Σε έχω δει που βιάζεσαι. Το πρόσωπό σου είναι συνήθως αγχωμένο και το σώμα σου αντιδρά σπασμωδικά. Το χαμόγελό σου, όχι ψεύτικο, αλλά βεβιασμένο. Και το βλέμμα σου στα χαμένα. Κάπου θες να πας. Κάπου να πας. Αρκεί να γίνει γρήγορα.
Στις τράπεζες, στις στάσεις του τρένου, στην ουρά για τον καφέ, ο χρόνος σού φαίνεται πως κυλά μαρτυρικά αργά. Το πόδι σου χτυπά ρυθμικά το πάτωμα και αδημονείς πάντα. Ξεφυσάς. Και σπρώχνεις με την ανάσα σου πιο γρήγορα τις στιγμές. Να φύγουν. «Να προχωράμε. Να τελειώνουμε» λες.
Το φαγητό σου είναι γρήγορο. Ο καφές σου επίσης. Στα πεταχτά, τα τηλεφωνήματα σε γνωστούς και φίλους. Στα πεταχτά και τα φιλιά. Κοιτάς. Και δε βλέπεις.
Κοιτάς συνήθως εκεί που περπατάς. Όχι εκεί που θες να πας. Και το κεφάλι μένει σκυμμένο. Υποταγμένο. Και συνήθως βαρυγκωμάς και βρίζεις. Τις στιγμές. Που δεν προχωράνε για να πάμε παρακάτω.
Εναντίον σου τα νούμερα του ρολογιού, εναντίον σου και το μποτιλιάρισμα στους δρόμους. Νούμερα και δείκτες συνωμοτούν εναντίον σου και τα λεπτά δεν περνούν. Ή περνούν πολύ γρήγορα. Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος σου. Δεν είναι σύμμαχός σου. Δεν ήταν ποτέ κανενός. Και κανείς δεν τον συμπάθησε. Για τον ίδιο λόγο.
Αλλά μια μέρα, στο φανάρι σε είδα σκεφτικό. Νομίζω είδα μία ελπίδα να πετιέται από τα μάτια σου. Γιατί είχες τον χρόνο να σκεφτείς, όσο το φανάρι δεν άναβε πράσινο. Όσο νόμιζες πως μένεις στάσιμος σε ένα κομμάτι του δρόμου, είχες τον χρόνο να παρατηρήσεις τα δέντρα. Τους ανθρώπους. Τη θάλασσα. Τα κτίρια.
Είχες τον χρόνο να μιλήσεις στο τηλέφωνο. Είχες τον χρόνο όλο δικό σου. Χαμογέλασες, κι εγώ μαζί σου, γιατί κάπου εκεί κατάλαβες ότι χρόνος είναι οι στιγμές που αξιοποιείς. Όχι αυτές που φεύγουν νεκρές και άδειες. Μην τον ψέγεις τον χρόνο και μη βιάζεσαι. Κάτι μαθαίνεις όσο τα κόκκινα φανάρια σε κρατάνε στο ρελαντί.
Στις τράπεζες, στις στάσεις του τρένου, στην ουρά για τον καφέ, ο χρόνος σού φαίνεται πως κυλά μαρτυρικά αργά. Το πόδι σου χτυπά ρυθμικά το πάτωμα και αδημονείς πάντα. Ξεφυσάς. Και σπρώχνεις με την ανάσα σου πιο γρήγορα τις στιγμές. Να φύγουν. «Να προχωράμε. Να τελειώνουμε» λες.
Το φαγητό σου είναι γρήγορο. Ο καφές σου επίσης. Στα πεταχτά, τα τηλεφωνήματα σε γνωστούς και φίλους. Στα πεταχτά και τα φιλιά. Κοιτάς. Και δε βλέπεις.
Κοιτάς συνήθως εκεί που περπατάς. Όχι εκεί που θες να πας. Και το κεφάλι μένει σκυμμένο. Υποταγμένο. Και συνήθως βαρυγκωμάς και βρίζεις. Τις στιγμές. Που δεν προχωράνε για να πάμε παρακάτω.
Εναντίον σου τα νούμερα του ρολογιού, εναντίον σου και το μποτιλιάρισμα στους δρόμους. Νούμερα και δείκτες συνωμοτούν εναντίον σου και τα λεπτά δεν περνούν. Ή περνούν πολύ γρήγορα. Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος σου. Δεν είναι σύμμαχός σου. Δεν ήταν ποτέ κανενός. Και κανείς δεν τον συμπάθησε. Για τον ίδιο λόγο.
Αλλά μια μέρα, στο φανάρι σε είδα σκεφτικό. Νομίζω είδα μία ελπίδα να πετιέται από τα μάτια σου. Γιατί είχες τον χρόνο να σκεφτείς, όσο το φανάρι δεν άναβε πράσινο. Όσο νόμιζες πως μένεις στάσιμος σε ένα κομμάτι του δρόμου, είχες τον χρόνο να παρατηρήσεις τα δέντρα. Τους ανθρώπους. Τη θάλασσα. Τα κτίρια.
Είχες τον χρόνο να μιλήσεις στο τηλέφωνο. Είχες τον χρόνο όλο δικό σου. Χαμογέλασες, κι εγώ μαζί σου, γιατί κάπου εκεί κατάλαβες ότι χρόνος είναι οι στιγμές που αξιοποιείς. Όχι αυτές που φεύγουν νεκρές και άδειες. Μην τον ψέγεις τον χρόνο και μη βιάζεσαι. Κάτι μαθαίνεις όσο τα κόκκινα φανάρια σε κρατάνε στο ρελαντί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου