Η διαφορά ανάμεσα στους περισσότερους ανθρώπους και σε μένα είναι ότι για μένα τα «διαχωριστικά τείχη» είναι διαφανή. Αυτή είναι η ιδιομορφία μου. ΄Αλλοι βρίσκουν αυτά τα τείχη τόσο αδιαπέραστα που δεν βλέπουν τίποτα πίσω τους και γι’ αυτό νομίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Ως ένα σημείο βλέπω τις διεργασίες που γίνονται στο πίσω μέρος και αυτό μου δίνει μία εσωτερική βεβαιότητα. Οι άνθρωποι που δεν βλέπουν τίποτα, δεν έχουν βεβαιότητες και δεν μπορούν να βγάλουν συμπεράσματα – ή αν βγάζουν δεν τα εμπιστεύονται.
Η γνώση των διεργασιών του βάθους διαμόρφωσε από νωρίς τη σχέση μου προς τον κόσμο. Βασικά, η σχέση αυτή ήταν η ίδια στην παιδική μου ηλικία που είναι και τώρα. Ως παιδί ένιωθα μόνος, και ακόμα το νιώθω, επειδή γνωρίζω πράγματα και πρέπει να θέλω πράγματα που οι άλλοι, όπως φαίνεται, τα αγνοούν και που δεν θέλουν οι περισσότεροι να μάθουν. Η μοναξιά δεν προέρχεται από το ότι δεν έχει κανείς ανθρώπους γύρω του αλλά από το να μην μπορεί να ανακοινώσει τα πράγματα που του φαίνονται σπουδαία ή από το ότι έχει ορισμένες απόψεις που οι άλλοι τις βρίσκουν απαράδεκτες.
Είναι πολύ σημαντικό το να έχει κανείς ένα μυστικό, ένα προμήνυμα άγνωστων πραγμάτων. Η ζωή του γεμίζει με κάτι το απρόσωπο, το «υπερφυσικό». Όποιος ποτέ δεν είχε αυτή την εμπειρία έχει χάσει κάτι πολύ σπουδαίο. Πρέπει να νιώθει ότι ζει σ’ έναν κόσμο που, από ορισμένες πλευρές, είναι μυστηριώδης, ότι συμβαίνουν πράγματα που παραμένουν ανεξήγητα, ότι δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν όλα όσα γίνονται. Το απροσδόκητο και το απίστευτο ανήκουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Μόνο τότε η ζωή είναι ολόκληρη. Για μένα ο κόσμος υπήρξε ανέκαθεν άπειρος και ασύλληπτος.
Για μένα, δεν υπάρχει λύτρωση «με κάθε μέσο». Δεν μπορώ να λυτρωθώ από κάτι που δεν κατέχω, που δεν έχω κάνει ή δεν έχω ζήσει. Η πραγματική λύτρωση γίνεται εφικτή για μένα μόνο όταν έχω κάνει όλα όσα ήμουν ικανός να κάνω, όταν έχω αφοσιωθεί απόλυτα σε κάτι και το έχω ζήσει ως το ακραίο του σημείο. Φυσικά, μπορεί να υπάρχουν σοβαροί λόγοι που να μην μου επιτρέπουν να βυθιστώ σε μια ορισμένη εμπειρία. Αλλά τότε είμαι υποχρεωμένος να ομολογήσω την ανικανότητά μου και θα πρέπει να ξέρω ότι ίσως να έχω παραμελήσει κάτι ζωτικής σημασίας.
Όποτε εγκαταλείπουμε, αφήνουμε πίσω μας και λησμονούμε πάρα πολλά, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να επιστρέψουν με μεγαλύτερη δύναμη αυτά που παραμελήσαμε. (Γι’ αυτό και ο άνθρωπος μπορεί να συνδιάσει κάποιες καταστάσεις μαζί, χωρίς να αναιρεί η μία την άλλη)
Εκείνη την εποχή κατάλαβα ότι μέσα στην ψυχή, από τις αρχέγονες αρχές της, υπήρχε μια επιθυμία για το φως και μια ασίγαστη ώθηση για ανάδυση από την αρχέγονη σκοτεινιά. ΄Οταν πέφτει η μεγάλη νύχτα, τα πάντα αποκτούν μια νότα βαθιάς συντριβής και κάθε ψυχή κατακλύζεται από έναν ανέκφραστο πόθο για το φως. Αυτό είναι το συγκρατημένο συναίσθημα που διακρίνει κανείς στα μάτια των πρωτογόνων καθώς και στα μάτια των ζώων. Τα μάτια των ζώων εκφράζουν μια θλίψη και ποτέ δεν ξέρουμε αν αυτή η θλίψη έχει σχέση με την ψυχή του ζώου ή αν είναι ένα σπαραχτικό μήνυμα από εκείνη την ύπαρξη που είναι ακόμα βυθισμένη στην ασυνειδητότητα.
Κατάλαβα ότι δεν καταλήγει κανείς πουθενά παρά μόνο αν μιλάει στους ανθρώπους για τα πράγματα που γνωρίζουν. Ο αφελής δεν καταλαβαίνει πως προσβάλλει τον συνομιλητή του όταν του μιλάει για πράγματα άγνωστά του. Κατέληξα στη διαπίστωση ότι μια νέα ιδέα ή ακόμα και μια ασυνήθιστη άποψη μιας παλιάς ιδέας, μεταβιβάζεται μόνο με γεγονότα. Τα γεγονότα μένουν και δεν είναι δυνατό να παραμεριστούν. Αργά ή γρήγορα, κάποιος τα ανακαλύπτει και ξέρει τι έχει ανακαλύψει.
Από την αρχή, είχα την αίσθηση του προορισμού, λες και η ζωή μου να μου είχε δοθεί από τη μοίρα και έπρεπε να εκπληρωθεί. Αυτό μου έδινε μια εσωτερική ασφάλεια και μολονότι δεν μπορούσα να το αποδείξω στον εαυτό μου, το απέδειξε αυτό σε μένα. Πολλές φορές, είχα την αίσθηση ότι σε όλα τα αποφασιστικά θέματα δεν ήμουνα πια ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά μόνος παντού. Και όταν βρισκόμουν «εκεί», όπου δεν ήμουν πια μόνος, βρισκόμουν έξω από τον χρόνο. Ανήκα στους αιώνες. Και Αυτός που έδινε τότε την απάντηση ήταν Αυτός που πάντα υπήρχε, που υπήρχε πριν από τη γέννησή μου. ΄Ηταν παρών Αυτός που υπάρχει πάντα. Αυτές οι συνομιλίες με τον «΄Αλλον» αποτελούσαν τις πιο βαθιές μου εμπειρίες. Από τη μια, ένας ματωμένος αγώνας, από την άλλη υπέρτατη έκσταση.
(Ο καθένας από εμάς μπορεί να ονομάσει αυτό το “‘Αλλο” όπως θέλει).
Εκείνη την εποχή κατάλαβα ότι μέσα στην ψυχή, από τις αρχέγονες αρχές της, υπήρχε μια επιθυμία για το φως και μια ασίγαστη ώθηση για ανάδυση από την αρχέγονη σκοτεινιά. ΄Οταν πέφτει η μεγάλη νύχτα, τα πάντα αποκτούν μια νότα βαθιάς συντριβής και κάθε ψυχή κατακλύζεται από έναν ανέκφραστο πόθο για το φως. Αυτό είναι το συγκρατημένο συναίσθημα που διακρίνει κανείς στα μάτια των πρωτογόνων καθώς και στα μάτια των ζώων. Τα μάτια των ζώων εκφράζουν μια θλίψη και ποτέ δεν ξέρουμε αν αυτή η θλίψη έχει σχέση με την ψυχή του ζώου ή αν είναι ένα σπαραχτικό μήνυμα από εκείνη την ύπαρξη που είναι ακόμα βυθισμένη στην ασυνειδητότητα.
Κατάλαβα ότι δεν καταλήγει κανείς πουθενά παρά μόνο αν μιλάει στους ανθρώπους για τα πράγματα που γνωρίζουν. Ο αφελής δεν καταλαβαίνει πως προσβάλλει τον συνομιλητή του όταν του μιλάει για πράγματα άγνωστά του. Κατέληξα στη διαπίστωση ότι μια νέα ιδέα ή ακόμα και μια ασυνήθιστη άποψη μιας παλιάς ιδέας, μεταβιβάζεται μόνο με γεγονότα. Τα γεγονότα μένουν και δεν είναι δυνατό να παραμεριστούν. Αργά ή γρήγορα, κάποιος τα ανακαλύπτει και ξέρει τι έχει ανακαλύψει.
Από την αρχή, είχα την αίσθηση του προορισμού, λες και η ζωή μου να μου είχε δοθεί από τη μοίρα και έπρεπε να εκπληρωθεί. Αυτό μου έδινε μια εσωτερική ασφάλεια και μολονότι δεν μπορούσα να το αποδείξω στον εαυτό μου, το απέδειξε αυτό σε μένα. Πολλές φορές, είχα την αίσθηση ότι σε όλα τα αποφασιστικά θέματα δεν ήμουνα πια ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά μόνος παντού. Και όταν βρισκόμουν «εκεί», όπου δεν ήμουν πια μόνος, βρισκόμουν έξω από τον χρόνο. Ανήκα στους αιώνες. Και Αυτός που έδινε τότε την απάντηση ήταν Αυτός που πάντα υπήρχε, που υπήρχε πριν από τη γέννησή μου. ΄Ηταν παρών Αυτός που υπάρχει πάντα. Αυτές οι συνομιλίες με τον «΄Αλλον» αποτελούσαν τις πιο βαθιές μου εμπειρίες. Από τη μια, ένας ματωμένος αγώνας, από την άλλη υπέρτατη έκσταση.
(Ο καθένας από εμάς μπορεί να ονομάσει αυτό το “‘Αλλο” όπως θέλει).
Carl G. Jung, Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου