«Κυρία μου, μπορώ να καθίσω στο κέντρο της καρδιάς σας;» είπε ο Πόνος στέκοντας επιβλητικά μπροστά της.
«Δεν είχα ποτέ κάτι μαζί σας, ούτε και με κανέναν άλλον άλλωστε. Πώς μπορώ να σας διώξω; Παρακαλώ περάστε!» του απάντησε η Αγάπη κι ας ήξερε ποιες θα ’ταν οι συνέπειες.
Ο Πόνος έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.
«Είναι αλήθεια πως πάντα ήμουν καλοδεχούμενος από ’σας κυρία μου, σ’ αντίθεση με τους περισσότερους που με πετούν σαν κλωτσοσκούφι μόλις με δουν να πλησιάζω», της είπε.
«Έλα, θρονιάσου εδώ κι άπλωσε τα χέρια σου στην ψυχή μου, όπως κάνεις κάθε φορά που μ’ επισκέπτεσαι. Εσύ, Πόνε, μ’ έμαθες πολλά και με δυνάμωσες κι ας πληρώνω κάθε μάθημα που μου δίνεις με το αίμα της καρδιάς μου.
Μείνε αφού το θέλεις, δε θα σε διώξω. Μα ξέρεις τις αντοχές μου, ελπίζω να μην τις ξεπεράσεις. Κοίτα με! Τώρα πια είμαι ολομόναχη, χωρίς τα παιδιά μου, χωρίς τους ανθρώπους που αγαπώ. Όλοι αυτοί που ευεργέτησα κάποτε, τώρα είναι εναντίον μου.
Μείνε, μα πρόσεχε να ’ναι ελαφρύ το χτύπημα, μη με λυγίσεις πάλι», είπε η Αγάπη και έσκυψε ταπεινά το κεφάλι.
Ο Πόνος με μια δρασκελιά βρέθηκε όσο πιο κοντά της μπορούσε και την κοίταξε κατάματα.
«Ξέρεις πως η δουλειά μου είναι να οργώνω τις ακαλλιέργητες ψυχές των ανθρώπων και ξέρω καλά πως ψυχές σαν και τη δική σου μετά από βαθύ όργωμα δίνουν πλούσιο τον καρπό. Γι’ αυτό θα μείνω εδώ όσο περισσότερο καιρό γίνεται και θα χαράξω τις γραμμές μου όσο πιο βαθιά μπορώ», της δήλωσε ο Πόνος.
Η Αγάπη υποκλίθηκε με σεβασμό και αρνούμενη να ζητήσει χάρη, του άνοιξε τη θύρα της ψυχής της να περάσει. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά.
Παντού σκοτάδι και ησυχία και μόνος σύντροφός της πια ο Πόνος. Καμιά στάση άμυνας δεν πήρε. Κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια, ξέροντας καλά και οι δύο τι θα γινόταν στη συνέχεια.
Ο Πόνος την άρπαξε με δύναμη, τα δάχτυλα του σχηματίστηκαν στο άσπρο της δέρμα και με βία την έσπρωξε καταγής. Η Αγάπη ακολουθώντας τις προσταγές του βλέμματός του, έμεινε ακίνητη και αφέθηκε στα χέρια του δεχόμενη βουβά κάθε βάναυσο άγγιγμά του.
Ο Πόνος καθόλου δε συμμερίστηκε τα λόγια της και κάθε φορά που την ακουμπούσε την πονούσε όλο και πιο πολύ.
«Πονάς;» την ρώτησε κάποια στιγμή.
«Πονάω, μα όχι για εμένα, όχι για την κακία, μήτε για τη λησμονιά απ’ τους δικούς μου ανθρώπους. Πονάω για εκείνους, για τον δρόμο που αποφάσισαν να διαβούν, γιατί είναι αδιέξοδος και σκοτεινός», του απάντησε και βυθίστηκε και πάλι στη σιωπή.
Ο Πόνος ακούγοντας όσα του είπε, έπιασε να την σφίγγει ακόμη πιο πολύ αποφασισμένος να γίνει ένα μαζί της. Την ήθελε τόσο! Τη λαχταρούσε εδώ και καιρό και τώρα δε θα έχανε την ευκαιρία να περπατήσει σε κάθε μονοπάτι της ψυχής της, αφήνοντας παντού τ’ αποτυπώματά του.
Η ανάσα της κοβόταν σε κάθε του χτύπημα. Προσπαθούσε να εισπνεύσει, να πάρει δύναμη για ν’ αντέξει το επόμενο χτύπημά του, μα δεν προλάβαινε.
«Δεν αντέχω άλλο», ξεστόμισε ξέπνοα και ξεψυχισμένα κάποια στιγμή νιώθοντας όλες τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. «Είμαστε ένα χτύπημα πριν το τέλος», της είπε, «αντέχεις κι ας μην το ξέρεις. Εγώ το ξέρω.
Το ξέρω πολύ καλά. Σ’ έχω δοκιμάσει τόσες φορές. Αυτή τη φορά όμως θα γίνεις δική μου! Ολόδική μου!»
Το πρόσωπό του ήταν αναψοκοκκινισμένο και με δύναμη της έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Έπειτα, ανασηκώθηκε παραμένοντας από πάνω της για να καμαρώσει την ολοκλήρωση του έργου του. Την κοίταζε να κείτεται χάμω αιμόφυρτη με ξεσκισμένη την ψυχή. Το απαίσιο, όλο ευχαρίστηση γέλιο του απλώθηκε σ’ όλο το δάσος.
Σε λίγο ακούστηκαν τα βιαστικά βήματα των αστεριών που κατατρομαγμένα έτρεξαν να δουν τι γίνεται.
«Δεν είχα ποτέ κάτι μαζί σας, ούτε και με κανέναν άλλον άλλωστε. Πώς μπορώ να σας διώξω; Παρακαλώ περάστε!» του απάντησε η Αγάπη κι ας ήξερε ποιες θα ’ταν οι συνέπειες.
Ο Πόνος έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.
«Είναι αλήθεια πως πάντα ήμουν καλοδεχούμενος από ’σας κυρία μου, σ’ αντίθεση με τους περισσότερους που με πετούν σαν κλωτσοσκούφι μόλις με δουν να πλησιάζω», της είπε.
«Έλα, θρονιάσου εδώ κι άπλωσε τα χέρια σου στην ψυχή μου, όπως κάνεις κάθε φορά που μ’ επισκέπτεσαι. Εσύ, Πόνε, μ’ έμαθες πολλά και με δυνάμωσες κι ας πληρώνω κάθε μάθημα που μου δίνεις με το αίμα της καρδιάς μου.
Μείνε αφού το θέλεις, δε θα σε διώξω. Μα ξέρεις τις αντοχές μου, ελπίζω να μην τις ξεπεράσεις. Κοίτα με! Τώρα πια είμαι ολομόναχη, χωρίς τα παιδιά μου, χωρίς τους ανθρώπους που αγαπώ. Όλοι αυτοί που ευεργέτησα κάποτε, τώρα είναι εναντίον μου.
Μείνε, μα πρόσεχε να ’ναι ελαφρύ το χτύπημα, μη με λυγίσεις πάλι», είπε η Αγάπη και έσκυψε ταπεινά το κεφάλι.
Ο Πόνος με μια δρασκελιά βρέθηκε όσο πιο κοντά της μπορούσε και την κοίταξε κατάματα.
«Ξέρεις πως η δουλειά μου είναι να οργώνω τις ακαλλιέργητες ψυχές των ανθρώπων και ξέρω καλά πως ψυχές σαν και τη δική σου μετά από βαθύ όργωμα δίνουν πλούσιο τον καρπό. Γι’ αυτό θα μείνω εδώ όσο περισσότερο καιρό γίνεται και θα χαράξω τις γραμμές μου όσο πιο βαθιά μπορώ», της δήλωσε ο Πόνος.
Η Αγάπη υποκλίθηκε με σεβασμό και αρνούμενη να ζητήσει χάρη, του άνοιξε τη θύρα της ψυχής της να περάσει. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά.
Παντού σκοτάδι και ησυχία και μόνος σύντροφός της πια ο Πόνος. Καμιά στάση άμυνας δεν πήρε. Κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια, ξέροντας καλά και οι δύο τι θα γινόταν στη συνέχεια.
Ο Πόνος την άρπαξε με δύναμη, τα δάχτυλα του σχηματίστηκαν στο άσπρο της δέρμα και με βία την έσπρωξε καταγής. Η Αγάπη ακολουθώντας τις προσταγές του βλέμματός του, έμεινε ακίνητη και αφέθηκε στα χέρια του δεχόμενη βουβά κάθε βάναυσο άγγιγμά του.
Ο Πόνος καθόλου δε συμμερίστηκε τα λόγια της και κάθε φορά που την ακουμπούσε την πονούσε όλο και πιο πολύ.
«Πονάς;» την ρώτησε κάποια στιγμή.
«Πονάω, μα όχι για εμένα, όχι για την κακία, μήτε για τη λησμονιά απ’ τους δικούς μου ανθρώπους. Πονάω για εκείνους, για τον δρόμο που αποφάσισαν να διαβούν, γιατί είναι αδιέξοδος και σκοτεινός», του απάντησε και βυθίστηκε και πάλι στη σιωπή.
Ο Πόνος ακούγοντας όσα του είπε, έπιασε να την σφίγγει ακόμη πιο πολύ αποφασισμένος να γίνει ένα μαζί της. Την ήθελε τόσο! Τη λαχταρούσε εδώ και καιρό και τώρα δε θα έχανε την ευκαιρία να περπατήσει σε κάθε μονοπάτι της ψυχής της, αφήνοντας παντού τ’ αποτυπώματά του.
Η ανάσα της κοβόταν σε κάθε του χτύπημα. Προσπαθούσε να εισπνεύσει, να πάρει δύναμη για ν’ αντέξει το επόμενο χτύπημά του, μα δεν προλάβαινε.
«Δεν αντέχω άλλο», ξεστόμισε ξέπνοα και ξεψυχισμένα κάποια στιγμή νιώθοντας όλες τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. «Είμαστε ένα χτύπημα πριν το τέλος», της είπε, «αντέχεις κι ας μην το ξέρεις. Εγώ το ξέρω.
Το ξέρω πολύ καλά. Σ’ έχω δοκιμάσει τόσες φορές. Αυτή τη φορά όμως θα γίνεις δική μου! Ολόδική μου!»
Το πρόσωπό του ήταν αναψοκοκκινισμένο και με δύναμη της έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Έπειτα, ανασηκώθηκε παραμένοντας από πάνω της για να καμαρώσει την ολοκλήρωση του έργου του. Την κοίταζε να κείτεται χάμω αιμόφυρτη με ξεσκισμένη την ψυχή. Το απαίσιο, όλο ευχαρίστηση γέλιο του απλώθηκε σ’ όλο το δάσος.
Σε λίγο ακούστηκαν τα βιαστικά βήματα των αστεριών που κατατρομαγμένα έτρεξαν να δουν τι γίνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου