Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

HERMANN HESSE: Παντού τα ίδια! Παντού γύρευαν την “ελευθερία” και την “ευτυχία”, από φόβο και έλλειψη ευθύνης

Στεκόμουν σε μια γωνία του δρόμου κι άκουγα ν’ αντηχούν από τις ταβέρνες οι εύθυμες φωνές των νέων- είχαν κάτι το οργανωμένο και το ομαδικό. Παντού συντροφιές, παντού ενώσεις- προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη μοίρα και να βρουν καταφύγιο μέσα σε μιαν αγέλη!

Πίσω μου βάδιζαν δύο άντρες με αργό ρυθμό.

Άκουσα κάτι από τη συζήτηση. Ο ένας έλεγε:

“Δεν είναι το ίδιο πράγμα με τις συνάξεις των νέων στα χωριά των νέγρων; Όλα συμφωνούν, ακόμη και το τατουάζ. Κοιτάξτε λοιπόν, αυτή είναι η νέα Ευρώπη!”

Η φωνή χτυπούσε στα αυτιά μου μ’ έναν γνώριμο τόνο. Τους ακολούθησα και τους δύο στο στενό σοκάκι. Ο ένας ήταν Γιαπωνέζος, μικρόσωμος και κομψός- κάτω από το φως ενός φαναριού είδα το κίτρινο χαμογελαστό πρόσωπό του να αστράφτει.

Ο άλλος εξακολούθησε να μιλά.

“Και σε σας, στην Ιαπωνία, δεν είναι τα πράγματα καλύτερα. Οι άνθρωποι που δεν καταφεύγουν σε μιαν αγέλη, είναι σπάνιοι. Κι εδώ βρίσκονται μερικοί”.

Κάθε λέξη με διαπερνούσε μ’ ένα χαρούμενο και φοβισμένο σκίρτημα. Αναγνώρισα το συνομιλητή. Ήταν ο Ντέμιαν.

Στη νύχτα με το αεράκι και μέσα στα σκοτεινά σοκάκια τους ακολουθούσα, άκουγα τη συνομιλία τους και χαιρόμουν τη φωνή του Ντέμιαν. Είχε τον παλιό τόνο- την παλιά όμορφη σιγουριά και τη γαλήνη· είχε τη δύναμη να επιδρά πάνω μου. Όλα λοιπόν ήταν ωραία. Τον είχα ξαναβρεί.

Στο τέρμα ενός συνοικιακού δρόμου, ο Γιαπωνέζος τον χαιρέτησε και μπήκε σε μια πόρτα. Ο Ντέμιαν γύρισε πίσω- ήμουν ακίνητος στη μέση του δρόμου και τον περίμενα. Με καρδιοχτύπι τον είδα να με πλησιάζει, στητός και λυγερός· φορούσε καφέ πανωφόρι και είχε ένα λεπτό μπαστούνι περασμένο στο χέρι του. Προχωρούσε χωρίς ν’ αλλάξει βηματισμό- με πλησίασε, έβγαλε το καπέλο του, δείχνοντάς μου το παλιό φωτεινό του πρόσωπο με το αποφασιστικό στόμα και την ιδιότυπη αγιότητα στο μεγάλο μέτωπό του.

“Ντέμιαν!”, φώναξα.

Μου έδωσε το χέρι.

“Είσαι συ λοιπόν, Σίνκλερ; Σε περίμενα”.

Με πήρε από το μπράτσο και βαδίζαμε μαζί. Γαλήνη έβγαινε από μέσα του και με τύλιγε. Μιλήσαμε όπως πρώτα.

Μίλησε για το πνεύμα της Ευρώπης και για τα χαρακτηριστικά της εποχής μας. Παντού, είπε, επικρατεί το μαζικό πνεύμα της αγέλης· πουθενά ελευθερία και αγάπη. Όλες αυτές οι κοινότητες, από τους φοιτητικούς συλλόγους με τα εμβατήριά τους ως την οργάνωση των κρατών, είναι ομάδες που γίνονται από καταναγκασμό- πρόκειται για μια κοινότητα αγωνίας, φόβου, αμηχανίας. Μέσα στο εσωτερικό της βρίσκονται τα σπέρματα της φθοράς και της κατάρρευσης.

“Η κοινότητα” είπε ο Ντέμιαν, “είναι κάτι ωραίο. Αλλά αυτές οι κοινότητες, που κάθε τόσο ανθίζουν, είναι ψεύτικες. Μια νέα και αληθινή κοινότητα θα προέλθει από την αμοιβαία συνεννόηση των ατόμων, και μόνο αυτή θα ξαναπλάσει τον κόσμο. Αυτό που σήμερα περνά για κοινότητα, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά αγέλη. Οι άνθρωποι ενώνονται γιατί ο ένας νιώθει φόβο μπροστά στον άλλο. Τα αφεντικά για τον εαυτό τους, οι εργάτες το ίδιο, οι μορφωμένοι το ίδιο! Και γιατί φοβούνται; Έχει κανείς φόβο, αν δε συμφωνεί με τον εαυτό του. Φοβούνται λοιπόν, γιατί δεν έχουν γνωρίσει τον εαυτό τους. Συγκεντρώνονται όλοι μαζί, γιατί τους τρομάζει το άγνωστο που έχουν μέσα τους! Νιώθουν όλοι πως οι παλιοί νόμοι δεν ισχύουν πια- ζουν με τα παλιά ήθη, αλλά ούτε οι θρησκείες ούτε η ηθική μπορούν να τους χρησιμέψουν. Περισσότερο από εκατό χρόνια η Ευρώπη σπουδάζει και χτίζει εργοστάσια! Ξέρουν καλά πόσα γραμμάρια μπαρούτι χρειάζεται για να σκοτώσουν έναν άνθρωπο, αλλά δεν ξέρουν πώς να προσευχηθούν και πώς να περάσουν μια πραγματικά, ευχάριστη ώρα. Πήγαινε να δεις σε μια ταβέρνα πώς διασκεδάζουν οι φοιτητές. Ή σε μια συγκέντρωση πλουσίων, όπου διασκεδάζουν! Παντού απελπισία! Αγαπητέ Σίνκλερ, από όλ’ αυτά δεν μπορεί να βγει τίποτε το καθαρό. Οι άνθρωποι αυτοί, που ενώνονται μεταξύ τους από φόβο, είναι γεμάτοι άγχος και κακία, κανείς δεν εμπιστεύεται τον άλλο. Γαντζώνονται από ιδεώδη που δεν υφίστανται πια, και λιθοβολούν οποιονδήποτε επιχειρεί να προσφέρει ένα καινούριο ιδεώδες.

Χαρούμενος μέσα στην ψυχρή νύχτα γύριζα σπίτι. Εδώ κι εκεί στους δρόμους της πόλης περιφέρονταν φοιτητές μεθυσμένοι, τρικλίζοντας και κάνοντας θόρυβο. Πολλές φορές αισθάνθηκα την αντίθεση ανάμεσα στον κωμικό τρόπο της χαρούμενης ζωής τους και της δικής μου μοναξιάς. Συχνά ένιωθα στέρηση κι άλλοτε διάθεση ειρωνείας.

Αλλά ποτέ δεν ένιωσα, όπως σήμερα, με γαλήνη και απόλυτη σιγουριά, πόσο ξένος και αταίριαστος ήταν αυτός ο κόσμος για μένα. Θυμόμουν μερικούς υπαλλήλους της πατρίδας μου, ηλικιωμένους, αξιοσέβαστους κυρίους, που νοσταλγούσαν τα φοιτητικά τους χρόνια με τις ελευθερίες και τις ασωτείες, σα να ‘ταν ο παράδεισος της ευτυχίας, όπως ακριβώς ποιητές και ρομαντικοί υμνούν τα παιδικά τους χρόνια. Παντού τα ίδια! Παντού γύρευαν την “ελευθερία” και την “ευτυχία”, από φόβο και έλλειψη ευθύνης- γιατί θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το δρόμο που τους έδειχνε η ευθύνη τους. Μερικά χρόνια λοιπόν γλεντοκοπούν και ασωτεύουν κι έπειτα γίνονται σοβαροί, δημόσια πρόσωπα. Ναι, όλα ήταν σάπια, σάπια πέρα για πέρα, κι αυτές οι ανοησίες των φοιτητών χίλιες φορές χειρότερες από πολλές άλλες.

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ, ΝΤΕΜΙΑΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου