Πολύ συχνά οι γυναίκες θεωρούν αυτονόητο και αναμενόμενο να δίνουν πολύ περισσότερα από όσα λαμβάνουν. Και το σημαντικότερο, λαμβάνουν πολύ λιγότερα από όσα χρειάζονται! Πολλές φορές μάλιστα, νιώθουνε ενοχή στο να δεχτούν να λάβουν και προτιμούν να δίνουν, και ακόμα και τις φορές που ο άλλος προσφέρεται να δώσει, βοήθεια, υποστήριξη ή ότι άλλο του βγαίνει, νιώθουμε ενοχή αν το λάβουν. Με αυτό τον τρόπο πιστεύουν, λανθασμένα, ότι συντηρείται και φροντίζεται η σχέση.
Σύμφωνα ωστόσο, με τον Dr Hellinger, Γερμανό Ψυχοθεραπευτή και συγγραφέα πολλών δημοφιλών βιβλίων για τις σχέσεις, κάθε άτομο έχει τρεις θεμελιώδεις ανάγκες όταν μπαίνει σε μια σχέση.
1. Την ανάγκη του Ανήκειν.
2. Την ανάγκη της εξομάλυνσης του Δίνω και Παίρνω.
3. Την ανάγκη για κάποια τάξη και προβλεψιμότητα.
Οι σχέσεις μας κρίνονται ως επιτυχημένες όταν είμαστε ικανοί να καλύψουμε αυτές τις ανάγκες μας μέσα από αυτές.
Θα εξετάσουμε ιδιαίτερα τη δεύτερη ανάγκη, την ανάγκη της εξομάλυνσης του Δίνω και Παίρνω, καθώς συχνά την εμποδίζουμε εμείς.
Όπως αναφέρεται, κάθε φορά που δίνουμε σε μια σχέση, νιώθουμε Δικαιούχοι. Και κάθε φορά που παίρνουμε, νιώθουμε Υποχρεωμένοι. Η ισορροπία της σχέσης, η Συμμετρία της όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, υπηρετείται μόνο όταν ο Δέκτης και ο Δότης έχουν δώσει και έχουν πάρει ισομερώς. Μόνο τότε τα δύο μέλη της σχέσης γνωρίζουν πραγματικά την ηρεμία. Κάθε φορά που παίρνουμε , κατά κάποιο τρόπο χάνουμε την αθωότητα μας. Νιώθουμε ευάλωτοι και υποχρεωμένοι στον Δότη. Το Παίρνω αποτελεί μια μορφή Ενοχής. Ενώ όταν δίνουμε κάτι πίσω σε ανταλλαγή, ίσως λίγο μεγαλύτερο από αυτό που πήραμε, βιώνουμε πάλι την αθωότητα μας.
Όταν δίνουμε άνισα στον άλλον, αναπτύσσεται όλο και περισσότερο μέσα του η τοξική αίσθηση της Ενοχής, σε βαθμό που κάποια στιγμή γίνεται δυσβάσταχτη και προκαλεί δυσάρεστες αντιδράσεις. Και μάλιστα, όχι από αυτόν που έδωσε τα περισσότερα, αλλά από εκείνον που τα έλαβε! Μια τέτοια έλλειψη «συμμετρίας» μπορεί συχνά να οδηγήσει ακόμα και σε ρήξη της σχέσης. Σαν αποτέλεσμα βλέπουμε να χαλάνε οι σχέσεις και οι γυναίκες να μένουν απογοητευμένες, νιώθοντας ότι «οι θυσίες» τους δεν εκτιμήθηκαν.
Επιτρέψτε στον εαυτό σας να πάρει αυτά που χρειάζεται. Ζητείστε τα αν χρειαστεί. Με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείτε την συμμετρία και την αρμονία μέσα στη σχέση και αυξάνετε την αγάπη και την οικειότητα.
Αλλά και η αγάπη εμποδίζει την ισορροπία. Όταν κάποιος κάνει κάτι, που προκαλεί πόνο ή πληγώνει τον άλλο, τότε το πληγωμένο πρόσωπο πρέπει να δώσει πίσω κάτι, που να προκαλεί έναν παρεμφερή πόνο ή δυσκολία, προκειμένου να διατηρήσει μια ισορροπία στο πάρε-δώσε –με έναν τρόπο όμως που να μην καταστρέφει την αγάπη. Το πάρε – δώσε στις οικείες σχέσεις ρυθμίζεται από μιαν αμοιβαία ανάγκη για ισορροπία, αλλά καμμιά συναλλαγή μεστή νοήματος δεν αναπτύσσεται μεταξύ συντρόφων, χωρίς την προθυμία και των δύο να βιώσουν περιοδική ανισορροπία.
Μοιάζει με το περπάτημα – μένουμε ακίνητοι, όταν διατηρούμε τη στατική ισορροπία, ενώ πέφτουμε και παραμένουμε ξαπλωμένοι κάτω, όταν χάσουμε εντελώς την κινητικότητά μας.
Όμως, με το να χάνουμε ρυθμικά την ισορροπία μας και να την ξανακερδίζουμε, προχωράμε μπροστά. Μόλις επιτευχθεί ισορροπία, η σχέση μπορεί είτε να τελειώσει είτε να ανανεωθεί μέσα από καινούργιο πάρε – δώσε.
Οι σύντροφοι στις σχέσεις οικειότητας είναι ισότιμοι – παρόλο που είναι διαφορετικοί- στη συναλλαγή τους και η αγάπη τους επιτυγχάνει και συνεχίζεται, όταν το παίρνω-δίνω τους ισορροπεί τόσο στο αρνητικό, όσο και στο θετικό.
Όταν ο ένας παίρνει χωρίς να δίνει, ο άλλος σύντομα χάνει την επιθυμία να δώσει παραπάνω. Όταν ο ένας δίνει χωρίς να παίρνει, ο άλλος σύντομα δεν θέλει να πάρει άλλο.
Οι σχέσεις συντροφικότητας επίσης τελειώνουν, όταν ο ένας δίνει περισσότερο από ό,τι ο άλλος είναι ικανός ή πρόθυμος να ανταποδώσει.
Η αγάπη περιορίζει το δόσιμο ανάλογα με την ικανότητα του δέκτη να πάρει, ακριβώς όπως περιορίζει το δέχεσθαι ανάλογα με την ικανότητα του δότη να δώσει.
Αυτό σημαίνει ότι η ανάγκη για μια ισορροπία του δούναι και λαβείν μεταξύ των συντρόφων αυτόματα περιορίζει την αγάπη και τη συντροφικότητά τους. Με τον τρόπο αυτό, η ανάγκη μας για ισορροπία εμποδίζει και περιορίζει την αγάπη.
Αλλά και η αγάπη εμποδίζει την ισορροπία. Όταν κάποιος κάνει κάτι, που προκαλεί πόνο ή πληγώνει τον άλλο, τότε το πληγωμένο πρόσωπο πρέπει να δώσει πίσω κάτι, που να προκαλεί έναν παρεμφερή πόνο ή δυσκολία, προκειμένου να διατηρήσει μια ισορροπία στο πάρε-δώσε –με έναν τρόπο όμως που να μην καταστρέφει την αγάπη.
Όταν το πληγωμένο πρόσωπο νοιώθει πολύ ανώτερο για να καταδεχτεί την κατάλληλη ανταπόδοση που απαιτεί η αγάπη, τότε η ισορροπία καθίσταται ανέφικτη και η σχέση τίθεται σε κίνδυνο.
Για παράδειγμα, μια από τις δύσκολες καταστάσεις, που μπορεί ν’ αντιμετωπίσουν δύο σύντροφοι, προκύπτει, όταν ο ένας από τους δύο έχει ένα δεσμό.
Η συμφιλίωση είναι αδύνατη ύστερα από έναν τέτοιο δεσμό, αν ο ένας σύντροφος πεισματικά κλίνει προς την αθωότητα πολώνοντας την ενοχή και την αθωότητα.
Από την άλλη μεριά, αν ο πληγωμένος σύντροφος είναι πρόθυμος να γίνει κι εκείνος ένοχος, με το να επιστρέψει μια μερίδα πόνου, τότε είναι πιθανό να ανασυντάξουν τη σχέση τους.
Αν όμως το πληγωμένο πρόσωπο αγαπά τον σύντροφό του και επιθυμεί να συνεχιστεί η σχέση, ο πόνος που επιστρέφεται δεν πρέπει να είναι της ίδιας ακριβώς ποσότητας μ’ εκείνον που έλαβε, γιατί τότε δεν θα παραμείνει κάποια ανισότητα, για να τους κρατήσει μαζί. Ούτε πρέπει να είναι μεγαλύτερος, επειδή τότε εκείνος που έκανε αρχικά κακό τραυματίζεται και νοιώθει δικαιολογημένος να ψάξει για αντίποινα, ενώ ο κύκλος του πόνου κλιμακώνεται.
Ο πόνος που επιστρέφεται πρέπει να είναι λίγο λιγότερος από εκείνον που αρχικά δόθηκε.
Τότε και η αγάπη και η αίσθηση του δικαίου φτάνουν το σκοπό τους, ενώ η συναλλαγή μπορεί να ανακεφαλαιωθεί και να συνεχιστεί. Με τον τρόπο αυτό, η αγάπη περιορίζει την ανισορροπία.
Μερικοί άνθρωποι δυσφορούν όταν διαπιστώνουν πως, σε τέτοιες περιπτώσεις, η συμφιλίωση που επιτρέπει στην αγάπη να ρέει άφθονα δεν είναι δυνατή, αν δεν γίνει ένοχη η αθώα πλευρά με το να ζητήσει μια δίκαια ανταμοιβή.
Εντούτοις, όπως αναγνωρίζουμε το δέντρο από τους καρπούς του, δεν χρειάζεται παρά μόνο να συγκρίνουμε τους συντρόφους που εφαρμόζουν τη μια προσέγγιση με εκείνα που αφήνουν τον άλλο να καταλάβει και να αναγνωρίσει τι είναι πραγματικά καλό και τι κακό για την συντροφική σχέση και την αγάπη.
Συμβαίνει μερικές φορές οι άνθρωποι να προκαλούν ο ένας στον άλλον ολοένα και μεγαλύτερο πόνο και να συμπεριφέρονται σα να ήταν καλό, αυτό ακριβώς που τραυματίζει την αγάπη τους.
Τότε η ανταλλαγή τους στο αρνητικό επίπεδο αυξάνεται και η ανταλλαγή αυτή τους δένει σφικτά τον έναν πάνω στον άλλον μέσα στη δυστυχία τους.
Διατηρούν μιαν ισορροπία του δούναι και λαβείν, όχι όμως της αγάπης.
Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει την ποιότητα μιας σχέσης από τον όγκο του δούναι και λαβείν, καθώς και από το αν η ισορροπία επιτυγχάνεται συνήθως στο καλό ή στο αρνητικό.
Αυτό επίσης δείχνει πως μπορούμε να ανατάξουμε μιαν εξασθενημένη σχέση και να την κάνουμε ικανοποιητική. Οι σύντροφοι μετακινούνται από την ανταλλαγή του πόνου στην ανταλλαγή του καλού, την ενισχύουν και την αυξάνουν με αγάπη.
Κάθε φορά που η αθώα πλευρά συνεχίζει να υποφέρει, παρά τα περιθώρια ανάλογης δράσης που της προσφέρονται, συνήθως ακολουθούν περισσότερα αθώα θύματα και περισσότεροι ένοχοι θύτες.
Η πεποίθηση, ότι αποφεύγουμε να συμμετάσχουμε στο κακό με το να εμμείνουμε στην αθωότητα, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Αντίθετα θα ‘πρεπε να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αντιμετωπίσουμε την αδικία –ακόμη κι αν χρειαστεί να κάνουμε κακό κι εμείς οι ίδιοι.
Αν ο ένας από τους συντρόφους επιμένει σε κάποιο μονοπώλιο αθωότητας, δεν υπάρχει τέλος στην ενοχή του άλλου και η αγάπη τους μαραίνεται.
Εκείνοι που αγνοούν ή υποτάσσονται παθητικά στο κακό, όχι μόνο αποτυγχάνουν να διατηρήσουν την αθωότητά τους, αλλά εξυφαίνουν την αδικία. Η αγάπη απαιτεί το κουράγιο να γίνεσαι ένοχος, εκεί που χρειάζεται.
Πρώιμη συγχώρεση
Η πρώιμη συγχώρεση παρεμποδίζει εξίσου και το δημιουργικό διάλογο, όταν καλύπτει ή αναβάλλει μια σύγκρουση και αφήνει άλλα μέλη της οικογένειας να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες.
Αυτό είναι ιδιαιτέρως καταστροφικό, όταν αυτός που έχει υποστεί κάποια βλάβη προσπαθεί να απελευθερώσει το δράστη από την ενοχή του, σα να ενέπιπτε αυτό στη δικαιοδοσία των θυμάτων.
Αν η συμφιλίωση είναι επιθυμητή, τότε εκείνος που υπέστη τη βλάβη όχι μόνον έχει το δικαίωμα να απαιτήσει επανόρθωση και εξιλέωση, αλλά έχει και την υποχρέωση να το κάνει.
Παράλληλα, ο δράστης όχι μόνον έχει την υποχρέωση να αναλάβει τις συνέπειες των πράξεών του, αλλά και το δικαίωμα να το κάνει.
Η αγάπη υπηρετείται καλά, όταν οι απαιτήσεις του θύματος για επανόρθωση παραμένουν σεβαστές.
Συγχώρεση και συμφιλίωση
Η πραγματικά θεραπευτική συγχώρεση συντηρεί την αξιοπρέπεια του ένοχου προσώπου, όπως και αυτήν του θύματος.
Αυτού του είδους η συγχώρεση απαιτεί να μην πηγαίνουν στα άκρα τα θύματα σε σχέση με αυτά που απαιτούν, καθώς και να αποδέχονται τη σωστή αποζημίωση και επανόρθωση από την πλευρά του θύτη. Χωρίς συγχώρεση, που αναγνωρίζει την ειλικρινή μεταμέλεια και δέχεται την κατάλληλη επανόρθωση, δεν υπάρχει συμφιλίωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου