Οι Καρολίδες
Με τη δολοφονία του Εβροΐνου το 681 μ.Χ. ξεκίνησε ένας νέος επταετής εμφύλιος στο Φράγκικο κράτος. Το 687 μ.Χ. οι δυνάμεις τις Αυστρασίας υπό την αρχηγία του Πεπίνου του Εριστάλ σε μια αποφασιστική νίκη στο Τεστρύ κατάφεραν να επιβληθούν και η ιστορία των Πεπινιδών ξεκινά. Ο Πεπίνος, γιος του Αγκεσίγκελ (= Αίγισθος, ο Τρώας ήρωας που θεωρούνταν προπάτορας των Φράγκων), έγινε μόνος Μαγιορδόμος, μετέφερε την αυλή στην Μετζ έδρα του παππού του Αρναούλφου, και διοίκησε από το 688-714 μ.Χ.
Κατά την διάρκεια της διοίκησής του, έπρεπε ν' αντιμετωπίσει τις συνέπειες της αναρχίας που δημιουργήθηκε από την πρότερη κατάσταση, κυρίως την κατάρρευση των συνόρων και την εισβολή των γειτόνων στα εδάφη του κράτους. Στα ανατολικά οι Βαυαροί είχαν ανεξαρτητοποιηθεί. Στο Βορρά η αδυναμία των Φράγκων να βοηθήσουν τους Θουρίγγιους κατά την διάρκεια της εισβολής των Σλάβων του Σάμο, ανάγκασε τους πρώτους να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο με τις δικές τους δυνάμεις, με αποτέλεσμα την αποσκίρτηση από την Φραγκική επικυριαρχία...
Στις εκβολές του Ρήνου οι ανυπότακτοι Φρίσιοι επέδραμαν στις κοιλάδες του Μέυση και του Σέλντ. Σουηβοί και Αλαμανοί ακολουθούσαν τους δικούς τους Δούκες, την στιγμή που στον Νότο συνέβαινε μια νέα Ρωμαϊκή αναγέννηση. Μετά από μια σειρά αναμετρήσεων ο Πεπίνος υπέταξε τον δούκα των Φρίσιων, Radbod, ενσωμάτωσε την δυτική Φρισία και ενίσχυσε τα κάστρα της Ουτρέχτης και του Ντόρμσταντ για να ελέγχουν την περιοχή. Κυνήγησε τους Σουηβούς στα έγκατα του Μέλανα Δρυμού και ανάγκασε τον δούκα τους Γοδεφρείδο να γίνει υποτελής του.
Το έργο του συνέχισε ο γιος, τον οποίο απέκτησε από την παλλακίδα Αλφαΐδα, Κάρολος (Karl = Ρωμαλέος) ο επονομαζόμενος Μαρτέλος (σφυρί). Με την ακαταστασία που προκλήθηκε, λόγω του θανάτου του Πεπίνου, βρήκαν την ευκαιρία οι Φράγκοι της Νεστρίας και ο Βασιλιάς Δαγοβέρος Γ' ν' αναδείξουν δικό τους Μαγιορδόμο, κάποιον Ραγινφρέδο. Ο Φρίσιοι συμμάχησαν μαζί τους και έφθασαν μέχρι την Κολωνία. Σε τι κατάσταση βρίσκονταν, όμως οι Μεροβίγγειοι; Για πολλά χρόνια ήταν μαριονέτες στα χέρια των Μαγιορδόμων και ανεβοκατέβαιναν στο θρόνο για να εξυπηρετήσουν τα σχέδια των τελευταίων.
Σε μια προσπάθεια να αναδείξει τον Μεροβίγγειο που θα επανέφερε την εξουσία στο στρατόπεδο των Φράγκων της Νευστρίας ο Ραγινφρέδος έβγαλε από το μοναστήρι, στο οποίο ήταν κλεισμένος τον Χιλπέριχο Β' ή αλλιώς μοναχό Δανιήλ (μετά τον θάνατο του Δαγοβέρτου). Ο συγκεκριμένος απόγονος ήταν ο πρώτος μετά από 80 χρόνια περίπου, που κατόρθωσε να φθάσει την ώριμη των 38 ετών το 716 μ.Χ. Συνήθως οι απόγονοι των Μεροβίγγειων λάμβαναν το στέμμα ανήλικοι, όντες υποχείριοι των ισχυρών του βασιλείου. Θύματα των εμφύλιων συγκρούσεων των Μαγιορδόμων δεν προλάβαιναν να ενηλικιωθούν.
Οι λοιποί συγγενείς τους ή κλείνονταν σε μοναστήρι ή εξορίζονταν. Έτσι δεν ασκούσαν εξουσία, αλλά είχαν διακοσμητικό θα λέγαμε ρόλο. Η παρουσία τους ήταν απαραίτητη για λόγους ισορροπίας. Το πάθημα του Χιλδεβέρτου, γιου του Γκριμοάλδου, είχε δείξει στους Μαγιορδόμους, ότι οι Φράγκοι δεν ήταν έτοιμοι για αλλαγή δυναστείας. Ακόμα κι αν κατείχαν την απόλυτη εξουσία δεν μπορούσαν να ηγηθούν της δικής τους αυλής.
Ας δούμε πως περιγράφει την κατάσταση των βασιλέων της εποχής ο Θεοφάνης: «Έθος ήν αυτοίς (τοις Φράγγοις) τον κύριον αυτών, ήτοι τον Ρήγα, κατά γένος άρχειν, και μηδέν πράττειν ή διοικείν ή αλόγως εσθίειν και πίνειν, οίκει τε διατρίβειν»˙ και μια σκωπτική περιγραφή της συνήθειας να φέρουν μακριά κόμη: «ελέγοντο δε εκ του γένους εκείνου καταγόμενοι κριστάται, ό ερμηνεύεται τριχοραχάται˙ τρίχας γαρ είχον κατά της ράχης εκφυομένας, ως οι χοίροι». Ο Χιλπέριχος Β' πρσπάαθησε να ανατρέψει αυτήν την κατάσταση. Παραμέρισε τον Μαγιορδόμο του και ανέλαβε τον πόλεμο ενάντια στον Μαγιορδόμο της Αυστρασίας, Κάρολο Μαρτέλο.
Σε απάντηση ο δεύτερος ανέδειξε δικό του Βασιλιά τον Κλοθάριο Δ'. Νίκησε τις δυνάμεις της Νευστρίας και των συμμάχων Φρίσιων στην Amblève, στις παρυφές του δάσους των Αρδεννών, για δεύτερη φορά στο Βισύ, κοντά στην Καμπρέ και στην συνέχεια μπήκε στο Παρίσι. Οι Μεροβίγγειοι θεωρούνταν φιλορωμαίοι, γι' αυτό ένας ισχυρός Χιλπέριχος ήταν προτιμότερος για τους Ρωμαίους από έναν ανίσχυρο Κλοθάριο.
Γι' αυτό ο πρώτος είχε την υποστήριξη του Εύδου της Ακουϊτανίας, στον οποίο κατέφυγε μετά την είσοδο του Καρόλου στο Παρίσι. Με ενωμένες δυνάμεις προσπάθησαν να τον αντιμετωπίσουν, αλλά ηττήθηκαν στην Σουασσόν. Ο θάνατος του Κλοθάριου το 718 μ.Χ. έδωσε διέξοδο στην εμφύλια διαμάχη. Ο Χιλπέριχος αναγνωρίσθηκε βασιλιάς των Φράγκων μέχρι τον θάνατό του το 720 μ.Χ. ο Κάρολος επικράτησε ως Μαγιορδόμος επίσης μέχρι τον θάνατό του το 741 μ.Χ, ενώ ο Εύδος έγινε υποτελής των Φράγκων.
Οι Άραβες (κατ' άλλους εξισλαμισμένοι Βερβέροι-Μουρ της Βόρειας Αφρικής) κατέλαβαν το τελευταίο Ρωμαϊκό οχυρό Σεπτόν (Septem=Έβδομον) στις Ηράκλειες Στήλες το 709 μ.Χ. Από κει εισέβαλαν στην Ιβηρική χερσόνησο το 711 μ.Χ. και κατέλυσαν το Βασίλειο των Βησιγότθων.
Ο δεύτερος συνεχιστής του Φρεντεγκάριου, ακολουθώντας ίσως τον Αιγύπτιο Ibn Abd-el Hakem, αναφέρει, ότι ο Βασιλιάς των Βησιγότθων Ροδέριχος (Rode-rik= διάσημος ηγέτης, 710-712 μ.Χ.) ατίμασε την κόρη του κόμητα Ιουλιανού, κυβερνήτη της Σεούτα, ο οποίος στην συνέχεια ήρθε σε συνεννόηση με τον Tariq ibn Ziyad και μετέφερε 1700 Βερβέρους μαχητές στην Ισπανία. Σύντομα οι Μωαμεθανοί κατέλαβαν την χερσόνησο, πέρασαν τα Πυρηναία και εισέβαλαν στην Σεπτιμανία, Ακουϊτανία, Προβηγκία. Ηττήθηκαν πρώτα από τον Εύδο στην μάχη της Τουλούζης το 721 μ.Χ. στην συνέχεια από τον Κάρολο Μαρτέλο στο Πουατιέ (732 μ.Χ.) και στην Αρελάτη (736 μ.Χ.).
Οι διάφοροι τοπικοί ηγεμόνες (Δούκες, Κόμητες της Γαλατίας και της Γερμανίας είχαν εξοικειωθεί με την ημιαυτόνομη διοίκηση που τους επέτρεπε η κατάσταση του Φράγκικου Βασιλείου, επί Μεροβίγγειων. Δεν σκόπευαν να παραδώσουν την αυτονομία τους στον Κάρολο Μαρτέλο αμαχητί. Ρωμαίοι της Ακουϊτανίας επαναστάτησαν μετά τον θάνατο του Εύδου το 735 μ.Χ. και την ανάληψη τα εξουσίας από τον γιο του Ανούλδο, αλλά υποτάγηκαν το 736 μ.Χ. Από το 720 μ.Χ. έως το 730 μ.Χ. πολέμησε διαδοχικά τους Βαυαρούς, τους Αλεμανούς και τους Σάξονες και τους υποχρέωσε σε μια αμφίβολη υποτέλεια.
Λέμε «αμφίβολη» διότι οι φυλές αυτές επαναστατούσαν σε κάθε ευκαιρία μέχρι την εποχή του Καρλομάγνου. Για να μπορέσει να εκτελέσει αυτές τις εκστρατείες αναγκάστηκε ν' αποδεχθεί την ανεξαρτησία των Φράγκων πολέμαρχων, τους οποίους είχε ως σύμμαχους. Σε αυτή την αμφίδρομη συνεργασία, που του επέτρεψε την επικράτησή ως Μαγιορδόμου, την αντιμετώπιση των εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων και την αναδιοργάνωση του βασιλείου, μπορούμε να δούμε την εγκαθίδρυση του φεουδαρχικού συστήματος.
Με την εποχή αυτή συνδέονται και δυο «μυστήριες» επιστολές, οι οποίες αποδίδονται στον Πάπα Γρηγόριο Γ' και απευθύνονται στον Κάρολο Μαρτέλο, μέσα από τις οποίες ο πρώτος ζητά την βοήθεια του δευτέρου εναντίον των Λογγοβάρδων. Οι επιστολές αυτές είναι ενσωματωμένες στον Codex Carolinus και τις βρίσκουμε μόνο εκεί. Χρονολογούνται, η μεν πρώτη το 739 μ.Χ., ενώ η δεύτερη το 740 μ.Χ. Με αυτές συνδέουν οι δυτικοί ιστορικοί δυο αποστολές, τις οποίες αναφέρει αόριστα ο δεύτερος συνεχιστής του Φρεντεγκάριου, χωρίς να ξεκαθαρίζει τον σκοπό τους.
Ο λόγος που μας απασχολούν οι δυο αυτές επιστολές, είναι διότι επάνω τους θεμελιώνουν οι δυτικοί ιστορικοί πρώιμη προσπάθεια της Παποσύνης ν' ανεξαρτητοποιηθεί από την Κωνσταντινούπολη, αποδίδουν στους επισκόπους Ρώμης πολιτικές επιδιώξεις, και εμφανίζουν τους Φράγκους ηγεμόνες ως προστάτες, στους οποίους οι ίδιοι οι Ρωμαίοι προσφεύγουν. Όλο το πακέτο της Φραγκικής προπαγάνδας ξεκινά από αυτές τις επιστολές.
Μάλιστα, στην Φράγκικη ερμηνευτική συνδέεται και η επιστολή του πάπα Γρηγόριου του Β' προς τον Αυτοκράτορα Λέοντα Γ' τον Ίσαυρο (ep.1 ad Leonem) με αφορμή το εναρκτήριο της εικονομαχίας διάταγμα του 726 μ.Χ. Η επιστολή αυτή γραμμένη σε σκληρό τόνο το 727 μ.Χ. εκφράζει τις Ορθόδοξες θέσεις του Πάπα. Είναι η επιστολή του ορθόδοξου επισκόπου Ρώμης προς τον αιρετικό αυτοκράτορα και όχι του επαναστάτη πάπα προς τον «Γραικό» επικυρίαρχό του, όπως αρέσκονται να την ερμηνεύουν οι Φράγκοι.
Πριν προχωρήσουμε στις επιστολές, ας δούμε τα γεγονότα της εποχής. Ανατρέχουμε στους Vitae Pontificum του Αναστάσιου Βιβλιοθηκάριου (9ος αι.) και την Historia Langobardorum του Παύλου Διακόνου (Paulus Diaconus, 720-799 μ.Χ.), μοναχού στο Μόντε Κασσίνο, η οποία είναι χρονικά κοντά στα γεγονότα και ο συγγραφέας δείχνει να είναι καλά ενημερωμένος. Το 717 μ.Χ. ανέβηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος (717-741 μ.Χ.). Αυτός, αφού αντιμετώπισε την επίθεση των Αράβων στην Κωνσταντινούπολη (717-718 μ.Χ.) θέλησε να απλώσει το Αυτοκρατορικό του χέρι στην εκκλησιαστική περιουσία.
Ως συνεργούς του είχε την αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης, αλλά και τις μεγάλες γαιοκτητικές στρατιωτικές οικογένειες της Μ. Ασίας, όσους δηλ. τον είχαν βοηθήσει στην άνοδό του στην εξουσία και θα ωφελούνταν από την οικειοποίηση των θησαυρών και των κτημάτων των εκκλησιών. Η σθεναρή αντίσταση της Εκκλησίας, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Επισκόπων, μοναχών, αλλά και του απλού πιστού λαού, δεν επέτρεψαν την άμεση εφαρμογή των μέτρων.
Γι' αυτό ο αυτοκράτορας και οι σύμβουλοί του συνέλαβαν ένα έμμεσο σχέδιο για τον διχασμό της Εκκλησίας και την ευκολότερη καθυπόταξή της. Το 726 μ.Χ. ο Λέοντας εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο απαγόρευσε την προσκύνηση των ιερών εικόνων, διέταξε την άμεση αποκαθήλωσή τους από τους ναούς, την καταστροφή τους και επέβαλε ποινές σε όσους δεν υπάκουαν. Έτσι έριξε την αυτοκρατορία σε μια περιπέτεια, την αίρεση της Εικονομαχίας, για ενάμισι περίπου αιώνα, με συνέπειες σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου και ιδιωτικού, πολιτικού και εκκλησιαστικού βίου.
Οι συνεργοί του σ' αυτό το πολιτικό και εκκλησιαστικό ατόπημα ονομάζονται σήμερα μεταρρυθμιστές, ενώ τότε εικονομάχοι, και το έγκλημα μεταρρύθμιση. Οποιαδήποτε ομοιότητα με σημερινές καταστάσεις δεν είναι σύμπτωση. Οι συνέπειες της πολιτικής του δεν μπορούσαν ν' αφήσουν ανεπηρέαστη την Ιταλία, καθώς οι εκεί επαρχίες αποτελούσαν οργανικό κομμάτι της αυτοκρατορίας.
Την εποχή αυτή η Β. Ιταλία βρισκόταν στα χέρια των Λογγοβάρδων. Βασιλιάς τους ήταν ο Λιουτπράνδος (712-744 μ.Χ.), ο οποίος είχε ένα (ανέφικτο) όραμα, να ενώσει την Ιταλία, υπό το σκήπτρο του. Για να το πετύχει, όμως χρειαζόταν ηρεμία στα βόρεια σύνορά του με τους Βαυαρούς και τους Φράγκους. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής συνεργάστηκε με τον Κάρολο Μαρτέλο το 725 μ.Χ. σε μια κοινή εκστρατεία κατά των Βαυαρών, με αντάλλαγμα την ουδετερότητα του στα τεκταινόμενα στην Ιταλία και όχι εδαφικά οφέλη.
Επίσης παντρεύτηκε την Βαυαρή πριγκίπισσα Γκουντρούδη, ενώ ο Κάρολος την αδελφή της Σουαναχίλδη, κι έτσι οι δυο τους έγιναν συγγενής εξ αγχιστείας. Μεταξύ των εδαφών του και των εδαφών του εξαρχάτου της Ραβέννας παρεμβάλλονταν δυο ημιαυτόνομα Δουκάτα, του Σπολέτο και του Βενεβέντο, τα οποία αναγνώριζαν τον Λιουτπράνδο ως επικυρίαρχο. Το εξαρχάτο της Ραβέννας ήταν αυτοκρατορικό έδαφος, στο οποίο, όμως ο Ιουστινιανός είχε επιτρέψει έναν βαθμό αυτοτέλειας, αυτοδιοίκησης, όπως και στο εξαρχάτο της Καρχηδόνας.
Η επαρχία αυτή μπορούσε να αξιοποιεί τους δικούς της πόρους για την αντιμετώπιση των κινδύνων που την απειλούσαν. Η μόνη πραγματική επέμβαση της Κωνσταντινούπολης ήταν η αποστολή του Έξαρχου, ώστε η πολιτική του Εξαρχάτου να βρίσκεται σε συμφωνία με την αυτοκρατορική πολιτική. Στον διοίκηση της Ραβέννας υπαγόταν ονομαστικά και η Εκκλησία της Ρώμης. Η άσκηση, λοιπόν ημι-αυτόνομης πολιτικής ήταν επιτρεπτή στην Ιταλία από την εποχή της απελευθέρωσής της από τον Ιουστινιανό και όχι φιλοδοξία των παπών του Η' αιώνα, όπως αρέσκονται να βλέπουν οι Φράγκοι.
Η οικονομική πολιτική του Λέοντα για την Ιταλία είχε δύο σκέλη. Το πρώτο ήταν η απόδοση των φόρων του εξαρχάτου στην Κωνσταντινούπολη και το δεύτερο η εκκλησιαστική περιουσία του Πατριαρχείου της Ρώμης. Σύμφωνα με τον Duchense το Πατριαρχείο κατείχε πολύτιμη ιδιοκτησία στην Καλαβρία, Σικελία και άλλες επαρχίες, τις οποίες ο Λέων αργότερα αφαίρεσε από την δικαιοδοσία της Ρώμης και τις υπήγαγε στην δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης.
Τα μέτρα αυτά προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση του λαού που προσέτρεξε σε βοήθεια του ποιμενάρχη του και όπως αναφέρει ο ίδιος καθηγητής θα είχαν αναδείξει νέο αυτοκράτορα αν δεν τους σταματούσε ο Γρηγόριος Β'. Εξ' αυτού του γεγονότος, υποστηρίζει, ότι «ήταν, παρ' όλα αυτά, ένας πιστός υπήκοος της αυτοκρατορίας, και, αν και οργάνωσε αντίσταση, ούτε για μια στιγμή δεν είχε ως πρόθεση να κάνει επανάσταση». Ακολούθησε το διάταγμα του Λέοντα το 726 μ.Χ. και η επιστολή του πάπα κατά της Αιρετικής στάσης του αυτοκράτορα, όπως προείπαμε.
Η αναταραχή που προκλήθηκε στις Ρωμαϊκές επαρχίες τις Ιταλίας από την πολιτική του Λέοντα επέτρεψε στον Λιουτπράνδο να επιτεθεί με επιτυχία στην Ραβέννα και να καταλάβει την Κλάσση, το λιμάνι της πόλης. Επίσης κατέλαβε τις πόλεις Feronianum, Mons Bellius, Buxeta, Persiceta, Bononia, και τις πόλεις της Αιμιλίας, τις λεγόμενες Πεντάπολη και Auximum. Την ίδια εποχή ο έξαρχος Παύλος δολοφονήθηκε από δυνάμεις που υποστήριζαν την πολιτική του πάπα, με τον οποίο είχαν συμμαχήσει και τα δουκάτα του Σπολέτο και του Βενεβέντο.
Ο νέος, απεσταλμένος από την Κωνσταντινούπολη, Έξαρχος Ευτύχιος, αμα τη αφίξει του στην Ραβέννα διέταξε την σύλληψη ή κατ' άλλους την δολοφονία του Πάπα, αλλά η διαταγή του έπεσε στο κενό. Στην συνέχεια στράφηκε για βοήθεια στον Λιουτπράνδο. Αυτός βάδισε προς την Ρώμη, υπέταξε καθ' οδόν το Δουκάτο του Σπολέτο και στρατοπέδευσε έξω από την «Αιώνια Πόλη». Ο Ρωμαίος Ποντίφικας εξήλθε προς συνάντησή του και λέγεται ότι ο Λιουτπράνδος γονάτισε ενώπιον του Αλταρίου του Αγίου Αποστόλου Πέτρου και κατέθεσε τα εμβλήματα και τα όπλα του.
Σκοπός του ήταν να επέμβει διαμεσολαβητικά για την αποκατάσταση της Εξαρχίας και της ειρήνης στην Ρώμη, όπερ και έπραξε. Με την μεσολάβησή του η πλευρά του πάπα δέχθηκε τον Ευτύχιο ως Έξαρχο, και αυτός απέσυρε τις εντολές του για καταστροφή των ιερών εικόνων. Τώρα, ίσως φαίνεται παράξενο, ότι ο Λογγοβάρδος Βασιλιάς μεσολαβεί για υποθέσεις της αυτοκρατορίας. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, ότι ο Λιουτπράνδος και ο λαός του την εποχή αυτή είναι ορθόδοξοι και τρέφουν μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπο του Επισκόπου Ρώμης.
Βλέπουμε κάποιες φορές τον Λιουτπράνδο να αποδίδει ολόκληρες πόλεις στον Πάπα, τις οποίες είχε πρόσφατα καταλάβει. Έπειτα η πολιτική του ήταν να εμφανίζεται ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων στην Ιταλία, όχι κάνοντας πάντα πόλεμο, αλλά και διαπραγματεύσεις. Και φυσικά το να επαναφέρει τα επαναστατημένα Δουκάτα στην επικυριαρχία του ήταν θέμα γοήτρου. Στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να διαλύσει την συμμαχία αυτή, οποιαδήποτε στιγμή ήθελε.
Ο Γρηγόριος ο Β' πέθανε το 731 μ.Χ. και ποτέ στην ποιμαντορία του δεν έδρασε ενάντια στα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Αντίθετα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να κρατήσει εν ζωή το εξαρχάτο. Διαβάζουμε από μια επιστολή του στον Δόγη (δούκα) Ούρσο της Βενετίας, ότι όταν οι Λογγοβάρδοι πάτησαν το πόδι τους στην Ραβέννα, και ο έξαρχος κατέφυγε εκεί (η Βενετία ήταν αυτοκρατορική πόλη), ο Γρηγόριος τον παρότρυνε να παραμείνει πιστός σ' αυτόν (τον Έξαρχο) και να συνεργαστεί μαζί του, ώστε να επαναφέρουν την Ραβέννα στην κυριαρχία του αυτοκράτορα, κάτι που έγινε.
Επίσης εξαγόρασε την ελευθερία πόλεων, όπως το κάστρο Sutri στα περίχωρα της Ρώμης. Ο διάδοχός του Γρηγόριος Γ' (Σύριος στην καταγωγή) ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης από την πλειοψηφία του λαού της πόλης. Αυτός συγκάλεσε σύνοδο την 1η Νοεμβρίου του 731 μ.Χ. στην οποία μετείχαν 93 επίσκοποι του Πατριαρχείου στην Ρώμη, μεταξύ τους και οι Αρχιεπίσκοποι Αντώνιος του Γκράντο και Ιωάννης της Ραβέννα. Στην σύνοδο αυτή αναθεμάτισαν τους εικονομάχους.
Σε απάντηση ο Λέοντας Γ' αφαίρεσε τις επαρχίες Σικελίας, Καλαβρίας και Βροτίου από το Πατριαρχείο Ρώμης, τις υπήγαγε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, του οποίου τον Πατριάρχη Γερμανό είχε αντικαταστήσει με τον δικό του Αναστάσιο, και στην συνέχεια καταλήστευσε τους θησαυρούς των εκκλησιών αυτών των επαρχιών.
Το 737 μ.Χ. ο Λιουτπράνδος ανανέωσε τις επιθέσεις του εναντίον των Ρωμαϊκών επαρχιών. Για άλλη μια φορά οι δούκες του Σπολέτο και Βενεβέντο συμμάχησαν με την Ρώμη και το εξαρχάτο για να τον αντιμετωπίσουν. Το ιστορικό αυτής της συμμαχίας ξεκίνησε λίγο πριν, όταν ο Ρώμης εξαγόρασε το οχυρό Gallese από τον Θρασαμούνδο, δούκα του Σπολέτο, ενδιάμεσο σταθμό επικοινωνίας Ρώμης-Ραβέννας. Ο Λιουτπράνδος κατατρόπωσε τον Θρασαμούνδο και ο δεύτερος κατέφυγε στην προστασία του πάπα.
Ο Λιουτπράνδος απαίτησε την παράδοση του Σπολετάνου δούκα αλλά ο Γρηγόριος αρνήθηκε. Ο Λογγοβάρδος βασιλιάς επιτέθηκε και κατέλαβε τέσσερεις πόλεις στα περίχωρα της Ρώμης, τις Ameria, Horta, Polimartium και Blera. Την εποχή αυτή τοποθετούνται οι επιστολές του Γρηγορίου στον Κάρολο Μαρτέλο και τον καλούν σε βοήθεια. Ο Φράγκος ηγεμόνας απαξίωσε ν' απαντήσει. Ορισμένα εγχειρίδια ιστορίας της εποχής μιλούν για άρνηση του Καρόλου, αλλά αυτό δεν έχει διαπιστωθεί, καθώς δεν υπάρχουν πουθενά επιστολές με την απάντησή του.
Ακόμα και στον Codex Carolinus, μοναδικό έγγραφο που περιέχει τις επιστολές του Πάπα, απάντηση από τον Κάρολο δεν υπάρχει. Μέχρι το τέλος του 740 μ.Χ. οι Ρωμαϊκές δυνάμεις κατάφεραν να διώξουν τους Λογγοβάρδους από την περιοχή τους και να απελευθερώσουν το δουκάτο του Σπολέτου. Αποκατέστησαν, μάλιστα, και τον Θρασαμούνδο στο πρότερο αξίωμά του ως δούκα. Δυστυχώς, αυτός δεν τήρησε την υπόσχεσή του και δεν απέδωσε τις τέσσερεις πόλεις στους Ρωμαίους.
Ο Λιουτπράνδος με τη σειρά του συμμάχησε με το δουκάτο του Βενεβέντο, σε μια προσπάθεια να προσεταιριστεί τώρα ευκαιριακά και τους συμμάχους των Βενεβεντίνων, Ρωμαίους. Μέσα σ' αυτό το μπλέξιμο πέθανε ο Πάπας Γρηγόριος Γ' τον Δεκέμβριο του 741 μ.Χ. Την ίδια χρονιά πέθαναν οι Λέοντας Γ' (18 Ιουνίου) και Κάρολος Μαρτέλος (22 Οκτωβρίου). Στην θέση του Γρηγορίου ανέβηκε ο Ζαχαρίας Α'. Αυτός ήρθε σε συνεννόηση με τον Λιουτπράνδο και μαζί επιτέθηκαν στον Θρασαμούνδο. Ο τελευταίος παραδόθηκε χωρίς όρους.
Το δουκάτο επανήλθε στην επικυριαρχία των Λογγοβάρδων, ενώ οι τέσσερεις πόλεις επιστράφηκαν στους Ρωμαίους. Τον επόμενο χρόνο ο Λιουτπράνδος επιτέθηκε στην Ραβέννα. Ο Πάπας Ζαχαρίας άφησε την Ρώμη και κατευθύνθηκε στον Λιουτπράνδο. Μετά από επιτυχημένες συνομιλίες κατάφερε να τον πείσει να εγκαταλείψει την εκστρατεία. Οι ενέργειές του επισκόπου Ρώμης έσωσαν για άλλη μια φορά το εξαρχάτο, τις κτήσεις δηλαδή τις αυτοκρατορίας στην Ιταλία. Από την πλευρά της Φραγκίας, πέρα από τις Άλπεις, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.
Που, λοιπόν στηρίζονται οι θέσεις, όσων βλέπουν στα παραπάνω γεγονότα, επανάσταση των Παπών, κατά της Κωνσταντινούπολης και ανεξαρτητοποίησή τους; Πουθενά στην εξέλιξη των γεγονότων δεν μπορεί να διαπιστωθεί κάτι τέτοιο και η ύπαρξη των ίδιων των επιστολών αποτελεί μια παραφωνία. Η σιωπή του Καρόλου στην ευκαιρία που του δινόταν να αναμειχθεί στις Ιταλικές υποθέσεις είναι ύποπτη, και βέβαια, το επιχείρημα της συγγένειας με τον Λιουτπράνδο αδύναμο.
Ας μην ξεχνάμε, ότι οι Φράγκοι δεν είχαν ενδοιασμούς να σφάξουν τα ίδια τους τα αδέλφια, προκειμένου να επεκτείνουν την εξουσία τους σε λίγα villae παραπάνω. Από πολιτικής πλευράς η μη ανάμειξή του ήταν λάθος. Δεν ήταν απαραίτητο να εκστρατεύσει εναντίον του Λιουτπράνδου. Κάποιες συνομιλίες, κάποια διπλωματική αποστολή θα ήταν αρκετή, για να μην πούμε απαραίτητη, διότι η ύπαρξη ενός Αιρετικού αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη και ενός Ορθόδοξου Βασιλιά στην Ιταλία θα μπορούσε να φέρει σε μειονεκτική θέση τον πιο απομακρυσμένο Φράγκο (όπως είχε γίνει και με τους Βουργουνδούς).
Αυτές ήταν κινήσεις που έπρεπε να γίνουν, όπως και έγιναν από τους διαδόχους του Κάρολου Μαρτέλου σε μεταγενέστερο χρόνο και υπό άλλες συνθήκες, αν ο πάπας είχε καλέσει σε βοήθεια.
Αλλά ακόμα και αν θεωρήσουμε γνήσιες τις επιστολές υπάρχουν σκοτεινά σημεία, τα οποία πρώτοι οι δυτικοί ιστορικοί ομολογούν, χωρίς αυτά βέβαια να επηρεάζουν την αντίληψή τους για τα γεγονότα, καθ' όσον η άποψή τους είναι κατεστημένο. Διαβάζουμε στον Ε.Α. Freeman: «Είναι παράξενο το ότι στον Ρωμαϊκό Βίο του Γρηγορίου (εννοεί το Vitae Pontificum του Αναστάσιου Βιβλιοθηκάριου) δεν υπάρχει καμιά αναφορά στις πρεσβείες και τις επιστολές που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του Γρηγορίου και του Καρόλου».
Όπως προείπαμε τις επιστολές αυτές τις γνώριζαν μόνο οι Φράγκοι. Όσο αφορά τις πρεσβείες, δεν βρίσκουμε τον λόγο να τις συνδέσουμε με τις επιστολές. Υπήρχαν και άλλα θέματα στις σχέσεις Ρώμης και Φράγκων με πρώτες στην ατζέντα τις ιεραποστολές στους βόρειους λαούς. Την εποχή αυτή ειδικά έχουμε την δραστηριότητα του αγίου Βονιφάτιου στις περιοχές των Σαξόνων και ανταλλαγή επιστολογραφίας μεταξύ αυτού και της Αγίας Έδρας, αλλά και μεταξύ Ρώμης και Κάρολου Μαρτέλου.
Επίσης άλλα εκκλησιαστικά ζητήματα που απασχολούν είναι η οργάνωση της Εκκλησίας της Βαυαρίας και η σύγκληση τοπικής συνόδου της Εκκλησίας της Γαλατίας, για την ρύθμιση θεμάτων που προέκυψαν εξαιτίας της κακής ποιότητας του ήθους των Φράγκων επισκόπων. Πιο συγκεκριμένα με την επ.9 (722 μ.Χ.) της συλλογής των επιστολών του Αγίου Βονιφατίου, ο Γρηγόριος Β' συστήνει τον Άγιο στον Κάρολο Μαρτέλο, ενώ με την επ.10 (723 μ.Χ.) ο τελευταίος αναλαμβάνει την προστασία του. Στην επ.24 (739 μ.Χ.) ο Γρηγόριος Γ' δίνει οδηγίες στον Άγιο για την εκκλησιαστική οργάνωση της Βαυαρίας.
Οι προσπάθειες για την σύγκληση συνόδου και την εξέταση των θεμάτων που αφορούν τους Φράγκους επισκόπους τελεσφόρησαν επί της βασιλείας Καρλομάνου, υιού του Κάρολου Μαρτέλου, και επί πατριαρχίας του πάπα Ζαχαρία. Στην επ.50 (742 μ.Χ.) του Αγίου Βονιφατίου, επί τη αναρρήσει του Ζαχαρία στον θρόνο της Ρώμης διαβάζουμε τα εξής πολύ διαφωτιστικά: «Ας είναι επίσης γνωστό σε σένα, Άγιε Πατέρα, ότι ο Καρλομάνος, δούκας των Φράγκων, με κάλεσε ενώπιον του και επιθυμεί από μένα να συγκαλέσω σύνοδο σ' εκείνο το μέρος του Φραγκικού βασιλείου που είναι υπό την δικαιοδοσία του (ο Καρλομάνος μοιραζόταν το βασίλειο με τον αδελφό του Πεπίνο τον Βραχύ).
Μου υποσχέθηκε ότι θα αναμορφώσει και θα επαναφέρει την εκκλησιαστική πειθαρχία, η οποία τα τελευταία 60 ή 70 χρόνια έχει τελείως περιφρονηθεί και καταφρονηθεί. Αν επιθυμεί πραγματικά, με θεία φώτιση, να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, θα ήθελα να έχω την συμβουλή και τις οδηγίες της Αποστολικής Έδρας. Σύμφωνα με τους παλαιότερους οι Φράγκοι δεν είχαν συγκαλέσει συμβούλιο για περισσότερο από 80 χρόνια, ούτε είχαν Αρχιεπίσκοπο, ούτε είχαν θέσει σε ισχύ ή αποκαταστήσει σε κανένα μέρος το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας.
Οι επισκοπικές έδρες, που είναι στις πόλεις, βρίσκονται στην κατοχή πλεονεκτών κοσμικών ή υπό την καπηλεία μοιχών και ανάξιων κληρικών για κοσμικές χρήσεις. Εάν είναι να αναλάβω αυτό το ανδραγάθημα με την δική σας ευλογία και κατόπιν προσκλήσεως του Δούκα, πρέπει να έχω άμεσα, μαζί με την αρμόζουσα εκκλησιαστική άδεια, την εντολή και την απόφαση της Αποστολικής Έδρας». Ας σημειωθεί, ότι εκεί που το κείμενο αναφέρει τον Καρλομάνο ως «Δούκα», στις Αγγλικές μεταφράσεις μεταφέρεται ως «Αυτοκράτορας».
Για το ήθος του Φράγκικου κλήρου και των Φράγκων Επισκόπων γράφει: «που έχουν ξοδέψει την ζωή τους, από την παιδική τους ηλικία, σε ασωτία, μοιχεία και κάθε είδους ακαθαρσία, που έχουν λάβει την διακονία με αυτή την φήμη, και που ακόμα και τώρα, ενώ έχουν τέσσερεις και πέντε παλλακίδες στα κρεβάτια τους την νύχτα, είναι αρκετά αδιάντροποι, ώστε να αυτοαποκαλούνται διάκονοι,... και για να κάνουν τα πράγματα χειρότερα προβιβάζονται, παρά την κακή τους φήμη, σε ανώτερες θέσεις, και τελικά ονοματίζονται και θεωρούνται επίσκοποι...
Ανάμεσά τους υπάρχουν επίσκοποι που αρνούνται τις κατηγορίες της πορνείας και της μοιχείας, αλλά οι οποίοι εν τούτοις είναι ανεπρόκοποι μέθυσοι, συνηθίζουν να κυνηγούν, οι οποίοι βαδίζουν οπλισμένοι στην μάχη και χύνουν με τα ίδια τους τα χέρια ανθρώπινο αίμα, είτε ειδωλολάτρη είτε Χριστιανού». Κανονική «πορνοκρατία». Αυτά για τους Φράγκους επισκόπους.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι υπήρχαν φλέγοντα θέματα για τα οποία έπρεπε να μεριμνήσει η Ρώμη, και για τα οποία γινόταν συνομιλίες με τους Φράγκους, μέσω επιστολών και αντιπροσώπων. Συνεχίζουμε με τον Freeman και τις απορίες του: «Εκτός και αν φαντασία των Φράγκων έχει γίνει πολύ εφευρετική, (οι απεσταλμένοι του Καρόλου) είχαν σταλεί με μια αποστολή για την κρισιμότητα της οποίας καμιά αναφορά δεν βρίσκεται στην επιστολή».
Την απάντηση την έδωσε μόνος του. Στην καλύτερη περίπτωση, η αποστολή δεν είχε το ίδιο θέμα με την επιστολή. «Υπάρχει κάτι λίγο μυστηριώδες στην θέση των Φράγκων συγγραφέων σε αυτό το θέμα. Προτάσσουν, με μερικά στομφώδη λόγια, την λατρεία με την οποία υποδέχθηκαν τους παπικούς απεσταλμένους: λένε για τα δώρα τα οποία ο πρίγκιπας των Φράγκων έστειλε αντάλλαγμα στα δώρα του πάπα˙ μας λένε τα ονόματα των Φράγκων απεσταλμένων και των εκκλησιαστικών ανδρών που στάλθηκαν μαζί τους στο κατώφλι των Αποστόλων. Αλλά τι μήνυμα πήραν μαζί τους δεν μας λένε».
Πέρα, όμως, από τις απορίες που διατυπώνει ο Freeman, υπάρχουν και άλλα θέματα για συζήτηση στις επιστολές αυτές. Για παράδειγμα αποκαλείται ο Κάρολος Μαρτέλος «subregulo» και στις δύο, δηλ. «Υποβασιλέας». Τέτοιος τίτλος δεν υπήρχε, ούτε είχε χρησιμοποιηθεί από κανέναν και πουθενά στην Φραγκία. Το πιο κοντινό θα μπορούσε να είναι «Αντιβασιλέας», αλλά ένας τέτοιος τίτλος αποδίδονταν από τον νόμιμο Βασιλέα και όχι από τον Πάπα. Γνωρίζουμε ότι από τον θάνατο του Θεοδέριχου Δ' το 737 μ.Χ. δεν ανέβηκε κάποιος Βασιλιάς στον Φράγκικο θρόνο μέχρι τον θάνατο του Καρόλου το 741 μ.Χ. Οι τίτλοι που κατείχε ήταν Μαγιορδόμος και Δούκας των Φράγκων.
Συνεπώς το «subregulo» των επιστολών είναι είτε κολακευτική φράση άνευ ουσίας και περιεχομένου είτε προσπάθεια χειρισμού κάποιας επιθυμίας του Καρόλου από τον Πάπα. Όπως και να χει, αν η πρόθεση της Ρώμης ήταν να ζητήσει την βοήθεια των Φράγκων για την αντιμετώπιση του Λογγοβαρδικού κινδύνου, αυτό το έπραξε μέσα στα πλαίσια της πολιτικής της αυτοκρατορίας. Προσπάθησε δηλ. να στρέψει τον ένα βάρβαρο εναντίον του άλλου, όπως έπρατταν χρόνια οι Ρωμαίοι και θα συνέχιζαν να πράττουν.
Από αυτό δεν τεκμαίρεται στροφή των Ρωμαίων ποντίφικων προς τους Φράγκους. Αντίθετα έχουμε τις επιστολές τους, τις οποίες χρονολογούν με βάση την βασιλεία στην Κωνσταντινούπολη. Για παράδειγμα η επιστολή του Γρηγορίου του Β', με την οποία αναθέτει την ιεραποστολή στον Βονιφάτιο (επ.12, 719 μ.Χ.) «Εδόθη 1η Μαίου τον τρίτο χρόνο της βασιλείας του ευσεβεστάτου εν Κυρίω Αύγουστου Λέοντα, εκ Θεού εστεμμένου μεγάλου αυτοκράτορα, κατά τον τρίτο χρόνο της υπατίας του, τη δευτέρα της ινδίκτου».
Αλλά και μετά το διάταγμα του 726 μ.Χ. στην επιτολή 26 στον Άγιο Βονιφάτιο χρονολογεί ο ίδιος Πάπας « Εδόθη 10η των Καλένδων Δεκεμβρίου, τον δέκατο χρόνο της βασιλείας του ευσεβεστάτου εν Κυρίω Αυγούστου Λέοντα, εκ Θεού εστεμμένου μεγάλου αυτοκράτορα, κατά τον δέκατο χρόνο της βασιλείας του, και τον έβδομο χρόνο του Κωνσταντίνου, υιού του μεγάλου αυτοκράτορα, την δεκάτη της ινδίκτου».
Σ' αυτήν την επιστολή αναφέρεται και ο Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος. Ο πάπας Γρηγόριος ο Γ' στην επιστολή(45) του στον Άγιο Βονιφάτιο τον Οκτώβριο του 739 μ.Χ. κλείνει ως εξής: « Εδόθη 4η των Καλένδων Νοεμβρίου τον εικοστό τρίτο χρόνο της βασιλείας του ευσεβεστάτου εν Κυρίω Αυγούστου Λέοντα, εκ Θεού εστεμμένου μεγάλου αυτοκράτορα, κατά τον εικοστό τρίτο χρόνο της υπατίας του και τον εικοστό χρόνο του Κωνσταντίνου, υιού του μεγάλου αυτοκράτορα, την ογδόη της ινδίκτου».
Και για να τελειώνουμε, στην απάντηση(51) του πάπα Ζαχαρία στον Άγιο Βονιφάτιο τον Απρίλιο του 743 μ.Χ. έχουμε ίδιο τρόπο χρονολόγησης: «Εδόθη στις Καλένδες Απριλίου, τον εικοστό τέταρτο χρόνο της βασιλείας του ευσεβεστάτου εν Κυρίω αυτοκράτορα Κωνστανίνου, εκ Θεού εστεμμένου, κατά τον δεύτερο χρόνο της υπατίας του, την δεκάτη της ινδίκτου».
Πουθενά σ' αυτά δεν μπορούμε να στηρίξουμε επανάσταση, αποσκίρτηση ή αυτονόμηση της πολιτικής των Ρωμαίων επισκόπων Ρώμης, ούτε στροφή προς τους Φράγκους, αλλά αντίθετα πίστη στο ποίμνιό τους, στο κράτος και την βασιλεία των Ρωμαίων, και επιτυχημένες ενέργειες, κατά το δυνατόν για την στήριξη της ανεξαρτησίας των επαρχιών και αντίσταση στους βάρβαρους κατακτητές.
Αποσκίρτηση της Αγίας Έδρας από το Κωνσταντινοπολίτικο κέντρο είχαμε μετά το 1009 μ.Χ. όταν στον θρόνο της Ρώμης κάθισαν Γερμανοί Πάπες και έστρεψαν τον Οίακα της δυτικής εκκλησίας από την Ρωμανία στην Φραγκία. Την στροφή τους αυτή ανήγγειλαν και τυπικά το 1054 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη με τον καρδινάλιο Ουμβέρτο και το κατάπτυστο εκείνο έγγραφο (Πιττάκιο) που κατέθεσε στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας.
Για την αδικαιολόγητη τακτική τους οι Γερμανοί προσπάθησαν να βρουν ερείσματα σε παλαιότερες εποχές και ως τέτοια πρέπει να νοηθεί και η ερμηνεία που δίνουν στις επιστολές που περιέχονται στον Codex Carolinus. Η ερμηνεία αυτή στερείται ιστορικής βάσης, αλλά αποτελεί Φράγκικη προπαγάνδα.
Μετά τον θάνατο του Κάρολου Μαρτέλου η διοίκηση του φράγκικου κράτους πέρασε στους γιους του Καρλομάννο (706 μ.Χ. ή 716-754 μ.Χ. Αυστρασία) και Πεπίνο τον Βραχύ (714-768 μ.Χ. Νευστρία) από την πρώτη του γυναίκα Ροτρούδη (= Ερυθρώ, 690-724 μ.Χ.), κόρη του επισκόπου Τρεβήρων (Trier), Λεοτβίνου. Αυτοί περιόρισαν τον ετεροθαλή αδελφό τους Γκρίφονα (726-753 μ.Χ. από την δεύτερη γυναίκα του Καρόλου, Σουαναχίλδη) και τον έκλεισαν σε μοναστήρι, οπότε και δεν ήγειρε αξιώσεις στην πατρική κληρονομιά για την ώρα.
Η αδελφή τους Χιλτρούδη (π.754 μ.Χ.) παντρεύτηκε τον δούκα της Βαυαρίας Οδίλο. Ο θάνατος του ισχυρού Μαγιορδόμου σήμανε γενική εξέγερση σε όλα τα υποτελή στους Φράγκους Δουκάτα. Η γενική ιδέα ήταν, ότι εφόσον δεν υπήρχε Βασιλιάς στην Φραγκία, δεν όφειλαν σε κανέναν υποτέλεια. Ο Κάρολος είχε επιβάλλει την επικυριαρχία του δια των όπλων. Οι γιοι του έπρεπε ν' αποδείξουν ότι μπορούν να κάνουν το ίδιο, καθώς η νομική τους θέση ήταν αμφίβολη.
Η υποτέλεια δεν περνούσε κληρονομικώ δικαίω στους γιους των Μαγιορδόμων αλλά των βασιλέων. Πεπίνος και Καρλομάννος είχαν μπροστά τους μια σειρά από εκστρατείες για να επαναφέρουν τους γείτονες υπό την Φραγκική επιρροή. Η πρώτη εκστρατεία τους στράφηκε κατά του Ανούλδου, Δούκα της Ρωμαϊκής Ακουϊτανίας. Πέρασαν τον Λίγηρα στο ύψος της Ορλεάνης. Έφθασαν στην Bourges, αλλά δεν διέθεταν τα μέσα για να πολιορκήσουν την πόλη. Ο Ανούλδος διέφυγε, τον καταδίωξαν για λίγο χωρίς να μπορέσουν να τον νικήσουν σε μάχη εκ παρατάξεως.
Έτσι περιορίστηκαν σε λεηλασίες και καταστροφές λιγότερο οχυρωμένων πόλεων, όπως η Λούκα. Η πιεστική κατάσταση στα δυτικά σύνορα τους ανάγκασε να επιστρέψουν, χωρίς να καταφέρουν να υποτάξουν την Ακουϊτανία. Η επόμενη εκστρατεία ήταν εναντίον των Αλαμαννών επιτυχής, καθώς ο δούκας τους Θεοδοβάλδος δέχθηκε την επικυριαρχία των Φράγκων.
Δεν έχει καταγραφεί κάποια συγκεκριμένη μάχη. Με την επιστροφή τους οι δυο αδελφοί μερίμνησαν για τη άνοδο του Μεροβίγγειου Χιλδέριχου του Γ' στον θρόνο(743 μ.Χ.), καθώς από το θάνατο του Θεοδώριχου Δ' το 737 μ.Χ. δεν υπήρχε βασιλιάς. Την ίδια χρονιά έγινε και η σύνοδος στην πόλη Estinnes της επαρχίας Hennegau (σήμερα στο Βέλγιο) υπό την αιγίδα του Καρλομάννου και υπό την προεδρία του Αγίου Βονιφατίου, για την προπαρασκευή της οποίας διαβάσαμε παραπάνω.
Ακολούθησε συμμαχία του Ανούλδου με τον δούκα της Βαυαρίας Οδίλο και επιδρομή του πρώτου στην Chartres. Το 744 μ.Χ. τα δυο αδέλφια εισέβαλαν στην Βαυαρία με όλη την Φραγκική δύναμη. Τους Βαυαρούς επικουρούσαν Σάξωνες, Αλαμαννοί και Σλάβοι. Επίσης, στο στρατόπεδο του Οδίλο βρισκόταν και κάποιος απεσταλμένος του Πάπα Ζαχαρία, πρεσβύτερος της εκκλησίας της Αγίας Πουδεντιάνα της Ρώμης, ονόματι Σέργιος. Αυτός μετέβη την 15η μέρα της εισβολής στο στρατόπεδο των Φράγκων και ζήτησε ν' απομακρυνθούν από την Βαυαρική επικράτεια στο όνομα του επισκόπου Ρώμης.
Οι Φράγκοι δεν ενέδωσαν και ακολούθησε ολοήμερη μάχη, η οποία τους ανέδειξε νικητές. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο ειρημένος Σέργιος καθώς και ο άρτι τοποθετηθείς επίσκοπος Γερβάλδος του Ρεγενβούργου, φίλος του Αγίου Βονιφατίου. Αυτοί οδηγήθηκαν ενώπιον του Πεπίνου και αυτός σε ένα σύντομο λογύδριο διατύπωσε την άποψη απάντηση στην προηγούμενη αίτηση του Σέργιου, ότι ο Θεός χαρίζει την νίκη στις διαφορές των ανθρώπων, είτε πρόκειται για ιδιωτικές διαμάχες, είτε για πολέμους εθνών, σε αυτόν που έχει δίκιο.
Το επεισόδιο αυτό βρίσκεται μόνο στο Χρονικό του Μετζ (annales Mettiensis, 743 μ.Χ.). Δεν μας απασχολεί η αυθεντικότητά του ή όχι. Ο λόγος για τον οποίο το αναφέρουμε είναι ότι επ' αυτού στηρίχθηκε το «δίκαιο του ισχυρότερου» που κυριάρχησε ως δικαστική πρακτική τον Μεσαίωνα και κατήργησε στην πράξη κάθε έννοια δικαίου και κάθε προηγούμενη νομική πρόοδο της Ευρώπης.
Ακολούθησαν εκστρατείες στην Σαξωνία και την Ακουϊτανία. Και τα δυο δουκάτα επανήλθαν υπό Φράγκικη κυριαρχία. Παραπέρα ο Ανούλδος ανέθεσε την διοίκηση στον γιο του Waifar και ο ίδιος κλείστηκε σε μοναστήρι και ακολούθησε μοναχικό βίο. Στην συνέχεια ο Καρλομάννος εισέβαλε στην Αλαμαννία και τιμώρησε όσους βοήθησαν τον Οδίλο και τους Βαυαρούς. Πρόκειται για την γνωστή σφαγή στο Cannstatt (Blutgericht zu Cannstatt) και τα θύματα ανήλθαν σε πολλές χιλιάδες Αλαμαννών σύμφωνα με τα annales Mettiensis και Petaviani.
Την συνέχεια διαβάζουμε στα annales regni Francorum: «Ο Καρλομάννος τότε εξομολογήθηκε στον αδελφό του Πεπίνο, ότι επιθυμούσε ν' αποσυρθεί από τον κόσμο. Δεν ανέλαβαν καμιά εκστρατεία εκείνη την χρονιά, αλλά και οι δυο έκαναν προετοιμασίες, ο Καρλομάννος για το ταξίδι και ο Πεπίνος για την αναχώρηση του αδελφού του με δώρα και τιμές». Η αποταγή του Καρλομάννου συνδέεται από μερικούς με τύψεις που μπορεί να είχε για την σφαγή στο Cannstatt.
Δεν βρίσκουμε λόγο να διαφωνήσουμε προς το παρόν. Στις προετοιμασίες του συμπεριλαμβάνεται και η ανέγερση μοναστηριού προς τιμήν του Αγίου Συλβέστρου στο Monte Soretto. Ο ίδιος δεν μόνασε εκεί αλλά στο Monte Cassino. Τον γιο του Drogo άφησε υπό την προστασία του Πεπίνου.
Η αναχώρηση του αδελφού του άνοιξε τον δρόμο για τον θρόνο στον Πεπίνο. Δεν τέθηκε θέμα νομιμότητας. Νόμιμος Βασιλιάς ήταν ο Χιλδέριχος ο Γ'. Τα επόμενα δύο χρόνια ο Πεπίνος προετοίμασε την μεταφορά του στέμματος από την Μεροβίγγεια στην Καρολίγγεια δυναστεία. Η πράξη του έπρεπε να καλυφθεί ηθικά και πολύτιμος αρωγός του σ' αυτό στάθηκε ο Πάπας. Αρχικά στάλθηκε πρεσβεία για να ρωτήσει αν μπορούσε να γίνει αυτή η αλλαγή.
Η αποστολή αυτή τοποθετείται στο 749 μ.Χ. σύμφωνα με annales regni Francorum και στο 750 μ.Χ. σύμφωνα με τα annals Laurissenses minores. Η διήγηση στα annals regni Francorum έχει ως εξής: «Ο επίσκοπος Βυτεμβούργου Βουρχάρδος και ο εκκλησιάρχης Φουλράδος στάλθηκαν στον Πάπα Ζαχαρία να ερευνήσουν, αν ήταν καλό ή όχι που ο Βασιλιάς των Φράγκων δεν έφερε καμιά βασιλική εξουσία, όπως ήταν τότε.
Ο Πάπας Ζαχαρίας συνέστησε στον Πεπίνο, ότι είναι καλύτερο να καλούν εκείνον Βασιλιά που έχει την βασιλική εξουσία, παρά εκείνον που δεν την έχει˙ και για να μην διασαλεύσει την τάξη όρισε με αποστολική αυθεντία να γίνει Βασιλιάς ο Πεπίνος». Έλαβε, λοιπόν, ο Πεπίνος την ηθική δικαίωση της πράξης του από την Ρώμη. Στέφθηκε βασιλιάς από τον Άγιο Βονιφάτιο στην Σουασσόν το 751 μ.Χ.. Ο Χιλδέριχος εκάρη μοναχός και κλείστηκε σε μοναστήρι.
Ο Πάπας Ζαχαρίας απεβίωσε το 752 μ.Χ. και στην θέση του ανήλθε ο Στέφανος Β' (ή κατ' άλλους Γ'). Ένα χρόνο πριν οι Λογγοβάρδοι είχαν καταλάβει την Ραβέννα και πίεζαν ασφυκτικά την Ρώμη. Ο διάδοχος του Λιουτπράνδου, Ράτσης ύστερα από συνάντησή του με τον Ζαχαρία κλείστηκε σε μοναστήρι και την θέση του έλαβε ο αδελφός του Αϊστούλφος. Η Ραβέννα έπεσε σχεδόν χωρίς αντίσταση και ο τελευταίος Έξαρχος Ευτύχιος κατέφυγε στην Σικελία.
Στην Κωνσταντινούπολη Βασίλευε ο Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος και απασχολημένος, όπως ήταν με Σαρακηνούς και Βούλγαρους, αδυνατούσε να προσφέρει άμεσα βοήθεια στην Ιταλία. Γι' αυτό εξουσιοδότησε τον Πάπα Στέφανο να έρθει σε άμεση συνεννόηση με τους παλιούς συμμάχους της Αυτοκρατορίας τους Φράγκους. Ο Πάπας ταξίδευσε αυτοπροσώπως στο Πόντιον το 753 μ.Χ. Μαζί του ταξίδευε και ο Καρλομάννος, μοναχός πια. Πρόβλημα δημιουργεί ο σκοπός για τον οποίο ο Καρλομάννος ακολούθησε τον πάπα σε αυτό του το ταξίδι.
Τα annals regni Francorum , στην πρώτη τους μορφή καταγράφουν την αντίθεση του Καρλομάννου σε μια ενδεχόμενη εκστρατεία του Πεπίνου στην Ιταλία. Ο συγγραφέας της αναθεωρημένης του έκδοσης (μέσα του Θ' αι.), για να απαλύνει τις εντυπώσεις, αναφέρει ότι πραγματοποίησε αυτό ταξίδι, λόγω υπακοής στον Ηγούμενό του και δεν αντιτίθονταν ο ίδιος. Όπως και να ‘χει αναρωτιόμαστε για ποιον λόγο ο Πάπας Στέφανος έφερε μαζί του τον αδελφό του Πεπίνου, πρόσωπο με έντονη επιρροή, όπως φαίνεται, την στιγμή που αυτός θα μπορούσε να του ανατρέψει τα σχέδια και όχι να τον βοηθήσει.
Την αντίφαση αυτή ίσως να μας βοηθά να ξεδιαλύνουμε ο Paul Fouracre. Αυτός αναφέρει, ότι η γέννηση του γιου του Πεπίνου Καρλομάγνου στις 2 Απριλίου του 748 μ.Χ. (ένα χρόνο μετά την αποταγή του Καρλομάννου) στάθηκε η αιτία για ν' αλλάξουν τα σχέδια του πατέρα του. Έτσι, αυτός παρέκαμψε την νόμιμη διαδοχή των Μεροβίγγειων και παραμέρισε τον γιο του Καρλομάννου, Drogo.
Στην συνέχεια έστειλε επιστολή στον πάπα Ζαχαρία, στην οποία εντέλλονταν να κρατήσει τον αδελφό του στην Ρώμη, προφανώς για να μην επιστρέψει στην Φραγκία και του χαλάσει τα σχέδια. Συνεπώς ο Ρώμης Ζαχαρίας είχε προσφέρει δύο εκδουλεύσεις στον Πεπίνο, η πρώτη που κράτησε τον Καρλομάννο στην Ιταλία (αυτό ίσως εξηγεί το γιατί αυτός δεν μόνασε στο μοναστήρι που ο ίδιος ίδρυσε) και η δεύτερη η αποδοχή της μεταβίβασης της βασιλείας.
Η υπόθεση, σύμφωνα με την οποία ο Καρλομάννος ταξίδεψε στο Παρίσι για να παρακαλέσει για την αποκατάσταση του γιου του, δεν ευσταθεί για δυο λόγους. Πρώτον, ο Πεπίνος ήταν τώρα Βασιλιάς και ο θεσμός του Μαγιορδόμου εξαφανίσθηκε και δεύτερον δεν επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη των γεγονότων. Ο Καρλομάννος συνελήφθη κρατήθηκε στην Φραγκία και πέθανε το 755 μ.Χ. Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε (όχι, όμως να ισχυριστούμε), ότι ο Πάπας Στέφανος έφερε μαζί του τον αδελφό του Βασιλιά, ως μέσο πίεσης, σε περίπτωση που ο Πεπίνος αρνούταν να επέμβει στις υποθέσεις της Ιταλίας.
Τελικά ενέδωσε στις αιτήσεις του Πάπα. Η παρουσία του επισκόπου της Ρώμης στην Φραγκική αυλή, ήταν μια καλή ευκαιρία για την επισημοποίηση της στέψης του Πεπίνου. Στις 6 Ιανουαρίου του 754 μ.Χ. έγινε η στέψη ολόκληρης της Βασιλικής Οικογένειας, του Πεπίνου, της συζύγου του Βέρθας και των γιων του Καρόλου και Καρλομάννου, στην βασιλική του Αγίου Διονυσίου στο Παρίσι. Παρίστατο όλο το Μεγά Συμβούλιο των Φράγκων. Από αυτούς αποφασίστηκε και εισβολή στην Ιταλία, η οποία πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του ίδιου έτους.
Ο Αϊστούλφος υπετάγη σε δύο εκστρατείες (η δεύτερη το 755-6 μ.Χ.) και το εξαρχάτο ανασυστήθηκε, αλλά αυτή την φορά χωρίς έξαρχο από την Κωνσταντινούπολη. Πολιτικός διοικητής του ορίστηκε ο επίσκοπος Ρώμης που έλαβε και τον τίτλο του πατρίκιου. Αυτός, βέβαια, είναι ένας πολύ ασθενής ισχυρισμός, διότι ο καθ' ύλην αρμόδιος να εκδώσει τέτοιες αποφάσεις, ήταν ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης.
Ο Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος δεν υπέγραψε καμιά συνθήκη, βάσει της οποίας ν' αναγνώριζε την εξουσία των Λογγοβάρδων ή των Φράγκων επί των εδαφών της αυτοκρατορίας, ούτε η ροή των γεγονότων ή η διάρκεια του χρόνου είχαν προσφέρει την βάσει για την de facto αναγνώριση δικαιωμάτων σε αυτούς. Η υπόθεση, κατά την οποία δεν είχε πολιτικά δικαιώματα επί των εδαφών της Ιταλίας, ως αιρετικός, δεν έχει προηγούμενο.
Ακόμα και η έκφραση «respublica Romanorum», που χρησιμοποιούν οι τότε χρονογράφοι, για να περιγράψουν το πολιτικό αυτό μόρφωμα, το διάδοχο του εξαρχάτου, υπονοεί κατά τον Duchesne, την κυριαρχία του Ρωμαίου αυτοκράτορα. O συγγραφέας αρνείται και την χρήση του όρου «patricius Romanorum» από τον Πεπίνο σε επίσημα έγγραφα, καθώς τον διαχωρίζει από τον απλό τίτλο «patricius», τον οποίο κατείχε.
Αξίζει ν' αναφέρουμε, ότι οι πρεσβείες που αντηλλάγησαν μεταξύ Ρωμαίων, Φράγκων και Λογγοβάρδων συμπεριελάμβαναν και θεολογικά ζητήματα. Οδήγησαν σύμφωνα με τα Χρονικά του Lorsch σε σύγκληση συμβουλίου το 767 μ.Χ. στο Gentilly (στα νότια προάστια του Παρισιού) όπου έγινε συζήτηση «inter Romanos et Graecos de sancta Trinitate et de sanctorum imaginibus». Η απορία των καθολικών εκκλησιαστικών συγγραφέων, γιατί αναφέρεται τριαδολογικό θέμα σε αυτό το συμβούλιο, ενώ στο επόμενο του 769 μ.Χ. όχι, καθόσον δεν υπήρχαν δογματικές διαφορές Ανατολής Δύσης την εποχή αυτή, θέτει σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία του Χρονικού.
Αξίζει να δούμε τις επιστολές που έστειλαν οι πάπες στους Φράγκους βασιλείς ζητώντας την βοήθειά τους στην αποκατάσταση των Ρωμαϊκών εδαφών. Οι επιστολές αυτές περιλαμβάνονται στον Codex Carolinus. Στην επιστολή (Νο 6 στον Κώδικα) που έστειλε ο πάπας Στέφανος Β' στον Πεπίνο το 755 μ.Χ. (μετά την πρώτη ήττα των Λογγοβάρδων), του αναφέρει, ότι η Ρωμαϊκή εκκλησία δεν έχει αποκατασταθεί στα προηγούμενα εδάφη της και τον καλεί ν' αποδώσει ότι υποσχέθηκε με την «δωρεά» του.
Λίγο παρακάτω επικαλείται: «τον ευλογημένο Απόστολο Παύλο που είπε ‘καλύτερο να μην υπόσχεσθε, παρά ενώ έχετε υποσχεθεί να μην αποδίδετε». Δυστυχώς για τον συντάκτη της επιστολής το εδάφιο αυτό είναι Εκκλησιαστής ε',5 και το πλησιέστερο της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στις Πράξεις ε',4. Θα μπορούσε πραγματικά ο επίσκοπος Ρώμης να κάνει τέτοιο μπέρδεμα; Ή μήπως δεν ήταν ο επίσκοπος Ρώμης ο συντάκτης της επιστολής. Και ποια είναι η «δωρεά» που αναφέρεται εδώ; Από αυτή την αναφορά καθώς και από τον βίο του Στεφάνου στο Liber Pontificalis124 μαθαίνουμε για την «Δωρεά του Πεπίνου» του 754 μ.Χ.
Την «δωρεά» αυτή μαζί με τα κλειδιά των πόλεων που παραδόθηκαν στον πάπα, υποτίθεται ότι κατέθεσε ο ηγούμενος Φουλράδος (αναφορά σ' αυτόν είδαμε και παραπάνω) στον τάφο του Αγίου Αποστόλου Πέτρου. Όλοι οι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με αυτό το βιβλίο το κατατάσσουν στην ίδια κατηγορία με τις «ψευδο- ισιδώρειες διατάξεις» και την «δωρεά του Κωνσταντίνου». Εμείς να προσθέσουμε, ότι το σχετικό τμήμα του καταλόγου των παπών αποδίδεται (χωρίς να είναι κοινά αποδεκτό) στον Αναστάσιο Βιβλιοθηκάριο.
Το πρόσωπο αυτό θεωρείται εκφραστής της Φράγκικης πολιτικής στην Ρώμη στο δεύτερο μισό του Θ' αι. και εκλέχθηκε ως Αντιπάπας το 855 μ.Χ. από τους Φράγκους, χωρίς να καταφέρει να υποσκελίσει τον κανονικά εκλεγμένο Βενέδικτο Γ'.
Γι' αυτήν την περίφημη «δωρεά του Πεπίνου» εμείς δεν θα πούμε τίποτα. Αφήνουμε τον Ε. Freeman να μιλήσει: «Τώρα ούτε είναι διαθέσιμο (το κείμενο της δωρεάς), ούτε έχει αναπαραχθεί σε μεταγενέστερες εποχές, ούτε έχει τυπωθεί σε κανένα βιβλίο. Ούτε υπάρχουν χειρόγραφα, των οποίων το κείμενο να περιμένουμε να δούμε με ενθουσιασμό. Λόγω της απουσίας τους (στοιχείων ή κειμένων) ό,τι μπορεί να ειπωθεί στην λεπτομερή ιστόρηση των γεγονότων είναι ευρηματική εικασία».
Κι όμως σε αυτήν την «ευρηματική εικασία» η Φράγκικη ιστοριογραφία στηρίζει την γέννηση της Παπικής εξουσίας (Παποκαισαρισμός), την ίδρυση του Παπικού κράτους, την Παπική κοσμική εξουσία και συμπερασματικά τον διοικητικό και εκκλησιαστικό διαχωρισμό της Ρώμης από την Κωνσταντινούπολη.
Ας δούμε πως το διατυπώνει ένας ακόμη θεωρητικός της παραπάνω άποψης, ο Charles Wells: «Έτσι βαθμηδόν, σχεδόν ασυνείδητα, χωρίς χάρτες, διατάγματα ή συνθήκες, ο επίσκοπος Ρώμης αναγνωρίστηκε ηγέτης και διοικητής των πολιτισμένων δυνάμεων της Δύσης, και σχεδόν ασυναίσθητα είχε γίνει ο αυτοδιορισμένος λεγάτος και αντιπρόσωπος της αυτοκρατορικής εξουσίας».
Ο εν λόγω καθηγητής προφανώς απέφυγε να στηρίξει την εξουσία του πάπα σε μια δωρεά-φάντασμα και προτίμησε να πει ότι ο πάπας αυτοδιορίστηκε. Τώρα αν θέλουμε να επιμείνουμε στο ποιες θεωρούσε «πολιτισμένες δυνάμεις της Δύσης», τότε να πούμε ότι σίγουρα η «εξουσία» του πάπα δεν άπτονταν των Φράγκων, του κραταιού Πεπίνου και του αργότερα κραταιότερου Καρλομάγνου.
Εκπληρώθηκαν, όμως, οι υποσχέσεις της Δωρεάς; Στον Codex Carolinus υπάρχουν ακόμα τρεις επιστολές του πάπα Στέφανου για το ίδιο θέμα μέχρι το 756 μ.Χ. Στην επιστολή Νο 9 (8η στην έκδοση του Jaffé) αναφέρεται πολιορκία της Ρώμης από τους Λογγοβάρδους. Η πολιορκία αυτή, σύμφωνα με τα λεγόμενα της επιστολής κράτησε 55 ημέρες και πολλές καταστροφές αναφέρονται, κυρίως εκκλησιών.
Όλη η φρίκη του πολέμου είναι συμπυκνωμένη σ' αυτήν την επιστολή, για να πείσει τους Φράγκους να βοηθήσουν τους Ρωμαίους, έναντι των Λογγοβάρδων. Αλλά τι γράφει ο Freeman για το περιεχόμενο της επιστολής; «Μερικές από τις κατηγορίες του πάπα αυτοαναιρούνται». Και παρακάτω δείχνει, πως οι εκκλησίες που αναφέρονται ως κατεστραμμένες τελικά δεν πάθαν τίποτα και πως μεμονωμένα περιστατικά απολυτοποιήθηκαν.
Οι Λογγοβάρδοι ήταν Ορθόδοξοι και γενικά θεωρείται απίθανο να προέβησαν σε καταστροφές ναών, εικόνων ακόμη και ιεροσυλίες με λείψανα αναφέρει η επιστολή. Αλλά η μεγαλύτερη απορία προκύπτει με το τέλος της πολιορκίας, καθώς πουθενά δεν αναφέρονται οι λόγοι και ο τρόπος που αυτή λύθηκε. Η λύση αυτής της πολιορκίας αποτελεί ένα ακόμη από τα μυστήρια του Κώδικα.
Η επόμενη επιστολή του Κώδικα (Νο 10) είναι η επιστολή που έγραψε ο Απόστολος Πέτρος στους τρεις βασιλείς της Φραγκίας, Πεπίνο, Κάρολο και Καρλομάννο ζητώντας την βοήθειά τους για την Εκκλησία της Ρώμης: «Petrus Vocatus Apostolus a Iesu Christo, Dei vivi filio - ..., viris exellentissimis Pipino, Carolo et Carlomanno, tribus regibus, adque sanctissimis episcopis, abbatibus, presbiteris vel cunctis regiliosis monachis, verum etciam ducibus, comitibus et cunctis generalibus excercitibus et populo Franciae commorantibus».
Μετά από αυτήν την επιστολή υποτίθεται, ξεκίνησε η δεύτερη εκστρατεία του Πεπίνου, επιτυχής, και νέες υποσχέσεις για την αποκατάσταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Τελικά ο Αϊστούλφος πεθαίνει χωρίς να έχει αποδώσει στην Ρώμη τις πόλεις που αναφέρονται στην Δωρεά και νέος Βασιλιάς των Λογγοβάρδων επιλέγεται (σύμφωνα με το χρονικό του Metz, 756 μ.Χ. από τον Πεπίνο) ο δούκας της Τοσκάνης, Δεσιδέριος. Τώρα οι πάπες περιμένουν από αυτόν την αποκατάσταση των Ρωμαϊκών πόλεων.
Ο Στέφανος Β' πεθαίνει χωρίς να δει την πραγματοποίηση του ονείρου και τον διαδέχεται ο Παύλος Α'. Αυτός στην επιστολή του στον Πεπίνο (Νο 15, 758 μ.Χ.) γράφει ότι ο Δεσιδέριος δεν παρέδωσε τις πόλεις, ενώ στην επόμενη (Νο 16, 758 μ.Χ.), ότι διαπραγματεύεται την Ιμολά με αντάλλαγμα την επιστροφή των ευγενών που κρατούνται όμηροι από τους Φράγκους.
Το 768 μ.Χ. απεβίωσε ο Πεπίνος και την διοίκηση ανέλαβαν οι γιοί του Κάρολος (ο επονομαζόμενος Μέγας) και Καρλομάννος. Μια εσωτερική διαμάχη μεταξύ των δύο αδελφών απετράπη το 771 μ.Χ. με τον θάνατο του Καρλομάνου. Με την μετάβαση της εξουσίας στους νέους βασιλείς ξεκίνησε νέα σειρά επαναστάσεων των υποτελών Δουκάτων. Έτσι άρχισε μια σειρά εκστρατειών (40 στο σύνολο) για την επαναφορά των εξεγερμένων στην προηγούμενη κατάσταση. Και όπως πάντα ή πρώτη εκστρατεία ήταν εναντίον των Ρωμαίων της Ακουϊτανίας.
Τα έργα και οι ημέρες του Καρόλου είναι λίγο-πολύ γνωστά. Εμείς θα εστιάσουμε σε συγκεκριμένα σημεία της δράσης του. Το 772 μ.Χ. πάπας Ρώμης αναλαμβάνει ο Ανδριανός ο Α'. Το 773 μ.Χ. ξεκινά η εκστρατεία των Φράγκων στην Λομβαρδία με αφορμή την μη απόδοση των εδαφών στην Ρώμη από τον Δεσιδέριο. Η Παβία, πρωτεύουσα του Λογγοβαρδικού βασιλείου έπεσε το 774 μ.Χ. Το Πάσχα της ίδιας χρονιάς ο Κάρολος εισήλθε στην Ρώμη για πρώτη φορά και έλαβε τον τίτλο του «Πατρίκιου των Ρωμαίων», έναν τίτλο που κατά κοινή ομολογία, μόνο ο αυτοκράτορας μπορούσε να αποδώσει, όχι ο Πάπας. Αυτή η λεπτομέρεια, βέβαια, δεν ενοχλεί κανέναν.
Ενώπιον του τάφου του Αποστόλου Πέτρου, έδωσε ένορκη υπόσχεση να εκπληρώσει την υπόσχεση του πατέρα του Πεπίνου (όπως φαίνεται η Δωρεά του Πεπίνου έμεινε ανεκπλήρωτη). Ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος καταγράφει, λανθασμένα, ότι την επέκτεινε υποσχόμενος τις πόλεις Τοσκάνη, Αιμιλία, Βενετία και την Κορσική. Άραγε αυτήν την φορά οι Φράγκοι κράτησαν την υπόσχεσή τους; Ο Charles Wells γράφει: «Ο Κάρολος δεν βιαζόταν να παραδώσει την επικράτεια που ζητούσε ο Πάπας, την οποία είχε μόλις καταλάβει από τους Λογγοβάρδους, και έτσι να εκπληρώσει την υπόσχεση του πατέρα του, Πεπίνου, όπως αιτούνταν ο πάπας».
Αυτό φαίνεται και από την επιστολή του Ανδριανού προς τον Κάρολο (Νο 6ο, 778 μ.Χ.). Στην επιστολή αυτή γίνεται και πρώτη φορά λόγος για την Δωρεά του Κωνσταντίνου, που βρισκόταν μαζί με άλλες δωρεές στα ιερά αρχεία του Λατεράνου. Η χάλκευση της ψευδο-κωνσταντίνειας Δωρεάς είναι γνωστή. Αυτό που βλέπουμε εδώ είναι η χρήση της. Η Δωρεά αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους Ποντίφικες για να εγείρουν αξιώσεις έναντι της Κωνσταντινούπολης.
Στην Κωνσταντινούπολη γνώριζαν την αλήθεια, όπως και για τις ψευδο-ισιδώρειες διατάξεις. Χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους Ποντίφικες για να διασφαλίσουν τα δικαιώματα της εκκλησίας έναντι των Φράγκων, να διατηρήσουν, όσο ήταν δυνατό την ανεξαρτησία της Ρωμαϊκής εκκλησίας, από τις επιβουλές των Γερμανών επισκόπων. Τα πρώτα χτυπήματα δέχθηκε η Ρωμαϊκή εκκλησία από τον πρώτο Καρολίδη Βασιλιά Κάρολο Μαρτέλο με την δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας στην Γαλατία.
Αυτή η κίνηση, φαίνεται, ότι δεν άρεσε ούτε στους Φράγκους επισκόπους, διότι ο λύνω-και-δένω Hincmar, επίσκοπος Ρεμς (854-882 μ.Χ.), τον επόμενο αιώνα διέδιδε, ότι ο Κάρολος Μαρτέλος καταδικάστηκε να κολάζεται εξαιτίας αυτής του της πράξης, αναφερόμενος σε ένα όραμα που είχε ο Ευχέριος, επίσκοπος Ορλεάνης. Ο Ευχέριος, όπως και Ουιλλικάριος Βιέννης, ήταν από τους Ρωμαίους επισκόπους που έχασαν τις επισκοπές τους από τον Κάρολο Μαρτέλο, και αντικαταστάθηκαν από Φράγκους ομολόγους τους, ενώ η περιουσία αυτών των επισκοπών πέρασε στα χέρια Φράγκων φεουδαρχών.
Ο δε Hincmar δήλωνε ότι ο Κάρολος ήταν "non rex sed tyrannus" σε ένα ύστερο έργο του, το Vitae Rigoberti (Bίος του Ριγοβέρτου, επισκόπου Ρεμς, που επίσης εξορίσθηκε από τον εν λόγω Καρολίδη). Η χρήση αυτή των ψευδεπίγραφων δωρεών δεν άρεσε, βέβαια, στον Hincmar, αν και δεν φαίνεται να γνώριζαν οι Γερμανοί την εποχή αυτή την αλήθεια. Το πιο πιθανό είναι να την έμαθαν αργότερα, όταν η Ρωμαία πριγκίπισσα Θεοφανώ μετέβη στην Γερμανία (972) και παντρεύτηκε τον Όθωνα Β'.
Οι υποσχέσεις των Φράγκων, τουλάχιστον όπως αυτές διατυπώνονται από τους ίδιους, ώστε να πείσουν για τις καλές προθέσεις τους απέναντι στην Ρώμη, δεν εκπληρώθηκαν για άλλη μια φορά. Πως το δικαιολογούν αυτό; Ανατρέχουμε πάλι στον Charles Wells, ο οποίος λέει, ότι τώρα πια ο Κάρολος ήταν Βασιλιάς των Λογγοβάρδων και πατρίκιος των Ρωμαίων και πρακτικά είχε αντικαταστήσει τον Ρωμαίο αυτοκράτορα στην Ιταλία. «Από αυτές τις σχέσεις εξαρτιόταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες στον δρόμο για την εκπλήρωση των δωρεών».
Εν ολίγοις ο Κάρολος είχε πραγματοποιήσει τους στόχους του στην Ιταλία με ψεύτικες υποσχέσεις προς τους Ρωμαίους και δεν υπήρχε λόγος να τις εκπληρώσει. Το αντίθετο, μάλιστα. Τώρα είχε δικαιώματα επί της Ρωμαϊκής επικράτειας που συγκρούονταν με αυτά της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Αυτό που σκόπευε να κάνει ο Κάρολος στη συνέχεια ήταν να φέρει την ίδια την Εκκλησία σε κατάσταση υποτέλειας, με αυτόν επικυρίαρχο. Ενεργώντας προς αυτήν την κατεύθυνση απέδωσε την επικράτεια του τέως εξαρχάτου στον Αρχιεπίσκοπο Ραβέννας, θέτοντας τον Πάπα ουσιαστικά σε υποδεέστερη θέση.
Που, λοιπόν, μετά από όλα αυτά, βρίσκεται η κοσμική εξουσία του πάπα, αυτήν την εποχή; Πως ιδρύεται το Παπικό κράτος; Ποιο είναι τέλος πάντων, αυτό το κράτος; Όχι μόνο Παπικό κράτος δεν ιδρύθηκε, αλλά και όση εξουσία είχε ο πάπας καταλύθηκε. Αλλά ποιος λόγος για ένα τέτοιο ψέμα; Γιατί επιμένουν οι δυτικοί ιστορικοί, ότι «είναι απολύτως βέβαιο ότι ο Κάρολος αυτήν την εποχή αποκατέστησε στην Ρωμαϊκή Έδρα, έναν αριθμό πόλεων, γαιών και κάστρων, τα οποία οι Λογγοβάρδοι είχαν καταλάβει, αλλά ακριβείς λεπτομέρειες δεν είναι γνωστές»;
Ας προσπαθήσουμε να ξαναδούμε την εικόνα, ενταγμένη στην εποχή της, χωρίς τις προσφερόμενες ερμηνείες. Ένας Φράγκος Βασιλιάς εισβάλει στην ρωμαϊκή επικράτεια ένοπλος, ακολουθούμενος από τον στρατό του. Αυτό στην πρακτική της εποχής, μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει. Πόλεμο. Την εποχή εκείνη εθιμοτυπικές επισκέψεις μεταξύ βασιλιάδων δεν γίνονταν. Οι συνθήκες κλείνονταν με διπλωματικές αποστολές. Συναντήσεις, πολύ σπάνια γινόταν και επιλέγονταν ουδέτερο έδαφος κοντά στα σύνορα.
Το να μπει κάποιος σε ξένο έδαφος με τον τρόπο που μπήκε ο Κάρολος στην Ρώμη, σήμαινε εισβολή. Και αυτό στην πραγματικότητα έγινε. Η αυτοκρατορία, απασχολημένη σε τρία μέτωπα (Άραβες στην Ανατολή, Βούλγαροι στο Βορρά και εσωτερικά προβλήματα λόγω εικονομαχίας) δεν είχε την δυνατότητα ν' απαντήσει ανάλογα σε αυτήν την πρόκληση. Οι Φράγκοι, όχι μόνο διεκδίκησαν ξένα εδάφη, αλλά σφετερίστηκαν και τίτλους που δεν τους δόθηκαν και που δεν αναγνωρίστηκαν από την αυτοκρατορία.
Ο Κάρολος μπορούσε αυτόκλητα να καλείται όπως ήθελε, αλλά χωρίς διεθνή αναγνώριση οι τίτλοι ήταν κενοί. Έτσι θέλησαν αυτός και οι απόγονοί του να δώσουν τύποις και όχι πραγματική κοσμική εξουσία στον Πάπα, ώστε να υπάρξει μια κάποια αναγνώριση των ισχυρισμών τους. Με αυτό τον τρόπο η εισβολή τους έγινε κατόπιν προσκλήσεως και εν ολίγοις, αντί για κατακτητές παρουσιάζονταν ως σωτήρες.
Ο Κάρολος επιδόθηκε σε μια σειρά πολέμων με όλους τους γείτονές του. Το ίδιο έπραξε και ο Κάρολος Μαρτέλος, το ίδιο έπραξε και ο πατέρας του Πεπίνος. Τι είναι εκείνο που τον καθόρισε ως Μέγα; Είναι η οριστική λύση που έδωσε στα χρόνια προβλήματα των Φράγκων. Η τελεσίδικη υποταγή των γειτόνων του, Ρωμαίων, Σαξόνων, Αλαμαννών, Βαυαρών, Αβάρων και η κατάπνιξη κάθε εσωτερικής αντίδρασης, κυρίως των υποταγμένων Ρωμαίων. Αυτό έγινε με πολύ σκληρό τρόπο.
Όλες οι μεγάλες πόλεις σχεδόν αποψιλώθηκαν και οι πληθυσμοί τους μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν στις αγροτικές περιοχές, υπό την επίβλεψη των στρατιωτικών ακολούθων του Βασιλιά. Προσδέθηκαν στην γη, στην οποία δούλευαν και μέσω αυτής στον Φράγκο γαιοκτήμονα, μέλους μιας κοινωνικής στρατοκρατικής πυραμίδας. Στην ίδια πυραμίδα εντάσσονταν και οι Φράγκοι επίσκοποι, συγγενείς εξ αίματος των Τευτόνων ευγενών. Μια νέα κοινωνία δημιουργείται.
Κατά τον Jaques Le Goff: «Ανάμεσα στον Η' και Θ' αι. η αριστοκρατία συγκροτείται σε στρατιωτική τάξη, το κατ' εξοχήν μέλος αυτής της τάξης ονομάζεται miles - ιππότης- και αυτό φαίνεται να ισχύει μέχρι τα σύνορα του Χριστιανικού κόσμου... Στην εποχή των Καρολιδών οι κληρικοί μεταβάλλονται σε κάστα και η εξέλιξη της λειτουργίας και της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής εκφράζει τούτη την μεταμόρφωση... Τέλος η κατάσταση των αγροτών τείνει να ομογενοποιηθεί στο κατώτατο επίπεδο: το επίπεδο των δουλοπάροικων».
Το Φεουδαρχικό σύστημα επικρατεί (μερικοί θεωρούν ότι το σύστημα αυτό επικράτησε τον Ι' αι., αλλά εμείς πιστεύουμε, ότι τότε εξελίχθηκε ακόμη περισσότερο και οι θεσμοί του έγιναν πολυπλοκότεροι) ως μέσο ελέγχου των μη Τευτογενών λαών. Οι εθνικές διακρίσεις, όπως της κατοχύρωνε ο Σαλικός νόμος, έγιναν κοινωνικές διακρίσεις με τα Καπιτουλάρια του Καρόλου.
Σημαντικό ρόλο στον έλεγχο των υποτελών Ρωμαϊκών πληθυσμών από τους Φράγκους έπαιξε η κατάληψη των υψηλών τουλάχιστον βαθμίδων της ιεραρχίας από αυτούς. Ενδεικτικό παράδειγμα τοποθέτησης Φράγκου επισκόπου βρίσκουμε στην διήγηση της ζωής του Καρόλου από τον ανώνυμο μοναχό της Μονής του Αγίου Γάλλου. Σύμφωνα με την διήγηση αυτή κάποια επισκοπή εχήρευσε (δεν αναφέρεται ποια) και ο Κάρολος την υποσχέθηκε σε έναν εκκλησιαστικό του παλατιού.
Στην συνέχεια ευγενείς που ήρθαν για να παρακαλέσουν τον Βασιλιά να αναδείξει τον δικό τους υποψήφιο, έφυγαν χωρίς να το πετύχουν. «Στο τέλος η Βασίλισσα Χιλδεγάρδη έστειλε κάποιους από τους ευγενείς του βασιλείου και τελικά ήρθε αυτοπροσώπως, να παρακαλέσει για να δοθεί η επισκοπή σε δικό της υποψήφιο. Ο Βασιλιάς έλαβε την αίτησή της με ευγνωμοσύνη, και είπε ότι δεν ήθελε και δεν μπορούσε να της αρνηθεί οτιδήποτε˙ αλλά ότι θεωρούσε ντροπή ν' απογοητεύσει τον μικρό του εκκλησιαστικό.
Αλλά εξακολουθούσε η Βασίλισσα, ως γυναίκα, να πιστεύει πως η γυναικεία άποψη είχε περισσότερο βάρος από τις αποφάσεις των ανδρών. Έτσι απέκρυψε το πάθος που εγείρονταν στην καρδιά της, βύθισε την δυνατή φωνή της σε ψίθυρο, και με χειρονομίες φροντίδας προσπάθησε να μαλακώσει την ανείπωτη γνώμη του Βασιλιά. Κύριέ μου και Βασιλιά, είπε, τι πειράζει αν το αγόρι χάσει την επισκοπή; Και πιο πολύ, σε θερμοπαρακαλώ, γλυκέ Κύριε, δόξα μου και καταφύγιο, δώσε την στον πιστό σου υπηρέτη, τον δικό μου υποψήφιο.
Τότε ο νεαρός άνδρας, που είχε ακούσει τις υποψηφιότητες πίσω από την κουρτίνα (εκεί τον είχε κρύψει ο Κάρολος) έγειρε προς την καρέκλα του Βασιλιά, τον αγκάλιασε μέσα από την κουρτίνα και φώναξε, Ω Κύριε και βασιλιά, μείνε σταθερός και μην αφήσεις κανένα να σου πάρει την δύναμη που σου δόθηκε από τον Θεό». Ιδού, λοιπόν, ποιοι και πως αναδεικνύονταν ποιμένες του δυστυχούς ποιμνίου. Θα ήταν ουτοπία να πιστέψουμε, ότι αυτοί οι επίσκοποι υπάκουαν σε κάποιον άλλο πλην του Τευτονοφράγκου ηγεμόνα.
Ο Ρωμαίος Ποντίφικας δεν είχε καμιά εκκλησιαστική επιρροή στην Φραγκία. Το λεγόμενο παπικό κράτος δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτα παραπάνω, από τον περιορισμό της πνευματικής του καθοδήγησης στην πόλη της Ρώμης και κάποιες ακόμη πόλεις της μέσης Ιταλίας. Η εθναρχική του, όμως καθοδήγηση στους υπόδουλους Ρωμαϊκούς πληθυσμούς φαίνεται να ήταν σημαντική. Γι' αυτό και οι Φράγκοι ξεκίνησαν από την εποχή αυτή να καταλάβουν και την Αγία Έδρα. Δύο εμπόδια συνάντησαν σε αυτή τους την προσπάθεια. Την σθεναρή αντίσταση των Ρωμαίων πολιτών και τις αποφάσεις της Συνόδου του Λατεράνου του 769 μ.Χ.
Η σύνοδος αυτή είχε συγκληθεί από τον πάπα Στέφανο Β' για ν' αποκαταστήσει την Αγία Έδρα εξ αιτίας της κατάληψής της από τον αντιπάπα Κωνσταντίνο. Στην σύνοδο συμμετείχαν και δώδεκα Φράγκοι επίσκοποι. Στην Τρίτη συνεδρίαση αποφασίστηκε, ότι στο εξής στην διαδικασία εκλογής του πάπα θα συμμετείχε όλος ο κλήρος της πόλεως της Ρώμης, και οι υποψήφιοι έπρεπε να είναι καρδινάλιοι- διάκονοι ή καρδινάλιοι-ιερείς δηλ. διάκονοι ή ιερείς της επισκοπής της Ρώμης.
Στις αποφάσεις αυτές για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ο όρος Καρδινάλιος. Στην εφαρμογή της η απόφαση αυτή σήμαινε, ότι δεν μπορούσε να εκλεγεί μη-Ρωμαίος πάπας. Στο μέλλον η Ρωμαϊκή εθνικότητα θα ήταν αποφασιστικός παράγων στην εκλογή του Πάπα. Φράγκοι αποκλείονταν. Οι δώδεκα Φράγκοι επίσκοποι δεν αντιλήφθηκαν σε τι συναινούσαν. Οι προσπάθειες κατάληψης του Πατριαρχείου της Ρώμης δεν ευοδώθηκαν, αλλά και δεν σταμάτησαν. Για τους επόμενους δύο αιώνες η Παπωσύνη πάλεψε σκληρά για να επιβιώσει.
Ο Λουδοβίκος ο «Ευσεβής» για να ελέγξει όσο μπορούσε τις Παπικές εκλογές εξέδωσε το 824 μ.Χ. διάταγμα βάσει του οποίου η ανάδειξη ενός πάπα έπρεπε να έχει και την Βασιλική αποδοχή.
Η Στέψη του Καρόλου και ο Αυτοκρατορικός Τίτλος
Αλλά ας επιστρέψουμε στην εποχή του Καρόλου. Ο πάπας Ανδριανός Α' απεβίωσε το 795 μ.Χ. και αμέσως στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης ανήλθε ο Λέων Γ'. Αυτός έσπευσε ν' ανακοινώσει την εκλογή του στον Κάρολο (επιστολή νο 10, στην έκδοση του Jaffe) και συνημένα απέστειλε τα κλειδιά του τάφου του Αποστόλου Πέτρου και το έμβλημα της Ρώμης. Ταυτόχρονα ζητούσε την παρουσία απεσταλμένου (οι γνωστοί missi) για να λάβει όρκο υποτέλειας από τον λαό της Ρώμης.
Τέτοιους όρκους συγκέντρωσαν οι missi του Καρόλου δύο φορές στην διάρκεια της βασιλείας του. Την πρώτη φορά όταν στέφθηκε επίσημα Βασιλιάς το 788 μ.Χ. και άλλη μια φορά μετά την αυτοκρατορική του στέψη. Το σχετικό Καπιτουλάριο (Capitulare Missorum Generale, 802 μ.Χ.) βρίσκεται σε πολλές συλλογές πηγών Μεσαιωνικής ιστορίας. Αυτή η πολιτική κίνηση του Πάπα (φαίνεται πως) δυσαρέστησε τους πολίτες και την άρχουσα τάξη της Ρώμης και, ίσως, είναι αιτία για τις ενέργειες που έγιναν εναντίον του.
Η αλήθεια είναι πως ούτε στον Βίο του, ούτε στα Φράγκικα χρονικά αναφέρονται οι αιτίες της γενικής δυσαρέσκειας εναντίον του. Στο Βίο του Καρόλου από τον Εϊνάρδο αναφέρεται, ότι ο όχλος της Ρώμης τον συνέλαβε, τον τύφλωσε και του έκοψε την γλώσσα. Αυτά γενικά θεωρούνται απίθανα, καθώς στην στέψη του Καρόλου, ο ίδιος Πάπας φαίνεται να χαίρει άκρας υγείας, με τον βιογράφο του να μιλά για θαυματουργική ίαση.
Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν τον πάπα στην αγκαλιά του Κάρολου, ο οποίος τον αποκατέστησε άμεσα με την βοήθεια Φράγκικης στρατιωτικής δύναμης το 799 μ.Χ. Σχεδόν ένα χρόνο μετά ήρθε και ο ίδιος στην Ρώμη και στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πάπα. Οι κύριες πηγές αυτής της ιστορίας είναι εκτός του πολύ συνοπτικού Εϊνάρδου, η συγκεντρωτική έκδοση των διαφόρων χειρογράφων του Χρονικού του Lorsch ( annals Laureshamenses) και τα annales regni Francorum και τα δυο με σπονδυλωτή χρονολογική σύνταξη.
Είναι περίεργο πως ένα τόσο σημαντικό γεγονός (για την ιστορία της δυτικής Ευρώπης) καταγράφηκε πολύ περιληπτικά από τα διάφορα χρονικά. Το συμπίληρομά τους είναι απαραίτητο για την πλήρη περιγραφή του. Ο Κάρολος έφθασε στην Ρώμη στις 24 Νοεμβρίου του 800 μ.Χ. Την πρώτη Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη. Κατά την διάρκειά της ο Πάπας ορκίστηκε για την αθωώτητά του ενώπιον του Καρόλου. Η φλυαρία περί μη εκδίκασης του Πάπα από κανένα καταρρίπτεται από την παρουσία και μόνο του Φράγκου Βασιλιά.
Στις 25 του μηνός κατά την διάρκεια της Χριστουγεννιάτικης Θείας Λειτουργίας ο Πάπας απίθωσε στο κεφάλι του Καρόλου το χρυσό στέμμα και ο λαός τον ανακήρυξε Αύγουστο και ειρηνικό αυτοκράτορα. Στα παρεπόμενα αυτής της παντομίμας στέψης ο Εϊνάρδος αναφέρει ότι ο Κάρολος δεν γνώριζε τις προθέσεις του Πάπα. Αν τις γνώριζε δεν θα πήγαινε στην Ρώμη. Είναι, όμως οι καταγραφές των χρονικών που προαναφέραμε που διαψεύδουν τον Εϊνάρδο.
Ο Roger Collins στα annals Laureshamenses διαβάζει ότι μια μεγάλη σύναξη των Φράγκων τον Αύγουστο στο Mainz (ο μήνας δίνεται στα annals regni Francorum) και την λήψη της απόφασης να πάει ο Κάρολος στην Ρώμη. Ο ίδιος θεωρεί την άρνηση του Καρόλου, ως δείγμα καλής πολιτικής συμπεριφοράς κατά την αρχαιότητα. Το τυπικό αυτό ακολούθησαν πολιτικοί ηγέτες, από τον Ιουλιανό το 360 μ.Χ. ως τον Βησιγότθο Ουάμπα το 672 μ.Χ. Συνεπώς η καταγραφή του Εϊνάρδου δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπ' όψιν.
Η στέψη του Καρόλου ήταν προσχεδιασμένη και όχι αυθόρμητο γεγονός. Από την πλευρά τους τα βασιλικά χρονικά δεν αναφέρουν την στέψη το 800 μ.Χ. αλλά το 801 μ.Χ. Τα annales Mosellani αναφέρουν ότι κάποιοι άνθρωποι ήρθαν ενώπιον του Καρόλου λέγοντας πως το όνομα του αυτοκράτορα είχε εκλείψει ανάμεσα στους Γραικούς. Τους κυβερνούσε μια γυναίκα, με το όνομα Ειρήνη (επρόκειτο για την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία), η οποία είχε φυλακίσει τον γιο της κατόπιν προδοσίας και σφετερίστηκε τον αυτοκρατορικό τίτλο.
Υποτίθεται, λοιπόν, ότι μόλις τ' άκουσαν αυτά, ο Πάπας και η σύγκλητος της Ρώμης και των Φράγκων, συγκεντρώθηκαν και αποφάσισαν να δώσουν στον Κάρολο τον τίτλο του αυτοκράτορα. Οι ιστορικές ανακρίβειες προκαλούν κατάπληξη. Να σταθούμε στην ακριβή γνώση που είχε ο Κάρολος για τα τεκταινόμενα στην Κωνσταντινούπολη. Ήδη από το 781 μ.Χ. γινόταν συνοικέσιο μεταξύ Καρόλου και Ειρήνης για τον γάμο του Κωνσταντίνου Στ' με την κόρη του Καρόλου Ροτρούδη (Ερυθρώ).
Η διάλυση του συνοικεσίου το 787 μ.Χ. έδωσε τροφή σε φήμες για ενδεχόμενο γάμο του Καρόλου και της Ειρήνης. Από την άλλη η αυτοκράτειρα Ειρήνη (σημειωτέον υπέγραφε πάντα ως «βασιλεύς» και όχι ως Βασίλισσα) κυβερνούσε μόνη από το 797 μ.Χ. Αυτά τα ήξερε ο Κάρολος και κατέστρωσε ανάλογα τα σχέδιά του.
Η άνοδος του Νικηφόρου Α' το 802 μ.Χ. στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης έδωσε νέα δυναμική στις σχέσεις των Ρωμαίων με τους Φράγκους. Δεν αναγνώρισαν τον αυτοκρατορικό του τίτλο και πως θα μπορούσαν άλλωστε, εφόσον δεν του είχαν αναγνωρίσει ούτε τον Βασιλικό τίτλο. Η στροφή του δεύτερου προς την Βαγδάτη εγκαινίασε μια νέα εποχή στις διπλωματικές σχέσεις Φράγκων-Αράβων, αλλά εκτός από έναν ελέφαντα και κάποια άλλα μπιχλιμπίδια δεν απέδωσαν κάτι παραπάνω. Ούτε ο χαλίφης αναγνώρισε τον τίτλο του ως αυτοκράτορα των Ρωμαίων, θέλοντας ν' αποφύγει την ανάμιξη των Φράγκων στις υποθέσεις της Ιερουσαλήμ και του εκεί πατριαρχείου.
Η βασική διαφορά στην πολιτική ιδεολογία των Φράγκων και των Ρωμαίων είναι η ακόλουθη. Ο Φράγκος Βασιλιάς είναι εκ Θεού εστεμμένος (rex a Deo coronatus) και θεωρεί το βασίλειο ιδιοκτησία του, όπως ακριβώς τα γαιοκτήματα ή τους θησαυρούς του. Την εκμετάλλευσή του αναθέτει στους κατόχους τίτλων ευγενείας (δούκες, Κόμητες, Βαρώνους, Μαρκήσιους), μέσω ενός πυραμιδικού ιεραρχικού συστήματος.
Αυτοί σε ανταπόδοση του οφείλουν την πίστη τους. Ως περιουσιακό στοιχείο το βασίλειο κληρονομούν οι άρρενες απόγονοι του μονάρχη. Τα ευεργετήματα του βασιλιά (beneficia) γίνονται επίσης κληρονομικά, ώστε ο όρκος πίστης του γαιοκτήμονα προς τον άρχοντά του, η υποτέλεια, να μεταφέρονται στην επόμενη γενεά. Με τον τρόπο αυτό οι γαιοκτήμονες σφετερίστηκαν την δημόσια αρχή.
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία θεωρείται από τους κατοίκους της ως η επί γης βασιλεία των Ουρανών. Σ' αυτήν ο αυτοκράτορας βρίσκεται εις τύπον και τόπον Χριστού, ως αξίωμα, είναι ο εκ Θεού εκλεγμένος (κάποιες φορές κατά παραχώρησιν Θεού) κυβερνήτης. Όπως ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, έτσι και ο αυτοκράτορας είναι η κεφαλή της αυτοκρατορίας. Αυτή δεν είναι κτήμα του. Δεν μπορεί να την παραχωρήσει ή να την κληροδοτήσει. Ο γιος του αυτοκράτορα δεν γίνεται κληρονομικώ δικαίω αυτοκράτορας.
Δεν υπάρχει νόμος που να καθορίζει την άνοδο στην εξουσία ή την διαδοχή. Στην διαδικασία που ακολουθεί ο υποψήφιος για το αυτοκρατορικό αξίωμα στηρίζεται σε πολιτειακούς παράγοντες, που προέρχονται από όλες τις κοινωνικές διαστρωματώσεις (στρατός, δήμοι, σύγκλητος, εκκλησία κ.α), όπως και ο ίδιος. Γι' αυτό και καλούνται βάσεις του πολιτεύματος. Στο πολίτευμα αυτό οι κάτοχοι δημόσιων αξιωμάτων, οι δημόσιοι λειτουργοί, είναι βοηθοί του αυτοκράτορα στην διακυβέρνηση της αχανούς αυτοκρατορίας.
Τα αξιώματα αυτά δεν είναι κληρονομικά. Ο αυτοκράτορας διορίζει τους δημόσιους υπαλλήλους κάθε βαθμίδας. Εδώ θέλουμε να επισημάνουμε κάτι. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν το οικουμενικό κράτος, που απλώθηκε στα εδάφη που κάποτε ανέτειλαν οι μεγάλες αρχαίες αυτοκρατορίες. Στους κόλπους της συμπεριέλαβε αρχαίους λαούς και τους ανανέωσε με τον Χριστιανισμό.
Το πολίτευμά της ήταν η συνέχεια της συμπυκνωμένης πολιτικής σοφίας των μεγάλων αυτών κρατικών μορφωμάτων. Το σύστημα ανάδειξης αυτοκράτορα εντυπωσιάζει για της αξιοκρατική μέθοδό του, παρά την έλλειψη νομικού πλαισίου, όπως και το σύστημα των προσλήψεων και των προαγωγών του δημόσιου τομέα.
Η παραπάνω εκτεθείσα πολιτική ιδεολογία βρήκε τον καλύτερο τρόπο έκφρασης μέσα από το Προοίμιον (praefatio) των αυτοκρατορικών διαταγμάτων. Αυτό για δυο λόγους.
- Πρώτον, τα αυτοκρατορικά διατάγματα εκφωνούνταν ή αναρτιόνταν σε κοινή θέα κι έτσι μπορούσαν να προσεγγίσουν οι αυτοκράτορες τους υπηκόους τους, ν' απευθυνθούν σε αυτούς, σε εποχές που δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα.
- Δεύτερον, και σημαντικότερον, η αυτοκρατορική νομοθεσία της Νέας Ρώμης ήταν γνήσιος συνεχιστής του Ρωμαϊκού νόμου από την εποχή της Δημοκρατίας. Ενώ διοικητικές και κοινωνικές δομές άλλαξαν με την πάροδο των αιώνων, στο δίκαιο (ius) φαίνεται η αδιάσπαστη συνέχεια της Παλαιάς από την Νέα Ρώμη.
Το μεγάλο επίτευγμα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, η έννομη τάξη, διατηρήθηκε στους αυτοκρατορικούς χρόνους, ως εκχριστιανισμένη ρωμαϊκή κληρονομιά. Οι μεγάλες κωδικοποιήσεις του Ιουστινιανού, του Λέοντα ΣΤ', του Κωνσταντίνου Ζ', ελάχιστες καταργητικές διατάξεις περιείχαν. Νόμοι που είχαν περιπέσει σε αχρησία από χρόνια παρέμεναν σ' αυτές, με συντομευμένη μορφή. Δεν συνέβη το ίδιο στη Δύση.
Η μελέτη του νομικού συστήματος της αυτοκρατορίας θα μπορούσε από μόνη της να καταλάβει ξεχωριστή έδρα στα πανεπιστήμια. Εμείς θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τα απαραίτητα σε λίγες παραγράφους, ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης να κατανοήσει το γιατί δεν ήταν η Φραγκία, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Οι δυτικοί επιστήμονες αρέσκονται να μιλούν για «αποσύνθεση» του Ρωμαϊκού νόμου στις επαρχίες του Ρωμαϊκού κράτους που καταλήφθηκαν από τους βάρβαρους. Αφού περιγράψουμε εν συντομία τα γεγονότα θα εξηγήσουμε το γιατί δεν συμφωνούμε με την χρησιμοποίηση του παραπάνω όρου. Μετά την κατάληψη των δυτικών επαρχιών της αυτοκρατορίας, τρία κύρια νομικά συστήματα επικράτησαν σε αντικατάσταση του Ρωμαϊκού:
α) Το Breviarium Alaricianum ή αλλιώς Lex Romana Visigothorum, επί Αλάριχου Β' το 506 μ.Χ. στις επαρχίες των Βησιγότθων, την Ιβηρική χερσόνησο, την Νότια Γαλατία, ίσως στο Τύρολο και άλλες περιοχές της Β. Ιταλίας,
β) Το Lex Romana Burgundionum, επί Γανδοβαύδου, λίγο πριν το 506 μ.Χ. στην επικράτεια των Βουργουνδών, το οποίο είχε περιορισμένη τοπική ισχύ, γι' αυτό και εξελίχθηκε στο εθνικό τους δίκαιο, μετά την κατάληψή τους από τους Φράγκους,
γ) Και το Edictum Theodorici, επί Θεοδώριχου το 508 μ.Χ. στην Ιταλία των Οστρογότθων, του οποίου η ισχύ καταργήθηκε μετά την απελευθέρωση, επί Ιουστινιανού.
Έκτοτε στις απελευθερωμένες επαρχίες επανήλθε το Ρωμαϊκό σύστημα που ίσχυε στην Ανατολή. Και τα τρία αυτά παράγωγα συστήματα είναι υβριδικά, μείγμα Ρωμαϊκών διατάξεων, με τις περισσότερες παρμένες από τον Θεοδοσιανό Κώδικα και από έργα γνωστών Ρωμαίων νομικών (Παύλος, Γάϊος, Παπινιανός), με βαρβαρικά έθιμα.
Την παρακμή του Ρωμαϊκού δικαίου ακολούθησε και ταυτόχρονη παρακμή της νομικής γραμματείας. Να διευκρινίσουμε ότι αυτό δεν οφείλεται στις βαρβαρικές κατακτήσεις. Ως διαδικασία ξεκίνησε μετά τα χρόνια του Διοκλητιανού και την αντικατάσταση των κλασσικών νομικών από τα αυτοκρατορικά όργανα νομοθεσίας. Τον κλασικισμό στην νομική επιστήμη ακολούθησε η περίοδος του εκλαϊκευμένου δικαίου (Vulgarrecht), περίοδος κατά την οποία τα διατάγματα εκδίδονταν σε γλώσσα κατανοητή από τον λαό.
Ο λαϊκισμός, λόγω της καθαρότητας του λόγου του, προτιμήθηκε στα Γερμανικά εθνικά δίκαια, ενώ οι κλασσικές νομικές συγγραφές παραμερίστηκαν, χάριν του «Κανόνα», συλλογής κλασσικών συγγραμμάτων. Την περίοδο περίοδο που ο πάπυρος αντικαταστάθηκε από την περγαμηνή, μόνο όσα συγγράμματα περιέχονταν στον «Κανόνα» μετεγγράφηκαν στο νέο υλικό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλά νομικά έργα να χαθούν. Από το Ρωμαϊκό δίκαιο διατηρήθηκαν μόνο όση νόμοι ήταν σε χρήση. Στην Ανατολή δεν συνέβη αυτό.
Την τάση για λαϊκισμό αντιμετώπισαν οι νομικές σχολές της Βηρυτού και την Κωνσταντινουπόλεως με επιτυχία και το κλίμα ανεστράφη. Μεγάλη επιτυχία των νομικών κύκλων θεωρείτε ο «αναφορικός νόμος» (ή νόμος των παραπομπών). Βάσει αυτού του νόμου τα έργα των ύστερων κλασσικών, Παπινιανού, Παύλου, Ουλπιανού, Μοδεστίνου, Γαΐου, μετατράπηκαν σε ισχύον δίκαιο, υπό προϋποθέσεις.
Ως εκ τούτου αναζωπυρώθηκε η αντιγραφή των έργων τους και αυτά τέθηκαν σε ευρεία κυκλοφορία. Η επέμβαση του αναγεννημένου κλασικισμού διέσωσε στην αυτοκρατορία έργα, που διαφορετικά θα είχαν απολεσθεί για πάντα.
Στο κράτος των Φράγκων τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εκεί ισχύον δίκαιο ήταν για τους ίδιους ο Σαλικός Νόμος, όπως είδαμε παραπάνω, ενώ για τους κατακτημένους λαούς, καθένας κρίνονταν βάσει του εθνικού του δικαίου. Ο γνωστός αντι-σημίτης Αγοβάρδος (779-840 μ.Χ.), Αρχιεπίσκοπος Λυών, και ένθερμος υποστηρικτής του Καρόλου, μας μεταφέρει, ότι στην εποχή του ήταν συνηθισμένο, όταν πέντε άνθρωποι βρισκόταν σε ένα δωμάτιο, καθένας απ' αυτούς να είναι υποκείμενος σε διαφορετικό δίκαιο.
Για την Εκκλησία ίσχυε το Ρωμαϊκό δίκαιο, διότι σ' αυτό υπαγόταν η Αγία Έδρα, και ως εθναρχικό κέντρο μετέδιδε τα δικαιώματά της στις Μητροπόλεις και Επισκοπές της δικαιοδοσίας της. Στον βίο του Αγίου Βενέδικτου διαβάζουμε την εξής ιστορία: σε μια διαμάχη μεταξύ δύο μοναστηριών, του Αγ. Διονυσίου και του Fleury στον Λίγηρα, εκπρόσωποι οδηγούνται ενώπιον Φράγκικου δικαστηρίου για να εκδικαστεί η υπόθεση. Επειδή τα μοναστήρια είναι υποκείμενα του Ρωμαϊκού δικαίου η δίκη αναβάλλεται μέχρι να έρθουν ειδικοί εμπειρογνώμονες.
Στην δεύτερη συνεδρίαση, κατά την διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, οι μάρτυρες καλούνται να μονομαχήσουν, για ν' αποδείξουν την αλήθεια των λόγων τους. Ένας εκ των εμπειρογνωμόνων διαμαρτύρεται, διότι αυτή δεν είναι η Ρωμαϊκή πρακτική, αλλά η εξέταση των μαρτύρων και των εγγράφων, διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε τελικά. Η κωδικοποίηση του δικαίου από τον Κάρολο, την οποία ανήγγειλε ο Εϊνάρδος, περιορίστηκε σε κυβερνητικά ζητήματα και θέματα ασφάλειας.
Δεν ενοποίησε τα εθνικά νομικά συστήματα, πολύ δε περισσότερο, δεν αύξησε την επίδραση του Ρωμαϊκού νομικού συστήματος στην επικράτειά του. Η «αποσύνθεση» του Ρωμαϊκού νόμου στην Δύση, ως διαδικασία συνεχίστηκε σε όλη την βασιλεία των Καρολιδών, και ακόμη περισσότερο, μέχρι το τέλος του ΙΑ' αι., όταν ένα χειρόγραφο του Πανδέκτη (η γνωστή Florentina), ανακαλύφθηκε ή αποκαλύφθηκε στην Πίζα.
Το κείμενο του Πανδέκτη μελετήθηκε από την σχολή της Μπολόνια, τον Irnerius και τους μαθητές του και αποτέλεσε την βάση του σχολαστικισμού. Ο καιρός ήταν κατάλληλος για την αναβίωση του Ρωμαϊκού νόμου, εφόσον η Αγία Έδρα είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς, και αυτοί δεν φοβόταν πλέον την επίδραση που θα είχε αυτός στην εξέλιξη του έθνους τους. Αντίθετα, τον χρειαζόταν για να θεμελιώσουν τις αυτοκρατορικές τους αξιώσεις.
Το ισχυρό πλεονέκτημα της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης ήταν, ότι το νομικό της σύστημα (ποινικό, αστικό, δικονομικό και δημόσια διοίκηση) ήταν γνήσιο τέκνο του Ρωμαϊκού νόμου. Ως τέτοιο σεβάστηκε και διατήρησε την κληρονομιά του. Δεν συνέβη αυτό στην Δύση. Εκεί καμιά αποσύνθεση δεν έλαβε χώρα, καθώς μια τέτοια διαδικασία προβλέπει αυτονομία, αυτοματισμό. Ο νόμος ούτε φυσική υπόσταση έχει, ούτε αυθύπαρκτη οντότητα είναι, αλλά λαμβάνει ύπαρξη από την βούληση των κρατούντων για έννομη τάξη και την επιθυμία τους να τον εφαρμόσουν.
Αυτή η εξάρτηση οδήγησε στην δημιουργία των καταστατικών χαρτών και συνταγμάτων σε μεταγενέστερες εποχές. Από την άλλη το δίκαιο περιέχει και παρέχει την δυνατότητα για την διαμόρφωση κοινωνικών δομών. Αυτό φαίνεται πως κατάλαβαν οι Φράγκοι, οι οποίοι σε καμιά περίπτωση δεν θέλησαν να αναμιχθούν με τους κατακτημένους Ρωμαίους, και ν' απορροφηθούν πολιτισμικά από έναν ανώτερο πολιτισμό. Φρόντισαν, λοιπόν, να περιορίσουν στο ελάχιστο το ισχύον Ρωμαϊκό δίκαιο.
Γι' αυτό και δεν συμφωνούμε με τους όρους «αποσύνθεση» και «παρακμή», που συναντήσαμε στην δυτική ιστοριογραφία. Πως, λοιπόν αξιώνουν το κράτος τους να είναι η «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» και οι ίδιοι αυτοκράτορές της; Πως ο γιος της Άγαρ αξιώνει τα πρωτοτόκια από τον γιο της Σάρα;
Με αυτά υπ' όψιν δεν απορούμε για την άποψη της Δύσης για την θέση της αυτοκράτειρας Ειρήνης. Οι Δυτικοί δεν θα μπορούσαν σε καμιά περίπτωση ν' ανεχθούν να κυβερνώνται από βασίλισσα ή, για να το θέσουμε με φεουδαλιστικούς όρους, δεν θα γίνονταν ποτέ υποτελείς σε καμιά βασίλισσα, όσο γαλαζοαίματη και αν ήταν. Αλλά αυτοί κατοικούσαν στο δικό τους νεότευκτο βασίλειο και όχι στην αρχαία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η άποψή τους ήταν απλώς... άποψή τους και δεν μπορούσε να επηρεάσει τις αποφάσεις της Κωνσταντινούπολης.
Η Κωνσταντινούπολη, οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να δεχθούν αυτοκράτορα εξ' αποστάσεως. Λόγω του ισχύοντος τρόπου εκλογής του αυτοκράτορα των Ρωμαίων, ο Καρλομάγνος θα μπορούσε να διεκδικήσει τον τίτλο με την ψήφο του λαού ή/και της Εκκλησίας της Ρώμης. Για να τον κερδίσει θα έπρεπε να αναμετρηθεί με τις δυνάμεις του υφιστάμενου αυτοκράτορα των Ρωμαίων και να τον εκθρονίσει. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Ο Καρλομάγνος δεν είδε ποτέ την Κωνσταντινούπολη ούτε από μακριά. Ο μόνος Ρωμαϊκός τίτλος που κέρδισε ήταν αυτός του σφετεριστή.
Διά της ισχύος των όπλων του συνένωσε μεγάλες εδαφικές εκτάσεις σε ένα ενιαίο κρατικό μόρφωμα. Δεν επανασύστησε την Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Δεν δημιούργησε ούτε καν το κράτος των Φράγκων. Αυτό το είχε κάνει ο Χλωδοβίκος. Είναι αλήθεια, ότι δημιούργησε νέους θεσμούς για την διακυβέρνηση του κράτους αυτού και ότι υπήγαγε σε αυτό τα γειτονικά υποτελή δουκάτα. Κι έτσι, όμως τα Δουκάτα δόθηκαν σε νέους, Φράγκους δούκες με καθεστώς υποτέλειας, που σε κάποιες περιπτώσεις σήμαινε ημι-αυτονομία.
Για παράδειγμα οι Δούκες αυτοί είχαν το δικαίωμα να κόβουν δικά τους νομίσματα. Για να λάβει ο Καρλομάγνος τον τίτλο του δυτικού Ρωμαίου αυτοκράτορα έπρεπε η Κωνσταντινούπολη να του στείλει τα αυτοκρατορικά διάσημα. Αυτά, όπως είδαμε παραπάνω, τα είχε επιστρέψει ο Οδόακρος στην Νέα Ρώμη. Χωρίς αυτά μπορούσε να κατέχει τον τίτλο του αυτοκράτορα, εφόσον έτσι ονόμαζε τον εαυτό του στο εσωτερικό και αν μπορούσε να βρει διεθνή αναγνώριση, αλλά όχι τον τίτλο του αυτοκράτορα των Ρωμαίων.
Μια συστηματική έρευνα στα διατάγματά του δείχνει, ότι και ο ίδιος δεν χρησιμοποιούσε επίσημα αυτόν τον τίτλο. Δειγματοληπτικά, στην Karoli epistola generalis βρίσκουμε τον τίτλο του πριν την στέψη: «Karolus Dei fretus auxilio rex Francorum et Langobardorum ac patricius Romanorum...». Την πιο επηυξημένη μορφή του τίτλου του βρίσκουμε στην Divisio Regnorum, πιο γνωστή ως ordinatio της Θιονβίλλης (Theodonis villa) του 806 μ.Χ.:
«In nomine Patris et filii et Spiritus Sancti. Karolus serenissimus augustus, a Deo coronatus, magnus pacificus imperator, Romanum gubernans imperium, qui et per misericordiam Dei rex Francorum atque Langobardorum, omnibus fidelibus sanctae Dei aeclaesiae ac nostris praesentibus scilicet et futuris». Η ακριβής ερμηνεία είναι «που κυβερνά την αυτοκρατορία των Ρωμαίων». Και είναι αλήθεια ότι κυβερνούσε Ρωμαίους, αλλά όχι την αυτοκρατορία τους.
Μέσα απ' όλα αυτά βλέπουμε το πόσο συνδεδεμένος ήταν ο αυτοκρατορικός τίτλος με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ήταν τόσο ασίγαστος ο πόθος των Φράγκων για τον τίτλο αυτό, ώστε για να τον σφετερισθούν σκέφθηκαν το εξής παράδοξο. Γι' αυτούς Ρωμαίοι έγιναν οι κάτοικοι της Ιταλικής Ρωμανίας, ενώ η υπόλοιποι Ρωμαίοι στην Ανατολή ονομάσθηκαν Γραικοί. Στο σημείο αυτό ξεκίνησε η περιπέτεια των εθνικών μας ονομάτων, που κατέληξε να ονομάζονται σήμερα οι Ρωμαίοι «Βυζαντινοί».
Αν ένας σημερινός Έλληνας μπορούσε να συναντήσει κάποιον πρόγονό του της εποχής εκείνης και τον αποκαλούσε «Βυζαντινό», το πιο πιθανό είναι ότι ο τελευταίος θα τον κοιτούσε με απορία χωρίς να καταλαβαίνει σε τι αναφέρεται. Αλλά και σε πιο μεταγενέστερες εποχές τα εδάφη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν η Ρωμανία. Ο Μακρυγιάννης για παράδειγμα είχε συνείδηση της Ρωμαϊκότητάς του, της Ρωμηοσύνης του.
Καρλομάγνος και Εκκλησία
Το μεγάλο γεγονός που συντάρασσε την Εκκλησία επί δεκαετίες ήταν η Εικονομαχική έριδα. Η ανάληψη τη εξουσίας από την Ειρήνη την Αθηναία, ως επιτρόπου του ανήλικου Κωνσταντίνου Στ' μετά τον θάνατο του συζύγου της Λέοντα Δ' (780 μ.Χ.), δημιούργησε κλίμα ευνοϊκό για την επίλυση της διαμάχης, με την κατίσχυση των θέσεων των εικονολατρών (αντιμεταρρυθμιστών).
Η σύγκληση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου το 786 μ.Χ., αρχικά στην Κωνσταντινούπολη, και η ολοκλήρωση των εργασιών το επόμενο έτος στην Νίκαια της Βιθυνίας (24 Σεπτεμβρίου-13 Οκτωβρίου 787 μ.Χ.), έδωσαν την δογματική λύση στο ζήτημα και προσωρινή ειρήνη στην Εκκλησία μέχρι το 814 μ.Χ.
Την χρονιά αυτή οι εικονομάχοι (μεταρρυθμιστές), έχοντας εκπροσώπους στο στρατιωτικό και πολιτικό κατεστημένο της Ρωμαϊκής πρωτεύουσας (Κωνσταντινούπολη), ανακίνησαν την έριδα, μέσω του Λέοντος Ε' του Αρμένιου. Οριστικά το θέμα λύθηκε από την Αυγούστα Θεοδώρα, μητέρα και επίτροπο του ανήλικου Μιχαήλ Γ' το 843 μ.Χ. Μέσα σ' αυτό το χρονολογικό πλαίσιο ας δούμε και της κινήσεις που έγιναν στην Δύση.
Ήδη αναφερθήκαμε στην σύγκληση συμβουλίου στο Gentilly (Gentiliacum) το 767 μ.Χ. όπου συζητήθηκε, μεταξύ άλλων, και το θέμα των εικόνων. Επίσης αναφερθήκαμε και στην Σύνοδο του Λατεράνου το 769 μ.Χ. και στα θέματα που αντιμετώπισε. Στην τέταρτη συνεδρίαση της Συνόδου αυτής συζητήθηκε το θέμα της προσκύνησης των εικόνων και η «ακέφαλη σύνοδος» του 754 μ.Χ. αναθεματίσθηκε. Η Δύση τάχθηκε σ' αυτήν την Σύνοδο (του Λατεράνου) υπέρ της προσκύνησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόντες ήταν δώδεκα επίσκοποι των Φράγκων, εκ των οποίων μόνο ο Wilichar της Sens φέρει τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου. Ο Hefele ακολουθώντας τον Cajetan Cenni αναφέρει, ότι την εποχή αυτή ο τίτλος του Μητροπολίτη και η οργάνωση της Μητρόπολης δεν υπάρχουν στην Φραγκία. Αυτό θα το δούμε λίγο παρακάτω. Επίσης παρόντες ήταν και επίσκοποι από την Τοσκάνη και την Καμπανία, περιοχές που είχαν υπαχθεί στην δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης από τον Λέοντα Γ'.
Το 790 μ.Χ. ο Πάπας Ανδριανός απέστειλε στον Κάρολο τα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Ο Φράγκος ηγεμόνας, μέσα στην παντοδυναμία του, θεώρησε υποτιμητικό για την Εκκλησία του ν' αποδεχθεί αποφάσεις που είχαν παρθεί στην Ανατολή. Εξέδωσε, λοιπόν το δικό του μανιφέστο, τα γνωστά Libri Carolini (Opus Caroli Regis Contra Synodum), το οποίο περιείχε την θεολογία που έπρεπε ν' ασπασθεί η δυτική Εκκλησία κατ' εντολήν του «αυτοκράτορα». Σ' αυτά απέρριψε την προσκύνηση των εικόνων, πρακτική που ακολουθούσε η δυτική Εκκλησία και ο Πάπας.
Στην Φραγκία υπήρχαν τώρα πια 19 Μητροπολίτες, έτοιμη να συγκατανεύσουν σε κάθε του επιθυμία (21 στο σύνολο υπολογίζει ο Εϊνάρδος μαζί με την Ρώμη και την Ραβέννα). Το έργο ήταν τετράτομο, αποτελούνταν από 120 ή 121 κεφάλαια, εκ των οποίων μόνο τα 85 εστάλησαν στον πάπα Ανδριανό. Άσχετα με τον τίτλο τους, κανένας δεν αποδίδει την συγγραφή του έργου στον Κάρολο.
Κατά τον Henry Percival συγγραφέας θεωρείται ο Αλκουΐνος, ενώ κατά την Freeman πιθανότερος είναι ο Θεοδούλφος της Ορλεάνης, ένας Βησιγότθος στην καταγωγή κληρικός. Κατά την ίδια στον Πάπα Ανδριανό εστάλη ένα προσχέδιο των Libri Carolini, το Capitulare adversus synodum, γεγονός που δικαιολογεί την διαφορά στον αριθμό των κεφαλαίων. Θεωρεί το εκτενέστερο έργο ως τα πρακτικά της Συνόδου της Φρανκφούρτης του 794 μ.Χ. Ακόμα και αν δεν είναι ο Αλκουΐνος συγγραφέας του έργου, ήταν σίγουρα ένθερμος υποστηρικτής των θέσεων του Καρόλου και τις προώθησε στην Βρετανία, προετοιμάζοντας τον Εθελάρδο,
Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ και τους εκεί επισκόπους για την Σύνοδο της Φρανκφούρτης. Σε κάθε περίπτωση, η βαρβαρίζουσα γλώσσα του έργου, με εκφράσεις όπως argumenta insanissima et absurdissima (εντελώς τρελή και εξωφρενική λογική) & derision dignas naenias (κατεβατό άξιο λοιδορίας - αναφέρεται στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου), καταδεικνύουν το απαίδευτο του συντάκτη.
Έχει προταθεί η άποψη, ότι η διαφοροποίηση της δυτικής εκκλησίας στο θέμα της προσκύνησης των αγίων εικόνων προέρχεται από κακή απόδοση του όρου «προσκύνησις», που χρησιμοποιήθηκε και στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, με το Λατινικό «adoro», δηλ. «λατρεία». Πρώτος που έδωσε αυτή την εξήγηση είναι ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος με τα εξής λόγια: «ο Μεταφραστής παρεξήγησε το πνεύμα της Ελληνικής γλώσσας καθώς και της Λατινικής, κι έκανε κατά λέξη μετάφραση˙ και με τέτοιο τρόπο ώστε μόλις μετά βίας καταλαβαίνει κανείς τι σημαίνει.
Έκτοτε κανείς δεν διαβάζει την μετάφραση και κανένα αντίγραφό της δεν έχει γίνει». Και αναρωτιέται κανείς - στους τόσους αιώνες που πέρασαν δεν βρέθηκε κάποιος να μεταφράσει σωστά τα πρακτικά της Συνόδου; Η επίσημη θέση της δυτικής εκκλησίας στο θέμα των εικόνων ελάχιστα διαφοροποιήθηκε από τις θέσεις του Καρόλου, όπως αυτές διατυπώνονται στα Libri Carolini. Έκτοτε ούτε ένας δεν βρέθηκε να εξηγήσει την διαφορά προσκύνησης και λατρείας στους Φράγκους;
Και αν οι δυτικοί δεν θέλουν να λατρεύουν τις εικόνες, όπως δεν θέλουν και οι Ορθόδοξοι, τι τους απαγορεύει να τις προσκυνούν, όπως και οι Ορθόδοξοι; Την εξήγηση νομίζω δίνει ο Henry Percival : «είναι σίγουρο και πέρα από κάθε πιθανότητα αμφιβολίας, ότι ο συγγραφέας ή οι συγγραφείς δεν είχαν διαβάσει ποτέ τις πράξεις και τις αποφάσεις της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Και ακόμα παραπέρα αυτός ή αυτοί αγνοούσαν εντελώς τι συνέβη στο Συμβούλιο (Conciliabulum κατά τον συγγραφέα, ακέφαλη σύνοδος καθ' ημάς) του 754 μ.Χ.».
Εν ολίγοις ο Κάρολος και οι Φράγκοι ή Βησιγότθοι (Θεοδούλφος) ή Νορθούμβριοι (Αλκουΐνος) αυλικοί του δεν ενδιαφέρονταν για την Ορθόδοξη θέση έναντι των εικόνων, αλλά για την διαφορετική. Ήθελαν μέσω της διαφοροποίησής τους από την Ανατολή να σηματοδοτήσουν την οικειοποίηση της Δύσης, να δηλώσουν ότι αυτοί κατείχαν την Ρωμαϊκή Εκκλησία, αποφασίζοντας και επιβάλλοντας ότι θέλουν, και κατ' επέκταση την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Πολιτικό, λοιπόν, ήταν το θέμα. Τα Libri Carolini γέμουν παραλογισμών και αντιφάσεων.
Συστηματική καταγραφή και αναίρεσή τους υπάρχει στο έργο του Henry Percival και δεν θεωρούμε εδώ απαραίτητη την αναπαραγωγή τους. Ήδη πρώτος ο Πάπας Ανδριανός είχε καταδείξει στον Κάρολο τα λάθη του, δι' επιστολής του. Στην επιστολή αυτή διαβάζουμε μεταξύ άλλων, ότι ο Πάπας δεν μπορεί να καταδικάσει την αυτοκράτειρα Ειρήνη και τον γιο της Κωνσταντίνο, διότι οι θέσεις τους είναι εμφανώς ορθόδοξες, αλλά μπορεί να τους καταδικάσει διότι κατέχουν παράνομα γαίες του Αποστόλου Πέτρου.
Να συμπεράνουμε, λοιπόν, ότι το ατυχές συνοικέσιο μεταξύ Κωνσταντίνου και Ερυθρώς, υπήρξε αιτία πολιτικής διαμάχης;
Οι υποδείξεις-διορθώσεις του Πάπα Ανδριανού δεν στάθηκαν αρκετές να πείσουν έναν «αυτοκράτορα» που δεν ήθελε να πεισθεί αλλά να επιβάλλει. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Ε' του Κοπρώνυμου συγκάλεσε την Σύνοδο της Φρανκφούρτης το καλοκαίρι 794 μ.Χ. Από τους 56 κανόνες της συνόδου ο πρώτος καταδίκασε μια αίρεση της εποχής, Αρειανικής μορφής, η οποία θεωρούσε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ως υϊοθετημένο (Adoptionism) Υιό Θεού.
Ο δεύτερος κανόνας της Συνόδου είναι πολύ σύντομος και ασχολείται με το θέμα μας: «Το ερώτημα τέθηκε ενώπιον (της συνόδου) και αφορά της πρόσφατη Σύνοδο των Γραικών, που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ασχολήθηκε με την λατρεία των εικόνων, ότι όλοι πρέπει να κριθούν άξιοι αναθέματος, όσοι δεν αποδίδουν στις εικόνες τιμή και λατρεία ισάξια με αυτήν της Αγίας Τριάδος. Οι άγιοι Πατέρες μας απέρριψαν με περιφρόνηση και με κάθε τρόπο τέτοια τιμή και λατρεία και την καταδίκασαν ομόφωνα».
Συμφωνούμε ότι οι Άγιοι Πατέρες μας (και όχι μόνο ο συντάκτης των Libri Carolini) καταδίκασαν ομόφωνα και με περιφρόνηση τέτοιου είδους τιμή και λατρεία. Συμφωνούμε ότι καμία Σύνοδος δεν συγκλήθηκε πρόσφατα στην Κωνσταντινούπολη από τους Γραικούς που να ασχολήθηκε με το θέμα των εικόνων. Η τελευταία ήταν το 754 μ.Χ. Η πρόσφατη (Ζ' Οικουμενική το 787) έγινε στην Νίκαια της Βιθυνίας. Συμφωνούμε ότι καμία Σύνοδος δεν αποφάσισε ποτέ (όπου και αν έγινε) ν' αποδίδεται στις εικόνες είτε λατρεία, είτε προσκύνηση, ισάξια με αυτήν που αποδίδεται στην Αγία Τριάδα.
Συμφωνούμε με τον Henry Percival, ο οποίος μιλάει για σύγχυση στο μυαλό του συντάκτη του κανόνα. Σε έναν τέτοιο κανόνα που καταδικάζει μια σύνοδο που δεν έγινε και διατυπώνει την θέση της Ορθοδοξίας, όσο αφορά την λατρεία που δεν πρέπει ν' αποδίδεται στις εικόνες, οι λεγάτοι του Πάπα, Στέφανος και Θεοφύλακτος, δεν είχαν λόγο να μην υπογράψουν.
Η υπογραφή τους, με την έγκριση του ποντίφικα, δεν συνιστά απόρριψη της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, εκ μέρους του Πατριαρχείου της Ρώμης, ούτε αποδοχή της Φράγκικης θεολογίας για τις εικόνες, όπως θέλουν να το βλέπουν οι Ρωμαιοκαθολικοί. Εξάλλου η ανακρίβεια του κανόνα ενδέχεται να κρύβει υπαναχώρηση των Φράγκων έναντι της σταθερής Ορθόδοξης διδασκαλίας της Ρώμης. Ο Κάρολος δεν είχε στεφθεί ακόμη αυτοκράτορας το 794 μ.Χ. και δεν ήθελε ή δεν τον συνέφερε να κοντράρεται με τον Ανδριανό. Δεν συνέβαινε το ίδιο το 809 μ.Χ.
Αν πάλι ο κανόνας αναφερόταν στην σύνοδο του 754 μ.Χ., αυτή είχε ήδη καταδικαστεί υπό της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Αυτή η ασάφεια στις διατυπώσεις, νομίζω ότι απαντά στο ερώτημα των δυτικών ιστορικών (Baronius, Bellarminius κ.α.), πώς είναι δυνατόν οι Λεγάτοι του ίδιου Πάπα να υπογράφουν και στη Νίκαια και στη Φρανκφούρτη. Οι υπόλοιποι 54 κανόνες αναφέρονταν σε θέματα μητροπολιτικής αρμοδιότητας, μοναχικές υποχρεώσεις κ.λ.π.
Είναι εμφανές ότι ο Κάρολος, διά της Συνόδου της Φραγκφούρτης, ήθελε περισσότερο να επιτύχει μια καταδίκη των Γραικών και της Ανατολικής Εκκλησίας και όχι να διατυπώσει κανόνα σχετικά με το θέμα της προσκύνησης των εικόνων. Το δεύτερο το είχε καταφέρει με τα Libri Carolini. Το γιατί το έχουμε εξηγήσει ήδη παραπάνω. Το ερώτημα είναι αν κατάφερε να επιβάλει την βασιλική του άποψη στην συνείδηση της Εκκλησίας. Είναι σίγουρο ότι οι Φράγκοι επίσκοποι για άλλη μια φορά ακολούθησαν άκριτα την πολιτική γραμμή του Βασιλιά τους.
Οι Χριστιανοί δεν ασπάστηκαν αυτές τις αντιλήψεις. Αυτό φαίνεται και από την σύγκληση του Συμβουλίου των Παρισίων το 825 μ.Χ. που χρειάστηκε να επανέλθει στο θέμα, απόντος αυτή την φορά του Πάπα ή των Λεγάτων του. Επίσης Φράγκοι λόγιοι του Θ΄αι. μ.Χ., όπως ο Dungal του Αγ. Διονυσίου (Παρίσι), ο Ιωνάς της Ορλεάνης και ο -πως μπορούσε να λείπει- Ικμαρος (Hincmar) της Ρεμ, προσπάθησαν να στηρίξουν με την δική τους επιχειρηματολογία την θεολογική τους άποψη.
Το 1596 παρουσιάστηκε ένα σπάραγμα από αρχαίο χειρόγραφο που αφορούσε κάποια συνέλευση επισκόπων που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 824 μ.Χ. Η αρχική διαφωνία για την αυθεντικότητα του κειμένου, περιορίστηκε στην χρονολογία και καθορίστηκε, ότι το 825 μ.Χ. ήταν η ορθότερη. Βασιλιάς της Φραγκίας την εποχή εκείνη ήταν ο Διάδοχος του Καρόλου, Λουδοβίκος ο Ευσεβής (778-840 μ.Χ.) και Πάπας ο Ευγένιος ο Β' (824-827 μ.Χ.). Απ' όσα μπορούμε να εξάγουμε από Percival & Hefele, η παραπάνω συνέλευση δεν πρέπει να είχε την έγκριση του Πάπα.
Αυτή αποφάσισε και επικύρωσε την σύνοδο της Φραγκφούρτης του 794 μ.Χ. και όσα θεολογούσαν τα Libri Carolini. Τόλμησε ακόμη να διατάξει τον Πάπα να διορθώσει τα λάθη των προκατόχων του. Αυτές οι αποφάσεις κάνουν τον Henry Percival ν' αναρωτιέται αν μπορεί μια συμμάζωξη επισκόπων να καταργήσει αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, εγκεκριμένων από τον Πάπα και αν μπορεί περαιτέρω να του επιβάλλει να διορθώσει τα λάθη των προκατόχων του.
Στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά με διαφορετική προοπτική, κινείται η ερώτηση του Αγίου Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως, την οποία μεταφέρω αυτούσια: «Αι πράξεις αύται της συνόδου των Φράγκων, τη συναινέσει του Πάπα Ευγενίου συγκροτηθείσης και υπό των δυτικών επισκόπων και λεγάτων του Πάπα κυρωθείσης, έχουσι πολλήν σπουδαιότητα, διότι όλη σύνοδος μετά του Πάπα αποκηρύττει τας αποφάσεις και το αλάθητον του Πάπα Ευγενίου και ψέγει τον Πάπα Ανδριανόν διά τας επιστολάς αυτού˙ βεβαίως ουχί, ως εφρόνει, διά τας αληθείας τας εν αυτή.
Ήδη ερωτώμεν τις των δύο Παπών ήτο αλάθητος; Και πως δύνανται αμφότεροι να ώσιν αλάθητοι, πως δε η σύνοδος επελάθετο αμνημονήσασα του αλαθήτου των Παπών, αλλά και πως αύθις η δυτική Εκκλησία και οι λοιποί Πάπαι την ήδη κατακριθείσαν υπό του Πάπα Ευγενίου διά της Φραγκικής Συνόδου Ζ' Οικουμενικήν Σύνοδον αναγνωρίζουσιν; Αποδοκιμάζουσιν άρα οι νυν παπισταί τον Πάπαν Ευγένιον, ως οι τότε τον Ανδριανόν.
Εάν προς ταύτα οι δυτικοί είπωσιν, ότι ο Ευγένιος δεν μετέσχε των αποφάσεων των συνόδων, τότε ομολογούσιν, ότι συνεκροτούντο σύνοδοι, και δη εν τη Δύσει και υπό Φράγκων επισκόπων άνευ της αδείας και της συγκαταθέσεως των Παπών και απεφάσιζον τα ενάντια προς τα των Παπών φρονήματα, αλλ' αμφότερα εισι καταδικαστικά και καθ' έκαστον λίαν αναιρετικά των παπιστικών αξιώσεων, ουδέτερον δε υποστηρίζει τας των Παπιστών αξιώσεις». Ο Άγιος Νεκτάριος εδώ πραγματεύεται το θέμα του αλαθήτου των Παπών, όπως τίθεται σήμερα ως αίρεση της Δυτικής Εκκλησίας.
Όσοι είναι συνηθισμένοι στην φράγκικη αντίληψη περί του Αλαθήτου των Παπών τους, και περί κοσμικής εξουσίας των Ποντίφηκων, και αυτές τις αντιλήψεις τις προβάλουν στο παρελθόν πριν το 1009 και την κατάληψη της Αγίας Έδρας από τους Γερμανούς, δεν μπορούν να διανοηθούν τέτοιες ερωτήσεις. Τίθονται, όμως από τα ίδια τα γεγονότα. Δεν γνωρίζουμε ποιον ιστορικό ακολουθεί ο Άγιος Νεκτάριος, όταν μιλά για έγκριση της συνέλευσης των Παρισίων από τον Πάπα Ευγένιο Β' και των Λεγάτων του.
Όπως και να έχει ακολουθεί την περιορισμένη βιβλιογραφία του ΙΘ' αι. και γι' αυτό θέτει την ημερομηνία στο 826 μ.Χ. Τα λεγόμενα του Αγίου Ανδρός έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα και τα συμπεράσματά του (όπως το ότι συνεκροτούντο σύνοδοι χωρίς τη συγκατάθεση του Πάπα), είναι σήμερα αποδεκτά. Προς το παρόν τα ερωτήματα για την παραπάνω συνέλευση θα τ' αφήσουμε ανοικτά και θα τα ξαναδούμε όταν θα μελετήσουμε συνολικά την εκκλησιαστική πολιτική του Λουδοβίκου του Ευσεβή.
Η πρώτη γραπτή μαρτυρία του Συμβόλου της Πίστεως με την προσθήκη του filioque βρίσκεται καταχωρημένη στα πρακτικά τοπικής συνόδου στην Φριουλία (Forum lulii,Fréjus) το 796 μ.Χ, όπως απαγγέλθηκε από τον Παυλίνο της Ακυηλίας.
Στις αρχές του επόμενου αιώνα (Θ' αι.) ο μοναχός Ιωάννης, ηγούμενος της μονής του Αγίου Σάββα, κατά την διάρκεια της χριστουγεννιάτικης Θείας Λειτουργίας στον Ναό της Γεννήσεως στην Βηθλεέμ, άκουσε με έκπληξη τους Φράγκους μοναχούς ν' απαγγέλουν το Σύμβολο της Πίστεως με την προσθήκη του filioque. Οι Φράγκοι αυτοί μοναχοί, ήταν μέλη του Congrgatio montis Olivetti Hierosolymitani. Το ορθόδοξο πλήρωμα ανησύχησε όταν άκουσε τον Πάπα Ιωάννη ν' αποκαλεί τους εν λόγω μοναχούς αιρετικούς και θέλησε να τους εκβάλλει του Ναού.
Την επόμενη Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα εκλήθησαν οι Φράγκοι μοναχοί στον Ναό της Αναστάσεως, να δώσουν εξηγήσεις για τα πιστεύω τους, ενώπιον κλήρου και λαού. Αυτοί δήλωσαν ότι πιστεύουν, όσα πρεσβεύει και η Ρωμαϊκή Εκκλησία και ότι θεωρούν το filioque, ως μια ασήμαντη διαφορά από τις πολλές μεταξύ της δυτικής και των ανατολικών Εκκλησιών. Μάλιστα, ισχυρίστηκαν (με αρκετή δόση θράσους) ότι, όποιος αποκαλεί αυτούς αιρετικούς, στην ουσία αποκαλεί αιρετική και την Ρωμαϊκή Εκκλησία.
Η συνάθροιση δέχθηκε ως ορθόδοξη την πίστη της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, ζήτησε από τους Φράγκους να καταδικάσουν δημόσια κάθε αίρεση και να υπογράψουν δήλωση, την οποία ανέγνωσε ο Αρχιδιάκονος του Ναού της Αναστάσεως. Είναι προφανές, ότι ο Πατριάρχης Θωμάς αντιλήφθηκε την πονηριά των Φράγκων, να επιρρίψουν δηλ. την ευθύνη για την κακοδοξία τους στην Εκκλησία της Ρώμης και θέλησε να σταματήσει την προπαγάνδα τους. Απέστειλε ενημερωτική επιστολή για το γεγονός στον Πάπα Λέοντα τον Γ' με τον Ηγούμενο Ιωάννη.
Οι Φράγκοι από την πλευρά τους απευθύνθηκαν στον Πάπα αλλά και στον Κάρολο για εξηγήσεις πάνω στο θέμα του filioque. Ο Κάρολος τότε συγκάλεσε σύνοδο στο Ακυϊσγράνο (Aachen, Αix-la-Capelle) τον Νοέμβριο του 809 μ.Χ. Την έκκληση αυτή των μοναχών, ως αφορμή της εν Ακυϊσγράνω συνόδου, θέτουν τα annals regni francorum (808 μ.Χ.) και το Χρονικό του Άντο, Αρχιεπισκόπου Βιέννης. Η σύνοδος αυτή ανέδειξε το filioque σε απαραίτητο σωτηριολογικό δόγμα για τους Φράγκους.
Η αλήθεια είναι ότι το 809 μ.Χ. ο Κάρολος αισθανόταν αρκετά ισχυρός, ώστε να επιβάλλει τις θεολογικές του απόψεις στην Φραγκία, υποσκελίζοντας την ορθόδοξη θέση του Πάπα και των Γραικών. Η στέψη του Καρόλου από τον Πάπα το 800 μ.Χ. δημιούργησε τις θεωρητικές προϋποθέσεις, βάσει των οποίων ο δεύτερος μπορούσε να αναδειχθεί σε κριτή του πρώτου. Για τον λόγο αυτό ο Κάρολος επανέλαβε την στέψη το 802 μ.Χ. στο Aachen, μόνο που αυτή την φορά έλαβε το στέμμα από τα χέρια του επισκόπου της πόλης και το τοποθέτησε ο ίδιος στο κεφάλι του.
Επίσης στην επιστολή των μοναχών του Όρους των Ελαιών ανταποκρίθηκε ο Λέοντας Γ' στέλνοντάς τους αντίγραφο του Συμβόλου χωρίς την προσθήκη του filioque. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του Καρόλου και την σύγκληση της συνόδου, ώστε ν' αντιμετωπίσει την ορθόδοξη θέση του Ποντίφηκα. Η επιλογή του Aachen, ως τόπου συνάντησης, δεν είναι τυχαία, διότι στη συγκεκριμένη τοποθεσία λάμβανε χώρα το ετήσιο συνέδριο των Φράγκων πολέμαρχων-φεουδαρχών.
Εν συνεχεία έφεραν στη Ρώμη τις αποφάσεις της Συνόδου δύο missi, o Berharius, επίσκοπος Wörms (σημειωτέον την αδελφή αυτού νυμφεύθηκε ο Εϊνάρδος, βιογράφος του Καρόλου), και ο Αδαλάρδος, ηγούμενος στο Κορμπαί και ξάδελφος του Καρόλου (βλέπουμε ότι στην Φραγκία πρόσωπα αριστοκρατικής καταγωγής καταλαμβάνουν υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα). Επί δύο μέρες οι απεσταλμένοι του βασιλιά διαλέγονταν με τον Λέοντα. Ο Ποντίφικας δεν υποχώρησε θεολογικά, αλλά υπέκυψε στις απειλές του Καρόλου.
Η αναφορά του H. Davis στην συνάντηση έχει ως εξής: «Αποδεικνύεται από το πρωτόκολλο της συνάντησης με τους missi, ότι θεωρούσε (ο Λέοντας) τον εαυτό του, ως τον τελικό αρμόδιο, κι επίσης αποδεικνύεται, ότι υπαναχώρησε (το ρήμα shrink που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας σημαίνει και ζαρώνω από φόβο) από μια αντιδικία δύναμης με τον πάτρωνά του». Έτσι στην Φραγκία το Σύμβολο της Πίστης καθιερώθηκε ν' απαγγέλλεται με την προσθήκη, ενώ μέχρι τότε αυτό γινόταν μόνο στο παρεκκλήσι του παλατιού, όπου πιθανολογείτε να το είχαν ακούσει οι Φράγκοι μοναχοί των Ιεροσολύμων.
Στην επικράτεια του Πατριαρχείου της Ρώμης θα συνεχιζόταν η χρήση του Ορθόδοξου Συμβόλου χωρίς την προσθήκη. Μπορούμε ν' αντιληφθούμε τον ζήλο του Ορθόδοξου Πάπα, από το ότι διέταξε αμέσως να χαραχθεί το Πιστεύω χωρίς την προσθήκη, σε δυο ασημένιες πλάκες, στα Ελληνικά και στα Λατινικά και αυτές ν' αναρτηθούν στον Ναό του Αγίου Αποστόλου Πέτρου στην Ρώμη.
Σ' αυτές υπήρχε η επιγραφή «Haec Leo posui amore et cautela orthodoxae fidei» δηλ. «Ταύτα Λέων έθηκα δι' αγάπην και φύλαξιν της ορθοδόξου πίστεως». Και όχι μόνο αυτό αλλά επικράτησε να απαγγέλλεται το Σύμβολο της Πίστεως στην Ελληνική γλώσσα, χωρίς την Αιρετική προσθήκη, αντί της Λατινικής. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε μέχρι και την πατριαρχεία του πάπα Βενέδικτου του Γ' (855 - 858 μ.Χ.).
Αυτά μας τα πληροφορεί ο Μέγας Φώτιος: «... διά δη τούτο ο Θεόσοφος εκείνος ανήρ εις ενθύμιον κατέστη, το δε ενθύμιον, Ελλάδι γλώσση πρόσταγμα δούναι το της πίστεως ιερόν μάθημα και τους Ρωμαίους λέγειν». Δεν θέλει να κατονομάσει τον Ποντίφικα που το κατήργησε, αλλά αν τελευταία απαγγέλλονταν στα Ελληνικά επί Βενεδίκτου, τότε αυτός που το κατήργησε, και υπονοείται από τα συμφραζόμενα ως Φραγκόφιλος, πρέπει να ήταν ο Νικόλαος Α' (858-867 μ.Χ.). Επειδή ήταν σύγχρονος του Φωτίου και δεδομένων των σχέσεων Παλαιάς και Νέας Ρώμης, καταλαβαίνουμε γιατί δεν τον κατονομάζει.
Καταλήγοντας θέλουμε να τονίσουμε ότι οι Επίσκοποι Ρώμης της εποχής είναι Ορθόδοξοι, παρά τις προσπάθειες να πεισθούμε για το αντίθετο. Συμμαρτυρεί σε αυτό και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ακριβής τηρητής της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής. Διαβάζουμε την προσφώνηση της επιστολής του προς τον Πάπα Λέοντα τον Γ': « Τω αγιωτάτω και κορυφαιοτάτω πατρί πατέρων Λέοντι, τω δεσπότη μου αποστολικώ Πάπα».
Άγιο και κορυφαίο σε υπερθετικό βαθμό τον αποκαλεί αυτός που δεν υποχώρησε μπροστά σε αυτοκράτορες. Και αν κάποιος επιμείνει ότι πρόκειται για επιστολιμιαία τυπολογία θα συνεχίσει αμέσως παρακάτω ο Άγιος Άνδρας: « Επειδήπερ Πέτρω τω μεγάλω δέδωκε Χριστός ο Θεός μετά τας κλεις της βασιλείας των ουρανών, και το της ποιμνιαρχίας αξίωμα, προς Πέτρον, ήτοι τον αυτού διάδοχον, ο,τι ούν καινοτομούμενον εν τη καθολική Εκκλησία παρά των αποσφαλλομένων της αληθείας, αναγκαίον αναφέρεσθαι».
Δεν τον θεωρεί απλώς Ορθόδοξο τον Λέοντα τον Γ', αλλά και αλάνθαστο κριτή κάθε καινοφανούς διδασκαλίας, όπως ήταν την εποχή το θέμα της εικονομαχίας και το filioque. Παρακάτω του αναφέρει και το θέμα της δικής του επιστολής, δηλαδή τον παράνομο γάμο του αυτοκράτορα. Στην επόμενη επιστολή του με τον ίδιο αποδέκτη, τον ευχαριστεί θερμά για την απάντηση που έλαβε ως παρηγοριά στις διώξεις του με τα εξής λόγια :
«Αλλ' αυτή μεν Χριστομιμήτως και προσηγόρευκε τους ευτελείς και ανεζωπήρωσεν ημών το πνεύμα, επέρρωσέ τε το ασθενές και εστιβάρωσε το αδρανές, οιωνεί επαλείψασα τοις υπέρ υμάς παρακλητικοίς και νουθετικοίς φθέγμασι, στήκειν τε εν τη ορθοδόξω πίστει ακλινώς μέχρι τέλους παρεγγυώσα».
Άλλη μια επιβεβαίωση της ορθής διδασκαλίας του Λέοντα, ο οποίος παρηγόρησε τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη με λόγια ικανά να τον στηρίξουν ώστε να εμμένει στις Ορθόδοξες θέσεις του εν μέσω πειρασμών, θλίψεων και διώξεων. Ο ίδιος Άγιος Ανήρ, όταν απευθύνεται στον Πασχάλιο Α' (817-824 μ.Χ.) (βιβλ. Β' επ.ΙΒ') δεν φείδεται βιβλικών χωρίων, όχι για να το αλάθητο ή το πρωτείο, αλλά την Ορθοδοξία του: «Άκουε, αποστολική κάρα, θεοπρόβλητε ποιμήν των Χριστού προβάτων, κλειδούχε της ουρανών βασιλείας, πέτρα της πίστεως, εφ' ή ωκοδόμηται η καθολική Εκκλησία. Πέτρος γαρ συ, τον Πέτρου θρόνον κοσμών και διέπων». Θέμα της επιστολής ήταν η αναζωπύρωση της εικονομαχίας και οι νέες διώξεις των Ορθοδόξων.
Και στην επόμενη (ΙΓ'): «Επεσκέψατο υμάς Ανατολή εξ ύψους, Χριστός ο Θεός ημών˙ την σην εν τη Δύσει μακαριότητα της υπ' ουρανών Εκκλησίας, επί τον αποστολικόν πρώτιστον θρόνον θέμενος. Και γαρ ήσθημεν φωτός νοερού οι εν σκότει και σκιά θανάτου ενισχημένοι της πονηράς αιρέσεως και το νέφος της αθυμίας απεθέμεθα, και προς χρηστάς ελπίδας ανενεύσαμεν μεμαθηκότες δι' ων απεστείλαμεν αδελφών ημών και συνδούλων, οια και ηλίκα πέπραχέ τε και λέλεχεν η αγία ημών κορυφαιότης˙ τους μεν αιρετικούς αποκρισαρίους ως λωποδύτας, μηδέ εις ιεράν αυτής θέαν προσηκαμένη, πόρρω δε όντας ενδίκως αποπεμψαμένη...».
Και ενώ η εικονομαχία μαίνεται, πηγάζουσα από τους αυτοκρατορικούς θρόνους Ανατολής και Δύσεως, ο καθήμενος επί του επισκοπικού θρόνου της Ρώμης στέκει: «ως αληθώς η αθόλωτος και ακαπήλευτος πηγή εξ αρχής της ορθοδοξίας». Αυτά στις αρχές του Θ' αι. Πριν κλείσουμε τα θέματα που αφορούν τον Κάρολο θα θέλαμε να σχολιάσουμε σύντομα την λεγόμενη «Καρολίγγεια Αναγέννηση». Ως τέτοια χαρακτηρίζεται η τόνωση της δημιουργικής παραγωγής, που οφείλεται στην θετική στάση της βασιλικής αυλής και στην συγκεκριμένη περίπτωση ξεκίνησε από τον Κάρολο.
Ως κύρια χαρακτηριστικά της είχε την επιμόρφωση του κλήρου, σε συνδυασμό με το προηγούμενο την δημιουργία σχολείων στις επισκοπές και τα μοναστήρια, τις Θεολογικές σπουδές, την αποκατάσταση της άσκησης των ελευθέριων τεχνών, τις οποίες ο Martianus Capella (Καρχηδόνα, 5ος αι.) απαριθμεί στο έργο του Satyrikon (De Nuptiis philologiae et Mercunii et de septem Artibus liberalibus libri novem): γραμματική, ρητορική, λογική, γεωμετρία, αριθμητική, μουσική, αστρονομία.
Αν τα παραπάνω τα επεξηγήσουμε, τότε θα δούμε την λεγόμενη «αναγέννηση» από μια διαφορετική σκοπιά. Την ποιότητα του φράγκικου κλήρου, κατώτερου και ανώτερου, την αντιληφθήκαμε παραπάνω, μέσα από τις επιστολές του Αγ. Βονιφατίου. Στις επισκοπές και τις ενορίες που οι αγράμματοι Φράγκοι αντικατέστησαν Ρωμαίους λειτουργούς, δημιουργήθηκε αυτόχρημα, ένα πνευματικό έλλειμμα, εμφανές, ίσως και σκόπιμο, αρχικά.
Ο οξυδερκής Κάρολος γρήγορα κατάλαβε, ότι τέτοιου είδους ποιμένες δεν μπορούσαν να ποιμάνουν, πολύ περισσότερο να χειραγωγήσουν το ρωμαϊκό ποίμνιό τους, ούτε να εκχριστιανίσουν παγανιστικά φύλα, με ήθη και έθιμα παρόμοια με τα δικά τους. Δανειζόμαστε την φράση του David Nicolas: «Μόνο δια μέσου του κλήρου υπήρχε ελπίδα να εκπληρωθεί το όνειρό του για μια εκχριστιανισμένη Ευρώπη».
Συνεπώς η δημιουργία σχολών εντός των επισκοπών και των μονών ήταν ενδεδειγμένη, διότι απευθύνονταν σε εκκλησιαστικούς άνδρες και διευθύνονταν από άτομα (επισκόπους, ηγουμένους) της αμέσου βασιλικής επιρροής, του αυλικού περιβάλλοντος. Η γνώση δεν ήταν στην διάθεση του λαού. Δεν έχουμε στοιχεία για το αν λειτούργησαν σχολές σε κάθε επισκοπή και μοναστήρι ή σε μερικά από αυτά. Η κορωνίδα ήταν η σχολή στην βασιλική αυλή, της οποίας προΐστατο ο Αλκουΐνος.
Όσον αφορά τις Θεολογικές σπουδές, αυτές είχαν στόχο την στήριξη και την προώθηση της Φράγκικης Θεολογίας, δηλ. της δυτικής εικονομαχίας & του fillioque αρχικά, και στην συνέχεια η παραγωγή όλων των κακοδοξιών που υποστηρίζει μέχρι σήμερα η δυτική εκκλησία. Πρώτο παράγωγο ήταν τα Libri Carolini, ο δε επόμενος αιώνας (9ος ) έδωσε πιο συστηματοποιημένα και καινοτόμα Θεολογικά έργα.
Ενώ, λοιπόν, οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν ολοκληρώσει την διατύπωση των δογμάτων μέχρι και τον Η' αι. οι Φράγκοι ξεκινούσαν τότε την δική τους καθυστερημένη και αιρετική Θεολογία. Στο θέμα των ελευθέριων τεχνών, αυτές είχαν απαγορευθεί ήδη από τα τέλη του Στ' αι. από τους Μεροβίγγειους. Επανήλθαν λόγω της προσπάθειας του Καρόλου ν' ανεβάσει το μορφωτικό επίπεδο της ιντελιγκέντσιας της αυλής και να την συνδέσει με την ύστερη αρχαιότητα.
Η συγκέντρωση στην αυλή του Καρόλου πλήθους ακαδημαϊκών είχε ως αποτέλεσμα τον άμεσο έλεγχο της πνευματικής κίνησης σε όλες τις μορφές της. Ως εκ τούτου, συμφωνούμε ότι επρόκειτο για μια «καρολίγγεια» πνευματική κίνηση. Στο σημείο αυτό θα εκφράσουμε την διαφωνία μας. Δεν υπήρξε «αναγέννηση». Θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης, πως προέκυψε ο όρος. Από δύο στοιχεία.
- Πρώτον από την υιοθέτηση της λατινικής (στην εκβαρβαρισμένη μορφή της) γλώσσας, ως επίσημης γλώσσας, αφενός του κράτους και αφετέρου της γραπτής κουλτούρας. Η λατινική δεν ήταν η μητρική γλώσσα των Γερμανών, ούτε και την μιλούσαν στην καθημερινότητά τους. Επιβλήθηκε επί Καρόλου κυρίως ως εκκλησιαστική γλώσσα.
- Δεύτερον η επιδίωξη των Φράγκων να εμφανίζονται ως συνεχιστές του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και των ακαδημαϊκών τους ως συνεχιστών του έργου των μεγάλων Ρωμαίων κλασσικών.
Έτσι, χρησιμοποιήθηκαν ψευδώνυμα όπως Φλάκκος (Οράτιος) από τον Αλκουΐνο, Στράβων από τον Βαλαφρέδο (808-849 μ.Χ. παιδαγωγός του Καρόλου του Φαλακρού και αργότερα ηγούμενος της μονής στο Reichemau). Όμως, πέρα από τους ευσεβείς πόθους και τη χρησιμοποίηση Ρωμαϊκών ψευδωνύμων, τίποτα στα έργα της εποχής δεν θυμίζει τους μεγάλους κλασσικούς και κανένα από αυτά δεν θυμίζει, ούτε μπορεί να συγκριθεί με τα έργα αυτών.
Τα αποτελέσματα είναι κωμικοτραγικά. Δανειζόμαστε από τον Le Goff: «Ο Pierre Riché αποκάλυψε ότι η Καρολίγγεια Αναγέννηση είναι η κατάληξη μιας σειράς από μικρές αναγεννήσεις οι οποίες, μετά το 680 μ.Χ. εκδηλώθηκαν στο Κορμπί, στον Αγίο Μαρτίνο της Τουρ, στο Σαιν Γκαλ, στη Φουλδα, στο Μπόμπιο, στην Υόρκη, στην Παβία και στη Ρώμη. Μας βοηθά να επαναφέρουμε την αναγέννηση που υπερεπαινέθηκε, στις πραγματικές της διαστάσεις.... Η Βασιλική Ακαδημία δεν ξεπερνά τις κοινωνικές συναναστροφές της επαρχιακής λέσχης γύρω από τον πρίγκιπα τον οποίο αρέσκονται να αποκαλούν άλλοτε Δαβίδ και άλλοτε Όμηρο».
Και συμπληρώνει ο D. Nicolas: «Πράγματι, άφθονη δημιουργική ενέργεια αναλωνόταν σε δουλοπρεπείς κολακείες.... Συγγραφείς που το υπόλοιπο έργο τους ήταν πιο εκλεπτυσμένο, όπως ο Παύλος Διάκονος και ο Αλκουΐνος, ξεπερνούν το όριο της γελοιότητας με τις χαμερπείς κολακείες τους προς τον Καρλομάγνο». Αποκορύφωμα της δουλοπρεπούς αυτής κατάστασης είναι το ποίημα του Χουκμπαλντ του Σαιν Αμάν Φαλάκρας Εγκώμιον με αποδέκτη τον Κάρολο τον Φαλακρό.
Δεν σκοπεύουμε βέβαια, να επεκταθούμε σε συστηματική σύγκριση Ρωμαϊκής και Φράγκικης κουλτούρας. Απλώς θα συμπληρώσουμε ότι ο Ρωμαϊκός γραπτός λόγος γεννήθηκε στα πλαίσια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και υπήρξε γνήσιος απόγονος του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους ήταν πια ώριμος να παίξει το υπεύθυνο ρόλο του και να κριθεί και να καταγραφεί στην ιστορία.
Αντίθετα η Φράγκικη γραμματεία γεννήθηκε και ανατράφηκε μέσα στο περιβάλλον της αυλής και αναγκαστικά αυτήν υπηρέτησε. Δεν υποτιμούμε και δεν απαξιώνουμε, ούτε λοιδορούμε την προσπάθεια μιας κοινωνίας, μιας φυλής, ενός έθνους, να αναπτυχθεί πολιτιστικά, κι ας χρησιμοποιεί δάνεια από το μεγάλο ταμείο του Ελληνορωμαϊκού πνεύματος. Το ίδιο έπραξαν όλοι οι βάρβαροι που ήρθαν σε επαφή με αυτόν τον πολιτισμό.
Δεν επιτρέπουμε, όμως, τον σφετερισμό του πολιτισμού μας από κανέναν, πολύ δε περισσότερο από πνευματικά μειράκια, που χρειάστηκαν αιώνες για ν' απογαλακτισθούν. Την εποχή αυτή είναι ορθότερο να μιλάμε για την γένεση της Φράγκικης γραμματείας και όχι για «Αναγέννηση», εφόσον η Ελληνορωμαϊκή γραμματεία δεν έσβησε, αλλά συνεχίστηκε στην Ανατολή. Η Δύση καμιά κληρονομική σχέση δεν είχε με αυτή, όσο και αν το επιθυμούσε.
Με τη δολοφονία του Εβροΐνου το 681 μ.Χ. ξεκίνησε ένας νέος επταετής εμφύλιος στο Φράγκικο κράτος. Το 687 μ.Χ. οι δυνάμεις τις Αυστρασίας υπό την αρχηγία του Πεπίνου του Εριστάλ σε μια αποφασιστική νίκη στο Τεστρύ κατάφεραν να επιβληθούν και η ιστορία των Πεπινιδών ξεκινά. Ο Πεπίνος, γιος του Αγκεσίγκελ (= Αίγισθος, ο Τρώας ήρωας που θεωρούνταν προπάτορας των Φράγκων), έγινε μόνος Μαγιορδόμος, μετέφερε την αυλή στην Μετζ έδρα του παππού του Αρναούλφου, και διοίκησε από το 688-714 μ.Χ.
Κατά την διάρκεια της διοίκησής του, έπρεπε ν' αντιμετωπίσει τις συνέπειες της αναρχίας που δημιουργήθηκε από την πρότερη κατάσταση, κυρίως την κατάρρευση των συνόρων και την εισβολή των γειτόνων στα εδάφη του κράτους. Στα ανατολικά οι Βαυαροί είχαν ανεξαρτητοποιηθεί. Στο Βορρά η αδυναμία των Φράγκων να βοηθήσουν τους Θουρίγγιους κατά την διάρκεια της εισβολής των Σλάβων του Σάμο, ανάγκασε τους πρώτους να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο με τις δικές τους δυνάμεις, με αποτέλεσμα την αποσκίρτηση από την Φραγκική επικυριαρχία...
Στις εκβολές του Ρήνου οι ανυπότακτοι Φρίσιοι επέδραμαν στις κοιλάδες του Μέυση και του Σέλντ. Σουηβοί και Αλαμανοί ακολουθούσαν τους δικούς τους Δούκες, την στιγμή που στον Νότο συνέβαινε μια νέα Ρωμαϊκή αναγέννηση. Μετά από μια σειρά αναμετρήσεων ο Πεπίνος υπέταξε τον δούκα των Φρίσιων, Radbod, ενσωμάτωσε την δυτική Φρισία και ενίσχυσε τα κάστρα της Ουτρέχτης και του Ντόρμσταντ για να ελέγχουν την περιοχή. Κυνήγησε τους Σουηβούς στα έγκατα του Μέλανα Δρυμού και ανάγκασε τον δούκα τους Γοδεφρείδο να γίνει υποτελής του.
Το έργο του συνέχισε ο γιος, τον οποίο απέκτησε από την παλλακίδα Αλφαΐδα, Κάρολος (Karl = Ρωμαλέος) ο επονομαζόμενος Μαρτέλος (σφυρί). Με την ακαταστασία που προκλήθηκε, λόγω του θανάτου του Πεπίνου, βρήκαν την ευκαιρία οι Φράγκοι της Νεστρίας και ο Βασιλιάς Δαγοβέρος Γ' ν' αναδείξουν δικό τους Μαγιορδόμο, κάποιον Ραγινφρέδο. Ο Φρίσιοι συμμάχησαν μαζί τους και έφθασαν μέχρι την Κολωνία. Σε τι κατάσταση βρίσκονταν, όμως οι Μεροβίγγειοι; Για πολλά χρόνια ήταν μαριονέτες στα χέρια των Μαγιορδόμων και ανεβοκατέβαιναν στο θρόνο για να εξυπηρετήσουν τα σχέδια των τελευταίων.
Σε μια προσπάθεια να αναδείξει τον Μεροβίγγειο που θα επανέφερε την εξουσία στο στρατόπεδο των Φράγκων της Νευστρίας ο Ραγινφρέδος έβγαλε από το μοναστήρι, στο οποίο ήταν κλεισμένος τον Χιλπέριχο Β' ή αλλιώς μοναχό Δανιήλ (μετά τον θάνατο του Δαγοβέρτου). Ο συγκεκριμένος απόγονος ήταν ο πρώτος μετά από 80 χρόνια περίπου, που κατόρθωσε να φθάσει την ώριμη των 38 ετών το 716 μ.Χ. Συνήθως οι απόγονοι των Μεροβίγγειων λάμβαναν το στέμμα ανήλικοι, όντες υποχείριοι των ισχυρών του βασιλείου. Θύματα των εμφύλιων συγκρούσεων των Μαγιορδόμων δεν προλάβαιναν να ενηλικιωθούν.
Οι λοιποί συγγενείς τους ή κλείνονταν σε μοναστήρι ή εξορίζονταν. Έτσι δεν ασκούσαν εξουσία, αλλά είχαν διακοσμητικό θα λέγαμε ρόλο. Η παρουσία τους ήταν απαραίτητη για λόγους ισορροπίας. Το πάθημα του Χιλδεβέρτου, γιου του Γκριμοάλδου, είχε δείξει στους Μαγιορδόμους, ότι οι Φράγκοι δεν ήταν έτοιμοι για αλλαγή δυναστείας. Ακόμα κι αν κατείχαν την απόλυτη εξουσία δεν μπορούσαν να ηγηθούν της δικής τους αυλής.
Ας δούμε πως περιγράφει την κατάσταση των βασιλέων της εποχής ο Θεοφάνης: «Έθος ήν αυτοίς (τοις Φράγγοις) τον κύριον αυτών, ήτοι τον Ρήγα, κατά γένος άρχειν, και μηδέν πράττειν ή διοικείν ή αλόγως εσθίειν και πίνειν, οίκει τε διατρίβειν»˙ και μια σκωπτική περιγραφή της συνήθειας να φέρουν μακριά κόμη: «ελέγοντο δε εκ του γένους εκείνου καταγόμενοι κριστάται, ό ερμηνεύεται τριχοραχάται˙ τρίχας γαρ είχον κατά της ράχης εκφυομένας, ως οι χοίροι». Ο Χιλπέριχος Β' πρσπάαθησε να ανατρέψει αυτήν την κατάσταση. Παραμέρισε τον Μαγιορδόμο του και ανέλαβε τον πόλεμο ενάντια στον Μαγιορδόμο της Αυστρασίας, Κάρολο Μαρτέλο.
Σε απάντηση ο δεύτερος ανέδειξε δικό του Βασιλιά τον Κλοθάριο Δ'. Νίκησε τις δυνάμεις της Νευστρίας και των συμμάχων Φρίσιων στην Amblève, στις παρυφές του δάσους των Αρδεννών, για δεύτερη φορά στο Βισύ, κοντά στην Καμπρέ και στην συνέχεια μπήκε στο Παρίσι. Οι Μεροβίγγειοι θεωρούνταν φιλορωμαίοι, γι' αυτό ένας ισχυρός Χιλπέριχος ήταν προτιμότερος για τους Ρωμαίους από έναν ανίσχυρο Κλοθάριο.
Γι' αυτό ο πρώτος είχε την υποστήριξη του Εύδου της Ακουϊτανίας, στον οποίο κατέφυγε μετά την είσοδο του Καρόλου στο Παρίσι. Με ενωμένες δυνάμεις προσπάθησαν να τον αντιμετωπίσουν, αλλά ηττήθηκαν στην Σουασσόν. Ο θάνατος του Κλοθάριου το 718 μ.Χ. έδωσε διέξοδο στην εμφύλια διαμάχη. Ο Χιλπέριχος αναγνωρίσθηκε βασιλιάς των Φράγκων μέχρι τον θάνατό του το 720 μ.Χ. ο Κάρολος επικράτησε ως Μαγιορδόμος επίσης μέχρι τον θάνατό του το 741 μ.Χ, ενώ ο Εύδος έγινε υποτελής των Φράγκων.
Οι Άραβες (κατ' άλλους εξισλαμισμένοι Βερβέροι-Μουρ της Βόρειας Αφρικής) κατέλαβαν το τελευταίο Ρωμαϊκό οχυρό Σεπτόν (Septem=Έβδομον) στις Ηράκλειες Στήλες το 709 μ.Χ. Από κει εισέβαλαν στην Ιβηρική χερσόνησο το 711 μ.Χ. και κατέλυσαν το Βασίλειο των Βησιγότθων.
Ο δεύτερος συνεχιστής του Φρεντεγκάριου, ακολουθώντας ίσως τον Αιγύπτιο Ibn Abd-el Hakem, αναφέρει, ότι ο Βασιλιάς των Βησιγότθων Ροδέριχος (Rode-rik= διάσημος ηγέτης, 710-712 μ.Χ.) ατίμασε την κόρη του κόμητα Ιουλιανού, κυβερνήτη της Σεούτα, ο οποίος στην συνέχεια ήρθε σε συνεννόηση με τον Tariq ibn Ziyad και μετέφερε 1700 Βερβέρους μαχητές στην Ισπανία. Σύντομα οι Μωαμεθανοί κατέλαβαν την χερσόνησο, πέρασαν τα Πυρηναία και εισέβαλαν στην Σεπτιμανία, Ακουϊτανία, Προβηγκία. Ηττήθηκαν πρώτα από τον Εύδο στην μάχη της Τουλούζης το 721 μ.Χ. στην συνέχεια από τον Κάρολο Μαρτέλο στο Πουατιέ (732 μ.Χ.) και στην Αρελάτη (736 μ.Χ.).
Οι διάφοροι τοπικοί ηγεμόνες (Δούκες, Κόμητες της Γαλατίας και της Γερμανίας είχαν εξοικειωθεί με την ημιαυτόνομη διοίκηση που τους επέτρεπε η κατάσταση του Φράγκικου Βασιλείου, επί Μεροβίγγειων. Δεν σκόπευαν να παραδώσουν την αυτονομία τους στον Κάρολο Μαρτέλο αμαχητί. Ρωμαίοι της Ακουϊτανίας επαναστάτησαν μετά τον θάνατο του Εύδου το 735 μ.Χ. και την ανάληψη τα εξουσίας από τον γιο του Ανούλδο, αλλά υποτάγηκαν το 736 μ.Χ. Από το 720 μ.Χ. έως το 730 μ.Χ. πολέμησε διαδοχικά τους Βαυαρούς, τους Αλεμανούς και τους Σάξονες και τους υποχρέωσε σε μια αμφίβολη υποτέλεια.
Λέμε «αμφίβολη» διότι οι φυλές αυτές επαναστατούσαν σε κάθε ευκαιρία μέχρι την εποχή του Καρλομάγνου. Για να μπορέσει να εκτελέσει αυτές τις εκστρατείες αναγκάστηκε ν' αποδεχθεί την ανεξαρτησία των Φράγκων πολέμαρχων, τους οποίους είχε ως σύμμαχους. Σε αυτή την αμφίδρομη συνεργασία, που του επέτρεψε την επικράτησή ως Μαγιορδόμου, την αντιμετώπιση των εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων και την αναδιοργάνωση του βασιλείου, μπορούμε να δούμε την εγκαθίδρυση του φεουδαρχικού συστήματος.
Με την εποχή αυτή συνδέονται και δυο «μυστήριες» επιστολές, οι οποίες αποδίδονται στον Πάπα Γρηγόριο Γ' και απευθύνονται στον Κάρολο Μαρτέλο, μέσα από τις οποίες ο πρώτος ζητά την βοήθεια του δευτέρου εναντίον των Λογγοβάρδων. Οι επιστολές αυτές είναι ενσωματωμένες στον Codex Carolinus και τις βρίσκουμε μόνο εκεί. Χρονολογούνται, η μεν πρώτη το 739 μ.Χ., ενώ η δεύτερη το 740 μ.Χ. Με αυτές συνδέουν οι δυτικοί ιστορικοί δυο αποστολές, τις οποίες αναφέρει αόριστα ο δεύτερος συνεχιστής του Φρεντεγκάριου, χωρίς να ξεκαθαρίζει τον σκοπό τους.
Ο λόγος που μας απασχολούν οι δυο αυτές επιστολές, είναι διότι επάνω τους θεμελιώνουν οι δυτικοί ιστορικοί πρώιμη προσπάθεια της Παποσύνης ν' ανεξαρτητοποιηθεί από την Κωνσταντινούπολη, αποδίδουν στους επισκόπους Ρώμης πολιτικές επιδιώξεις, και εμφανίζουν τους Φράγκους ηγεμόνες ως προστάτες, στους οποίους οι ίδιοι οι Ρωμαίοι προσφεύγουν. Όλο το πακέτο της Φραγκικής προπαγάνδας ξεκινά από αυτές τις επιστολές.
Μάλιστα, στην Φράγκικη ερμηνευτική συνδέεται και η επιστολή του πάπα Γρηγόριου του Β' προς τον Αυτοκράτορα Λέοντα Γ' τον Ίσαυρο (ep.1 ad Leonem) με αφορμή το εναρκτήριο της εικονομαχίας διάταγμα του 726 μ.Χ. Η επιστολή αυτή γραμμένη σε σκληρό τόνο το 727 μ.Χ. εκφράζει τις Ορθόδοξες θέσεις του Πάπα. Είναι η επιστολή του ορθόδοξου επισκόπου Ρώμης προς τον αιρετικό αυτοκράτορα και όχι του επαναστάτη πάπα προς τον «Γραικό» επικυρίαρχό του, όπως αρέσκονται να την ερμηνεύουν οι Φράγκοι.
Πριν προχωρήσουμε στις επιστολές, ας δούμε τα γεγονότα της εποχής. Ανατρέχουμε στους Vitae Pontificum του Αναστάσιου Βιβλιοθηκάριου (9ος αι.) και την Historia Langobardorum του Παύλου Διακόνου (Paulus Diaconus, 720-799 μ.Χ.), μοναχού στο Μόντε Κασσίνο, η οποία είναι χρονικά κοντά στα γεγονότα και ο συγγραφέας δείχνει να είναι καλά ενημερωμένος. Το 717 μ.Χ. ανέβηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος (717-741 μ.Χ.). Αυτός, αφού αντιμετώπισε την επίθεση των Αράβων στην Κωνσταντινούπολη (717-718 μ.Χ.) θέλησε να απλώσει το Αυτοκρατορικό του χέρι στην εκκλησιαστική περιουσία.
Ως συνεργούς του είχε την αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης, αλλά και τις μεγάλες γαιοκτητικές στρατιωτικές οικογένειες της Μ. Ασίας, όσους δηλ. τον είχαν βοηθήσει στην άνοδό του στην εξουσία και θα ωφελούνταν από την οικειοποίηση των θησαυρών και των κτημάτων των εκκλησιών. Η σθεναρή αντίσταση της Εκκλησίας, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Επισκόπων, μοναχών, αλλά και του απλού πιστού λαού, δεν επέτρεψαν την άμεση εφαρμογή των μέτρων.
Γι' αυτό ο αυτοκράτορας και οι σύμβουλοί του συνέλαβαν ένα έμμεσο σχέδιο για τον διχασμό της Εκκλησίας και την ευκολότερη καθυπόταξή της. Το 726 μ.Χ. ο Λέοντας εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο απαγόρευσε την προσκύνηση των ιερών εικόνων, διέταξε την άμεση αποκαθήλωσή τους από τους ναούς, την καταστροφή τους και επέβαλε ποινές σε όσους δεν υπάκουαν. Έτσι έριξε την αυτοκρατορία σε μια περιπέτεια, την αίρεση της Εικονομαχίας, για ενάμισι περίπου αιώνα, με συνέπειες σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου και ιδιωτικού, πολιτικού και εκκλησιαστικού βίου.
Οι συνεργοί του σ' αυτό το πολιτικό και εκκλησιαστικό ατόπημα ονομάζονται σήμερα μεταρρυθμιστές, ενώ τότε εικονομάχοι, και το έγκλημα μεταρρύθμιση. Οποιαδήποτε ομοιότητα με σημερινές καταστάσεις δεν είναι σύμπτωση. Οι συνέπειες της πολιτικής του δεν μπορούσαν ν' αφήσουν ανεπηρέαστη την Ιταλία, καθώς οι εκεί επαρχίες αποτελούσαν οργανικό κομμάτι της αυτοκρατορίας.
Την εποχή αυτή η Β. Ιταλία βρισκόταν στα χέρια των Λογγοβάρδων. Βασιλιάς τους ήταν ο Λιουτπράνδος (712-744 μ.Χ.), ο οποίος είχε ένα (ανέφικτο) όραμα, να ενώσει την Ιταλία, υπό το σκήπτρο του. Για να το πετύχει, όμως χρειαζόταν ηρεμία στα βόρεια σύνορά του με τους Βαυαρούς και τους Φράγκους. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής συνεργάστηκε με τον Κάρολο Μαρτέλο το 725 μ.Χ. σε μια κοινή εκστρατεία κατά των Βαυαρών, με αντάλλαγμα την ουδετερότητα του στα τεκταινόμενα στην Ιταλία και όχι εδαφικά οφέλη.
Επίσης παντρεύτηκε την Βαυαρή πριγκίπισσα Γκουντρούδη, ενώ ο Κάρολος την αδελφή της Σουαναχίλδη, κι έτσι οι δυο τους έγιναν συγγενής εξ αγχιστείας. Μεταξύ των εδαφών του και των εδαφών του εξαρχάτου της Ραβέννας παρεμβάλλονταν δυο ημιαυτόνομα Δουκάτα, του Σπολέτο και του Βενεβέντο, τα οποία αναγνώριζαν τον Λιουτπράνδο ως επικυρίαρχο. Το εξαρχάτο της Ραβέννας ήταν αυτοκρατορικό έδαφος, στο οποίο, όμως ο Ιουστινιανός είχε επιτρέψει έναν βαθμό αυτοτέλειας, αυτοδιοίκησης, όπως και στο εξαρχάτο της Καρχηδόνας.
Η επαρχία αυτή μπορούσε να αξιοποιεί τους δικούς της πόρους για την αντιμετώπιση των κινδύνων που την απειλούσαν. Η μόνη πραγματική επέμβαση της Κωνσταντινούπολης ήταν η αποστολή του Έξαρχου, ώστε η πολιτική του Εξαρχάτου να βρίσκεται σε συμφωνία με την αυτοκρατορική πολιτική. Στον διοίκηση της Ραβέννας υπαγόταν ονομαστικά και η Εκκλησία της Ρώμης. Η άσκηση, λοιπόν ημι-αυτόνομης πολιτικής ήταν επιτρεπτή στην Ιταλία από την εποχή της απελευθέρωσής της από τον Ιουστινιανό και όχι φιλοδοξία των παπών του Η' αιώνα, όπως αρέσκονται να βλέπουν οι Φράγκοι.
Η οικονομική πολιτική του Λέοντα για την Ιταλία είχε δύο σκέλη. Το πρώτο ήταν η απόδοση των φόρων του εξαρχάτου στην Κωνσταντινούπολη και το δεύτερο η εκκλησιαστική περιουσία του Πατριαρχείου της Ρώμης. Σύμφωνα με τον Duchense το Πατριαρχείο κατείχε πολύτιμη ιδιοκτησία στην Καλαβρία, Σικελία και άλλες επαρχίες, τις οποίες ο Λέων αργότερα αφαίρεσε από την δικαιοδοσία της Ρώμης και τις υπήγαγε στην δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης.
Τα μέτρα αυτά προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση του λαού που προσέτρεξε σε βοήθεια του ποιμενάρχη του και όπως αναφέρει ο ίδιος καθηγητής θα είχαν αναδείξει νέο αυτοκράτορα αν δεν τους σταματούσε ο Γρηγόριος Β'. Εξ' αυτού του γεγονότος, υποστηρίζει, ότι «ήταν, παρ' όλα αυτά, ένας πιστός υπήκοος της αυτοκρατορίας, και, αν και οργάνωσε αντίσταση, ούτε για μια στιγμή δεν είχε ως πρόθεση να κάνει επανάσταση». Ακολούθησε το διάταγμα του Λέοντα το 726 μ.Χ. και η επιστολή του πάπα κατά της Αιρετικής στάσης του αυτοκράτορα, όπως προείπαμε.
Η αναταραχή που προκλήθηκε στις Ρωμαϊκές επαρχίες τις Ιταλίας από την πολιτική του Λέοντα επέτρεψε στον Λιουτπράνδο να επιτεθεί με επιτυχία στην Ραβέννα και να καταλάβει την Κλάσση, το λιμάνι της πόλης. Επίσης κατέλαβε τις πόλεις Feronianum, Mons Bellius, Buxeta, Persiceta, Bononia, και τις πόλεις της Αιμιλίας, τις λεγόμενες Πεντάπολη και Auximum. Την ίδια εποχή ο έξαρχος Παύλος δολοφονήθηκε από δυνάμεις που υποστήριζαν την πολιτική του πάπα, με τον οποίο είχαν συμμαχήσει και τα δουκάτα του Σπολέτο και του Βενεβέντο.
Ο νέος, απεσταλμένος από την Κωνσταντινούπολη, Έξαρχος Ευτύχιος, αμα τη αφίξει του στην Ραβέννα διέταξε την σύλληψη ή κατ' άλλους την δολοφονία του Πάπα, αλλά η διαταγή του έπεσε στο κενό. Στην συνέχεια στράφηκε για βοήθεια στον Λιουτπράνδο. Αυτός βάδισε προς την Ρώμη, υπέταξε καθ' οδόν το Δουκάτο του Σπολέτο και στρατοπέδευσε έξω από την «Αιώνια Πόλη». Ο Ρωμαίος Ποντίφικας εξήλθε προς συνάντησή του και λέγεται ότι ο Λιουτπράνδος γονάτισε ενώπιον του Αλταρίου του Αγίου Αποστόλου Πέτρου και κατέθεσε τα εμβλήματα και τα όπλα του.
Σκοπός του ήταν να επέμβει διαμεσολαβητικά για την αποκατάσταση της Εξαρχίας και της ειρήνης στην Ρώμη, όπερ και έπραξε. Με την μεσολάβησή του η πλευρά του πάπα δέχθηκε τον Ευτύχιο ως Έξαρχο, και αυτός απέσυρε τις εντολές του για καταστροφή των ιερών εικόνων. Τώρα, ίσως φαίνεται παράξενο, ότι ο Λογγοβάρδος Βασιλιάς μεσολαβεί για υποθέσεις της αυτοκρατορίας. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, ότι ο Λιουτπράνδος και ο λαός του την εποχή αυτή είναι ορθόδοξοι και τρέφουν μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπο του Επισκόπου Ρώμης.
Βλέπουμε κάποιες φορές τον Λιουτπράνδο να αποδίδει ολόκληρες πόλεις στον Πάπα, τις οποίες είχε πρόσφατα καταλάβει. Έπειτα η πολιτική του ήταν να εμφανίζεται ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων στην Ιταλία, όχι κάνοντας πάντα πόλεμο, αλλά και διαπραγματεύσεις. Και φυσικά το να επαναφέρει τα επαναστατημένα Δουκάτα στην επικυριαρχία του ήταν θέμα γοήτρου. Στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να διαλύσει την συμμαχία αυτή, οποιαδήποτε στιγμή ήθελε.
Ο Γρηγόριος ο Β' πέθανε το 731 μ.Χ. και ποτέ στην ποιμαντορία του δεν έδρασε ενάντια στα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Αντίθετα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να κρατήσει εν ζωή το εξαρχάτο. Διαβάζουμε από μια επιστολή του στον Δόγη (δούκα) Ούρσο της Βενετίας, ότι όταν οι Λογγοβάρδοι πάτησαν το πόδι τους στην Ραβέννα, και ο έξαρχος κατέφυγε εκεί (η Βενετία ήταν αυτοκρατορική πόλη), ο Γρηγόριος τον παρότρυνε να παραμείνει πιστός σ' αυτόν (τον Έξαρχο) και να συνεργαστεί μαζί του, ώστε να επαναφέρουν την Ραβέννα στην κυριαρχία του αυτοκράτορα, κάτι που έγινε.
Επίσης εξαγόρασε την ελευθερία πόλεων, όπως το κάστρο Sutri στα περίχωρα της Ρώμης. Ο διάδοχός του Γρηγόριος Γ' (Σύριος στην καταγωγή) ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης από την πλειοψηφία του λαού της πόλης. Αυτός συγκάλεσε σύνοδο την 1η Νοεμβρίου του 731 μ.Χ. στην οποία μετείχαν 93 επίσκοποι του Πατριαρχείου στην Ρώμη, μεταξύ τους και οι Αρχιεπίσκοποι Αντώνιος του Γκράντο και Ιωάννης της Ραβέννα. Στην σύνοδο αυτή αναθεμάτισαν τους εικονομάχους.
Σε απάντηση ο Λέοντας Γ' αφαίρεσε τις επαρχίες Σικελίας, Καλαβρίας και Βροτίου από το Πατριαρχείο Ρώμης, τις υπήγαγε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, του οποίου τον Πατριάρχη Γερμανό είχε αντικαταστήσει με τον δικό του Αναστάσιο, και στην συνέχεια καταλήστευσε τους θησαυρούς των εκκλησιών αυτών των επαρχιών.
Το 737 μ.Χ. ο Λιουτπράνδος ανανέωσε τις επιθέσεις του εναντίον των Ρωμαϊκών επαρχιών. Για άλλη μια φορά οι δούκες του Σπολέτο και Βενεβέντο συμμάχησαν με την Ρώμη και το εξαρχάτο για να τον αντιμετωπίσουν. Το ιστορικό αυτής της συμμαχίας ξεκίνησε λίγο πριν, όταν ο Ρώμης εξαγόρασε το οχυρό Gallese από τον Θρασαμούνδο, δούκα του Σπολέτο, ενδιάμεσο σταθμό επικοινωνίας Ρώμης-Ραβέννας. Ο Λιουτπράνδος κατατρόπωσε τον Θρασαμούνδο και ο δεύτερος κατέφυγε στην προστασία του πάπα.
Ο Λιουτπράνδος απαίτησε την παράδοση του Σπολετάνου δούκα αλλά ο Γρηγόριος αρνήθηκε. Ο Λογγοβάρδος βασιλιάς επιτέθηκε και κατέλαβε τέσσερεις πόλεις στα περίχωρα της Ρώμης, τις Ameria, Horta, Polimartium και Blera. Την εποχή αυτή τοποθετούνται οι επιστολές του Γρηγορίου στον Κάρολο Μαρτέλο και τον καλούν σε βοήθεια. Ο Φράγκος ηγεμόνας απαξίωσε ν' απαντήσει. Ορισμένα εγχειρίδια ιστορίας της εποχής μιλούν για άρνηση του Καρόλου, αλλά αυτό δεν έχει διαπιστωθεί, καθώς δεν υπάρχουν πουθενά επιστολές με την απάντησή του.
Ακόμα και στον Codex Carolinus, μοναδικό έγγραφο που περιέχει τις επιστολές του Πάπα, απάντηση από τον Κάρολο δεν υπάρχει. Μέχρι το τέλος του 740 μ.Χ. οι Ρωμαϊκές δυνάμεις κατάφεραν να διώξουν τους Λογγοβάρδους από την περιοχή τους και να απελευθερώσουν το δουκάτο του Σπολέτου. Αποκατέστησαν, μάλιστα, και τον Θρασαμούνδο στο πρότερο αξίωμά του ως δούκα. Δυστυχώς, αυτός δεν τήρησε την υπόσχεσή του και δεν απέδωσε τις τέσσερεις πόλεις στους Ρωμαίους.
Ο Λιουτπράνδος με τη σειρά του συμμάχησε με το δουκάτο του Βενεβέντο, σε μια προσπάθεια να προσεταιριστεί τώρα ευκαιριακά και τους συμμάχους των Βενεβεντίνων, Ρωμαίους. Μέσα σ' αυτό το μπλέξιμο πέθανε ο Πάπας Γρηγόριος Γ' τον Δεκέμβριο του 741 μ.Χ. Την ίδια χρονιά πέθαναν οι Λέοντας Γ' (18 Ιουνίου) και Κάρολος Μαρτέλος (22 Οκτωβρίου). Στην θέση του Γρηγορίου ανέβηκε ο Ζαχαρίας Α'. Αυτός ήρθε σε συνεννόηση με τον Λιουτπράνδο και μαζί επιτέθηκαν στον Θρασαμούνδο. Ο τελευταίος παραδόθηκε χωρίς όρους.
Το δουκάτο επανήλθε στην επικυριαρχία των Λογγοβάρδων, ενώ οι τέσσερεις πόλεις επιστράφηκαν στους Ρωμαίους. Τον επόμενο χρόνο ο Λιουτπράνδος επιτέθηκε στην Ραβέννα. Ο Πάπας Ζαχαρίας άφησε την Ρώμη και κατευθύνθηκε στον Λιουτπράνδο. Μετά από επιτυχημένες συνομιλίες κατάφερε να τον πείσει να εγκαταλείψει την εκστρατεία. Οι ενέργειές του επισκόπου Ρώμης έσωσαν για άλλη μια φορά το εξαρχάτο, τις κτήσεις δηλαδή τις αυτοκρατορίας στην Ιταλία. Από την πλευρά της Φραγκίας, πέρα από τις Άλπεις, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.
Που, λοιπόν στηρίζονται οι θέσεις, όσων βλέπουν στα παραπάνω γεγονότα, επανάσταση των Παπών, κατά της Κωνσταντινούπολης και ανεξαρτητοποίησή τους; Πουθενά στην εξέλιξη των γεγονότων δεν μπορεί να διαπιστωθεί κάτι τέτοιο και η ύπαρξη των ίδιων των επιστολών αποτελεί μια παραφωνία. Η σιωπή του Καρόλου στην ευκαιρία που του δινόταν να αναμειχθεί στις Ιταλικές υποθέσεις είναι ύποπτη, και βέβαια, το επιχείρημα της συγγένειας με τον Λιουτπράνδο αδύναμο.
Ας μην ξεχνάμε, ότι οι Φράγκοι δεν είχαν ενδοιασμούς να σφάξουν τα ίδια τους τα αδέλφια, προκειμένου να επεκτείνουν την εξουσία τους σε λίγα villae παραπάνω. Από πολιτικής πλευράς η μη ανάμειξή του ήταν λάθος. Δεν ήταν απαραίτητο να εκστρατεύσει εναντίον του Λιουτπράνδου. Κάποιες συνομιλίες, κάποια διπλωματική αποστολή θα ήταν αρκετή, για να μην πούμε απαραίτητη, διότι η ύπαρξη ενός Αιρετικού αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη και ενός Ορθόδοξου Βασιλιά στην Ιταλία θα μπορούσε να φέρει σε μειονεκτική θέση τον πιο απομακρυσμένο Φράγκο (όπως είχε γίνει και με τους Βουργουνδούς).
Αυτές ήταν κινήσεις που έπρεπε να γίνουν, όπως και έγιναν από τους διαδόχους του Κάρολου Μαρτέλου σε μεταγενέστερο χρόνο και υπό άλλες συνθήκες, αν ο πάπας είχε καλέσει σε βοήθεια.
Αλλά ακόμα και αν θεωρήσουμε γνήσιες τις επιστολές υπάρχουν σκοτεινά σημεία, τα οποία πρώτοι οι δυτικοί ιστορικοί ομολογούν, χωρίς αυτά βέβαια να επηρεάζουν την αντίληψή τους για τα γεγονότα, καθ' όσον η άποψή τους είναι κατεστημένο. Διαβάζουμε στον Ε.Α. Freeman: «Είναι παράξενο το ότι στον Ρωμαϊκό Βίο του Γρηγορίου (εννοεί το Vitae Pontificum του Αναστάσιου Βιβλιοθηκάριου) δεν υπάρχει καμιά αναφορά στις πρεσβείες και τις επιστολές που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του Γρηγορίου και του Καρόλου».
Όπως προείπαμε τις επιστολές αυτές τις γνώριζαν μόνο οι Φράγκοι. Όσο αφορά τις πρεσβείες, δεν βρίσκουμε τον λόγο να τις συνδέσουμε με τις επιστολές. Υπήρχαν και άλλα θέματα στις σχέσεις Ρώμης και Φράγκων με πρώτες στην ατζέντα τις ιεραποστολές στους βόρειους λαούς. Την εποχή αυτή ειδικά έχουμε την δραστηριότητα του αγίου Βονιφάτιου στις περιοχές των Σαξόνων και ανταλλαγή επιστολογραφίας μεταξύ αυτού και της Αγίας Έδρας, αλλά και μεταξύ Ρώμης και Κάρολου Μαρτέλου.
Επίσης άλλα εκκλησιαστικά ζητήματα που απασχολούν είναι η οργάνωση της Εκκλησίας της Βαυαρίας και η σύγκληση τοπικής συνόδου της Εκκλησίας της Γαλατίας, για την ρύθμιση θεμάτων που προέκυψαν εξαιτίας της κακής ποιότητας του ήθους των Φράγκων επισκόπων. Πιο συγκεκριμένα με την επ.9 (722 μ.Χ.) της συλλογής των επιστολών του Αγίου Βονιφατίου, ο Γρηγόριος Β' συστήνει τον Άγιο στον Κάρολο Μαρτέλο, ενώ με την επ.10 (723 μ.Χ.) ο τελευταίος αναλαμβάνει την προστασία του. Στην επ.24 (739 μ.Χ.) ο Γρηγόριος Γ' δίνει οδηγίες στον Άγιο για την εκκλησιαστική οργάνωση της Βαυαρίας.
Οι προσπάθειες για την σύγκληση συνόδου και την εξέταση των θεμάτων που αφορούν τους Φράγκους επισκόπους τελεσφόρησαν επί της βασιλείας Καρλομάνου, υιού του Κάρολου Μαρτέλου, και επί πατριαρχίας του πάπα Ζαχαρία. Στην επ.50 (742 μ.Χ.) του Αγίου Βονιφατίου, επί τη αναρρήσει του Ζαχαρία στον θρόνο της Ρώμης διαβάζουμε τα εξής πολύ διαφωτιστικά: «Ας είναι επίσης γνωστό σε σένα, Άγιε Πατέρα, ότι ο Καρλομάνος, δούκας των Φράγκων, με κάλεσε ενώπιον του και επιθυμεί από μένα να συγκαλέσω σύνοδο σ' εκείνο το μέρος του Φραγκικού βασιλείου που είναι υπό την δικαιοδοσία του (ο Καρλομάνος μοιραζόταν το βασίλειο με τον αδελφό του Πεπίνο τον Βραχύ).
Μου υποσχέθηκε ότι θα αναμορφώσει και θα επαναφέρει την εκκλησιαστική πειθαρχία, η οποία τα τελευταία 60 ή 70 χρόνια έχει τελείως περιφρονηθεί και καταφρονηθεί. Αν επιθυμεί πραγματικά, με θεία φώτιση, να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, θα ήθελα να έχω την συμβουλή και τις οδηγίες της Αποστολικής Έδρας. Σύμφωνα με τους παλαιότερους οι Φράγκοι δεν είχαν συγκαλέσει συμβούλιο για περισσότερο από 80 χρόνια, ούτε είχαν Αρχιεπίσκοπο, ούτε είχαν θέσει σε ισχύ ή αποκαταστήσει σε κανένα μέρος το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας.
Οι επισκοπικές έδρες, που είναι στις πόλεις, βρίσκονται στην κατοχή πλεονεκτών κοσμικών ή υπό την καπηλεία μοιχών και ανάξιων κληρικών για κοσμικές χρήσεις. Εάν είναι να αναλάβω αυτό το ανδραγάθημα με την δική σας ευλογία και κατόπιν προσκλήσεως του Δούκα, πρέπει να έχω άμεσα, μαζί με την αρμόζουσα εκκλησιαστική άδεια, την εντολή και την απόφαση της Αποστολικής Έδρας». Ας σημειωθεί, ότι εκεί που το κείμενο αναφέρει τον Καρλομάνο ως «Δούκα», στις Αγγλικές μεταφράσεις μεταφέρεται ως «Αυτοκράτορας».
Για το ήθος του Φράγκικου κλήρου και των Φράγκων Επισκόπων γράφει: «που έχουν ξοδέψει την ζωή τους, από την παιδική τους ηλικία, σε ασωτία, μοιχεία και κάθε είδους ακαθαρσία, που έχουν λάβει την διακονία με αυτή την φήμη, και που ακόμα και τώρα, ενώ έχουν τέσσερεις και πέντε παλλακίδες στα κρεβάτια τους την νύχτα, είναι αρκετά αδιάντροποι, ώστε να αυτοαποκαλούνται διάκονοι,... και για να κάνουν τα πράγματα χειρότερα προβιβάζονται, παρά την κακή τους φήμη, σε ανώτερες θέσεις, και τελικά ονοματίζονται και θεωρούνται επίσκοποι...
Ανάμεσά τους υπάρχουν επίσκοποι που αρνούνται τις κατηγορίες της πορνείας και της μοιχείας, αλλά οι οποίοι εν τούτοις είναι ανεπρόκοποι μέθυσοι, συνηθίζουν να κυνηγούν, οι οποίοι βαδίζουν οπλισμένοι στην μάχη και χύνουν με τα ίδια τους τα χέρια ανθρώπινο αίμα, είτε ειδωλολάτρη είτε Χριστιανού». Κανονική «πορνοκρατία». Αυτά για τους Φράγκους επισκόπους.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι υπήρχαν φλέγοντα θέματα για τα οποία έπρεπε να μεριμνήσει η Ρώμη, και για τα οποία γινόταν συνομιλίες με τους Φράγκους, μέσω επιστολών και αντιπροσώπων. Συνεχίζουμε με τον Freeman και τις απορίες του: «Εκτός και αν φαντασία των Φράγκων έχει γίνει πολύ εφευρετική, (οι απεσταλμένοι του Καρόλου) είχαν σταλεί με μια αποστολή για την κρισιμότητα της οποίας καμιά αναφορά δεν βρίσκεται στην επιστολή».
Την απάντηση την έδωσε μόνος του. Στην καλύτερη περίπτωση, η αποστολή δεν είχε το ίδιο θέμα με την επιστολή. «Υπάρχει κάτι λίγο μυστηριώδες στην θέση των Φράγκων συγγραφέων σε αυτό το θέμα. Προτάσσουν, με μερικά στομφώδη λόγια, την λατρεία με την οποία υποδέχθηκαν τους παπικούς απεσταλμένους: λένε για τα δώρα τα οποία ο πρίγκιπας των Φράγκων έστειλε αντάλλαγμα στα δώρα του πάπα˙ μας λένε τα ονόματα των Φράγκων απεσταλμένων και των εκκλησιαστικών ανδρών που στάλθηκαν μαζί τους στο κατώφλι των Αποστόλων. Αλλά τι μήνυμα πήραν μαζί τους δεν μας λένε».
Πέρα, όμως, από τις απορίες που διατυπώνει ο Freeman, υπάρχουν και άλλα θέματα για συζήτηση στις επιστολές αυτές. Για παράδειγμα αποκαλείται ο Κάρολος Μαρτέλος «subregulo» και στις δύο, δηλ. «Υποβασιλέας». Τέτοιος τίτλος δεν υπήρχε, ούτε είχε χρησιμοποιηθεί από κανέναν και πουθενά στην Φραγκία. Το πιο κοντινό θα μπορούσε να είναι «Αντιβασιλέας», αλλά ένας τέτοιος τίτλος αποδίδονταν από τον νόμιμο Βασιλέα και όχι από τον Πάπα. Γνωρίζουμε ότι από τον θάνατο του Θεοδέριχου Δ' το 737 μ.Χ. δεν ανέβηκε κάποιος Βασιλιάς στον Φράγκικο θρόνο μέχρι τον θάνατο του Καρόλου το 741 μ.Χ. Οι τίτλοι που κατείχε ήταν Μαγιορδόμος και Δούκας των Φράγκων.
Συνεπώς το «subregulo» των επιστολών είναι είτε κολακευτική φράση άνευ ουσίας και περιεχομένου είτε προσπάθεια χειρισμού κάποιας επιθυμίας του Καρόλου από τον Πάπα. Όπως και να χει, αν η πρόθεση της Ρώμης ήταν να ζητήσει την βοήθεια των Φράγκων για την αντιμετώπιση του Λογγοβαρδικού κινδύνου, αυτό το έπραξε μέσα στα πλαίσια της πολιτικής της αυτοκρατορίας. Προσπάθησε δηλ. να στρέψει τον ένα βάρβαρο εναντίον του άλλου, όπως έπρατταν χρόνια οι Ρωμαίοι και θα συνέχιζαν να πράττουν.
Από αυτό δεν τεκμαίρεται στροφή των Ρωμαίων ποντίφικων προς τους Φράγκους. Αντίθετα έχουμε τις επιστολές τους, τις οποίες χρονολογούν με βάση την βασιλεία στην Κωνσταντινούπολη. Για παράδειγμα η επιστολή του Γρηγορίου του Β', με την οποία αναθέτει την ιεραποστολή στον Βονιφάτιο (επ.12, 719 μ.Χ.) «Εδόθη 1η Μαίου τον τρίτο χρόνο της βασιλείας του ευσεβεστάτου εν Κυρίω Αύγουστου Λέοντα, εκ Θεού εστεμμένου μεγάλου αυτοκράτορα, κατά τον τρίτο χρόνο της υπατίας του, τη δευτέρα της ινδίκτου».
Αλλά και μετά το διάταγμα του 726 μ.Χ. στην επιτολή 26 στον Άγιο Βονιφάτιο χρονολογεί ο ίδιος Πάπας « Εδόθη 10η των Καλένδων Δεκεμβρίου, τον δέκατο χρόνο της βασιλείας του ευσεβεστάτου εν Κυρίω Αυγούστου Λέοντα, εκ Θεού εστεμμένου μεγάλου αυτοκράτορα, κατά τον δέκατο χρόνο της βασιλείας του, και τον έβδομο χρόνο του Κωνσταντίνου, υιού του μεγάλου αυτοκράτορα, την δεκάτη της ινδίκτου».
Σ' αυτήν την επιστολή αναφέρεται και ο Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος. Ο πάπας Γρηγόριος ο Γ' στην επιστολή(45) του στον Άγιο Βονιφάτιο τον Οκτώβριο του 739 μ.Χ. κλείνει ως εξής: « Εδόθη 4η των Καλένδων Νοεμβρίου τον εικοστό τρίτο χρόνο της βασιλείας του ευσεβεστάτου εν Κυρίω Αυγούστου Λέοντα, εκ Θεού εστεμμένου μεγάλου αυτοκράτορα, κατά τον εικοστό τρίτο χρόνο της υπατίας του και τον εικοστό χρόνο του Κωνσταντίνου, υιού του μεγάλου αυτοκράτορα, την ογδόη της ινδίκτου».
Και για να τελειώνουμε, στην απάντηση(51) του πάπα Ζαχαρία στον Άγιο Βονιφάτιο τον Απρίλιο του 743 μ.Χ. έχουμε ίδιο τρόπο χρονολόγησης: «Εδόθη στις Καλένδες Απριλίου, τον εικοστό τέταρτο χρόνο της βασιλείας του ευσεβεστάτου εν Κυρίω αυτοκράτορα Κωνστανίνου, εκ Θεού εστεμμένου, κατά τον δεύτερο χρόνο της υπατίας του, την δεκάτη της ινδίκτου».
Πουθενά σ' αυτά δεν μπορούμε να στηρίξουμε επανάσταση, αποσκίρτηση ή αυτονόμηση της πολιτικής των Ρωμαίων επισκόπων Ρώμης, ούτε στροφή προς τους Φράγκους, αλλά αντίθετα πίστη στο ποίμνιό τους, στο κράτος και την βασιλεία των Ρωμαίων, και επιτυχημένες ενέργειες, κατά το δυνατόν για την στήριξη της ανεξαρτησίας των επαρχιών και αντίσταση στους βάρβαρους κατακτητές.
Αποσκίρτηση της Αγίας Έδρας από το Κωνσταντινοπολίτικο κέντρο είχαμε μετά το 1009 μ.Χ. όταν στον θρόνο της Ρώμης κάθισαν Γερμανοί Πάπες και έστρεψαν τον Οίακα της δυτικής εκκλησίας από την Ρωμανία στην Φραγκία. Την στροφή τους αυτή ανήγγειλαν και τυπικά το 1054 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη με τον καρδινάλιο Ουμβέρτο και το κατάπτυστο εκείνο έγγραφο (Πιττάκιο) που κατέθεσε στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας.
Για την αδικαιολόγητη τακτική τους οι Γερμανοί προσπάθησαν να βρουν ερείσματα σε παλαιότερες εποχές και ως τέτοια πρέπει να νοηθεί και η ερμηνεία που δίνουν στις επιστολές που περιέχονται στον Codex Carolinus. Η ερμηνεία αυτή στερείται ιστορικής βάσης, αλλά αποτελεί Φράγκικη προπαγάνδα.
Μετά τον θάνατο του Κάρολου Μαρτέλου η διοίκηση του φράγκικου κράτους πέρασε στους γιους του Καρλομάννο (706 μ.Χ. ή 716-754 μ.Χ. Αυστρασία) και Πεπίνο τον Βραχύ (714-768 μ.Χ. Νευστρία) από την πρώτη του γυναίκα Ροτρούδη (= Ερυθρώ, 690-724 μ.Χ.), κόρη του επισκόπου Τρεβήρων (Trier), Λεοτβίνου. Αυτοί περιόρισαν τον ετεροθαλή αδελφό τους Γκρίφονα (726-753 μ.Χ. από την δεύτερη γυναίκα του Καρόλου, Σουαναχίλδη) και τον έκλεισαν σε μοναστήρι, οπότε και δεν ήγειρε αξιώσεις στην πατρική κληρονομιά για την ώρα.
Η αδελφή τους Χιλτρούδη (π.754 μ.Χ.) παντρεύτηκε τον δούκα της Βαυαρίας Οδίλο. Ο θάνατος του ισχυρού Μαγιορδόμου σήμανε γενική εξέγερση σε όλα τα υποτελή στους Φράγκους Δουκάτα. Η γενική ιδέα ήταν, ότι εφόσον δεν υπήρχε Βασιλιάς στην Φραγκία, δεν όφειλαν σε κανέναν υποτέλεια. Ο Κάρολος είχε επιβάλλει την επικυριαρχία του δια των όπλων. Οι γιοι του έπρεπε ν' αποδείξουν ότι μπορούν να κάνουν το ίδιο, καθώς η νομική τους θέση ήταν αμφίβολη.
Η υποτέλεια δεν περνούσε κληρονομικώ δικαίω στους γιους των Μαγιορδόμων αλλά των βασιλέων. Πεπίνος και Καρλομάννος είχαν μπροστά τους μια σειρά από εκστρατείες για να επαναφέρουν τους γείτονες υπό την Φραγκική επιρροή. Η πρώτη εκστρατεία τους στράφηκε κατά του Ανούλδου, Δούκα της Ρωμαϊκής Ακουϊτανίας. Πέρασαν τον Λίγηρα στο ύψος της Ορλεάνης. Έφθασαν στην Bourges, αλλά δεν διέθεταν τα μέσα για να πολιορκήσουν την πόλη. Ο Ανούλδος διέφυγε, τον καταδίωξαν για λίγο χωρίς να μπορέσουν να τον νικήσουν σε μάχη εκ παρατάξεως.
Έτσι περιορίστηκαν σε λεηλασίες και καταστροφές λιγότερο οχυρωμένων πόλεων, όπως η Λούκα. Η πιεστική κατάσταση στα δυτικά σύνορα τους ανάγκασε να επιστρέψουν, χωρίς να καταφέρουν να υποτάξουν την Ακουϊτανία. Η επόμενη εκστρατεία ήταν εναντίον των Αλαμαννών επιτυχής, καθώς ο δούκας τους Θεοδοβάλδος δέχθηκε την επικυριαρχία των Φράγκων.
Δεν έχει καταγραφεί κάποια συγκεκριμένη μάχη. Με την επιστροφή τους οι δυο αδελφοί μερίμνησαν για τη άνοδο του Μεροβίγγειου Χιλδέριχου του Γ' στον θρόνο(743 μ.Χ.), καθώς από το θάνατο του Θεοδώριχου Δ' το 737 μ.Χ. δεν υπήρχε βασιλιάς. Την ίδια χρονιά έγινε και η σύνοδος στην πόλη Estinnes της επαρχίας Hennegau (σήμερα στο Βέλγιο) υπό την αιγίδα του Καρλομάννου και υπό την προεδρία του Αγίου Βονιφατίου, για την προπαρασκευή της οποίας διαβάσαμε παραπάνω.
Ακολούθησε συμμαχία του Ανούλδου με τον δούκα της Βαυαρίας Οδίλο και επιδρομή του πρώτου στην Chartres. Το 744 μ.Χ. τα δυο αδέλφια εισέβαλαν στην Βαυαρία με όλη την Φραγκική δύναμη. Τους Βαυαρούς επικουρούσαν Σάξωνες, Αλαμαννοί και Σλάβοι. Επίσης, στο στρατόπεδο του Οδίλο βρισκόταν και κάποιος απεσταλμένος του Πάπα Ζαχαρία, πρεσβύτερος της εκκλησίας της Αγίας Πουδεντιάνα της Ρώμης, ονόματι Σέργιος. Αυτός μετέβη την 15η μέρα της εισβολής στο στρατόπεδο των Φράγκων και ζήτησε ν' απομακρυνθούν από την Βαυαρική επικράτεια στο όνομα του επισκόπου Ρώμης.
Οι Φράγκοι δεν ενέδωσαν και ακολούθησε ολοήμερη μάχη, η οποία τους ανέδειξε νικητές. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο ειρημένος Σέργιος καθώς και ο άρτι τοποθετηθείς επίσκοπος Γερβάλδος του Ρεγενβούργου, φίλος του Αγίου Βονιφατίου. Αυτοί οδηγήθηκαν ενώπιον του Πεπίνου και αυτός σε ένα σύντομο λογύδριο διατύπωσε την άποψη απάντηση στην προηγούμενη αίτηση του Σέργιου, ότι ο Θεός χαρίζει την νίκη στις διαφορές των ανθρώπων, είτε πρόκειται για ιδιωτικές διαμάχες, είτε για πολέμους εθνών, σε αυτόν που έχει δίκιο.
Το επεισόδιο αυτό βρίσκεται μόνο στο Χρονικό του Μετζ (annales Mettiensis, 743 μ.Χ.). Δεν μας απασχολεί η αυθεντικότητά του ή όχι. Ο λόγος για τον οποίο το αναφέρουμε είναι ότι επ' αυτού στηρίχθηκε το «δίκαιο του ισχυρότερου» που κυριάρχησε ως δικαστική πρακτική τον Μεσαίωνα και κατήργησε στην πράξη κάθε έννοια δικαίου και κάθε προηγούμενη νομική πρόοδο της Ευρώπης.
Ακολούθησαν εκστρατείες στην Σαξωνία και την Ακουϊτανία. Και τα δυο δουκάτα επανήλθαν υπό Φράγκικη κυριαρχία. Παραπέρα ο Ανούλδος ανέθεσε την διοίκηση στον γιο του Waifar και ο ίδιος κλείστηκε σε μοναστήρι και ακολούθησε μοναχικό βίο. Στην συνέχεια ο Καρλομάννος εισέβαλε στην Αλαμαννία και τιμώρησε όσους βοήθησαν τον Οδίλο και τους Βαυαρούς. Πρόκειται για την γνωστή σφαγή στο Cannstatt (Blutgericht zu Cannstatt) και τα θύματα ανήλθαν σε πολλές χιλιάδες Αλαμαννών σύμφωνα με τα annales Mettiensis και Petaviani.
Την συνέχεια διαβάζουμε στα annales regni Francorum: «Ο Καρλομάννος τότε εξομολογήθηκε στον αδελφό του Πεπίνο, ότι επιθυμούσε ν' αποσυρθεί από τον κόσμο. Δεν ανέλαβαν καμιά εκστρατεία εκείνη την χρονιά, αλλά και οι δυο έκαναν προετοιμασίες, ο Καρλομάννος για το ταξίδι και ο Πεπίνος για την αναχώρηση του αδελφού του με δώρα και τιμές». Η αποταγή του Καρλομάννου συνδέεται από μερικούς με τύψεις που μπορεί να είχε για την σφαγή στο Cannstatt.
Δεν βρίσκουμε λόγο να διαφωνήσουμε προς το παρόν. Στις προετοιμασίες του συμπεριλαμβάνεται και η ανέγερση μοναστηριού προς τιμήν του Αγίου Συλβέστρου στο Monte Soretto. Ο ίδιος δεν μόνασε εκεί αλλά στο Monte Cassino. Τον γιο του Drogo άφησε υπό την προστασία του Πεπίνου.
Η αναχώρηση του αδελφού του άνοιξε τον δρόμο για τον θρόνο στον Πεπίνο. Δεν τέθηκε θέμα νομιμότητας. Νόμιμος Βασιλιάς ήταν ο Χιλδέριχος ο Γ'. Τα επόμενα δύο χρόνια ο Πεπίνος προετοίμασε την μεταφορά του στέμματος από την Μεροβίγγεια στην Καρολίγγεια δυναστεία. Η πράξη του έπρεπε να καλυφθεί ηθικά και πολύτιμος αρωγός του σ' αυτό στάθηκε ο Πάπας. Αρχικά στάλθηκε πρεσβεία για να ρωτήσει αν μπορούσε να γίνει αυτή η αλλαγή.
Η αποστολή αυτή τοποθετείται στο 749 μ.Χ. σύμφωνα με annales regni Francorum και στο 750 μ.Χ. σύμφωνα με τα annals Laurissenses minores. Η διήγηση στα annals regni Francorum έχει ως εξής: «Ο επίσκοπος Βυτεμβούργου Βουρχάρδος και ο εκκλησιάρχης Φουλράδος στάλθηκαν στον Πάπα Ζαχαρία να ερευνήσουν, αν ήταν καλό ή όχι που ο Βασιλιάς των Φράγκων δεν έφερε καμιά βασιλική εξουσία, όπως ήταν τότε.
Ο Πάπας Ζαχαρίας συνέστησε στον Πεπίνο, ότι είναι καλύτερο να καλούν εκείνον Βασιλιά που έχει την βασιλική εξουσία, παρά εκείνον που δεν την έχει˙ και για να μην διασαλεύσει την τάξη όρισε με αποστολική αυθεντία να γίνει Βασιλιάς ο Πεπίνος». Έλαβε, λοιπόν, ο Πεπίνος την ηθική δικαίωση της πράξης του από την Ρώμη. Στέφθηκε βασιλιάς από τον Άγιο Βονιφάτιο στην Σουασσόν το 751 μ.Χ.. Ο Χιλδέριχος εκάρη μοναχός και κλείστηκε σε μοναστήρι.
Ο Πάπας Ζαχαρίας απεβίωσε το 752 μ.Χ. και στην θέση του ανήλθε ο Στέφανος Β' (ή κατ' άλλους Γ'). Ένα χρόνο πριν οι Λογγοβάρδοι είχαν καταλάβει την Ραβέννα και πίεζαν ασφυκτικά την Ρώμη. Ο διάδοχος του Λιουτπράνδου, Ράτσης ύστερα από συνάντησή του με τον Ζαχαρία κλείστηκε σε μοναστήρι και την θέση του έλαβε ο αδελφός του Αϊστούλφος. Η Ραβέννα έπεσε σχεδόν χωρίς αντίσταση και ο τελευταίος Έξαρχος Ευτύχιος κατέφυγε στην Σικελία.
Στην Κωνσταντινούπολη Βασίλευε ο Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος και απασχολημένος, όπως ήταν με Σαρακηνούς και Βούλγαρους, αδυνατούσε να προσφέρει άμεσα βοήθεια στην Ιταλία. Γι' αυτό εξουσιοδότησε τον Πάπα Στέφανο να έρθει σε άμεση συνεννόηση με τους παλιούς συμμάχους της Αυτοκρατορίας τους Φράγκους. Ο Πάπας ταξίδευσε αυτοπροσώπως στο Πόντιον το 753 μ.Χ. Μαζί του ταξίδευε και ο Καρλομάννος, μοναχός πια. Πρόβλημα δημιουργεί ο σκοπός για τον οποίο ο Καρλομάννος ακολούθησε τον πάπα σε αυτό του το ταξίδι.
Τα annals regni Francorum , στην πρώτη τους μορφή καταγράφουν την αντίθεση του Καρλομάννου σε μια ενδεχόμενη εκστρατεία του Πεπίνου στην Ιταλία. Ο συγγραφέας της αναθεωρημένης του έκδοσης (μέσα του Θ' αι.), για να απαλύνει τις εντυπώσεις, αναφέρει ότι πραγματοποίησε αυτό ταξίδι, λόγω υπακοής στον Ηγούμενό του και δεν αντιτίθονταν ο ίδιος. Όπως και να ‘χει αναρωτιόμαστε για ποιον λόγο ο Πάπας Στέφανος έφερε μαζί του τον αδελφό του Πεπίνου, πρόσωπο με έντονη επιρροή, όπως φαίνεται, την στιγμή που αυτός θα μπορούσε να του ανατρέψει τα σχέδια και όχι να τον βοηθήσει.
Την αντίφαση αυτή ίσως να μας βοηθά να ξεδιαλύνουμε ο Paul Fouracre. Αυτός αναφέρει, ότι η γέννηση του γιου του Πεπίνου Καρλομάγνου στις 2 Απριλίου του 748 μ.Χ. (ένα χρόνο μετά την αποταγή του Καρλομάννου) στάθηκε η αιτία για ν' αλλάξουν τα σχέδια του πατέρα του. Έτσι, αυτός παρέκαμψε την νόμιμη διαδοχή των Μεροβίγγειων και παραμέρισε τον γιο του Καρλομάννου, Drogo.
Στην συνέχεια έστειλε επιστολή στον πάπα Ζαχαρία, στην οποία εντέλλονταν να κρατήσει τον αδελφό του στην Ρώμη, προφανώς για να μην επιστρέψει στην Φραγκία και του χαλάσει τα σχέδια. Συνεπώς ο Ρώμης Ζαχαρίας είχε προσφέρει δύο εκδουλεύσεις στον Πεπίνο, η πρώτη που κράτησε τον Καρλομάννο στην Ιταλία (αυτό ίσως εξηγεί το γιατί αυτός δεν μόνασε στο μοναστήρι που ο ίδιος ίδρυσε) και η δεύτερη η αποδοχή της μεταβίβασης της βασιλείας.
Η υπόθεση, σύμφωνα με την οποία ο Καρλομάννος ταξίδεψε στο Παρίσι για να παρακαλέσει για την αποκατάσταση του γιου του, δεν ευσταθεί για δυο λόγους. Πρώτον, ο Πεπίνος ήταν τώρα Βασιλιάς και ο θεσμός του Μαγιορδόμου εξαφανίσθηκε και δεύτερον δεν επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη των γεγονότων. Ο Καρλομάννος συνελήφθη κρατήθηκε στην Φραγκία και πέθανε το 755 μ.Χ. Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε (όχι, όμως να ισχυριστούμε), ότι ο Πάπας Στέφανος έφερε μαζί του τον αδελφό του Βασιλιά, ως μέσο πίεσης, σε περίπτωση που ο Πεπίνος αρνούταν να επέμβει στις υποθέσεις της Ιταλίας.
Τελικά ενέδωσε στις αιτήσεις του Πάπα. Η παρουσία του επισκόπου της Ρώμης στην Φραγκική αυλή, ήταν μια καλή ευκαιρία για την επισημοποίηση της στέψης του Πεπίνου. Στις 6 Ιανουαρίου του 754 μ.Χ. έγινε η στέψη ολόκληρης της Βασιλικής Οικογένειας, του Πεπίνου, της συζύγου του Βέρθας και των γιων του Καρόλου και Καρλομάννου, στην βασιλική του Αγίου Διονυσίου στο Παρίσι. Παρίστατο όλο το Μεγά Συμβούλιο των Φράγκων. Από αυτούς αποφασίστηκε και εισβολή στην Ιταλία, η οποία πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του ίδιου έτους.
Ο Αϊστούλφος υπετάγη σε δύο εκστρατείες (η δεύτερη το 755-6 μ.Χ.) και το εξαρχάτο ανασυστήθηκε, αλλά αυτή την φορά χωρίς έξαρχο από την Κωνσταντινούπολη. Πολιτικός διοικητής του ορίστηκε ο επίσκοπος Ρώμης που έλαβε και τον τίτλο του πατρίκιου. Αυτός, βέβαια, είναι ένας πολύ ασθενής ισχυρισμός, διότι ο καθ' ύλην αρμόδιος να εκδώσει τέτοιες αποφάσεις, ήταν ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης.
Ο Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος δεν υπέγραψε καμιά συνθήκη, βάσει της οποίας ν' αναγνώριζε την εξουσία των Λογγοβάρδων ή των Φράγκων επί των εδαφών της αυτοκρατορίας, ούτε η ροή των γεγονότων ή η διάρκεια του χρόνου είχαν προσφέρει την βάσει για την de facto αναγνώριση δικαιωμάτων σε αυτούς. Η υπόθεση, κατά την οποία δεν είχε πολιτικά δικαιώματα επί των εδαφών της Ιταλίας, ως αιρετικός, δεν έχει προηγούμενο.
Ακόμα και η έκφραση «respublica Romanorum», που χρησιμοποιούν οι τότε χρονογράφοι, για να περιγράψουν το πολιτικό αυτό μόρφωμα, το διάδοχο του εξαρχάτου, υπονοεί κατά τον Duchesne, την κυριαρχία του Ρωμαίου αυτοκράτορα. O συγγραφέας αρνείται και την χρήση του όρου «patricius Romanorum» από τον Πεπίνο σε επίσημα έγγραφα, καθώς τον διαχωρίζει από τον απλό τίτλο «patricius», τον οποίο κατείχε.
Αξίζει ν' αναφέρουμε, ότι οι πρεσβείες που αντηλλάγησαν μεταξύ Ρωμαίων, Φράγκων και Λογγοβάρδων συμπεριελάμβαναν και θεολογικά ζητήματα. Οδήγησαν σύμφωνα με τα Χρονικά του Lorsch σε σύγκληση συμβουλίου το 767 μ.Χ. στο Gentilly (στα νότια προάστια του Παρισιού) όπου έγινε συζήτηση «inter Romanos et Graecos de sancta Trinitate et de sanctorum imaginibus». Η απορία των καθολικών εκκλησιαστικών συγγραφέων, γιατί αναφέρεται τριαδολογικό θέμα σε αυτό το συμβούλιο, ενώ στο επόμενο του 769 μ.Χ. όχι, καθόσον δεν υπήρχαν δογματικές διαφορές Ανατολής Δύσης την εποχή αυτή, θέτει σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία του Χρονικού.
Αξίζει να δούμε τις επιστολές που έστειλαν οι πάπες στους Φράγκους βασιλείς ζητώντας την βοήθειά τους στην αποκατάσταση των Ρωμαϊκών εδαφών. Οι επιστολές αυτές περιλαμβάνονται στον Codex Carolinus. Στην επιστολή (Νο 6 στον Κώδικα) που έστειλε ο πάπας Στέφανος Β' στον Πεπίνο το 755 μ.Χ. (μετά την πρώτη ήττα των Λογγοβάρδων), του αναφέρει, ότι η Ρωμαϊκή εκκλησία δεν έχει αποκατασταθεί στα προηγούμενα εδάφη της και τον καλεί ν' αποδώσει ότι υποσχέθηκε με την «δωρεά» του.
Λίγο παρακάτω επικαλείται: «τον ευλογημένο Απόστολο Παύλο που είπε ‘καλύτερο να μην υπόσχεσθε, παρά ενώ έχετε υποσχεθεί να μην αποδίδετε». Δυστυχώς για τον συντάκτη της επιστολής το εδάφιο αυτό είναι Εκκλησιαστής ε',5 και το πλησιέστερο της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στις Πράξεις ε',4. Θα μπορούσε πραγματικά ο επίσκοπος Ρώμης να κάνει τέτοιο μπέρδεμα; Ή μήπως δεν ήταν ο επίσκοπος Ρώμης ο συντάκτης της επιστολής. Και ποια είναι η «δωρεά» που αναφέρεται εδώ; Από αυτή την αναφορά καθώς και από τον βίο του Στεφάνου στο Liber Pontificalis124 μαθαίνουμε για την «Δωρεά του Πεπίνου» του 754 μ.Χ.
Την «δωρεά» αυτή μαζί με τα κλειδιά των πόλεων που παραδόθηκαν στον πάπα, υποτίθεται ότι κατέθεσε ο ηγούμενος Φουλράδος (αναφορά σ' αυτόν είδαμε και παραπάνω) στον τάφο του Αγίου Αποστόλου Πέτρου. Όλοι οι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με αυτό το βιβλίο το κατατάσσουν στην ίδια κατηγορία με τις «ψευδο- ισιδώρειες διατάξεις» και την «δωρεά του Κωνσταντίνου». Εμείς να προσθέσουμε, ότι το σχετικό τμήμα του καταλόγου των παπών αποδίδεται (χωρίς να είναι κοινά αποδεκτό) στον Αναστάσιο Βιβλιοθηκάριο.
Το πρόσωπο αυτό θεωρείται εκφραστής της Φράγκικης πολιτικής στην Ρώμη στο δεύτερο μισό του Θ' αι. και εκλέχθηκε ως Αντιπάπας το 855 μ.Χ. από τους Φράγκους, χωρίς να καταφέρει να υποσκελίσει τον κανονικά εκλεγμένο Βενέδικτο Γ'.
Γι' αυτήν την περίφημη «δωρεά του Πεπίνου» εμείς δεν θα πούμε τίποτα. Αφήνουμε τον Ε. Freeman να μιλήσει: «Τώρα ούτε είναι διαθέσιμο (το κείμενο της δωρεάς), ούτε έχει αναπαραχθεί σε μεταγενέστερες εποχές, ούτε έχει τυπωθεί σε κανένα βιβλίο. Ούτε υπάρχουν χειρόγραφα, των οποίων το κείμενο να περιμένουμε να δούμε με ενθουσιασμό. Λόγω της απουσίας τους (στοιχείων ή κειμένων) ό,τι μπορεί να ειπωθεί στην λεπτομερή ιστόρηση των γεγονότων είναι ευρηματική εικασία».
Κι όμως σε αυτήν την «ευρηματική εικασία» η Φράγκικη ιστοριογραφία στηρίζει την γέννηση της Παπικής εξουσίας (Παποκαισαρισμός), την ίδρυση του Παπικού κράτους, την Παπική κοσμική εξουσία και συμπερασματικά τον διοικητικό και εκκλησιαστικό διαχωρισμό της Ρώμης από την Κωνσταντινούπολη.
Ας δούμε πως το διατυπώνει ένας ακόμη θεωρητικός της παραπάνω άποψης, ο Charles Wells: «Έτσι βαθμηδόν, σχεδόν ασυνείδητα, χωρίς χάρτες, διατάγματα ή συνθήκες, ο επίσκοπος Ρώμης αναγνωρίστηκε ηγέτης και διοικητής των πολιτισμένων δυνάμεων της Δύσης, και σχεδόν ασυναίσθητα είχε γίνει ο αυτοδιορισμένος λεγάτος και αντιπρόσωπος της αυτοκρατορικής εξουσίας».
Ο εν λόγω καθηγητής προφανώς απέφυγε να στηρίξει την εξουσία του πάπα σε μια δωρεά-φάντασμα και προτίμησε να πει ότι ο πάπας αυτοδιορίστηκε. Τώρα αν θέλουμε να επιμείνουμε στο ποιες θεωρούσε «πολιτισμένες δυνάμεις της Δύσης», τότε να πούμε ότι σίγουρα η «εξουσία» του πάπα δεν άπτονταν των Φράγκων, του κραταιού Πεπίνου και του αργότερα κραταιότερου Καρλομάγνου.
Εκπληρώθηκαν, όμως, οι υποσχέσεις της Δωρεάς; Στον Codex Carolinus υπάρχουν ακόμα τρεις επιστολές του πάπα Στέφανου για το ίδιο θέμα μέχρι το 756 μ.Χ. Στην επιστολή Νο 9 (8η στην έκδοση του Jaffé) αναφέρεται πολιορκία της Ρώμης από τους Λογγοβάρδους. Η πολιορκία αυτή, σύμφωνα με τα λεγόμενα της επιστολής κράτησε 55 ημέρες και πολλές καταστροφές αναφέρονται, κυρίως εκκλησιών.
Όλη η φρίκη του πολέμου είναι συμπυκνωμένη σ' αυτήν την επιστολή, για να πείσει τους Φράγκους να βοηθήσουν τους Ρωμαίους, έναντι των Λογγοβάρδων. Αλλά τι γράφει ο Freeman για το περιεχόμενο της επιστολής; «Μερικές από τις κατηγορίες του πάπα αυτοαναιρούνται». Και παρακάτω δείχνει, πως οι εκκλησίες που αναφέρονται ως κατεστραμμένες τελικά δεν πάθαν τίποτα και πως μεμονωμένα περιστατικά απολυτοποιήθηκαν.
Οι Λογγοβάρδοι ήταν Ορθόδοξοι και γενικά θεωρείται απίθανο να προέβησαν σε καταστροφές ναών, εικόνων ακόμη και ιεροσυλίες με λείψανα αναφέρει η επιστολή. Αλλά η μεγαλύτερη απορία προκύπτει με το τέλος της πολιορκίας, καθώς πουθενά δεν αναφέρονται οι λόγοι και ο τρόπος που αυτή λύθηκε. Η λύση αυτής της πολιορκίας αποτελεί ένα ακόμη από τα μυστήρια του Κώδικα.
Η επόμενη επιστολή του Κώδικα (Νο 10) είναι η επιστολή που έγραψε ο Απόστολος Πέτρος στους τρεις βασιλείς της Φραγκίας, Πεπίνο, Κάρολο και Καρλομάννο ζητώντας την βοήθειά τους για την Εκκλησία της Ρώμης: «Petrus Vocatus Apostolus a Iesu Christo, Dei vivi filio - ..., viris exellentissimis Pipino, Carolo et Carlomanno, tribus regibus, adque sanctissimis episcopis, abbatibus, presbiteris vel cunctis regiliosis monachis, verum etciam ducibus, comitibus et cunctis generalibus excercitibus et populo Franciae commorantibus».
Μετά από αυτήν την επιστολή υποτίθεται, ξεκίνησε η δεύτερη εκστρατεία του Πεπίνου, επιτυχής, και νέες υποσχέσεις για την αποκατάσταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Τελικά ο Αϊστούλφος πεθαίνει χωρίς να έχει αποδώσει στην Ρώμη τις πόλεις που αναφέρονται στην Δωρεά και νέος Βασιλιάς των Λογγοβάρδων επιλέγεται (σύμφωνα με το χρονικό του Metz, 756 μ.Χ. από τον Πεπίνο) ο δούκας της Τοσκάνης, Δεσιδέριος. Τώρα οι πάπες περιμένουν από αυτόν την αποκατάσταση των Ρωμαϊκών πόλεων.
Ο Στέφανος Β' πεθαίνει χωρίς να δει την πραγματοποίηση του ονείρου και τον διαδέχεται ο Παύλος Α'. Αυτός στην επιστολή του στον Πεπίνο (Νο 15, 758 μ.Χ.) γράφει ότι ο Δεσιδέριος δεν παρέδωσε τις πόλεις, ενώ στην επόμενη (Νο 16, 758 μ.Χ.), ότι διαπραγματεύεται την Ιμολά με αντάλλαγμα την επιστροφή των ευγενών που κρατούνται όμηροι από τους Φράγκους.
Το 768 μ.Χ. απεβίωσε ο Πεπίνος και την διοίκηση ανέλαβαν οι γιοί του Κάρολος (ο επονομαζόμενος Μέγας) και Καρλομάννος. Μια εσωτερική διαμάχη μεταξύ των δύο αδελφών απετράπη το 771 μ.Χ. με τον θάνατο του Καρλομάνου. Με την μετάβαση της εξουσίας στους νέους βασιλείς ξεκίνησε νέα σειρά επαναστάσεων των υποτελών Δουκάτων. Έτσι άρχισε μια σειρά εκστρατειών (40 στο σύνολο) για την επαναφορά των εξεγερμένων στην προηγούμενη κατάσταση. Και όπως πάντα ή πρώτη εκστρατεία ήταν εναντίον των Ρωμαίων της Ακουϊτανίας.
Τα έργα και οι ημέρες του Καρόλου είναι λίγο-πολύ γνωστά. Εμείς θα εστιάσουμε σε συγκεκριμένα σημεία της δράσης του. Το 772 μ.Χ. πάπας Ρώμης αναλαμβάνει ο Ανδριανός ο Α'. Το 773 μ.Χ. ξεκινά η εκστρατεία των Φράγκων στην Λομβαρδία με αφορμή την μη απόδοση των εδαφών στην Ρώμη από τον Δεσιδέριο. Η Παβία, πρωτεύουσα του Λογγοβαρδικού βασιλείου έπεσε το 774 μ.Χ. Το Πάσχα της ίδιας χρονιάς ο Κάρολος εισήλθε στην Ρώμη για πρώτη φορά και έλαβε τον τίτλο του «Πατρίκιου των Ρωμαίων», έναν τίτλο που κατά κοινή ομολογία, μόνο ο αυτοκράτορας μπορούσε να αποδώσει, όχι ο Πάπας. Αυτή η λεπτομέρεια, βέβαια, δεν ενοχλεί κανέναν.
Ενώπιον του τάφου του Αποστόλου Πέτρου, έδωσε ένορκη υπόσχεση να εκπληρώσει την υπόσχεση του πατέρα του Πεπίνου (όπως φαίνεται η Δωρεά του Πεπίνου έμεινε ανεκπλήρωτη). Ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος καταγράφει, λανθασμένα, ότι την επέκτεινε υποσχόμενος τις πόλεις Τοσκάνη, Αιμιλία, Βενετία και την Κορσική. Άραγε αυτήν την φορά οι Φράγκοι κράτησαν την υπόσχεσή τους; Ο Charles Wells γράφει: «Ο Κάρολος δεν βιαζόταν να παραδώσει την επικράτεια που ζητούσε ο Πάπας, την οποία είχε μόλις καταλάβει από τους Λογγοβάρδους, και έτσι να εκπληρώσει την υπόσχεση του πατέρα του, Πεπίνου, όπως αιτούνταν ο πάπας».
Αυτό φαίνεται και από την επιστολή του Ανδριανού προς τον Κάρολο (Νο 6ο, 778 μ.Χ.). Στην επιστολή αυτή γίνεται και πρώτη φορά λόγος για την Δωρεά του Κωνσταντίνου, που βρισκόταν μαζί με άλλες δωρεές στα ιερά αρχεία του Λατεράνου. Η χάλκευση της ψευδο-κωνσταντίνειας Δωρεάς είναι γνωστή. Αυτό που βλέπουμε εδώ είναι η χρήση της. Η Δωρεά αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους Ποντίφικες για να εγείρουν αξιώσεις έναντι της Κωνσταντινούπολης.
Στην Κωνσταντινούπολη γνώριζαν την αλήθεια, όπως και για τις ψευδο-ισιδώρειες διατάξεις. Χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους Ποντίφικες για να διασφαλίσουν τα δικαιώματα της εκκλησίας έναντι των Φράγκων, να διατηρήσουν, όσο ήταν δυνατό την ανεξαρτησία της Ρωμαϊκής εκκλησίας, από τις επιβουλές των Γερμανών επισκόπων. Τα πρώτα χτυπήματα δέχθηκε η Ρωμαϊκή εκκλησία από τον πρώτο Καρολίδη Βασιλιά Κάρολο Μαρτέλο με την δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας στην Γαλατία.
Αυτή η κίνηση, φαίνεται, ότι δεν άρεσε ούτε στους Φράγκους επισκόπους, διότι ο λύνω-και-δένω Hincmar, επίσκοπος Ρεμς (854-882 μ.Χ.), τον επόμενο αιώνα διέδιδε, ότι ο Κάρολος Μαρτέλος καταδικάστηκε να κολάζεται εξαιτίας αυτής του της πράξης, αναφερόμενος σε ένα όραμα που είχε ο Ευχέριος, επίσκοπος Ορλεάνης. Ο Ευχέριος, όπως και Ουιλλικάριος Βιέννης, ήταν από τους Ρωμαίους επισκόπους που έχασαν τις επισκοπές τους από τον Κάρολο Μαρτέλο, και αντικαταστάθηκαν από Φράγκους ομολόγους τους, ενώ η περιουσία αυτών των επισκοπών πέρασε στα χέρια Φράγκων φεουδαρχών.
Ο δε Hincmar δήλωνε ότι ο Κάρολος ήταν "non rex sed tyrannus" σε ένα ύστερο έργο του, το Vitae Rigoberti (Bίος του Ριγοβέρτου, επισκόπου Ρεμς, που επίσης εξορίσθηκε από τον εν λόγω Καρολίδη). Η χρήση αυτή των ψευδεπίγραφων δωρεών δεν άρεσε, βέβαια, στον Hincmar, αν και δεν φαίνεται να γνώριζαν οι Γερμανοί την εποχή αυτή την αλήθεια. Το πιο πιθανό είναι να την έμαθαν αργότερα, όταν η Ρωμαία πριγκίπισσα Θεοφανώ μετέβη στην Γερμανία (972) και παντρεύτηκε τον Όθωνα Β'.
Οι υποσχέσεις των Φράγκων, τουλάχιστον όπως αυτές διατυπώνονται από τους ίδιους, ώστε να πείσουν για τις καλές προθέσεις τους απέναντι στην Ρώμη, δεν εκπληρώθηκαν για άλλη μια φορά. Πως το δικαιολογούν αυτό; Ανατρέχουμε πάλι στον Charles Wells, ο οποίος λέει, ότι τώρα πια ο Κάρολος ήταν Βασιλιάς των Λογγοβάρδων και πατρίκιος των Ρωμαίων και πρακτικά είχε αντικαταστήσει τον Ρωμαίο αυτοκράτορα στην Ιταλία. «Από αυτές τις σχέσεις εξαρτιόταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες στον δρόμο για την εκπλήρωση των δωρεών».
Εν ολίγοις ο Κάρολος είχε πραγματοποιήσει τους στόχους του στην Ιταλία με ψεύτικες υποσχέσεις προς τους Ρωμαίους και δεν υπήρχε λόγος να τις εκπληρώσει. Το αντίθετο, μάλιστα. Τώρα είχε δικαιώματα επί της Ρωμαϊκής επικράτειας που συγκρούονταν με αυτά της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Αυτό που σκόπευε να κάνει ο Κάρολος στη συνέχεια ήταν να φέρει την ίδια την Εκκλησία σε κατάσταση υποτέλειας, με αυτόν επικυρίαρχο. Ενεργώντας προς αυτήν την κατεύθυνση απέδωσε την επικράτεια του τέως εξαρχάτου στον Αρχιεπίσκοπο Ραβέννας, θέτοντας τον Πάπα ουσιαστικά σε υποδεέστερη θέση.
Που, λοιπόν, μετά από όλα αυτά, βρίσκεται η κοσμική εξουσία του πάπα, αυτήν την εποχή; Πως ιδρύεται το Παπικό κράτος; Ποιο είναι τέλος πάντων, αυτό το κράτος; Όχι μόνο Παπικό κράτος δεν ιδρύθηκε, αλλά και όση εξουσία είχε ο πάπας καταλύθηκε. Αλλά ποιος λόγος για ένα τέτοιο ψέμα; Γιατί επιμένουν οι δυτικοί ιστορικοί, ότι «είναι απολύτως βέβαιο ότι ο Κάρολος αυτήν την εποχή αποκατέστησε στην Ρωμαϊκή Έδρα, έναν αριθμό πόλεων, γαιών και κάστρων, τα οποία οι Λογγοβάρδοι είχαν καταλάβει, αλλά ακριβείς λεπτομέρειες δεν είναι γνωστές»;
Ας προσπαθήσουμε να ξαναδούμε την εικόνα, ενταγμένη στην εποχή της, χωρίς τις προσφερόμενες ερμηνείες. Ένας Φράγκος Βασιλιάς εισβάλει στην ρωμαϊκή επικράτεια ένοπλος, ακολουθούμενος από τον στρατό του. Αυτό στην πρακτική της εποχής, μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει. Πόλεμο. Την εποχή εκείνη εθιμοτυπικές επισκέψεις μεταξύ βασιλιάδων δεν γίνονταν. Οι συνθήκες κλείνονταν με διπλωματικές αποστολές. Συναντήσεις, πολύ σπάνια γινόταν και επιλέγονταν ουδέτερο έδαφος κοντά στα σύνορα.
Το να μπει κάποιος σε ξένο έδαφος με τον τρόπο που μπήκε ο Κάρολος στην Ρώμη, σήμαινε εισβολή. Και αυτό στην πραγματικότητα έγινε. Η αυτοκρατορία, απασχολημένη σε τρία μέτωπα (Άραβες στην Ανατολή, Βούλγαροι στο Βορρά και εσωτερικά προβλήματα λόγω εικονομαχίας) δεν είχε την δυνατότητα ν' απαντήσει ανάλογα σε αυτήν την πρόκληση. Οι Φράγκοι, όχι μόνο διεκδίκησαν ξένα εδάφη, αλλά σφετερίστηκαν και τίτλους που δεν τους δόθηκαν και που δεν αναγνωρίστηκαν από την αυτοκρατορία.
Ο Κάρολος μπορούσε αυτόκλητα να καλείται όπως ήθελε, αλλά χωρίς διεθνή αναγνώριση οι τίτλοι ήταν κενοί. Έτσι θέλησαν αυτός και οι απόγονοί του να δώσουν τύποις και όχι πραγματική κοσμική εξουσία στον Πάπα, ώστε να υπάρξει μια κάποια αναγνώριση των ισχυρισμών τους. Με αυτό τον τρόπο η εισβολή τους έγινε κατόπιν προσκλήσεως και εν ολίγοις, αντί για κατακτητές παρουσιάζονταν ως σωτήρες.
Ο Κάρολος επιδόθηκε σε μια σειρά πολέμων με όλους τους γείτονές του. Το ίδιο έπραξε και ο Κάρολος Μαρτέλος, το ίδιο έπραξε και ο πατέρας του Πεπίνος. Τι είναι εκείνο που τον καθόρισε ως Μέγα; Είναι η οριστική λύση που έδωσε στα χρόνια προβλήματα των Φράγκων. Η τελεσίδικη υποταγή των γειτόνων του, Ρωμαίων, Σαξόνων, Αλαμαννών, Βαυαρών, Αβάρων και η κατάπνιξη κάθε εσωτερικής αντίδρασης, κυρίως των υποταγμένων Ρωμαίων. Αυτό έγινε με πολύ σκληρό τρόπο.
Όλες οι μεγάλες πόλεις σχεδόν αποψιλώθηκαν και οι πληθυσμοί τους μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν στις αγροτικές περιοχές, υπό την επίβλεψη των στρατιωτικών ακολούθων του Βασιλιά. Προσδέθηκαν στην γη, στην οποία δούλευαν και μέσω αυτής στον Φράγκο γαιοκτήμονα, μέλους μιας κοινωνικής στρατοκρατικής πυραμίδας. Στην ίδια πυραμίδα εντάσσονταν και οι Φράγκοι επίσκοποι, συγγενείς εξ αίματος των Τευτόνων ευγενών. Μια νέα κοινωνία δημιουργείται.
Κατά τον Jaques Le Goff: «Ανάμεσα στον Η' και Θ' αι. η αριστοκρατία συγκροτείται σε στρατιωτική τάξη, το κατ' εξοχήν μέλος αυτής της τάξης ονομάζεται miles - ιππότης- και αυτό φαίνεται να ισχύει μέχρι τα σύνορα του Χριστιανικού κόσμου... Στην εποχή των Καρολιδών οι κληρικοί μεταβάλλονται σε κάστα και η εξέλιξη της λειτουργίας και της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής εκφράζει τούτη την μεταμόρφωση... Τέλος η κατάσταση των αγροτών τείνει να ομογενοποιηθεί στο κατώτατο επίπεδο: το επίπεδο των δουλοπάροικων».
Το Φεουδαρχικό σύστημα επικρατεί (μερικοί θεωρούν ότι το σύστημα αυτό επικράτησε τον Ι' αι., αλλά εμείς πιστεύουμε, ότι τότε εξελίχθηκε ακόμη περισσότερο και οι θεσμοί του έγιναν πολυπλοκότεροι) ως μέσο ελέγχου των μη Τευτογενών λαών. Οι εθνικές διακρίσεις, όπως της κατοχύρωνε ο Σαλικός νόμος, έγιναν κοινωνικές διακρίσεις με τα Καπιτουλάρια του Καρόλου.
Σημαντικό ρόλο στον έλεγχο των υποτελών Ρωμαϊκών πληθυσμών από τους Φράγκους έπαιξε η κατάληψη των υψηλών τουλάχιστον βαθμίδων της ιεραρχίας από αυτούς. Ενδεικτικό παράδειγμα τοποθέτησης Φράγκου επισκόπου βρίσκουμε στην διήγηση της ζωής του Καρόλου από τον ανώνυμο μοναχό της Μονής του Αγίου Γάλλου. Σύμφωνα με την διήγηση αυτή κάποια επισκοπή εχήρευσε (δεν αναφέρεται ποια) και ο Κάρολος την υποσχέθηκε σε έναν εκκλησιαστικό του παλατιού.
Στην συνέχεια ευγενείς που ήρθαν για να παρακαλέσουν τον Βασιλιά να αναδείξει τον δικό τους υποψήφιο, έφυγαν χωρίς να το πετύχουν. «Στο τέλος η Βασίλισσα Χιλδεγάρδη έστειλε κάποιους από τους ευγενείς του βασιλείου και τελικά ήρθε αυτοπροσώπως, να παρακαλέσει για να δοθεί η επισκοπή σε δικό της υποψήφιο. Ο Βασιλιάς έλαβε την αίτησή της με ευγνωμοσύνη, και είπε ότι δεν ήθελε και δεν μπορούσε να της αρνηθεί οτιδήποτε˙ αλλά ότι θεωρούσε ντροπή ν' απογοητεύσει τον μικρό του εκκλησιαστικό.
Αλλά εξακολουθούσε η Βασίλισσα, ως γυναίκα, να πιστεύει πως η γυναικεία άποψη είχε περισσότερο βάρος από τις αποφάσεις των ανδρών. Έτσι απέκρυψε το πάθος που εγείρονταν στην καρδιά της, βύθισε την δυνατή φωνή της σε ψίθυρο, και με χειρονομίες φροντίδας προσπάθησε να μαλακώσει την ανείπωτη γνώμη του Βασιλιά. Κύριέ μου και Βασιλιά, είπε, τι πειράζει αν το αγόρι χάσει την επισκοπή; Και πιο πολύ, σε θερμοπαρακαλώ, γλυκέ Κύριε, δόξα μου και καταφύγιο, δώσε την στον πιστό σου υπηρέτη, τον δικό μου υποψήφιο.
Τότε ο νεαρός άνδρας, που είχε ακούσει τις υποψηφιότητες πίσω από την κουρτίνα (εκεί τον είχε κρύψει ο Κάρολος) έγειρε προς την καρέκλα του Βασιλιά, τον αγκάλιασε μέσα από την κουρτίνα και φώναξε, Ω Κύριε και βασιλιά, μείνε σταθερός και μην αφήσεις κανένα να σου πάρει την δύναμη που σου δόθηκε από τον Θεό». Ιδού, λοιπόν, ποιοι και πως αναδεικνύονταν ποιμένες του δυστυχούς ποιμνίου. Θα ήταν ουτοπία να πιστέψουμε, ότι αυτοί οι επίσκοποι υπάκουαν σε κάποιον άλλο πλην του Τευτονοφράγκου ηγεμόνα.
Ο Ρωμαίος Ποντίφικας δεν είχε καμιά εκκλησιαστική επιρροή στην Φραγκία. Το λεγόμενο παπικό κράτος δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτα παραπάνω, από τον περιορισμό της πνευματικής του καθοδήγησης στην πόλη της Ρώμης και κάποιες ακόμη πόλεις της μέσης Ιταλίας. Η εθναρχική του, όμως καθοδήγηση στους υπόδουλους Ρωμαϊκούς πληθυσμούς φαίνεται να ήταν σημαντική. Γι' αυτό και οι Φράγκοι ξεκίνησαν από την εποχή αυτή να καταλάβουν και την Αγία Έδρα. Δύο εμπόδια συνάντησαν σε αυτή τους την προσπάθεια. Την σθεναρή αντίσταση των Ρωμαίων πολιτών και τις αποφάσεις της Συνόδου του Λατεράνου του 769 μ.Χ.
Η σύνοδος αυτή είχε συγκληθεί από τον πάπα Στέφανο Β' για ν' αποκαταστήσει την Αγία Έδρα εξ αιτίας της κατάληψής της από τον αντιπάπα Κωνσταντίνο. Στην σύνοδο συμμετείχαν και δώδεκα Φράγκοι επίσκοποι. Στην Τρίτη συνεδρίαση αποφασίστηκε, ότι στο εξής στην διαδικασία εκλογής του πάπα θα συμμετείχε όλος ο κλήρος της πόλεως της Ρώμης, και οι υποψήφιοι έπρεπε να είναι καρδινάλιοι- διάκονοι ή καρδινάλιοι-ιερείς δηλ. διάκονοι ή ιερείς της επισκοπής της Ρώμης.
Στις αποφάσεις αυτές για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ο όρος Καρδινάλιος. Στην εφαρμογή της η απόφαση αυτή σήμαινε, ότι δεν μπορούσε να εκλεγεί μη-Ρωμαίος πάπας. Στο μέλλον η Ρωμαϊκή εθνικότητα θα ήταν αποφασιστικός παράγων στην εκλογή του Πάπα. Φράγκοι αποκλείονταν. Οι δώδεκα Φράγκοι επίσκοποι δεν αντιλήφθηκαν σε τι συναινούσαν. Οι προσπάθειες κατάληψης του Πατριαρχείου της Ρώμης δεν ευοδώθηκαν, αλλά και δεν σταμάτησαν. Για τους επόμενους δύο αιώνες η Παπωσύνη πάλεψε σκληρά για να επιβιώσει.
Ο Λουδοβίκος ο «Ευσεβής» για να ελέγξει όσο μπορούσε τις Παπικές εκλογές εξέδωσε το 824 μ.Χ. διάταγμα βάσει του οποίου η ανάδειξη ενός πάπα έπρεπε να έχει και την Βασιλική αποδοχή.
Η Στέψη του Καρόλου και ο Αυτοκρατορικός Τίτλος
Αλλά ας επιστρέψουμε στην εποχή του Καρόλου. Ο πάπας Ανδριανός Α' απεβίωσε το 795 μ.Χ. και αμέσως στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης ανήλθε ο Λέων Γ'. Αυτός έσπευσε ν' ανακοινώσει την εκλογή του στον Κάρολο (επιστολή νο 10, στην έκδοση του Jaffe) και συνημένα απέστειλε τα κλειδιά του τάφου του Αποστόλου Πέτρου και το έμβλημα της Ρώμης. Ταυτόχρονα ζητούσε την παρουσία απεσταλμένου (οι γνωστοί missi) για να λάβει όρκο υποτέλειας από τον λαό της Ρώμης.
Τέτοιους όρκους συγκέντρωσαν οι missi του Καρόλου δύο φορές στην διάρκεια της βασιλείας του. Την πρώτη φορά όταν στέφθηκε επίσημα Βασιλιάς το 788 μ.Χ. και άλλη μια φορά μετά την αυτοκρατορική του στέψη. Το σχετικό Καπιτουλάριο (Capitulare Missorum Generale, 802 μ.Χ.) βρίσκεται σε πολλές συλλογές πηγών Μεσαιωνικής ιστορίας. Αυτή η πολιτική κίνηση του Πάπα (φαίνεται πως) δυσαρέστησε τους πολίτες και την άρχουσα τάξη της Ρώμης και, ίσως, είναι αιτία για τις ενέργειες που έγιναν εναντίον του.
Η αλήθεια είναι πως ούτε στον Βίο του, ούτε στα Φράγκικα χρονικά αναφέρονται οι αιτίες της γενικής δυσαρέσκειας εναντίον του. Στο Βίο του Καρόλου από τον Εϊνάρδο αναφέρεται, ότι ο όχλος της Ρώμης τον συνέλαβε, τον τύφλωσε και του έκοψε την γλώσσα. Αυτά γενικά θεωρούνται απίθανα, καθώς στην στέψη του Καρόλου, ο ίδιος Πάπας φαίνεται να χαίρει άκρας υγείας, με τον βιογράφο του να μιλά για θαυματουργική ίαση.
Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν τον πάπα στην αγκαλιά του Κάρολου, ο οποίος τον αποκατέστησε άμεσα με την βοήθεια Φράγκικης στρατιωτικής δύναμης το 799 μ.Χ. Σχεδόν ένα χρόνο μετά ήρθε και ο ίδιος στην Ρώμη και στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πάπα. Οι κύριες πηγές αυτής της ιστορίας είναι εκτός του πολύ συνοπτικού Εϊνάρδου, η συγκεντρωτική έκδοση των διαφόρων χειρογράφων του Χρονικού του Lorsch ( annals Laureshamenses) και τα annales regni Francorum και τα δυο με σπονδυλωτή χρονολογική σύνταξη.
Είναι περίεργο πως ένα τόσο σημαντικό γεγονός (για την ιστορία της δυτικής Ευρώπης) καταγράφηκε πολύ περιληπτικά από τα διάφορα χρονικά. Το συμπίληρομά τους είναι απαραίτητο για την πλήρη περιγραφή του. Ο Κάρολος έφθασε στην Ρώμη στις 24 Νοεμβρίου του 800 μ.Χ. Την πρώτη Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη. Κατά την διάρκειά της ο Πάπας ορκίστηκε για την αθωώτητά του ενώπιον του Καρόλου. Η φλυαρία περί μη εκδίκασης του Πάπα από κανένα καταρρίπτεται από την παρουσία και μόνο του Φράγκου Βασιλιά.
Στις 25 του μηνός κατά την διάρκεια της Χριστουγεννιάτικης Θείας Λειτουργίας ο Πάπας απίθωσε στο κεφάλι του Καρόλου το χρυσό στέμμα και ο λαός τον ανακήρυξε Αύγουστο και ειρηνικό αυτοκράτορα. Στα παρεπόμενα αυτής της παντομίμας στέψης ο Εϊνάρδος αναφέρει ότι ο Κάρολος δεν γνώριζε τις προθέσεις του Πάπα. Αν τις γνώριζε δεν θα πήγαινε στην Ρώμη. Είναι, όμως οι καταγραφές των χρονικών που προαναφέραμε που διαψεύδουν τον Εϊνάρδο.
Ο Roger Collins στα annals Laureshamenses διαβάζει ότι μια μεγάλη σύναξη των Φράγκων τον Αύγουστο στο Mainz (ο μήνας δίνεται στα annals regni Francorum) και την λήψη της απόφασης να πάει ο Κάρολος στην Ρώμη. Ο ίδιος θεωρεί την άρνηση του Καρόλου, ως δείγμα καλής πολιτικής συμπεριφοράς κατά την αρχαιότητα. Το τυπικό αυτό ακολούθησαν πολιτικοί ηγέτες, από τον Ιουλιανό το 360 μ.Χ. ως τον Βησιγότθο Ουάμπα το 672 μ.Χ. Συνεπώς η καταγραφή του Εϊνάρδου δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπ' όψιν.
Η στέψη του Καρόλου ήταν προσχεδιασμένη και όχι αυθόρμητο γεγονός. Από την πλευρά τους τα βασιλικά χρονικά δεν αναφέρουν την στέψη το 800 μ.Χ. αλλά το 801 μ.Χ. Τα annales Mosellani αναφέρουν ότι κάποιοι άνθρωποι ήρθαν ενώπιον του Καρόλου λέγοντας πως το όνομα του αυτοκράτορα είχε εκλείψει ανάμεσα στους Γραικούς. Τους κυβερνούσε μια γυναίκα, με το όνομα Ειρήνη (επρόκειτο για την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία), η οποία είχε φυλακίσει τον γιο της κατόπιν προδοσίας και σφετερίστηκε τον αυτοκρατορικό τίτλο.
Υποτίθεται, λοιπόν, ότι μόλις τ' άκουσαν αυτά, ο Πάπας και η σύγκλητος της Ρώμης και των Φράγκων, συγκεντρώθηκαν και αποφάσισαν να δώσουν στον Κάρολο τον τίτλο του αυτοκράτορα. Οι ιστορικές ανακρίβειες προκαλούν κατάπληξη. Να σταθούμε στην ακριβή γνώση που είχε ο Κάρολος για τα τεκταινόμενα στην Κωνσταντινούπολη. Ήδη από το 781 μ.Χ. γινόταν συνοικέσιο μεταξύ Καρόλου και Ειρήνης για τον γάμο του Κωνσταντίνου Στ' με την κόρη του Καρόλου Ροτρούδη (Ερυθρώ).
Η διάλυση του συνοικεσίου το 787 μ.Χ. έδωσε τροφή σε φήμες για ενδεχόμενο γάμο του Καρόλου και της Ειρήνης. Από την άλλη η αυτοκράτειρα Ειρήνη (σημειωτέον υπέγραφε πάντα ως «βασιλεύς» και όχι ως Βασίλισσα) κυβερνούσε μόνη από το 797 μ.Χ. Αυτά τα ήξερε ο Κάρολος και κατέστρωσε ανάλογα τα σχέδιά του.
Η άνοδος του Νικηφόρου Α' το 802 μ.Χ. στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης έδωσε νέα δυναμική στις σχέσεις των Ρωμαίων με τους Φράγκους. Δεν αναγνώρισαν τον αυτοκρατορικό του τίτλο και πως θα μπορούσαν άλλωστε, εφόσον δεν του είχαν αναγνωρίσει ούτε τον Βασιλικό τίτλο. Η στροφή του δεύτερου προς την Βαγδάτη εγκαινίασε μια νέα εποχή στις διπλωματικές σχέσεις Φράγκων-Αράβων, αλλά εκτός από έναν ελέφαντα και κάποια άλλα μπιχλιμπίδια δεν απέδωσαν κάτι παραπάνω. Ούτε ο χαλίφης αναγνώρισε τον τίτλο του ως αυτοκράτορα των Ρωμαίων, θέλοντας ν' αποφύγει την ανάμιξη των Φράγκων στις υποθέσεις της Ιερουσαλήμ και του εκεί πατριαρχείου.
Η βασική διαφορά στην πολιτική ιδεολογία των Φράγκων και των Ρωμαίων είναι η ακόλουθη. Ο Φράγκος Βασιλιάς είναι εκ Θεού εστεμμένος (rex a Deo coronatus) και θεωρεί το βασίλειο ιδιοκτησία του, όπως ακριβώς τα γαιοκτήματα ή τους θησαυρούς του. Την εκμετάλλευσή του αναθέτει στους κατόχους τίτλων ευγενείας (δούκες, Κόμητες, Βαρώνους, Μαρκήσιους), μέσω ενός πυραμιδικού ιεραρχικού συστήματος.
Αυτοί σε ανταπόδοση του οφείλουν την πίστη τους. Ως περιουσιακό στοιχείο το βασίλειο κληρονομούν οι άρρενες απόγονοι του μονάρχη. Τα ευεργετήματα του βασιλιά (beneficia) γίνονται επίσης κληρονομικά, ώστε ο όρκος πίστης του γαιοκτήμονα προς τον άρχοντά του, η υποτέλεια, να μεταφέρονται στην επόμενη γενεά. Με τον τρόπο αυτό οι γαιοκτήμονες σφετερίστηκαν την δημόσια αρχή.
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία θεωρείται από τους κατοίκους της ως η επί γης βασιλεία των Ουρανών. Σ' αυτήν ο αυτοκράτορας βρίσκεται εις τύπον και τόπον Χριστού, ως αξίωμα, είναι ο εκ Θεού εκλεγμένος (κάποιες φορές κατά παραχώρησιν Θεού) κυβερνήτης. Όπως ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, έτσι και ο αυτοκράτορας είναι η κεφαλή της αυτοκρατορίας. Αυτή δεν είναι κτήμα του. Δεν μπορεί να την παραχωρήσει ή να την κληροδοτήσει. Ο γιος του αυτοκράτορα δεν γίνεται κληρονομικώ δικαίω αυτοκράτορας.
Δεν υπάρχει νόμος που να καθορίζει την άνοδο στην εξουσία ή την διαδοχή. Στην διαδικασία που ακολουθεί ο υποψήφιος για το αυτοκρατορικό αξίωμα στηρίζεται σε πολιτειακούς παράγοντες, που προέρχονται από όλες τις κοινωνικές διαστρωματώσεις (στρατός, δήμοι, σύγκλητος, εκκλησία κ.α), όπως και ο ίδιος. Γι' αυτό και καλούνται βάσεις του πολιτεύματος. Στο πολίτευμα αυτό οι κάτοχοι δημόσιων αξιωμάτων, οι δημόσιοι λειτουργοί, είναι βοηθοί του αυτοκράτορα στην διακυβέρνηση της αχανούς αυτοκρατορίας.
Τα αξιώματα αυτά δεν είναι κληρονομικά. Ο αυτοκράτορας διορίζει τους δημόσιους υπαλλήλους κάθε βαθμίδας. Εδώ θέλουμε να επισημάνουμε κάτι. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν το οικουμενικό κράτος, που απλώθηκε στα εδάφη που κάποτε ανέτειλαν οι μεγάλες αρχαίες αυτοκρατορίες. Στους κόλπους της συμπεριέλαβε αρχαίους λαούς και τους ανανέωσε με τον Χριστιανισμό.
Το πολίτευμά της ήταν η συνέχεια της συμπυκνωμένης πολιτικής σοφίας των μεγάλων αυτών κρατικών μορφωμάτων. Το σύστημα ανάδειξης αυτοκράτορα εντυπωσιάζει για της αξιοκρατική μέθοδό του, παρά την έλλειψη νομικού πλαισίου, όπως και το σύστημα των προσλήψεων και των προαγωγών του δημόσιου τομέα.
Η παραπάνω εκτεθείσα πολιτική ιδεολογία βρήκε τον καλύτερο τρόπο έκφρασης μέσα από το Προοίμιον (praefatio) των αυτοκρατορικών διαταγμάτων. Αυτό για δυο λόγους.
- Πρώτον, τα αυτοκρατορικά διατάγματα εκφωνούνταν ή αναρτιόνταν σε κοινή θέα κι έτσι μπορούσαν να προσεγγίσουν οι αυτοκράτορες τους υπηκόους τους, ν' απευθυνθούν σε αυτούς, σε εποχές που δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα.
- Δεύτερον, και σημαντικότερον, η αυτοκρατορική νομοθεσία της Νέας Ρώμης ήταν γνήσιος συνεχιστής του Ρωμαϊκού νόμου από την εποχή της Δημοκρατίας. Ενώ διοικητικές και κοινωνικές δομές άλλαξαν με την πάροδο των αιώνων, στο δίκαιο (ius) φαίνεται η αδιάσπαστη συνέχεια της Παλαιάς από την Νέα Ρώμη.
Το μεγάλο επίτευγμα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, η έννομη τάξη, διατηρήθηκε στους αυτοκρατορικούς χρόνους, ως εκχριστιανισμένη ρωμαϊκή κληρονομιά. Οι μεγάλες κωδικοποιήσεις του Ιουστινιανού, του Λέοντα ΣΤ', του Κωνσταντίνου Ζ', ελάχιστες καταργητικές διατάξεις περιείχαν. Νόμοι που είχαν περιπέσει σε αχρησία από χρόνια παρέμεναν σ' αυτές, με συντομευμένη μορφή. Δεν συνέβη το ίδιο στη Δύση.
Η μελέτη του νομικού συστήματος της αυτοκρατορίας θα μπορούσε από μόνη της να καταλάβει ξεχωριστή έδρα στα πανεπιστήμια. Εμείς θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τα απαραίτητα σε λίγες παραγράφους, ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης να κατανοήσει το γιατί δεν ήταν η Φραγκία, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Οι δυτικοί επιστήμονες αρέσκονται να μιλούν για «αποσύνθεση» του Ρωμαϊκού νόμου στις επαρχίες του Ρωμαϊκού κράτους που καταλήφθηκαν από τους βάρβαρους. Αφού περιγράψουμε εν συντομία τα γεγονότα θα εξηγήσουμε το γιατί δεν συμφωνούμε με την χρησιμοποίηση του παραπάνω όρου. Μετά την κατάληψη των δυτικών επαρχιών της αυτοκρατορίας, τρία κύρια νομικά συστήματα επικράτησαν σε αντικατάσταση του Ρωμαϊκού:
α) Το Breviarium Alaricianum ή αλλιώς Lex Romana Visigothorum, επί Αλάριχου Β' το 506 μ.Χ. στις επαρχίες των Βησιγότθων, την Ιβηρική χερσόνησο, την Νότια Γαλατία, ίσως στο Τύρολο και άλλες περιοχές της Β. Ιταλίας,
β) Το Lex Romana Burgundionum, επί Γανδοβαύδου, λίγο πριν το 506 μ.Χ. στην επικράτεια των Βουργουνδών, το οποίο είχε περιορισμένη τοπική ισχύ, γι' αυτό και εξελίχθηκε στο εθνικό τους δίκαιο, μετά την κατάληψή τους από τους Φράγκους,
γ) Και το Edictum Theodorici, επί Θεοδώριχου το 508 μ.Χ. στην Ιταλία των Οστρογότθων, του οποίου η ισχύ καταργήθηκε μετά την απελευθέρωση, επί Ιουστινιανού.
Έκτοτε στις απελευθερωμένες επαρχίες επανήλθε το Ρωμαϊκό σύστημα που ίσχυε στην Ανατολή. Και τα τρία αυτά παράγωγα συστήματα είναι υβριδικά, μείγμα Ρωμαϊκών διατάξεων, με τις περισσότερες παρμένες από τον Θεοδοσιανό Κώδικα και από έργα γνωστών Ρωμαίων νομικών (Παύλος, Γάϊος, Παπινιανός), με βαρβαρικά έθιμα.
Την παρακμή του Ρωμαϊκού δικαίου ακολούθησε και ταυτόχρονη παρακμή της νομικής γραμματείας. Να διευκρινίσουμε ότι αυτό δεν οφείλεται στις βαρβαρικές κατακτήσεις. Ως διαδικασία ξεκίνησε μετά τα χρόνια του Διοκλητιανού και την αντικατάσταση των κλασσικών νομικών από τα αυτοκρατορικά όργανα νομοθεσίας. Τον κλασικισμό στην νομική επιστήμη ακολούθησε η περίοδος του εκλαϊκευμένου δικαίου (Vulgarrecht), περίοδος κατά την οποία τα διατάγματα εκδίδονταν σε γλώσσα κατανοητή από τον λαό.
Ο λαϊκισμός, λόγω της καθαρότητας του λόγου του, προτιμήθηκε στα Γερμανικά εθνικά δίκαια, ενώ οι κλασσικές νομικές συγγραφές παραμερίστηκαν, χάριν του «Κανόνα», συλλογής κλασσικών συγγραμμάτων. Την περίοδο περίοδο που ο πάπυρος αντικαταστάθηκε από την περγαμηνή, μόνο όσα συγγράμματα περιέχονταν στον «Κανόνα» μετεγγράφηκαν στο νέο υλικό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλά νομικά έργα να χαθούν. Από το Ρωμαϊκό δίκαιο διατηρήθηκαν μόνο όση νόμοι ήταν σε χρήση. Στην Ανατολή δεν συνέβη αυτό.
Την τάση για λαϊκισμό αντιμετώπισαν οι νομικές σχολές της Βηρυτού και την Κωνσταντινουπόλεως με επιτυχία και το κλίμα ανεστράφη. Μεγάλη επιτυχία των νομικών κύκλων θεωρείτε ο «αναφορικός νόμος» (ή νόμος των παραπομπών). Βάσει αυτού του νόμου τα έργα των ύστερων κλασσικών, Παπινιανού, Παύλου, Ουλπιανού, Μοδεστίνου, Γαΐου, μετατράπηκαν σε ισχύον δίκαιο, υπό προϋποθέσεις.
Ως εκ τούτου αναζωπυρώθηκε η αντιγραφή των έργων τους και αυτά τέθηκαν σε ευρεία κυκλοφορία. Η επέμβαση του αναγεννημένου κλασικισμού διέσωσε στην αυτοκρατορία έργα, που διαφορετικά θα είχαν απολεσθεί για πάντα.
Στο κράτος των Φράγκων τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εκεί ισχύον δίκαιο ήταν για τους ίδιους ο Σαλικός Νόμος, όπως είδαμε παραπάνω, ενώ για τους κατακτημένους λαούς, καθένας κρίνονταν βάσει του εθνικού του δικαίου. Ο γνωστός αντι-σημίτης Αγοβάρδος (779-840 μ.Χ.), Αρχιεπίσκοπος Λυών, και ένθερμος υποστηρικτής του Καρόλου, μας μεταφέρει, ότι στην εποχή του ήταν συνηθισμένο, όταν πέντε άνθρωποι βρισκόταν σε ένα δωμάτιο, καθένας απ' αυτούς να είναι υποκείμενος σε διαφορετικό δίκαιο.
Για την Εκκλησία ίσχυε το Ρωμαϊκό δίκαιο, διότι σ' αυτό υπαγόταν η Αγία Έδρα, και ως εθναρχικό κέντρο μετέδιδε τα δικαιώματά της στις Μητροπόλεις και Επισκοπές της δικαιοδοσίας της. Στον βίο του Αγίου Βενέδικτου διαβάζουμε την εξής ιστορία: σε μια διαμάχη μεταξύ δύο μοναστηριών, του Αγ. Διονυσίου και του Fleury στον Λίγηρα, εκπρόσωποι οδηγούνται ενώπιον Φράγκικου δικαστηρίου για να εκδικαστεί η υπόθεση. Επειδή τα μοναστήρια είναι υποκείμενα του Ρωμαϊκού δικαίου η δίκη αναβάλλεται μέχρι να έρθουν ειδικοί εμπειρογνώμονες.
Στην δεύτερη συνεδρίαση, κατά την διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, οι μάρτυρες καλούνται να μονομαχήσουν, για ν' αποδείξουν την αλήθεια των λόγων τους. Ένας εκ των εμπειρογνωμόνων διαμαρτύρεται, διότι αυτή δεν είναι η Ρωμαϊκή πρακτική, αλλά η εξέταση των μαρτύρων και των εγγράφων, διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε τελικά. Η κωδικοποίηση του δικαίου από τον Κάρολο, την οποία ανήγγειλε ο Εϊνάρδος, περιορίστηκε σε κυβερνητικά ζητήματα και θέματα ασφάλειας.
Δεν ενοποίησε τα εθνικά νομικά συστήματα, πολύ δε περισσότερο, δεν αύξησε την επίδραση του Ρωμαϊκού νομικού συστήματος στην επικράτειά του. Η «αποσύνθεση» του Ρωμαϊκού νόμου στην Δύση, ως διαδικασία συνεχίστηκε σε όλη την βασιλεία των Καρολιδών, και ακόμη περισσότερο, μέχρι το τέλος του ΙΑ' αι., όταν ένα χειρόγραφο του Πανδέκτη (η γνωστή Florentina), ανακαλύφθηκε ή αποκαλύφθηκε στην Πίζα.
Το κείμενο του Πανδέκτη μελετήθηκε από την σχολή της Μπολόνια, τον Irnerius και τους μαθητές του και αποτέλεσε την βάση του σχολαστικισμού. Ο καιρός ήταν κατάλληλος για την αναβίωση του Ρωμαϊκού νόμου, εφόσον η Αγία Έδρα είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς, και αυτοί δεν φοβόταν πλέον την επίδραση που θα είχε αυτός στην εξέλιξη του έθνους τους. Αντίθετα, τον χρειαζόταν για να θεμελιώσουν τις αυτοκρατορικές τους αξιώσεις.
Το ισχυρό πλεονέκτημα της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης ήταν, ότι το νομικό της σύστημα (ποινικό, αστικό, δικονομικό και δημόσια διοίκηση) ήταν γνήσιο τέκνο του Ρωμαϊκού νόμου. Ως τέτοιο σεβάστηκε και διατήρησε την κληρονομιά του. Δεν συνέβη αυτό στην Δύση. Εκεί καμιά αποσύνθεση δεν έλαβε χώρα, καθώς μια τέτοια διαδικασία προβλέπει αυτονομία, αυτοματισμό. Ο νόμος ούτε φυσική υπόσταση έχει, ούτε αυθύπαρκτη οντότητα είναι, αλλά λαμβάνει ύπαρξη από την βούληση των κρατούντων για έννομη τάξη και την επιθυμία τους να τον εφαρμόσουν.
Αυτή η εξάρτηση οδήγησε στην δημιουργία των καταστατικών χαρτών και συνταγμάτων σε μεταγενέστερες εποχές. Από την άλλη το δίκαιο περιέχει και παρέχει την δυνατότητα για την διαμόρφωση κοινωνικών δομών. Αυτό φαίνεται πως κατάλαβαν οι Φράγκοι, οι οποίοι σε καμιά περίπτωση δεν θέλησαν να αναμιχθούν με τους κατακτημένους Ρωμαίους, και ν' απορροφηθούν πολιτισμικά από έναν ανώτερο πολιτισμό. Φρόντισαν, λοιπόν, να περιορίσουν στο ελάχιστο το ισχύον Ρωμαϊκό δίκαιο.
Γι' αυτό και δεν συμφωνούμε με τους όρους «αποσύνθεση» και «παρακμή», που συναντήσαμε στην δυτική ιστοριογραφία. Πως, λοιπόν αξιώνουν το κράτος τους να είναι η «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» και οι ίδιοι αυτοκράτορές της; Πως ο γιος της Άγαρ αξιώνει τα πρωτοτόκια από τον γιο της Σάρα;
Με αυτά υπ' όψιν δεν απορούμε για την άποψη της Δύσης για την θέση της αυτοκράτειρας Ειρήνης. Οι Δυτικοί δεν θα μπορούσαν σε καμιά περίπτωση ν' ανεχθούν να κυβερνώνται από βασίλισσα ή, για να το θέσουμε με φεουδαλιστικούς όρους, δεν θα γίνονταν ποτέ υποτελείς σε καμιά βασίλισσα, όσο γαλαζοαίματη και αν ήταν. Αλλά αυτοί κατοικούσαν στο δικό τους νεότευκτο βασίλειο και όχι στην αρχαία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η άποψή τους ήταν απλώς... άποψή τους και δεν μπορούσε να επηρεάσει τις αποφάσεις της Κωνσταντινούπολης.
Η Κωνσταντινούπολη, οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να δεχθούν αυτοκράτορα εξ' αποστάσεως. Λόγω του ισχύοντος τρόπου εκλογής του αυτοκράτορα των Ρωμαίων, ο Καρλομάγνος θα μπορούσε να διεκδικήσει τον τίτλο με την ψήφο του λαού ή/και της Εκκλησίας της Ρώμης. Για να τον κερδίσει θα έπρεπε να αναμετρηθεί με τις δυνάμεις του υφιστάμενου αυτοκράτορα των Ρωμαίων και να τον εκθρονίσει. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Ο Καρλομάγνος δεν είδε ποτέ την Κωνσταντινούπολη ούτε από μακριά. Ο μόνος Ρωμαϊκός τίτλος που κέρδισε ήταν αυτός του σφετεριστή.
Διά της ισχύος των όπλων του συνένωσε μεγάλες εδαφικές εκτάσεις σε ένα ενιαίο κρατικό μόρφωμα. Δεν επανασύστησε την Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Δεν δημιούργησε ούτε καν το κράτος των Φράγκων. Αυτό το είχε κάνει ο Χλωδοβίκος. Είναι αλήθεια, ότι δημιούργησε νέους θεσμούς για την διακυβέρνηση του κράτους αυτού και ότι υπήγαγε σε αυτό τα γειτονικά υποτελή δουκάτα. Κι έτσι, όμως τα Δουκάτα δόθηκαν σε νέους, Φράγκους δούκες με καθεστώς υποτέλειας, που σε κάποιες περιπτώσεις σήμαινε ημι-αυτονομία.
Για παράδειγμα οι Δούκες αυτοί είχαν το δικαίωμα να κόβουν δικά τους νομίσματα. Για να λάβει ο Καρλομάγνος τον τίτλο του δυτικού Ρωμαίου αυτοκράτορα έπρεπε η Κωνσταντινούπολη να του στείλει τα αυτοκρατορικά διάσημα. Αυτά, όπως είδαμε παραπάνω, τα είχε επιστρέψει ο Οδόακρος στην Νέα Ρώμη. Χωρίς αυτά μπορούσε να κατέχει τον τίτλο του αυτοκράτορα, εφόσον έτσι ονόμαζε τον εαυτό του στο εσωτερικό και αν μπορούσε να βρει διεθνή αναγνώριση, αλλά όχι τον τίτλο του αυτοκράτορα των Ρωμαίων.
Μια συστηματική έρευνα στα διατάγματά του δείχνει, ότι και ο ίδιος δεν χρησιμοποιούσε επίσημα αυτόν τον τίτλο. Δειγματοληπτικά, στην Karoli epistola generalis βρίσκουμε τον τίτλο του πριν την στέψη: «Karolus Dei fretus auxilio rex Francorum et Langobardorum ac patricius Romanorum...». Την πιο επηυξημένη μορφή του τίτλου του βρίσκουμε στην Divisio Regnorum, πιο γνωστή ως ordinatio της Θιονβίλλης (Theodonis villa) του 806 μ.Χ.:
«In nomine Patris et filii et Spiritus Sancti. Karolus serenissimus augustus, a Deo coronatus, magnus pacificus imperator, Romanum gubernans imperium, qui et per misericordiam Dei rex Francorum atque Langobardorum, omnibus fidelibus sanctae Dei aeclaesiae ac nostris praesentibus scilicet et futuris». Η ακριβής ερμηνεία είναι «που κυβερνά την αυτοκρατορία των Ρωμαίων». Και είναι αλήθεια ότι κυβερνούσε Ρωμαίους, αλλά όχι την αυτοκρατορία τους.
Μέσα απ' όλα αυτά βλέπουμε το πόσο συνδεδεμένος ήταν ο αυτοκρατορικός τίτλος με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ήταν τόσο ασίγαστος ο πόθος των Φράγκων για τον τίτλο αυτό, ώστε για να τον σφετερισθούν σκέφθηκαν το εξής παράδοξο. Γι' αυτούς Ρωμαίοι έγιναν οι κάτοικοι της Ιταλικής Ρωμανίας, ενώ η υπόλοιποι Ρωμαίοι στην Ανατολή ονομάσθηκαν Γραικοί. Στο σημείο αυτό ξεκίνησε η περιπέτεια των εθνικών μας ονομάτων, που κατέληξε να ονομάζονται σήμερα οι Ρωμαίοι «Βυζαντινοί».
Αν ένας σημερινός Έλληνας μπορούσε να συναντήσει κάποιον πρόγονό του της εποχής εκείνης και τον αποκαλούσε «Βυζαντινό», το πιο πιθανό είναι ότι ο τελευταίος θα τον κοιτούσε με απορία χωρίς να καταλαβαίνει σε τι αναφέρεται. Αλλά και σε πιο μεταγενέστερες εποχές τα εδάφη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν η Ρωμανία. Ο Μακρυγιάννης για παράδειγμα είχε συνείδηση της Ρωμαϊκότητάς του, της Ρωμηοσύνης του.
Το μεγάλο γεγονός που συντάρασσε την Εκκλησία επί δεκαετίες ήταν η Εικονομαχική έριδα. Η ανάληψη τη εξουσίας από την Ειρήνη την Αθηναία, ως επιτρόπου του ανήλικου Κωνσταντίνου Στ' μετά τον θάνατο του συζύγου της Λέοντα Δ' (780 μ.Χ.), δημιούργησε κλίμα ευνοϊκό για την επίλυση της διαμάχης, με την κατίσχυση των θέσεων των εικονολατρών (αντιμεταρρυθμιστών).
Η σύγκληση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου το 786 μ.Χ., αρχικά στην Κωνσταντινούπολη, και η ολοκλήρωση των εργασιών το επόμενο έτος στην Νίκαια της Βιθυνίας (24 Σεπτεμβρίου-13 Οκτωβρίου 787 μ.Χ.), έδωσαν την δογματική λύση στο ζήτημα και προσωρινή ειρήνη στην Εκκλησία μέχρι το 814 μ.Χ.
Την χρονιά αυτή οι εικονομάχοι (μεταρρυθμιστές), έχοντας εκπροσώπους στο στρατιωτικό και πολιτικό κατεστημένο της Ρωμαϊκής πρωτεύουσας (Κωνσταντινούπολη), ανακίνησαν την έριδα, μέσω του Λέοντος Ε' του Αρμένιου. Οριστικά το θέμα λύθηκε από την Αυγούστα Θεοδώρα, μητέρα και επίτροπο του ανήλικου Μιχαήλ Γ' το 843 μ.Χ. Μέσα σ' αυτό το χρονολογικό πλαίσιο ας δούμε και της κινήσεις που έγιναν στην Δύση.
Ήδη αναφερθήκαμε στην σύγκληση συμβουλίου στο Gentilly (Gentiliacum) το 767 μ.Χ. όπου συζητήθηκε, μεταξύ άλλων, και το θέμα των εικόνων. Επίσης αναφερθήκαμε και στην Σύνοδο του Λατεράνου το 769 μ.Χ. και στα θέματα που αντιμετώπισε. Στην τέταρτη συνεδρίαση της Συνόδου αυτής συζητήθηκε το θέμα της προσκύνησης των εικόνων και η «ακέφαλη σύνοδος» του 754 μ.Χ. αναθεματίσθηκε. Η Δύση τάχθηκε σ' αυτήν την Σύνοδο (του Λατεράνου) υπέρ της προσκύνησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόντες ήταν δώδεκα επίσκοποι των Φράγκων, εκ των οποίων μόνο ο Wilichar της Sens φέρει τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου. Ο Hefele ακολουθώντας τον Cajetan Cenni αναφέρει, ότι την εποχή αυτή ο τίτλος του Μητροπολίτη και η οργάνωση της Μητρόπολης δεν υπάρχουν στην Φραγκία. Αυτό θα το δούμε λίγο παρακάτω. Επίσης παρόντες ήταν και επίσκοποι από την Τοσκάνη και την Καμπανία, περιοχές που είχαν υπαχθεί στην δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης από τον Λέοντα Γ'.
Το 790 μ.Χ. ο Πάπας Ανδριανός απέστειλε στον Κάρολο τα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Ο Φράγκος ηγεμόνας, μέσα στην παντοδυναμία του, θεώρησε υποτιμητικό για την Εκκλησία του ν' αποδεχθεί αποφάσεις που είχαν παρθεί στην Ανατολή. Εξέδωσε, λοιπόν το δικό του μανιφέστο, τα γνωστά Libri Carolini (Opus Caroli Regis Contra Synodum), το οποίο περιείχε την θεολογία που έπρεπε ν' ασπασθεί η δυτική Εκκλησία κατ' εντολήν του «αυτοκράτορα». Σ' αυτά απέρριψε την προσκύνηση των εικόνων, πρακτική που ακολουθούσε η δυτική Εκκλησία και ο Πάπας.
Στην Φραγκία υπήρχαν τώρα πια 19 Μητροπολίτες, έτοιμη να συγκατανεύσουν σε κάθε του επιθυμία (21 στο σύνολο υπολογίζει ο Εϊνάρδος μαζί με την Ρώμη και την Ραβέννα). Το έργο ήταν τετράτομο, αποτελούνταν από 120 ή 121 κεφάλαια, εκ των οποίων μόνο τα 85 εστάλησαν στον πάπα Ανδριανό. Άσχετα με τον τίτλο τους, κανένας δεν αποδίδει την συγγραφή του έργου στον Κάρολο.
Κατά τον Henry Percival συγγραφέας θεωρείται ο Αλκουΐνος, ενώ κατά την Freeman πιθανότερος είναι ο Θεοδούλφος της Ορλεάνης, ένας Βησιγότθος στην καταγωγή κληρικός. Κατά την ίδια στον Πάπα Ανδριανό εστάλη ένα προσχέδιο των Libri Carolini, το Capitulare adversus synodum, γεγονός που δικαιολογεί την διαφορά στον αριθμό των κεφαλαίων. Θεωρεί το εκτενέστερο έργο ως τα πρακτικά της Συνόδου της Φρανκφούρτης του 794 μ.Χ. Ακόμα και αν δεν είναι ο Αλκουΐνος συγγραφέας του έργου, ήταν σίγουρα ένθερμος υποστηρικτής των θέσεων του Καρόλου και τις προώθησε στην Βρετανία, προετοιμάζοντας τον Εθελάρδο,
Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ και τους εκεί επισκόπους για την Σύνοδο της Φρανκφούρτης. Σε κάθε περίπτωση, η βαρβαρίζουσα γλώσσα του έργου, με εκφράσεις όπως argumenta insanissima et absurdissima (εντελώς τρελή και εξωφρενική λογική) & derision dignas naenias (κατεβατό άξιο λοιδορίας - αναφέρεται στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου), καταδεικνύουν το απαίδευτο του συντάκτη.
Έχει προταθεί η άποψη, ότι η διαφοροποίηση της δυτικής εκκλησίας στο θέμα της προσκύνησης των αγίων εικόνων προέρχεται από κακή απόδοση του όρου «προσκύνησις», που χρησιμοποιήθηκε και στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, με το Λατινικό «adoro», δηλ. «λατρεία». Πρώτος που έδωσε αυτή την εξήγηση είναι ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος με τα εξής λόγια: «ο Μεταφραστής παρεξήγησε το πνεύμα της Ελληνικής γλώσσας καθώς και της Λατινικής, κι έκανε κατά λέξη μετάφραση˙ και με τέτοιο τρόπο ώστε μόλις μετά βίας καταλαβαίνει κανείς τι σημαίνει.
Έκτοτε κανείς δεν διαβάζει την μετάφραση και κανένα αντίγραφό της δεν έχει γίνει». Και αναρωτιέται κανείς - στους τόσους αιώνες που πέρασαν δεν βρέθηκε κάποιος να μεταφράσει σωστά τα πρακτικά της Συνόδου; Η επίσημη θέση της δυτικής εκκλησίας στο θέμα των εικόνων ελάχιστα διαφοροποιήθηκε από τις θέσεις του Καρόλου, όπως αυτές διατυπώνονται στα Libri Carolini. Έκτοτε ούτε ένας δεν βρέθηκε να εξηγήσει την διαφορά προσκύνησης και λατρείας στους Φράγκους;
Και αν οι δυτικοί δεν θέλουν να λατρεύουν τις εικόνες, όπως δεν θέλουν και οι Ορθόδοξοι, τι τους απαγορεύει να τις προσκυνούν, όπως και οι Ορθόδοξοι; Την εξήγηση νομίζω δίνει ο Henry Percival : «είναι σίγουρο και πέρα από κάθε πιθανότητα αμφιβολίας, ότι ο συγγραφέας ή οι συγγραφείς δεν είχαν διαβάσει ποτέ τις πράξεις και τις αποφάσεις της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Και ακόμα παραπέρα αυτός ή αυτοί αγνοούσαν εντελώς τι συνέβη στο Συμβούλιο (Conciliabulum κατά τον συγγραφέα, ακέφαλη σύνοδος καθ' ημάς) του 754 μ.Χ.».
Εν ολίγοις ο Κάρολος και οι Φράγκοι ή Βησιγότθοι (Θεοδούλφος) ή Νορθούμβριοι (Αλκουΐνος) αυλικοί του δεν ενδιαφέρονταν για την Ορθόδοξη θέση έναντι των εικόνων, αλλά για την διαφορετική. Ήθελαν μέσω της διαφοροποίησής τους από την Ανατολή να σηματοδοτήσουν την οικειοποίηση της Δύσης, να δηλώσουν ότι αυτοί κατείχαν την Ρωμαϊκή Εκκλησία, αποφασίζοντας και επιβάλλοντας ότι θέλουν, και κατ' επέκταση την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Πολιτικό, λοιπόν, ήταν το θέμα. Τα Libri Carolini γέμουν παραλογισμών και αντιφάσεων.
Συστηματική καταγραφή και αναίρεσή τους υπάρχει στο έργο του Henry Percival και δεν θεωρούμε εδώ απαραίτητη την αναπαραγωγή τους. Ήδη πρώτος ο Πάπας Ανδριανός είχε καταδείξει στον Κάρολο τα λάθη του, δι' επιστολής του. Στην επιστολή αυτή διαβάζουμε μεταξύ άλλων, ότι ο Πάπας δεν μπορεί να καταδικάσει την αυτοκράτειρα Ειρήνη και τον γιο της Κωνσταντίνο, διότι οι θέσεις τους είναι εμφανώς ορθόδοξες, αλλά μπορεί να τους καταδικάσει διότι κατέχουν παράνομα γαίες του Αποστόλου Πέτρου.
Να συμπεράνουμε, λοιπόν, ότι το ατυχές συνοικέσιο μεταξύ Κωνσταντίνου και Ερυθρώς, υπήρξε αιτία πολιτικής διαμάχης;
Οι υποδείξεις-διορθώσεις του Πάπα Ανδριανού δεν στάθηκαν αρκετές να πείσουν έναν «αυτοκράτορα» που δεν ήθελε να πεισθεί αλλά να επιβάλλει. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Ε' του Κοπρώνυμου συγκάλεσε την Σύνοδο της Φρανκφούρτης το καλοκαίρι 794 μ.Χ. Από τους 56 κανόνες της συνόδου ο πρώτος καταδίκασε μια αίρεση της εποχής, Αρειανικής μορφής, η οποία θεωρούσε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ως υϊοθετημένο (Adoptionism) Υιό Θεού.
Ο δεύτερος κανόνας της Συνόδου είναι πολύ σύντομος και ασχολείται με το θέμα μας: «Το ερώτημα τέθηκε ενώπιον (της συνόδου) και αφορά της πρόσφατη Σύνοδο των Γραικών, που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ασχολήθηκε με την λατρεία των εικόνων, ότι όλοι πρέπει να κριθούν άξιοι αναθέματος, όσοι δεν αποδίδουν στις εικόνες τιμή και λατρεία ισάξια με αυτήν της Αγίας Τριάδος. Οι άγιοι Πατέρες μας απέρριψαν με περιφρόνηση και με κάθε τρόπο τέτοια τιμή και λατρεία και την καταδίκασαν ομόφωνα».
Συμφωνούμε ότι οι Άγιοι Πατέρες μας (και όχι μόνο ο συντάκτης των Libri Carolini) καταδίκασαν ομόφωνα και με περιφρόνηση τέτοιου είδους τιμή και λατρεία. Συμφωνούμε ότι καμία Σύνοδος δεν συγκλήθηκε πρόσφατα στην Κωνσταντινούπολη από τους Γραικούς που να ασχολήθηκε με το θέμα των εικόνων. Η τελευταία ήταν το 754 μ.Χ. Η πρόσφατη (Ζ' Οικουμενική το 787) έγινε στην Νίκαια της Βιθυνίας. Συμφωνούμε ότι καμία Σύνοδος δεν αποφάσισε ποτέ (όπου και αν έγινε) ν' αποδίδεται στις εικόνες είτε λατρεία, είτε προσκύνηση, ισάξια με αυτήν που αποδίδεται στην Αγία Τριάδα.
Συμφωνούμε με τον Henry Percival, ο οποίος μιλάει για σύγχυση στο μυαλό του συντάκτη του κανόνα. Σε έναν τέτοιο κανόνα που καταδικάζει μια σύνοδο που δεν έγινε και διατυπώνει την θέση της Ορθοδοξίας, όσο αφορά την λατρεία που δεν πρέπει ν' αποδίδεται στις εικόνες, οι λεγάτοι του Πάπα, Στέφανος και Θεοφύλακτος, δεν είχαν λόγο να μην υπογράψουν.
Η υπογραφή τους, με την έγκριση του ποντίφικα, δεν συνιστά απόρριψη της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, εκ μέρους του Πατριαρχείου της Ρώμης, ούτε αποδοχή της Φράγκικης θεολογίας για τις εικόνες, όπως θέλουν να το βλέπουν οι Ρωμαιοκαθολικοί. Εξάλλου η ανακρίβεια του κανόνα ενδέχεται να κρύβει υπαναχώρηση των Φράγκων έναντι της σταθερής Ορθόδοξης διδασκαλίας της Ρώμης. Ο Κάρολος δεν είχε στεφθεί ακόμη αυτοκράτορας το 794 μ.Χ. και δεν ήθελε ή δεν τον συνέφερε να κοντράρεται με τον Ανδριανό. Δεν συνέβαινε το ίδιο το 809 μ.Χ.
Αν πάλι ο κανόνας αναφερόταν στην σύνοδο του 754 μ.Χ., αυτή είχε ήδη καταδικαστεί υπό της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Αυτή η ασάφεια στις διατυπώσεις, νομίζω ότι απαντά στο ερώτημα των δυτικών ιστορικών (Baronius, Bellarminius κ.α.), πώς είναι δυνατόν οι Λεγάτοι του ίδιου Πάπα να υπογράφουν και στη Νίκαια και στη Φρανκφούρτη. Οι υπόλοιποι 54 κανόνες αναφέρονταν σε θέματα μητροπολιτικής αρμοδιότητας, μοναχικές υποχρεώσεις κ.λ.π.
Είναι εμφανές ότι ο Κάρολος, διά της Συνόδου της Φραγκφούρτης, ήθελε περισσότερο να επιτύχει μια καταδίκη των Γραικών και της Ανατολικής Εκκλησίας και όχι να διατυπώσει κανόνα σχετικά με το θέμα της προσκύνησης των εικόνων. Το δεύτερο το είχε καταφέρει με τα Libri Carolini. Το γιατί το έχουμε εξηγήσει ήδη παραπάνω. Το ερώτημα είναι αν κατάφερε να επιβάλει την βασιλική του άποψη στην συνείδηση της Εκκλησίας. Είναι σίγουρο ότι οι Φράγκοι επίσκοποι για άλλη μια φορά ακολούθησαν άκριτα την πολιτική γραμμή του Βασιλιά τους.
Οι Χριστιανοί δεν ασπάστηκαν αυτές τις αντιλήψεις. Αυτό φαίνεται και από την σύγκληση του Συμβουλίου των Παρισίων το 825 μ.Χ. που χρειάστηκε να επανέλθει στο θέμα, απόντος αυτή την φορά του Πάπα ή των Λεγάτων του. Επίσης Φράγκοι λόγιοι του Θ΄αι. μ.Χ., όπως ο Dungal του Αγ. Διονυσίου (Παρίσι), ο Ιωνάς της Ορλεάνης και ο -πως μπορούσε να λείπει- Ικμαρος (Hincmar) της Ρεμ, προσπάθησαν να στηρίξουν με την δική τους επιχειρηματολογία την θεολογική τους άποψη.
Το 1596 παρουσιάστηκε ένα σπάραγμα από αρχαίο χειρόγραφο που αφορούσε κάποια συνέλευση επισκόπων που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 824 μ.Χ. Η αρχική διαφωνία για την αυθεντικότητα του κειμένου, περιορίστηκε στην χρονολογία και καθορίστηκε, ότι το 825 μ.Χ. ήταν η ορθότερη. Βασιλιάς της Φραγκίας την εποχή εκείνη ήταν ο Διάδοχος του Καρόλου, Λουδοβίκος ο Ευσεβής (778-840 μ.Χ.) και Πάπας ο Ευγένιος ο Β' (824-827 μ.Χ.). Απ' όσα μπορούμε να εξάγουμε από Percival & Hefele, η παραπάνω συνέλευση δεν πρέπει να είχε την έγκριση του Πάπα.
Αυτή αποφάσισε και επικύρωσε την σύνοδο της Φραγκφούρτης του 794 μ.Χ. και όσα θεολογούσαν τα Libri Carolini. Τόλμησε ακόμη να διατάξει τον Πάπα να διορθώσει τα λάθη των προκατόχων του. Αυτές οι αποφάσεις κάνουν τον Henry Percival ν' αναρωτιέται αν μπορεί μια συμμάζωξη επισκόπων να καταργήσει αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, εγκεκριμένων από τον Πάπα και αν μπορεί περαιτέρω να του επιβάλλει να διορθώσει τα λάθη των προκατόχων του.
Στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά με διαφορετική προοπτική, κινείται η ερώτηση του Αγίου Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως, την οποία μεταφέρω αυτούσια: «Αι πράξεις αύται της συνόδου των Φράγκων, τη συναινέσει του Πάπα Ευγενίου συγκροτηθείσης και υπό των δυτικών επισκόπων και λεγάτων του Πάπα κυρωθείσης, έχουσι πολλήν σπουδαιότητα, διότι όλη σύνοδος μετά του Πάπα αποκηρύττει τας αποφάσεις και το αλάθητον του Πάπα Ευγενίου και ψέγει τον Πάπα Ανδριανόν διά τας επιστολάς αυτού˙ βεβαίως ουχί, ως εφρόνει, διά τας αληθείας τας εν αυτή.
Ήδη ερωτώμεν τις των δύο Παπών ήτο αλάθητος; Και πως δύνανται αμφότεροι να ώσιν αλάθητοι, πως δε η σύνοδος επελάθετο αμνημονήσασα του αλαθήτου των Παπών, αλλά και πως αύθις η δυτική Εκκλησία και οι λοιποί Πάπαι την ήδη κατακριθείσαν υπό του Πάπα Ευγενίου διά της Φραγκικής Συνόδου Ζ' Οικουμενικήν Σύνοδον αναγνωρίζουσιν; Αποδοκιμάζουσιν άρα οι νυν παπισταί τον Πάπαν Ευγένιον, ως οι τότε τον Ανδριανόν.
Εάν προς ταύτα οι δυτικοί είπωσιν, ότι ο Ευγένιος δεν μετέσχε των αποφάσεων των συνόδων, τότε ομολογούσιν, ότι συνεκροτούντο σύνοδοι, και δη εν τη Δύσει και υπό Φράγκων επισκόπων άνευ της αδείας και της συγκαταθέσεως των Παπών και απεφάσιζον τα ενάντια προς τα των Παπών φρονήματα, αλλ' αμφότερα εισι καταδικαστικά και καθ' έκαστον λίαν αναιρετικά των παπιστικών αξιώσεων, ουδέτερον δε υποστηρίζει τας των Παπιστών αξιώσεις». Ο Άγιος Νεκτάριος εδώ πραγματεύεται το θέμα του αλαθήτου των Παπών, όπως τίθεται σήμερα ως αίρεση της Δυτικής Εκκλησίας.
Όσοι είναι συνηθισμένοι στην φράγκικη αντίληψη περί του Αλαθήτου των Παπών τους, και περί κοσμικής εξουσίας των Ποντίφηκων, και αυτές τις αντιλήψεις τις προβάλουν στο παρελθόν πριν το 1009 και την κατάληψη της Αγίας Έδρας από τους Γερμανούς, δεν μπορούν να διανοηθούν τέτοιες ερωτήσεις. Τίθονται, όμως από τα ίδια τα γεγονότα. Δεν γνωρίζουμε ποιον ιστορικό ακολουθεί ο Άγιος Νεκτάριος, όταν μιλά για έγκριση της συνέλευσης των Παρισίων από τον Πάπα Ευγένιο Β' και των Λεγάτων του.
Όπως και να έχει ακολουθεί την περιορισμένη βιβλιογραφία του ΙΘ' αι. και γι' αυτό θέτει την ημερομηνία στο 826 μ.Χ. Τα λεγόμενα του Αγίου Ανδρός έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα και τα συμπεράσματά του (όπως το ότι συνεκροτούντο σύνοδοι χωρίς τη συγκατάθεση του Πάπα), είναι σήμερα αποδεκτά. Προς το παρόν τα ερωτήματα για την παραπάνω συνέλευση θα τ' αφήσουμε ανοικτά και θα τα ξαναδούμε όταν θα μελετήσουμε συνολικά την εκκλησιαστική πολιτική του Λουδοβίκου του Ευσεβή.
Η πρώτη γραπτή μαρτυρία του Συμβόλου της Πίστεως με την προσθήκη του filioque βρίσκεται καταχωρημένη στα πρακτικά τοπικής συνόδου στην Φριουλία (Forum lulii,Fréjus) το 796 μ.Χ, όπως απαγγέλθηκε από τον Παυλίνο της Ακυηλίας.
Στις αρχές του επόμενου αιώνα (Θ' αι.) ο μοναχός Ιωάννης, ηγούμενος της μονής του Αγίου Σάββα, κατά την διάρκεια της χριστουγεννιάτικης Θείας Λειτουργίας στον Ναό της Γεννήσεως στην Βηθλεέμ, άκουσε με έκπληξη τους Φράγκους μοναχούς ν' απαγγέλουν το Σύμβολο της Πίστεως με την προσθήκη του filioque. Οι Φράγκοι αυτοί μοναχοί, ήταν μέλη του Congrgatio montis Olivetti Hierosolymitani. Το ορθόδοξο πλήρωμα ανησύχησε όταν άκουσε τον Πάπα Ιωάννη ν' αποκαλεί τους εν λόγω μοναχούς αιρετικούς και θέλησε να τους εκβάλλει του Ναού.
Την επόμενη Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα εκλήθησαν οι Φράγκοι μοναχοί στον Ναό της Αναστάσεως, να δώσουν εξηγήσεις για τα πιστεύω τους, ενώπιον κλήρου και λαού. Αυτοί δήλωσαν ότι πιστεύουν, όσα πρεσβεύει και η Ρωμαϊκή Εκκλησία και ότι θεωρούν το filioque, ως μια ασήμαντη διαφορά από τις πολλές μεταξύ της δυτικής και των ανατολικών Εκκλησιών. Μάλιστα, ισχυρίστηκαν (με αρκετή δόση θράσους) ότι, όποιος αποκαλεί αυτούς αιρετικούς, στην ουσία αποκαλεί αιρετική και την Ρωμαϊκή Εκκλησία.
Η συνάθροιση δέχθηκε ως ορθόδοξη την πίστη της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, ζήτησε από τους Φράγκους να καταδικάσουν δημόσια κάθε αίρεση και να υπογράψουν δήλωση, την οποία ανέγνωσε ο Αρχιδιάκονος του Ναού της Αναστάσεως. Είναι προφανές, ότι ο Πατριάρχης Θωμάς αντιλήφθηκε την πονηριά των Φράγκων, να επιρρίψουν δηλ. την ευθύνη για την κακοδοξία τους στην Εκκλησία της Ρώμης και θέλησε να σταματήσει την προπαγάνδα τους. Απέστειλε ενημερωτική επιστολή για το γεγονός στον Πάπα Λέοντα τον Γ' με τον Ηγούμενο Ιωάννη.
Οι Φράγκοι από την πλευρά τους απευθύνθηκαν στον Πάπα αλλά και στον Κάρολο για εξηγήσεις πάνω στο θέμα του filioque. Ο Κάρολος τότε συγκάλεσε σύνοδο στο Ακυϊσγράνο (Aachen, Αix-la-Capelle) τον Νοέμβριο του 809 μ.Χ. Την έκκληση αυτή των μοναχών, ως αφορμή της εν Ακυϊσγράνω συνόδου, θέτουν τα annals regni francorum (808 μ.Χ.) και το Χρονικό του Άντο, Αρχιεπισκόπου Βιέννης. Η σύνοδος αυτή ανέδειξε το filioque σε απαραίτητο σωτηριολογικό δόγμα για τους Φράγκους.
Η αλήθεια είναι ότι το 809 μ.Χ. ο Κάρολος αισθανόταν αρκετά ισχυρός, ώστε να επιβάλλει τις θεολογικές του απόψεις στην Φραγκία, υποσκελίζοντας την ορθόδοξη θέση του Πάπα και των Γραικών. Η στέψη του Καρόλου από τον Πάπα το 800 μ.Χ. δημιούργησε τις θεωρητικές προϋποθέσεις, βάσει των οποίων ο δεύτερος μπορούσε να αναδειχθεί σε κριτή του πρώτου. Για τον λόγο αυτό ο Κάρολος επανέλαβε την στέψη το 802 μ.Χ. στο Aachen, μόνο που αυτή την φορά έλαβε το στέμμα από τα χέρια του επισκόπου της πόλης και το τοποθέτησε ο ίδιος στο κεφάλι του.
Επίσης στην επιστολή των μοναχών του Όρους των Ελαιών ανταποκρίθηκε ο Λέοντας Γ' στέλνοντάς τους αντίγραφο του Συμβόλου χωρίς την προσθήκη του filioque. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του Καρόλου και την σύγκληση της συνόδου, ώστε ν' αντιμετωπίσει την ορθόδοξη θέση του Ποντίφηκα. Η επιλογή του Aachen, ως τόπου συνάντησης, δεν είναι τυχαία, διότι στη συγκεκριμένη τοποθεσία λάμβανε χώρα το ετήσιο συνέδριο των Φράγκων πολέμαρχων-φεουδαρχών.
Εν συνεχεία έφεραν στη Ρώμη τις αποφάσεις της Συνόδου δύο missi, o Berharius, επίσκοπος Wörms (σημειωτέον την αδελφή αυτού νυμφεύθηκε ο Εϊνάρδος, βιογράφος του Καρόλου), και ο Αδαλάρδος, ηγούμενος στο Κορμπαί και ξάδελφος του Καρόλου (βλέπουμε ότι στην Φραγκία πρόσωπα αριστοκρατικής καταγωγής καταλαμβάνουν υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα). Επί δύο μέρες οι απεσταλμένοι του βασιλιά διαλέγονταν με τον Λέοντα. Ο Ποντίφικας δεν υποχώρησε θεολογικά, αλλά υπέκυψε στις απειλές του Καρόλου.
Η αναφορά του H. Davis στην συνάντηση έχει ως εξής: «Αποδεικνύεται από το πρωτόκολλο της συνάντησης με τους missi, ότι θεωρούσε (ο Λέοντας) τον εαυτό του, ως τον τελικό αρμόδιο, κι επίσης αποδεικνύεται, ότι υπαναχώρησε (το ρήμα shrink που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας σημαίνει και ζαρώνω από φόβο) από μια αντιδικία δύναμης με τον πάτρωνά του». Έτσι στην Φραγκία το Σύμβολο της Πίστης καθιερώθηκε ν' απαγγέλλεται με την προσθήκη, ενώ μέχρι τότε αυτό γινόταν μόνο στο παρεκκλήσι του παλατιού, όπου πιθανολογείτε να το είχαν ακούσει οι Φράγκοι μοναχοί των Ιεροσολύμων.
Στην επικράτεια του Πατριαρχείου της Ρώμης θα συνεχιζόταν η χρήση του Ορθόδοξου Συμβόλου χωρίς την προσθήκη. Μπορούμε ν' αντιληφθούμε τον ζήλο του Ορθόδοξου Πάπα, από το ότι διέταξε αμέσως να χαραχθεί το Πιστεύω χωρίς την προσθήκη, σε δυο ασημένιες πλάκες, στα Ελληνικά και στα Λατινικά και αυτές ν' αναρτηθούν στον Ναό του Αγίου Αποστόλου Πέτρου στην Ρώμη.
Σ' αυτές υπήρχε η επιγραφή «Haec Leo posui amore et cautela orthodoxae fidei» δηλ. «Ταύτα Λέων έθηκα δι' αγάπην και φύλαξιν της ορθοδόξου πίστεως». Και όχι μόνο αυτό αλλά επικράτησε να απαγγέλλεται το Σύμβολο της Πίστεως στην Ελληνική γλώσσα, χωρίς την Αιρετική προσθήκη, αντί της Λατινικής. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε μέχρι και την πατριαρχεία του πάπα Βενέδικτου του Γ' (855 - 858 μ.Χ.).
Αυτά μας τα πληροφορεί ο Μέγας Φώτιος: «... διά δη τούτο ο Θεόσοφος εκείνος ανήρ εις ενθύμιον κατέστη, το δε ενθύμιον, Ελλάδι γλώσση πρόσταγμα δούναι το της πίστεως ιερόν μάθημα και τους Ρωμαίους λέγειν». Δεν θέλει να κατονομάσει τον Ποντίφικα που το κατήργησε, αλλά αν τελευταία απαγγέλλονταν στα Ελληνικά επί Βενεδίκτου, τότε αυτός που το κατήργησε, και υπονοείται από τα συμφραζόμενα ως Φραγκόφιλος, πρέπει να ήταν ο Νικόλαος Α' (858-867 μ.Χ.). Επειδή ήταν σύγχρονος του Φωτίου και δεδομένων των σχέσεων Παλαιάς και Νέας Ρώμης, καταλαβαίνουμε γιατί δεν τον κατονομάζει.
Καταλήγοντας θέλουμε να τονίσουμε ότι οι Επίσκοποι Ρώμης της εποχής είναι Ορθόδοξοι, παρά τις προσπάθειες να πεισθούμε για το αντίθετο. Συμμαρτυρεί σε αυτό και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ακριβής τηρητής της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής. Διαβάζουμε την προσφώνηση της επιστολής του προς τον Πάπα Λέοντα τον Γ': « Τω αγιωτάτω και κορυφαιοτάτω πατρί πατέρων Λέοντι, τω δεσπότη μου αποστολικώ Πάπα».
Άγιο και κορυφαίο σε υπερθετικό βαθμό τον αποκαλεί αυτός που δεν υποχώρησε μπροστά σε αυτοκράτορες. Και αν κάποιος επιμείνει ότι πρόκειται για επιστολιμιαία τυπολογία θα συνεχίσει αμέσως παρακάτω ο Άγιος Άνδρας: « Επειδήπερ Πέτρω τω μεγάλω δέδωκε Χριστός ο Θεός μετά τας κλεις της βασιλείας των ουρανών, και το της ποιμνιαρχίας αξίωμα, προς Πέτρον, ήτοι τον αυτού διάδοχον, ο,τι ούν καινοτομούμενον εν τη καθολική Εκκλησία παρά των αποσφαλλομένων της αληθείας, αναγκαίον αναφέρεσθαι».
Δεν τον θεωρεί απλώς Ορθόδοξο τον Λέοντα τον Γ', αλλά και αλάνθαστο κριτή κάθε καινοφανούς διδασκαλίας, όπως ήταν την εποχή το θέμα της εικονομαχίας και το filioque. Παρακάτω του αναφέρει και το θέμα της δικής του επιστολής, δηλαδή τον παράνομο γάμο του αυτοκράτορα. Στην επόμενη επιστολή του με τον ίδιο αποδέκτη, τον ευχαριστεί θερμά για την απάντηση που έλαβε ως παρηγοριά στις διώξεις του με τα εξής λόγια :
«Αλλ' αυτή μεν Χριστομιμήτως και προσηγόρευκε τους ευτελείς και ανεζωπήρωσεν ημών το πνεύμα, επέρρωσέ τε το ασθενές και εστιβάρωσε το αδρανές, οιωνεί επαλείψασα τοις υπέρ υμάς παρακλητικοίς και νουθετικοίς φθέγμασι, στήκειν τε εν τη ορθοδόξω πίστει ακλινώς μέχρι τέλους παρεγγυώσα».
Άλλη μια επιβεβαίωση της ορθής διδασκαλίας του Λέοντα, ο οποίος παρηγόρησε τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη με λόγια ικανά να τον στηρίξουν ώστε να εμμένει στις Ορθόδοξες θέσεις του εν μέσω πειρασμών, θλίψεων και διώξεων. Ο ίδιος Άγιος Ανήρ, όταν απευθύνεται στον Πασχάλιο Α' (817-824 μ.Χ.) (βιβλ. Β' επ.ΙΒ') δεν φείδεται βιβλικών χωρίων, όχι για να το αλάθητο ή το πρωτείο, αλλά την Ορθοδοξία του: «Άκουε, αποστολική κάρα, θεοπρόβλητε ποιμήν των Χριστού προβάτων, κλειδούχε της ουρανών βασιλείας, πέτρα της πίστεως, εφ' ή ωκοδόμηται η καθολική Εκκλησία. Πέτρος γαρ συ, τον Πέτρου θρόνον κοσμών και διέπων». Θέμα της επιστολής ήταν η αναζωπύρωση της εικονομαχίας και οι νέες διώξεις των Ορθοδόξων.
Και στην επόμενη (ΙΓ'): «Επεσκέψατο υμάς Ανατολή εξ ύψους, Χριστός ο Θεός ημών˙ την σην εν τη Δύσει μακαριότητα της υπ' ουρανών Εκκλησίας, επί τον αποστολικόν πρώτιστον θρόνον θέμενος. Και γαρ ήσθημεν φωτός νοερού οι εν σκότει και σκιά θανάτου ενισχημένοι της πονηράς αιρέσεως και το νέφος της αθυμίας απεθέμεθα, και προς χρηστάς ελπίδας ανενεύσαμεν μεμαθηκότες δι' ων απεστείλαμεν αδελφών ημών και συνδούλων, οια και ηλίκα πέπραχέ τε και λέλεχεν η αγία ημών κορυφαιότης˙ τους μεν αιρετικούς αποκρισαρίους ως λωποδύτας, μηδέ εις ιεράν αυτής θέαν προσηκαμένη, πόρρω δε όντας ενδίκως αποπεμψαμένη...».
Και ενώ η εικονομαχία μαίνεται, πηγάζουσα από τους αυτοκρατορικούς θρόνους Ανατολής και Δύσεως, ο καθήμενος επί του επισκοπικού θρόνου της Ρώμης στέκει: «ως αληθώς η αθόλωτος και ακαπήλευτος πηγή εξ αρχής της ορθοδοξίας». Αυτά στις αρχές του Θ' αι. Πριν κλείσουμε τα θέματα που αφορούν τον Κάρολο θα θέλαμε να σχολιάσουμε σύντομα την λεγόμενη «Καρολίγγεια Αναγέννηση». Ως τέτοια χαρακτηρίζεται η τόνωση της δημιουργικής παραγωγής, που οφείλεται στην θετική στάση της βασιλικής αυλής και στην συγκεκριμένη περίπτωση ξεκίνησε από τον Κάρολο.
Ως κύρια χαρακτηριστικά της είχε την επιμόρφωση του κλήρου, σε συνδυασμό με το προηγούμενο την δημιουργία σχολείων στις επισκοπές και τα μοναστήρια, τις Θεολογικές σπουδές, την αποκατάσταση της άσκησης των ελευθέριων τεχνών, τις οποίες ο Martianus Capella (Καρχηδόνα, 5ος αι.) απαριθμεί στο έργο του Satyrikon (De Nuptiis philologiae et Mercunii et de septem Artibus liberalibus libri novem): γραμματική, ρητορική, λογική, γεωμετρία, αριθμητική, μουσική, αστρονομία.
Αν τα παραπάνω τα επεξηγήσουμε, τότε θα δούμε την λεγόμενη «αναγέννηση» από μια διαφορετική σκοπιά. Την ποιότητα του φράγκικου κλήρου, κατώτερου και ανώτερου, την αντιληφθήκαμε παραπάνω, μέσα από τις επιστολές του Αγ. Βονιφατίου. Στις επισκοπές και τις ενορίες που οι αγράμματοι Φράγκοι αντικατέστησαν Ρωμαίους λειτουργούς, δημιουργήθηκε αυτόχρημα, ένα πνευματικό έλλειμμα, εμφανές, ίσως και σκόπιμο, αρχικά.
Ο οξυδερκής Κάρολος γρήγορα κατάλαβε, ότι τέτοιου είδους ποιμένες δεν μπορούσαν να ποιμάνουν, πολύ περισσότερο να χειραγωγήσουν το ρωμαϊκό ποίμνιό τους, ούτε να εκχριστιανίσουν παγανιστικά φύλα, με ήθη και έθιμα παρόμοια με τα δικά τους. Δανειζόμαστε την φράση του David Nicolas: «Μόνο δια μέσου του κλήρου υπήρχε ελπίδα να εκπληρωθεί το όνειρό του για μια εκχριστιανισμένη Ευρώπη».
Συνεπώς η δημιουργία σχολών εντός των επισκοπών και των μονών ήταν ενδεδειγμένη, διότι απευθύνονταν σε εκκλησιαστικούς άνδρες και διευθύνονταν από άτομα (επισκόπους, ηγουμένους) της αμέσου βασιλικής επιρροής, του αυλικού περιβάλλοντος. Η γνώση δεν ήταν στην διάθεση του λαού. Δεν έχουμε στοιχεία για το αν λειτούργησαν σχολές σε κάθε επισκοπή και μοναστήρι ή σε μερικά από αυτά. Η κορωνίδα ήταν η σχολή στην βασιλική αυλή, της οποίας προΐστατο ο Αλκουΐνος.
Όσον αφορά τις Θεολογικές σπουδές, αυτές είχαν στόχο την στήριξη και την προώθηση της Φράγκικης Θεολογίας, δηλ. της δυτικής εικονομαχίας & του fillioque αρχικά, και στην συνέχεια η παραγωγή όλων των κακοδοξιών που υποστηρίζει μέχρι σήμερα η δυτική εκκλησία. Πρώτο παράγωγο ήταν τα Libri Carolini, ο δε επόμενος αιώνας (9ος ) έδωσε πιο συστηματοποιημένα και καινοτόμα Θεολογικά έργα.
Ενώ, λοιπόν, οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν ολοκληρώσει την διατύπωση των δογμάτων μέχρι και τον Η' αι. οι Φράγκοι ξεκινούσαν τότε την δική τους καθυστερημένη και αιρετική Θεολογία. Στο θέμα των ελευθέριων τεχνών, αυτές είχαν απαγορευθεί ήδη από τα τέλη του Στ' αι. από τους Μεροβίγγειους. Επανήλθαν λόγω της προσπάθειας του Καρόλου ν' ανεβάσει το μορφωτικό επίπεδο της ιντελιγκέντσιας της αυλής και να την συνδέσει με την ύστερη αρχαιότητα.
Η συγκέντρωση στην αυλή του Καρόλου πλήθους ακαδημαϊκών είχε ως αποτέλεσμα τον άμεσο έλεγχο της πνευματικής κίνησης σε όλες τις μορφές της. Ως εκ τούτου, συμφωνούμε ότι επρόκειτο για μια «καρολίγγεια» πνευματική κίνηση. Στο σημείο αυτό θα εκφράσουμε την διαφωνία μας. Δεν υπήρξε «αναγέννηση». Θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης, πως προέκυψε ο όρος. Από δύο στοιχεία.
- Πρώτον από την υιοθέτηση της λατινικής (στην εκβαρβαρισμένη μορφή της) γλώσσας, ως επίσημης γλώσσας, αφενός του κράτους και αφετέρου της γραπτής κουλτούρας. Η λατινική δεν ήταν η μητρική γλώσσα των Γερμανών, ούτε και την μιλούσαν στην καθημερινότητά τους. Επιβλήθηκε επί Καρόλου κυρίως ως εκκλησιαστική γλώσσα.
- Δεύτερον η επιδίωξη των Φράγκων να εμφανίζονται ως συνεχιστές του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και των ακαδημαϊκών τους ως συνεχιστών του έργου των μεγάλων Ρωμαίων κλασσικών.
Έτσι, χρησιμοποιήθηκαν ψευδώνυμα όπως Φλάκκος (Οράτιος) από τον Αλκουΐνο, Στράβων από τον Βαλαφρέδο (808-849 μ.Χ. παιδαγωγός του Καρόλου του Φαλακρού και αργότερα ηγούμενος της μονής στο Reichemau). Όμως, πέρα από τους ευσεβείς πόθους και τη χρησιμοποίηση Ρωμαϊκών ψευδωνύμων, τίποτα στα έργα της εποχής δεν θυμίζει τους μεγάλους κλασσικούς και κανένα από αυτά δεν θυμίζει, ούτε μπορεί να συγκριθεί με τα έργα αυτών.
Τα αποτελέσματα είναι κωμικοτραγικά. Δανειζόμαστε από τον Le Goff: «Ο Pierre Riché αποκάλυψε ότι η Καρολίγγεια Αναγέννηση είναι η κατάληξη μιας σειράς από μικρές αναγεννήσεις οι οποίες, μετά το 680 μ.Χ. εκδηλώθηκαν στο Κορμπί, στον Αγίο Μαρτίνο της Τουρ, στο Σαιν Γκαλ, στη Φουλδα, στο Μπόμπιο, στην Υόρκη, στην Παβία και στη Ρώμη. Μας βοηθά να επαναφέρουμε την αναγέννηση που υπερεπαινέθηκε, στις πραγματικές της διαστάσεις.... Η Βασιλική Ακαδημία δεν ξεπερνά τις κοινωνικές συναναστροφές της επαρχιακής λέσχης γύρω από τον πρίγκιπα τον οποίο αρέσκονται να αποκαλούν άλλοτε Δαβίδ και άλλοτε Όμηρο».
Και συμπληρώνει ο D. Nicolas: «Πράγματι, άφθονη δημιουργική ενέργεια αναλωνόταν σε δουλοπρεπείς κολακείες.... Συγγραφείς που το υπόλοιπο έργο τους ήταν πιο εκλεπτυσμένο, όπως ο Παύλος Διάκονος και ο Αλκουΐνος, ξεπερνούν το όριο της γελοιότητας με τις χαμερπείς κολακείες τους προς τον Καρλομάγνο». Αποκορύφωμα της δουλοπρεπούς αυτής κατάστασης είναι το ποίημα του Χουκμπαλντ του Σαιν Αμάν Φαλάκρας Εγκώμιον με αποδέκτη τον Κάρολο τον Φαλακρό.
Δεν σκοπεύουμε βέβαια, να επεκταθούμε σε συστηματική σύγκριση Ρωμαϊκής και Φράγκικης κουλτούρας. Απλώς θα συμπληρώσουμε ότι ο Ρωμαϊκός γραπτός λόγος γεννήθηκε στα πλαίσια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και υπήρξε γνήσιος απόγονος του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους ήταν πια ώριμος να παίξει το υπεύθυνο ρόλο του και να κριθεί και να καταγραφεί στην ιστορία.
Αντίθετα η Φράγκικη γραμματεία γεννήθηκε και ανατράφηκε μέσα στο περιβάλλον της αυλής και αναγκαστικά αυτήν υπηρέτησε. Δεν υποτιμούμε και δεν απαξιώνουμε, ούτε λοιδορούμε την προσπάθεια μιας κοινωνίας, μιας φυλής, ενός έθνους, να αναπτυχθεί πολιτιστικά, κι ας χρησιμοποιεί δάνεια από το μεγάλο ταμείο του Ελληνορωμαϊκού πνεύματος. Το ίδιο έπραξαν όλοι οι βάρβαροι που ήρθαν σε επαφή με αυτόν τον πολιτισμό.
Δεν επιτρέπουμε, όμως, τον σφετερισμό του πολιτισμού μας από κανέναν, πολύ δε περισσότερο από πνευματικά μειράκια, που χρειάστηκαν αιώνες για ν' απογαλακτισθούν. Την εποχή αυτή είναι ορθότερο να μιλάμε για την γένεση της Φράγκικης γραμματείας και όχι για «Αναγέννηση», εφόσον η Ελληνορωμαϊκή γραμματεία δεν έσβησε, αλλά συνεχίστηκε στην Ανατολή. Η Δύση καμιά κληρονομική σχέση δεν είχε με αυτή, όσο και αν το επιθυμούσε.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου