Το να συζητάμε τους λόγους καταφυγής στην τράπεζα είναι προφανώς περιττό. Δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που να μην γνωρίζει ότι οι τράπεζες χορηγούν δάνεια. Δεν υπάρχει ούτε ένας επιχειρηματίας που να μην γνωρίζει ότι οι τράπεζες είναι αυτές που θα συμπληρώσουν το κεφάλαιό του ώστε να κάνει την επιχείρησή του λειτουργική, δηλαδή παραγωγική, δηλαδή κερδοφόρα. Δεν υπάρχει κανείς που να αγνοεί ότι οι τράπεζες ζητούν πάντοτε πίσω περισσότερα χρήματα από αυτά που δάνεισαν, ως τόκο. Φυσικά, οι τράπεζες δεν απευθύνονται μόνο σε επιχειρηματίες, αλλά σε όλους τους πολίτες που ζητούν δάνεια για τις καθημερινές τους καταναλωτικές ανάγκες. Τα γνωστά καταναλωτικά δάνεια που ίσχυαν μέχρι πρότινος αποτελούσαν τεράστια επιχειρηματική δραστηριότητα των τραπεζών και μάλιστα με πρωτοφανή επιθετικότητα. Παρακολουθήσαμε την περίοδο της απόλυτης δανειακής ασυδοσίας, όπου με ελάχιστα εχέγγυα – ή και καθόλου – μπορούσε ο καθένας με μια υπογραφή να πάρει καταναλωτικά δάνεια για οποιοδήποτε λόγο.
Παρακολουθήσαμε τα διακοποδάνεια, το αχαλίνωτο στις πιστωτικές κάρτες, μέχρι και ποδοσφαιροδάνεια, αν ήθελε κανείς να παρακολουθήσει από κοντά το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά, με τα χιλιάδες υπερχρεωμένα νοικοκυριά, τα δάνεια για να πληρωθούν οι τόκοι των προηγούμενων δανείων, τους ανθρώπους που έχασαν τα σπίτια τους και τον εκτός κάθε ορίου καταναλωτισμό που χαρακτήρισε την ελληνική κοινωνία. Οι επιθετικότητα των τραπεζών δεν περιορίστηκε στη διαφήμιση των δανειακών τους προγραμμάτων, αλλά προχώρησε στο έσχατο σημείο των προσωπικών τηλεφωνημάτων σε σπίτια που προωθούσαν δάνεια και κάρτες. Υπήρξαν και περιστατικά που βγάζανε ή αναβαθμίζανε πιστωτικές κάρτες ενημερώνοντας τον κάτοχο κατόπιν εορτής, ο οποίος, εάν δεν ήθελε την κάρτα, όφειλε να πάει στην τράπεζα και να την ακυρώσει, αφού αλλιώς θα έμπαινε σε λειτουργία ως τετελεσμένο γεγονός. Οι τράπεζες δείξανε τέτοιο ζήλο που πολλοί λένε ότι έφτασαν στα όρια της νομιμότητας. Όταν έσκασε η φούσκα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών η τηλεόραση έκανε λόγο για την ανευθυνότητα και την απερισκεψία των πολιτών που φορτώνονταν με δάνεια που δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν αφήνοντας τις τραπεζικές πρακτικές στο απυρόβλητο. Σήμερα, τα δάνεια αποτελούν μια μάλλον δύσκολη υπόθεση, αφού οι τράπεζες, λόγω της οικονομικής κρίσης, μεριμνούν επισταμένως για τα εχέγγυα αποπληρωμής που έχει κάποιος. Θα λέγαμε ότι παρακολουθούμε ένα οξύμωρο σχήμα όπου οι τράπεζες σκορπούσαν το χρήμα όταν ο κόσμος δεν το χρειαζότανε και το κρατούν σφιχτά τώρα που ο κόσμος αντιμετωπίζει ξεκάθαρα προβλήματα επιβίωσης.
Βέβαια, η ουσία των δανείων βρίσκεται στα δάνεια που έχουν κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα. Στα δάνεια δηλαδή που χορηγούνται ως κεφάλαιο, ως χρηματική μορφή των επενδυτικών δραστηριοτήτων. Με άλλα λόγια στα δάνεια που χορηγούνται σε επιχειρηματίες που τα ρίχνουν στη δουλειά τους επεκτείνοντάς την, με την προσδοκία μεγαλύτερων κερδών. Το χρήμα λειτουργεί ως κεφάλαιο μόνο με την προϋπόθεση ότι μπαίνει στον παραγωγικό μηχανισμό που θα γεννήσει καινούργιο χρήμα, που θα παράγει δηλαδή νέα αξία, η οποία οφείλει να ξεπερνά τα έξοδα λειτουργίας της επιχείρησης (πρώτες ύλες, μισθοί κτλ.). Η διαφορά που απομένει είναι τα κέρδη του επιχειρηματία – κατόχου του κεφαλαίου. Από τη στιγμή που το χρήμα λειτουργεί ως κεφάλαιο, θα λέγαμε ότι χάνει την καθαρή χρηματική του υπόσταση, αφού δεν λειτουργεί ως ενδιάμεσος κρίκος μιας συναλλαγής, αλλά ως εργαλείο για την παραγωγή νέου χρήματος. Η τράπεζα, ως κάτοχος του χρήματος που μπορεί να μετατραπεί σε κεφάλαιο, δεν είναι παρά ο κάτοχος του εργαλείου που ανά πάσα στιγμή μπορεί να το δανείσει στον ενδιαφερόμενο επιχειρηματία, ενισχύοντας το κεφάλαιό του, ενισχύοντας δηλαδή την ποσότητα των κερδών του (ή την επιβίωσή του στην αγορά, ανάλογα με τις περιστάσεις). Ο τόκος που ζητά η τράπεζα από τον επιχειρηματία δεν είναι παρά ένα μερίδιο επί των κερδών που θα παραχθούν. Έτσι, ο κεφαλαιοκράτης παύει να είναι αυτόνομος. Για την ακρίβεια βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης από την τράπεζα, αφού η ίδια η ταχύτητα της καπιταλιστικής παραγωγής και της τεχνολογικής εξέλιξης τον εξαναγκάζει να ενισχύει την επιχείρησή του για όλο και μαζικότερη παραγωγή, που σημαίνει επεκτάσεις που αφορούν την ποσότητα της παραγωγής και μεταφράζονται σε επιπλέον έξοδα τόσο σε πρώτες ύλες όσο και σε νέα μηχανήματα (ίσως και σε προσωπικό), αφού αν μείνει πίσω θα αφανιστεί από τον ανταγωνισμό. Έτσι βρισκόμαστε ανάμεσα σε δύο κεφαλαιοκράτες, τον κεφαλαιοκράτη διεκπεραιωτή της παραγωγικής διαδικασίας (επιχειρηματία – εργοστασιάρχη) και τον κεφαλαιοκράτη – κάτοχο του χρήματος (τράπεζα). Το επιτόκιο δεν είναι παρά η συμφωνία της μοιρασιάς ανάμεσα στους δύο κεφαλαιοκράτες για τα κέρδη που θα γεννηθούν. Αν αναλογιστούμε την πάγια θέση του Μαρξ ότι το κέρδος του κεφαλαιοκράτη στηρίζεται στην υπεραξία των εργατών, δηλαδή στην απλήρωτη εργασία, τότε διαπιστώνουμε ότι οι δύο συνέταιροι (εργοστασιάρχης – τράπεζα) συντηρούνται από την εκμετάλλευση της εργασίας. Η σχέση αυτή του διεκπεραιωτή κεφαλαιοκράτη και του δανειστή κεφαλαιοκράτη γεννούν έναν βασικό οικονομικό όρο που ονομάζεται Πίστη. Η Πίστη δεν είναι τίποτε άλλο από τη σχέση εμπιστοσύνης ότι ο δανειζόμενος θα επιστρέψει το χρήμα που δανείστηκε (συν τους τόκους). Ο ακρογωνιαίος λίθος της σχέσης αυτής είναι τα εχέγγυα από την πλευρά του δανειζόμενου ότι μπορεί να επιστρέψει τα λεφτά που πήρε, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει. Η πολυτελής ζωή, τα ακριβά σπίτια, αυτοκίνητα κλπ συνθέτουν αυτό που ονομάζουμε Πίστη. Ο καπιταλισμός που χτίστηκε πάνω στο δόγμα της εγκράτειας, αφού μόνο η εγκράτεια αποτελούσε εχέγγυο για τη συσσώρευση του χρήματος που θα λειτουργούσε ως κεφάλαιο, εξελίσσεται και μεταλλάσσεται καθιστώντας την εγκράτεια απολύτως περιττή, καθώς η επίδειξη του πλούτου και η σπατάλη είναι το νέο κριτήριο της Πίστης: «Εξίσου άνοστη γίνεται η φράση για την καταγωγή του κεφαλαίου από τις οικονομίες, γιατί αυτός αυτό ακριβώς ζητάει, να κάνουν οικονομίες άλλοι γι’ αυτόν… Όσο για την άλλοι φράση σχετικά με την εγκράτεια, αυτή την χτυπάει κατάμουτρα η πολυτέλεια που προσιδιάζει στο κεφάλαιο και που με τη σειρά της γίνεται τώρα μέσο Πίστης».
Τον ίδιο ρόλο παίζει η Πίστη και στις συναλλαγματικές που λειτουργούν ως πίστωση στις πληρωμές. Η κύκληση του κεφαλαίου στην ανεπτυγμένη κεφαλαιοκρατική παραγωγή πρέπει να γίνεται άμεσα και όσο το δυνατό πιο σύντομα. Το χρήμα που καταβάλλεται ως κεφάλαιο για την απόκτηση πρώτων υλών, συντήρηση κτιρίων, πληρωμές κλπ, πρέπει να μεταβάλλεται όσο το δυνατό γρηγορότερα σε προϊόν (να αλλάξει δηλαδή μορφή), το οποίο οφείλει να πουλιέται επίσης το γρηγορότερο δυνατό ώστε το χρήμα που δαπανήθηκε ως κεφάλαιο να επαναμετατρέπεται σε χρήμα (να ολοκληρώσει δηλαδή την κύκληση), που φυσικά περιέχει το αρχικό κεφάλαιο που κατατέθηκε συν το κέρδος. Οποιαδήποτε καθυστέρηση στην κύκληση του κεφαλαίου είναι καθαρή ζημιά και πρέπει να αποφευχθεί. Το κρισιμότερο σημείο της κύκλησης δεν είναι άλλο από τη φάση της πώλησης του προϊόντος, από τη φάση δηλαδή της μετατροπής του εμπορεύματος σε χρήμα. Οι άλλες δύο φάσεις (μετατροπή κεφαλαίου σε πρώτες ύλες και μισθούς και μετατροπή των πρώτων υλών σε προϊόν) εφόσον υπάρχει χρηματικό κεφάλαιο κρίνονται δεδομένες (εκτός εκτάκτων συνθηκών που μπορεί να επιφέρουν έλλειψη πρώτων υλών ή εργατών κτλ.). Οι συναλλαγματικές δεν είναι παρά η διευκόλυνση της τελευταίας κρίσιμης φάσης, όπου, μέσω της Πίστης, το εμπόρευμα επαναμετατρέπεται σε χρήμα (θα λέγαμε εικονικής μορφής), που όμως δεν υπάρχει προς ώρας, πριν δηλαδή από την πώλησή του (προϊόντος). Η ταχύτητα της παραγωγής και της διακίνησης προϊόντων δημιουργεί μια ολόκληρη αλυσίδα συναλλαγματικών (από τον εργοστασιάρχη που χρωστάει για τις πρώτες ύλες μέχρι το χονδρέμπορο που χρωστάει τα εμπορεύματα που διακινεί στην αγορά) και η Πίστη είναι ο εγγυητής και ο ρυθμιστής όλης αυτής της διακίνησης του ανύπαρκτου προς ώρας χρήματος που όμως θα εμφανιστεί με την τελική πώληση των προϊόντων. Φυσικά η επικινδυνότητα της διαδικασίας είναι εξόφθαλμα ορατή, αφού ο παραμικρός κλυδωνισμός στις τελικές πληρωμές δημιουργεί μια ολόκληρη αλυσίδα οικονομικών απωλειών, που για πολλούς θα αποβεί μοιραία. Εννοείται ότι όσο περισσότεροι δεν αντέξουν τόσο περισσότερο θα διευρύνεται το ντόμινο της οικονομικής καταστροφής. Η τραπεζικές παρεμβάσεις είτε με τη μορφή κεφαλαιοκρατικού δανεισμού είτε με τη μορφή της εγγύησης στην πίστωση των πληρωμών είναι η μετάλλαξη του παλαιού τύπου κεφαλαιοκράτη που διαχειριζότανε την ατομική του ιδιοκτησία στον κεφαλαιοκράτη νέου τύπου που λειτουργεί ως διεκπεραιωτής ξένου κεφαλαίου μέσω της Πίστης. Όμως το κεφάλαιο που δίνεται από την τράπεζα, δεν είναι παρά ο κοινωνικός πλούτος της χώρας. Ο νέου τύπου κεφαλαιοκράτης επί της ουσίας επενδύει τον κοινωνικό πλούτο, που τον διαχειρίζεται σαν δικό του, και οι τράπεζες αποφασίζουν σε ποιους θα εμπιστευτούν τον κοινωνικό πλούτο, επίσης σαν να είναι δικός τους. Η εξέλιξη αυτή, πέρα από το γεγονός ότι γεννά τη διαπλοκή, δημιουργεί συμπεριφορές ασυδοσίας, αφού σε τελική ανάλυση τα λεφτά που επενδύονται δεν ανήκουν στον επενδυτή, αλλά στην κοινωνία που τα καταθέτει στις τράπεζες και στους μετόχους που ρίχνουν τα χρήματά τους σε επιχειρήσεις ακολουθώντας τον ίδιο νόμο της Πίστης.
Η διαχείριση ξένου χρήματος είναι βέβαιο, σχεδόν μαθηματικά, ότι θα οδηγήσει σε κερδοσκοπικές συναλλαγές υψηλού ρίσκου, στις οποίες ο παλιός ατομικός κεφαλαιοκράτης δεν θα υπέκυπτε σε καμία περίπτωση, αφού δεν θα ήταν διατεθειμένος να τζογάρει τα δικά του χρήματα. Ο Μαρξ γράφει: «Αυτή η απαλλοτρίωση, όμως, εκφράζεται μέσα στα πλαίσια του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος με αντιφατική μορφή, σαν ιδιοποίηση από λίγους της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Και η Πίστη δίνει σ’ αυτούς τους λίγους όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα καθαρών ιπποτών της τύχης. Και επειδή η ιδιοκτησία υπάρχει εδώ με τη μορφή της μετοχής, η κίνησή της και η μετάβασή της γίνεται καθαρό αποτέλεσμα του χρηματιστηριακού παιχνιδιού, όπου τα μικρά ψάρια καταβροχθίζονται από τους καρχαρίες και τα πρόβατα από τους λύκους του χρηματιστηρίου».
Και προσθέτει: «Αν το πιστωτικό σύστημα εμφανίζεται σαν κύριος μοχλός της υπερπαραγωγής και της κερδοσκοπίας στο εμπόριο, αυτό γίνεται μόνο και μόνο γιατί το προτσές αναπαραγωγής, που από τη φύση του είναι ελαστικό, εντείνεται εδώ ως τα ακρότατα όρια και εντείνεται μάλιστα για το λόγο ότι ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου χρησιμοποιείται από τους μη ιδιοκτήτες του, που γι’ αυτό ρίχνονται στην επιχείρηση εντελώς διαφορετικά από τον ιδιοκτήτη που, όσο καιρό δρα ο ίδιος, υπολογίζει με φόβο τα όρια του ατομικού του κεφαλαίου». Ο Ένγκελς προκειμένου να καταστήσει απολύτως σαφές το μηχανισμό της απάτης αναφέρει την υπόθεση της «αγυρτείας του Παναμά»: «Μεγάλη υπόθεση απάτης, στην οποία είχαν αναμιχθεί Γάλλοι πολιτικοί παράγοντες, δημόσιοι υπάλληλοι και ο Τύπος. Ο μηχανικός και επιχειρηματίας Φερντινάντ ντε Λεσέψ ίδρυσε το 1879 στη Γαλλία μια ανώνυμη εταιρία που θα χρηματοδοτούσε την κατασκευή της σχεδιασμένης διώρυγας στον ισθμό του Παναμά. Στα τέλη του 1888 η εταιρία χρεοκόπησε. Η συνέπεια ήταν η μαζική καταστροφή των μικρομετόχων και η πτώχευση πολλών επιχειρήσεων. Αργότερα, το 1892, έγινε γνωστό ότι η εταιρία για να αποκρύψει την πραγματική οικονομική κατάστασή της δωροδόκησε με μεγάλα ποσά πολλές προσωπικότητες, ανάμεσα στις οποίες και τρεις πρώην πρωθυπουργούς της Γαλλίας τους Φρεσινέ, Ρουβιέ και Φλοκέ, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό τα χρήματα που πλήρωσαν οι μέτοχοι. Η υπόθεση αυτή, γνωστή με το όνομα σκάνδαλο του Παναμά. συγκαλύφτηκε από την αστική δικαιοσύνη. Περιορίστηκε μονάχα στην καταδίκη του επικεφαλής της εταιρίας, του Λεσέψ και μερικών προσώπων δεύτερης κατηγορίας».
Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου