Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Ρητορεία και ρητορική: Η θεωρία των στάσεων

Η συγκεκριμένη θεωρία, εισηγητής της οποίας ήταν ο Ερμαγόρας από την Τήμνο της Αιολίδας (β΄ μισό του 2ου αι. π.Χ.), επικουρεί το πρώτο από τα ἔργα τοῦ ῥήτορος, την εὕρεσιν και αφορά κυρίως τη δικανική ρητορεία -ιδιαιτέρως μάλιστα εκείνη που αναφέρεται σε ποινικά αδικήματα-, μολονότι δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε αυτή. Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της θεωρίας του ο Ερμαγόρας διέκρινε τα αφηρημένα ζητήματα (θέσεις), όπως ερωτήματα που θα ενδιέφεραν τους φιλοσόφους (αν, για παράδειγμα, η τήρηση των νόμων συμβάλλει στη διασφάλιση της ελευθερίας), από τα συγκεκριμένα (ὑποθέσεις), που ανακύπτουν στο πλαίσιο της δικανικής διαδικασίας και απασχολούν τους αντίδικους (όπως, για παράδειγμα, αν ο Σωκράτης διέφθειρε με τη διδασκαλία του τους νεαρούς Αθηναίους). Η διδασκαλία του απέβλεπε ακριβώς στον ορισμό και τη συστηματοποίηση του θεματικού πυρήνα των διαφόρων δικανικών υποθέσεων, κυρίως εκείνων που ανακύπτουν κάθε φορά που διατυπώνεται μια κατηγορία, στην οποία ο κατηγορούμενος απαντά με την ανασκευή της.
 
Δύο είναι κατά τον Ερμαγόρα οι βασικές κατηγορίες των νομικών ζητημάτων: αυτά όπου η επίλυση του θέματος στηρίζεται σε επιχειρήματα που προκύπτουν από τη διερεύνηση αυτής της ίδιας της υπόθεσης (genus rationale) και αυτά όπου η λύση θα προκύψει από την ερμηνεία νόμων και συμβάσεων, κανονιστικών δηλαδή νομικών κειμένων (genus legale).
 
Στην περίπτωση των νομικών θεμάτων της πρώτης κατηγορίας, θα έλεγε κανείς πως υπάρχουν «βαθμίδες» (gradus), από τις οποίες ο κατηγορούμενος θα πρέπει να επιλέξει τουλάχιστον μια, αν όχι περισσότερες, για να προβάλει αντίσταση στην κατηγορία. Κι αυτό γιατί, όπως αναφέρει ο Κικέρωνας, «έτσι πρέπει να τεθεί το θέμα / αυτή η στάση πρέπει να υιοθετηθεί (ita consistendum est), ώστε να αρνηθείς πως έγινε αυτό για το οποίο κατηγορείσαι, κι αν πάλι ομολογείς ότι έγινε στ' αλήθεια, να αρνηθείς πως έχει αυτή τη δύναμη και πως είναι αυτό που σου αποδίδει ο κατήγορος, ενώ σε περίπτωση που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε η πράξη ούτε ο ορισμός και η ονομασία της, να αρνηθείς ότι αυτό για το οποίο κατηγορείσαι είναι αυτής της ποιότητας που ισχυρίζεται ο κατήγορος, και να υποστηρίξεις ότι ενήργησες σωστά ή δικαιολογημένα και συγγνωστά» (Κικέρων, Partitionesoratoriae 29.101). Επομένως οι στάσεις (status, constitutiones) δεν είναι τίποτε άλλο παρά η οπτική γωνία, η θέση, που θα πρέπει να υιοθετήσει κάθε φορά ο διάδικος και γενικά ο ομιλητής απέναντι στο ζήτημα που συζητείται (και τον αντίπαλο), για να αντλήσει επιχειρήματα. Η χρήση λοιπόν του όρου (στάσις) με τεχνική σημασία είναι μεταφορική. Μπορεί μάλιστα να έχει τις ρίζες της στην εικόνα του παλαιστή που συναγωνίζεται με τους αντιπάλους του για το ποιός θα σταθεί καλύτερα, ποιός θα επικρατήσει στον αγώνα κρατώντας την καλύτερη στάσιν (Αισχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος206, Κοϊντιλιανός, Institutio οratoria 3.6.3, Liddell-Scott s.v. στάσις, Β 2d). Ταυτόχρονα ο όρος σημαίνει πώς «στέκει», πώς έχει το θέμα, σε τι συνίσταται η υπόθεση, ποιό είναι, εν τέλει, το κρίσιμο και βασικό ερώτημα που τίθεται και συζητείται (summa quaestio, Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 3.11.27). Μάλιστα ως συνώνυμα μπορεί να χρησιμοποιηθούν οι όροι ζήτημα/ἐρώτημα ή ο όρος κεφάλαιον γενικώτατον (το κύριο θέμα, quaestio, caput) (Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 3.6.2). Κατά μια άλλη ερμηνεία ο τεχνικός όρος στάσις προέρχεται από τον ομώνυμο ελληνικό όρο, που σημαίνει «διαμάχη», «αντιπαράθεση» (Ισίδωρος, Origines 2.5.1).
 
Τέσσερις είναι συνολικά οι στάσεις. Στην περίπτωση της πρώτης ο κατηγορούμενος θα αντλήσει επιχειρήματα (rationes) από τον στοχασμό για το αν διενεργήθηκε η πράξη ή όχι (στοχασμός, status coniecturae, constitutio coniecturae). Θα πρέπει, για παράδειγμα, να αναλογιστεί κανείς, μεταξύ άλλων και με βάση τον ρόλο του στη δικανική αντιπαράθεση, ποιό θα μπορούσε να είναι το κίνητρο για την τέλεση της αξιόποινης πράξης, το αναγκαστικό και το τελικό της αίτιο, αν δηλαδή ο δράστης θα είχε κάποιον συναισθηματικό λόγο ή κάποιο όφελος να διαπράξει το έγκλημα. Θα πρέπει ακόμη να εξετάσει αν υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, η ευχέρεια για να διενεργηθεί η πράξη (Κικέρωνας, Partitiones oratoriae 32.111-112).

Στην περίπτωση της δεύτερης στάσεως, τα επιχειρήματα του κατηγούμενου θα αντληθούν από τη θέση ότι δεν διενεργήθηκε αυτό που ισχυρίζεται ο κατήγορος αλλά κάτι άλλο (ὅρος, status definitionis, constitutio definitionis). Αν πάλι η υπόθεση εμπίπτει στην τρίτη στάσιν (ποιότης, qualitas), ο κατηγούμενος θα επιχειρηματολογήσει από τη θέση ότι η πράξη του ήταν σωστή, δίκαιη και δικαιολογημένη. Υπάρχει βεβαίως και η περίπτωση της τέταρτης στάσεως (μετάληψις, status translationis), όπου ερίζεται η αρμοδιότητα του δικαστηρίου και γενικά της διαδικασίας που επέλεξε ο κατήγορος για τη δίκη - το σχετικό νομικό ζήτημα δεν ήταν ιδιαίτερα επίκαιρο στην αρχαία Ρώμη, σε μια πόλη όμως όπως η Αθήνα, όπου υπήρχε πλήθος διαφορετικών δικαστηρίων, δεν ήταν ούτε σπάνιο ούτε ευκαταφρόνητο.
 
Τα νομικά ερωτήματα που εντάσσονται στη δεύτερη κατηγορία, στο genus legale, αφορούν την ερμηνεία νομικών διατάξεων. Μπορεί, για παράδειγμα, στο πλαίσιο μιας δίκης να ανακύψει ένα πρόβλημα εξαιτίας της σύγκρουσης μεταξύ του λεκτικού (της διατύπωσης) και του περιεχομένου ενός νόμου (scriptum - sententia, ῥητòν καὶ διάνοια). Άλλωστε ασαφείς ή αντιφατικοί νόμοι μπορεί να προκαλέσουν αμφιβολίες και αμηχανία, την εντύπωση πως το θέμα που ορίζουν είναι μετέωρο και διφορούμενο (ambiguitas, ἀμφιβολία). Ένα κενό στον νόμο μπορεί, τέλος, να συμπληρωθεί βάσει της αναλογίας, ενός συμπεράσματος δηλαδή που προκύπτει από τη σύγκριση με μια παρόμοια νομική διάταξη (ratiocinatio, syllogismos).
 
Βεβαίως, ούτε η θεωρία του Ερμαγόρα οφείλεται σε παρθενογένεση. Κάποιες πενιχρές προϋποθέσεις της βρίσκουμε κιόλας στον Αναξιμένη (4.7), μια που εδώ γίνεται λόγος για το θέμα της υπεράσπισης και τις μεθόδους της: αυτός που υπερασπίζεται τον εαυτό του θα πρέπει είτε να αποδείξει ότι δεν έκανε τίποτε από αυτά για τα οποία κατηγορείται ή, σε περίπτωση που έχει διαπράξει αυτό για το οποίο κατηγορείται, θα πρέπει να επιχειρήσει να δείξει ότι η πράξη του ήταν νόμιμη, δικαιολογημένη, έντιμη και αξιοπρεπής, ωφέλιμη για την πολιτεία κ.λπ. Άλλωστε παρόμοιες σκέψεις δεν είναι άγνωστες ούτε στη Ρητορική του Αριστοτέλη (3.15.1416a6-20). To σύστημα του Ερμαγόρα γνώρισε εξάλλου αλλαγές, συμπληρώσεις και τροποποιήσεις, που απλώνονται σε ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα (δυόμισι τουλάχιστον αιώνων) μετά τον θάνατο του εισηγητή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου