες του είναι διαφοροποιημένοι, και στα δράματά του κάθε πρόσωπο παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένο και υπεύθυνο άτομο - συχνά μοναχικό, όπως ο Αίαντας και ο Φιλοκτήτης στις ομώνυμες τραγωδίες.

Από τα 120 και παραπάνω δράματα που παραδίδεται πως έγραψε σώζονται 7 τραγωδίες (Αἴας, Ἠλέκτρα, Οἰδίπους τύραννος, Ἀντιγόνη, Τραχίνιαι, Φιλοκτήτης, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ), πλήθος αποσπάσματα, και 400 πάνω κάτω στίχοι από το σατυρικό δράμα Ἰχνευταί, όπου οι Σάτυροι βοηθούν, ως ανιχνευτές, τον Απόλλωνα να ανακαλύψει τα βόδια που του είχε κλέψει ο Ερμής. Ο Σοφοκλής ξέρουμε πως είχε γράψει και ελεγείες, παιάνες, μιαν ωδή για τον φίλο του τον Ηρόδοτο και ένα θεωρητικό έργο πεζό, το Περὶ Χοροῦ.

Σχεδόν σύγχρονοι ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης· όμως οι διαφορές τους ήταν μεγάλες, αρχίζοντας από μία που επισήμανε ήδη ο Σοφοκλής όταν «είπε ότι ο ίδιος παρουσίαζε στα έργα του τους ανθρώπους όπως πρέπει να είναι, ενώ ο Ευριπίδης τους παρουσίαζε όπως είναι πραγματικά» (Αριστοτέλης, Ποιητική 1460b).

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (485-406 π.Χ.)

Ο Ευριπίδης ήταν Αθηναίος από τη Φλύα, το σημερινό Χαλάντρι· γεννήθηκε όμως στη Σαλαμίνα, όπου ο πατέρας του είχε κτήματα. Στη Σαλαμίνα, «λένε πως ταχτοποίησε αργότερα μια σπηλιά με άνοιγμα στη θάλασσα και περνούσε εκεί τις ημέρες του αποφεύγοντας το πλήθος»[8](Βίος). Για την προσωπικότητά του παραδίδεται ότι «έδειχνε σκυθρωπός και συλλογισμένος και αυστηρός και αγέλαστος» (ό.π.), και ακόμα ότι ήταν άνθρωπος του βιβλίου και είχε, σπάνιο στην εποχή του, αξιόλογη ιδιωτική βιβλιοθήκη.

Γέρος πια, το 408 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην αυλή του Αρχέλαου, στην Πέλλα, όπου έγραψε και δίδαξε τα τελευταία του έργα.[9] Πέθανε το 406 π.Χ., και όταν η είδηση του θανάτου του έφτασε στην Αθήνα, «ο Σοφοκλής εμφανίστηκε στον προαγώνα φορώντας γκρίζο πένθιμο χιτώνα και παρουσίασε τους χορευτές και τους υποκριτές του χωρίς στεφάνια - και το πλήθος εδάκρυσε» (ό.π.).

Από τα τουλάχιστον 88 έργα που έγραψε σώθηκαν 17 τραγωδίες (Ἄλκηστις, Μήδεια, Ἡρακλεῖδαι, Ἱππόλυτος, Ἀνδρομάχη, Ἑκάβη, Ἱκέτιδες, Ἡρακλῆς μαινόμενος, Τρῳάδες, Ἠλέκτρα, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις, Ἑλένη, Ἴων, Φοίνισσαι, Ὀρέστης, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι, Βάκχαι), ένα σατυρικό δράμα, ο Κύκλωψ, και πολλά μικρά και μεγάλα αποσπάσματα. Μόνο τέσσερις φορές αξιώθηκε το πρώτο βραβείο όσο ζούσε, και μιαν ακόμα, μετά τον θάνατό του, όταν ένας γιος του παρουσίασε στην Αθήνα την Ιφιγένεια στην Αυλίδα.

Ο Ευριπίδης παραδίδεται ότι είχε τρεις δασκάλους: τον Αναξαγόρα, τον Πρόδικο και τον Πρωταγόρα. Μπορεί πραγματικά ο Αναξαγόρας να του άνοιξε με τη διδασκαλία του τον δρόμο προς την αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών και τον ορθολογισμό· όμως ο Πρωταγόρας και ο Πρόδικος ήταν συνομήλικοι του ποιητή, και είναι πιο πιθανό να τον επηρέασαν ως φίλοι παρά ως δάσκαλοι.

Στη δραματουργία ο Ευριπίδης δεν πρόσθεσε τίποτα καινούργιο, ίσως γιατί με τις καινοτομίες του Σοφοκλή η τραγωδία είχε ολοκληρώσει την πορεία της· όσοι νεωτερισμοί τού αποδίδονται αφορούν τον χειρισμό στοιχείων που προϋπήρχαν. Έτσι, ο Ευριπίδης παράλλαξε ή συμπλήρωσε με περισσή ελευθερία τους παραδοσιακούς μύθους τόσο τολμηρά ώστε συχνά οι θεατές χρειάζονταν ειδική κατατόπιση για να κατανοήσουν την υπόθεση και να παρακολουθήσουν το έργο. Για να τους βοηθήσει, ο Ευριπίδης έδινε βάρος στους προλόγους, όπου ένα σημαντικό πρόσωπο, όχι σπάνια θεός, ιστορούσε τη συγκυρία του μύθου και τις πιθανές εξελίξεις. Με τη νέα της μορφή η πορεία του μύθου οδηγούσε συχνά σε αδιέξοδο, που ο ποιητής το ξεπερνούσε παρουσιάζοντας έναν ἀπὸ μηχανῆς θεόν[10] να επιβάλλει αυθαίρετα τη λύση και να προδιαγράφει τα μελλούμενα.[11]

Ο Ευριπίδης μείωσε ακόμα περισσότερο την έκταση των χορικών τραγουδιών, που μερικές φορές μπορούν να χαρακτηριστούν απλά εμβόλιμα (παρένθετα), καθώς το περιεχόμενό τους χαλαρά, ή μόνο έμμεσα, συνδέεται με την υπόθεση της τραγωδίας. Από την άλλη όμως μεριά, ο Ευριπίδης συνήθιζε να παρεμβάλλει στα διαλογικά μέρη λυρικές μονωδίες (εκρήξεις λύπης ή χαράς) συνθεμένες, όπως και τα χορικά, με τους επαναστατικούς μουσικούς τρόπους του νέου διθυράμβου.

Οι χαρακτήρες του Ευριπίδη δεν έχουν ούτε το μεγαλείο των ηρώων του Αισχύλου ούτε την έμφυτη αρετή των ηρώων του Σοφοκλή. Τα μυθολογικά πρόσωπα παρουσιάζονται ως κοινοί άνθρωποι, ρεαλιστικά, με τα πάθη και τις ψυχικές τους μεταστροφές, με τις αρετές και τα ελαττώματά τους. Μιλούν γλώσσα απλή, αλλά το ύφος και η συλλογιστική τους είναι περίτεχνα, καθώς ο ποιητής γνώριζε και αξιοποιούσε στις ρήσεις και στις αντιλογίες τους όλα τα μυστικά της ρητορικής τέχνης. Σωστά ο βιογράφος διαπιστώνει πως ο ποιητής ήταν ρητορικότατος στη σύνθεση του λόγου, ποικίλος στην έκφραση, και ικανός στο να ανατρέπει επιχειρήματα.

Μεταγενέστεροι συγγραφείς χαρακτήρισαν τον Ευριπίδη σοφό και σκηνικό φιλόσοφο. Αλήθεια, ο ποιητής μελέτησε και συζήτησε σε βάθος τα μεγάλα ανθρώπινα προβλήματα, κοινωνικά, πολιτικά, υπαρξιακά κ.ά. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αναζητήσουμε στα έργα του κάποιο ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα. Προσαρμοσμένος στο σοφιστικό κλίμα, ο Ευριπίδης θέτει τα ερωτήματα, αμφισβητεί τις παραδοσιακές απαντήσεις, ξεσκεπάζει τις εσωτερικές αντιφάσεις τους, υποστηρίζει, με το προσωπείο των ηρώων του, εξίσου πειστικά πότε μιαν άποψη και πότε την αντίθετή της.

Αυτό ισχύει και για τις απόψεις του στο θέμα των θεών, όπου αμφιβάλλουμε αν είχαν δίκιο όσοι στα χρόνια του τον θεώρησαν άθεο. Είναι αλήθεια πως έγραψε πολλά αμφισβητώντας την ύπαρξή τους, και σε ορισμένες τραγωδίες του η θεά Τύχη συναγωνίζεται τις θεϊκές βουλήσεις· όμως στα έργα του συναντούμε και αντίθετες γνώμες, και οπωσδήποτε η τελευταία του τραγωδία, οι Βάκχες είναι ένα βαθύτατα θρησκευτικό δράμα όπου κυριαρχούν οι θεοτικές δυνάμεις, και η μόνη τραγωδία που μας σώθηκε με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον θεό Διόνυσο.

Η ιδεολογία του Ευριπίδη επηρεάστηκε, όπως ήταν φυσικό, από τα βιώματα του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο φιλειρηνισμός του είναι ολοφάνερος σε έργα όπως οι Τρωάδες και η Εκάβη, όπου η φρίκη του πολέμου, η δυστυχία των νικημένων και η ύβρη των νικητών παρουσιάζονται ανάγλυφα, όπως τα έζησαν οι τρωαδίτισσες αιχμάλωτες μετά την άλωση. Παράλληλα, οι ηρωικές και πατριωτικές εξάρσεις είναι ορισμένες φορές τόσο υπερβολικές, ώστε να γεννούν υποψίες ότι στο βάθος ο Ευριπίδης ειρωνεύτηκε κάποιες ιδέες που σε καιρό πολέμου δε θα μπορούσε ανοιχτά να τις καταγγείλει.

Στον Ευριπίδη ανήκει το μόνο σατυρικό δράμα που μας σώθηκε ολόκληρο, ο Κύκλωπας, όπου ο Χορός των Σατύρων βρίσκεται παγιδευμένος, μαζί με τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, στη σπηλιά του Πολύφημου. Το έργο έχει κάποιες επιτυχημένες σκηνές, αλλά γενικά είναι μέτριο, και δεν απορούμε βλέποντας ότι σε ορισμένες τετραλογίες του ο ποιητής προτίμησε στη θέση του σατυρικού δράματος να παρουσιάσει μια τραγωδία με διάσπαρτα κωμικά στοιχεία και ευχάριστο τέλος, όπως η Ελένη και η Άλκηστη.

Η επιτυχία του Ευριπίδη στο κοινό πρέπει να ήταν μεγαλύτερη απ᾽ όσο φανερώνουν οι λιγοστές του νίκες στους αγώνες. Είναι αποκαλυπτική η πληροφορία ότι στον Πελοποννησιακό πόλεμο, μετά την αποτυχία της Σικελικής εκστρατείας, μερικοί Αθηναίοι αιχμάλωτοι «σώθηκαν χάρη στον Ευριπίδη: άλλοι διηγόνταν ότι οι Σικελοί τούς ελευθέρωσαν, όταν τους μετάδωσαν όσα θυμόνταν από τα δράματά του, άλλοι ότι τους έδιναν τροφή και νερό, όταν τους τραγουδούσαν τα τραγούδια του» (Πλούταρχος, Νικίας 29.2).

Τον 5ο π.Χ. αιώνα έδρασαν στην Αθήνα πλήθος ακόμα τραγωδοδιδάσκαλοι, γνωστοί μόνο από τις καταγραφές των δραματικών αγώνων, από σκόρπιες πληροφορίες και λιγοστά αποσπάσματα. Σημαντικότεροι ανάμεσά τους, ο Αχαιός από την Ερέτρια, που διακρίθηκε για τα σατυρικά του δράματα, ο αθηναίος Αγάθων, που αποδέσμευσε τελείως τα εμβόλιμα χορικά τραγούδια από τις υποθέσεις των δραμάτων και πρώτος έγραψε τραγωδία με υπόθεση φανταστική, επινοημένη από τον ίδιο, και ο Ίων από τη Χίο, που εκτός από τραγωδίες και σατυρικά δράματα είχε γράψει κωμωδίες, λυρικά τραγούδια (παιάνες, ύμνους, εγκώμια, ελεγείες, επιγράμματα, σκόλια) και πεζά.
-----------------------
1. Τα διαλογικά μέρη μπορούσαν ακόμα να διακοπούν από ξεχωριστά τραγούδια: μονωδίες, διωδίες και κομμούς (θρήνους).

2. Ιδιαίτερα εξυπηρετικά για τον σκοπό αυτό ήταν βέβαια τα καλοστρωμένα αλώνια στις πλαγιές των λόφων.

3. Παρά την εννοιολογική συγγένεια, σωστό είναι να ξεχωρίζουμε το επίθετο σατυρικός (με ύψιλον), που σχετίζεται με τους Σατύρους, από το επίθετο σατιρικός (με γιώτα), που σχετίζεται με τη σάτιρα, δηλαδή με τον πειρακτικό, δηκτικό και όχι πάντα καλοπροαίρετο λόγο.

4. Η Προμήθεια γράφτηκε και παρουσιάστηκε πιθανότατα μετά την Ορέστεια· υπάρχουν όμως φιλόλογοι που αμφισβητούν όχι μόνο τη χρονολόγηση αλλά και την πατρότητα της τετραλογίας, υποστηρίζοντας ότι ανήκει σε κάποιον άλλον, τέταρτο μεγάλο τραγικό ποιητή του 5ου π.Χ. αιώνα.

5. «Δε γεννήθηκα να μοιράζομαι το μίσος αλλά την αγάπη.»

6. «Για να το πούμε απλά: ήταν ο χαρακτήρας του τόσο γεμάτος χάρες, ώστε όλοι και με κάθε τρόπο να τον αγαπούν» (Βίος).

7. Ο Σοφοκλής πέθανε πριν προλάβει να διδάξει τον Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ. Πέντε χρόνια αργότερα, το 401 π.Χ., τον παρουσίασε ο ομώνυμος εγγονός του, που και ο ίδιος ήταν δραματικός ποιητής.

8. Αυτή η σπηλιά, που οι ντόπιοι την έδειχναν ως τα ρωμαϊκά χρόνια ως αξιοθέατο, εντοπίστηκε πρόσφατα στον όρμο Περιστέρια και ερευνήθηκε από τους αρχαιολόγους. Ανάμεσα στα ευρήματα, ένας σκύφος (κούπα) των κλασικών χρόνων έχει χαραγμένο πάνω του το όνομα ΕΥΡΙΠ[ΙΔΗΣ].

9. Ανάμεσά τους μια τραγωδία με τον τίτλο Αρχέλαος, όπου ο Ευριπίδης επινοεί και δοξάζει έναν Αρχέλαο, απόγονο του Ηρακλή και ιδρυτή της πόλης των Αιγών (της Βεργίνας), πρώτης πρωτεύουσας του βασιλείου της Μακεδονίας.

10. Μηχανή ήταν ένα είδος γερανού που κρυμμένος πίσω από τη σκηνή έδινε τη δυνατότητα στους υποκριτές να εμφανίζονται μετέωροι, σαν να πετούνε.

11. Χαρακτηριστικό ότι πέντε σωζόμενες τραγωδίες του Ευριπίδη (π.χ. Ελένη 1688-91) κλείνουν με τους στίχους:

Έχουν πολλές μορφές τα θεοτικά·
πολλά κι ανέλπιστα οι θεοί τελειώνουν.
Όσα θα πρόσμενε κανείς δεν έγιναν·
κι εκείνα που δεν πρόσμενε κανείς
άνοιξαν δρόμο οι θεοί να γίνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου