Όπως η καινούρια βία είναι «χωρίς αντικείμενο», έτσι και αυτή η κούραση είναι «χωρίς αιτία». Δεν έχει καμία σχέση με την μυϊκή και ενεργειακή κούραση. Δεν προέρχεται από σωματικό ξόδεμα. Μιλούνε βέβαια αυθόρμητα για «νευρικό ξόδεμα», για «κατάθλιψη» και για ψυχοσωματική μεταστροφή. Αυτού του τύπου η εξήγηση αποτελεί τώρα μέρος της μαζικής κουλτούρας: υπάρχει σε όλες τις εφημερίδες (και σε όλα τα συνέδρια). Ο καθένας μπορεί να οχυρωθεί πίσω της σαν πίσω από μια καινούρια προδηλότητα, με την κατηφή χαρά ότι τον πρόδωσαν τα νεύρα του. Βέβαια, αυτή η κούραση σημαίνει τουλάχιστον ένα πράγμα (ίδια λειτουργία αποκαλυπτική όπως η βία και η μη βία): ότι αυτή η κοινωνία που προβάλλεται και βλέπει τον εαυτό της πάντα σε συνεχή πρόοδο προς την κατάργηση της προσπάθειας, τη λύση των εντάσεων, προς μεγαλύτερη ευκολία και αυτοματισμό, είναι στην πραγματικότητα μια κοινωνία του stress, της έντασης, του doping, στην οποία ο συνολικός ισολογισμός ικανοποίησης δίνει ένα ολοένα μεγαλύτερο έλλειμμα, στην οποία η ατομική και συλλογική ισορροπία καταστρέφεται ολοένα περισσότερο όσο πολλαπλασιάζονται οι τεχνικές προϋποθέσεις της πραγματοποίησής της.
Οι ήρωες της κατανάλωσης είναι κουρασμένοι. Μπορούμε να προβάλλουμε διάφορες ερμηνείες στο ψυχο-κοινωνιολογικό επίπεδο. Αντί να εξισώνει τις ευκαιρίες και να ειρηνεύει τον κοινωνικό (οικονομικό, κύρους) ανταγωνισμό, η καταναλωτική διαδικασία κάνει πιο βίαιο, πιο οξύ τον ανταγωνισμό σε όλες του τις μορφές. Με την κατανάλωση, είμαστε επιτέλους μόνο μέσα σε μια κοινωνία γενικευμένου, ολοκληρωτικού ανταγωνισμού, που παίζει σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, γνώση, πόθο, σώμα, σημεία και ενορμήσεις, και όλα τα πράγματα στο εξής παράγονται ως ανταλλακτική αξία σε μιαν ακατάπαυστη διαδικασία διαφοροποίησης και υπερ-διαφοροποίησης.
Μαζί με τον Chobart de Lawe, μπορούμε να δεχτούμε και ότι, αντί να συνταιριάζει, όπως προσποιείται πως κάνει, «τις βλέψεις, τις ανάγκες και τις ικανοποιήσεις», η κοινωνία αυτή δημιουργεί ολοένα μεγαλύτερες διαστρεβλώσεις, στα άτομα καθώς και στις κοινωνικές κατηγορίες, που διαφωνούν με την επιταγή του ανταγωνισμού και της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, και συγχρόνως με την στο εξής σφόδρα εσωτερικευμένη επιταγή να μεγιστοποιήσουν τις απολαύσεις.
Με τόσους αντίθετους καταναγκασμούς, το άτομο διαλύεται. Η κοινωνική διαστρέβλωση των ανισοτήτων προστίθεται στην εσωτερική διαστρέβλωση ανάμεσα σε ανάγκες και βλέψεις, για να κάνει αυτήν την κοινωνία μια κοινωνία ολοένα περισσότερο ασυμφιλίωτη, αποσυντεθειμένη, σε κατάσταση «δυσφορίας». Η κούραση (ή «ασθένεια») θα ερμηνευτεί τότε σαν απάντηση, με μορφή παθητικής άρνησης, του σύγχρονου ανθρώπου σ’ αυτές τις συνθήκες ύπαρξης. Αλλά θα πρέπει να καταλάβουμε καλά ότι αυτή η «παθητική άρνηση» είναι στην πραγματικότητα λανθάνουσα βία, και ως τέτοια, είναι μια μόνον από τις εφικτές απαντήσεις, που οι άλλες μορφές της είναι της ανοιχτής βίας. Και εδώ πάλι, πρέπει να ανασυστήσουμε την αρχή της αμφισημαντότητας. Κούραση, κατάθλιψη, νεύρωση μπορούν πάντα να μετατραπούν σε ανοιχτή βία, και αντιστρόφως. Η κούραση του πολίτη της μετα-βιομηχανικής κοινωνίας δεν απέχει πολύ από την καλυμμένη απεργία, το φρενάρισμα, το «slowing down» των εργατών στα εργοστάσια, ούτε από την «ανία» του σχολείου. Όλα αυτά είναι μορφές παθητικής αντίστασης, «εσωστρεφούς» με την έννοια που μιλούμε για «εσωστρεφές νύχι», που αναπτύσσεται μέσα στην σάρκα, προς το εσωτερικό.
Πράγματι, θα πρέπει να αντιστρέψουμε όλους τους όρους της αυθόρμητης όρασης: η κούραση δεν είναι η παθητικότητα ως αντίθεση στην εξωτερική κοινωνική υπερκινητικότητα· είναι, απεναντίας, η μοναδική μορφή δραστηριότητας που μπορεί να εναντιωθεί, σε ορισμένες συνθήκες, στον καταναγκασμό της γενικής παθητικότητας που είναι ο καταναγκασμός των παρουσών κοινωνικών σχέσεων. Ο κουρασμένος μαθητής είναι εκείνος που υφίσταται παθητικά τον λόγο του καθηγητή. Ο κουρασμένος εργάτης, ο κουρασμένος γραφειοκράτης είναι εκείνοι που από τη δουλειά τους έχει αφαιρεθεί κάθε υπευθυνότητα. Η πολιτική «αδιαφορία», αυτή η κατατονία του σύγχρονου πολίτη, είναι η αδιαφορία του ανθρώπου που δεν λαμβάνει καμία απόφαση και διατηρεί μόνο την κοροϊδία του καθολικού δικαιώματος ψήφου. Και η αλήθεια είναι ότι αυτό συμβαίνει σήμερα με την σωματική και ψυχική μονοτονία της δουλειάς στον ιμάντα μεταφοράς και στο γραφείο, με την μυϊκή, αγγειακή, φυσιολογική καταληψία των επιβεβλημένων όρθιων ή καθιστών στάσεων, των στερεότυπων κινήσεων, όλης της χρόνιας αδράνειας και υποαπασχόλησης του σώματος στις κοινωνίες μας. Αλλά δεν είναι αυτό η ουσία, γι’ αυτό και ποτέ δεν θα γιατρέψουν την «παθολογική» κούραση με την άθληση και την μυϊκή άσκηση, όπως λένε οι απλοϊκοί ειδήμονες (ούτε με τα ηρεμιστικά ή τα διεγερτικά). Γιατί η κούραση είναι μια καλυμμένη αμφισβήτηση, που στρέφεται εναντίον του εαυτού της και «εσωστρέφεται» στο σώμα της επειδή, σε ορισμένες συνθήκες, είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να κάνει το στερημένο άτομο. Όπως οι Μαύροι που εξεγείρονται στις πόλεις της Αμερικής ξεκινούν καίγοντας τις δικές τους συνοικίες. Η αληθινή παθητικότητα υπάρχει στη χαρούμενη συμμόρφωση στο σύστημα, στο «δυναμικό» στέλεχος, με το ζωηρό μάτι και τους φαρδιούς ώμους, που είναι τέλεια προσαρμοσμένο στην συνεχή του δραστηριότητα. Η κούραση είναι μια δραστηριότητα, μια λανθάνουσα, ενδημική, χωρίς αυτοσυνειδησία εξέγερση. Έτσι διασαφηνίζεται η λειτουργία της: το «slowing down» σε όλες του τις μορφές είναι (όπως η νεύρωση) η μοναδική διέξοδος για ν’ αποφύγουμε την πλήρη και γνήσια «break down». Και επειδή ακριβώς είναι μια (λανθάνουσα) δραστηριότητα μπορεί ξαφνικά να μετατραπεί σε ανοιχτή εξέγερση, όπως έδειξαν παντού τα γεγονότα του Μάη [του 1968]. Η αυθόρμητη, ολική μόλυνση, η «έκρηξη» του κινήματος του Μάη γίνεται κατανοητή μόνο με την ακόλουθη υπόθεση: αυτό που εκλαμβάναμε για ατονία, για απόλυτη αδράνεια, για γενικευμένη παθητικότητα ήταν στην πραγματικότητα ένα δυναμικό δυνάμεων ενεργώνως και μες στην παραίτησή τους, στην κούρασή τους, στην αμπωτίδα τους και άρα αμέσως διαθέσιμων δυνάμεων. Δεν έγινε θαύμα. Και η αμπωτίδα από τον Μάη και μετά δεν είναι, ούτε αυτή, μια ανεξήγητη «αντιστροφή» της διαδικασίας, είναι η μεταστροφή μιας μορφής ανοιχτής εξέγερσης σ’ έναν τρόπο λανθάνουσας αμφισβήτησης (και άλλωστε ο όρος «αμφισβήτηση» θα ίσχυε αυστηρά μόνο για τούτη την τελευταία μορφή: ορίζει τις πολλαπλές μορφές άρνησης που στιγμιαία διακόπτονται από μια πρακτική ριζικής αλλαγής).
Οπότε, για να συλλάβουμε το νόημα της κούρασης πρέπει, πέρα από τις ψυχο-κοινωνιολογικές ερμηνείες, να την ξανατοποθετήσουμε μέσα στη γενική δομή των καταθλιπτικών καταστάσεων. Αϋπνίες, ημικρανίες, κεφαλαλγίες, παθολογική βουλιμία ή ανορεξία, ατονία ή καταναγκαστική υπερδραστηριότητα: τυπικά διαφορετικά ή αντίθετα, τα συμπτώματα αυτά μπορούν στην πραγματικότητα να εναλλαγούν, να αντικαταστήσουν τα μεν τα δε –καθώς η σωματική «μεταστροφή» συνοδεύεται πάντα, και φτάνει μάλιστα να ορίζεται από την δυνητική «μετατρεψιμότητα» όλων των συμπτωμάτων. Ε λοιπόν –κι αυτό ακριβώς είναι το κεφαλαιώδες– αυτή η λογική της κατάθλιψης (δηλαδή, το ότι τα συμπτώματα «περιφέρονται», καθώς πια δεν συνδέονται με οργανικές βλάβες ή με πραγματικές δυσλειτουργίες) απηχεί τη λογική της κατανάλωσης (δηλαδή, το ότι, καθώς πια δεν συνδέονται με την αντικειμενική λειτουργία των αντικειμένων, ανάγκες και ικανοποιήσεις διαδέχονται άλληλες, παραπέμπουν οι μεν στις δε, αντικαθιστούν οι μεν τις δε σε συνάρτηση με μια θεμελιώδη ανικανοποίηση). Ο ίδιος ασύλληπτος, απεριόριστος χαρακτήρας, η ίδια συστηματική μετατρεψιμότητα διέπει την πλημμυρίδα των αναγκών και την «ρευστότητα» των συμπτωμάτων κατάθλιψης. Θα επανέλθουμε εδώ στην αρχή της αμφισημαντότητας, για να συνοψίσουμε την ολική, δομική εμπλοκή του συστήματος της κατανάλωσης και του συστήματος της σωματοποίησης (που μόνο μια πτυχή του αποτελεί η κούραση). Όλες οι διαδικασίες των κοινωνιών μας πηγαίνουν προς την κατεύθυνση μιας αποδόμησης, μιας διάλυσης της αμφισημαντότητας του πόθου. Καθώς ολοκληρώνεται στην ηδονή και στη συμβολική λειτουργία, η αμφισημαντότητα αυτή ξεφορτώνεται, αλλά με την ίδια λογική στις δυο έννοιες: όλη η θετικότητα του πόθου περνά μέσα στην αλυσίδα των αναγκών και των ικανοποιήσεων, όπου μεταβάλλεται σύμφωνα με έναν κατευθυνόμενο στόχο –όλη η αρνητικότητα του πόθου περνά στην ανεξέλεγκτη σωματοποίηση ή στην acting out της βίας. Έτσι φωτίζεται η βαθιά ενότητα όλης της διαδικασίας: καμία άλλη υπόθεση δεν μπορεί να εξηγήσει την πολλαπλότητα ξεκάρφωτων φαινομένων (αφθονία, βία, ευφορία, κατάθλιψη) που χαρακτηρίζουν όλα μαζί την «καταναλωτική κοινωνία» και που τα νιώθουμε πως όλα αναγκαστικά συνδέονται, αλλά που η λογική τους μένει ανεξήγητη στην οπτική μιας κλασικής ανθρωπολογίας.
Θα έπρεπε –αλλά δεν είναι εδώ το κατάλληλο μέρος– να προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο την ανάλυση:
1.Της κατανάλωσης ως συνολικής διαδικασίας «μετατροπής», δηλαδή «συμβολικής» μεταβίβασης μιας έλλειψης σε μιαν ολόκληρη αλυσίδα σημαινόντων/αντικειμένων, που επενδύονται διαδοχικά ως επιμέρους αντικείμενα.
2.Να γενικεύσουμε τη θεωρία του επιμέρους αντικειμένου στις διαδικασίες σωματοποίησης –κι εδώ συμβολική μετατόπιση και επένδυση– πάνω στη βάση μιας θεωρίας του σώματος και της θέσης που αυτό κατέχει ως αντικείμενο στο σύστημα της νεοτερικότητας. Έχουμε δει ότι αυτή η θεωρία του σώματος είναι ουσιώδης για τη θεωρία της κατανάλωσης –αφού το σώμα είναι μια συνόψιση όλων αυτών των αμφισήμαντων διαδικασιών: επενδύεται ναρκισσιστικά ως αντικείμενο εξερωτισμένης μέριμνας και συγχρόνως επενδύεται «σωματικά» ως αντικείμενο ανησυχίας και επιθετικότητας.
«Είναι εντελώς κλασικό, σχολιάζει ένας ψυχο-σωματολόγος: βρίσκετε καταφύγιο στην κεφαλαλγία σας. Θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο: λόγου χάρη μια κολίτιδα, αϋπνίες, διάφορα εξανθήματα ή εκζέματα, σεξουαλικές διαταραχές, βουλιμία, διαταραχές αναπνευστικές, πεπτικές, καρδιοαγγειακές…ή απλούστατα και το πιο συχνό: μια ακαταμάχητη κούραση».
Η κατάθλιψη ξεπροβάλλει, και έχει σημασία αυτό, εκεί που παύουν οι εργασιακοί καταναγκασμοί και αρχίζει (θα έπρεπε να αρχίζει) ο χρόνος της ικανοποίησης (ημικρανίες των γενικών διευθυντών από την Παρασκευή το βράδυ μέχρι τη Δευτέρα το πρωί, αυτοκτονίες ή γρήγορος θάνατος «συνταξιούχων» κτλ.). Είναι διαβόητο και ότι ο «χρόνος της σχόλης» βλέπει να αναπτύσσεται, πίσω από την θεσμική, τελετουργική σήμερα ζήτηση ελεύθερου χρόνου, μια αύξουσα ζήτηση για εργασία, για δραστηριότητα, μια καταναγκαστική ανάγκη να «κάνουμε», να «πράξουμε», πράγμα που έκαμε τους ευσεβείς ηθικολόγους μας να δουν σ’ αυτό μιαν απόδειξη ότι η εργασία είναι μια «φυσική τάση» του ανθρώπου. Πρέπει μάλλον να πιστέψουμε ότι σ’ αυτήν την μη οικονομική ζήτηση για εργασία εκφράζεται όλη η επιθετικότητα που μένει ανικανοποίητη στην ικανοποίηση και τη σχόλη. Αλλά δεν θα μπορούσε να λυθεί μ’ αυτό, αφού, καθώς έρχεται από το βάθος της αμφισημαντότητας του πόθου, αναδιατυπώνεται μ’ αυτό σε απαίτηση, σε «ανάγκη» για εργασία, και συνεπώς επανολοκληρώνει τον κύκλο των αναγκών, που ως γνωστόν είναι αδιέξοδος για τον πόθο.
Όπως η βία μπορεί να γίνει οικιακής χρήσεως, για να εξυμνήσει την ασφάλεια, έτσι και η κούραση καθώς και η νεύρωση μπορούν να ξαναγίνουν πολιτισμικό γνώρισμα διάκρισης. Κινητοποιείται τότε όλο το τελετουργικό της κούρασης και της ικανοποίησης, κατά προτίμηση στους καλλιεργημένους και τους προνομιούχους (μα η διάχυση αυτού του πολιτισμικού «άλλοθι» γίνεται πολύ γρήγορα). Στο στάδιο αυτό, η κούραση δεν είναι πια καθόλου ανομική, και τίποτε από τα όσα έχουμε πει δεν ισχύει γι’ αυτήν την «υποχρεωτική» κούραση: είναι κούραση «καταναλωνόμενη» και επιστρέφει στο κοινωνικό τελετουργικό ανταλλαγής ή standing.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου