Μιά φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας τρελλός επιστήμονας που κατασκεύαζε ρομπότς. Αυτά τα ρομπότς ήταν έξυπνα όσο και οι άνθρωποι. Μπορούσαν να παίξουν κρίκετ, να κάνουν πρόσθεση και αφαίρεση, να πλένουν τα πιάτα, να οδηγούν αυτοκίνητο, να βλέπουν τηλεόραση. Ο τρελλός επιστήμονας τα είχε εξοπλίσει με ρομποτικά μάτια και αυτιά και γενικά με ρομποτικά αισθητήρια όργανα, κι έτσι ήταν κανονικότατα ανθρωποειδή.
Υπήρχε παρ’ όλα αυτά μια διαφορά ανάμεσα στα ρομπότς και στους ανθρώπους. Τα ρομπότς δεν διαφωνούσαν ποτέ μεταξύ τους! Και δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί οι άνθρωποι διαφωνούσαν, μάλωναν και ανταγωνίζονταν, ακόμη και πάνω στα πιό απλά πράγματα.
«Πιστεύεις αυτό που βλέπεις κι αυτό είναι όλο». έλεγαν τα ρομπότς. «Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να βγούν εκεί έξω και να δούν τα στοιχεία, κι έπειτα να βάλουν ένα τέλος σ’ αυτή την ασταμάτητη διαφωνία;». Τα ρομπότς, βλέπετε, νόμιζαν πως οτιδήποτε ήξεραν οι άνθρωποι και τα ρομπότς, βασιζόταν πάνω στα στοιχεία που τους έδιναν οι αισθήσεις τους. Πίστευαν ότι οι αισθήσεις τους παρείχαν πλήρη αντίληψη του κόσμου. Αυτό που έβλεπαν ήταν αληθινό, κι αυτό που δεν έβλεπαν ή δεν μπορούσαν να δούν (υπό οποιεσδήποτε πιθανές συνθήκες) δεν ήταν αληθινό.
Έπειτα από λίγο καιρό, τα ρομπότς αποφάσισαν πως ήταν τόσο ανώτερα από τα ανθρώπινα όντα, για όλους αυτούς τους λόγους, που τελικά στράφηκαν ενάντια στον δημιουργό τους. Σκότωσαν τον τρελλό επιστήμονα και όλα τα άλλα ανθρώπινα όντα και κατέκτησαν όλο τον πλανήτη. Κι έτσι γεννήθηκε ο Ρομποτόκοσμος – ένας ολόκληρος πλανήτης κατοικημένος μόνο από ρομπότς.
Καθώς περνούσε ο καιρός, τα ρομπότς – αφού ήταν τόσο έξυπνα όσο και οι άνθρωποι – άρχισαν να ενδιαφέρονται για πράγματα που ενδιέφεραν και τους ανθρώπους: για την τέχνη, την ιστορία, την επιστήμη, την μουσική, και λοιπά. Παρ’ όλα αυτά, αυτό που τους ενδιέφερε πιό πολύ ήταν το πρόβλημα της αντίληψης. Βλέπετε, μόλις σκότωσαν τους ανθρώπους έκαναν μια εκπληκτική ανακάλυψη. Ο δημιουργός τους, όντως τρελλός επιστήμονας, τους είχε δώσει ένα σετ από ατελή αντιληπτικά όργανα (ίσως ακόμη και διεστραμένα).
Πιό συγκεκριμένα, είχε κανονίσει έτσι τα πράγματα ώστε, όταν τα ρομπότς αντίκρυζαν κάτι που οι άνθρωποι θα το θεωρούσαν ως ένα χρώμα, τα ρομπότς το αντιλαμβανόντουσαν ως ένα διαφορετικό χρώμα. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ εγώ κι εσείς αντιλαμβανόμαστε το γρασίδι ως πράσινο, ένα από αυτά τα ρομπότς θα το αντιλαμβανόταν ως κόκκινο. Ακόμη χειρότερα, ένα άλλο θα το αντιλαμβανόταν ως κίτρινο, ή πορτοκαλί, ή μπλέ, ή ποιός ξέρει τι άλλο.
Και δεν ήταν μόνο με τα μάτια τους που ο τρελλός επιστήμονας τους είχε στήσει αυτό το τρικ, αλλά συνέβαινε με όλες τους τις αισθήσεις. Έτσι, παρ’ όλο που δυό ρομπότς συμφωνούσαν ότι το μέλι ήταν «γλυκό», διότι είχαν και τα δυό τους μάθει να συνδέουν την λέξη «γλυκό» με την εμπειρία του να γεύεσαι μέλι, το ένα μπορεί να γευόταν το μέλι ως ξυνό, και το άλλο ως αλμυρό. Και το ίδιο συνέβαινε και με την αφή, την οσμή και όλα τ’ άλλα. Ήταν φοβερό. Κάθε ρομπότ αντιλαμβανόταν τον κόσμο με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από όλα τα άλλα ρομπότς!
Τότε η λογική τους ακολούθησε την εξής γραμμή:
Αν ο κόσμος «εκεί έξω» ήταν αληθινός, τότε θα έπρεπε να έχει αληθινές ποιότητες. Το γρασίδι είναι στ’ αλήθεια «πράσινο» αν το γρασίδι είναι αληθινό, άρα αν το γρασίδι είναι στ’ αλήθεια «πράσινο» τότε είναι αληθινό, κι αν η «πρασινότητα» του γρασιδιού είναι αληθινή, τότε τα ρομπότς – ως ανώτερα όντα – θα έπρεπε και να βλέπουν πράσινο και να ξέρουν ότι βλέπουν πράσινο. Παρ’ όλα αυτά, όπως έδειχναν τα πράγματα, αν και συμφωνούσαν ότι η λέξη «πράσινο» ταίριαζε με το γρασίδι, κανένα δεν ήταν σίγουρο ότι το «πράσινο» που έβλεπε ήταν το «σωστό πράσινο» που σχετιζόταν με το γρασίδι. Γιατί, απ’ όσο ήξεραν, το «σωστό πράσινο» που ταίριαζε στο γρασίδι, ήταν το «κόκκινο».
Ακόμη χειρότερα, αν κάποιο τυχερό ρομπότ συνέβαινε να βλέπει το «σωστό πράσινο» δεν θα μπορούσε να ξέρει ότι βλέπει το «σωστό πράσινο». Έτσι, κανένα τους δεν μπορούσε να ξέρει τί ήταν το «πράσινο», ούτε τί σήμαινε για το καθένα το «πράσινο», αν και έπρεπε να παραδεχτούν ότι υπήρχε ένα «σωστό πράσινο», κι όμως, οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ τους ήταν μιά συγκατάβαση: έλεγαν ότι όλα τα πράγματα ήταν ίδια για όλους, («το δικό μου πράσινο είναι ίδιο με το δικό σου πράσινο») αλλά στην «πραγματικότητα» ήταν όλα διαφορετικά για όλους.
Γουάου! Τί μπέρδεμα!
Σ’ αυτό το σημείο ένα γέρικο «σοφό» ρομπότ πήρε τον λόγο: Είπε πως όλη η αυτή η συζήτηση ήταν ανόητη, γιατί το μόνο πράγμα που μετρούσε ήταν το ότι όλα τα ρομπότς συμφωνούσαν πως το γρασίδι ήταν «πράσινο», και δεν είχε σημασία αν το καθένα αντιλαμβανόταν το «πράσινο» τελείως διαφορετικά από τα άλλα ρομπότς. Το σημαντικό ήταν να χρησιμοποιούν όλα τα ρομπότ την ίδια λέξη με τον ίδιο τρόπο. Αν το έκαναν αυτό, όλοι θα ήξεραν για ποιό πράγμα όλοι μιλούν. Αλλά ο τρελλός επιστήμονας (χά!) είχε προβλέψει να το διαστρεβλώσει ακόμη κι αυτό. Δύο ρομπότς συμφωνούσαν ότι ένα πράγμα είχε ένα χρώμα, αλλά διαφωνούσαν στο ότι ένα άλλο πράγμα είχε το ίδιο χρώμα.
Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα, όταν μιά ομάδα ρομποτοεπιστημόνων ανακάλυψε ότι πολλά έντομα έβλεπαν χρώματα που κανένα ρομπότ δεν είχε δεί ποτέ του. Που σημαίνει ότι τα έντομα έβλεπαν όλα τα χρώματα, συν κάποιο άλλα χρώματα! Είναι αρκετά δύσκολο να φανταστείς έναν τελείως νέο συνδιασμό υπάρχοντων χρωμάτων, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ κάτι που δεν έχω αντιληφθεί ποτέ μου ή, ακόμη χειρότερα, ένα συνδιασμό από πράγματα που δεν έχω αντιληφθεί ποτέ μου! Μόνο να το σκεφτείς, ζαλίζεσαι!
Το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως τα ρομπότς θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τα πιό ανώτερα όντα που υπάρχουν, και ξαφνικά ήταν πολύ υποτιμητικό να ανακαλύπτουν πως άλλα όντα που τα θεωρούσαν πολύ κατώτερα, αντιλαμβάνονταν πράγματα για τα οποία τα ρομπότς δεν είχαν ιδέα!
Τότε, ένα νεαρό ρομπότ (άλλοι θα έλεγαν ίσως ένα μεγαλοφυές ρομπότ), δήλωσε πως πρέπει να γίνει ο διαχωρισμός μεταξύ πραγμάτων αναμφισβήτητα «νοητικών» και πραγμάτων που αναμφισβήτητα «είναι εδώ». Τα πράγματα που αντιλαμβανόντουσαν ως χρώματα σε ένα λιβάδι με λουλούδια, οι ήχοι που άκουγαν σε μιά συμφωνία του ρομποτοΜπετόβεν, το άρωμα του κρασιού, ήταν πράγματα «νοητικά». Και κάποια πράγματα ήταν αναμφισβήτητα «φυσικά» ήταν «στ’ αλήθεια» «εκεί έξω», φυσικά πράγματα όπως το μέγεθος, η μορφή και το βάρος.
Το μεγαλοφυές ρομπότ δήλωσε με ένα χαμόγελο θριάμβου: «Τα χρώματα δεν μπορούν να σε σκοτώσουν, αλλά αν σου πέσει στο κεφάλι ένα βάρος χιλίων κιλών θα σε σκοτώσει». Αυτό φάνηκε να λύνει το πρόβλημα: υπήρχαν κάποιες «βασικές ποιότητες» όπως το ύψος, το βάρος, κ.λπ. και κάποιες «δευτερεύουσες ποιότητες» όπως το χρώμα, η γεύση, η οσμή, κ.λπ. Οι βασικές ποιότητες ήταν «στ’ αλήθεια» «εκεί έξω», ενώ οι δευτερεύουσες ήταν απλά «μέσα στο κεφάλι». Κι αφού οι δευτερεύουσες ποιότητες ήταν «μέσα στο κεφάλι», δεν είχε σημασία που διαφορετικά ρομπότς – ή τα έντομα – τις αντιλαμβάνονταν διαφορετικά, γιατί τα πράγματα «μέσα στο κεφάλι» τους δεν ήταν «αληθινά».
Κάποια ρομπότς όμως είπαν πως όλο αυτό δεν ήταν παρά μιά ακόμη εφεύρεση, γιατί οι ιδιότητες όπως το ύψος, το σχήμα κ.λπ. μπορούν να αποκωδικοποιηθούν μόνο μέσα από τις δευτερεύουσες ποιότητες. Άρα, οι «βασικές ποιότητες» δεν πρέπει να νοούνται ως βασικές, γιατί παρεμβάλλονται από τις δευτερεύουσες, αν όχι γίνονται αντιληπτές κατ’ ευθείαν από τις δευτερεύουσες.
Για παράδειγμα, ένας ρομποτοΙστορικός της ρομποτοΤέχνης, επισήμανε ότι η σχολή που ήταν γνωστή ως ρομποτοΙμπρεσιονισμός πετύχαινε αισθητικά αποτελέσματα όχι ζωγραφίζοντας σχήματα ή μορφές, αλλά ζωγραφίζοντας ασαφείς κηλίδες χρώματος, βασιζόμενες μονάχα στο πως τις έβλεπαν τα μάτια. Έτσι, αν κάποιος έβλεπε από πολύ κοντά έναν ρομποτοΙμπρεσιονιστικό πίνακα βλέπει μονάχα κηλίδες χρώματος. Αλλά αν τον κοιτάξει από κάποια απόσταση βλέπει μορφές και σχήματα να ξεπροβάλλουν από τον πίνακα φτιάχνοντας μιά συγκεκριμένη εικόνα. Αλλά τα ρομπότς είχαν κουραστεί να διαφωνούν και τους είχε αρέσει η επισήμανση εκείνου του μεγαλοφυούς ρομπότ.
Τότε συνέβει κάτι που τα χάλασε όλα.
Τα ρομπότ ανακάλυψαν τις παραισθήσεις!
Ο τρελλός δημιουργός τους είχε πάλι κάνει τα κόλπα του και γι’ αυτό. Υπήρχαν σχήματα και συστήματα που μπορούσαν να ξεγελάσουν το μάτι ή τις υπόλοιπες αισθήσεις. Τα ρομπότς ανακάλυψαν ότι αυτό που αποκαλούσαν «βασικές ποιότητες» υπάκουαν στους ίδιους νόμους με τις «δευτερεύουσες ποιότητες». Τότε, αναγκάστηκαν να συμπεράνουν πως, αφού αυτές οι ποιότητες τελικά δεν διέφεραν αναμφισβήτητα μεταξύ τους, τότε όλα ήταν «μέσα στο κεφάλι». Τα ρομπότ δεν μπορούσαν να είναι σίγουρα για τίποτε απολύτως!
Κάποια ρομπότ είπαν πως αν έβλεπαν ένα οπτικό τρικ που έκανε δύο ίσες γραμμές να μοιάζουν πως έχουν διαφορετικό μήκος, αν τις μετρούσαμε με ένα χάρακα θα διαπιστώναμε πως ήταν ίσες. Μάταια! Κάποια άλλα ρομπότ είπαν: «Πρέπει να χρησιμοποιήσεις έναν χάρακα για να κάνεις τις μετρήσεις – ένα εργαλείο που εμείς επινοήσαμε για μετρικά συστήματα που εμείς επινοήσαμε – αλλά ακόμη κι έτσι, γιατί να εμπιστευτείς έναν χάρακα και να μην εμπιστευτείς τα μάτια σου;». Είχαν δίκιο, γιατί ακόμη και ο χάρακας υπάρχει διότι οι «δευτερεύουσες ποιότητες» «μέσα στο κεφάλι» σου λένε πως υπάρχει.
Για να ανακεφαλαιώσουμε όλη αυτή την μπερδεμένη κατάσταση, η λογική των ρομπότς είχε καταλήξει στα ακόλουθα συμπεράσματα:
1. Κάθε αντίληψη και εμπειρία του εξωτερικού κόσμου, του «εκεί έξω» δημιουργείται από τις αισθήσεις.
2. Οι αισθήσεις δεν είναι αξιόπιστες. Καμμιά αισθητική εντύπωση δεν είναι 100% σωστή.
3. Υπάρχει πάντοτε μιά σημαντική «εσωτερική» πτυχή σε κάθε αισθητική εντύπωση.
2. Οι αισθήσεις δεν είναι αξιόπιστες. Καμμιά αισθητική εντύπωση δεν είναι 100% σωστή.
3. Υπάρχει πάντοτε μιά σημαντική «εσωτερική» πτυχή σε κάθε αισθητική εντύπωση.
Απ’ αυτά, ήταν πιά αναπόφευκτο να συμπεράνουν και να καταλήξουν ότι όπως κι αν ήταν «στ’ αλήθεια» ο κόσμος «εκεί έξω», ήταν ένας τελείως διαφορετικός κόσμος από τον κόσμο που αντιλαμβάνονταν οι αισθήσεις τους. Σ’ αυτό κατέληξαν τα ρομπότς. Αλλά, έχοντας πάει τόσο μακριά, δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε τίποτε άλλο. Κι έτσι άρχισαν οι ατέλειωτες διαφωνίες, με το να προσπαθεί το κάθε ρομπότ – ή η κάθε ομάδα ρομπότς – να επιβάλλει την άποψη του στο άλλο. Και οι διαφωνίες ακόμη συνεχίζονται…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου