Σοὶ δ᾽ εἰ πλούτου θυμὸς ἐέλδεται ἐν φρεσὶ ᾗσιν,
ὧδ᾽ ἔρδειν, καὶ ἔργον ἐπ᾽ ἔργῳ ἐργάζεσθαι.
Πληιάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων
ἄρχεσθ᾽ ἀμήτου, ἀρότοιο δὲ δυσομενάων.
385 αἳ δή τοι νύκτας τε καὶ ἤματα τεσσαράκοντα
κεκρύφαται, αὖτις δὲ περιπλομένου ἐνιαυτοῦ
φαίνονται τὰ πρῶτα χαρασσομένοιο σιδήρου.
οὗτός τοι πεδίων πέλεται νόμος, οἵ τε θαλάσσης
ἐγγύθι ναιετάουσ᾽ οἵ τ᾽ ἄγκεα βησσήεντα
390 πόντου κυμαίνοντος ἀπόπροθι, πίονα χῶρον,
ναίουσιν· γυμνὸν σπείρειν, γυμνὸν δὲ βοωτεῖν,
γυμνὸν δ᾽ ἀμάειν, εἴ χ᾽ ὥρια πάντ᾽ ἐθέλῃσθα
ἔργα κομίζεσθαι Δημήτερος, ὥς τοι ἕκαστα
ὥρι᾽ ἀέξηται, μή πως τὰ μέταζε χατίζων
395 πτώσσῃς ἀλλοτρίους οἴκους καὶ μηδὲν ἀνύσσεις.
ὡς καὶ νῦν ἐπ᾽ ἔμ᾽ ἦλθες· ἐγὼ δέ τοι οὐκ ἐπιδώσω
οὐδ᾽ ἐπιμετρήσω· ἐργάζεο, νήπιε Πέρση,
ἔργα τά τ᾽ ἀνθρώποισι θεοὶ διετεκμήραντο,
μή ποτε σὺν παίδεσσι γυναικί τε θυμὸν ἀχεύων
400 ζητεύῃς βίοτον κατὰ γείτονας, οἳ δ᾽ ἀμελέωσιν.
δὶς μὲν γὰρ καὶ τρὶς τάχα τεύξεαι· ἢν δ᾽ ἔτι λυπῇς,
χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, σὺ δ᾽ ἐτώσια πόλλ᾽ ἀγορεύσεις,
ἀχρεῖος δ᾽ ἔσται ἐπέων νομός. ἀλλά σ᾽ ἄνωγα
φράζεσθαι χρειῶν τε λύσιν λιμοῦ τ᾽ ἀλεωρήν.
***
Αν πλούτο επιθυμεί στα στήθη η καρδιά σου μέσα,
έτσι να κάνεις, και τη μια δουλειά πάνω στην άλλη εργάσου:
σαν ανατέλλουν του Άτλα οι κόρες, οι Πλειάδες,
κάνε αρχή στο θερισμό, στο όργωμα σαν δύουν.
Αυτές νύχτες σαράντα και ημέρες
είναι κρυμμένες και πάλι, όταν τον κύκλο του ο χρόνος συμπληρώνει,
για πρώτη φορά εμφανίζονται όταν ακονίζεται το σίδερο.
Τούτος των πεδιάδων είναι ο νόμος και γι᾽ αυτούς
που κατοικούν στη θάλασσα κοντά μα και για όσους στων δρυμών τις κοιλάδες,
390 μακριά από τα κύματα της θάλασσας, σε τόπο πλούσιο μένουν:
γυμνός να σπέρνεις, γυμνός να οργώνεις,
γυμνός να θερίζεις, αν θες της Δήμητρας τα έργα όλα
στον κατάλληλο καιρό να τα φροντίζεις και το καθετί
ν᾽ αυξάνει στον καιρό του. Μην τύχει και στο μέλλον στερημένος
σε ξένα σπίτια να επαιτείς ζαρώνοντας και να μην καταφέρνεις τίποτα.
Έτσι και τώρα σε μένα ήρθες. Όμως εγώ άλλο δε θα σου δώσω,
ούτε θα σου δανείσω. Δούλευε, ανόητε Πέρση,
τα έργα που οι θεοί όρισαν στους ανθρώπους,
μην τύχει και θλιμμένος στην καρδιά, μαζί με τα παιδιά και τη γυναίκα σου,
400 από τους γείτονες να ζητιανεύεις τ᾽ αναγκαία, εκείνοι όμως να μη νοιάζονται.
Δυο και τρεις φορές μπορεί και κάτι να πετύχεις. Αν όμως κι άλλο ενοχλείς,
τίποτα δε θα καταφέρεις, και λόγια μάταια πολλά θα αγορεύεις:
των λόγων σου το λιβάδι άχρηστο θα ᾽ναι. Μα εγώ σου παραγγέλλω
να σκεφτείς λύση για τις ανάγκες σου και διαφυγή απ᾽ την πείνα.
ὧδ᾽ ἔρδειν, καὶ ἔργον ἐπ᾽ ἔργῳ ἐργάζεσθαι.
Πληιάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων
ἄρχεσθ᾽ ἀμήτου, ἀρότοιο δὲ δυσομενάων.
385 αἳ δή τοι νύκτας τε καὶ ἤματα τεσσαράκοντα
κεκρύφαται, αὖτις δὲ περιπλομένου ἐνιαυτοῦ
φαίνονται τὰ πρῶτα χαρασσομένοιο σιδήρου.
οὗτός τοι πεδίων πέλεται νόμος, οἵ τε θαλάσσης
ἐγγύθι ναιετάουσ᾽ οἵ τ᾽ ἄγκεα βησσήεντα
390 πόντου κυμαίνοντος ἀπόπροθι, πίονα χῶρον,
ναίουσιν· γυμνὸν σπείρειν, γυμνὸν δὲ βοωτεῖν,
γυμνὸν δ᾽ ἀμάειν, εἴ χ᾽ ὥρια πάντ᾽ ἐθέλῃσθα
ἔργα κομίζεσθαι Δημήτερος, ὥς τοι ἕκαστα
ὥρι᾽ ἀέξηται, μή πως τὰ μέταζε χατίζων
395 πτώσσῃς ἀλλοτρίους οἴκους καὶ μηδὲν ἀνύσσεις.
ὡς καὶ νῦν ἐπ᾽ ἔμ᾽ ἦλθες· ἐγὼ δέ τοι οὐκ ἐπιδώσω
οὐδ᾽ ἐπιμετρήσω· ἐργάζεο, νήπιε Πέρση,
ἔργα τά τ᾽ ἀνθρώποισι θεοὶ διετεκμήραντο,
μή ποτε σὺν παίδεσσι γυναικί τε θυμὸν ἀχεύων
400 ζητεύῃς βίοτον κατὰ γείτονας, οἳ δ᾽ ἀμελέωσιν.
δὶς μὲν γὰρ καὶ τρὶς τάχα τεύξεαι· ἢν δ᾽ ἔτι λυπῇς,
χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, σὺ δ᾽ ἐτώσια πόλλ᾽ ἀγορεύσεις,
ἀχρεῖος δ᾽ ἔσται ἐπέων νομός. ἀλλά σ᾽ ἄνωγα
φράζεσθαι χρειῶν τε λύσιν λιμοῦ τ᾽ ἀλεωρήν.
***
Αν πλούτο επιθυμεί στα στήθη η καρδιά σου μέσα,
έτσι να κάνεις, και τη μια δουλειά πάνω στην άλλη εργάσου:
σαν ανατέλλουν του Άτλα οι κόρες, οι Πλειάδες,
κάνε αρχή στο θερισμό, στο όργωμα σαν δύουν.
Αυτές νύχτες σαράντα και ημέρες
είναι κρυμμένες και πάλι, όταν τον κύκλο του ο χρόνος συμπληρώνει,
για πρώτη φορά εμφανίζονται όταν ακονίζεται το σίδερο.
Τούτος των πεδιάδων είναι ο νόμος και γι᾽ αυτούς
που κατοικούν στη θάλασσα κοντά μα και για όσους στων δρυμών τις κοιλάδες,
390 μακριά από τα κύματα της θάλασσας, σε τόπο πλούσιο μένουν:
γυμνός να σπέρνεις, γυμνός να οργώνεις,
γυμνός να θερίζεις, αν θες της Δήμητρας τα έργα όλα
στον κατάλληλο καιρό να τα φροντίζεις και το καθετί
ν᾽ αυξάνει στον καιρό του. Μην τύχει και στο μέλλον στερημένος
σε ξένα σπίτια να επαιτείς ζαρώνοντας και να μην καταφέρνεις τίποτα.
Έτσι και τώρα σε μένα ήρθες. Όμως εγώ άλλο δε θα σου δώσω,
ούτε θα σου δανείσω. Δούλευε, ανόητε Πέρση,
τα έργα που οι θεοί όρισαν στους ανθρώπους,
μην τύχει και θλιμμένος στην καρδιά, μαζί με τα παιδιά και τη γυναίκα σου,
400 από τους γείτονες να ζητιανεύεις τ᾽ αναγκαία, εκείνοι όμως να μη νοιάζονται.
Δυο και τρεις φορές μπορεί και κάτι να πετύχεις. Αν όμως κι άλλο ενοχλείς,
τίποτα δε θα καταφέρεις, και λόγια μάταια πολλά θα αγορεύεις:
των λόγων σου το λιβάδι άχρηστο θα ᾽ναι. Μα εγώ σου παραγγέλλω
να σκεφτείς λύση για τις ανάγκες σου και διαφυγή απ᾽ την πείνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου