Όπως και να την έβλεπα, η μέρα τούτη της ζωής μου μού φαινόταν, για μια ακόμη φορά, απελπιστικά ανούσια, έμοιαζε λίγο με τις Δευτέρες παρόλο που ήταν Σάββατο. Μύριζε δευτεριάτικα, τρεις φορές μεγαλύτερη και τρεις φορές πιο κουραστική από κάθε άλλη μέρα. Καταραμένη και πνιγηρή ήταν αυτή η ζωή, ψεύτικη και σιχαμερή. Οι μεγάλοι έκαναν τάχα σαν η ζωή να ήταν τέλεια και οι ίδιοι ημίθεοι, ενώ εμείς, τ’ αγόρια, δεν ήμασταν άλλο τίποτα από φτύσματα κι απόβγαλτα.
Κι αυτοί οι δάσκαλοι! Είχες την επιθυμία να πας μπροστά, έκανες κάθε προσπάθεια να ‘σαι καλός -είτε ήταν αυτό για να μάθεις τα ανώμαλα ρήματα στα αρχαία ελληνικά είτε για να κρατήσεις τα ρούχα σου καθαρά, ή πάλι να είσαι υπάκουος στους γονείς σου και να υποφέρεις σιωπηλά, ηρωικά, κάθε πόνο και ταπείνωση – προσπαθούσες ν’ ακολουθήσεις τον ιδανικό και αγαθό δρόμο προς την αρετή, να υπομείνεις αγόγγυστα το κακό, να βοηθάς το συνάνθρωπό σου! Άδικος ο κόπος! Πάντα, μα πάντα όλα έμεναν ένα ξεκίνημα, μια προσπάθεια, ένα μικρό πέταγμα! Γιατί πάντα, μετά λίγες μέρες, λίγες ώρες, κάτι θα συνέβαίνε που θα έπρεπε να μην είχε συμβεί, κάτι τρομερό, λυπηρό, ντροπιαστικό.
Πάντα ξανάπεφτες, αναπόφευκτα, από τις πιο περήφανες κι ενάρετες υποσχέσεις στην αμαρτία και την αθλιότητα, στις καθημερινές κακές συνήθειες. Τι χρειαζόταν, λοιπόν, να γνωρίζει κανείς στο βάθος της ψυχής του τι είναι όμορφο και σωστό, αφού οι γύρω μας (συμπεριλαμβανομένων και των γονιών) έμεναν βουτηγμένοι στην καθημερινή αθλιότητα και όλα ήταν έτσι οργανωμένα ώστε να επιτρέπουν να θριαμβεύει η κακία κι η αθλιότητα. Πώς γινόταν το πρωί, γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι, ή το βράδυ, μπροστά σε αναμμένο κερί, ν’ αφιερώνεις τον εαυτό σου στο καλό, να ζητάς απ’ το θεό άφεση αμαρτιών, και μετά -ίσως μόλις λίγες ώρες αργότερα- να προδίδεις όλες σου τις καλές προθέσεις και τους όρκους επειδή άφησες να σε ξελογιάσει ένα πονηρό χαμόγελο ή στήνοντας αυτί παρακολούθησες ένα βρώμικο ανέκδοτο που σιγοψιθύρισαν οι συμμαθητές σου στην τάξη; Μα γιατί είχαν έτσι τα πράγματα; Να ήταν τάχα η ζωή διαφορετική για τους άλλους;
Όλοι εκείνοι οι ήρωες, οι Ρωμαίοι και οι Έλληνες, οι ιππότες κι οι πρώτοι χριστιανοί, ήταν τάχα όλοι αυτοί διαφορετικοί από μένα, ήταν καλύτεροι, πιο σωστοί, χωρίς κακά ένστικτα, διέθεταν τάχα κάτι που εγώ δεν είχα, που μ’ εμπόδιζε, που με γκρέμιζε πίσω -πάλι και πάλι- απ’ τον ουρανό στη γη, από την έπαρση στη λάσπη; Το προπατορικό αμάρτημα ήταν τάχα άγνωστο σε κείνους τους ήρωες και τους άγιους; Μήπως μονάχα λίγοι κι εκλεκτοί έπρεπε να γνωρίζουν το ιερό και ευγενικό; Μα τότε, αν εγώ δεν ήμουν απ’ τους εκλεκτούς, γιατί να γνώριζα εκείνη την ώθηση για το ωραίο, το ευγενικό, εκείνο τον άγριο πόθο για την αγνότητα, την καλοσύνη, την αρετή; Δεν ήταν αυτό μια κοροϊδία;
Ήταν σωστό να συμβαίνει κάτι τέτοιο στον κόσμο του θεού; Ένας άνθρωπος, ένα αγόρι, να’ χει μέσα του συγχρόνως όλες τις καλές και κακές τάσεις, να ‘πρεπε να υποφέρει και ν’ απογοητεύεται σαν ένα τραγικό και κωμικό πλάσμα, για τη διασκέδαση και μόνο Εκείνου που όλα τα βλέπει; Υπήρχε τάχα κάτι τέτοιο; Και τότε δεν ήταν – ναι, δεν ήταν όλη η γη ένας διαβολότοπος που δεν άξιζε παρά να φτύνεις; Δεν ήταν τότε κι ο ίδιος ο θεός ένα τέρας, ένα τέρας παράλογο, κουτό κι αντιπαθητικό; Κι ενώ ένιωθα ακόμα τη γεύση της επανάστασης στην ψυχή, η καρδιά μου άρχιζε ήδη να τρεμουλιάζει από φόβο για τη βλασφημία.
Με τι ακρίβεια βλέπω ακόμα και σήμερα μπροστά μου, μετά τριάντα χρόνια, εκείνη τη σκοτεινή, ψηλοτάβανη αυλή με τα ασπρισμένα ξύλινα σκαλοπάτια και την αστραφτερή, από τις πολλές τσουλήθρες, κουπαστή. Όσο κι αν μου φαίνεται μακρινή η παιδική μου ηλικία, όσο κι αν μοιάζει με άπιαστο παραμύθι, νιώθω ακόμη ξεκάθαρα όλο εκείνο τον πόνο και την αμφιβολία που από τότε με βασάνιζαν. Όλα αυτά τα συναισθήματα ήταν και έμειναν τα ίδια μέχρι σήμερα, όπως έμεινε η αμφιβολία για την ίδια μου την αξία, η αμφιταλάντευση μεταξύ θάρρους και δειλίας, μεταξύ ιδεαλισμού και αισθησιασμού και σαν τότε, έτσι κι αργότερα, είδα τις ροπές αυτές του χαρακτήρα μου άλλοτε σαν μια βρωμερή αρρώστια κι άλλοτε σαν επιβράβευση. Ώρες ώρες, πίστευα ότι ο θεός με οδήγησε στο δύσκολο αυτό δρόμο προκειμένου να απομονωθώ και να δω βαθιά μέσα μου. Άλλοτε πάλι έβρισκα στις ροπές μου αυτές σημάδια ενός αδύνατου χαρακτήρα, ενός νευρωτικού, όπως τόσοι άλλοι που σέρνονται σ’ αυτή τη ζωή.
Αν βρισκόμουν στην ανάγκη να δώσω ένα όνομα σ’ όλα εκείνα τα συναισθήματα και τις βασανιστικές αντιθέσεις, δε θα έβρισκα άλλο πιο κατάλληλο από το «φόβος»! Φόβος ήταν, φόβο και ανασφάλεια ένιωθα τις ώρες εκείνες της κατεστραμμένης παιδικής ευτυχίας: φόβος για την τιμωρία, φόβος ενοχής, φόβος για τις ροπές του χαρακτήρα μου, ροπές που έκρινα απαγορευμένες κι εγκληματικές.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ, Το τελευταίο καλοκαίρι του Κλίνκσορ
Κι αυτοί οι δάσκαλοι! Είχες την επιθυμία να πας μπροστά, έκανες κάθε προσπάθεια να ‘σαι καλός -είτε ήταν αυτό για να μάθεις τα ανώμαλα ρήματα στα αρχαία ελληνικά είτε για να κρατήσεις τα ρούχα σου καθαρά, ή πάλι να είσαι υπάκουος στους γονείς σου και να υποφέρεις σιωπηλά, ηρωικά, κάθε πόνο και ταπείνωση – προσπαθούσες ν’ ακολουθήσεις τον ιδανικό και αγαθό δρόμο προς την αρετή, να υπομείνεις αγόγγυστα το κακό, να βοηθάς το συνάνθρωπό σου! Άδικος ο κόπος! Πάντα, μα πάντα όλα έμεναν ένα ξεκίνημα, μια προσπάθεια, ένα μικρό πέταγμα! Γιατί πάντα, μετά λίγες μέρες, λίγες ώρες, κάτι θα συνέβαίνε που θα έπρεπε να μην είχε συμβεί, κάτι τρομερό, λυπηρό, ντροπιαστικό.
Πάντα ξανάπεφτες, αναπόφευκτα, από τις πιο περήφανες κι ενάρετες υποσχέσεις στην αμαρτία και την αθλιότητα, στις καθημερινές κακές συνήθειες. Τι χρειαζόταν, λοιπόν, να γνωρίζει κανείς στο βάθος της ψυχής του τι είναι όμορφο και σωστό, αφού οι γύρω μας (συμπεριλαμβανομένων και των γονιών) έμεναν βουτηγμένοι στην καθημερινή αθλιότητα και όλα ήταν έτσι οργανωμένα ώστε να επιτρέπουν να θριαμβεύει η κακία κι η αθλιότητα. Πώς γινόταν το πρωί, γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι, ή το βράδυ, μπροστά σε αναμμένο κερί, ν’ αφιερώνεις τον εαυτό σου στο καλό, να ζητάς απ’ το θεό άφεση αμαρτιών, και μετά -ίσως μόλις λίγες ώρες αργότερα- να προδίδεις όλες σου τις καλές προθέσεις και τους όρκους επειδή άφησες να σε ξελογιάσει ένα πονηρό χαμόγελο ή στήνοντας αυτί παρακολούθησες ένα βρώμικο ανέκδοτο που σιγοψιθύρισαν οι συμμαθητές σου στην τάξη; Μα γιατί είχαν έτσι τα πράγματα; Να ήταν τάχα η ζωή διαφορετική για τους άλλους;
Όλοι εκείνοι οι ήρωες, οι Ρωμαίοι και οι Έλληνες, οι ιππότες κι οι πρώτοι χριστιανοί, ήταν τάχα όλοι αυτοί διαφορετικοί από μένα, ήταν καλύτεροι, πιο σωστοί, χωρίς κακά ένστικτα, διέθεταν τάχα κάτι που εγώ δεν είχα, που μ’ εμπόδιζε, που με γκρέμιζε πίσω -πάλι και πάλι- απ’ τον ουρανό στη γη, από την έπαρση στη λάσπη; Το προπατορικό αμάρτημα ήταν τάχα άγνωστο σε κείνους τους ήρωες και τους άγιους; Μήπως μονάχα λίγοι κι εκλεκτοί έπρεπε να γνωρίζουν το ιερό και ευγενικό; Μα τότε, αν εγώ δεν ήμουν απ’ τους εκλεκτούς, γιατί να γνώριζα εκείνη την ώθηση για το ωραίο, το ευγενικό, εκείνο τον άγριο πόθο για την αγνότητα, την καλοσύνη, την αρετή; Δεν ήταν αυτό μια κοροϊδία;
Ήταν σωστό να συμβαίνει κάτι τέτοιο στον κόσμο του θεού; Ένας άνθρωπος, ένα αγόρι, να’ χει μέσα του συγχρόνως όλες τις καλές και κακές τάσεις, να ‘πρεπε να υποφέρει και ν’ απογοητεύεται σαν ένα τραγικό και κωμικό πλάσμα, για τη διασκέδαση και μόνο Εκείνου που όλα τα βλέπει; Υπήρχε τάχα κάτι τέτοιο; Και τότε δεν ήταν – ναι, δεν ήταν όλη η γη ένας διαβολότοπος που δεν άξιζε παρά να φτύνεις; Δεν ήταν τότε κι ο ίδιος ο θεός ένα τέρας, ένα τέρας παράλογο, κουτό κι αντιπαθητικό; Κι ενώ ένιωθα ακόμα τη γεύση της επανάστασης στην ψυχή, η καρδιά μου άρχιζε ήδη να τρεμουλιάζει από φόβο για τη βλασφημία.
Με τι ακρίβεια βλέπω ακόμα και σήμερα μπροστά μου, μετά τριάντα χρόνια, εκείνη τη σκοτεινή, ψηλοτάβανη αυλή με τα ασπρισμένα ξύλινα σκαλοπάτια και την αστραφτερή, από τις πολλές τσουλήθρες, κουπαστή. Όσο κι αν μου φαίνεται μακρινή η παιδική μου ηλικία, όσο κι αν μοιάζει με άπιαστο παραμύθι, νιώθω ακόμη ξεκάθαρα όλο εκείνο τον πόνο και την αμφιβολία που από τότε με βασάνιζαν. Όλα αυτά τα συναισθήματα ήταν και έμειναν τα ίδια μέχρι σήμερα, όπως έμεινε η αμφιβολία για την ίδια μου την αξία, η αμφιταλάντευση μεταξύ θάρρους και δειλίας, μεταξύ ιδεαλισμού και αισθησιασμού και σαν τότε, έτσι κι αργότερα, είδα τις ροπές αυτές του χαρακτήρα μου άλλοτε σαν μια βρωμερή αρρώστια κι άλλοτε σαν επιβράβευση. Ώρες ώρες, πίστευα ότι ο θεός με οδήγησε στο δύσκολο αυτό δρόμο προκειμένου να απομονωθώ και να δω βαθιά μέσα μου. Άλλοτε πάλι έβρισκα στις ροπές μου αυτές σημάδια ενός αδύνατου χαρακτήρα, ενός νευρωτικού, όπως τόσοι άλλοι που σέρνονται σ’ αυτή τη ζωή.
Αν βρισκόμουν στην ανάγκη να δώσω ένα όνομα σ’ όλα εκείνα τα συναισθήματα και τις βασανιστικές αντιθέσεις, δε θα έβρισκα άλλο πιο κατάλληλο από το «φόβος»! Φόβος ήταν, φόβο και ανασφάλεια ένιωθα τις ώρες εκείνες της κατεστραμμένης παιδικής ευτυχίας: φόβος για την τιμωρία, φόβος ενοχής, φόβος για τις ροπές του χαρακτήρα μου, ροπές που έκρινα απαγορευμένες κι εγκληματικές.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ, Το τελευταίο καλοκαίρι του Κλίνκσορ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου