[21] Σκέψασθε οὖν ὅσῳ δικαιότερα ὑμῶν δεήσομαι ἐγὼ ἢ ὁ ἀδελφός. ἐγὼ μέν γε τῷ τεθνεῶτι ὑμᾶς κελεύω καὶ τῷ ἠδικημένῳ τὸν ἀΐδιον χρόνον τιμωροὺς γενέσθαι· οὗτος δὲ τοῦ μὲν τεθνεῶτος πέρι οὐδὲν ὑμᾶς αἰτήσεται, ὃς ἄξιος καὶ ἐλέου καὶ βοηθείας καὶ τιμωρίας παρ᾽ ὑμῶν τυχεῖν, ἀθέως καὶ ἀκλεῶς πρὸ τῆς εἱμαρμένης ὑφ᾽ ὧν ἥκιστα ἐχρῆν τὸν βίον ἐκλιπών,
[22] ὑπὲρ δὲ τῆς ἀποκτεινάσης δεήσεται ἀθέμιτα καὶ ἀνόσια καὶ ἀτέλεστα καὶ ἀνήκουστα καὶ θεοῖς καὶ ὑμῖν, δεόμενος ὑμῶν …… ἃ αὐτὴ ἑαυτὴν οὐκ ἔπεισε μὴ κακοτεχνῆσαι. ὑμεῖς δ᾽ οὐ τῶν ἀποκτεινάντων ἐστὲ βοηθοί, ἀλλὰ τῶν ἐκ προνοίας ἀποθνῃσκόντων, καὶ ταῦτα ὑφ᾽ ὧν ἥκιστα αὐτοὺς ἐχρῆν ἀποθνῄσκειν. ἤδη οὖν ἐν ὑμῖν ἐστὶ τοῦτ᾽ ὀρθῶς διαγνῶναι, ὃ καὶ ποιήσατε.
[23] δεήσεται δ᾽ ὑμῶν οὗτος μὲν ὑπὲρ μητρὸς τῆς αὑτοῦ ζώσης, τῆς ἐκεῖνον διαχρησαμένης ἐπιβούλως τε καὶ ἀθέως, ὅπως δίκην μὴ δῷ, ἂν ὑμᾶς πείθῃ, ὧν ἠδίκηκε· ἐγὼ δ᾽ ὑμᾶς ὑπὲρ πατρὸς τοὐμοῦ τεθνεῶτος αἰτοῦμαι, ὅπως παντὶ τρόπῳ δῷ. ὑμεῖς δέ, ὅπως διδῶσι δίκην οἱ ἀδικοῦντες, τούτου γε ἕνεκα καὶ δικασταὶ ἐγένεσθε καὶ ἐκλήθητε.
[24] καὶ ἐγὼ μὲν ἐπεξέρχομαι [λέγων], ἵνα δῷ δίκην ὧν ἠδίκηκε καὶ τιμωρήσω τῷ τε πατρὶ τῷ ἡμετέρῳ καὶ τοῖς νόμοις τοῖς ὑμετέροις· ταύτῃ καὶ ἄξιόν μοι βοηθῆσαι ὑμᾶς ἅπαντας, εἰ ἀληθῆ λέγω· οὗτος δὲ τἀναντία, ὅπως ἡ τοὺς νόμους παριδοῦσα μὴ δῷ δίκην ὧν ἠδίκηκε, ταύτῃ βοηθὸς καθέστηκε.
[25] καίτοι πότερον δικαιότερον τὸν ἐκ προνοίας ἀποκτείναντα δοῦναι δίκην ἢ μή; καὶ πότερον δεῖ οἰκτεῖραι μᾶλλον τὸν τεθνεῶτα ἢ τὴν ἀποκτείνασαν; ἐγὼ μὲν οἶμαι τὸν τεθνεῶτα· καὶ γὰρ δικαιότερον καὶ ὁσιώτερον καὶ πρὸς θεῶν καὶ πρὸς ἀνθρώπων γίγνοιτο ‹ἂν› ὑμῖν. ἤδη οὖν ἐγὼ ἀξιῶ, ὥσπερ κἀκεῖνον ἀνελεημόνως καὶ ἀνοικτίστως αὕτη ἀπώλεσεν, οὕτω καὶ αὐτὴν ταύτην ἀπολέσθαι ὑπό τε ὑμῶν καὶ τοῦ δικαίου.
[26] ἡ μὲν γὰρ ἑκουσίως καὶ βουλεύσασα τὸν θάνατον ‹ἀπέκτεινεν›, ὁ δ᾽ ἀκουσίως καὶ βιαίως ἀπέθανε. πῶς γὰρ οὐ βιαίως ἀπέθανεν, ὦ ἄνδρες, ὅς γ᾽ ἐκπλεῖν ἔμελλεν ἐκ τῆς γῆς τῆσδε, παρά τε ἀνδρὶ φίλῳ αὑτοῦ εἱστιᾶτο; ἡ δὲ πέμψασα τὸ φάρμακον καὶ κελεύσασα ἐκείνῳ δοῦναι πιεῖν ἀπέκτεινεν ἡμῶν τὸν πατέρα. πῶς οὖν ταύτην ἐλεεῖν ἄξιόν ἐστιν ἢ αἰδοῦς τυγχάνειν παρ᾽ ὑμῶν ἢ ἄλλου του; ἥτις αὐτὴ οὐκ ἠξίωσεν ἐλεῆσαι τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα, ἀλλ᾽ ἀνοσίως καὶ αἰσχρῶς ἀπώλεσεν.
[27] οὕτω δέ τοι καὶ ἐλεεῖν ἐπὶ τοῖς ἀκουσίοις παθήμασι μᾶλλον προσήκει ἢ τοῖς ἑκουσίοις καὶ ἐκ προνοίας ἀδικήμασι καὶ ἁμαρτήμασι. καὶ ὥσπερ ἐκεῖνον αὕτη οὔτε θεοὺς οὔθ᾽ ἥρωας οὔτ᾽ ἀνθρώπους αἰσχυνθεῖσα οὐδὲ δείσασ᾽ ἀπώλεσεν, οὕτω καὶ αὐτὴ ὑφ᾽ ὑμῶν καὶ τοῦ δικαίου ἀπολομένη, καὶ μὴ τυχοῦσα μήτ᾽ αἰδοῦς μήτ᾽ ἐλέου μήτ᾽ αἰσχύνης μηδεμιᾶς παρ᾽ ὑμῶν, τῆς δικαιοτάτης ἂν τύχοι τιμωρίας.
***
[21] Προσέξτε λοιπόν πόσο πιο δίκαια θα είναι τα δικά μου αιτήματα από αυτά του αδερφού μου. Εγώ ζητώ από σας να πάρετε εκδίκηση μια για πάντα για το νεκρό που χάθηκε άδικα· αντίθετα, ο αδερφός μου δεν πρόκειται να σας ζητήσει τίποτε για το νεκρό, που αξίζει να τύχει εκ μέρους σας και έλεος και βοήθεια και εκδίκηση, αφού άφησε τη ζωή με τρόπο ανόσιο και άδοξο, πριν την ώρα που του όρισε η μοίρα, και μάλιστα από εκείνους που θα έπρεπε να είναι οι τελευταίοι που θα έκαναν κάτι τέτοιο·
[22] για τη φόνισσα όμως θα ζητήσει πράγματα παράνομα, ανίερα, πράγματα που δεν μπορούν ούτε να γίνουν ούτε να ακουστούν ούτε από τους θεούς ούτε από σας, παρακαλώντας σας να μη την τιμωρήσετε για ένα έγκλημα για το οποίο η ίδια η φόνισσα δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί ώστε να μη το διαπράξει. Εσείς όμως δεν είστε συνήγοροι των δολοφόνων, αλλά των εκ προμελέτης δολοφονημένων, και μάλιστα αυτών που δολοφονήθηκαν από εκείνους που θα έπρεπε να ήταν οι τελευταίοι που θα έκαναν κάτι τέτοιο. Τώρα λοιπόν από σας εξαρτάται να πάρετε σωστή απόφαση· κάντε το.
[23] Ο συνήγορος θα κάνει έκκληση σε σας για λογαριασμό της μητέρας του, που ζει και που ξέκανε τον πατέρα μου χωρίς ενδοιασμούς και τύψεις· θα ζητήσει από εσάς, αν μπορέσει να σας πείσει, να μη τιμωρηθεί για όσα αδικήματα έχει κάνει· εγώ από τη μεριά μου απευθύνομαι σε σας για λογαριασμό του νεκρού πατέρα μου και ζητώ να τιμωρηθεί αυτή με κάθε τρόπο. Όσο για σας, ο λόγος για τον οποίο γίνατε δικαστές και πήρατε αυτόν τον τίτλο, είναι για να τιμωρούνται όσοι αδικούν.
[24] Την κατηγορώ λοιπόν, για να πετύχω την τιμωρία της για τα αδικήματα που έχει κάνει, για να εκδικηθώ τον πατέρα μου και για να υπερασπίσω τους νόμους σας. Έτσι, αν λέω την αλήθεια, αξίζει να με υποστηρίξετε όλοι σας. Αντίθετα, αυτός εδώ ανέλαβε την υπεράσπισή της για να μην τιμωρηθεί για όσα εγκλήματα έχει διαπράξει.
[25] Αλήθεια, ποιό είναι πιο δίκαιο; Να τιμωρηθεί ή όχι αυτός που έκανε φόνο εκ προμελέτης; Και ποιό από τα δύο; Πρέπει να νιώθει κανείς περισσότερο οίκτο για το θύμα ή για τη φόνισσα; Εγώ τουλάχιστον νομίζω για το θύμα· γιατί έτσι, και σεις θα φανείτε πιο δίκαιοι στους ανθρώπους και πιο αρεστοί στους θεούς. Γι᾽ αυτό κάνω τώρα έκκληση σε σας, όπως ακριβώς η γυναίκα αυτή σκότωσε εκείνον χωρίς έλεος και χωρίς οίκτο, κατά τον ίδιο τρόπο να χαθεί και αυτή από σας και από τη δικαιοσύνη.
[26] Γιατί αυτή τον σκότωσε εκ προμελέτης σχεδιάζοντας το θάνατό του, ενώ εκείνος βρήκε ακούσιο και βίαιο θάνατο. Γιατί πώς δεν βρήκε, κύριοι, βίαιο θάνατο; Ο άνθρωπος ήταν έτοιμος να αποπλεύσει από αυτήν εδώ τη χώρα και γευμάτιζε καλεσμένος από κάποιο φίλο του, όταν αυτή έστειλε το δηλητήριο και δίνοντας την εντολή να το δώσουν σ᾽ εκείνον να το πιει σκότωσε τον πατέρα μας. Πώς λοιπόν εσείς ή κάποιος άλλος αξίζει να τη λυπηθείτε ή να της δείξετε σεβασμό; Αυτή η γυναίκα αρνήθηκε να συμπονέσει τον άντρα της και τον σκότωσε με τρόπο ανίερο και αισχρό.
[27] Τέτοια συμπάθεια ταιριάζει μάλλον σε ακούσια ατυχήματα παρά σε εσκεμμένα αδικήματα και προμελετημένα εγκλήματα. Όπως ακριβώς, λοιπόν, αυτή η γυναίκα σκότωσε τον άντρα της, χωρίς να σεβαστεί ούτε καν να φοβηθεί ούτε θεούς ούτε ανθρώπους ούτε ήρωες, έτσι και αυτή με τη σειρά της, αν καταδικαστεί σε θάνατο από σας και τη δικαιοσύνη και δεν πετύχει μήτε συγχώρεση μήτε έλεος μήτε σεβασμό, θα υποστεί την πιο δίκαιη τιμωρία.
[22] ὑπὲρ δὲ τῆς ἀποκτεινάσης δεήσεται ἀθέμιτα καὶ ἀνόσια καὶ ἀτέλεστα καὶ ἀνήκουστα καὶ θεοῖς καὶ ὑμῖν, δεόμενος ὑμῶν …… ἃ αὐτὴ ἑαυτὴν οὐκ ἔπεισε μὴ κακοτεχνῆσαι. ὑμεῖς δ᾽ οὐ τῶν ἀποκτεινάντων ἐστὲ βοηθοί, ἀλλὰ τῶν ἐκ προνοίας ἀποθνῃσκόντων, καὶ ταῦτα ὑφ᾽ ὧν ἥκιστα αὐτοὺς ἐχρῆν ἀποθνῄσκειν. ἤδη οὖν ἐν ὑμῖν ἐστὶ τοῦτ᾽ ὀρθῶς διαγνῶναι, ὃ καὶ ποιήσατε.
[23] δεήσεται δ᾽ ὑμῶν οὗτος μὲν ὑπὲρ μητρὸς τῆς αὑτοῦ ζώσης, τῆς ἐκεῖνον διαχρησαμένης ἐπιβούλως τε καὶ ἀθέως, ὅπως δίκην μὴ δῷ, ἂν ὑμᾶς πείθῃ, ὧν ἠδίκηκε· ἐγὼ δ᾽ ὑμᾶς ὑπὲρ πατρὸς τοὐμοῦ τεθνεῶτος αἰτοῦμαι, ὅπως παντὶ τρόπῳ δῷ. ὑμεῖς δέ, ὅπως διδῶσι δίκην οἱ ἀδικοῦντες, τούτου γε ἕνεκα καὶ δικασταὶ ἐγένεσθε καὶ ἐκλήθητε.
[24] καὶ ἐγὼ μὲν ἐπεξέρχομαι [λέγων], ἵνα δῷ δίκην ὧν ἠδίκηκε καὶ τιμωρήσω τῷ τε πατρὶ τῷ ἡμετέρῳ καὶ τοῖς νόμοις τοῖς ὑμετέροις· ταύτῃ καὶ ἄξιόν μοι βοηθῆσαι ὑμᾶς ἅπαντας, εἰ ἀληθῆ λέγω· οὗτος δὲ τἀναντία, ὅπως ἡ τοὺς νόμους παριδοῦσα μὴ δῷ δίκην ὧν ἠδίκηκε, ταύτῃ βοηθὸς καθέστηκε.
[25] καίτοι πότερον δικαιότερον τὸν ἐκ προνοίας ἀποκτείναντα δοῦναι δίκην ἢ μή; καὶ πότερον δεῖ οἰκτεῖραι μᾶλλον τὸν τεθνεῶτα ἢ τὴν ἀποκτείνασαν; ἐγὼ μὲν οἶμαι τὸν τεθνεῶτα· καὶ γὰρ δικαιότερον καὶ ὁσιώτερον καὶ πρὸς θεῶν καὶ πρὸς ἀνθρώπων γίγνοιτο ‹ἂν› ὑμῖν. ἤδη οὖν ἐγὼ ἀξιῶ, ὥσπερ κἀκεῖνον ἀνελεημόνως καὶ ἀνοικτίστως αὕτη ἀπώλεσεν, οὕτω καὶ αὐτὴν ταύτην ἀπολέσθαι ὑπό τε ὑμῶν καὶ τοῦ δικαίου.
[26] ἡ μὲν γὰρ ἑκουσίως καὶ βουλεύσασα τὸν θάνατον ‹ἀπέκτεινεν›, ὁ δ᾽ ἀκουσίως καὶ βιαίως ἀπέθανε. πῶς γὰρ οὐ βιαίως ἀπέθανεν, ὦ ἄνδρες, ὅς γ᾽ ἐκπλεῖν ἔμελλεν ἐκ τῆς γῆς τῆσδε, παρά τε ἀνδρὶ φίλῳ αὑτοῦ εἱστιᾶτο; ἡ δὲ πέμψασα τὸ φάρμακον καὶ κελεύσασα ἐκείνῳ δοῦναι πιεῖν ἀπέκτεινεν ἡμῶν τὸν πατέρα. πῶς οὖν ταύτην ἐλεεῖν ἄξιόν ἐστιν ἢ αἰδοῦς τυγχάνειν παρ᾽ ὑμῶν ἢ ἄλλου του; ἥτις αὐτὴ οὐκ ἠξίωσεν ἐλεῆσαι τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα, ἀλλ᾽ ἀνοσίως καὶ αἰσχρῶς ἀπώλεσεν.
[27] οὕτω δέ τοι καὶ ἐλεεῖν ἐπὶ τοῖς ἀκουσίοις παθήμασι μᾶλλον προσήκει ἢ τοῖς ἑκουσίοις καὶ ἐκ προνοίας ἀδικήμασι καὶ ἁμαρτήμασι. καὶ ὥσπερ ἐκεῖνον αὕτη οὔτε θεοὺς οὔθ᾽ ἥρωας οὔτ᾽ ἀνθρώπους αἰσχυνθεῖσα οὐδὲ δείσασ᾽ ἀπώλεσεν, οὕτω καὶ αὐτὴ ὑφ᾽ ὑμῶν καὶ τοῦ δικαίου ἀπολομένη, καὶ μὴ τυχοῦσα μήτ᾽ αἰδοῦς μήτ᾽ ἐλέου μήτ᾽ αἰσχύνης μηδεμιᾶς παρ᾽ ὑμῶν, τῆς δικαιοτάτης ἂν τύχοι τιμωρίας.
***
[21] Προσέξτε λοιπόν πόσο πιο δίκαια θα είναι τα δικά μου αιτήματα από αυτά του αδερφού μου. Εγώ ζητώ από σας να πάρετε εκδίκηση μια για πάντα για το νεκρό που χάθηκε άδικα· αντίθετα, ο αδερφός μου δεν πρόκειται να σας ζητήσει τίποτε για το νεκρό, που αξίζει να τύχει εκ μέρους σας και έλεος και βοήθεια και εκδίκηση, αφού άφησε τη ζωή με τρόπο ανόσιο και άδοξο, πριν την ώρα που του όρισε η μοίρα, και μάλιστα από εκείνους που θα έπρεπε να είναι οι τελευταίοι που θα έκαναν κάτι τέτοιο·
[22] για τη φόνισσα όμως θα ζητήσει πράγματα παράνομα, ανίερα, πράγματα που δεν μπορούν ούτε να γίνουν ούτε να ακουστούν ούτε από τους θεούς ούτε από σας, παρακαλώντας σας να μη την τιμωρήσετε για ένα έγκλημα για το οποίο η ίδια η φόνισσα δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί ώστε να μη το διαπράξει. Εσείς όμως δεν είστε συνήγοροι των δολοφόνων, αλλά των εκ προμελέτης δολοφονημένων, και μάλιστα αυτών που δολοφονήθηκαν από εκείνους που θα έπρεπε να ήταν οι τελευταίοι που θα έκαναν κάτι τέτοιο. Τώρα λοιπόν από σας εξαρτάται να πάρετε σωστή απόφαση· κάντε το.
[23] Ο συνήγορος θα κάνει έκκληση σε σας για λογαριασμό της μητέρας του, που ζει και που ξέκανε τον πατέρα μου χωρίς ενδοιασμούς και τύψεις· θα ζητήσει από εσάς, αν μπορέσει να σας πείσει, να μη τιμωρηθεί για όσα αδικήματα έχει κάνει· εγώ από τη μεριά μου απευθύνομαι σε σας για λογαριασμό του νεκρού πατέρα μου και ζητώ να τιμωρηθεί αυτή με κάθε τρόπο. Όσο για σας, ο λόγος για τον οποίο γίνατε δικαστές και πήρατε αυτόν τον τίτλο, είναι για να τιμωρούνται όσοι αδικούν.
[24] Την κατηγορώ λοιπόν, για να πετύχω την τιμωρία της για τα αδικήματα που έχει κάνει, για να εκδικηθώ τον πατέρα μου και για να υπερασπίσω τους νόμους σας. Έτσι, αν λέω την αλήθεια, αξίζει να με υποστηρίξετε όλοι σας. Αντίθετα, αυτός εδώ ανέλαβε την υπεράσπισή της για να μην τιμωρηθεί για όσα εγκλήματα έχει διαπράξει.
[25] Αλήθεια, ποιό είναι πιο δίκαιο; Να τιμωρηθεί ή όχι αυτός που έκανε φόνο εκ προμελέτης; Και ποιό από τα δύο; Πρέπει να νιώθει κανείς περισσότερο οίκτο για το θύμα ή για τη φόνισσα; Εγώ τουλάχιστον νομίζω για το θύμα· γιατί έτσι, και σεις θα φανείτε πιο δίκαιοι στους ανθρώπους και πιο αρεστοί στους θεούς. Γι᾽ αυτό κάνω τώρα έκκληση σε σας, όπως ακριβώς η γυναίκα αυτή σκότωσε εκείνον χωρίς έλεος και χωρίς οίκτο, κατά τον ίδιο τρόπο να χαθεί και αυτή από σας και από τη δικαιοσύνη.
[26] Γιατί αυτή τον σκότωσε εκ προμελέτης σχεδιάζοντας το θάνατό του, ενώ εκείνος βρήκε ακούσιο και βίαιο θάνατο. Γιατί πώς δεν βρήκε, κύριοι, βίαιο θάνατο; Ο άνθρωπος ήταν έτοιμος να αποπλεύσει από αυτήν εδώ τη χώρα και γευμάτιζε καλεσμένος από κάποιο φίλο του, όταν αυτή έστειλε το δηλητήριο και δίνοντας την εντολή να το δώσουν σ᾽ εκείνον να το πιει σκότωσε τον πατέρα μας. Πώς λοιπόν εσείς ή κάποιος άλλος αξίζει να τη λυπηθείτε ή να της δείξετε σεβασμό; Αυτή η γυναίκα αρνήθηκε να συμπονέσει τον άντρα της και τον σκότωσε με τρόπο ανίερο και αισχρό.
[27] Τέτοια συμπάθεια ταιριάζει μάλλον σε ακούσια ατυχήματα παρά σε εσκεμμένα αδικήματα και προμελετημένα εγκλήματα. Όπως ακριβώς, λοιπόν, αυτή η γυναίκα σκότωσε τον άντρα της, χωρίς να σεβαστεί ούτε καν να φοβηθεί ούτε θεούς ούτε ανθρώπους ούτε ήρωες, έτσι και αυτή με τη σειρά της, αν καταδικαστεί σε θάνατο από σας και τη δικαιοσύνη και δεν πετύχει μήτε συγχώρεση μήτε έλεος μήτε σεβασμό, θα υποστεί την πιο δίκαιη τιμωρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου