Εξάρτηση της κατανοήσεως από την φύση του νοούντος (γ)
Πώς θέλει ο Nietzsche τη μετάδοσή του.— Τι ζητάει ακριβώς ο Nietzsche μ’ αυτήν την συμπλοκή μεταξύ του προφητικού κηρύγματος και της αποκρούσεως εκείνων, που τον ακολουθούν τυφλά, μεταξύ του νομοθέτη και εκείνου που κηρύσσει την αντίσταση κατά των νόμων του, μεταξύ διδασκάλου και εκείνου,που όλα τα βάζει σε αμφιβολία, τί ζητάει, όταν αφήνει ν’ αναιρούνται μονάχοι τους oι λόγοι του, που φθάνουν σε ό,τι υπάρχει πιο εσωτερικό, τι είναι εκείνο που αντικαθιστά τον ιδρυτή θρησκείας, τι θα ήθελε να σημαίνει για τους άλλους, αυτό μας το εζωγράφισε σε μιαν αόριστη εικόνα κάτω από τον τίτλο «génie της καρδιάς»˙ «Το génie της καρδιάς,... που η φωνή του ξέρει να κατεβαίνει ως τον κάτω κόσμο κάθε ψυχής και που ταιριάζει με τη μαστοριά του να ξέρει να φωτίζει έτσι, που για όσους το ακολουθούν είναι ένας εξαναγκασμός περισσότερος για να το ακολουθούν όλο και πιο εσωτερικά, όλο και πιο βαθειά: -το génie της καρδιάς, που κάνει να βουβαθεί καθετί το ηχηρό και αυτάρεσκο και σε μαθαίνει ν’ ακούς, που λειαίνει τις άγριες ψυχές και τους δίνει να δοκιμάσουν μια νέα επιθυμία, την επιθυμία να μένουν ήρεμες σαν ένας καθρέπτης, για να καθρεφτίζεται μέσα τους ο βαθύς ουρανός˙ το génie της καρδιάς, που μαντεύει κι ανακαλύπτει τον κρυμένο και ξεχασμένο θησαυρό... κάτω από θολό και παχύ στρώμα πάγου, αποτελώντας έτσι μια ράβδο μαγική για κάθε κόκκο χρυσαφιού... το génie της καρδιάς, που αγγίζοντάς το φεύγει ο καθένας πιο πλούσιος, πιο πλούσιος, πιο πλούσιος σε ότι απαρτίζει τον εαυτό του,... ξανοιγμένος έτσι, που θάλεγε κανείς πως τον εφύσηξε κάποιος από τους ανέμους εκείνους που λυώνουν τα χιόνια, πιο αβέβαιος ίσως, μα γεμάτος ελπίδες, που δεν έχουν πάρει ακόμα ονόματα, γεμάτος από νέα θέληση-» (7, 271).
Βρήκε ο Nietzsche τους αναγνώστες του;— Όταν ήταν ο ίδιος νέος, επίστευε ακόμα στους νέους: «Γι’ αυτούς τους ελπιδοφόρους ξέρω, ότι νοιώθουν σαν δικές τους όλες αυτές τις γενικότητες και ότι θα τις μεταφράσουν με την απολύτως δική τους πείρα σε μια θεωρία, που έχει νόημα προσωπικό˙ στους άλλους ας μη γίνουν εν τω μεταξύ αντιληπτές παρά μερικές σκεπασμένες πιατέλες που άλλως τε είναι δυνατό να είναι κι' αδειανές...» (1,381). Λιγάκι αργότερα όμως ζητάει κι’ όλας να υποδείξει «στους θερμούς και διψασμένους για πεποιθήσεις νέους, ότι δεν πρέπει να παίρνουν αμέσως τις διδασκαλίες του σαν ένα κριτήριο για τη ζωή, αλλά πρέπει να τις παίρνουνε σαν θέσεις, που έχουν ανάγκη να σταθμισθούν καλά...» (11,398). Στο τέλος του γίνονται oι νέοι, στον θαυμασμό τους για τα έργα του, βάρος: «γιατί είναι ολοφάνερο, ότι αυτά δεν είναι βιβλία, για νέους ανθρώπους» (προς τον Overbeck, 13,5,87).
Απογοητευμένος πια ζητάει τον σύντροφό του˙ θεωρεί τα συγγράματά του αγκίστρια ικανά να ψαρέψουν τους ανθρώπους, που πρέπει. Αλλά oι αληθινοί αναγνώστες δεν έρχονται: ο Nietzsche, αποκρούοντας κάθε προσαρμογή, ξεγυμνώνοντας κάθε επίφαση, βλέπει τον εαυτό του μέσα στην αληθινότητά του όλο και πιο μόνον. Δίνοντας πια στην όψη του το πιο ισχυρό πάθος, χάνει συνειδητά κάθε προϋπόθεση για να γίνει νοητός στήν εποχή του.
Ήρθε βέβαια η δόξα, που ο Nietzsche με βεβαιότητα προέβλεψε, αλλά που δεν την έζησε ούτε καν στις πρώτες της αρχές. Κατανοήθηκε έκτοτε ο Nietzsche, όπως ήθελε ο ίδιος; Δεν έχει ακόμα κανείς το δικαίωμα ν’ απαντήσει στην ερώτηση αυτή μ’ ένα Ναι ή Όχι.
Ο σκοπός είναι, να γίνη κανείς ο ίδιος ο εαυτός του, αφομοιώνοντας τον Nietzsche. Αντί να υποκύψουμε στην πλάνη να αποδεχθούμε θεωρίες και νόμους στο φαινομενικά μονοσήμαντο νόημά τους σαν κάτι, που ισχύει γενικά, η απαίτηση του Nietzsche είναι να μας οδηγήσει στο δυνατό ύψος του εαυτού μας του ίδιου. Αντί να υποταχθούμε σε απλοποιημένα αιτήματα και φράσεις, πρέπει να βρούμε μέσω του Nietzsche τη γνήσια απλότητα του αληθινού.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου