Κυριακή 30 Μαΐου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (441-472)

ΚΡ. σὲ δή, σὲ τὴν νεύουσαν εἰς πέδον κάρα,
φής, ἢ καταρνῇ μὴ δεδρακέναι τάδε;
ΑΝ. καὶ φημὶ δρᾶσαι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή.
ΚΡ. σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις
445 ἔξω βαρείας αἰτίας ἐλεύθερον·
σὺ δ᾽ εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα,
ᾔδησθα κηρυχθέντα μὴ πράσσειν τάδε;
ΑΝ. ᾔδη· τί δ᾽ οὐκ ἔμελλον; ἐμφανῆ γὰρ ἦν.
ΚΡ. καὶ δῆτ᾽ ἐτόλμας τούσδ᾽ ὑπερβαίνειν νόμους;
450 ΑΝ. οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε,
οὐδ᾽ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη
τοιούσδ᾽ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόμους,
οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ
κηρύγμαθ᾽ ὥστ᾽ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν
455 νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ᾽ ὑπερδραμεῖν.
οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ᾽ ἀεί ποτε
ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ᾽φάνη.
τούτων ἐγὼ οὐκ ἔμελλον, ἀνδρὸς οὐδενὸς
φρόνημα δείσασ᾽, ἐν θεοῖσι τὴν δίκην
460 δώσειν· θανουμένη γὰρ ἐξῄδη, τί δ᾽ οὔ;
κεἰ μὴ σὺ προυκήρυξας. εἰ δὲ τοῦ χρόνου
πρόσθεν θανοῦμαι, κέρδος αὔτ᾽ ἐγὼ λέγω.
ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς
ζῇ, πῶς ὅδ᾽ οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει;
465 οὕτως ἔμοιγε τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν
παρ᾽ οὐδὲν ἄλγος· ἀλλ᾽ ἄν, εἰ τὸν ἐξ ἐμῆς
μητρὸς θανόντ᾽ ἄθαπτον ἠνσχόμην νέκυν,
κείνοις ἂν ἤλγουν· τοῖσδε δ᾽ οὐκ ἀλγύνομαι.
σοὶ δ᾽ εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν,
470 σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω.
ΧΟ. δηλοῖ τὸ γοῦν λῆμ᾽ ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ πατρὸς
τῆς παιδός· εἴκειν δ᾽ οὐκ ἐπίσταται κακοῖς.

***
ΚΡΕ. Εσύ, σε σένα λέγω, που μας σκύβεις
το κεφάλι στη γης, ομολογείς
ή αρνείσαι πως δεν το ᾽χεις εσύ κάμει;
ΑΝΤ. Και ομολογώ και διόλου δεν αρνούμαι
πως δεν το ᾽καμα. ΚΡΕ. Εσύ μπορείς να παίρνεις
τώρα τα πόδια σου απ᾽ εδώ, όπου θέλεις,
λεύτερος απ᾽ την κάθε πια υποψία.
Λέγ᾽ εσύ τώρα, κι όχι πολλά λόγια
μα σύντομα· ήξερες το κήρυγμα
που πρόσταζε μην κάμει αυτό κανένας;
ΑΝΤ. Το ήξερα, πώς να μη; Γνωστό ηταν σ᾽ όλους.
ΚΡΕ. Και τόλμησες λοιπόν να παραβείς
αυτό το νόμο; ΑΝΤ. Ναι, γιατί δεν ήταν
450 ο Δίας που μου τα ᾽χε αυτά κηρύξει,
ούτε η συγκάτοικη με τους θεούς
του Κάτω κόσμου, η Δίκη, αυτούς τους νόμους
μες στους ανθρώπους όρισαν· και μήτε
πίστευα τόση δύναμη πώς να ᾽χουν
τα δικά σου κηρύγματα, ώστ᾽ ενώ είσαι
θνητός να μπορείς των θεών τους νόμους
τους άγραφτους κι ασάλευτους να βιάζεις·
γιατί όχι σήμερα και χτες, μα αιώνια
ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει
από πότε φανήκανε· κι εγώ
ποτέ δε θα μπορούσα να τρομάξω
θέλημ᾽ ανθρώπου κανενός και δώσω
στους θεούς δίκη, παραβαίνοντάς τους·
460 πως θα πεθάνω το ᾽ξερα· πώς όχι;
και δίχως τα κηρύγματά σου εσένα·
κι αν πεθάνω πριν της ώρας μου,
κέρδος εγώ το λέω αυτό, γιατ᾽ όποιος
ζει μες σε τόση όση εγώ δυστυχία,
πώς να μην του είναι ο θάνατός του κέρδος;
έτσι κι εγώ τίποτα δεν τον έχω
τον πόνο του θανάτου αυτού· μα αν ήταν
και το ανεχόμουν άταφος να μείνει
της μητέρας μου ο γιος στο θάνατό του,
αυτό θα μου ήταν πόνος· γι᾽ αυτά τ᾽ άλλα
καθόλου δεν πονώ· κι αν τώρα εσύ
για άμυαλη με περνάς γι᾽ αυτά που κάνω,
470 ο άμυαλος ίσως γι᾽ άμυαλη με παίρνει.
ΧΟΡ. Δείχνει τ᾽ ωμό το φυσικό της κόρης
πως είναι από πατέρα ωμό· δεν ξέρει
να γέρνει μες στις δυστυχίες κεφάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου