Η διήγηση που ακολουθεί βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αφήγηση του Θουκυδίδη στο 1ο Βιβλίο της Ιστορίας.
Τα πρώτα σκιρτήματα των επεκτατικών τάσεων της Αθήνας μπορούν να εντοπιστούν αμέσως μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη περίπου το 508 π.Χ., με τις οποίες ιδρύθηκαν οι βασικές δομές και θεσμοί της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ύστερα από μια στρατιωτική νίκη στο γειτονικό νησί της Εύβοιας το 506 π.Χ., οι Αθηναίοι έστειλαν οικιστές για να ιδρύσουν την πρώτη κληρουχία της πόλης -ένα είδος αποικίας όπου οι οικιστές ήταν κάτοχοι της γης, αλλά διατηρούσαν το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη- στη Χαλκίδα. Εκείνη την περίοδο η Αθήνα ήταν ακόμη πολιτικά ασήμαντη. Ο Ηρόδοτος στο έργο του Ιστορίαι (τέλη 5ου αιώνα π.Χ.) αναφέρει πως όταν, τα πρώτα έτη του 5ου αιώνα π.Χ., οι στρατιωτικές δυνάμεις της Αθήνας κατέπλευσαν για να βοηθήσουν τις πόλεις της Ιωνίας στην εξέγερσή τους εναντίον της περσικής κυριαρχίας (οι Αθηναίοι από εθνολογική άποψη ήταν Ίωνες), ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος αναγκάστηκε να ρωτήσει ποιοι ήταν (Ηρ. 5.105). Ανεξάρτητα από την ιστορική της ακρίβεια, η ανεκδοτολογική ιστορία υποδηλώνει ότι η επερχόμενη ακμή της Αθήνας θεωρούταν ταχύτατη.
Η πραγματική ηγεμονία της Αθήνας στην περιοχή του Αιγαίου φαίνεται ότι ξεκίνησε αμέσως μετά τις δύο αποτυχημένες περσικές εισβολές στην Ελλάδα, η πρώτη με επικεφαλής τον βασιλιά Δαρείο και η δεύτερη με επικεφαλής τον γιο του, τον Ξέρξη. Οι αποφασιστικές νίκες των Ελλήνων το έτος 479 π.Χ. στις μάχες των Πλαταιών (στη Βοιωτία της ηπειρωτικής Ελλάδας) και της Μυκάλης (στα μικρασιατικά παράλια, απέναντι από το νησί της Σάμου) ουσιαστικά έθεσαν ένα τέλος στη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα, εξασφάλισαν την απελευθέρωση των ελληνικών ιωνικών πόλεων και έστρεψαν τον ρου του πολέμου υπέρ της συμμαχίας των Ελλήνων. Η συμμαχία αυτή, η Ελληνική Συμμαχία, είχε συναφθεί σε μια σύνοδο κορυφής στην Κόρινθο δύο χρόνια νωρίτερα, ακριβώς πριν από τη δεύτερη επίθεση των Περσών στην Ελλάδα με επικεφαλής τον Ξέρξη.
Μετά τη νίκη στη Μυκάλη, οι Σπαρτιάτες επέστρεψαν στην πατρίδα τους, ενώ οι Αθηναίοι και άλλα μέλη της συμμαχίας συνέχισαν να μάχονται εναντίον των Περσών. Στην Αθήνα, άρχισαν οι εργασίες ανοικοδόμησης της πόλης, την οποία ο Ξέρξης και οι δυνάμεις του είχαν καταστρέψει αμέσως μετά τη νίκη τους στη Μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.Χ. Παρά τις διαμαρτυρίες των Σπαρτιατών, οι Αθηναίοι ανοικοδόμησαν ταχύτατα και επέκτειναν τα τείχη της πόλης τους, ενώ ολοκλήρωσαν και την οχύρωση στο λιμάνι του Πειραιά. Ο Θουκυδίδης πιστώνει αυτές τις πρωτοβουλίες στον στρατηγό Θεμιστοκλή, τον αρχιτέκτονα της ελληνικής νίκης στη Σαλαμίνα, ο οποίος «έθεσε τα θεμέλια της αθηναϊκής ηγεμονίας» ενθαρρύνοντας τους συμπατριώτες του να συνεχίσουν να επενδύουν στην άνευ προηγουμένου ναυτική υπεροχή τους (1.93).
Το 478 π.Χ., οι Σπαρτιάτες έστειλαν τον στρατηγό Παυσανία, που είχε οδηγήσει τους Έλληνες στη νίκη των Πλαταιών, να διοικήσει τις δυνάμεις των Ελλήνων, ενωμένες ακόμη, σε επιθέσεις ενάντια στην Κύπρο και το Βυζάντιο, μια πόλη στη θέση της σημερινής Κωνσταντινούπολης. Ο Παυσανίας είχε προκαλέσει υποψίες ότι οι Πέρσες έτρεφαν συμπάθεια απέναντι στο πρόσωπό του και, σύμφωνα με του Θουκυδίδη, έχασε την εύνοια των Ελλήνων της Ιωνίας «γιατί ήταν βίαιος». Μόλις οι σύμμαχοι ζήτησαν από την Αθήνα να αναλάβει την ηγεσία, ο Παυσανίας ανακλήθηκε στη Σπάρτη για απολογία «καθώς φερόταν μάλλον ως τύραννος παρά ως στρατηγός». Οι Σπαρτιάτες απέστειλαν άλλον στρατηγό προς αντικατάστασή του, αλλά όταν εκείνος έφτασε στον προορισμό του, διαπίστωσε ότι οι Αθηναίοι είχαν ήδη αναλάβει την αρχηγία. Ο Θουκυδίδης εξηγεί ότι, εκείνη τη στιγμή, οι Σπαρτιάτες ήταν ικανοποιημένοι και μόνο με το γεγονός ότι θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους, καθώς επιθυμούσαν «να τελειώνουν με τον πόλεμο εναντίον της Περσίας και σκέφτηκαν ότι οι Αθηναίοι ήταν απολύτως κατάλληλοι να αναλάβουν την αρχηγία, κι εκείνη τη στιγμή διατηρούσαν καλές σχέσεις» (1.95).
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, στους Αθηναίους, λοιπόν, «ανατέθηκε η ηγεμονία κατόπιν ελεύθερης βούλησης των συμμάχων». Αυτό σηματοδότησε τη γένεση της γνωστής Δηλιακής Συμμαχίας, ενός σύγχρονου όρου για κάτι που αρχικά ήταν μια ομοσπονδία υπό την ηγεσία της Αθήνας. Ως επικεφαλής της συμμαχίας, οι Αθηναίοι θέσπισαν το αξίωμα των δέκα «Ελληνοταμιών», οι οποίοι συνέλεγαν φόρους από τους συμμάχους για να χρηματοδοτήσουν τον καταστατικό σκοπό της συμμαχίας, που αφορούσε «την εκδίκηση για ό,τι είχαν υποστεί καταστρέφοντας ολοσχερώς τη γη του βασιλιά» της Περσίας (1.96). Αυτά τα χρήματα αρχικά φυλάσσονταν στο νησί της Δήλου, σ’ ένα ιωνικό ιερό αφιερωμένο στον θεό Απόλλωνα, όπου πραγματοποιούνταν οι συνελεύσεις της συμμαχίας. Κάποια ισχυρότερα νησιά (Χίος, Λέσβος και Σάμος) συνεισέφεραν με πλοία αντί για φόρο σε χρήμα.
Μέσα σε μια περίπου δεκαετία, η συμμαχία αριθμούσε περί τα διακόσια μέλη. Ο αριθμός αυτός έμελλε να αυξηθεί κατά το ήμισυ. Με επικεφαλής τον Κίμωνα, Αθηναίο στρατηγό και πολιτικό, η συμμαχία γινόταν όλο και πιο επιθετική στην επιδίωξη του ιδρυτικού τους στόχου, που αφορούσε την επίθεση εναντίον των Περσών. Με την υποστήριξη των συμμάχων τους, οι Αθηναίοι απέκτησαν πλήρη έλεγχο του Αιγαίου Πελάγους. Ωστόσο, καθώς παγιωνόταν η αθηναϊκή εξουσία, μεταξύ άλλων μελών της συμμαχίας άρχισε να αυξάνει η δυσαρέσκεια. Οι σύμμαχοι μπορεί να είχαν προσέλθει οικειοθελώς σε μια συμμαχία με την Αθήνα, αλλά η αποχώρησή τους ήταν ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα. Όταν τα νησιά της Νάξου και της Θάσου επιχείρησαν να ανακτήσουν την ελευθερία τους τη δεκαετία του 460 π.Χ., η Αθήνα κατέστειλε βίαια τις εξεγέρσεις — εγκαινιάζοντας έναν τρόπο μεταχείρισης των «συμμάχων» της που θα υιοθετούσε τις επόμενες δεκαετίες (1.98-101).
Ο αθηναϊκός επεκτατισμός προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Σπάρτης, και ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ένα σχέδιο της Σπάρτης για εισβολή στην Αθήνα τελικά ματαιώθηκε από έναν ισχυρό σεισμό το 464 π.Χ. (1.101). Ο συγκεκριμένος σεισμός προκάλεσε εξέγερση στις τάξεις των δούλων της Σπάρτης, στους είλωτες, και όταν η Σπάρτη περιφρόνησε την προσφορά βοήθειας από τους Αθηναίους για την καταστολή της εξέγερσης, οι εντάσεις άρχισαν να κορυφώνονται. Το 460 π.Χ., η Αθήνα και οι σύμμαχοί της είχαν εμπλακεί σε πόλεμο εναντίον της Σπάρτης και της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, η οποία είχε ιδρυθεί τον προηγούμενο αιώνα. Κατά τις εκστρατείες αυτού τον Α’ Πελοποννησιακού Πολέμου (460-446 π.Χ.), οι Αθηναίοι εξακολούθησαν να κινούνται εναντίον της Περσίας σε απομακρυσμένα θέατρα επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στην Αίγυπτο, όπου τους είχε ζητηθεί να βοηθήσουν τους Αιγύπτιους να εξεγερθούν εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας. Οι Πέρσες, ωστόσο, κατάφεραν να καταστείλουν εκείνη την εξέγερση και να καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέρος του αθηναϊκού στόλου.
Οι εχθροπραξίες μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης συνεχίστηκαν παρά την ορκισμένη πενταετή ανακωχή του 451 π.Χ. Τελικά, το 446 π.Χ. η Αθήνα συμφώνησε να παραχωρήσει εκ νέου ένα μέρος των εδαφών της στη Σπάρτη, και οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην ειρήνη των Τριακονταετών Σπονδών. Ωστόσο, η Αθήνα εξακολούθησε να συγκρούεται με τους συμμάχους της, και το 440 π.Χ. μια φατρία από το νησί της Σάμου επιχείρησε να εξεγερθεί εναντίον της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Το παράδειγμα της Σάμου ακολούθησε και το Βυζάντιο. Η εξέγερση των Σαμίων κατεστάλη ύστερα από εννιάμηνη πολιορκία των Αθηναίων, και τόσο η Σάμος όσο και το Βυζάντιο επέστρεψαν ως υποτελείς πόλεις-κράτη σε αυτό που ήταν πλέον η αθηναϊκή ηγεμονία, στα αρχαία ελληνικά αρχή.
Περίπου το 454 π.Χ., οι Αθηναίοι μετέφεραν τον θησαυρό της Δηλιακής Συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα, και στο εξής το ένα εξηκοστό του φόρου κάθε πόλης-κράτους αφιερωνόταν στη θεά Αθηνά. Τα εν λόγω ποσά καταγράφονταν, δημόσια σε στήλες, οι οποίες ήταν μεγάλες λίθινες πινακίδες γνωστές ως «αθηναϊκοί φορολογικοί κατάλογοι», σημαντικά τμήματα των οποίων έχουν σωθεί ως τις μέρες μας.
Ο φόρος συλλεγόταν σε ετήσια βάση τις μέρες πριν από τα Εν Άστει Διονύσια, τη μεγαλύτερη γιορτή των Αθηνών κατά την οποία παρουσιάζονταν οι πρεμιέρες των περισσότερων αρχαιοελληνικών θεατρικών έργων που σώζονται έως σήμερα. Οι σύμμαχοι, επίσης, ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν προσφορές στην αθηναϊκή γιορτή των Μεγάλων Παναθηναίων, κατά την οποία εορταζόταν η προστάτιδα θεά της πόλης.
Στην Ιστορία, τόσο ο Περικλής όσο και ο Κλέωνας (στα κεφάλαια «Η διατήρηση σταθερής πορείας: η τελευταία δημηγορία του Περικλή» και «Ο πολιτικός ρεαλισμός (Realpolitik): ο διάλογος για τους Μυτιληναίους») αναφέρονται ρητά στην αθηναϊκή ηγεμονία ως «τυραννία», μια έννοια που επίσης ενίοτε δραματοποιούνταν με ευφάνταστο τρόπο στην α0ηνάίκή κωμική σκηνή (για παράδειγμα, στην κωμωδία του Αριστοφάνη Ιππής και στη χαμένη κωμωδία τον Εύπολη Δήμοι).
Η Αθήνα επιχείρησε να διατηρήσει τον έλεγχο επί των υποτελών της πόλεων-κρατών με διάφορούς τρόπούς. Τελικά, απαίτησε όλες οι μείζονες δίκες να πραγματοποιούνται στην Αθήνα, όπου το 461 π.Χ. το δικαστικό σύστημα είχε αναθεωρηθεί πλήρως και είχε διευρυνθεί με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη. Κάποια στιγμή, μεταξύ των δεκαετιών τον 440 και τον 420 π.Χ. (οι γνώμες των μελετητών διίστανται), η πόλη πέρασε επίσης ένα ψήφισμα που έθετε εκτός νόμου τη χρήση, σε όλη την έκταση της ηγεμονίας, οποιουδήποτε αργυρού νομίσματος εκτός από το αθηναϊκό τετράδραχμο (ωστόσο, η αποτελεσματικότητα του διατάγματος αμφισβητείται). Οι κληρουχίες εξακολούθησαν να ιδρύονται σε κατεκτημένα εδάφη ακόμα και την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η ηγεμονία, επίσης, χρησιμοποιήθηκε ως μέσο διάδοσης του αθηναϊκού πολιτισμού. Σε τακτική βάση, οι Αθηναίοι επέβαλλαν δημοκρατικά καθεστώτα στις συμμαχικές τους πόλεις-κράτη, τα οποία, επίσης σύμφωνα με ποικίλα διατάγματα, υιοθετούσαν συγκεκριμένες αθηναϊκές θρησκευτικές και πολιτιστικές πρακτικές. Μάρτυρας της «ήπιας εξουσίας» της Αθήνας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν η ταχύτατη διάδοση του ενθουσιασμού για το αθηναϊκό θέατρο στην ευρύτερη Μεσόγειο, ακόμα και πέρα από τις επικράτειες της ηγεμονίας. Η μεγάλη έκταση και πολυπλοκότητα της ηγεμονίας -και των αθηναϊκών μεθόδων διοίκησής της- οδήγησε σε μια τεράστια γραφειοκρατία, μεγάλο μέρος της οποίας διεκπεραιωνόταν από «δημόσιους» δούλους υψηλής εξειδίκευσης.
Η μορφή που κυριάρχησε στην Αθήνα κατά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ήταν ο Περικλής, ένας αριστοκράτης, πολιτικός και εξαιρετικά επιτυχημένος στρατηγός. Η εκτίμηση του Θουκυδίδη για τα χαρίσματα τον Περικλή ως πολιτικού είναι σαφής στον λεγόμενο «Επιτάφιο» για τον ίδιο στο 2ο Βιβλίο της Ιστορίας (βλ. την εισαγωγή στο κεφάλαιο «Η διατήρηση σταθερής πορείας: η τελευταία δημηγορία του Περικλή»), όπου σημειώνει πως, υπό την ηγεσία τον Περικλή, η πόλη έγινε «μια δημοκρατία κατ’ όνομα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ενός ανδρός αρχή» (2.65). Εκεί ο Θουκυδίδης, επίσης, αποδίδει την τελική πολεμική ήττα της Αθήνας στα σφάλματα των διαδόχων του Περικλή, οι οποίοι επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους όχι στα συμφέροντα της πόλης, αλλά στη δική τους ατομική προώθηση λαϊκίστικου τύπου. Κείμενα από μεταγενέστερες δεκαετίες, ειδικά οι σωκρατικοί διάλογοι του Πλάτωνα, ασκούν πιο φανερή κριτική στον Περικλή, αλλά ομόφωνα αναγνωρίζουν τις ικανότητές του ως δημόσιού ρήτορα.
Ο Περικλής πιστώνεται το μεγαλεπήβολο πρόγραμμα ανοικοδόμησης της πόλης κατά τις δεκαετίες του 440 και του 430 π.Χ., σχετικά με το οποίο ο Θουκυδίδης παραμένει απόλυτα σιωπηλός. Συχνά έχει υπονοηθεί ότι στο πρόγραμμα αυτό χρησιμοποιήθηκαν τα χρήματα της Δηλιακής Συμμαχίας, αν και αυτή η άποψη έχει πρόσφατα αμφισβητηθεί. Ανεξάρτητα από την πραγματική πηγή χρηματοδότησης, αυτά τα πολυτελή οικοδομήματα -μεταξύ αυτών και ο Παρθενώνας- χρησιμοποιήθηκαν για να αναδείξουν το κύρος της Αθήνας ως ηγεμονικής πόλης. Η Σπάρτη, από την άλλη πλευρά, παρέμεινε ένα ατείχιστο σύμπλεγμα μικρών οικισμών σε όλη τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. Στην αρχή της Ιστορίας του ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται ότι, αν εξαφανιζόταν η Σπάρτη, οι επερχόμενες γενιές θα ξεχνούσαν πόσο ισχυρή υπήρξε. «Αλλά αν αυτό συνέβαινε στην Αθήνα», συνεχίζει, «η μεγαλειώδης θέα των [ερειπίων] θα έδινε την εντύπωση ότι η ισχύς της πόλης θα ήταν διπλάσια από την πραγματική» (1.10). Ωστόσο, σε ό,τι η Σπάρτη υστερούσε όσον αφορά το μέγεθος της πόλης υπήρχε ως αντιστάθμισμα η σταθερότητα και η αρτιότητα των συνταγματικών βάσεών της. Την εποχή του Θουκυδίδη η πόλη λειτουργούσε με βάση το ίδιο σύνταγμα για τέσσερις και πλέον αιώνες (1.18). Στην Ιστορία η σπαρτιατική εγκράτεια, η προσκόλληση στην παράδοση και η ευτυχία μέσω της σιωπηλής γαλήνης περιγράφονται στον αντίποδα της εικόνας που δίνει ο Θουκυδίδης για την αθηναϊκή βιασύνη, την καινοτομία και την ανησυχία.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος
Ο Θουκυδίδης θεωρεί «αληθέστατη» αλλά λιγότερο δημόσια γνωστή αιτία για το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου το 431 πΧ το γεγονός «ότι η Αθήνα είχε γίνει ισχυρή και αυτό προκαλούσε φόβο στη Σπάρτη» (1.23). Επομένως, αναγνωρίζει ότι η ανησυχία της Σπάρτης σχετικά με την ισχυροποίηση της Αθήνας ήταν η «βασική» αιτία του πολέμου, αλλά παράλληλα διαπραγματεύεται μια σειρά από «άμεσα» αίτια. Το πρώτο ήταν μια σύγκρουση που αναζωπυρώθηκε το 435 π.Χ. Εκείνο το έτος μια δημοκρατική επανάσταση ώθησε τους αριστοκράτες της Επιδάμνου (στα δυτικά της σύγχρονης πόλης των Τιράνων στην Αλβανία) να αναζητήσουν βοήθεια από τη «μητρόπολή» τους, την Κέρκυρα. Όταν αυτή η έκκληση για βοήθεια δεν βρήκε ανταπόκριση, οι Επιδάμνιοι στράφηκαν στην Κόρινθο, τη μητρόπολη της Κέρκυρας. Οι Κορίνθιοι, στο πλευρό της Σπάρτης στην Πελοποννησιακή Συμμαχία, ισχυρίστηκαν ότι είχαν υποχρεώσεις απέναντι στους Επιδαμνίους και δυσαρεστήθηκαν με την προφανή απαξιωτική στάση της Κέρκυρας. Όταν η Κόρινθος έστειλε στρατιωτική δύναμη στην Επίδαμνο, οι Κερκυραίοι ζήτησαν βοήθεια από την Αθήνα, η οποία συμφώνησε να ταχθεί μαζί τους στο πλαίσιο μιας αμυντικής συμμαχίας.- Η κορύφωση των «Κερκυραϊκών» (1.24-55) αφορούσε μια ναυμαχία μεταξύ Κορίνθου και Κέρκυρας. Οι Κορίνθιοι επικράτησαν αρχικά, αλλά υποχώρησαν όταν κατέφθασαν τριάντα αθηναϊκά πλοία προς υπεράσπιση της Κέρκυρας.
Σχετικά σύντομα, οι Αθηναίοι άρχισαν να πολιορκούν την Ποτίδαια, μια πόλη της χερσονήσου της, Παλλήνης (το πρώτο «πόδι» της Χαλκιδικής) στη βορειοανατολική Ελλάδα. Η Ποτίδαια ήταν υποτελής σύμμαχος της Αθήνας, αλλά διατηρούσε δεσμούς με την Κόρινθο, η οποία ήταν μητρόπολή της. Κατόπιν παροτρύνσεων της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, η Ποτίδαια εξεγέρθηκε κατά της Δηλιακής Συμμαχίας το 433/2 π.Χ. Η Αθήνα απάντησε πολιορκώντας την πόλη. Κατά συνέπεια, οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Πελοποννησιακής Συμμαχίας συνέχισαν να επιδεινώνονται και, ύστερα από επιμονή των Κορινθίων, το επόμενο έτος η Σπάρτη ψήφισε να προχωρήσει σε επίσημη ανακοίνωση ότι η Αθήνα είχε παραβιάσει τη συνθήκη ειρήνης (1.87). Οι Σπαρτιάτες, στη συνέχεια, απείλησαν την Αθήνα με πόλεμο αν δεν συμμορφωνόταν με μια σειρά αιτημάτων: να σταματήσει την πολιορκία της Ποτίδαιας, να επιτρέψει την ανεξαρτησία στο νησί της Αίγινας και να άρει τις οικονομικές κυρώσεις που είχε διατάξει εναντίον των Μεγάρων, ενός μέλους της Πελοποννησιακής Συμμαχίας στα βορειοδυτικά της Αθήνας.’ Όταν οι Αθηναίοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με οποιαδήποτε από αυτές τις απαιτήσεις, οι απεσταλμένοι από τη Σπάρτη εξέδωσαν ένα τελευταίο τελεσίγραφο: «Οι Σπαρτιάτες επιθυμούν να συνεχιστεί η ειρήνη, αν εσείς είστε πρόθυμοι να επιτρέψετε στους ‘Έλληνες την αυτονομία τους» (1.139). Στην Εκκλησία του Δήμου που συγκλήθηκε στην Αθήνα για να αποφασιστεί η επόμενη κίνηση της πόλης, ο Περικλής ενθάρρυνε τους συμπατριώτες τον να μείνουν ακλόνητοι στις θέσεις τους (βλ. κεφάλαιο «Η αιτιολόγηση ενός πολέμου: η πρώτη πολεμική δημηγορία τον Περικλή»), και οι Αθηναίοι ψήφισαν να εμπλακούν σε πόλεμο. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε πλευρά θεωρούσε την αντίθετη επιτιθέμενη.
Η σύγκρουση που έμεινε γνωστή ως «Πελοποννησιακός Πόλεμος» έσπασε στη μέση της ειρήνης των Τριακονταετών Σπονδών που είχε συναφθεί το 446 π.Χ. και εκτυλίχθηκε σε τουλάχιστον τρεις διακριτές φάσεις, αν και ο Θουκυδίδης θεωρεί ότι η Ιστορία του είναι η εξιστόρηση ενός ενιαίου πολέμου και, αναφερόμενος σε αυτόν ως σύνολο, ισχυρίζεται στην έναρξη του έργου του ότι άρχισε να τον καταγράφει «πιστεύοντας ότι θα ήταν μεγάλος και πιο άξιος λόγου απ’ ό,τι όσοι είχαν προηγηθεί». Επίσης, σημειώνει ότι, πριν από τη λήξη τον πολέμου, όλη η Ελλάδα είχε αναγκαστεί να συνταχθεί με κάποια από τις δύο πλευρές.
Οι φάσεις του πολέμου συνήθως περιγράφονται ως εξής…
Οι φάσεις του πολέμου συνήθως περιγράφονται ως εξής:
Παρά το μέγεθος του ολέθρου που υπέστη η Αθήνα στη Σικελία, τόσο η Αθήνα όσο και η Σπάρτη ανυπομονούσαν να αρχίσουν προετοιμασίες για να εμπλακούν εκ νέου σε πόλεμο μεταξύ τους. Το 412 π.Χ., η Σπάρτη συνήψε συμμαχία με την Περσία, στρέφοντας τον ρου του πολέμου υπέρ των Πελοποννησίων. Οι σύμμαχοι της Αθήνας θεώρησαν ότι η αποδυναμωμένη της θέση ήταν ευκαιρία για να εξεγερθούν κατά της αθηναϊκής ηγεμονίας. Η τελική μεγάλη μάχη του πολέμου διεξήχθη στον Ελλήσποντο στο τέλος του καλοκαιριού το 405 π.Χ. Με επικεφαλής τον στρατηγό τους, τον Λύσανδρο, οι Σπαρτιάτες κατέστρεψαν τον αθηναϊκό πολεμικό στόλο στη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς. Σε ένα περίφημο χωρίο των Ελληνικών του, ο Αθηναίος ιστορικός Ξενοφώντας, νεότερος του Θουκυδίδη και σύγχρονός του, περιγράφει τον τρόμο που σκόρπισε η είδηση σχετικά με τους Αιγός Ποταμούς όταν έφτασε στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι, όπως αφηγείται, πέρασαν ολόκληρη εκείνη τη νύχτα μοιρολογώντας τους νεκρούς τους, αλλά και «Θρηνώντας περισσότερο για τον εαυτό τούς, καθώς ανησυχούσαν ότι θα υφίσταντο τα δεινά που οι ίδιοι είχαν προκαλέσει στους Μήλιους και στους κατοίκους της Ιστιαίας, της Σκιώνης, της Τορώνης, της Αίγινας, και σε πολλούς άλλους Έλληνες» (Ξεν. Ελληνικά, 2.2.3).
Με μοναδική σύμμαχο τη Σάμο, οι πεινασμένοι Αθηναίοι τελικά παραδόθηκαν στον Λύσανδρο την άνοιξη τον 404 π.Χ. Οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών ανυπομονούσαν να δουν την Αθήνα να υφίσταται το πεπρωμένο που οι ίδιοι φοβόνταν ότι θα τους αφορούσε αμέσως μετά τη μάχη στους Αιγός Ποταμούς. Ωστόσο, ο Ξενοφώντας περιγράφει ότι, τελείως απροσδόκητα, οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να καταστρέψουν την πόλη με το αιτιολογικό ότι δεν μπορούσαν «να υποδουλώσουν μια ελληνική πόλη που είχε κάνει τόσα καλά όταν η Ελλάδα είχε εκτεθεί σε μέγιστους κινδύνους», μια αναφορά στους Περσικούς Πολέμους. Οι όροι που υπαγόρευσαν, τελικά, απαιτούσαν η Αθήνα να γκρεμίσει τα τείχη της να παραδώσει όλο τον στόλο της, εκτός από δώδεκα πλοία, να επιτρέψει στους εξόριστούς πολίτες να επιστρέψουν, να έχει τούς ίδιους φίλούς και εχθρούς με τη Σπάρτη και «να ακολουθεί τούς Σπαρτιάτες σε στεριά και θάλασσα, όπου κι αν τους οδηγήσουν» (Ξεν. Ελληνικά, 2.2.20). Όταν η αντιπροσωπεία των Αθηναίων ενημέρωσε την αθηναϊκή Εκκλησία τον Δήμου σχετικά με αυτούς τους όρους, ο λαός ψήφισε την αποδοχή τούς. Οι Πελοποννήσιοι λέγεται ότι γκρέμισαν τα τείχη της Αθήνας με επευφημίες και με τη συνοδεία αυλών, «Θεωρώντας ότι εκείνη η μέρα σηματοδοτούσε την έναρξη της ελευθερίας για την Ελλάδα» (Ξεν. Ελληνικά, 2.20.23).
Τα πρώτα σκιρτήματα των επεκτατικών τάσεων της Αθήνας μπορούν να εντοπιστούν αμέσως μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη περίπου το 508 π.Χ., με τις οποίες ιδρύθηκαν οι βασικές δομές και θεσμοί της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ύστερα από μια στρατιωτική νίκη στο γειτονικό νησί της Εύβοιας το 506 π.Χ., οι Αθηναίοι έστειλαν οικιστές για να ιδρύσουν την πρώτη κληρουχία της πόλης -ένα είδος αποικίας όπου οι οικιστές ήταν κάτοχοι της γης, αλλά διατηρούσαν το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη- στη Χαλκίδα. Εκείνη την περίοδο η Αθήνα ήταν ακόμη πολιτικά ασήμαντη. Ο Ηρόδοτος στο έργο του Ιστορίαι (τέλη 5ου αιώνα π.Χ.) αναφέρει πως όταν, τα πρώτα έτη του 5ου αιώνα π.Χ., οι στρατιωτικές δυνάμεις της Αθήνας κατέπλευσαν για να βοηθήσουν τις πόλεις της Ιωνίας στην εξέγερσή τους εναντίον της περσικής κυριαρχίας (οι Αθηναίοι από εθνολογική άποψη ήταν Ίωνες), ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος αναγκάστηκε να ρωτήσει ποιοι ήταν (Ηρ. 5.105). Ανεξάρτητα από την ιστορική της ακρίβεια, η ανεκδοτολογική ιστορία υποδηλώνει ότι η επερχόμενη ακμή της Αθήνας θεωρούταν ταχύτατη.
Η πραγματική ηγεμονία της Αθήνας στην περιοχή του Αιγαίου φαίνεται ότι ξεκίνησε αμέσως μετά τις δύο αποτυχημένες περσικές εισβολές στην Ελλάδα, η πρώτη με επικεφαλής τον βασιλιά Δαρείο και η δεύτερη με επικεφαλής τον γιο του, τον Ξέρξη. Οι αποφασιστικές νίκες των Ελλήνων το έτος 479 π.Χ. στις μάχες των Πλαταιών (στη Βοιωτία της ηπειρωτικής Ελλάδας) και της Μυκάλης (στα μικρασιατικά παράλια, απέναντι από το νησί της Σάμου) ουσιαστικά έθεσαν ένα τέλος στη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα, εξασφάλισαν την απελευθέρωση των ελληνικών ιωνικών πόλεων και έστρεψαν τον ρου του πολέμου υπέρ της συμμαχίας των Ελλήνων. Η συμμαχία αυτή, η Ελληνική Συμμαχία, είχε συναφθεί σε μια σύνοδο κορυφής στην Κόρινθο δύο χρόνια νωρίτερα, ακριβώς πριν από τη δεύτερη επίθεση των Περσών στην Ελλάδα με επικεφαλής τον Ξέρξη.
Μετά τη νίκη στη Μυκάλη, οι Σπαρτιάτες επέστρεψαν στην πατρίδα τους, ενώ οι Αθηναίοι και άλλα μέλη της συμμαχίας συνέχισαν να μάχονται εναντίον των Περσών. Στην Αθήνα, άρχισαν οι εργασίες ανοικοδόμησης της πόλης, την οποία ο Ξέρξης και οι δυνάμεις του είχαν καταστρέψει αμέσως μετά τη νίκη τους στη Μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.Χ. Παρά τις διαμαρτυρίες των Σπαρτιατών, οι Αθηναίοι ανοικοδόμησαν ταχύτατα και επέκτειναν τα τείχη της πόλης τους, ενώ ολοκλήρωσαν και την οχύρωση στο λιμάνι του Πειραιά. Ο Θουκυδίδης πιστώνει αυτές τις πρωτοβουλίες στον στρατηγό Θεμιστοκλή, τον αρχιτέκτονα της ελληνικής νίκης στη Σαλαμίνα, ο οποίος «έθεσε τα θεμέλια της αθηναϊκής ηγεμονίας» ενθαρρύνοντας τους συμπατριώτες του να συνεχίσουν να επενδύουν στην άνευ προηγουμένου ναυτική υπεροχή τους (1.93).
Το 478 π.Χ., οι Σπαρτιάτες έστειλαν τον στρατηγό Παυσανία, που είχε οδηγήσει τους Έλληνες στη νίκη των Πλαταιών, να διοικήσει τις δυνάμεις των Ελλήνων, ενωμένες ακόμη, σε επιθέσεις ενάντια στην Κύπρο και το Βυζάντιο, μια πόλη στη θέση της σημερινής Κωνσταντινούπολης. Ο Παυσανίας είχε προκαλέσει υποψίες ότι οι Πέρσες έτρεφαν συμπάθεια απέναντι στο πρόσωπό του και, σύμφωνα με του Θουκυδίδη, έχασε την εύνοια των Ελλήνων της Ιωνίας «γιατί ήταν βίαιος». Μόλις οι σύμμαχοι ζήτησαν από την Αθήνα να αναλάβει την ηγεσία, ο Παυσανίας ανακλήθηκε στη Σπάρτη για απολογία «καθώς φερόταν μάλλον ως τύραννος παρά ως στρατηγός». Οι Σπαρτιάτες απέστειλαν άλλον στρατηγό προς αντικατάστασή του, αλλά όταν εκείνος έφτασε στον προορισμό του, διαπίστωσε ότι οι Αθηναίοι είχαν ήδη αναλάβει την αρχηγία. Ο Θουκυδίδης εξηγεί ότι, εκείνη τη στιγμή, οι Σπαρτιάτες ήταν ικανοποιημένοι και μόνο με το γεγονός ότι θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους, καθώς επιθυμούσαν «να τελειώνουν με τον πόλεμο εναντίον της Περσίας και σκέφτηκαν ότι οι Αθηναίοι ήταν απολύτως κατάλληλοι να αναλάβουν την αρχηγία, κι εκείνη τη στιγμή διατηρούσαν καλές σχέσεις» (1.95).
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, στους Αθηναίους, λοιπόν, «ανατέθηκε η ηγεμονία κατόπιν ελεύθερης βούλησης των συμμάχων». Αυτό σηματοδότησε τη γένεση της γνωστής Δηλιακής Συμμαχίας, ενός σύγχρονου όρου για κάτι που αρχικά ήταν μια ομοσπονδία υπό την ηγεσία της Αθήνας. Ως επικεφαλής της συμμαχίας, οι Αθηναίοι θέσπισαν το αξίωμα των δέκα «Ελληνοταμιών», οι οποίοι συνέλεγαν φόρους από τους συμμάχους για να χρηματοδοτήσουν τον καταστατικό σκοπό της συμμαχίας, που αφορούσε «την εκδίκηση για ό,τι είχαν υποστεί καταστρέφοντας ολοσχερώς τη γη του βασιλιά» της Περσίας (1.96). Αυτά τα χρήματα αρχικά φυλάσσονταν στο νησί της Δήλου, σ’ ένα ιωνικό ιερό αφιερωμένο στον θεό Απόλλωνα, όπου πραγματοποιούνταν οι συνελεύσεις της συμμαχίας. Κάποια ισχυρότερα νησιά (Χίος, Λέσβος και Σάμος) συνεισέφεραν με πλοία αντί για φόρο σε χρήμα.
Μέσα σε μια περίπου δεκαετία, η συμμαχία αριθμούσε περί τα διακόσια μέλη. Ο αριθμός αυτός έμελλε να αυξηθεί κατά το ήμισυ. Με επικεφαλής τον Κίμωνα, Αθηναίο στρατηγό και πολιτικό, η συμμαχία γινόταν όλο και πιο επιθετική στην επιδίωξη του ιδρυτικού τους στόχου, που αφορούσε την επίθεση εναντίον των Περσών. Με την υποστήριξη των συμμάχων τους, οι Αθηναίοι απέκτησαν πλήρη έλεγχο του Αιγαίου Πελάγους. Ωστόσο, καθώς παγιωνόταν η αθηναϊκή εξουσία, μεταξύ άλλων μελών της συμμαχίας άρχισε να αυξάνει η δυσαρέσκεια. Οι σύμμαχοι μπορεί να είχαν προσέλθει οικειοθελώς σε μια συμμαχία με την Αθήνα, αλλά η αποχώρησή τους ήταν ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα. Όταν τα νησιά της Νάξου και της Θάσου επιχείρησαν να ανακτήσουν την ελευθερία τους τη δεκαετία του 460 π.Χ., η Αθήνα κατέστειλε βίαια τις εξεγέρσεις — εγκαινιάζοντας έναν τρόπο μεταχείρισης των «συμμάχων» της που θα υιοθετούσε τις επόμενες δεκαετίες (1.98-101).
Ο αθηναϊκός επεκτατισμός προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Σπάρτης, και ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ένα σχέδιο της Σπάρτης για εισβολή στην Αθήνα τελικά ματαιώθηκε από έναν ισχυρό σεισμό το 464 π.Χ. (1.101). Ο συγκεκριμένος σεισμός προκάλεσε εξέγερση στις τάξεις των δούλων της Σπάρτης, στους είλωτες, και όταν η Σπάρτη περιφρόνησε την προσφορά βοήθειας από τους Αθηναίους για την καταστολή της εξέγερσης, οι εντάσεις άρχισαν να κορυφώνονται. Το 460 π.Χ., η Αθήνα και οι σύμμαχοί της είχαν εμπλακεί σε πόλεμο εναντίον της Σπάρτης και της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, η οποία είχε ιδρυθεί τον προηγούμενο αιώνα. Κατά τις εκστρατείες αυτού τον Α’ Πελοποννησιακού Πολέμου (460-446 π.Χ.), οι Αθηναίοι εξακολούθησαν να κινούνται εναντίον της Περσίας σε απομακρυσμένα θέατρα επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στην Αίγυπτο, όπου τους είχε ζητηθεί να βοηθήσουν τους Αιγύπτιους να εξεγερθούν εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας. Οι Πέρσες, ωστόσο, κατάφεραν να καταστείλουν εκείνη την εξέγερση και να καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέρος του αθηναϊκού στόλου.
Οι εχθροπραξίες μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης συνεχίστηκαν παρά την ορκισμένη πενταετή ανακωχή του 451 π.Χ. Τελικά, το 446 π.Χ. η Αθήνα συμφώνησε να παραχωρήσει εκ νέου ένα μέρος των εδαφών της στη Σπάρτη, και οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην ειρήνη των Τριακονταετών Σπονδών. Ωστόσο, η Αθήνα εξακολούθησε να συγκρούεται με τους συμμάχους της, και το 440 π.Χ. μια φατρία από το νησί της Σάμου επιχείρησε να εξεγερθεί εναντίον της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Το παράδειγμα της Σάμου ακολούθησε και το Βυζάντιο. Η εξέγερση των Σαμίων κατεστάλη ύστερα από εννιάμηνη πολιορκία των Αθηναίων, και τόσο η Σάμος όσο και το Βυζάντιο επέστρεψαν ως υποτελείς πόλεις-κράτη σε αυτό που ήταν πλέον η αθηναϊκή ηγεμονία, στα αρχαία ελληνικά αρχή.
Περίπου το 454 π.Χ., οι Αθηναίοι μετέφεραν τον θησαυρό της Δηλιακής Συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα, και στο εξής το ένα εξηκοστό του φόρου κάθε πόλης-κράτους αφιερωνόταν στη θεά Αθηνά. Τα εν λόγω ποσά καταγράφονταν, δημόσια σε στήλες, οι οποίες ήταν μεγάλες λίθινες πινακίδες γνωστές ως «αθηναϊκοί φορολογικοί κατάλογοι», σημαντικά τμήματα των οποίων έχουν σωθεί ως τις μέρες μας.
Ο φόρος συλλεγόταν σε ετήσια βάση τις μέρες πριν από τα Εν Άστει Διονύσια, τη μεγαλύτερη γιορτή των Αθηνών κατά την οποία παρουσιάζονταν οι πρεμιέρες των περισσότερων αρχαιοελληνικών θεατρικών έργων που σώζονται έως σήμερα. Οι σύμμαχοι, επίσης, ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν προσφορές στην αθηναϊκή γιορτή των Μεγάλων Παναθηναίων, κατά την οποία εορταζόταν η προστάτιδα θεά της πόλης.
Στην Ιστορία, τόσο ο Περικλής όσο και ο Κλέωνας (στα κεφάλαια «Η διατήρηση σταθερής πορείας: η τελευταία δημηγορία του Περικλή» και «Ο πολιτικός ρεαλισμός (Realpolitik): ο διάλογος για τους Μυτιληναίους») αναφέρονται ρητά στην αθηναϊκή ηγεμονία ως «τυραννία», μια έννοια που επίσης ενίοτε δραματοποιούνταν με ευφάνταστο τρόπο στην α0ηνάίκή κωμική σκηνή (για παράδειγμα, στην κωμωδία του Αριστοφάνη Ιππής και στη χαμένη κωμωδία τον Εύπολη Δήμοι).
Η Αθήνα επιχείρησε να διατηρήσει τον έλεγχο επί των υποτελών της πόλεων-κρατών με διάφορούς τρόπούς. Τελικά, απαίτησε όλες οι μείζονες δίκες να πραγματοποιούνται στην Αθήνα, όπου το 461 π.Χ. το δικαστικό σύστημα είχε αναθεωρηθεί πλήρως και είχε διευρυνθεί με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη. Κάποια στιγμή, μεταξύ των δεκαετιών τον 440 και τον 420 π.Χ. (οι γνώμες των μελετητών διίστανται), η πόλη πέρασε επίσης ένα ψήφισμα που έθετε εκτός νόμου τη χρήση, σε όλη την έκταση της ηγεμονίας, οποιουδήποτε αργυρού νομίσματος εκτός από το αθηναϊκό τετράδραχμο (ωστόσο, η αποτελεσματικότητα του διατάγματος αμφισβητείται). Οι κληρουχίες εξακολούθησαν να ιδρύονται σε κατεκτημένα εδάφη ακόμα και την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η ηγεμονία, επίσης, χρησιμοποιήθηκε ως μέσο διάδοσης του αθηναϊκού πολιτισμού. Σε τακτική βάση, οι Αθηναίοι επέβαλλαν δημοκρατικά καθεστώτα στις συμμαχικές τους πόλεις-κράτη, τα οποία, επίσης σύμφωνα με ποικίλα διατάγματα, υιοθετούσαν συγκεκριμένες αθηναϊκές θρησκευτικές και πολιτιστικές πρακτικές. Μάρτυρας της «ήπιας εξουσίας» της Αθήνας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν η ταχύτατη διάδοση του ενθουσιασμού για το αθηναϊκό θέατρο στην ευρύτερη Μεσόγειο, ακόμα και πέρα από τις επικράτειες της ηγεμονίας. Η μεγάλη έκταση και πολυπλοκότητα της ηγεμονίας -και των αθηναϊκών μεθόδων διοίκησής της- οδήγησε σε μια τεράστια γραφειοκρατία, μεγάλο μέρος της οποίας διεκπεραιωνόταν από «δημόσιους» δούλους υψηλής εξειδίκευσης.
Η μορφή που κυριάρχησε στην Αθήνα κατά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ήταν ο Περικλής, ένας αριστοκράτης, πολιτικός και εξαιρετικά επιτυχημένος στρατηγός. Η εκτίμηση του Θουκυδίδη για τα χαρίσματα τον Περικλή ως πολιτικού είναι σαφής στον λεγόμενο «Επιτάφιο» για τον ίδιο στο 2ο Βιβλίο της Ιστορίας (βλ. την εισαγωγή στο κεφάλαιο «Η διατήρηση σταθερής πορείας: η τελευταία δημηγορία του Περικλή»), όπου σημειώνει πως, υπό την ηγεσία τον Περικλή, η πόλη έγινε «μια δημοκρατία κατ’ όνομα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ενός ανδρός αρχή» (2.65). Εκεί ο Θουκυδίδης, επίσης, αποδίδει την τελική πολεμική ήττα της Αθήνας στα σφάλματα των διαδόχων του Περικλή, οι οποίοι επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους όχι στα συμφέροντα της πόλης, αλλά στη δική τους ατομική προώθηση λαϊκίστικου τύπου. Κείμενα από μεταγενέστερες δεκαετίες, ειδικά οι σωκρατικοί διάλογοι του Πλάτωνα, ασκούν πιο φανερή κριτική στον Περικλή, αλλά ομόφωνα αναγνωρίζουν τις ικανότητές του ως δημόσιού ρήτορα.
Ο Περικλής πιστώνεται το μεγαλεπήβολο πρόγραμμα ανοικοδόμησης της πόλης κατά τις δεκαετίες του 440 και του 430 π.Χ., σχετικά με το οποίο ο Θουκυδίδης παραμένει απόλυτα σιωπηλός. Συχνά έχει υπονοηθεί ότι στο πρόγραμμα αυτό χρησιμοποιήθηκαν τα χρήματα της Δηλιακής Συμμαχίας, αν και αυτή η άποψη έχει πρόσφατα αμφισβητηθεί. Ανεξάρτητα από την πραγματική πηγή χρηματοδότησης, αυτά τα πολυτελή οικοδομήματα -μεταξύ αυτών και ο Παρθενώνας- χρησιμοποιήθηκαν για να αναδείξουν το κύρος της Αθήνας ως ηγεμονικής πόλης. Η Σπάρτη, από την άλλη πλευρά, παρέμεινε ένα ατείχιστο σύμπλεγμα μικρών οικισμών σε όλη τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. Στην αρχή της Ιστορίας του ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται ότι, αν εξαφανιζόταν η Σπάρτη, οι επερχόμενες γενιές θα ξεχνούσαν πόσο ισχυρή υπήρξε. «Αλλά αν αυτό συνέβαινε στην Αθήνα», συνεχίζει, «η μεγαλειώδης θέα των [ερειπίων] θα έδινε την εντύπωση ότι η ισχύς της πόλης θα ήταν διπλάσια από την πραγματική» (1.10). Ωστόσο, σε ό,τι η Σπάρτη υστερούσε όσον αφορά το μέγεθος της πόλης υπήρχε ως αντιστάθμισμα η σταθερότητα και η αρτιότητα των συνταγματικών βάσεών της. Την εποχή του Θουκυδίδη η πόλη λειτουργούσε με βάση το ίδιο σύνταγμα για τέσσερις και πλέον αιώνες (1.18). Στην Ιστορία η σπαρτιατική εγκράτεια, η προσκόλληση στην παράδοση και η ευτυχία μέσω της σιωπηλής γαλήνης περιγράφονται στον αντίποδα της εικόνας που δίνει ο Θουκυδίδης για την αθηναϊκή βιασύνη, την καινοτομία και την ανησυχία.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος
Ο Θουκυδίδης θεωρεί «αληθέστατη» αλλά λιγότερο δημόσια γνωστή αιτία για το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου το 431 πΧ το γεγονός «ότι η Αθήνα είχε γίνει ισχυρή και αυτό προκαλούσε φόβο στη Σπάρτη» (1.23). Επομένως, αναγνωρίζει ότι η ανησυχία της Σπάρτης σχετικά με την ισχυροποίηση της Αθήνας ήταν η «βασική» αιτία του πολέμου, αλλά παράλληλα διαπραγματεύεται μια σειρά από «άμεσα» αίτια. Το πρώτο ήταν μια σύγκρουση που αναζωπυρώθηκε το 435 π.Χ. Εκείνο το έτος μια δημοκρατική επανάσταση ώθησε τους αριστοκράτες της Επιδάμνου (στα δυτικά της σύγχρονης πόλης των Τιράνων στην Αλβανία) να αναζητήσουν βοήθεια από τη «μητρόπολή» τους, την Κέρκυρα. Όταν αυτή η έκκληση για βοήθεια δεν βρήκε ανταπόκριση, οι Επιδάμνιοι στράφηκαν στην Κόρινθο, τη μητρόπολη της Κέρκυρας. Οι Κορίνθιοι, στο πλευρό της Σπάρτης στην Πελοποννησιακή Συμμαχία, ισχυρίστηκαν ότι είχαν υποχρεώσεις απέναντι στους Επιδαμνίους και δυσαρεστήθηκαν με την προφανή απαξιωτική στάση της Κέρκυρας. Όταν η Κόρινθος έστειλε στρατιωτική δύναμη στην Επίδαμνο, οι Κερκυραίοι ζήτησαν βοήθεια από την Αθήνα, η οποία συμφώνησε να ταχθεί μαζί τους στο πλαίσιο μιας αμυντικής συμμαχίας.- Η κορύφωση των «Κερκυραϊκών» (1.24-55) αφορούσε μια ναυμαχία μεταξύ Κορίνθου και Κέρκυρας. Οι Κορίνθιοι επικράτησαν αρχικά, αλλά υποχώρησαν όταν κατέφθασαν τριάντα αθηναϊκά πλοία προς υπεράσπιση της Κέρκυρας.
Σχετικά σύντομα, οι Αθηναίοι άρχισαν να πολιορκούν την Ποτίδαια, μια πόλη της χερσονήσου της, Παλλήνης (το πρώτο «πόδι» της Χαλκιδικής) στη βορειοανατολική Ελλάδα. Η Ποτίδαια ήταν υποτελής σύμμαχος της Αθήνας, αλλά διατηρούσε δεσμούς με την Κόρινθο, η οποία ήταν μητρόπολή της. Κατόπιν παροτρύνσεων της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, η Ποτίδαια εξεγέρθηκε κατά της Δηλιακής Συμμαχίας το 433/2 π.Χ. Η Αθήνα απάντησε πολιορκώντας την πόλη. Κατά συνέπεια, οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Πελοποννησιακής Συμμαχίας συνέχισαν να επιδεινώνονται και, ύστερα από επιμονή των Κορινθίων, το επόμενο έτος η Σπάρτη ψήφισε να προχωρήσει σε επίσημη ανακοίνωση ότι η Αθήνα είχε παραβιάσει τη συνθήκη ειρήνης (1.87). Οι Σπαρτιάτες, στη συνέχεια, απείλησαν την Αθήνα με πόλεμο αν δεν συμμορφωνόταν με μια σειρά αιτημάτων: να σταματήσει την πολιορκία της Ποτίδαιας, να επιτρέψει την ανεξαρτησία στο νησί της Αίγινας και να άρει τις οικονομικές κυρώσεις που είχε διατάξει εναντίον των Μεγάρων, ενός μέλους της Πελοποννησιακής Συμμαχίας στα βορειοδυτικά της Αθήνας.’ Όταν οι Αθηναίοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με οποιαδήποτε από αυτές τις απαιτήσεις, οι απεσταλμένοι από τη Σπάρτη εξέδωσαν ένα τελευταίο τελεσίγραφο: «Οι Σπαρτιάτες επιθυμούν να συνεχιστεί η ειρήνη, αν εσείς είστε πρόθυμοι να επιτρέψετε στους ‘Έλληνες την αυτονομία τους» (1.139). Στην Εκκλησία του Δήμου που συγκλήθηκε στην Αθήνα για να αποφασιστεί η επόμενη κίνηση της πόλης, ο Περικλής ενθάρρυνε τους συμπατριώτες τον να μείνουν ακλόνητοι στις θέσεις τους (βλ. κεφάλαιο «Η αιτιολόγηση ενός πολέμου: η πρώτη πολεμική δημηγορία τον Περικλή»), και οι Αθηναίοι ψήφισαν να εμπλακούν σε πόλεμο. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε πλευρά θεωρούσε την αντίθετη επιτιθέμενη.
Η σύγκρουση που έμεινε γνωστή ως «Πελοποννησιακός Πόλεμος» έσπασε στη μέση της ειρήνης των Τριακονταετών Σπονδών που είχε συναφθεί το 446 π.Χ. και εκτυλίχθηκε σε τουλάχιστον τρεις διακριτές φάσεις, αν και ο Θουκυδίδης θεωρεί ότι η Ιστορία του είναι η εξιστόρηση ενός ενιαίου πολέμου και, αναφερόμενος σε αυτόν ως σύνολο, ισχυρίζεται στην έναρξη του έργου του ότι άρχισε να τον καταγράφει «πιστεύοντας ότι θα ήταν μεγάλος και πιο άξιος λόγου απ’ ό,τι όσοι είχαν προηγηθεί». Επίσης, σημειώνει ότι, πριν από τη λήξη τον πολέμου, όλη η Ελλάδα είχε αναγκαστεί να συνταχθεί με κάποια από τις δύο πλευρές.
Οι φάσεις του πολέμου συνήθως περιγράφονται ως εξής…
Οι φάσεις του πολέμου συνήθως περιγράφονται ως εξής:
- Ο Αρχιδάμειος Πόλεμος, που ονομάστηκε έτσι από τον Αρχίδαμο Β’, βασιλιά και στρατηγό της Σπάρτης, και είναι γνωστός στον Θουκυδίδη ως Δεκαετής Πόλεμος (431-421 π.Χ.). Αυτή η φάση έληξε με μια ασαφή νίκη της Αθήνας και με τnν ασταθή Νικίειο Ειρήνη.
- Η Σικελική Εκστρατεία (415-413 π.Χ.), η οποία ήταν καταστροφή για την Αθήνα.
- Ο Δεκελεικός Πόλεμος, που ονομάστηκε έτσι από το εχθρικό οχυρό των Λακεδαιμονίων στη Δεκέλεια Αττικής και ήταν γνωστός στον Θουκυδίδη ως Ιωνικός Πόλεμος (413-404 π.Χ.). Αυτή η φάση έληξε με την οριστική συνθηκολόγηση της Αθήνας.
Παρά το μέγεθος του ολέθρου που υπέστη η Αθήνα στη Σικελία, τόσο η Αθήνα όσο και η Σπάρτη ανυπομονούσαν να αρχίσουν προετοιμασίες για να εμπλακούν εκ νέου σε πόλεμο μεταξύ τους. Το 412 π.Χ., η Σπάρτη συνήψε συμμαχία με την Περσία, στρέφοντας τον ρου του πολέμου υπέρ των Πελοποννησίων. Οι σύμμαχοι της Αθήνας θεώρησαν ότι η αποδυναμωμένη της θέση ήταν ευκαιρία για να εξεγερθούν κατά της αθηναϊκής ηγεμονίας. Η τελική μεγάλη μάχη του πολέμου διεξήχθη στον Ελλήσποντο στο τέλος του καλοκαιριού το 405 π.Χ. Με επικεφαλής τον στρατηγό τους, τον Λύσανδρο, οι Σπαρτιάτες κατέστρεψαν τον αθηναϊκό πολεμικό στόλο στη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς. Σε ένα περίφημο χωρίο των Ελληνικών του, ο Αθηναίος ιστορικός Ξενοφώντας, νεότερος του Θουκυδίδη και σύγχρονός του, περιγράφει τον τρόμο που σκόρπισε η είδηση σχετικά με τους Αιγός Ποταμούς όταν έφτασε στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι, όπως αφηγείται, πέρασαν ολόκληρη εκείνη τη νύχτα μοιρολογώντας τους νεκρούς τους, αλλά και «Θρηνώντας περισσότερο για τον εαυτό τούς, καθώς ανησυχούσαν ότι θα υφίσταντο τα δεινά που οι ίδιοι είχαν προκαλέσει στους Μήλιους και στους κατοίκους της Ιστιαίας, της Σκιώνης, της Τορώνης, της Αίγινας, και σε πολλούς άλλους Έλληνες» (Ξεν. Ελληνικά, 2.2.3).
Με μοναδική σύμμαχο τη Σάμο, οι πεινασμένοι Αθηναίοι τελικά παραδόθηκαν στον Λύσανδρο την άνοιξη τον 404 π.Χ. Οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών ανυπομονούσαν να δουν την Αθήνα να υφίσταται το πεπρωμένο που οι ίδιοι φοβόνταν ότι θα τους αφορούσε αμέσως μετά τη μάχη στους Αιγός Ποταμούς. Ωστόσο, ο Ξενοφώντας περιγράφει ότι, τελείως απροσδόκητα, οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να καταστρέψουν την πόλη με το αιτιολογικό ότι δεν μπορούσαν «να υποδουλώσουν μια ελληνική πόλη που είχε κάνει τόσα καλά όταν η Ελλάδα είχε εκτεθεί σε μέγιστους κινδύνους», μια αναφορά στους Περσικούς Πολέμους. Οι όροι που υπαγόρευσαν, τελικά, απαιτούσαν η Αθήνα να γκρεμίσει τα τείχη της να παραδώσει όλο τον στόλο της, εκτός από δώδεκα πλοία, να επιτρέψει στους εξόριστούς πολίτες να επιστρέψουν, να έχει τούς ίδιους φίλούς και εχθρούς με τη Σπάρτη και «να ακολουθεί τούς Σπαρτιάτες σε στεριά και θάλασσα, όπου κι αν τους οδηγήσουν» (Ξεν. Ελληνικά, 2.2.20). Όταν η αντιπροσωπεία των Αθηναίων ενημέρωσε την αθηναϊκή Εκκλησία τον Δήμου σχετικά με αυτούς τους όρους, ο λαός ψήφισε την αποδοχή τούς. Οι Πελοποννήσιοι λέγεται ότι γκρέμισαν τα τείχη της Αθήνας με επευφημίες και με τη συνοδεία αυλών, «Θεωρώντας ότι εκείνη η μέρα σηματοδοτούσε την έναρξη της ελευθερίας για την Ελλάδα» (Ξεν. Ελληνικά, 2.20.23).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου