[216c] Ἔτι δὲ καὶ τόδε σκεψώμεθα, μὴ ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς λανθάνει τὸ φίλον ὡς ἀληθῶς οὐδὲν τούτων ὄν, ἀλλὰ τὸ μήτε ἀγαθὸν μήτε κακὸν φίλον οὕτω ποτὲ γιγνόμενον τοῦ ἀγαθοῦ. ―Πῶς, ἦ δ᾽ ὅς, λέγεις; ―Ἀλλὰ μὰ Δία, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐκ οἶδα, ἀλλὰ τῷ ὄντι αὐτὸς εἰλιγγιῶ ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας, καὶ κινδυνεύει κατὰ τὴν ἀρχαίαν παροιμίαν τὸ καλὸν φίλον εἶναι. ἔοικε γοῦν μαλακῷ τινι καὶ λείῳ καὶ λιπαρῷ· [216d] διὸ καὶ ἴσως ῥᾳδίως διολισθαίνει καὶ διαδύεται ἡμᾶς, ἅτε τοιοῦτον ὄν. λέγω γὰρ τἀγαθὸν καλὸν εἶναι· σὺ δ᾽ οὐκ οἴει; ―Ἔγωγε. ―Λέγω τοίνυν ἀπομαντευόμενος, τοῦ καλοῦ τε καὶ ἀγαθοῦ φίλον εἶναι τὸ μήτε ἀγαθὸν μήτε κακόν· πρὸς ἃ δὲ λέγων μαντεύομαι, ἄκουσον. δοκεῖ μοι ὡσπερεὶ τρία ἄττα εἶναι γένη, τὸ μὲν ἀγαθόν, τὸ δὲ κακόν, τὸ δ᾽ οὔτ᾽ ἀγαθὸν οὔτε κακόν· τί δὲ σοί; ―Καὶ ἐμοί, ἔφη. ―Καὶ οὔτε τἀγαθὸν τἀγαθῷ οὔτε τὸ κακὸν τῷ κακῷ οὔτε τἀγαθὸν τῷ [216e] κακῷ φίλον εἶναι, ὥσπερ οὐδ᾽ ὁ ἔμπροσθεν λόγος ἐᾷ· λείπεται δή, εἴπερ τῴ τί ἐστιν φίλον, τὸ μήτε ἀγαθὸν μήτε κακὸν φίλον εἶναι ἢ τοῦ ἀγαθοῦ ἢ τοῦ τοιούτου οἷον αὐτό ἐστιν. οὐ γὰρ ἄν που τῷ κακῷ φίλον ἄν τι γένοιτο. ―Ἀληθῆ. ―Οὐδὲ μὴν τὸ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ ἔφαμεν ἄρτι· ἦ γάρ; ―Ναί. ―Οὐκ ἄρα ἔσται τῷ μήτε ἀγαθῷ μήτε κακῷ τὸ τοιοῦτον φίλον οἷον αὐτό. ―Οὐ φαίνεται. ―Τῷ ἀγαθῷ ἄρα [217a] τὸ μήτε ἀγαθὸν μήτε κακὸν μόνῳ μόνον συμβαίνει γίγνεσθαι φίλον. ―Ἀνάγκη, ὡς ἔοικεν.
Ἆρ᾽ οὖν καὶ καλῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ παῖδες, ὑφηγεῖται ἡμῖν τὸ νῦν λεγόμενον; εἰ γοῦν θέλοιμεν ἐννοῆσαι τὸ ὑγιαῖνον σῶμα, οὐδὲν ἰατρικῆς δεῖται οὐδὲ ὠφελίας· ἱκανῶς γὰρ ἔχει, ὥστε ὑγιαίνων οὐδεὶς ἰατρῷ φίλος διὰ τὴν ὑγίειαν. ἦ γάρ; ―Οὐδείς. ―Ἀλλ᾽ ὁ κάμνων οἶμαι διὰ τὴν νόσον. ―Πῶς γὰρ [217b] οὔ; ―Νόσος μὲν δὴ κακόν, ἰατρικὴ δὲ ὠφέλιμον καὶ ἀγαθόν. ―Ναί. ―Σῶμα δέ γέ που κατὰ τὸ σῶμα εἶναι οὔτε ἀγαθὸν οὔτε κακόν. ―Οὕτως. ―Ἀναγκάζεται δέ γε σῶμα διὰ νόσον ἰατρικὴν ἀσπάζεσθαι καὶ φιλεῖν. ―Δοκεῖ μοι. ―Τὸ μήτε κακὸν ἄρα μήτ᾽ ἀγαθὸν φίλον γίγνεται τοῦ ἀγαθοῦ διὰ κακοῦ παρουσίαν. ―Ἔοικεν. ―Δῆλον δέ γε ὅτι πρὶν γενέσθαι αὐτὸ κακὸν ὑπὸ τοῦ κακοῦ οὗ ἔχει. οὐ γὰρ δή γε κακὸν γεγονὸς [217c] ἔτι ἄν τι τοῦ ἀγαθοῦ [οὗ] ἐπιθυμοῖ καὶ φίλον εἴη· ἀδύνατον γὰρ ἔφαμεν κακὸν ἀγαθῷ φίλον εἶναι. ―Ἀδύνατον γάρ. ―Σκέψασθε δὴ ὃ λέγω. λέγω γὰρ ὅτι ἔνια μέν, οἷον ἂν ᾖ τὸ παρόν, τοιαῦτά ἐστι καὶ αὐτά, ἔνια δὲ οὔ. ὥσπερ εἰ ἐθέλοι τις χρώματί τῳ ὁτιοῦν [τι] ἀλεῖψαι, πάρεστίν που τῷ ἀλειφθέντι τὸ ἐπαλειφθέν. ―Πάνυ γε. ―Ἆρ᾽ οὖν καὶ ἔστιν τότε τοιοῦτον τὴν χρόαν τὸ ἀλειφθέν, οἷον τὸ ἐπόν; [217d] ―Οὐ μανθάνω, ἦ δ᾽ ὅς. ―Ἀλλ᾽ ὧδε, ἦν δ᾽ ἐγώ. εἴ τίς σου ξανθὰς οὔσας τὰς τρίχας ψιμυθίῳ ἀλείψειεν, πότερον τότε λευκαὶ εἶεν ἢ φαίνοιντ᾽ ἄν; ―Φαίνοιντ᾽ ἄν, ἦ δ᾽ ὅς. ―Καὶ μὴν παρείη γ᾽ ἂν αὐταῖς λευκότης. ―Ναί. ―Ἀλλ᾽ ὅμως οὐδέν τι μᾶλλον ἂν εἶεν λευκαί πω, ἀλλὰ παρούσης λευκότητος οὔτε τι λευκαὶ οὔτε μέλαιναί εἰσιν. ―Ἀληθῆ. ―Ἀλλ᾽ ὅταν δή, ὦ φίλε, τὸ γῆρας αὐταῖς ταὐτὸν τοῦτο χρῶμα ἐπαγάγῃ, τότε ἐγένοντο οἷόνπερ τὸ παρόν, λευκοῦ παρουσίᾳ [217e] λευκαί. ―Πῶς γὰρ οὔ; ―Τοῦτο τοίνυν ἐρωτῶ νῦν δή, εἰ ᾧ ἄν τι παρῇ, τοιοῦτον ἔσται τὸ ἔχον οἷον τὸ παρόν· ἢ ἐὰν μὲν κατά τινα τρόπον παρῇ, ἔσται, ἐὰν δὲ μή, οὔ; ―Οὕτω μᾶλλον, ἔφη. ―Καὶ τὸ μήτε κακὸν ἄρα μήτ᾽ ἀγαθὸν ἐνίοτε κακοῦ παρόντος οὔπω κακόν ἐστιν, ἔστιν δ᾽ ὅτε ἤδη τὸ τοιοῦτον γέγονεν. ―Πάνυ γε. ―Οὐκοῦν ὅταν μήπω κακὸν ᾖ κακοῦ παρόντος, αὕτη μὲν ἡ παρουσία ἀγαθοῦ αὐτὸ ποιεῖ ἐπιθυμεῖν· ἡ δὲ κακὸν ποιοῦσα ἀποστερεῖ αὐτὸ τῆς τε ἐπιθυμίας ἅμα καὶ τῆς φιλίας τοῦ ἀγαθοῦ. οὐ γὰρ ἔτι ἐστὶν [218a] οὔτε κακὸν οὔτε ἀγαθόν, ἀλλὰ κακόν· φίλον δὲ ἀγαθῷ κακὸν οὐκ ἦν. ―Οὐ γὰρ οὖν. ―Διὰ ταῦτα δὴ φαῖμεν ἂν καὶ τοὺς ἤδη σοφοὺς μηκέτι φιλοσοφεῖν, εἴτε θεοὶ εἴτε ἄνθρωποί εἰσιν οὗτοι· οὐδ᾽ αὖ ἐκείνους φιλοσοφεῖν τοὺς οὕτως ἄγνοιαν ἔχοντας ὥστε κακοὺς εἶναι· κακὸν γὰρ καὶ ἀμαθῆ οὐδένα φιλοσοφεῖν. λείπονται δὴ οἱ ἔχοντες μὲν τὸ κακὸν τοῦτο, τὴν ἄγνοιαν, μήπω δὲ ὑπ᾽ αὐτοῦ ὄντες ἀγνώμονες μηδὲ [218b] ἀμαθεῖς, ἀλλ᾽ ἔτι ἡγούμενοι μὴ εἰδέναι ἃ μὴ ἴσασιν. διὸ δὴ καὶ φιλοσοφοῦσιν οἱ οὔτε ἀγαθοὶ οὔτε κακοί πω ὄντες, ὅσοι δὲ κακοὶ οὐ φιλοσοφοῦσιν, οὐδὲ οἱ ἀγαθοί· οὔτε γὰρ τὸ ἐναντίον τοῦ ἐναντίου οὔτε τὸ ὅμοιον τοῦ ὁμοίου φίλον ἡμῖν ἐφάνη ἐν τοῖς ἔμπροσθεν λόγοις. ἢ οὐ μέμνησθε; ―Πάνυ γε, ἐφάτην. ―Νῦν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Λύσι τε καὶ Μενέξενε, παντὸς μᾶλλον ἐξηυρήκαμεν ὃ ἔστιν τὸ φίλον καὶ οὔ. φαμὲν γὰρ αὐτό, καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν καὶ κατὰ τὸ [218c] σῶμα καὶ πανταχοῦ, τὸ μήτε κακὸν μήτε ἀγαθὸν διὰ κακοῦ παρουσίαν τοῦ ἀγαθοῦ φίλον εἶναι. ―Παντάπασιν ἐφάτην τε καὶ συνεχωρείτην οὕτω τοῦτ᾽ ἔχειν.
***
[216c] Ας εξετάσουμε ακόμη και τούτο, μια και είναι πιθανό ότι το φιλικό εξακολουθεί να μας διαφεύγει και ουσιαστικά δεν είναι τίποτε απ᾽ όσα έχουμε αναφέρει ως τώρα. Ίσως η φιλική σχέση αναπτύσσεται βασικά ανάμεσα στο αγαθό και σ᾽ αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. ―Πώς, είπε, το εννοείς αυτό; ―Μά το θεό, απάντησα, ούτε κι εγώ ξέρω· πραγματικά μου φέρνουν ίλιγγο οι δυσκολίες που υπάρχουν σ᾽ αυτή την πρόταση. Φαίνεται πως είναι σωστή εκείνη η παλαιά παροιμία που λέει ότι φιλικό είναι το όμορφο· έτσι κι αλλιώς μοιάζει με κάτι απαλό, λείο, στιλπνό. [216d] Κι ίσως γι᾽ αυτό ξεγλιστράει εύκολα και το χάνουμε απ᾽ τα μάτια μας, επειδή, υποθέτω, έχει αυτές ακριβώς τις ιδιότητες. Υποστηρίζω, δηλαδή, ότι το αγαθό είναι ωραίο. Δεν το νομίζεις κι εσύ; ―Συμφωνώ. ―Λέγω λοιπόν —και βασίζομαι σε κάποια διαίσθησή μου— ότι το αγαθό και το ωραίο πρέπει να είναι φιλικό με αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. Κι άκουσε πού βασίζω την εικασία μου. Νομίζω ότι κατά βάση υπάρχουν τρία είδη: το αγαθό, το κακό, κι αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. Εσύ τί νομίζεις; ―Κι εγώ το ίδιο, είπε. ―Νομίζω επίσης ότι δεν μπορεί να υπάρξει φιλική σχέση ούτε ανάμεσα σε δύο αγαθά, ούτε ανάμεσα σε δύο κακά, ούτε ανάμεσα στο αγαθό και [216e] στο κακό· σύμφωνα με την εξέταση που κάναμε προηγουμένως αποκλείονται και οι τρεις αυτές περιπτώσεις. Απομένει λοιπόν, η εξής περίπτωση, εφόσον, βέβαια, δεχτούμε ότι το φιλικό είναι κάτι υπαρκτό: Αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό είναι φιλικό ή με το αγαθό ή με κάτι που και αυτό δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. Κι όσο για το κακό, με τούτο δεν θα γινόταν κανένας φίλος. ―Σωστά. ―Ούτε όμως και το όμοιο με το όμοιο, όπως άλλωστε είπαμε και μόλις πριν λίγο. Δεν είναι έτσι; ―Ναι. ―Επομένως, δεν είναι δυνατό αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό να είναι φιλικό με αυτό που επίσης δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. ―Ασφαλώς όχι. ―Κατά συνέπεια η μόνη δυνατή περίπτωση είναι το αγαθό να γίνει [217a] φιλικό με αυτό που δεν είναι ούτε κακό ούτε αγαθό, και μόνο με αυτό. ―Αναγκαστικά, καθώς φαίνεται.
Άραγε παιδιά, μπορούμε να βασιστούμε στο συμπέρασμα μας αυτό; Ας πάρουμε για παράδειγμα το σώμα. Όταν είναι γερό δεν έχει απολύτως καμία ανάγκη από ιατρική βοήθεια, λειτουργεί κανονικά και κανένας άνθρωπος, όσο είναι υγιής, δεν γίνεται φίλος του γιατρού για χάρη της υγείας του. Δεν είναι έτσι; ―Κανένας. ―Ο άρρωστος όμως θα γίνει φίλος του γιατρού εξαιτίας της αρρώστιας του. ―Ασφαλώς. [217b] ―Και η αρρώστια, είναι οπωσδήποτε κάτι κακό, ενώ η ιατρική κάτι ωφέλιμο και καλό. ―Ναι. ―Το σώμα όμως καθαυτό δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. ―Πραγματικά. ―Και αναγκάζεται το σώμα να δέχεται και να αγαπάει την ιατρική εξαιτίας της αρρώστιας. ―Μάλιστα. ―Συνεπώς αυτό που δεν είναι ούτε κακό ούτε αγαθό γίνεται φίλο του αγαθού λόγω της παρουσίας κάποιου κακού. ―Έτσι φαίνεται. ―Είναι όμως φανερό, ότι τούτο συμβαίνει πριν η παρουσία του κακού προλάβει και το κάνει κι αυτό το ίδιο κακό. Γιατί αν τύχει να γίνει κακό, [217c] δεν θα μπορεί πια να αισθάνεται επιθυμία και αγάπη για το αγαθό, αφού, όπως έχουμε ήδη πει, το κακό δεν μπορεί να είναι φίλο του αγαθού. ―Πραγματικά είναι αδύνατο. ―Προσέξτε τώρα τί λέω. Υποστηρίζω δηλαδή ότι σε ορισμένες περιπτώσεις που κάποιο πράγμα χαρακτηρίζεται από την παρουσία κάτινος άλλου το πράγμα εκείνο άλλοτε είναι όμοιο με αυτό που υπάρχει μαζί του κι άλλοτε όχι. Όταν λ.χ. αλείψουμε ένα οποιοδήποτε πράγμα με κάποιο χρώμα, αυτό το χρώμα κατά κάποιο τρόπο υπάρχει επάνω στο αντικείμενο που αλείφτηκε. ―Βέβαια. ―Δεν είναι λοιπόν το αντικείμενο αυτό όμοιο ως προς το χρώμα με ό,τι του βάλαμε επάνω του; [217d] ―Δεν καταλαβαίνω τί εννοείς, είπε εκείνος. ―Ας το πω τότε διαφορετικά. Αν αλείψει κάποιος τα ξανθά μαλλιά σου με άσπρη βαφή, τότε τί από τα δυο θα συμβεί: τα μαλλιά σου θα είναι ή θα φαίνονται λευκά; ―Θα φαίνονται, είπε αυτός. ―Κι όμως θα υπάρχει επάνω τους λευκός χρωματισμός. ―Ναι. ―Παρόλο τούτο όμως τα μαλλιά σου δεν θα είναι δυνατό με κανένα τρόπο να χαρακτηριστούν λευκά, αλλά παρά την παρουσία του λευκού χρώματος θα είναι τόσο λίγο λευκά όσο και μαύρα. ―Πραγματικά. ―Όταν όμως φίλε μου έρθουν τα γερατειά και σου τα ασπρίσουν, τότε τα μαλλιά σου θα γίνουν σαν κι αυτό που υπάρχει επάνω τους, δηλαδή λευκά λόγω της παρουσίας [217e] του λευκού χρώματος. ―Ασφαλώς. ―Νά λοιπόν ποιό είναι το ερώτημά μου: Όταν σε κάποιο πράγμα υπάρχει και κάτι άλλο, το πράγμα εκείνο γίνεται όμοιο με αυτό το άλλο; ή εξαρτάται από τον τρόπο της παρουσίας του άλλου, με αποτέλεσμα άλλοτε να είναι όμοιο και άλλοτε όχι; ―Μάλλον το δεύτερο συμβαίνει, είπε. ―Επομένως κι αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό, όταν βρίσκεται μαζί με κάτι κακό, άλλοτε δεν γίνεται και το ίδιο κακό, άλλοτε όμως γίνεται. ―Βέβαια. ―Όταν λοιπόν, παρά την παρουσία κάποιου κακού, δεν έχει γίνει ακόμη κακό, αισθάνεται επιθυμία για το αγαθό ακριβώς λόγω της παρουσίας του κακού. Όταν όμως η παρουσία του κακού έχει αποτέλεσμα να το κάνει και αυτό κακό, χάνει την επιθυμία και την αγάπη για το αγαθό. Γιατί τώρα πια δεν είναι [218a] «ούτε αγαθό ούτε κακό» αλλά κακό. Και, όπως είδαμε, το κακό δεν μπορεί να αισθανθεί φιλία για το αγαθό. ―Πραγματικά δεν μπορεί. ―Γι᾽ αυτό ακριβώς μπορούμε τώρα να πούμε ότι οι σοφοί, είτε θεοί είτε άνθρωποι, δεν αισθάνονται πια φιλία για τη σοφία· όπως επίσης δεν αισθάνονται φιλία γι᾽ αυτήν και όσοι εξαιτίας της μεγάλης αμάθειάς τους, είναι δυνατό να χαρακτηριστούν κακοί. Γιατί πραγματικά, κανένας κακός και αμαθής δεν αγαπά τη σοφία. Μένουν, λοιπόν, μόνο όσοι ενώ έχουν τούτο το κακό, δηλαδή την έλλειψη γνώσεων, ωστόσο δεν έχουν γίνει ακόμη εντελώς αλόγιστοι και [218b] μωροί εξαιτίας του, αλλά εξακολουθούν να έχουν επίγνωση της άγνοιάς τους. Έτσι, λοιπόν, αγάπη για τη σοφία έχουν μόνο όσοι είναι «ούτε αγαθοί ούτε κακοί»· γιατί, καθώς φάνηκε από τη συζήτηση που προηγήθηκε, ούτε το όμοιο μπορεί να είναι φίλο με το όμοιό του ούτε το αντίθετο με το αντίθετό του. Το θυμόσαστε, έτσι δεν είναι; ―Βέβαια, είπαν και οι δύο. ―Επομένως, Λύσι και Μενέξενε, τώρα πια έχουμε βρει ποιό είναι το φιλικό και ποιό δεν είναι: Μπορούμε να πούμε ότι σχετικά και με την ψυχή και με το [218c] σώμα αλλά και γενικά παντού, εκείνο που δεν είναι ούτε κακό ούτε αγαθό είναι φιλικό με το αγαθό εξαιτίας της παρουσίας κάποιου κακού. ―Παντού και πάντοτε, είπαν και οι δύο, και παραδέχτηκαν ότι έτσι έχουν τα πράγματα.
Ἆρ᾽ οὖν καὶ καλῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ παῖδες, ὑφηγεῖται ἡμῖν τὸ νῦν λεγόμενον; εἰ γοῦν θέλοιμεν ἐννοῆσαι τὸ ὑγιαῖνον σῶμα, οὐδὲν ἰατρικῆς δεῖται οὐδὲ ὠφελίας· ἱκανῶς γὰρ ἔχει, ὥστε ὑγιαίνων οὐδεὶς ἰατρῷ φίλος διὰ τὴν ὑγίειαν. ἦ γάρ; ―Οὐδείς. ―Ἀλλ᾽ ὁ κάμνων οἶμαι διὰ τὴν νόσον. ―Πῶς γὰρ [217b] οὔ; ―Νόσος μὲν δὴ κακόν, ἰατρικὴ δὲ ὠφέλιμον καὶ ἀγαθόν. ―Ναί. ―Σῶμα δέ γέ που κατὰ τὸ σῶμα εἶναι οὔτε ἀγαθὸν οὔτε κακόν. ―Οὕτως. ―Ἀναγκάζεται δέ γε σῶμα διὰ νόσον ἰατρικὴν ἀσπάζεσθαι καὶ φιλεῖν. ―Δοκεῖ μοι. ―Τὸ μήτε κακὸν ἄρα μήτ᾽ ἀγαθὸν φίλον γίγνεται τοῦ ἀγαθοῦ διὰ κακοῦ παρουσίαν. ―Ἔοικεν. ―Δῆλον δέ γε ὅτι πρὶν γενέσθαι αὐτὸ κακὸν ὑπὸ τοῦ κακοῦ οὗ ἔχει. οὐ γὰρ δή γε κακὸν γεγονὸς [217c] ἔτι ἄν τι τοῦ ἀγαθοῦ [οὗ] ἐπιθυμοῖ καὶ φίλον εἴη· ἀδύνατον γὰρ ἔφαμεν κακὸν ἀγαθῷ φίλον εἶναι. ―Ἀδύνατον γάρ. ―Σκέψασθε δὴ ὃ λέγω. λέγω γὰρ ὅτι ἔνια μέν, οἷον ἂν ᾖ τὸ παρόν, τοιαῦτά ἐστι καὶ αὐτά, ἔνια δὲ οὔ. ὥσπερ εἰ ἐθέλοι τις χρώματί τῳ ὁτιοῦν [τι] ἀλεῖψαι, πάρεστίν που τῷ ἀλειφθέντι τὸ ἐπαλειφθέν. ―Πάνυ γε. ―Ἆρ᾽ οὖν καὶ ἔστιν τότε τοιοῦτον τὴν χρόαν τὸ ἀλειφθέν, οἷον τὸ ἐπόν; [217d] ―Οὐ μανθάνω, ἦ δ᾽ ὅς. ―Ἀλλ᾽ ὧδε, ἦν δ᾽ ἐγώ. εἴ τίς σου ξανθὰς οὔσας τὰς τρίχας ψιμυθίῳ ἀλείψειεν, πότερον τότε λευκαὶ εἶεν ἢ φαίνοιντ᾽ ἄν; ―Φαίνοιντ᾽ ἄν, ἦ δ᾽ ὅς. ―Καὶ μὴν παρείη γ᾽ ἂν αὐταῖς λευκότης. ―Ναί. ―Ἀλλ᾽ ὅμως οὐδέν τι μᾶλλον ἂν εἶεν λευκαί πω, ἀλλὰ παρούσης λευκότητος οὔτε τι λευκαὶ οὔτε μέλαιναί εἰσιν. ―Ἀληθῆ. ―Ἀλλ᾽ ὅταν δή, ὦ φίλε, τὸ γῆρας αὐταῖς ταὐτὸν τοῦτο χρῶμα ἐπαγάγῃ, τότε ἐγένοντο οἷόνπερ τὸ παρόν, λευκοῦ παρουσίᾳ [217e] λευκαί. ―Πῶς γὰρ οὔ; ―Τοῦτο τοίνυν ἐρωτῶ νῦν δή, εἰ ᾧ ἄν τι παρῇ, τοιοῦτον ἔσται τὸ ἔχον οἷον τὸ παρόν· ἢ ἐὰν μὲν κατά τινα τρόπον παρῇ, ἔσται, ἐὰν δὲ μή, οὔ; ―Οὕτω μᾶλλον, ἔφη. ―Καὶ τὸ μήτε κακὸν ἄρα μήτ᾽ ἀγαθὸν ἐνίοτε κακοῦ παρόντος οὔπω κακόν ἐστιν, ἔστιν δ᾽ ὅτε ἤδη τὸ τοιοῦτον γέγονεν. ―Πάνυ γε. ―Οὐκοῦν ὅταν μήπω κακὸν ᾖ κακοῦ παρόντος, αὕτη μὲν ἡ παρουσία ἀγαθοῦ αὐτὸ ποιεῖ ἐπιθυμεῖν· ἡ δὲ κακὸν ποιοῦσα ἀποστερεῖ αὐτὸ τῆς τε ἐπιθυμίας ἅμα καὶ τῆς φιλίας τοῦ ἀγαθοῦ. οὐ γὰρ ἔτι ἐστὶν [218a] οὔτε κακὸν οὔτε ἀγαθόν, ἀλλὰ κακόν· φίλον δὲ ἀγαθῷ κακὸν οὐκ ἦν. ―Οὐ γὰρ οὖν. ―Διὰ ταῦτα δὴ φαῖμεν ἂν καὶ τοὺς ἤδη σοφοὺς μηκέτι φιλοσοφεῖν, εἴτε θεοὶ εἴτε ἄνθρωποί εἰσιν οὗτοι· οὐδ᾽ αὖ ἐκείνους φιλοσοφεῖν τοὺς οὕτως ἄγνοιαν ἔχοντας ὥστε κακοὺς εἶναι· κακὸν γὰρ καὶ ἀμαθῆ οὐδένα φιλοσοφεῖν. λείπονται δὴ οἱ ἔχοντες μὲν τὸ κακὸν τοῦτο, τὴν ἄγνοιαν, μήπω δὲ ὑπ᾽ αὐτοῦ ὄντες ἀγνώμονες μηδὲ [218b] ἀμαθεῖς, ἀλλ᾽ ἔτι ἡγούμενοι μὴ εἰδέναι ἃ μὴ ἴσασιν. διὸ δὴ καὶ φιλοσοφοῦσιν οἱ οὔτε ἀγαθοὶ οὔτε κακοί πω ὄντες, ὅσοι δὲ κακοὶ οὐ φιλοσοφοῦσιν, οὐδὲ οἱ ἀγαθοί· οὔτε γὰρ τὸ ἐναντίον τοῦ ἐναντίου οὔτε τὸ ὅμοιον τοῦ ὁμοίου φίλον ἡμῖν ἐφάνη ἐν τοῖς ἔμπροσθεν λόγοις. ἢ οὐ μέμνησθε; ―Πάνυ γε, ἐφάτην. ―Νῦν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Λύσι τε καὶ Μενέξενε, παντὸς μᾶλλον ἐξηυρήκαμεν ὃ ἔστιν τὸ φίλον καὶ οὔ. φαμὲν γὰρ αὐτό, καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν καὶ κατὰ τὸ [218c] σῶμα καὶ πανταχοῦ, τὸ μήτε κακὸν μήτε ἀγαθὸν διὰ κακοῦ παρουσίαν τοῦ ἀγαθοῦ φίλον εἶναι. ―Παντάπασιν ἐφάτην τε καὶ συνεχωρείτην οὕτω τοῦτ᾽ ἔχειν.
***
[216c] Ας εξετάσουμε ακόμη και τούτο, μια και είναι πιθανό ότι το φιλικό εξακολουθεί να μας διαφεύγει και ουσιαστικά δεν είναι τίποτε απ᾽ όσα έχουμε αναφέρει ως τώρα. Ίσως η φιλική σχέση αναπτύσσεται βασικά ανάμεσα στο αγαθό και σ᾽ αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. ―Πώς, είπε, το εννοείς αυτό; ―Μά το θεό, απάντησα, ούτε κι εγώ ξέρω· πραγματικά μου φέρνουν ίλιγγο οι δυσκολίες που υπάρχουν σ᾽ αυτή την πρόταση. Φαίνεται πως είναι σωστή εκείνη η παλαιά παροιμία που λέει ότι φιλικό είναι το όμορφο· έτσι κι αλλιώς μοιάζει με κάτι απαλό, λείο, στιλπνό. [216d] Κι ίσως γι᾽ αυτό ξεγλιστράει εύκολα και το χάνουμε απ᾽ τα μάτια μας, επειδή, υποθέτω, έχει αυτές ακριβώς τις ιδιότητες. Υποστηρίζω, δηλαδή, ότι το αγαθό είναι ωραίο. Δεν το νομίζεις κι εσύ; ―Συμφωνώ. ―Λέγω λοιπόν —και βασίζομαι σε κάποια διαίσθησή μου— ότι το αγαθό και το ωραίο πρέπει να είναι φιλικό με αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. Κι άκουσε πού βασίζω την εικασία μου. Νομίζω ότι κατά βάση υπάρχουν τρία είδη: το αγαθό, το κακό, κι αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. Εσύ τί νομίζεις; ―Κι εγώ το ίδιο, είπε. ―Νομίζω επίσης ότι δεν μπορεί να υπάρξει φιλική σχέση ούτε ανάμεσα σε δύο αγαθά, ούτε ανάμεσα σε δύο κακά, ούτε ανάμεσα στο αγαθό και [216e] στο κακό· σύμφωνα με την εξέταση που κάναμε προηγουμένως αποκλείονται και οι τρεις αυτές περιπτώσεις. Απομένει λοιπόν, η εξής περίπτωση, εφόσον, βέβαια, δεχτούμε ότι το φιλικό είναι κάτι υπαρκτό: Αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό είναι φιλικό ή με το αγαθό ή με κάτι που και αυτό δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. Κι όσο για το κακό, με τούτο δεν θα γινόταν κανένας φίλος. ―Σωστά. ―Ούτε όμως και το όμοιο με το όμοιο, όπως άλλωστε είπαμε και μόλις πριν λίγο. Δεν είναι έτσι; ―Ναι. ―Επομένως, δεν είναι δυνατό αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό να είναι φιλικό με αυτό που επίσης δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. ―Ασφαλώς όχι. ―Κατά συνέπεια η μόνη δυνατή περίπτωση είναι το αγαθό να γίνει [217a] φιλικό με αυτό που δεν είναι ούτε κακό ούτε αγαθό, και μόνο με αυτό. ―Αναγκαστικά, καθώς φαίνεται.
Άραγε παιδιά, μπορούμε να βασιστούμε στο συμπέρασμα μας αυτό; Ας πάρουμε για παράδειγμα το σώμα. Όταν είναι γερό δεν έχει απολύτως καμία ανάγκη από ιατρική βοήθεια, λειτουργεί κανονικά και κανένας άνθρωπος, όσο είναι υγιής, δεν γίνεται φίλος του γιατρού για χάρη της υγείας του. Δεν είναι έτσι; ―Κανένας. ―Ο άρρωστος όμως θα γίνει φίλος του γιατρού εξαιτίας της αρρώστιας του. ―Ασφαλώς. [217b] ―Και η αρρώστια, είναι οπωσδήποτε κάτι κακό, ενώ η ιατρική κάτι ωφέλιμο και καλό. ―Ναι. ―Το σώμα όμως καθαυτό δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. ―Πραγματικά. ―Και αναγκάζεται το σώμα να δέχεται και να αγαπάει την ιατρική εξαιτίας της αρρώστιας. ―Μάλιστα. ―Συνεπώς αυτό που δεν είναι ούτε κακό ούτε αγαθό γίνεται φίλο του αγαθού λόγω της παρουσίας κάποιου κακού. ―Έτσι φαίνεται. ―Είναι όμως φανερό, ότι τούτο συμβαίνει πριν η παρουσία του κακού προλάβει και το κάνει κι αυτό το ίδιο κακό. Γιατί αν τύχει να γίνει κακό, [217c] δεν θα μπορεί πια να αισθάνεται επιθυμία και αγάπη για το αγαθό, αφού, όπως έχουμε ήδη πει, το κακό δεν μπορεί να είναι φίλο του αγαθού. ―Πραγματικά είναι αδύνατο. ―Προσέξτε τώρα τί λέω. Υποστηρίζω δηλαδή ότι σε ορισμένες περιπτώσεις που κάποιο πράγμα χαρακτηρίζεται από την παρουσία κάτινος άλλου το πράγμα εκείνο άλλοτε είναι όμοιο με αυτό που υπάρχει μαζί του κι άλλοτε όχι. Όταν λ.χ. αλείψουμε ένα οποιοδήποτε πράγμα με κάποιο χρώμα, αυτό το χρώμα κατά κάποιο τρόπο υπάρχει επάνω στο αντικείμενο που αλείφτηκε. ―Βέβαια. ―Δεν είναι λοιπόν το αντικείμενο αυτό όμοιο ως προς το χρώμα με ό,τι του βάλαμε επάνω του; [217d] ―Δεν καταλαβαίνω τί εννοείς, είπε εκείνος. ―Ας το πω τότε διαφορετικά. Αν αλείψει κάποιος τα ξανθά μαλλιά σου με άσπρη βαφή, τότε τί από τα δυο θα συμβεί: τα μαλλιά σου θα είναι ή θα φαίνονται λευκά; ―Θα φαίνονται, είπε αυτός. ―Κι όμως θα υπάρχει επάνω τους λευκός χρωματισμός. ―Ναι. ―Παρόλο τούτο όμως τα μαλλιά σου δεν θα είναι δυνατό με κανένα τρόπο να χαρακτηριστούν λευκά, αλλά παρά την παρουσία του λευκού χρώματος θα είναι τόσο λίγο λευκά όσο και μαύρα. ―Πραγματικά. ―Όταν όμως φίλε μου έρθουν τα γερατειά και σου τα ασπρίσουν, τότε τα μαλλιά σου θα γίνουν σαν κι αυτό που υπάρχει επάνω τους, δηλαδή λευκά λόγω της παρουσίας [217e] του λευκού χρώματος. ―Ασφαλώς. ―Νά λοιπόν ποιό είναι το ερώτημά μου: Όταν σε κάποιο πράγμα υπάρχει και κάτι άλλο, το πράγμα εκείνο γίνεται όμοιο με αυτό το άλλο; ή εξαρτάται από τον τρόπο της παρουσίας του άλλου, με αποτέλεσμα άλλοτε να είναι όμοιο και άλλοτε όχι; ―Μάλλον το δεύτερο συμβαίνει, είπε. ―Επομένως κι αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό, όταν βρίσκεται μαζί με κάτι κακό, άλλοτε δεν γίνεται και το ίδιο κακό, άλλοτε όμως γίνεται. ―Βέβαια. ―Όταν λοιπόν, παρά την παρουσία κάποιου κακού, δεν έχει γίνει ακόμη κακό, αισθάνεται επιθυμία για το αγαθό ακριβώς λόγω της παρουσίας του κακού. Όταν όμως η παρουσία του κακού έχει αποτέλεσμα να το κάνει και αυτό κακό, χάνει την επιθυμία και την αγάπη για το αγαθό. Γιατί τώρα πια δεν είναι [218a] «ούτε αγαθό ούτε κακό» αλλά κακό. Και, όπως είδαμε, το κακό δεν μπορεί να αισθανθεί φιλία για το αγαθό. ―Πραγματικά δεν μπορεί. ―Γι᾽ αυτό ακριβώς μπορούμε τώρα να πούμε ότι οι σοφοί, είτε θεοί είτε άνθρωποι, δεν αισθάνονται πια φιλία για τη σοφία· όπως επίσης δεν αισθάνονται φιλία γι᾽ αυτήν και όσοι εξαιτίας της μεγάλης αμάθειάς τους, είναι δυνατό να χαρακτηριστούν κακοί. Γιατί πραγματικά, κανένας κακός και αμαθής δεν αγαπά τη σοφία. Μένουν, λοιπόν, μόνο όσοι ενώ έχουν τούτο το κακό, δηλαδή την έλλειψη γνώσεων, ωστόσο δεν έχουν γίνει ακόμη εντελώς αλόγιστοι και [218b] μωροί εξαιτίας του, αλλά εξακολουθούν να έχουν επίγνωση της άγνοιάς τους. Έτσι, λοιπόν, αγάπη για τη σοφία έχουν μόνο όσοι είναι «ούτε αγαθοί ούτε κακοί»· γιατί, καθώς φάνηκε από τη συζήτηση που προηγήθηκε, ούτε το όμοιο μπορεί να είναι φίλο με το όμοιό του ούτε το αντίθετο με το αντίθετό του. Το θυμόσαστε, έτσι δεν είναι; ―Βέβαια, είπαν και οι δύο. ―Επομένως, Λύσι και Μενέξενε, τώρα πια έχουμε βρει ποιό είναι το φιλικό και ποιό δεν είναι: Μπορούμε να πούμε ότι σχετικά και με την ψυχή και με το [218c] σώμα αλλά και γενικά παντού, εκείνο που δεν είναι ούτε κακό ούτε αγαθό είναι φιλικό με το αγαθό εξαιτίας της παρουσίας κάποιου κακού. ―Παντού και πάντοτε, είπαν και οι δύο, και παραδέχτηκαν ότι έτσι έχουν τα πράγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου