ΑΚΤΑΙΩΝ
(ελάφι)
Για τον Ακταίωνα παραδίδεται η ιστορία της μεταμόρφωσής του σε ελάφι και του θανάτου που τον προκάλεσαν είτε ο Δίας είτε η Άρτεμη. Ο Απολλόδωρος παραδίδει την ιστορία και στις δύο εκδοχές:
Από την Αυτονόη [κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας] και τον Αρισταίο γεννήθηκε ένας γιος, ο Ακταίωνας, ο οποίος ανατράφηκε από τον Χείρωνα που του δίδαξε την τέχνη του κυνηγιού* [οι Νύμφες τον αποκαλούσαν «Αγραίο» (του αγρού) και «Νόμιο» (=βοσκό) και του δίδαξαν την καλλιέργεια της ελιάς, την παρασκευή του τυριού και τη μελισσοκομική τέχνη]· αργότερα όμως κατασπαράχθηκε στον Κιθαιρώνα από τα ίδια του τα σκυλιά. Και αυτός πέθανε με αυτόν τον τρόπο, όπως τουλάχιστον παραδίδει ο Ακουσίλαος, επειδή προκάλεσε την οργή του Δία, καθώς επιδίωξε την αγάπη της Σεμέλης, οι περισσότεροι όμως λένε ότι πέθανε επειδή είδε την Άρτεμη να παίρνει το λουτρό** της. Και λένε ότι η θεά άλλαξε αμέσως τη μορφή του σε ελαφιού και τα πενήντα σκυλιά του που τον ακολουθούσαν στο κυνήγι τα έκανε να λυσσάξουν. Και αυτά τον κατασπάραξαν*** χωρίς να τον αναγνωρίσουν. Όταν πέθανε ο Ακταίωνας, τα σκυλιά άρχισαν ν' αναζητούν τον κύριό τους και να ουρλιάζουν, και ψάχνοντάς τον έφτασαν στη σπηλιά του Χείρωνα που έφτιαξε ένα ομοίωμα του Ακταίωνα και μ' αυτό καταπράυνε τη λύπη τους. [Τα ονόματα των σκυλιών του Ακταίωνα από τα … έτσι
στάθηκαν λοιπόν γύρω από τ' όμορφο κορμί του, σαν να 'ταν αγρίμι,
το κατασπάραξαν οι σκύλοι οι ρωμαλέοι. Πρώτη πρώτη εκεί κοντά η Άρκενα
… ύστερα απ' αυτήν τα θεριωμένα της παιδιά
ο Λυκγέας και ο Βαλίος, ξακουστός στα πόδια, και ο [η] Αμάρυνθος
Αυτοί που έναν έναν με το όνομά τους όλο τους εφώναζε·
και πέθανε ο Ακταίωνας, γιατί το θέλησε ο Δίας.
Πρώτοι ήπιαν το μαύρο αίμα του αφέντη τους
Ο Σπαρτός και ο Ώμαγρος και ο γοργοπόδαρος Βορής.
Και πρώτοι έφαγαν κομμάτια από τη σάρκα του Ακταίωνα και έγλειψαν το
αίμα του.
Αχόρταγοι κατόπιν χύμηξαν οι άλλοι πίσω τους.
Ανακούφιση στους αφόρητους πόνους των ανθρώπων.]
(Απολλόδωρος 3.30-32)
Παραδίδεται ακόμη ότι ένα από τα πενήντα σκυλιά του Ακταίωνα ονομαζόταν Αύρα.
Η ιστορία του Ακταίωνα παρουσιάζει δομικές αναλογίες με ιστορίες άλλων. Καταρχάς μοιράζεται την ίδια μοίρα με τον ξάδελφό του Πενθέα: και οι δύο διαμελίζονται, ο πρώτος από τα σκυλιά του, ο δεύτερος από τις «σκύλες» μαινάδες· και τα δυο επεισόδια διαδραματίζονται σε περιβάλλοντα εκτός της πόλεως, στη φύση, όπου συνήθως συντελούνται ανατροπές των συνηθισμένων κοινωνικών συμπεριφορών, κυρίως από γυναίκες (Μαινάδες) αλλά και από άνδρες (Λυκούργος, Πενθέας κ.ά). Ακταίων και Τειρεσίας τιμωρούνται σε υγρά περιβάλλοντα για τον ίδιο λόγο -είδαν άθελά τους θεές να παίρνουν το λουτρό τους-, ενώ και ο Νάρκισσος εγκλωβίζεται στο υγρό περιβάλλον του χειμάρρου Δονακώνα, όπου αυτοθαμάζεται. Ο Παυσανίας μαρτυρεί ότι στη Βοιωτία, στον δρόμο για τα Μέγαρα, έδειχναν μια πηγή στην οποία ο Ακταίων είδε την Άρτεμη να λούζεται (Παυσ., 9.2.3).
Τον μύθο του Ακταίωνα αναφέρει και ο Παλαίφατος στο έργο του De Incredibilibus (4ος αι. π.Χ.) υποστηρίζοντας ότι ο Ακταίωνας δεν καταβροχθίστηκε καθόλου από τα σκυλιά του, αλλά καταστράφηκε από χρέη που είχαν ανακύψει από τα πολυτελή του κυνήγια. O Giordano Bruno, στον ψευδοπλατωνικό διάλογο Περί ηρωικού ενθουσιασμού (1585) ερμήνευσε τον μύθο της Άρτεμης και του Ακταίωνα αλληγορικά, αποδίδοντας μεγαλύτερη αξιοπρέπεια στην ύλη και υποστηρίζοντας ότι ο ηρωικός εραστής θα πρέπει πρόθυμα να δέχεται τη μοίρα του Ακταίωνα, να υφίσταται δηλαδή τον θάνατο που στην ουσία είναι αρχή ζωής, αφού αποτελεί την προϋπόθεση για την ταύτισή του με την Άρτεμη. Ο Bruno αντιδιαστέλλει τον κιρκικό, και επικρατούντα, τύπο γυναίκας προς τη γυναίκα τύπου Άρτεμης, που συσχετίζεται με την ανώτερη πλευρά της κοσμικής ψυχής. H διαφορά βέβαια ανάμεσα στον Παλαίφατο και τον Bruno είναι σαφής: για τον Παλαίφατο ο μύθος του Ακταίωνα λειτουργεί ως μια ηθική, όχι φυσική, αλληγορία.
Στην αναγεννησιακή τέχνη ο μύθος αξιοποιήθηκε από τους καλλιτέχνες σαν αφορμή και πρόσχημα για να δημιουργήσουν πίνακες υπαινικτικούς για σχέσεις ομοφυλοφιλικές, ηδονοβλεπτικούς αλλά και ηθικούς-διδακτικούς για τους κινδύνους που προκύπτουν από την ηδονοβλεψία, για το τι μπορεί να πάθει ένας γενναίος άνδρας βλέποντας μια γυμνή γυναίκα, καθώς αφήνεται να παρασυρθεί από ταπεινά πάθη.
------------------------
*Ο Ακταίων κυνηγός
«Όλα μας πήγαν σήμερα καλά, συντρόφοι μου, σαΐτες και κοντάρια,
τα δίχτυα, τα δοκάνια, οι παγανιές μουσκέψανε στων αγριμιών το αίμα.
Πρωί-πρωί, χαράματα γλυκά, με τις δροσιές της ρόδινης Αυγούλας
πιάνουμε το μεράκι μας ξανά. Τώρα μεσουρανεί ο Φοίβος ήλιος,
το μεσημέρι λαύρα και φωτιά, πυρώνει και αχνίζει γύρω ο τόπος.
Τέρμα προσώρας τούτη η δουλειά, μαζέψτε τα σφιχτόπλεχτά μας δίχτυα».
(Οβ., Μετ. 3. 148-153)
**Το λουτρό της Άρτεμης
Από δεξιά μια γάργαρη πηγή ανάβλυζε νεράκι που η συρμή του
κελάρυζε σε λάκκωμα πλατύ ζωσμένο ένα γύρο από γρασίδι.
Εδώ το 'χε συνήθειο η θεά των ρουμανιών, κατάκοπη απ' τη θήρα,
το άχραντο παρθενικό κορμί να λούζει στο κρυστάλλινο το νάμα.
Έφτασε, όπως πάντα, στην πηγή. Έδωσε ευθύς σε μιαν από τις νύμφες,
υπεύθυνη για την αραματωσιά, το δόρυ, τη φαρέτρα και το τόξο.
Απόθεσε το πέπλο της μετά στο απλωμένο μπράτσο κάποιας άλλης,
της λύσαν τα σαντάλια άλλες δυο, και η Κροκάλη, απ' όλες τους πιο άξια,
της Άρτεμης την κόμη που λυτή σκορπίζονταν στους ώμους και την πλάτη
τη μάζεψε σε κότσο - τα μαλλιά της ίδιας της Κροκάλης ήταν σκόρπια.
(Οβ., Μετ. 3. 161-170)
***Ο σπαραγμός του Ακταίωνα
Εκείνος [ο Ακταίων] τρέχει - θήραμα εκεί που κάποτε ο ίδιος κυνηγούσε,
πασχίζει να γλιτώσει απ' τα σκυλιά που κάποτε τον ήξεραν αφέντη.
Θέλει να τους φωνάξει «είμαι εγώ! γνωρίστε τον αφέντη σας! ο Ακταίων!»·
μα του λείπει η μιλιά, κι εκείνα ν' αλυχτάνε μες στ' αφτιά του.
Ο Μαυρομάλλης πήρε την πρωτιά και έμπηξε τα δόντια του στη ράχη,
του χύμηξε κατόπιν ο Φονιάς, στον ώμο του καρφώθηκε ο Βουνίτης.
όλα μαζί δαγκώνουν το κορμί του -
αδάγκωτη δεν έμεινε μεριά. Βογγάει αυτός· δεν έλεγες πως είναι
ανθρώπινο αυτό το βογγητό, κι ωστόσο δε βογγούσε σαν ελάφι·
στις ράχες που τις γνώριζε καλά αντιλαλούσε το παράπονό του,
πεσμένος με τα γόνατα στη γης, σαν κάποιος που προσεύχονταν, ικέτης,
γυρόφερνε το βλέμμα σιωπηλά λες κι άπλωνε τα χέρια στον εχθρό του.
(Οβ., Μετ. 3. 228-241)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου