Περπατώ μέσα στην αμμούδα, ο ήλιος τρυπάει το κρανίο, όλη η έρημος ως πέρα αχνίζει, αστράφτει ο αέρας και σαλεύει πάνου από την άμμο. Μεσημέρι. Είναι η πανική ώρα όπου βγαίνει από τη μεγάλη πυραμίδα η πεντάμορφη θυγατέρα του Χέοπα και τριγυρίζει μέσα στη φαντασία ακόμα των φελάχων και φωνάζει τους άντρες
Ο πατέρας της, για να χτίσει τη μεγάλη πυραμίδα, καταξόδεψε όλα τα πλούτη της Αιγύπτου και πια δεν είχε και πουλούσε στους ξένους τη θυγατέρα του. Μα από κάθε άντρα έπαιρνε δώρο και μια πέτρα, κι από τις πέτρες αυτές έχτισε κι αυτή μια δική της μικρή πυραμίδα! Μα η πυραμίδα της φαίνεται πάντα πολύ μικρή και ζητάει ακόμα πέτρες…
Η φιληδονία, η σκλαβιά, η βία, που τόσο αρμονικά φυτρώνουν στο υγρό αυτό, θερμό, όλο γονιμότητα, τριγυρισμένο από φρικιαστικήν έρημο, χώμα!
Ο θάνατος είναι από παντού -αν κοιτάξουν πέρα από τα πράσινα φύλλα, θα δουν την έρημο- αν σταματήσουν μια στιγμή να δουλεύουν πειθαρχικά όλοι μαζί, ο ποταμός θα τους πνίξει- αν σηκώσουν κεφάλι στους αφέντες, χάθηκαν.
Ο Αιγύπτιος, έξω από σπάνιες στιγμές της Ιστορίας του, ποτέ δεν έθεσε ως ιδανικό την ελευτερία- στην πολιτική ζωή του υπάκουε τους άρχοντες, στην τέχνη ακολουθούσε πιστά τους καθιερωμένους κανόνες, στη σκέψη την παράδοση των αιώνων. Ένα ήταν, επί χιλιάδες χρόνια, το μέγα πάθος του -να νικήσει το θάνατο. Να συνεχίσει και μετά θάνατο τη ζωή του, την ίδια, την απαράλλαχτη. Να βρει τρόπο να συντηρήσει το πτώμα του, για να το αναγνωρίσει η ψυχή του και να το πάρει πάλι στην κατοχή της.
Τα σπίτια και τα παλάτια είναι από χώμα, γιατί είναι εφήμερα τσαντίρια- μα οι τάφοι είναι από πέτρα σκληρή, γιατί είναι οι αιώνιες κατοικίες. Χιλιάδες εργάτες της αθανασίας αδειάζουν τα σωθικά του νεκρού, τον γιομίζουν χόρτα αρωματικά και κατράμι, του κρεμούν χαϊμαλιά, του απιθώνουν κατάσαρκα το Βιβλίο των Νεκρών-να ξέρει πως ν’ απαντήσει, ποια στράτα να πάρει, τι ξόρκι να πει.
Στους υπόγειους κρυψώνες, στις μούμιες πάνου, στους ιερούς σκαραβαίους, οι νεκροί φωνάζουν:
«Δεν αμάρτησα, δε σκότωσα, δεν έκλεψα! Δεν είπα ψέματα, δεν έγινα αφορμή να κλάψει μάτι ανθρώπου! Είμαι καθαρός! Είμαι καθαρός! Δε σκότωσα κανένα ιερό ζώο, δεν πάτησα καλλιεργημένο χωράφι! Δε συκοφάντησα, δε θύμωσα, δε μοίχεψα! Δε φέρθηκα άπρεπα μήτε στον πατέρα μου μήτε στο βασιλιά! Δεν έκλεψα στο ζύγι- δεν πήρα το γάλα από το στόμα των παιδιών δεν παραστράτισα το νερό από τ’ αυλάκι! Είμαι αγνός! Είμαι αγνός! Είμαι αγνός!»
Μα η ανήλεη ζωγραφιά είναι μπροστά του- οι σαράντα δυο, θεοί γύρα του δικάζουν. Η θεά Δικαιοσύνη ξεκορμίζει από το νεκρό την καρδιά του και την αφήνει στο παλάγγι της ζυγαριάς- κι ο νεκρός περίτρομος φωνάζει στην καρδιά του:
«Καρδιά της μάνας μου, καρδιά που με συντρόφεψες από τη γέννησή μου, μη μαρτυρήσεις με αυστηρότητα τα έργα μου, λυπήσου με μπροστά στους θεούς του Άδη !»
Αν σωθεί, αρχίζει η αιώνια υπόγεια ζωή. Η ψυχή είναι τριγυρισμένη από τροφές, από έπιπλα, από ζώα. Στην αρχή οι απόγονοι έφερναν στον τάφο αυτούσιες τροφές- ύστερα έκαιαν απλώς τις τροφές και με τη μυρωδιά θρεφόταν η ψυχή- τέλος ζωγράφιζαν μονάχα τις τροφές, τα έπιπλα και τα ζώα. Η φωνή των ιερέων έχει τη δύναμη να ζωντανέψει τις ζωγραφιές -τα ζώα, τα κρέατα, τα ψωμιά, τα φρούτα παίρνουν ζωή, κατεβαίνουν από τους τοίχους, απλώνονται πάνου στο τραπέζι, κι η πεινασμένη ψυχή τρώει και χαίρεται. Κι ύστερα τα ζωγραφισμένα αμάξια με τ’ άλογα ζεύουνται μονάχα τους και παίρνουν την ψυχή, χορτάτη, ευτυχισμένη, και την πηγαίνουν να δει τα χωράφια της, τα παιδιά της και να περπατήσει στον αγαπημένο ήλιο, δίπλα στον ποταμό.
«Βγαίνεις έξω κάθε πρωί» αναγράφει το Βιβλίο των Νεκρών «ξαναγυρίζεις στο μνήμα το βράδυ- για χατίρι σου ανάβουν τις λαμπάδες τη νύχτα, ωσότου πάλι ξαναλάμψει πάνου στο σώμα σου ο ήλιος. Σου φωνάζουν: Καλώς όρισες! Καλώς όρισες στο σπίτι σου!»
Η δίψα αυτή της αθανασίας κυβερνά την Αίγυπτο, ρυθμίζει τη ζωή της, οικονομική, πολιτική, κοινωνική, υποτάζει τη φιλολογία και την τέχνη, παρηγορά τους σκλάβους και τους δίνει υπομονή, τη χρησιμοποιούν ως όργανο πλουτισμού και βίας οι ιερείς κι οι βασιλιάδες.
Άκουγα την κραυγή αυτή της αθανασίας, φρίσσοντας. Οι βάναυσες πυραμίδες ξάφνου μου φάνηκαν σαν τσαντίρια πέτρινα, που έχουν κατασκηνώσει μέσα στην έρημο του θανάτου και φρουρούν την ψυχή να μην πεθάνει. Μια τραγική αναλαμπή τις φώτισε, μου αποκαλύφτηκαν σαν υψηλά, δονκιχωτικά φρούρια που μάχουνταν απελπισμένα να κρατήσουν αιώνια πάνου στη γης τη μικρή πνοή του ανθρώπου.
Ένα θαμαστό τραγούδι μάς σώθηκε χαραγμένο με ιερογλυφικά για το θάνατο:
Τι είναι αθάνατος; Λέω κάθε μέρα στο νου μου: Όπως εκείνος που σηκώνεται από μεγάλη αρρώστια, έτσι είναι ο θάνατος. Λέω στο νου μου κάθε μέρα: Όπως όταν μυρίζεσαι μια μυρωδιά, όπως όταν κάθεσαι σε μια χώρα μέθης, τέτοιος είναι ο θάνατος. Λέω στο νου μου κάθε μέρα: Όπως όταν μια στιγμή ο ουρανός καθαρίζει κι ένας άνθρωπος βγαίνει με το δίχτυ του να πιάσει πουλιά, και ξαφνικά βρίσκεται σε άγνωστη χώρα, τέτοιος είναι ο θάνατος!
Τι είναι ο θάνατος; Είναι μια καρδιά ορθή, σαν έρθει η ώρα της!
Είναι μια καρδιά ορθή, σαν έρθει η ώρα της! Τέτοια μου αποκαλύφτηκε η Σφίγγα, όταν, λίγο πιο πέρα από τις πυραμίδες, την αντίκρισα σήμερα για πρώτη φορά.
Πελεκημένη σε κίτρινο βράχο, τεράστια, ανασηκώνει το κεφάλι πάνου από την άμμο, κατά την ανατολή, με αγωνία, σα να μάχεται να διακρίνει, πρώτη αυτή, τον ήλιο. Χτες είχε πεθάνει και κατέβηκε στη σκιά, και σήμερα τον προσδοκά ν’ αναστηθεί, ν’ ανασηκωθεί παντοδύναμος από τη Λιβυκήν έρημο και να ζεστάνει τις καρδιές των φυτών και των ανθρώπων.
Είναι το αρχαιότερο άγαλμα της Αιγύπτου. Τέσσερεις χιλιάδες χρόνια πριν Χριστού υψώνουνταν ακόμα εδώ στην άμμο και περίμενε, κάθε πρωί, την ανατολή με αγωνία. Ήταν βαμμένη κόκκινη. Τα χείλη της είναι πλατιά, φιλήδονα, ζωώδη, σα φελάχας. Ένας αέρας πίστης και τρόμου στη φαρδιά, ακρωτηριασμένη της όψη. Τα μάτια της κοιτάζουν με φρίκη, εκστατικά, ολάνοιχτα, στην έρημο.
Όταν ήταν πνιγμένη, ως το λαιμό, μέσα στην άμμο, το κεφάλι αυτό θα ήταν φρικιαστικό, σαν προάγγελμα της μελλούμενης μοίρας του ανθρώπου. Δυστυχώς τώρα την καθάρισαν από την άμμο, λευτέρωσαν το λιονταρίσιο της σώμα και τα μακριά ξαπλωμένα πόδια και το ναό ανάμεσα στα σκέλη της. Φάνηκαν τα μεγάλα ανάγλυφα στα στήθη της να φωνάζουν: «Βοήθεια! Εσύ που είσαι γιος μου, γλίτωσέ με απ’ την άμμο !»
Έτσι, χιλιάδες χρόνια, φωνάζει στον άνθρωπο. Κι ο άνθρωπος ολοένα τη λευτερώνει, μα η άμμος ξανάρχεται και την πνίγει. Η έρημος την πολιορκεί και θα τη φάει. Σωτηρία δεν υπάρχει. Το νιώθει, και γι’ αυτό είναι τα μάτια της τόσο έντρομα, και γι’ αυτό φωνάζει.
Θυμούμαι τους στίχους που αφιέρωσε στη Σφίγγα ένας σύγχρονος ποιητής της Αιγύπτου:
Με το πρόβλημά σου έμπλεξες το νου των ανθρώπων. Μίλησε και φώτισέ μας με τις διδαχές της Ιστορίας. Δεν είσαι εσύ που είδες τη δόξα του Αλεξάνδρου και τα αίσχη του Καίσαρα; Σήμερα τα μάτια σου δε βλέπουν παρά ένα ταπεινό χωριό.
Μα για έναν άνθρωπο που γλίτωσε από τα πρόχειρα αυτά ιστορικά και μεταφυσικά ρωτήματα, η Σφίγγα είναι βουβή, κουφή, τυφλή -ούτε κι υπάρχει ρώτημα (αυτό ειν’ η ευγένεια κι η ματαιότητα του ανθρώπου), όμως ούτε απόκριση υπάρχει.
Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Ιταλία – Αίγυπτος – Σινά – Ιερουσαλήμ – Κύπρος – Ο Μοριάς
Ο πατέρας της, για να χτίσει τη μεγάλη πυραμίδα, καταξόδεψε όλα τα πλούτη της Αιγύπτου και πια δεν είχε και πουλούσε στους ξένους τη θυγατέρα του. Μα από κάθε άντρα έπαιρνε δώρο και μια πέτρα, κι από τις πέτρες αυτές έχτισε κι αυτή μια δική της μικρή πυραμίδα! Μα η πυραμίδα της φαίνεται πάντα πολύ μικρή και ζητάει ακόμα πέτρες…
Η φιληδονία, η σκλαβιά, η βία, που τόσο αρμονικά φυτρώνουν στο υγρό αυτό, θερμό, όλο γονιμότητα, τριγυρισμένο από φρικιαστικήν έρημο, χώμα!
Ο θάνατος είναι από παντού -αν κοιτάξουν πέρα από τα πράσινα φύλλα, θα δουν την έρημο- αν σταματήσουν μια στιγμή να δουλεύουν πειθαρχικά όλοι μαζί, ο ποταμός θα τους πνίξει- αν σηκώσουν κεφάλι στους αφέντες, χάθηκαν.
Ο Αιγύπτιος, έξω από σπάνιες στιγμές της Ιστορίας του, ποτέ δεν έθεσε ως ιδανικό την ελευτερία- στην πολιτική ζωή του υπάκουε τους άρχοντες, στην τέχνη ακολουθούσε πιστά τους καθιερωμένους κανόνες, στη σκέψη την παράδοση των αιώνων. Ένα ήταν, επί χιλιάδες χρόνια, το μέγα πάθος του -να νικήσει το θάνατο. Να συνεχίσει και μετά θάνατο τη ζωή του, την ίδια, την απαράλλαχτη. Να βρει τρόπο να συντηρήσει το πτώμα του, για να το αναγνωρίσει η ψυχή του και να το πάρει πάλι στην κατοχή της.
Τα σπίτια και τα παλάτια είναι από χώμα, γιατί είναι εφήμερα τσαντίρια- μα οι τάφοι είναι από πέτρα σκληρή, γιατί είναι οι αιώνιες κατοικίες. Χιλιάδες εργάτες της αθανασίας αδειάζουν τα σωθικά του νεκρού, τον γιομίζουν χόρτα αρωματικά και κατράμι, του κρεμούν χαϊμαλιά, του απιθώνουν κατάσαρκα το Βιβλίο των Νεκρών-να ξέρει πως ν’ απαντήσει, ποια στράτα να πάρει, τι ξόρκι να πει.
Στους υπόγειους κρυψώνες, στις μούμιες πάνου, στους ιερούς σκαραβαίους, οι νεκροί φωνάζουν:
«Δεν αμάρτησα, δε σκότωσα, δεν έκλεψα! Δεν είπα ψέματα, δεν έγινα αφορμή να κλάψει μάτι ανθρώπου! Είμαι καθαρός! Είμαι καθαρός! Δε σκότωσα κανένα ιερό ζώο, δεν πάτησα καλλιεργημένο χωράφι! Δε συκοφάντησα, δε θύμωσα, δε μοίχεψα! Δε φέρθηκα άπρεπα μήτε στον πατέρα μου μήτε στο βασιλιά! Δεν έκλεψα στο ζύγι- δεν πήρα το γάλα από το στόμα των παιδιών δεν παραστράτισα το νερό από τ’ αυλάκι! Είμαι αγνός! Είμαι αγνός! Είμαι αγνός!»
Μα η ανήλεη ζωγραφιά είναι μπροστά του- οι σαράντα δυο, θεοί γύρα του δικάζουν. Η θεά Δικαιοσύνη ξεκορμίζει από το νεκρό την καρδιά του και την αφήνει στο παλάγγι της ζυγαριάς- κι ο νεκρός περίτρομος φωνάζει στην καρδιά του:
«Καρδιά της μάνας μου, καρδιά που με συντρόφεψες από τη γέννησή μου, μη μαρτυρήσεις με αυστηρότητα τα έργα μου, λυπήσου με μπροστά στους θεούς του Άδη !»
Αν σωθεί, αρχίζει η αιώνια υπόγεια ζωή. Η ψυχή είναι τριγυρισμένη από τροφές, από έπιπλα, από ζώα. Στην αρχή οι απόγονοι έφερναν στον τάφο αυτούσιες τροφές- ύστερα έκαιαν απλώς τις τροφές και με τη μυρωδιά θρεφόταν η ψυχή- τέλος ζωγράφιζαν μονάχα τις τροφές, τα έπιπλα και τα ζώα. Η φωνή των ιερέων έχει τη δύναμη να ζωντανέψει τις ζωγραφιές -τα ζώα, τα κρέατα, τα ψωμιά, τα φρούτα παίρνουν ζωή, κατεβαίνουν από τους τοίχους, απλώνονται πάνου στο τραπέζι, κι η πεινασμένη ψυχή τρώει και χαίρεται. Κι ύστερα τα ζωγραφισμένα αμάξια με τ’ άλογα ζεύουνται μονάχα τους και παίρνουν την ψυχή, χορτάτη, ευτυχισμένη, και την πηγαίνουν να δει τα χωράφια της, τα παιδιά της και να περπατήσει στον αγαπημένο ήλιο, δίπλα στον ποταμό.
«Βγαίνεις έξω κάθε πρωί» αναγράφει το Βιβλίο των Νεκρών «ξαναγυρίζεις στο μνήμα το βράδυ- για χατίρι σου ανάβουν τις λαμπάδες τη νύχτα, ωσότου πάλι ξαναλάμψει πάνου στο σώμα σου ο ήλιος. Σου φωνάζουν: Καλώς όρισες! Καλώς όρισες στο σπίτι σου!»
Η δίψα αυτή της αθανασίας κυβερνά την Αίγυπτο, ρυθμίζει τη ζωή της, οικονομική, πολιτική, κοινωνική, υποτάζει τη φιλολογία και την τέχνη, παρηγορά τους σκλάβους και τους δίνει υπομονή, τη χρησιμοποιούν ως όργανο πλουτισμού και βίας οι ιερείς κι οι βασιλιάδες.
Άκουγα την κραυγή αυτή της αθανασίας, φρίσσοντας. Οι βάναυσες πυραμίδες ξάφνου μου φάνηκαν σαν τσαντίρια πέτρινα, που έχουν κατασκηνώσει μέσα στην έρημο του θανάτου και φρουρούν την ψυχή να μην πεθάνει. Μια τραγική αναλαμπή τις φώτισε, μου αποκαλύφτηκαν σαν υψηλά, δονκιχωτικά φρούρια που μάχουνταν απελπισμένα να κρατήσουν αιώνια πάνου στη γης τη μικρή πνοή του ανθρώπου.
Ένα θαμαστό τραγούδι μάς σώθηκε χαραγμένο με ιερογλυφικά για το θάνατο:
Τι είναι αθάνατος; Λέω κάθε μέρα στο νου μου: Όπως εκείνος που σηκώνεται από μεγάλη αρρώστια, έτσι είναι ο θάνατος. Λέω στο νου μου κάθε μέρα: Όπως όταν μυρίζεσαι μια μυρωδιά, όπως όταν κάθεσαι σε μια χώρα μέθης, τέτοιος είναι ο θάνατος. Λέω στο νου μου κάθε μέρα: Όπως όταν μια στιγμή ο ουρανός καθαρίζει κι ένας άνθρωπος βγαίνει με το δίχτυ του να πιάσει πουλιά, και ξαφνικά βρίσκεται σε άγνωστη χώρα, τέτοιος είναι ο θάνατος!
Τι είναι ο θάνατος; Είναι μια καρδιά ορθή, σαν έρθει η ώρα της!
Είναι μια καρδιά ορθή, σαν έρθει η ώρα της! Τέτοια μου αποκαλύφτηκε η Σφίγγα, όταν, λίγο πιο πέρα από τις πυραμίδες, την αντίκρισα σήμερα για πρώτη φορά.
Πελεκημένη σε κίτρινο βράχο, τεράστια, ανασηκώνει το κεφάλι πάνου από την άμμο, κατά την ανατολή, με αγωνία, σα να μάχεται να διακρίνει, πρώτη αυτή, τον ήλιο. Χτες είχε πεθάνει και κατέβηκε στη σκιά, και σήμερα τον προσδοκά ν’ αναστηθεί, ν’ ανασηκωθεί παντοδύναμος από τη Λιβυκήν έρημο και να ζεστάνει τις καρδιές των φυτών και των ανθρώπων.
Είναι το αρχαιότερο άγαλμα της Αιγύπτου. Τέσσερεις χιλιάδες χρόνια πριν Χριστού υψώνουνταν ακόμα εδώ στην άμμο και περίμενε, κάθε πρωί, την ανατολή με αγωνία. Ήταν βαμμένη κόκκινη. Τα χείλη της είναι πλατιά, φιλήδονα, ζωώδη, σα φελάχας. Ένας αέρας πίστης και τρόμου στη φαρδιά, ακρωτηριασμένη της όψη. Τα μάτια της κοιτάζουν με φρίκη, εκστατικά, ολάνοιχτα, στην έρημο.
Όταν ήταν πνιγμένη, ως το λαιμό, μέσα στην άμμο, το κεφάλι αυτό θα ήταν φρικιαστικό, σαν προάγγελμα της μελλούμενης μοίρας του ανθρώπου. Δυστυχώς τώρα την καθάρισαν από την άμμο, λευτέρωσαν το λιονταρίσιο της σώμα και τα μακριά ξαπλωμένα πόδια και το ναό ανάμεσα στα σκέλη της. Φάνηκαν τα μεγάλα ανάγλυφα στα στήθη της να φωνάζουν: «Βοήθεια! Εσύ που είσαι γιος μου, γλίτωσέ με απ’ την άμμο !»
Έτσι, χιλιάδες χρόνια, φωνάζει στον άνθρωπο. Κι ο άνθρωπος ολοένα τη λευτερώνει, μα η άμμος ξανάρχεται και την πνίγει. Η έρημος την πολιορκεί και θα τη φάει. Σωτηρία δεν υπάρχει. Το νιώθει, και γι’ αυτό είναι τα μάτια της τόσο έντρομα, και γι’ αυτό φωνάζει.
Θυμούμαι τους στίχους που αφιέρωσε στη Σφίγγα ένας σύγχρονος ποιητής της Αιγύπτου:
Με το πρόβλημά σου έμπλεξες το νου των ανθρώπων. Μίλησε και φώτισέ μας με τις διδαχές της Ιστορίας. Δεν είσαι εσύ που είδες τη δόξα του Αλεξάνδρου και τα αίσχη του Καίσαρα; Σήμερα τα μάτια σου δε βλέπουν παρά ένα ταπεινό χωριό.
Μα για έναν άνθρωπο που γλίτωσε από τα πρόχειρα αυτά ιστορικά και μεταφυσικά ρωτήματα, η Σφίγγα είναι βουβή, κουφή, τυφλή -ούτε κι υπάρχει ρώτημα (αυτό ειν’ η ευγένεια κι η ματαιότητα του ανθρώπου), όμως ούτε απόκριση υπάρχει.
Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Ιταλία – Αίγυπτος – Σινά – Ιερουσαλήμ – Κύπρος – Ο Μοριάς
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου