Η αναζήτηση του εαυτού υπήρξε μια από τις προτεραιότητες όχι μόνο του Ελληνικού νόος αλλά και άλλων (π.χ. Ινδία, Κίνα κ.ά.). Στον Ηράκλειτο («εδιζησάμην εμαυτόν») αλλά και στην προμετωπίδα των Δελφών («γνώθι σαυτόν») εκδηλώνεται με σαφήνεια η συγκεκριμένη τάση. Η ιδιαιτερότητα της Ελληνικής περίπτωσης βρίσκεται, στο ότι η αναζήτηση του εαυτού διεξάγεται κατ? εξοχήν με επιστημονικό σκεπτικό και μεθοδολογία και δεν βασίζεται σε απλά εμπειρικά, σε μυστικιστικά, ή σε διαισθητικά κριτήρια.
Τα κυρίαρχα ρεύματα της φιλοσοφίας της Ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής Περιόδου (Επικουρισμός, Στωικισμός, ακόμα και ο προγενέστερός τους και λιγότερο συστηματικός, Κυνισμός) τόνισαν ακόμα περισσότερο αυτή την πλευρά της Ελληνικής Σκέψης. Γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν ως ψυχολογικές αντιδράσεις απέναντι στον πολιτισμικό κλονισμό, που επήλθε με την αποδυνάμωση των πόλεων ως πολιτικών κοινοτήτων, λόγω της ισχυροποίησης των αυτοκρατοριών. Τα προαναφερθέντα φιλοσοφικά ρεύματα(1) επεξεργάστηκαν τα νέα δεδομένα της κοινωνικής ζωής και επαναπροσδιόρισαν τους στόχους, που κατά την άποψή τους, όφειλε να θέσει όποιος επιθυμούσε να διατηρήσει την ψυχική του ισορροπία σε ένα κοσμοπολιτικό περιβάλλον.
Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος τα υπό εξέταση φιλοσοφικά ρεύματα ως προδρομικά της Επιστήμης της Ψυχολογίας. Κατά τη γνώμη του γράφοντος είναι κάτι πολύ περισσότερο, ακόμα και από την ίδια την σύγχρονη Ψυχολογία. Διότι πριν ασχοληθούν με την ψυχική θεραπεία τα φιλοσοφικά ρεύματα, που εξετάζονται, υποχρεώθηκαν να δομήσουν το καθένα μια θεωρία της ψυχής (Ψυχολογία) και μια θεωρία του Κόσμου (Κοσμολογία). Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε ένα πεδίο ενοποιημένων γνωστικών τομέων, στο οποίο η ψυχοθεραπευτική αναζήτηση μπορεί να αποτέλεσε την αιτία της δημιουργίας του, αλλά το τελικό αποτέλεσμα αφορά σε επιστημολογικώς ολοκληρωμένα κοσμοσυστήματα, τα οποία πραγματοποίησαν μια ολιστική θεώρηση του ανθρώπου και της ζωής.
Από τον Κόσμο στην Ψυχή
Ο Επικουρισμός και ο Στωικισμός συνέχισαν να καλλιεργούν και το κοσμολογικό («προσωκρατικό») μέρος της Φιλοσοφίας. Η αναζήτηση του εαυτού διεξήχθη με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο σε συνάρτηση με την ατομική ή την κοινωνική του διάσταση, αλλά και με τη Φύση και τον Κόσμο.
Σε σχέση με τον αόριστο στόχο της σύγχρονης Ψυχοθεραπευτικής, ο οποίος είναι κατά κανόνα το «να νιώθει καλά» ο πελάτης, φιλοσοφίες όπως ο Επικουρισμός, ο Στωικισμός και ο Κυνισμός αναζήτησαν την ψυχική αταραξία, όχι με την έννοια της αναισθησίας -όπως συχνά παρερμηνεύεται- απέναντι στα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά με την έννοια της ισχυροποίησης του εαυτού ως «βράχου που, αν και τον σκεπάζουν κάποιες φορές τα κύματα, αυτός μένει ακλόνητος στη θέση του»(2). Το ιδεώδες ενός εαυτού-βράχου απαίτησε το ρίζωμά του με χρήση στοιχείων από την Κοσμολογία. Π.χ. ο Επικουρισμός υιοθέτησε με κάποιες διαφοροποιήσεις την δημοκρίτεια Ατομική Θεωρία, την οποία επεξέτεινε και στα της ψυχής, ενώ ο Στωικισμός ανέπτυξε μια εξ ίσου επιστημονική κοσμολογική υπόθεση βασισμένη σε μια ερμηνευτική διεύρυνση της έννοιας τού ηρακλείτιου πυρός.
Στη συνέχεια ακολουθεί η δημιουργία της καθ? αυτό Ψυχικής Θεωρίας. Π.χ. ο Στωικισμός, θεωρώντας την ψυχή ενιαία (και μή αποδεχόμενος την πλατωνική διάκριση των μερών της σε επιθυμητικό, λογιστικό και θυμοειδές), προχώρησε σε μια λεπτομερή και γνησίως επιστημονική ανάλυση των λειτουργιών της. Το επόμενο βήμα είναι η δημιουργία μιας Θεωρίας της Γνώσης (Γνωσιολογία). Τόσο από τον Επικουρισμό, όσο και από τον Στωικισμό, διερευνώνται ο τρόπος σχηματισμού των παραστάσεων και της γνώσης (π.χ. εμπειρία, αίσθηση), ο σχηματισμός των πεποιθήσεων, ο σχηματισμός και η λειτουργία της γλώσσας.
Κατά τους παραπάνω τρόπους αναζητώνται τα πρωταρχικά σημεία αναφοράς και οι κατευθυντήριες γραμμές τής ανθρώπινης ψυχής, κατ? αρχήν στον περιβάλλοντα Κόσμο, στο κατά φύσιν. Η σύγχρονη Ψυχολογία παρουσιάζει μια δυσκολία στον προσδιορισμό του κατά φύσιν, αφού στηρίζεται υπερβολικά σε στατιστικά στοιχεία και εκφράζεται με όρους απόκλισης από έναν στατιστικό μέσο όρο(3).
Το θέμα εδώ δεν είναι το εάν οι κοσμολογικές αντιλήψεις των Επικουρείων, ή των Στωικών και οι απορρέουσες θεωρίες περί Ψυχής είναι «σωστές», αλλά το επιστημονικό πνεύμα, από το οποίο διαπνέεται το όλο εγχείρημα: οι ψυχικές λειτουργίες πρέπει να εξετασθούν και να κατανοηθούν κατ? αρχήν στη συνάφειά τους με τις πρωτογενείς Κοσμικές-φυσικές.
Από την Ψυχή στην ευδαιμονία: Ο σχηματισμός της Ηθικής Θεωρίας
Τα παραπάνω θεωρητικά βήματα ήταν αναγκαία για τον σχηματισμό μιας στέρεας Ηθικής Θεωρίας. Πρέπει απαραιτήτως να επισημανθεί, ότι για τους αρχαίους η ηθική αφορά στη μελέτη του χαρακτήρα (στα Αρχαία Ελληνικά η λέξη «ήθος» σημαίνει τον χαρακτήρα) και δεν έχει να κάνει με μια απλοϊκή δέσμη ηθικολογικών παραινέσεων. Τόσο για τον Αριστοτέλη, όσο και για τους Επικούρειους, τους Στωικούς και τους Κυνικούς το ερώτημα μιας Ηθικής Θεωρίας δεν είναι απλώς το «ποιές πρέπει να είναι οι πράξεις μου;» αλλά «τί άνθρωπος πρέπει να είμαι;»(4). Η Ηθική Θεωρία είναι, λοιπόν, μια θεωρία του χαρακτήρα.
Η ψυχική υγεία γίνεται αντιληπτή ως ευδαιμονία: ευ+δαίμων, όπου «δαίμων» είναι η ψυχή και «ευ» η καλή ποιοτική ή ποσοτική κατάσταση, η πληρότητα. Ευδαιμονία είναι η ψυχική πληρότητα, η οποία εξαρτάται κυρίως από εμάς και δεν έχει σχέση με την ευτυχία, η οποία, όπως λέει η λέξη, είναι ζήτημα τύχης. Η ευδαιμονία έχει σαν αναγκαία συνθήκη την ψυχική αταραξία, όχι με την έννοια της μακαριότητας της ανατολικής νιρβάνα. αλλά με την έννοια της σταθερότητας απέναντι στις δυσκολίες του βίου.
Η παθολογία της ψυχής, ακόμα και των εγκληματιών, αναλύεται με τρόπο ψυχρά επιστημονικό χωρίς συγκινησιακά φορτισμένους ηθικολογικούς όρους, αλλά ταυτοχρόνως με εμφανή ανθρωπιστική διάθεση (κάτι που δεν είναι εμφανές ή λείπει από την σύγχρονη Ψυχολογία). Το ζητούμενο είναι ένας άνθρωπος, που θα διατηρεί εντός του την βαθύτερη μακροσκοπική γνώση και την ουσία (όχι απλώς τη «χαρά») της ζωής χωρίς «έσωθεν επιστεναγμούς»(5) ή χαζοχαρούμενες εξάρσεις.
Οι ανθρώπινες ανάγκες, οι επιθυμίες, οι ανασφάλειες, οι φόβοι, οι προσδοκίες, προσδιορίζονται, ταξινομούνται, συσχετίζονται και η αιτιότητά τους αναλύεται με γνησίως επιστημονική ακρίβεια. Η αντιμετώπισή τους δημιουργεί ένα ευρύ και εσωτερικά συνεπές θεραπευτικό πλαίσιο, του οποίου οι πρακτικές απολήξεις είναι αναρίθμητες και εκ των πραγμάτων αδύνατο να εξαντληθούν εδώ. Θα περιοριστούμε σε μερικά ενδεικτικά παραδείγματα.
Ο δρόμος των «πολλών» απορρίπτεται και ενθαρρύνεται η εξεύρεση του προσωπικού(6). Η ευδαιμονία είναι στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της προσωπική υπόθεση. Η εκλεκτική κοινωνική ζωή εξυμνείται, μέσα από τα εγκώμια του επικουρισμού προς την φιλία και ανάγεται σε προϋπόθεση μιας ολοκληρωμένης ύπαρξης(7).
Ο σοφός (προσωπικός;) άνθρωπος έχει μάθει να αυτοκατευθύνεται και κατά συνέπεια έχει ελαχιστοποιήσει την αιφνιδιαστική επίδραση του τυχαίου παράγοντα στη ζωή του(8). Τουλάχιστον για τον Στωικισμό, τα πάθη και τα συναισθήματα αποτελούν έλλογες κρίσεις: π.χ. αν λυπόμαστε, ή χαιρόμαστε για κάτι είναι επειδή έχουμε κρίνει, ότι αυτό πρέπει να νιώθουμε. Κατά τον ίδιο τρόπο απορρίπτεται η καταφυγή σε δικαιολογίες: π.χ. η οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών είναι προϊόν έλλογης κρίσης, η οποία σχηματίστηκε λίγο πριν το πρώτο ποτήρι. Από εκεί και πέρα, η οποιαδήποτε συνέπεια προκύψει δεν μπορεί να αποδοθεί σε «πάθος» για το ποτό, σε «αμέλεια», ούτε ο καταναλώσας το αλκοόλ να αποκτήσει το ελαφρυντικό της «έλλειψης πρόθεσης». Εδώ βρίσκεται και το απελευθερωτικό μήνυμα της Φιλοσοφίας: Αποκαθιστά τον άνθρωπο ως ένα ον απολύτως έλλογο και υπεύθυνο για τις πράξεις του.
Τα ωραιότερα και πολυτιμότερα πράγματα στη ζωή είναι αυτά, τα οποία συνήθως προσπερνούμε και για τα οποία δεν χρειάζεται να κοπιάσει κανείς πολύ: με ελάχιστα πράγματα μπορούμε να συναγωνιστούμε σε ευδαιμονία ακόμα και τα κατ? εξοχήν ευδαίμονα όντα, τους ίδιους τους θεούς(9). Βέβαια «και η λιτότητα έχει τα όριά της: όποιος το παραβλέπει αυτό παθαίνει κάτι αντίστοιχο με εκείνον, που δεν βάζει φραγμό στις επιθυμίες του»(10). Μπορεί κάποιος να μας κάνει τη ζωή δύσκολη, να μας βασανίσει, ή και να μας σκοτώσει, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί όμως να μας βλάψει πραγματικά(5).
Η αφοβία απέναντι στο κατ? εξοχήν αμετάκλητο και αναπόφευκτο γεγονός, το θάνατο, εκφράζεται με μια ποικιλία τρόπων από την κατά μέτωπο λογική αντιμετώπισή του μέχρι την απροκάλυπτη κοροϊδία του: Για τους Επικούρειους ο θάνατος είναι κάτι, που δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος για να μας απασχολεί, αφού όταν είναι αυτός παρών δεν είμαστε παρόντες εμείς και αντιστρόφως(11), ενώ ο Κυνικός, συνεπής στο εθιμικά θρασύτατο -και «μαύρο»- χιούμορ της «Σχολής» του, θα ζητήσει να τον θάψουν κάθετα, με το κεφάλι προς τα κάτω γιατί? σύντομα θα έρθουν τα πάνω-κάτω και όταν συμβεί αυτό, θα ήθελε να βρεθεί πάλι όρθιος(12).
Και η σχέση ατόμου και κοινωνίας, η οποία διαμεσολαβείται σε μέγιστο βαθμό από την πολιτική; Ας μην ξεχνάμε ότι ο πολιτικός μαρασμός των πόλεων είχε σαν ψυχολογική συνέπεια γενικευμένα αισθήματα αβεβαιότητας και αποξένωσης, αρκετά όμοια με τα σημερινά. Τα φιλοσοφικά ρεύματα εκείνης της περιόδου σχηματίστηκαν ακριβώς για να αντιμετωπίσουν τη νεοδιαμορφωθείσα καθημερινή συλλογική ψυχική κατάσταση. Ειδικά η πολιτική είχε εκπέσει από την αυθεντική της έννοια, ως δηλαδή τέχνη της διοίκησης μιας κοινωνίας ή ως ενασχόληση με τα κοινά, σε δραστηριότητα, που αποσκοπεί στον εξουσιασμό -ακόμα και για το «καλό»- μιας κοινωνίας.
Ο στωικά σκεπτόμενος, όσο αφελές κι αν θεωρείται, μπορεί να ασχοληθεί με την πολιτική, αν πιστεύει, ότι με αυτόν τον τρόπο θα έχει αποτελέσματα. Αλλά και η επικούρεια αποχή από την πολιτική είναι απόλυτα δικαιολογημένη λόγω της ψυχικής υποβάθμισης και ταραχής, που μπορεί να προκαλέσει η συναναστροφή με εξουσιομανείς, διεφθαρμένους και, γενικώς, αχρείους. Ακόμα και η αποστροφή για την πολιτική και η πλήρης απόρριψή της είναι αποδεκτή: Ο κυνικός δεν θα νιώσει καθόλου κολακευμένος από τους βασιλίσκους, οι οποίοι στήθηκαν όλο περιέργεια αλλά και οίηση και μπροστά στο πιθάρι του. Θα τους υποδείξει να του «αδειάζουν» τη γωνιά και να μήν του κρύβουν τον Ήλιο. Στην περίπτωση, που αυτοί επιμείνουν να τον προκαλούν, θα τους υποβάλλει σε ένα λεπτό αλλά, άγριο φιλοσοφικό «δούλεμα» και θα καταδείξει αυτό, που οι υπήκοοι αρνούνται να αντικρύσουν κατάματα: ότι ο βασιλιάς τους είναι σαν κι αυτούς, φιλοσοφικά και ψυχικά ανεπαρκής, «γυμνός» και ακατάλληλος να διοικήσει(13).
Η επανακάλυψη της ψυχοθεραπευτικής δύναμης της Φιλοσοφίας
Παρά τον τιτάνιο αγώνα του Επικουρισμού, του Στωικισμού και του Κυνισμού, για να απελευθερώσουν την ανθρώπινη ψυχή από ο,τιδήποτε μπορεί να την κατατρέχει, η μεγαλοπολιτική ψυχασθένεια αναδείχτηκε, ως γνωστόν, νικήτρια υπό το προσωπείο του Xριστιανισμού. Οι άνθρωποι καταβλήθηκαν τελικά από τις φοβίες τους μπροστά στο εγκόσμιο και «υπερκόσμιο» άγνωστο και τράπηκαν σε φυγή από τις εξουσίες, που τα χειρίζονται. Παραιτήθηκαν έτσι από την αναζήτηση του Εαυτού.
Ο φιλοσοφικός ανθρωπισμός τίμησε τον άνθρωπο καθιστώντας τον αποκλειστικά υπεύθυνο για τις επιλογές του. Ο χριστιανισμός τον ξαναέκανε ανεύθυνο και αδύναμο, υποβιβάζοντας την ηθική, από επιστήμη του χαρακτήρα σε γελοία φοβική ηθικολογία και εισηγούμενος την επαίσχυντη έννοια της Συγχώρεσης. Στο εξής μπορεί ο οποιοσδήποτε να διαπράξει τα ειδεχθέστερα εγκλήματα και, αν προσκομίσει μια απλή δήλωση μετανοίας, να πάρει απαλλαγή. Μάλιστα η μετάνοια αυτή δεν έχει ισχύ μόνο στο μεταφυσικό επίπεδο κάποιας δήθεν μεταθανάτιας αξιολόγησης του εγκληματία αλλά, λαμβάνεται σοβαρά υπ? όψιν και στη δικονομία ως «ειλικρινής μεταμέλεια» και φυσικά προσμετράται ως ελαφρυντική της ποινής.
Είναι φανερό ότι ο Χριστιανισμός εξάπτει την ανευθυνότητα, την ασυδοσία και την εγκληματικότητα. Οι εγκληματογόνες ψυχασθένειες που επωάστηκαν και εκδηλώθηκαν με την επικράτηση του Xριστιανισμού δεν έχουν το προηγούμενό τους στην ανθρώπινη ιστορία, ούτε σε είδος, ούτε σε ποσότητα.
Σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο -όχι απαραίτητα «ασθενείς»- επισκέπτονται τακτικά κάποιον επιστήμονα ψυχοθεραπευτή. Το να παραδεχτεί κάποιος ότι χρειάζεται τέτοιου είδους βοήθεια είναι ασφαλώς μια γενναία παραδοχή. Είναι όμως αρκετό;
Η σύγχρονη ψυχοθεραπεία αναλαμβάνει άτομα, που αντιλαμβάνονται, ότι έχουν κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα, το οποίο τα εμποδίζει να ζουν, όπως θα επιθυμούσαν και προσπαθεί με μια τεχνητή ψευδοτόνωση («ντοπάρισμα») να τα επανεντάξει στην εξ? ορισμού μή υγιή κοινωνία (αφού τα ατομικά ψυχολογικά προβλήματα, όταν αποκτούν εκτεταμένο χαρακτήρα, όπως σήμερα, δεν μπορεί παρά να αντανακλούν κάποια γενικευμένη κοινωνική παθογένεια). Πρόκειται για «θεραπεία» συμπτωμάτων και όχι τoυ ίδιου του γενικευμένου προβλήματος στην επιμέρους ατομική διάστασή του. Το ντοπάρισμα αυτό συνίσταται σε μια περιπτωσιακή -και μάλλον απλουστευτική- εξέταση της ορθότητας των πράξεων, ή των πρακτικών του θεραπευόμενου, σε σχέση με το κατά πόσον «νιώθει καλά» με αυτές.
Η εξέταση αυτή σχεδόν ποτέ δεν ανάγεται σε κάποιον ευρύτερο ηθικό (=χαρακτηρολογικό) στόχο. Αντ? αυτού επιδιώκεται η κατάρτιση ενός απλοϊκού «μπούσουλα» αντιδράσεων και συμπεριφοράς. Η ύπαρξη του «μπούσουλα» είναι συνήθως εμφανής στη συμπεριφορά ατόμων, που έχουν ακολουθήσει μια σύγχρονη ψυχοθεραπευτική αγωγή: στις συναναστροφές τους φαίνονται να μικροσκοπούν («ψειρίζουν») συνεχώς τον απέναντί τους, είναι επιφυλακτικά σε βαθμό καχυποψίας, ή και φοβίας και φαίνεται να μην έχουν πηγαιότητα και αυθορμητισμό. Το ντοπάρισμα ολοκληρώνεται με το χτίσιμο ενός επιφανειακού αισθήματος αυτοπεποίθησης (στο κάτω-κάτω γι? αυτήν πληρώνει ο πελάτης), η σαθρότητα της οποίας συχνά διαπιστώνεται λίγον καιρό μετά την «επανένταξη». Έτσι δεν είναι λίγοι αυτοί, που επιστρέφουν ξανά για νέο κύκλο θεραπείας δηλ. για μια νέα «δόση». Δεν γίνεται εργασία σε βάθος, και δεν επιδιώκεται η θεμελίωση αληθινά ισχυρών χαρακτήρων (π.χ. σαν αυτόν που ο Επίκουρος προσδιορίζει ως «ψυχικά αυτάρκη»).
Σε αυτή την κατάσταση συντείνει και η πελατειακή σχέση ψυχοθεραπευτή και θεραπευόμενου. Ο τελευταίος θέλει να δει γρήγορη βελτίωση και τα λεφτά του να «πιάσουν» τόπο. Είναι αλήθεια, ότι η σύγχρονη Ψυχοθεραπεία υπόκειται κι αυτή στους νόμους της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής: η δημιουργία των υπηρεσιών-προϊόντων της χαρακτηρίζεται από ταχύτητα και προχειρότητα. Από την άλλη η μακρόχρονη παραμονή σε καθεστώς τέτοιας θεραπείας δημιουργεί ως έναν βαθμό εξάρτηση του θεραπευόμενου από τον θεραπευτή. (Υπάρχει ωστόσο και μια τάση της σύγχρονης ψυχοθεραπευτικής, η οποία καταφεύγει στη συνδρομή της Φιλοσοφίας, βλ. λ.χ. βιβλία, όπως το «Πλάτωνας όχι πρόζακ» του Λου Μαρίνοφ ή διαλέξεις, που δίνονται σε στελέχη επιχειρήσεων με θέμα τον Αριστοτέλη κ.λπ.. Η προσέγγιση όμως που γίνεται στη Φιλοσοφία δυστυχώς δεν ξεφεύγει από τα επιφανειακά και αποσπασματικά πλαίσια, που επισημάναμε πιο πάνω: Η Φιλοσοφία χρησιμοποιείται σαν ένα περιπτωσιολογικό συμπεριφορικό δεκανίκι και μάλιστα η βαθύτερη γνώση της δεν θεωρείται αναγκαία στον θεραπευόμενο).
Έχοντας πιάσει εξ αρχής τον ταύρο από τα κέρατα, η Φιλοσοφία δεν μένει ούτε χάνεται στην περιπτωσιολογία των πράξεων αρκούμενη σε μια προσωρινή, «τοπική» θεραπεία. Δεν κινείται δηλ. στα τυφλά αλλά, αξιολογεί τις πράξεις και την γενικότερη πρακτική του θεραπευόμενου ως προς τον εξ? αρχής γνωστοποιημένο και προβαλλόμενο στόχο της: την αναζήτηση της ψυχικής αυτάρκειας και πληρότητας, ο οποίος αποτελεί ένα γοητευτικότατο δέλεαρ. Στην Αρχαιότητα η Φιλοσοφία προσείλκυε και άλλαζε με αυτόν τον τρόπο χιλιάδες ανθρώπους. Ο εισερχόμενος σε έναν αρχαίο φιλοσοφικό όμιλο γνώριζε από την αρχή, ότι πήγαινε εκεί, για να διαμορφώσει προς μια απολύτως συγκεκριμένη κατεύθυνση τον εαυτό του. Αυτή είναι μια τεράστια ποιοτική διαφορά σε σχέση με τον σημερινό επισκέπτη κάποιου ψυχοθεραπευτή, ο οποίος δεν γνωρίζει, όχι πού κατευθύνεται, αλλά ίσως ούτε καν το πώς και το αν θα κατευθυνθεί κάπου. Υπό την έννοια της σύγκρισης των στόχων τους, η φιλοσοφική Ψυχοθεραπεία, όχι μόνο δεν αποτελεί πρώιμη μορφή της σύγχρονης, αλλά αντιθέτως η σύγχρονη Ψυχοθεραπεία υπολείπεται κατά πολύ της φιλοσοφικής.
Ο Επικουρισμός και ο Στωικισμός διατηρούν στην εποχή μας την πρωτοτυπία και την επικαιρότητά τους, αφού οι συνθήκες, που οδήγησαν στη γέννησή τους μοιάζουν κατά πολλούς τρόπους με τις σημερινές. Η πληθώρα των σύγχρονων εκδόσεων σχετικών επιστημονικών εργασιών ξεπερνά εμφανώς το απλό αρχαιογνωστικό ενδιαφέρον και παραπέμπει σε μια δυναμική επαναφορά του χρηστικού ρόλου των εν λόγω φιλοσοφικών ρευμάτων .
Αλλά και ο Κυνισμός (με κάποια επικούρεια στοιχεία και με μια ισχυρή δόση θεραπευτικής διονυσιακής ορμητικότητας) επανανακαλύφθηκε σαν από ένστικτο -και μάλιστα επανήλθε με δριμύτητα- μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως ο γνωστός «ροκ τρόπος ζωής». Είναι χιλιάδες τα παιδιά του σύγχρονου Κυνισμού, που ταξίδεψαν ως γνήσιοι αναζητητές από την Ανατολή μέχρι τη Δύση, μεταφέροντας στο σακίδιό τους μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Επιχείρησαν να ανακαλύψουν αυτό, το οποίο διαισθάνθηκαν ως την αρχέγονη και ουσιώδη γνώση. Δεν έλειψαν από καμία μεγαλειώδη στιγμή, όπου η ζωή συναντάται οργιαστικά με την ουσία της και όπου ο ανθρωπορραίστης Διόνυσος ξεσκίζει τον αρρωστημένο παλαιό εαυτό για να μπορέσει να απελευθερωθεί ο νέος. Απέναντι στη γενικευμένη κοινωνική αποξένωση, την υποκρισία του καθωσπρεπισμού και την μιζέρια των προσωπικών φοβιών, «τσίγκλισαν» τον αποχαυνωμένο περίγυρο να επιχειρήσει το ποιοτικό ψυχικό άλμα: «αποδείξτε ότι είστε ζωντανοί!»(14).
Βρέθηκαν στα οδοφράγματα του γαλλικού Μάη, αλλά και αλλού και απαίτησαν από τον Εξουσιασμό να αποσυρθεί και να μην τους κρύβει τον Ήλιο. Ο σύγχρονος Κυνισμός έδωσε και εξακολουθεί να δίνει πρόθυμα και συχνά το αίμα του. Αλλά δεν είναι λίγοι και εκείνοι οι τραγικοί, που στη ιλιγγιώδη βακχεία τους έχασαν τον έλεγχο: ωστόσο στο επιτύμβιο επίγραμμά τους απονέμεται και σε αυτούς η ανώτατη φιλοσοφική διάκριση ότι, έζησαν «κατά τον δαίμονα εαυτού»(15). Ο Αντισθένης κι ο Διογένης θα ένιωθαν υπερήφανοι αν συναντιόντουσαν με αυτά τα, αναφανέντα μέσα από τις χιλιετίες, παιδιά τους.
Θα ήταν πολύ ευεργετικό για την προσωπικότητά μας αν από το σχολείο ήδη διδασκόταν η φιλοσοφική ηθική και τα παραδείγματα των μεγάλων φιλοσόφων, οι οποίοι, όπως ελπίζουμε να φάνηκε, υπήρξαν πρωτίστως άνθρωποι της δράσης. Γιατί τελικά ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίζουμε, ή και να αλλάζουμε τον κόσμο, είναι αντιμετωπίζοντας και αλλάζοντας πρώτα τον εαυτό μας. Βέβαια, η διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων ως υπεύθυνων και ελεύθερων όντων είναι ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του Συστήματος και είναι ίσως αφέλεια να την διεκδικούμε μέσω ενός χειραγωγούμενου και προορισμένου να παράγει υπηρέτες, σχολείου(16). Καλώς ή κακώς πρέπει μόνοι μας να επιδιώξουμε να φτάσουμε τον στόχο και να αυτοδιδαχθούμε να ενεργούμε κατά το δαίμονά μας.
Τα κυρίαρχα ρεύματα της φιλοσοφίας της Ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής Περιόδου (Επικουρισμός, Στωικισμός, ακόμα και ο προγενέστερός τους και λιγότερο συστηματικός, Κυνισμός) τόνισαν ακόμα περισσότερο αυτή την πλευρά της Ελληνικής Σκέψης. Γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν ως ψυχολογικές αντιδράσεις απέναντι στον πολιτισμικό κλονισμό, που επήλθε με την αποδυνάμωση των πόλεων ως πολιτικών κοινοτήτων, λόγω της ισχυροποίησης των αυτοκρατοριών. Τα προαναφερθέντα φιλοσοφικά ρεύματα(1) επεξεργάστηκαν τα νέα δεδομένα της κοινωνικής ζωής και επαναπροσδιόρισαν τους στόχους, που κατά την άποψή τους, όφειλε να θέσει όποιος επιθυμούσε να διατηρήσει την ψυχική του ισορροπία σε ένα κοσμοπολιτικό περιβάλλον.
Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος τα υπό εξέταση φιλοσοφικά ρεύματα ως προδρομικά της Επιστήμης της Ψυχολογίας. Κατά τη γνώμη του γράφοντος είναι κάτι πολύ περισσότερο, ακόμα και από την ίδια την σύγχρονη Ψυχολογία. Διότι πριν ασχοληθούν με την ψυχική θεραπεία τα φιλοσοφικά ρεύματα, που εξετάζονται, υποχρεώθηκαν να δομήσουν το καθένα μια θεωρία της ψυχής (Ψυχολογία) και μια θεωρία του Κόσμου (Κοσμολογία). Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε ένα πεδίο ενοποιημένων γνωστικών τομέων, στο οποίο η ψυχοθεραπευτική αναζήτηση μπορεί να αποτέλεσε την αιτία της δημιουργίας του, αλλά το τελικό αποτέλεσμα αφορά σε επιστημολογικώς ολοκληρωμένα κοσμοσυστήματα, τα οποία πραγματοποίησαν μια ολιστική θεώρηση του ανθρώπου και της ζωής.
Από τον Κόσμο στην Ψυχή
Ο Επικουρισμός και ο Στωικισμός συνέχισαν να καλλιεργούν και το κοσμολογικό («προσωκρατικό») μέρος της Φιλοσοφίας. Η αναζήτηση του εαυτού διεξήχθη με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο σε συνάρτηση με την ατομική ή την κοινωνική του διάσταση, αλλά και με τη Φύση και τον Κόσμο.
Σε σχέση με τον αόριστο στόχο της σύγχρονης Ψυχοθεραπευτικής, ο οποίος είναι κατά κανόνα το «να νιώθει καλά» ο πελάτης, φιλοσοφίες όπως ο Επικουρισμός, ο Στωικισμός και ο Κυνισμός αναζήτησαν την ψυχική αταραξία, όχι με την έννοια της αναισθησίας -όπως συχνά παρερμηνεύεται- απέναντι στα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά με την έννοια της ισχυροποίησης του εαυτού ως «βράχου που, αν και τον σκεπάζουν κάποιες φορές τα κύματα, αυτός μένει ακλόνητος στη θέση του»(2). Το ιδεώδες ενός εαυτού-βράχου απαίτησε το ρίζωμά του με χρήση στοιχείων από την Κοσμολογία. Π.χ. ο Επικουρισμός υιοθέτησε με κάποιες διαφοροποιήσεις την δημοκρίτεια Ατομική Θεωρία, την οποία επεξέτεινε και στα της ψυχής, ενώ ο Στωικισμός ανέπτυξε μια εξ ίσου επιστημονική κοσμολογική υπόθεση βασισμένη σε μια ερμηνευτική διεύρυνση της έννοιας τού ηρακλείτιου πυρός.
Στη συνέχεια ακολουθεί η δημιουργία της καθ? αυτό Ψυχικής Θεωρίας. Π.χ. ο Στωικισμός, θεωρώντας την ψυχή ενιαία (και μή αποδεχόμενος την πλατωνική διάκριση των μερών της σε επιθυμητικό, λογιστικό και θυμοειδές), προχώρησε σε μια λεπτομερή και γνησίως επιστημονική ανάλυση των λειτουργιών της. Το επόμενο βήμα είναι η δημιουργία μιας Θεωρίας της Γνώσης (Γνωσιολογία). Τόσο από τον Επικουρισμό, όσο και από τον Στωικισμό, διερευνώνται ο τρόπος σχηματισμού των παραστάσεων και της γνώσης (π.χ. εμπειρία, αίσθηση), ο σχηματισμός των πεποιθήσεων, ο σχηματισμός και η λειτουργία της γλώσσας.
Κατά τους παραπάνω τρόπους αναζητώνται τα πρωταρχικά σημεία αναφοράς και οι κατευθυντήριες γραμμές τής ανθρώπινης ψυχής, κατ? αρχήν στον περιβάλλοντα Κόσμο, στο κατά φύσιν. Η σύγχρονη Ψυχολογία παρουσιάζει μια δυσκολία στον προσδιορισμό του κατά φύσιν, αφού στηρίζεται υπερβολικά σε στατιστικά στοιχεία και εκφράζεται με όρους απόκλισης από έναν στατιστικό μέσο όρο(3).
Το θέμα εδώ δεν είναι το εάν οι κοσμολογικές αντιλήψεις των Επικουρείων, ή των Στωικών και οι απορρέουσες θεωρίες περί Ψυχής είναι «σωστές», αλλά το επιστημονικό πνεύμα, από το οποίο διαπνέεται το όλο εγχείρημα: οι ψυχικές λειτουργίες πρέπει να εξετασθούν και να κατανοηθούν κατ? αρχήν στη συνάφειά τους με τις πρωτογενείς Κοσμικές-φυσικές.
Από την Ψυχή στην ευδαιμονία: Ο σχηματισμός της Ηθικής Θεωρίας
Τα παραπάνω θεωρητικά βήματα ήταν αναγκαία για τον σχηματισμό μιας στέρεας Ηθικής Θεωρίας. Πρέπει απαραιτήτως να επισημανθεί, ότι για τους αρχαίους η ηθική αφορά στη μελέτη του χαρακτήρα (στα Αρχαία Ελληνικά η λέξη «ήθος» σημαίνει τον χαρακτήρα) και δεν έχει να κάνει με μια απλοϊκή δέσμη ηθικολογικών παραινέσεων. Τόσο για τον Αριστοτέλη, όσο και για τους Επικούρειους, τους Στωικούς και τους Κυνικούς το ερώτημα μιας Ηθικής Θεωρίας δεν είναι απλώς το «ποιές πρέπει να είναι οι πράξεις μου;» αλλά «τί άνθρωπος πρέπει να είμαι;»(4). Η Ηθική Θεωρία είναι, λοιπόν, μια θεωρία του χαρακτήρα.
Η ψυχική υγεία γίνεται αντιληπτή ως ευδαιμονία: ευ+δαίμων, όπου «δαίμων» είναι η ψυχή και «ευ» η καλή ποιοτική ή ποσοτική κατάσταση, η πληρότητα. Ευδαιμονία είναι η ψυχική πληρότητα, η οποία εξαρτάται κυρίως από εμάς και δεν έχει σχέση με την ευτυχία, η οποία, όπως λέει η λέξη, είναι ζήτημα τύχης. Η ευδαιμονία έχει σαν αναγκαία συνθήκη την ψυχική αταραξία, όχι με την έννοια της μακαριότητας της ανατολικής νιρβάνα. αλλά με την έννοια της σταθερότητας απέναντι στις δυσκολίες του βίου.
Η παθολογία της ψυχής, ακόμα και των εγκληματιών, αναλύεται με τρόπο ψυχρά επιστημονικό χωρίς συγκινησιακά φορτισμένους ηθικολογικούς όρους, αλλά ταυτοχρόνως με εμφανή ανθρωπιστική διάθεση (κάτι που δεν είναι εμφανές ή λείπει από την σύγχρονη Ψυχολογία). Το ζητούμενο είναι ένας άνθρωπος, που θα διατηρεί εντός του την βαθύτερη μακροσκοπική γνώση και την ουσία (όχι απλώς τη «χαρά») της ζωής χωρίς «έσωθεν επιστεναγμούς»(5) ή χαζοχαρούμενες εξάρσεις.
Οι ανθρώπινες ανάγκες, οι επιθυμίες, οι ανασφάλειες, οι φόβοι, οι προσδοκίες, προσδιορίζονται, ταξινομούνται, συσχετίζονται και η αιτιότητά τους αναλύεται με γνησίως επιστημονική ακρίβεια. Η αντιμετώπισή τους δημιουργεί ένα ευρύ και εσωτερικά συνεπές θεραπευτικό πλαίσιο, του οποίου οι πρακτικές απολήξεις είναι αναρίθμητες και εκ των πραγμάτων αδύνατο να εξαντληθούν εδώ. Θα περιοριστούμε σε μερικά ενδεικτικά παραδείγματα.
Ο δρόμος των «πολλών» απορρίπτεται και ενθαρρύνεται η εξεύρεση του προσωπικού(6). Η ευδαιμονία είναι στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της προσωπική υπόθεση. Η εκλεκτική κοινωνική ζωή εξυμνείται, μέσα από τα εγκώμια του επικουρισμού προς την φιλία και ανάγεται σε προϋπόθεση μιας ολοκληρωμένης ύπαρξης(7).
Ο σοφός (προσωπικός;) άνθρωπος έχει μάθει να αυτοκατευθύνεται και κατά συνέπεια έχει ελαχιστοποιήσει την αιφνιδιαστική επίδραση του τυχαίου παράγοντα στη ζωή του(8). Τουλάχιστον για τον Στωικισμό, τα πάθη και τα συναισθήματα αποτελούν έλλογες κρίσεις: π.χ. αν λυπόμαστε, ή χαιρόμαστε για κάτι είναι επειδή έχουμε κρίνει, ότι αυτό πρέπει να νιώθουμε. Κατά τον ίδιο τρόπο απορρίπτεται η καταφυγή σε δικαιολογίες: π.χ. η οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών είναι προϊόν έλλογης κρίσης, η οποία σχηματίστηκε λίγο πριν το πρώτο ποτήρι. Από εκεί και πέρα, η οποιαδήποτε συνέπεια προκύψει δεν μπορεί να αποδοθεί σε «πάθος» για το ποτό, σε «αμέλεια», ούτε ο καταναλώσας το αλκοόλ να αποκτήσει το ελαφρυντικό της «έλλειψης πρόθεσης». Εδώ βρίσκεται και το απελευθερωτικό μήνυμα της Φιλοσοφίας: Αποκαθιστά τον άνθρωπο ως ένα ον απολύτως έλλογο και υπεύθυνο για τις πράξεις του.
Τα ωραιότερα και πολυτιμότερα πράγματα στη ζωή είναι αυτά, τα οποία συνήθως προσπερνούμε και για τα οποία δεν χρειάζεται να κοπιάσει κανείς πολύ: με ελάχιστα πράγματα μπορούμε να συναγωνιστούμε σε ευδαιμονία ακόμα και τα κατ? εξοχήν ευδαίμονα όντα, τους ίδιους τους θεούς(9). Βέβαια «και η λιτότητα έχει τα όριά της: όποιος το παραβλέπει αυτό παθαίνει κάτι αντίστοιχο με εκείνον, που δεν βάζει φραγμό στις επιθυμίες του»(10). Μπορεί κάποιος να μας κάνει τη ζωή δύσκολη, να μας βασανίσει, ή και να μας σκοτώσει, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί όμως να μας βλάψει πραγματικά(5).
Η αφοβία απέναντι στο κατ? εξοχήν αμετάκλητο και αναπόφευκτο γεγονός, το θάνατο, εκφράζεται με μια ποικιλία τρόπων από την κατά μέτωπο λογική αντιμετώπισή του μέχρι την απροκάλυπτη κοροϊδία του: Για τους Επικούρειους ο θάνατος είναι κάτι, που δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος για να μας απασχολεί, αφού όταν είναι αυτός παρών δεν είμαστε παρόντες εμείς και αντιστρόφως(11), ενώ ο Κυνικός, συνεπής στο εθιμικά θρασύτατο -και «μαύρο»- χιούμορ της «Σχολής» του, θα ζητήσει να τον θάψουν κάθετα, με το κεφάλι προς τα κάτω γιατί? σύντομα θα έρθουν τα πάνω-κάτω και όταν συμβεί αυτό, θα ήθελε να βρεθεί πάλι όρθιος(12).
Και η σχέση ατόμου και κοινωνίας, η οποία διαμεσολαβείται σε μέγιστο βαθμό από την πολιτική; Ας μην ξεχνάμε ότι ο πολιτικός μαρασμός των πόλεων είχε σαν ψυχολογική συνέπεια γενικευμένα αισθήματα αβεβαιότητας και αποξένωσης, αρκετά όμοια με τα σημερινά. Τα φιλοσοφικά ρεύματα εκείνης της περιόδου σχηματίστηκαν ακριβώς για να αντιμετωπίσουν τη νεοδιαμορφωθείσα καθημερινή συλλογική ψυχική κατάσταση. Ειδικά η πολιτική είχε εκπέσει από την αυθεντική της έννοια, ως δηλαδή τέχνη της διοίκησης μιας κοινωνίας ή ως ενασχόληση με τα κοινά, σε δραστηριότητα, που αποσκοπεί στον εξουσιασμό -ακόμα και για το «καλό»- μιας κοινωνίας.
Ο στωικά σκεπτόμενος, όσο αφελές κι αν θεωρείται, μπορεί να ασχοληθεί με την πολιτική, αν πιστεύει, ότι με αυτόν τον τρόπο θα έχει αποτελέσματα. Αλλά και η επικούρεια αποχή από την πολιτική είναι απόλυτα δικαιολογημένη λόγω της ψυχικής υποβάθμισης και ταραχής, που μπορεί να προκαλέσει η συναναστροφή με εξουσιομανείς, διεφθαρμένους και, γενικώς, αχρείους. Ακόμα και η αποστροφή για την πολιτική και η πλήρης απόρριψή της είναι αποδεκτή: Ο κυνικός δεν θα νιώσει καθόλου κολακευμένος από τους βασιλίσκους, οι οποίοι στήθηκαν όλο περιέργεια αλλά και οίηση και μπροστά στο πιθάρι του. Θα τους υποδείξει να του «αδειάζουν» τη γωνιά και να μήν του κρύβουν τον Ήλιο. Στην περίπτωση, που αυτοί επιμείνουν να τον προκαλούν, θα τους υποβάλλει σε ένα λεπτό αλλά, άγριο φιλοσοφικό «δούλεμα» και θα καταδείξει αυτό, που οι υπήκοοι αρνούνται να αντικρύσουν κατάματα: ότι ο βασιλιάς τους είναι σαν κι αυτούς, φιλοσοφικά και ψυχικά ανεπαρκής, «γυμνός» και ακατάλληλος να διοικήσει(13).
Η επανακάλυψη της ψυχοθεραπευτικής δύναμης της Φιλοσοφίας
Παρά τον τιτάνιο αγώνα του Επικουρισμού, του Στωικισμού και του Κυνισμού, για να απελευθερώσουν την ανθρώπινη ψυχή από ο,τιδήποτε μπορεί να την κατατρέχει, η μεγαλοπολιτική ψυχασθένεια αναδείχτηκε, ως γνωστόν, νικήτρια υπό το προσωπείο του Xριστιανισμού. Οι άνθρωποι καταβλήθηκαν τελικά από τις φοβίες τους μπροστά στο εγκόσμιο και «υπερκόσμιο» άγνωστο και τράπηκαν σε φυγή από τις εξουσίες, που τα χειρίζονται. Παραιτήθηκαν έτσι από την αναζήτηση του Εαυτού.
Ο φιλοσοφικός ανθρωπισμός τίμησε τον άνθρωπο καθιστώντας τον αποκλειστικά υπεύθυνο για τις επιλογές του. Ο χριστιανισμός τον ξαναέκανε ανεύθυνο και αδύναμο, υποβιβάζοντας την ηθική, από επιστήμη του χαρακτήρα σε γελοία φοβική ηθικολογία και εισηγούμενος την επαίσχυντη έννοια της Συγχώρεσης. Στο εξής μπορεί ο οποιοσδήποτε να διαπράξει τα ειδεχθέστερα εγκλήματα και, αν προσκομίσει μια απλή δήλωση μετανοίας, να πάρει απαλλαγή. Μάλιστα η μετάνοια αυτή δεν έχει ισχύ μόνο στο μεταφυσικό επίπεδο κάποιας δήθεν μεταθανάτιας αξιολόγησης του εγκληματία αλλά, λαμβάνεται σοβαρά υπ? όψιν και στη δικονομία ως «ειλικρινής μεταμέλεια» και φυσικά προσμετράται ως ελαφρυντική της ποινής.
Είναι φανερό ότι ο Χριστιανισμός εξάπτει την ανευθυνότητα, την ασυδοσία και την εγκληματικότητα. Οι εγκληματογόνες ψυχασθένειες που επωάστηκαν και εκδηλώθηκαν με την επικράτηση του Xριστιανισμού δεν έχουν το προηγούμενό τους στην ανθρώπινη ιστορία, ούτε σε είδος, ούτε σε ποσότητα.
Σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο -όχι απαραίτητα «ασθενείς»- επισκέπτονται τακτικά κάποιον επιστήμονα ψυχοθεραπευτή. Το να παραδεχτεί κάποιος ότι χρειάζεται τέτοιου είδους βοήθεια είναι ασφαλώς μια γενναία παραδοχή. Είναι όμως αρκετό;
Η σύγχρονη ψυχοθεραπεία αναλαμβάνει άτομα, που αντιλαμβάνονται, ότι έχουν κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα, το οποίο τα εμποδίζει να ζουν, όπως θα επιθυμούσαν και προσπαθεί με μια τεχνητή ψευδοτόνωση («ντοπάρισμα») να τα επανεντάξει στην εξ? ορισμού μή υγιή κοινωνία (αφού τα ατομικά ψυχολογικά προβλήματα, όταν αποκτούν εκτεταμένο χαρακτήρα, όπως σήμερα, δεν μπορεί παρά να αντανακλούν κάποια γενικευμένη κοινωνική παθογένεια). Πρόκειται για «θεραπεία» συμπτωμάτων και όχι τoυ ίδιου του γενικευμένου προβλήματος στην επιμέρους ατομική διάστασή του. Το ντοπάρισμα αυτό συνίσταται σε μια περιπτωσιακή -και μάλλον απλουστευτική- εξέταση της ορθότητας των πράξεων, ή των πρακτικών του θεραπευόμενου, σε σχέση με το κατά πόσον «νιώθει καλά» με αυτές.
Η εξέταση αυτή σχεδόν ποτέ δεν ανάγεται σε κάποιον ευρύτερο ηθικό (=χαρακτηρολογικό) στόχο. Αντ? αυτού επιδιώκεται η κατάρτιση ενός απλοϊκού «μπούσουλα» αντιδράσεων και συμπεριφοράς. Η ύπαρξη του «μπούσουλα» είναι συνήθως εμφανής στη συμπεριφορά ατόμων, που έχουν ακολουθήσει μια σύγχρονη ψυχοθεραπευτική αγωγή: στις συναναστροφές τους φαίνονται να μικροσκοπούν («ψειρίζουν») συνεχώς τον απέναντί τους, είναι επιφυλακτικά σε βαθμό καχυποψίας, ή και φοβίας και φαίνεται να μην έχουν πηγαιότητα και αυθορμητισμό. Το ντοπάρισμα ολοκληρώνεται με το χτίσιμο ενός επιφανειακού αισθήματος αυτοπεποίθησης (στο κάτω-κάτω γι? αυτήν πληρώνει ο πελάτης), η σαθρότητα της οποίας συχνά διαπιστώνεται λίγον καιρό μετά την «επανένταξη». Έτσι δεν είναι λίγοι αυτοί, που επιστρέφουν ξανά για νέο κύκλο θεραπείας δηλ. για μια νέα «δόση». Δεν γίνεται εργασία σε βάθος, και δεν επιδιώκεται η θεμελίωση αληθινά ισχυρών χαρακτήρων (π.χ. σαν αυτόν που ο Επίκουρος προσδιορίζει ως «ψυχικά αυτάρκη»).
Σε αυτή την κατάσταση συντείνει και η πελατειακή σχέση ψυχοθεραπευτή και θεραπευόμενου. Ο τελευταίος θέλει να δει γρήγορη βελτίωση και τα λεφτά του να «πιάσουν» τόπο. Είναι αλήθεια, ότι η σύγχρονη Ψυχοθεραπεία υπόκειται κι αυτή στους νόμους της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής: η δημιουργία των υπηρεσιών-προϊόντων της χαρακτηρίζεται από ταχύτητα και προχειρότητα. Από την άλλη η μακρόχρονη παραμονή σε καθεστώς τέτοιας θεραπείας δημιουργεί ως έναν βαθμό εξάρτηση του θεραπευόμενου από τον θεραπευτή. (Υπάρχει ωστόσο και μια τάση της σύγχρονης ψυχοθεραπευτικής, η οποία καταφεύγει στη συνδρομή της Φιλοσοφίας, βλ. λ.χ. βιβλία, όπως το «Πλάτωνας όχι πρόζακ» του Λου Μαρίνοφ ή διαλέξεις, που δίνονται σε στελέχη επιχειρήσεων με θέμα τον Αριστοτέλη κ.λπ.. Η προσέγγιση όμως που γίνεται στη Φιλοσοφία δυστυχώς δεν ξεφεύγει από τα επιφανειακά και αποσπασματικά πλαίσια, που επισημάναμε πιο πάνω: Η Φιλοσοφία χρησιμοποιείται σαν ένα περιπτωσιολογικό συμπεριφορικό δεκανίκι και μάλιστα η βαθύτερη γνώση της δεν θεωρείται αναγκαία στον θεραπευόμενο).
Έχοντας πιάσει εξ αρχής τον ταύρο από τα κέρατα, η Φιλοσοφία δεν μένει ούτε χάνεται στην περιπτωσιολογία των πράξεων αρκούμενη σε μια προσωρινή, «τοπική» θεραπεία. Δεν κινείται δηλ. στα τυφλά αλλά, αξιολογεί τις πράξεις και την γενικότερη πρακτική του θεραπευόμενου ως προς τον εξ? αρχής γνωστοποιημένο και προβαλλόμενο στόχο της: την αναζήτηση της ψυχικής αυτάρκειας και πληρότητας, ο οποίος αποτελεί ένα γοητευτικότατο δέλεαρ. Στην Αρχαιότητα η Φιλοσοφία προσείλκυε και άλλαζε με αυτόν τον τρόπο χιλιάδες ανθρώπους. Ο εισερχόμενος σε έναν αρχαίο φιλοσοφικό όμιλο γνώριζε από την αρχή, ότι πήγαινε εκεί, για να διαμορφώσει προς μια απολύτως συγκεκριμένη κατεύθυνση τον εαυτό του. Αυτή είναι μια τεράστια ποιοτική διαφορά σε σχέση με τον σημερινό επισκέπτη κάποιου ψυχοθεραπευτή, ο οποίος δεν γνωρίζει, όχι πού κατευθύνεται, αλλά ίσως ούτε καν το πώς και το αν θα κατευθυνθεί κάπου. Υπό την έννοια της σύγκρισης των στόχων τους, η φιλοσοφική Ψυχοθεραπεία, όχι μόνο δεν αποτελεί πρώιμη μορφή της σύγχρονης, αλλά αντιθέτως η σύγχρονη Ψυχοθεραπεία υπολείπεται κατά πολύ της φιλοσοφικής.
Ο Επικουρισμός και ο Στωικισμός διατηρούν στην εποχή μας την πρωτοτυπία και την επικαιρότητά τους, αφού οι συνθήκες, που οδήγησαν στη γέννησή τους μοιάζουν κατά πολλούς τρόπους με τις σημερινές. Η πληθώρα των σύγχρονων εκδόσεων σχετικών επιστημονικών εργασιών ξεπερνά εμφανώς το απλό αρχαιογνωστικό ενδιαφέρον και παραπέμπει σε μια δυναμική επαναφορά του χρηστικού ρόλου των εν λόγω φιλοσοφικών ρευμάτων .
Αλλά και ο Κυνισμός (με κάποια επικούρεια στοιχεία και με μια ισχυρή δόση θεραπευτικής διονυσιακής ορμητικότητας) επανανακαλύφθηκε σαν από ένστικτο -και μάλιστα επανήλθε με δριμύτητα- μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως ο γνωστός «ροκ τρόπος ζωής». Είναι χιλιάδες τα παιδιά του σύγχρονου Κυνισμού, που ταξίδεψαν ως γνήσιοι αναζητητές από την Ανατολή μέχρι τη Δύση, μεταφέροντας στο σακίδιό τους μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Επιχείρησαν να ανακαλύψουν αυτό, το οποίο διαισθάνθηκαν ως την αρχέγονη και ουσιώδη γνώση. Δεν έλειψαν από καμία μεγαλειώδη στιγμή, όπου η ζωή συναντάται οργιαστικά με την ουσία της και όπου ο ανθρωπορραίστης Διόνυσος ξεσκίζει τον αρρωστημένο παλαιό εαυτό για να μπορέσει να απελευθερωθεί ο νέος. Απέναντι στη γενικευμένη κοινωνική αποξένωση, την υποκρισία του καθωσπρεπισμού και την μιζέρια των προσωπικών φοβιών, «τσίγκλισαν» τον αποχαυνωμένο περίγυρο να επιχειρήσει το ποιοτικό ψυχικό άλμα: «αποδείξτε ότι είστε ζωντανοί!»(14).
Βρέθηκαν στα οδοφράγματα του γαλλικού Μάη, αλλά και αλλού και απαίτησαν από τον Εξουσιασμό να αποσυρθεί και να μην τους κρύβει τον Ήλιο. Ο σύγχρονος Κυνισμός έδωσε και εξακολουθεί να δίνει πρόθυμα και συχνά το αίμα του. Αλλά δεν είναι λίγοι και εκείνοι οι τραγικοί, που στη ιλιγγιώδη βακχεία τους έχασαν τον έλεγχο: ωστόσο στο επιτύμβιο επίγραμμά τους απονέμεται και σε αυτούς η ανώτατη φιλοσοφική διάκριση ότι, έζησαν «κατά τον δαίμονα εαυτού»(15). Ο Αντισθένης κι ο Διογένης θα ένιωθαν υπερήφανοι αν συναντιόντουσαν με αυτά τα, αναφανέντα μέσα από τις χιλιετίες, παιδιά τους.
Θα ήταν πολύ ευεργετικό για την προσωπικότητά μας αν από το σχολείο ήδη διδασκόταν η φιλοσοφική ηθική και τα παραδείγματα των μεγάλων φιλοσόφων, οι οποίοι, όπως ελπίζουμε να φάνηκε, υπήρξαν πρωτίστως άνθρωποι της δράσης. Γιατί τελικά ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίζουμε, ή και να αλλάζουμε τον κόσμο, είναι αντιμετωπίζοντας και αλλάζοντας πρώτα τον εαυτό μας. Βέβαια, η διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων ως υπεύθυνων και ελεύθερων όντων είναι ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του Συστήματος και είναι ίσως αφέλεια να την διεκδικούμε μέσω ενός χειραγωγούμενου και προορισμένου να παράγει υπηρέτες, σχολείου(16). Καλώς ή κακώς πρέπει μόνοι μας να επιδιώξουμε να φτάσουμε τον στόχο και να αυτοδιδαχθούμε να ενεργούμε κατά το δαίμονά μας.
-----------------------
Σημειώσεις
Σημειώσεις
(1) Έχει σημασία να διακρίνουμε ανάμεσα σε φιλοσοφικά ρεύματα και φιλοσοφικές σχολές της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής Εποχής. Οι σχολές (π.χ. Ακαδημία κ.α.) αποτελούσαν κλειστούς χώρους, στους οποίους εισερχόταν ο ενδιαφερόμενος για να αποκτήσει μια συστηματική γνώση των διδαχών τους, τις οποίες εν συνεχεία προήγαγε στους ανάλογους κύκλους διανοουμένων. Ο Επικουρισμός, ο Στωικισμός και ο Κυνισμός, είτε πήγαζαν από κάποια σχολή, που εδρεύει σε κάποιον συγκεκριμένο χώρο (π.χ. Κήπος, Στοά), είτε όχι (π.χ. πιθάρι του Διογένη), εκδηλώνονταν τελικώς στην κοσμοπολιτικού τύπου κοινωνία ως ρεύματα ευρύτατης απήχησης, με μεγάλη επιρροή, άλλοτε εμφανή κι άλλοτε αφανή, στην συλλογική νοοτροπία.
(2) Μάρκος Αυρήλιος IV,49,I. Η παρομοίωση είναι από τις προσφιλέστερες στο Στωικισμό, αλλά θα μπορούσε να εκφράζει το ιδεώδες όλων των προαναφερθέντων ρευμάτων.
(3) Κατ? αυτό τον τρόπο η ομοφυλοφιλία θεωρείται ελαφρά τη καρδία ως μια ανώδυνη παρέκκλιση (σαν να λέμε «αριστεροχειρία»). Έτσι, σήμερα σε πολλές χώρες οι ομοφυλόφιλοι μπορούν -με την «επιστημονική» συγκατάθεση- να παντρεύονται μεταξύ τους και φυσικά να απολαμβάνουν «ισότητα» δικαιωμάτων με τους ετεροφυλόφιλους, όπως π.χ. η υιοθεσία και η ανατροφή παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια (χωρίς να έχει γίνει η παραμικρή επιστημονική έρευνα για τις πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις τέτοιων υιοθεσιών στην ψυχική ισορροπία των υιοθετημένων παιδιών). Ο κανόνας είναι, ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται να διδάξει αυτούς τους ανθρώπους πώς θα μπορέσουν να αναπτύξουν τις ικανότητές τους χωρίς π.χ. να προσπαθούν να πιθηκίσουν τον τρόπο ζωής των ετεροφυλόφιλων, ή να καταλήγουν στην ποικίλη προσωπική εκπόρνευσή τους (οι ελάχιστοι που ξέφυγαν από αυτόν τον κανόνα και ανέπτυξαν τις προσωπικές τους δεξιότητες, απλώς τον επιβεβαιώνουν).
(4) Για περισσότερα σχετικά με αυτό το θεμελιώδες ζήτημα της Ελληνικής Φιλοσοφίας βλ. R. W. Sharples, Επικούρειοι, Στωικοί, Σκεπτικοί-εισαγωγή στην Ελληνιστική Φιλοσοφία, σελίδα 143 κ. ε., εκδόσεις Θύραθεν 2002.
(5) Επίκτητος, Εγχειρίδιον, 53
(6) Επικούρου, απόσπασμα 43
(7) Επίκουρος, Κύριαι Δόξαι, XXVII
(8) Επικούρου, Κύριαι Δόξαι, 16
(9) Επικούρου απόσπασμα 69, Αιλιανός IV 13.
(10) Επικούρου προσφώνησις, 63, Επίκουρος, εκδόσεις Θύραθεν 2000.
(11) Επικούρου, επιστολή προς Μενοικέα
(12) Διογένους Κυνικού, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων 6, 31-32
(13) Δίων Χρυσόστομος, Διάλογος Αλεξάνδρου και Διογένους, εκδόσεις Θύραθεν, 1999
(14) Κεντρικό σύνθημα της δεκαετίας του 1960, που έχει καταγραφεί στην ταινία «Φράουλες και αίμα».
(15) Πρόκειται για το επιτύμβιο επίγραμμα του Αμερικανού Jim Morrison, τραγουδιστή και στιχουργού του ροκ συγκροτήματος The Doors, o οποίος είναι θαμμένος στο Παρίσι (βλ. Ο διονυσιασμός των αρχαίων και η έκσταση στη ροκ μουσική).
(2) Μάρκος Αυρήλιος IV,49,I. Η παρομοίωση είναι από τις προσφιλέστερες στο Στωικισμό, αλλά θα μπορούσε να εκφράζει το ιδεώδες όλων των προαναφερθέντων ρευμάτων.
(3) Κατ? αυτό τον τρόπο η ομοφυλοφιλία θεωρείται ελαφρά τη καρδία ως μια ανώδυνη παρέκκλιση (σαν να λέμε «αριστεροχειρία»). Έτσι, σήμερα σε πολλές χώρες οι ομοφυλόφιλοι μπορούν -με την «επιστημονική» συγκατάθεση- να παντρεύονται μεταξύ τους και φυσικά να απολαμβάνουν «ισότητα» δικαιωμάτων με τους ετεροφυλόφιλους, όπως π.χ. η υιοθεσία και η ανατροφή παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια (χωρίς να έχει γίνει η παραμικρή επιστημονική έρευνα για τις πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις τέτοιων υιοθεσιών στην ψυχική ισορροπία των υιοθετημένων παιδιών). Ο κανόνας είναι, ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται να διδάξει αυτούς τους ανθρώπους πώς θα μπορέσουν να αναπτύξουν τις ικανότητές τους χωρίς π.χ. να προσπαθούν να πιθηκίσουν τον τρόπο ζωής των ετεροφυλόφιλων, ή να καταλήγουν στην ποικίλη προσωπική εκπόρνευσή τους (οι ελάχιστοι που ξέφυγαν από αυτόν τον κανόνα και ανέπτυξαν τις προσωπικές τους δεξιότητες, απλώς τον επιβεβαιώνουν).
(4) Για περισσότερα σχετικά με αυτό το θεμελιώδες ζήτημα της Ελληνικής Φιλοσοφίας βλ. R. W. Sharples, Επικούρειοι, Στωικοί, Σκεπτικοί-εισαγωγή στην Ελληνιστική Φιλοσοφία, σελίδα 143 κ. ε., εκδόσεις Θύραθεν 2002.
(5) Επίκτητος, Εγχειρίδιον, 53
(6) Επικούρου, απόσπασμα 43
(7) Επίκουρος, Κύριαι Δόξαι, XXVII
(8) Επικούρου, Κύριαι Δόξαι, 16
(9) Επικούρου απόσπασμα 69, Αιλιανός IV 13.
(10) Επικούρου προσφώνησις, 63, Επίκουρος, εκδόσεις Θύραθεν 2000.
(11) Επικούρου, επιστολή προς Μενοικέα
(12) Διογένους Κυνικού, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων 6, 31-32
(13) Δίων Χρυσόστομος, Διάλογος Αλεξάνδρου και Διογένους, εκδόσεις Θύραθεν, 1999
(14) Κεντρικό σύνθημα της δεκαετίας του 1960, που έχει καταγραφεί στην ταινία «Φράουλες και αίμα».
(15) Πρόκειται για το επιτύμβιο επίγραμμα του Αμερικανού Jim Morrison, τραγουδιστή και στιχουργού του ροκ συγκροτήματος The Doors, o οποίος είναι θαμμένος στο Παρίσι (βλ. Ο διονυσιασμός των αρχαίων και η έκσταση στη ροκ μουσική).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου