Τετάρτη 3 Ιουλίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Νεφέλαι (700-756)

700 ΧΟ. φρόντιζε δὴ καὶ διάθρει πάντα τρόπον τε σαυτὸν [στρ.]
στρόβει πυκνώσας.
ταχὺς δ᾽, ὅταν εἰς ἄπορον πέσῃς,
ἐπ᾽ ἄλλο πήδα
705 νόημα φρενός· ὕπνος δ᾽ ἀπέστω γλυκύθυμος ὀμμάτων.

ΣΤ. ἀτταταῖ ἀτταταῖ.
ΧΟ. τί πάσχεις; τί κάμνεις;
ΣΤ. ἀπόλλυμαι δείλαιος· ἐκ τοῦ σκίμποδος
710 δάκνουσί μ᾽ ἐξέρποντες οἱ Κορ—ίνθιοι,
καὶ τὰς πλευρὰς δαρδάπτουσιν
καὶ τὴν ψυχὴν ἐκπίνουσιν
καὶ τοὺς ὄρχεις ἐξέλκουσιν
καὶ τὸν πρωκτὸν διορύττουσιν,
715 καί μ᾽ ἀπολοῦσιν.
ΧΟ. μή νυν βαρέως ἄλγει λίαν.
ΣΤ. καὶ πῶς; ὅτε μου
φροῦδα τὰ χρήματα, φρούδη χροιά,
φρούδη ψυχή, φρούδη δ᾽ ἐμβάς·
720 καὶ πρὸς τούτοις ἔτι τοῖσι κακοῖς
φρουρᾶς ᾄδων
ὀλίγου φροῦδος γεγένημαι.

ΣΩ. οὗτος, τί ποιεῖς; οὐχὶ φροντίζεις; ΣΤ. ἐγώ;
νὴ τὸν Ποσειδῶ. ΣΩ. καὶ τί δῆτ᾽ ἐφρόντισας;
725 ΣΤ. ὑπὸ τῶν κόρεων εἴ μού τι περιλειφθήσεται.
ΣΩ. ἀπολεῖ κάκιστ᾽. ΣΤ. ἀλλ᾽, ὦγάθ᾽, ἀπόλωλ᾽ ἀρτίως.
ΣΩ. οὐ μαλθακιστέ᾽, ἀλλὰ περικαλυπτέα·
ἐξευρετέος γὰρ νοῦς ἀποστερητικός
κἀπαιόλημ᾽. ΣΤ. οἴμοι, τίς ἂν δῆτ᾽ ἐπιβάλοι
730 ἐξ ἀρνακίδων γνώμην ἀποστερητρίδα;
ΣΩ. φέρε νυν, ἀθρήσω πρῶτον, ὅ τι δρᾷ, τουτονί.
οὗτος, καθεύδεις; ΣΤ. μὰ τὸν Ἀπόλλω ᾽γὼ μὲν οὔ.
ΣΩ. ἔχεις τι; ΣΤ. μὰ Δί᾽ οὐ δῆτ᾽ ἔγωγ᾽. ΣΩ. οὐδὲν πάνυ;
ΣΤ. οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ.
735 ΣΩ. οὐκ ἐγκαλυψάμενος ταχέως τι φροντιεῖς;
ΣΤ. περὶ τοῦ; σὺ γάρ μοι τοῦτο φράσον, ὦ Σώκρατες.
ΣΩ. αὐτὸς ὅ τι βούλει πρῶτος ἐξευρὼν λέγε.
ΣΤ. ἀκήκοας μυριάκις ἁγὼ βούλομαι,
περὶ τῶν τόκων, ὅπως ἂν ἀποδῶ μηδενί.
740 ΣΩ. ἴθι νυν, καλύπτου καὶ σχάσας τὴν φροντίδα
λεπτὴν κατὰ μικρὸν περιφρόνει τὰ πράγματα,
ὀρθῶς διαιρῶν καὶ σκοπῶν. ΣΤ. οἴμοι τάλας.
ΣΩ. ἔχ᾽ ἀτρέμα· κἂν ἀπορῇς τι τῶν νοημάτων,
ἀφεὶς ἄπελθε· κᾆτα τῇ γνώμῃ πάλιν
745 κίνησον αὖθις, αὐτὸ καὶ ζυγώθρισον.
ΣΤ. ὦ Σωκρατίδιον φίλτατον. ΣΩ. τί, ὦ γέρον;
ΣΤ. ἔχω τόκου γνώμην ἀποστερητικήν.
ΣΩ. ἐπίδειξον αὐτήν. ΣΤ. εἰπὲ δή νύν μοι— ΣΩ. τὸ τί;
ΣΤ. γυναῖκα φαρμακίδ᾽ εἰ πριάμενος Θετταλὴν
750 καθέλοιμι νύκτωρ τὴν σελήνην, εἶτα δὲ
αὐτὴν καθείρξαιμ᾽ εἰς λοφεῖον στρογγύλον,
ὥσπερ κάτροπτον, κᾆτα τηροίην ἔχων—
ΣΩ. τί δῆτα τοῦτ᾽ ἂν ὠφελήσειέν σ᾽; ΣΤ. ὅ τι;
εἰ μηκέτ᾽ ἀνατέλλοι σελήνη μηδαμοῦ,
755 οὐκ ἂν ἀποδοίην τοὺς τόκους. ΣΩ. ὁτιὴ τί δή;
ΣΤ. ὁτιὴ κατὰ μῆνα τἀργύριον δανείζεται.

***
700 ΧΟΡ. Ερεύνα, εξέταζε βαθιά, μαζέψου στον εαυτό σου,
γύρν᾽ από δω, γύρν᾽ από κει,
κι όταν σκοντάψεις πουθενά,
πήδησε σ᾽ άλλο λογισμό
γοργά, και ο ύπνος ο γλυκός μακριά απ᾽ τα βλέφαρά σου.

ΣΤΡ. Συφορά, συφορά!
ΧΟΡ. Τί έχεις, τί έπαθες; Πού σε πονεί;
ΣΤΡ. Χάθηκα ο δόλιος· βγαίνουν απ᾽ το στρώμα
710 και με τσιμπούν, με διώχνουν οι... Κορίνθιοι,
και μου τρων αρπαχτά τα πλευρά,
μου ρουφούν τη ζωή,
μου τραβούν, ξεκολλούν τ᾽ αχαμνά,
κι από πίσω με σκάβουν, κι οϊμέ
θα με φάνε.
ΧΟΡ. Μην το παίρνεις και τόσο βαριά.
ΣΤΡ. Πώς μπορώ;
Και το χρήμα μου πάει και το χρώμα μου, αλί,
δε μου μένει ζωή, δε μου μένει παπούτσι· κοντά
720 σ᾽ όλ᾽ αυτά τα δεινά
θρηνερό τραγουδώντας σκοπό
πάω χαμένος κι ο ίδιος.

ΣΩΚ., ξαναβγαίνοντας από το σπουδαστήριο και πλησιάζοντας στο ντιβάνι.
Ε συ, τί κάνεις; Μελετάς; ΣΤΡ. Και βέβαια.
ΣΩΚ. Και τί έχεις μελετήσει; ΣΤΡ. Αν οι κορέοι
θ᾽ αφήσουν και κανένα ψίχουλό μου.
ΣΩΚ. Θα πας χαμένος. ΣΤΡ. Τώρα! Πήγα κιόλας.
ΣΩΚ. Σκεπάσου, κουκουλώσου, μη δειλιάζεις·
πρέπει ένα κόλπο νά ᾽βρεις, κάποια ιδέα
των χρεών αρνητική. ΣΤΡ. Ποιός θα μου ρίξει
730 προβιά απ᾽ αρνί, που αρνήτρα γνώμη δίνει;
ΣΩΚ., που είχε για μια στιγμή απομακρυνθεί, ξαναπλησιάζει.
Ας ρίξω μια ματιά, να δω τί κάνει.
Κοιμάσαι; Ε συ! ΣΤΡ. Μά τον Απόλλωνα, όχι.
ΣΩΚ. Έπιασες κάτι. ΣΤΡ. Τίποτα. ΣΩΚ. Ούτε τόσο;
ΣΤΡ. Νά, το δεξί μου μόνο κάτι πιάνει.
ΣΩΚ. Έλα, σκεπάσου αμέσως και μελέτα.
ΣΤΡ. Σαν τί; Σωκράτη, δώσ᾽ μου εσύ το θέμα.
ΣΩΚ. Εσύ, ό,τι θέλεις, σκέψου το και πες μου.
ΣΤΡ. Χίλιες φορές σου το ᾽χω πει τί θέλω·
να μην πληρώνω τόκους σε κανένα.
740 ΣΩΚ. Λοιπόν σκεπάσου, μοίρασε το νου σου
σε ψιλούτσικα μέρη, κι έτσι ολούθε
μεθοδικά το πράγμα ερεύνα, ως πρέπει
διαιρώντας το κι εξετάζοντάς το. ΣΤΡ. Αλί μου!
ΣΩΚ. Ήσυχα· κι αν σ᾽ ένα σημείο σκοντάψεις,
παράτα το, κι αργότερα το νου σου
φέρ᾽ τον ξανά σ᾽ αυτό και ζύγισέ το.
Μικρή διακοπή.
ΣΤΡ. Γλυκό μου Σωκρατάκι. ΣΩΚ. Τί είναι γέρο;
ΣΤΡ. Κρατώ μια ιδέα του τόκου εξολοθρεύτρα.
ΣΩΚ. Για δείξ᾽ τη. ΣΤΡ. Πες μου… ΣΩΚ. Τί; ΣΤΡ. Μια Θεσσαλή
μάγισσ᾽ αν αγοράσω και τη βάλω
750 να κατεβάσει νύχτα το φεγγάρι
και σε στρογγυλή το κλείσω θήκη,
σαν καθρέφτη, και μέσα το φυλάω…
ΣΩΚ. Σε τί θα σ᾽ ωφελήσει αυτό; ΣΤΡ. Σε τί;
Μα αν δεν προβάλει πουθενά φεγγάρι,
δε θα πληρώσω τόκους. ΣΩΚ. Ποιός ο λόγος;
ΣΤΡ. Πληρώνεις τόκο, σαν αλλάζει ο μήνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου