Ο Ξάνθος μπήκε πάλι μέσα κι έγειρε· και καθώς το πιοτό προχωρούσε καλπάζοντας και ο Ξάνθος είχε πλέον μεθύσει αρκετά, άρχισαν να βάζουν προβλήματα κι αινίγματα, όπως συνηθίζεται στις συντροφιές των διανοουμένων. Κι όταν απ᾽ τα προβλήματα που έβαζαν άναψε η μάχη, ο Ξάνθος άρχισε να συζητά και να φέρεται λες και δε βρισκόταν σε συμπόσιο, αλλά σε αίθουσα με ακροατές.
Ο Αίσωπος κατάλαβε ότι έμελλε να κάνει καυγά και λέει: «Όταν ο Διόνυσος εφεύρε το κρασί, ετοίμασε τρία ποτήρια κι έδειξε στους ανθρώπους πώς πρέπει να το πίνουν· το πρώτο ποτήρι είναι για τέρψη, το δεύτερο για ευθυμία και το τρίτο γι᾽ απερισκεψίες. Γι᾽ αυτό, κύριε, πίνε το ποτήρι της τέρψης και της ευθυμίας, κι άφησε το ποτήρι της απερισκεψίας για τους νέους. Έχεις αίθουσες με ακροατές, όπου έδωσες απόδειξη των ικανοτήτων σου.»
Ο Ξάνθος, ήδη μεθυσμένος, λέει: «Δε σωπαίνεις, κάθαρμα; Εσύ είσαι του Άδη σύμβουλος.»
Ο Αίσωπος: «Περίμενε, και στον Άδη θα καταλήξεις.»
Κι ένας μαθητής βλέποντας τον Ξάνθο να παραπαίει, λέει: «Δάσκαλε, είναι για τον άνθρωπο όλα δυνατά;»
Ο Ξάνθος: «Ποιος ξεκίνησε την κουβέντα για τον άνθρωπο; Είναι ο πλέον επιτήδειος και ικανός για όλα.»
Ο μαθητής τότε έφερε τη συζήτηση στα αδύνατα και λέει: «Μπορεί ένας άνθρωπος να πιει τη θάλασσα ως τον πάτο;»
Ο Ξάνθος λέει: «Αυτό είναι εύκολο· εγώ θα την πιω ως τον πάτο.»
Ο μαθητής είπε: «Κι αν δεν την πιεις ώς τον πάτο, τότε τι χάνεις;»
Ο Ξάνθος νικημένος ήδη απ᾽ το πολύ κρασί λέει: «Βάζω στοίχημα το βιος μου. Αν δεν την πιω ως τον πάτο, χάνω όλο μου το βιος.»
Έδωσαν για εχέγγυα τα δαχτυλίδια κι επικύρωσαν τη συμφωνία. Ο Αίσωπος που καθόταν στα πόδια του Ξάνθου, του δίνει μια γροθιά στον αστράγαλο και λέει: «Κύριε, τι κάνεις; Είσαι στα καλά σου; Πώς μπορείς να πιεις ώς τον πάτο τη θάλασσα;»
Ο Ξάνθος είπε «σιωπή εσύ, άχρηστε» χωρίς να αντιλαμβάνεται τι συμφωνία έκαμε. Το πρωί σηκώθηκε ο Ξάνθος, θέλησε να νίψει το πρόσωπό του και λέει: «Αίσωπε.» Κι ο Αίσωπος: «Τι είναι κύριε;» Ο Ξάνθος: «Ρίξε μου νερό στα χέρια.» Ο Αίσωπος πήρε τη στάμνα και του ᾽ριχνε στα χέρια. Κι όταν απόνιψε το πρόσωπό του, δεν είδε το δαχτυλίδι του και λέει: «Αίσωπε, τι έγινε το δαχτυλίδι μου;» Ο Αίσωπος: «Δεν ξέρω.» Ο Ξάνθος: «Α!»
Ο Αίσωπος: «Λοιπόν πάρε κρυφά όσο βιος σου μπορείς και παραμέρισέ το για τις δύσκολες ώρες· δεν είναι πια δικό σου το βιος.» Κι ο Ξάνθος: «Τι λες;»
Ο Αίσωπος: «Χτες, την ώρα του πιοτού, έκανες συμφωνίες να πιεις τη θάλασσα ώς τον πάτο κι έβαλες το δαχτυλίδι σου εχέγγυο για το βιος σου.»
Ο Ξάνθος: «Και πώς θα μπορέσω εγώ να πιω τη θάλασσα ώς τον πάτο;»
Ο Αίσωπος είπε: «Εγώ καθόμουν στα πόδια σου και σου ᾽λεγα: “Κύριε, πάψε, τι κάνεις; Αυτό είναι αδύνατο”· και δε μου ᾽δωσες σημασία.»
Ο Ξάνθος έπεσε στα πόδια του Αισώπου και λέει: «Σε παρακαλώ, Αίσωπε, αν μπορείς με την ευστροφία σου, βρες μου κάποια πρόφαση ή να νικήσω ή να διαλύσω τη συμφωνία.»
Ο Αίσωπος: «Για να νικήσεις δεν μπορώ να βρω, όμως θα βρω τρόπο να λυθεί το ζήτημα.»
Ο Ξάνθος: «Με ποιον τρόπο; Δώσ᾽ μου καμιά γνώμη.»
Ο Αίσωπος: «Όταν έρθει ο διαιτητής της συμφωνίας με τον αντίδικο και σου πει να πιεις όλη τη θάλασσα, μην αρνηθείς, αλλά όσα συμφώνησες μεθυσμένος, τα ίδια και νηφάλιος λέγε. Φέρε ένα τραπέζι, δώσε εντολή να τοποθετηθεί μπροστά σου και να παρίστανται δούλοι. Αυτό θα προκαλέσει κάποια εντύπωση· θα τρέξει όλος ο κόσμος για το θέαμα, νομίζοντας πως εσύ θα πιεις όλη τη θάλασσα. Κι όταν δεις ότι μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσμος, γέμισε ένα κύπελλο από τη θάλασσα, κάλεσε το διαιτητή και λέγε του: “Τι συμφωνία έκαμα;” Και θα σου απαντήσει: “Να πιεις όλη τη θάλασσα.” Και συ πες του: “Μήπως και κάτι άλλο;” Και θα σου απαντήσει: “Όχι.” Κι εσύ επικαλούμενος τη μαρτυρία του λέγε: “Συμπολίτες, υπάρχουν πολλοί ποταμοί, χείμαρροι κι αστέρευτοι, που χύνονται στη θάλασσα. Έκαμα συμφωνία να πιω τη θάλασσα μόνο, όχι όμως και τα ποτάμια που χύνονται σ᾽ αυτή. Λοιπόν ας κλείσει ο αντίδικός μου τα στόμια των ποταμών, για να πιω τη θάλασσα μόνο. Είναι όμως αδύνατο να κλείσουν τα στόμια όλων των ποταμών που υπάρχουν στον κόσμο· αδύνατο επομένως κι εγώ να πιω ολόκληρη τη θάλασσα.” Έτσι, αν το αδύνατο αντιπαρατεθεί στο αδύνατο, θα οδηγήσει στη διάλυση των συμφωνιών.»
Ο Ξάνθος έκπληκτος απ᾽ την επινοητικότητά του, όλο χαρά, περίμενε. Κατέφτασε αυτός με τον οποίο είχε κάμει τη συμφωνία μαζί με τους πρώτους της πόλης μπροστά στον πυλώνα, κάλεσε τον Ξάνθο και είπε: «Τέλειωνε με το στοίχημα, ειδάλλως παράδωσέ μου το βιος σου.»
Ο Αίσωπος είπε: «Εσύ να δώσεις λογαριασμό για το βιος σου, γιατί εμείς την έχουμε κιόλας αδειάσει ως τη μέση τη θάλασσα.»
Ο μαθητής είπε: «Αίσωπε, θα είσαι πλέον δικός μου δούλος κι όχι του Ξάνθου.»
Ο Αίσωπος: «Παράδωσε καλύτερα το βιος σου στο αφεντικό μου και μη φλυαρείς.» Αυτά είπε και πρόσταξε να φέρουν μια κλίνη και να τη στρώσουν κοντά στο γιαλό· τοποθέτησε ένα τραπέζι και μερικά ποτήρια. Ο Αίσωπος είχε σταθεί δίπλα του· γέμισε ένα ποτήρι απ᾽ τη θάλασσα και το ᾽δωσε στον κύριό του.
Ο μαθητής: «Κακό που το ᾽παθα, στ᾽ αλήθεια πίνει τη θάλασσα;» Και καθώς ετοιμαζόταν να βάλει το ποτήρι στο στόμα ο Ξάνθος, λέει: «Να έλθει ο διαιτητής της συμφωνίας.»
Πήγε. Και του λέει ο Ξάνθος: «Τι συμφωνία έκαμα;»
Κι ο μαθητής: «Να πιεις όλη τη θάλασσα.»
Ο Ξάνθος: «Μήπως και τίποτε άλλο;»
Ο διαιτητής: «Όχι.»
Ο Ξάνθος λέει προς το πλήθος: «Συμπολίτες, γνωρίζετε ότι υπάρχουν πολλοί ποταμοί, χείμαρροι κι αστέρευτοι, που χύνονται στη θάλασσα. Εγώ βέβαια έβαλα στοίχημα να πιω μόνο τη θάλασσα όλη, όχι όμως και τους ποταμούς. Ας κλείσει λοιπόν ο αντίδικός μου τα στόμια των ποταμών, για να μην πιω μαζί με τη θάλασσα και τους ποταμούς.»
Και νίκησε ο φιλόσοφος. Ανακραύγασε το πλήθος για να τιμήσει τον Ξάνθο. Κι ο μαθητής έπεσε στα πόδια του Ξάνθου και λέει: «Δάσκαλε, είσαι μεγάλος, νίκησες, το ομολογώ. Παρακαλώ να ακυρώσουμε από κοινού τη συμφωνία.» Και διέλυσαν τη συμφωνία.
Ο Αίσωπος κατάλαβε ότι έμελλε να κάνει καυγά και λέει: «Όταν ο Διόνυσος εφεύρε το κρασί, ετοίμασε τρία ποτήρια κι έδειξε στους ανθρώπους πώς πρέπει να το πίνουν· το πρώτο ποτήρι είναι για τέρψη, το δεύτερο για ευθυμία και το τρίτο γι᾽ απερισκεψίες. Γι᾽ αυτό, κύριε, πίνε το ποτήρι της τέρψης και της ευθυμίας, κι άφησε το ποτήρι της απερισκεψίας για τους νέους. Έχεις αίθουσες με ακροατές, όπου έδωσες απόδειξη των ικανοτήτων σου.»
Ο Ξάνθος, ήδη μεθυσμένος, λέει: «Δε σωπαίνεις, κάθαρμα; Εσύ είσαι του Άδη σύμβουλος.»
Ο Αίσωπος: «Περίμενε, και στον Άδη θα καταλήξεις.»
Κι ένας μαθητής βλέποντας τον Ξάνθο να παραπαίει, λέει: «Δάσκαλε, είναι για τον άνθρωπο όλα δυνατά;»
Ο Ξάνθος: «Ποιος ξεκίνησε την κουβέντα για τον άνθρωπο; Είναι ο πλέον επιτήδειος και ικανός για όλα.»
Ο μαθητής τότε έφερε τη συζήτηση στα αδύνατα και λέει: «Μπορεί ένας άνθρωπος να πιει τη θάλασσα ως τον πάτο;»
Ο Ξάνθος λέει: «Αυτό είναι εύκολο· εγώ θα την πιω ως τον πάτο.»
Ο μαθητής είπε: «Κι αν δεν την πιεις ώς τον πάτο, τότε τι χάνεις;»
Ο Ξάνθος νικημένος ήδη απ᾽ το πολύ κρασί λέει: «Βάζω στοίχημα το βιος μου. Αν δεν την πιω ως τον πάτο, χάνω όλο μου το βιος.»
Έδωσαν για εχέγγυα τα δαχτυλίδια κι επικύρωσαν τη συμφωνία. Ο Αίσωπος που καθόταν στα πόδια του Ξάνθου, του δίνει μια γροθιά στον αστράγαλο και λέει: «Κύριε, τι κάνεις; Είσαι στα καλά σου; Πώς μπορείς να πιεις ώς τον πάτο τη θάλασσα;»
Ο Ξάνθος είπε «σιωπή εσύ, άχρηστε» χωρίς να αντιλαμβάνεται τι συμφωνία έκαμε. Το πρωί σηκώθηκε ο Ξάνθος, θέλησε να νίψει το πρόσωπό του και λέει: «Αίσωπε.» Κι ο Αίσωπος: «Τι είναι κύριε;» Ο Ξάνθος: «Ρίξε μου νερό στα χέρια.» Ο Αίσωπος πήρε τη στάμνα και του ᾽ριχνε στα χέρια. Κι όταν απόνιψε το πρόσωπό του, δεν είδε το δαχτυλίδι του και λέει: «Αίσωπε, τι έγινε το δαχτυλίδι μου;» Ο Αίσωπος: «Δεν ξέρω.» Ο Ξάνθος: «Α!»
Ο Αίσωπος: «Λοιπόν πάρε κρυφά όσο βιος σου μπορείς και παραμέρισέ το για τις δύσκολες ώρες· δεν είναι πια δικό σου το βιος.» Κι ο Ξάνθος: «Τι λες;»
Ο Αίσωπος: «Χτες, την ώρα του πιοτού, έκανες συμφωνίες να πιεις τη θάλασσα ώς τον πάτο κι έβαλες το δαχτυλίδι σου εχέγγυο για το βιος σου.»
Ο Ξάνθος: «Και πώς θα μπορέσω εγώ να πιω τη θάλασσα ώς τον πάτο;»
Ο Αίσωπος είπε: «Εγώ καθόμουν στα πόδια σου και σου ᾽λεγα: “Κύριε, πάψε, τι κάνεις; Αυτό είναι αδύνατο”· και δε μου ᾽δωσες σημασία.»
Ο Ξάνθος έπεσε στα πόδια του Αισώπου και λέει: «Σε παρακαλώ, Αίσωπε, αν μπορείς με την ευστροφία σου, βρες μου κάποια πρόφαση ή να νικήσω ή να διαλύσω τη συμφωνία.»
Ο Αίσωπος: «Για να νικήσεις δεν μπορώ να βρω, όμως θα βρω τρόπο να λυθεί το ζήτημα.»
Ο Ξάνθος: «Με ποιον τρόπο; Δώσ᾽ μου καμιά γνώμη.»
Ο Αίσωπος: «Όταν έρθει ο διαιτητής της συμφωνίας με τον αντίδικο και σου πει να πιεις όλη τη θάλασσα, μην αρνηθείς, αλλά όσα συμφώνησες μεθυσμένος, τα ίδια και νηφάλιος λέγε. Φέρε ένα τραπέζι, δώσε εντολή να τοποθετηθεί μπροστά σου και να παρίστανται δούλοι. Αυτό θα προκαλέσει κάποια εντύπωση· θα τρέξει όλος ο κόσμος για το θέαμα, νομίζοντας πως εσύ θα πιεις όλη τη θάλασσα. Κι όταν δεις ότι μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσμος, γέμισε ένα κύπελλο από τη θάλασσα, κάλεσε το διαιτητή και λέγε του: “Τι συμφωνία έκαμα;” Και θα σου απαντήσει: “Να πιεις όλη τη θάλασσα.” Και συ πες του: “Μήπως και κάτι άλλο;” Και θα σου απαντήσει: “Όχι.” Κι εσύ επικαλούμενος τη μαρτυρία του λέγε: “Συμπολίτες, υπάρχουν πολλοί ποταμοί, χείμαρροι κι αστέρευτοι, που χύνονται στη θάλασσα. Έκαμα συμφωνία να πιω τη θάλασσα μόνο, όχι όμως και τα ποτάμια που χύνονται σ᾽ αυτή. Λοιπόν ας κλείσει ο αντίδικός μου τα στόμια των ποταμών, για να πιω τη θάλασσα μόνο. Είναι όμως αδύνατο να κλείσουν τα στόμια όλων των ποταμών που υπάρχουν στον κόσμο· αδύνατο επομένως κι εγώ να πιω ολόκληρη τη θάλασσα.” Έτσι, αν το αδύνατο αντιπαρατεθεί στο αδύνατο, θα οδηγήσει στη διάλυση των συμφωνιών.»
Ο Ξάνθος έκπληκτος απ᾽ την επινοητικότητά του, όλο χαρά, περίμενε. Κατέφτασε αυτός με τον οποίο είχε κάμει τη συμφωνία μαζί με τους πρώτους της πόλης μπροστά στον πυλώνα, κάλεσε τον Ξάνθο και είπε: «Τέλειωνε με το στοίχημα, ειδάλλως παράδωσέ μου το βιος σου.»
Ο Αίσωπος είπε: «Εσύ να δώσεις λογαριασμό για το βιος σου, γιατί εμείς την έχουμε κιόλας αδειάσει ως τη μέση τη θάλασσα.»
Ο μαθητής είπε: «Αίσωπε, θα είσαι πλέον δικός μου δούλος κι όχι του Ξάνθου.»
Ο Αίσωπος: «Παράδωσε καλύτερα το βιος σου στο αφεντικό μου και μη φλυαρείς.» Αυτά είπε και πρόσταξε να φέρουν μια κλίνη και να τη στρώσουν κοντά στο γιαλό· τοποθέτησε ένα τραπέζι και μερικά ποτήρια. Ο Αίσωπος είχε σταθεί δίπλα του· γέμισε ένα ποτήρι απ᾽ τη θάλασσα και το ᾽δωσε στον κύριό του.
Ο μαθητής: «Κακό που το ᾽παθα, στ᾽ αλήθεια πίνει τη θάλασσα;» Και καθώς ετοιμαζόταν να βάλει το ποτήρι στο στόμα ο Ξάνθος, λέει: «Να έλθει ο διαιτητής της συμφωνίας.»
Πήγε. Και του λέει ο Ξάνθος: «Τι συμφωνία έκαμα;»
Κι ο μαθητής: «Να πιεις όλη τη θάλασσα.»
Ο Ξάνθος: «Μήπως και τίποτε άλλο;»
Ο διαιτητής: «Όχι.»
Ο Ξάνθος λέει προς το πλήθος: «Συμπολίτες, γνωρίζετε ότι υπάρχουν πολλοί ποταμοί, χείμαρροι κι αστέρευτοι, που χύνονται στη θάλασσα. Εγώ βέβαια έβαλα στοίχημα να πιω μόνο τη θάλασσα όλη, όχι όμως και τους ποταμούς. Ας κλείσει λοιπόν ο αντίδικός μου τα στόμια των ποταμών, για να μην πιω μαζί με τη θάλασσα και τους ποταμούς.»
Και νίκησε ο φιλόσοφος. Ανακραύγασε το πλήθος για να τιμήσει τον Ξάνθο. Κι ο μαθητής έπεσε στα πόδια του Ξάνθου και λέει: «Δάσκαλε, είσαι μεγάλος, νίκησες, το ομολογώ. Παρακαλώ να ακυρώσουμε από κοινού τη συμφωνία.» Και διέλυσαν τη συμφωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου