Ιούνιος: Θέρος, τρύγος, πόλεμος και στ’ αλώνισμα χαρές!
«Γεια σου θεριστή, λεβέντη, που θερίζεις τα σπαρτά κι ωριμάζεις και τα σύκα, Ορνιαστή μου απ’ τη συκιά»
Ο Ιούνιος πήρε το όνομά του από την Θεά Ήρα την σύζυγο του Θεού Δία, η οποία στα λατινικά ονομάζονταν Juno. Είναι ο δέκατος μήνας κατά το εκκλησιαστικό ημερολόγιο που αρχίζει τον Σεπτέμβριο κι ο τέταρτος κατά το παλαιό ρωμαϊκό ημερολόγιο. Στο αττικό ημερολόγιο ήταν ο δωδέκατος μήνας και ονομάζονταν Σκιροφοριών διάρκειας 29 ημερών και αντιστοιχεί με το χρονικό διάστημα από 24 Μαΐου έως 22 Ιουνίου. Σε άλλες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας τελευταίος μήνας του χρόνου θεωρούνταν ο Ποσειδών ο οποίος στην Αθήνα λογίζονταν ως ο έκτος μήνας του έτους.
Στην ελληνική μυθολογία η Ήρα ήταν σύζυγος του Δία, κόρη του Κρόνου και της Ρέας. Ήταν η Θεά του γάμου . Ζήλευε τον άνδρα της Δία για τις απιστίες του προς αυτήν και πολλές φορές εκδικήθηκε τις γυναίκες με τις οποίες την απατούσε ο Δίας. Ταυτιζόταν κατά την Ρωμαϊκή Μυθολογία με τη Θεότητα Γιούνο ενώ στην Ετρουσκική με την Θεότητα Ούνι. Η γέννηση της βασίλισσας των Θεών τοποθετείται σε σημεία. Μερικά από αυτά είναι η Σάμος ή η Στυμφαλία ή η Εύβοια. Ο Κρόνος την κατάπιε, προσπαθώντας να πολεμήσει τη μοίρα του, καθώς η Γαία και ο Ουρανός του είχαν προφητεύσει πως ένας απόγονός του θα διεκδικούσε την εξουσία. Μόνο όταν η Ρέα κατόρθωσε να ξεγελάσει τον Κρόνο, τότε η Ήρα ξαναείδε το φως. Προς τιμήν της Ήρας γίνονταν γιορτές σε πολλές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας και ονομάζονταν Ηραία. Τα λαμπρότερα Ηραία γίνονταν στο Άργος, τη Σάμο και την Ολυμπία. Οι ναοί προς τιμήν της Ήρας είχαν το όνομα Ηραίον. Το πιο σημαντικό Ηραίον στον Ελλαδικό χώρο είναι το Ηραίον της Σάμου.
Απόγονοι της Θεάς Ήρας ήταν οι Κάδμειοι (ανάμεσά τους κι ο Θεός Διόνυσος) οι Πελοπίδες (ο Αγαμέμνονας, ο Μενέλαος, ο Θησέας, ο Αίγισθος, ο Ορέστης, η Ηλέκτρα, η Ιφιγένεια, ο Αμφιτρύωνας, η Αλκμήνη, ο Ευρυσθέας, ο Ιόλαος, ο Ηρακλής) οι Θεστιάδες (η Αλθαία, η Λήδα, ο Μελέαγρος, η Δηιάνειρα, οι Διόσκουροι, η Ωραία Ελένη, ο Αμφιάραος) ο Ασκληπιός, οι Παλικοί, ο Αιγέας κι ο ληστής Περιφήτης.
Ο Λεύκιος Ιούνιος Βρούτος, ήταν ο πρώτος Ύπατος που θεμελίωσε την Δημοκρατία στην Ρώμη, τον 5ο αιώνα π.κ.ε. και με την αναμόρφωση του Ρωμαϊκού Ημερολογίου από τον Νουμά Πομπίλιο έλαβε ο μήνας Ιούνιος την έκτη θέση στο δωδεκάμηνο Ρωμαϊκό Ημερολόγιο, θέση που διατηρεί μέχρι σήμερα.
Τον Ιούνιο έχουμε το θερινό ηλιοστάσιο με τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου για το Βόρειο Ημισφαίριο, που πρακτικά σημαίνει την έναρξη του καλοκαιριού.
Στο διάστημα αυτό στην Αθήνα γιορτάζονταν τα: Βενδίδεια, προς τιμή της Θρακικής Θεότητας Βενδίδας (Αρτέμιδας), από τους εμπόρους μέτοικους από τη Θράκη, που κατοικούσαν στον Πειραιά. Το επίκεντρο των εκδηλώσεων ήταν στον Λόφο της Μουνιχίας (σημερινή Καστέλα) κι αυτό που εντυπωσίαζε τους γηγενείς Αθηναίους ήταν η έφιππη λαμπαδηδρομία και η ολονύκτια διασκέδαση των συμμετεχόντων. Η γιορτή των Βενδιδείων αποτελεί το εναρκτήριο θέμα της «Πολιτείας» του Πλάτωνος.
Καλλυντήρια και Πλυντήρια, γιορτές που σχετίζονταν με τον καθαρισμό του ναού της θεάς Αθηνάς.
Σκιροφόρια, γυναικεία γιορτή προς τιμή τηςΔήμητρας και της Περσεφόνης.
Διιπόλια ή Διπολίεια, εορτή αφιερωμένη στον Δία με θυσία βοδιού.
Τον Ιούνιο ξεκινούν οι μεγάλες δουλειές των γεωργών, θέρος, τρύγος, πόλεμος!
Στη νεώτερη Ελλάδα, ο Ιούνιος έχει πολλές λαϊκές ονομασίες: Θεριστής, λόγω του ότι είναι ο κατεξοχήν μήνας του θερισμού των δημητριακών. Αλυθτσατσής, Ρινιαστής, Ορνιαστής και Απαρνιαστής, ονομασίες που προέρχονται από την τεχνητή γονιμοποίηση των ήμερων σύκων, με καρπούς αγριοσυκιάς. Κερασάρης και Κερασινός, λόγω της ωρίμανσης των κερασιών. Τζιτζικάρης, λόγω της δυναμικής παρουσίας των τζιτζικιών.
Σε διαφορετικές περιοχές της Ελλάδος ο Ιούνιος έχει την δική του ξεχωριστή ονομασία: Στα Γρεβενά αναφέρεται ως Κερασάρης και στον Πόντο Κερασινός επειδή ωριμάζουν τα κεράσια, ενώ λόγω του «ερινασμού» ή «ορνιασμού» (τεχνητή γονιμοποίηση με ορνούς ή καρπούς άγριας συκιάς) των ήμερων σύκων ονομάζεται Ορνιαστής στην Άνδρο, Ρινιστής στην Πάρο και Απαρνιαστής σε διάφορα άλλα μέρη.
Στο Μανιάκι Πυλίας αφήνουν ένα κομμάτι αθέριστο και λένε ότι είναι τα γένια του νοικοκύρη, τον οποίο σηκώνουν στα χέρια ψηλά & τον αφήνουν να πατήσει στη γη, μόνο αν τάξει στους θεριστές κρασί και κότα.
Στη Σκύρο σαν αποθερίσουν, αφήνουν δύο λημάρια αποθέρι στο χωράφι άθερα, για χαρά του χωραφιού και για να φάνε τα πουλιά και τα αγρίμια.
Στην Κάρπαθο χαράσσουν με το δρεπάνι ένα κύκλο, που περιλαμβάνει τα τελευταία στάχυα. Στον κύκλο μπαίνει η νεαρότερη θερίστρια, σταυροκοπιέται και πετάει επάνω το δρεπάνι της φωνάζοντας: «Και του χρόνου, καλαλωνεμένα, καλοφαωμένα, καλοπρουκισμένα!»
Είναι όμως κυρίως γνωστός ως Θεριστής: «αρχές του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή» αφού συνδέεται άμεσα με την ωρίμανση και τον θερισμό των δημητριακών. Το θέρισμα γίνεται με το δρεπάνι αρχίζοντας από το μέρος που έχει λυγίσει τα στάχυα ο αέρας. Αυτόν το μήνα ξεκινούσε στο χωριό ο Θέρος και κράταγε όλο το χωριό στο πόδι μέρα – νύχτα. Tο χωριό κατά βάση φτωχό είχε πρώτο μέλημα να εξασφαλιστεί το «σόδιμα», για να μπει στ’ αμπάρι να θρέψει τη φαμελιά. Δεν υπήρχε πεζούλα ή άκρη που να μην σπείρουν οι χωριανοί.
Μερικές παροιμίες για τον Ιούνιο είναι οι εξής:
«Αρχές του θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή»
«Ο Μάης θέλει το νερό κι ο θεριστής (=Ιούνιος) το ξύδι»
«Όποιος έχει την κατάρα του παππού, πάει τον Μάη εργάτης κι όποιος έχει του πρωτόπαππου πάει τον Ιούνιο»
«Από το θέρος ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές»
«Θέρος, τρύγος, πόλεμος και στ’ αλώνισμα χαρές!»
«Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη (Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα»
«Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή»
«Τον Ιούνιο αφήνουν το δρεπάνι και σπέρνουν το ρεπάνι»
Θερινό ηλιοστάσιο
Στις 21-22 Ιουνίου ο Ήλιος φτάνει στο βορειότερο σημείο της εκλειπτικής και αρχίζει να κατέρχεται και πάλι «τρεπόμενος» προς τον ουράνιο ισημερινό. Το σημείο αυτό, ονομάζεται θερινό τροπικό σημείο ή απλά θερινή τροπή, επειδή ο Ήλιος τρέπεται και πάλι προς τον ισημερινό, και από την ημέρα αυτή αρχίζει το καλοκαίρι. Επειδή, μάλιστα, για μερικές ημέρες πριν και μετά τη θερινή τροπή ο Ήλιος φαίνεται να αργοστέκει πάνω στην εκλειπτική, σαν να είναι έτοιμος να σταματήσει, το θερινό τροπικό σημείο ονομάζεται επίσης και θερινό ηλιοστάσιο.
Πριν από 2.000 χρόνια το σημείο του θερινού ηλιοστάσιου βρίσκονταν στον αστερισμό του Καρκίνου γι’ αυτό και ο Βόρειος Τροπικός Κύκλος ο οποίος διέρχεται από το σημείο αυτό ονομάστηκε «Τροπικός του Καρκίνου». Μετά τη θερινή τροπή, ο Ήλιος αρχίζει να κατεβαίνει προς το Νότο, άρα «καρκινοβατεί» κάνει δηλαδή μια οπισθοδρομική κίνηση σαν τον κάβουρα. Φυσικά, σήμερα, λόγω της μετάπτωσης των ισημεριών, το σημείο του θερινού ηλιοστάσιου βρίσκεται στον αστερισμό των Διδύμων, ενώ ο Ήλιος εισέρχεται στον αστερισμό του Καρκίνου στις 21 Ιουλίου και παραμένει εκεί επί 21 ημέρες μέχρι τις 11 Αυγούστου.
Ιστορική αναδρομή του εθίμου
Ο Κλήδονας είναι ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα
Στην επoχή του Ομήρου, χρησιμοποιούσαν τη μαγεία του Κλήδονα για να μαντέψουν τα μελλούμενα. Ο Παυσανίας (Βοιωτικά), σχετικά με τον κλήδονα, αναφέρει τα εξής: «Στη συνέχεια του Ηρακλείου (της Θήβας) υπάρχει γυμνάσιο και στάδιο, που και τα δυο έχουν το όνομα του Θεού. Πέρα από το Σωφρονιστήρα λίθο υπάρχει βωμός του Απόλλωνα του επονομαζόμενου Σποδίου. Ο Βωμός του Απόλλωνα σχηματίστηκε από τη στάχτη των σφαγίων. Εδώ συνηθίζεται μαντική από κληδόνων την οποία ξέρω ότι τη χρησιμοποιούν οι Σμυρνιοί περισσότερο απ’ όλους τους Έλληνες και οι Σμυρνιοί έχουν πάνω από τη πόλη, έξω από το τείχος, ιερό των κληδόνων («κληδόνων ιερόν»).
Οι Θηβαίοι θυσίαζαν ταύρους στον «Σπόδιο Απόλλωνα»
Ο Απόλλωνας ήταν ένας από τους 12 θεούς του Ολύμπου, ο σπουδαιότερος μετά τον Δία. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, η λατρεία του εισήλθε στον ελλαδικό χώρο από την Ανατολή. Άλλες θεωρίες φέρουν τους Δωριείς ως κομιστές της λατρείας του αλλά και την ως τόπο εμφάνισης του, την Κρήτη, μέσω της οποίας η λατρεία του μεταλαμπαδεύτηκε στην Μικρά Ασία. Διέθετε γύρω στις 350 επικλήσεις, προσωνύμια και τοπικές λατρείες του, θεραπευτής, μάντης και ηλιακός «Φοίβος» Πιθανότατα να αποτέλεσε έμπνευση για τον Θεό Απλού στην ετρουσκική μυθολογία.
Με την επίδραση του Νίτσε και την διάδοση της φιλοσοφίας του και των βιβλίων του στα νεότερα χρόνια, ο άνθρωπος άρχισε να βλέπει ως βασική στην ελληνική θρησκεία την ΔΙΑΚΡΙΣΗ κι αντίθεση ανάμεσα στον φωτεινό, λογικό, τακτικό, συνετό Απόλλωνα Θεό της αρμονίας και της τάξης και στον συναισθηματικό, μυστικιστή και παράφορο Διόνυσο, Θεό της μέθης, των ενστίκτων και του παρορμητισμού. Ο αντιθετικός αυτός διαχωρισμός σε Απολλώνιο και Διονυσιακό στοιχείο επικράτησε, παρόλο που η σύνδεση του Απόλλωνα με το μαντείο των Δελφών δεν έγινε μόνο βάσει ορθολογιστικών παραγόντων, αλλά κυρίως λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων της εποχής. Επιπρόσθετα η τάση του για εξιλασμούς είναι πλησιέστερη στο συναισθηματικό παρά στο λογικό πεδίο. Ωστόσο, με την ανοικοδόμηση του Ναού του Απόλλωνα και την αναπαράσταση σε αυτόν και των δύο αντίθετων Θεοτήτων, γίνεται εμφανής μια απόπειρα συγκερασμού των στοιχείων και γεφύρωσης των διαφορών των δύο Θεών και η παγίωση μιας νέας εποχής για τη θρησκευτική λατρεία.
Στα χρόνια του Βυζαντίου συναντάμε το έθιμο σαν λατρεία του Ήλιου του Θεού Απόλλωνα.
Φωτιές ανάβονται και ο λαός πηδά πάνω από αυτές για να εξαγνίσει το κακό, όπως και σήμερα. Με τα χρόνια ο Κλήδονας χάνει το χαρακτήρα της γενικής μαντικής και περιορίζεται στους ερωτικούς χρησμούς. Η θεά Κλήδονα αποσύρεται σιωπηλά και δίνει τη θέση της στον Αϊ Γιάννη, του οποίου τη χάρη επικαλείται ο λαός.
Στους βυζαντινούς χρόνους, την παραμονή του Αγίου Ιωάννη, οι άνθρωποι συναθροίζονταν σε κάποιο σπίτι ή στη γειτονιά, όπου γινόταν τραπέζι σαν να επρόκειτο για γαμήλιο δείπνο. Εκεί παρευρισκόταν κάποιο νεαρό κορίτσι ντυμένο νύφη. Στο τέλος της βραδιάς, ο κάθε παριστάμενος έριχνε ένα αντικείμενο σε ειδικό αγγείο με νερό, από όπου το ανέσυρε στη συνέχεια η «νύφη» υπό μορφήν κλήρου ως απάντηση στην ερώτηση του καθένα για το τι επιφύλασσε το μέλλον.
Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών κατά το Β’ μισό του 12ου αιώνα, σχολιάζοντας τους Κανόνων της Πενθέκτης Συνόδου (691-2) σχετικά με τις νουμηνίες, τις φωτιές και τον κλήδονα, παραθέτει περιγραφή του εθίμου το οποίο προσομοιάζει με βακχική τελετή συνδεδεμένη με το Σατανά και για το λόγο αυτό το θεωρεί καταδικαστέο, Ωστόσο, παρ’ όλη την αρνητική στάση της Εκκλησίας, το έθιμο του κλήδονα επιβίωσε μέχρι σήμερα, όμως με κάποιες παραλλαγές σε σχέση με τα βυζαντινά δρώμενα. Συγχρόνως, η έκφραση «αυτά τα λεν στον κλήδονα» με την έννοια ότι αυτά που λέγονται δεν είναι σοβαρά, πιθανόν να εκφράζει την εκκλησιαστική άποψη ως προς τη μαντική πρακτική ή απλώς μια λαϊκή δυσπιστία.
Ετυμολογία της λέξης «ΚΛΗΔΟΝΑΣ»
Καταρχήν η ονομασία κλήδονας προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «κλήω» που σημαίνει «καλώ κάποιον με ευχάριστους ήχους». Η λέξη «ο κλήδονας» παράγεται από την αρχαία λέξη «η κληδών», η οποία αναφέρεται στον Παυσανία (Βοιωτικά), Όμηρο κ.α.
Κληδών ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, το μαντικό σημάδι και κατ’ επέκταση το άκουσμα του οιωνισμού ή προφητείας, ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία.
Ωστόσο η σωστή προέλευση της είναι από την αρχαία λέξη «κλήδων» που στον Όμηρο σημαίνει μαντικό σημάδι, προφητεία. Άλλο οι λέξεις «κλειδί, κλειδώνω κ.α.» και άλλο οι λέξεις «κληδών, κλήδονας κ.α.» Απλώς και οι δυο ομάδες αυτές των λέξεων έχουν πρόγονο την αυτή ρίζα.
Η αναβίωση του εθίμου του «Κλήδονα»
Την παραμονή τ’ Αγιαννιού, οι ανύπανδρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού, όπου αναθέτουν σε κάποιο μέλος της συντροφιάς, συνήθως σε μια «Μαρία» στην Θράκη ο ρόλος αυτός δίνεται στην ονομαζόμενη «Καλλινίτσα» της οποίας και οι δύο γονείς είναι εν ζωή, να φέρει από το πηγάδι ή την πηγή το «αμίλητο νερό».
Η ονομασία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η εν λόγω κοπέλα και η συνοδεία της πρέπει να ολοκληρώσουν την αποστολή αυτή, τηρώντας απόλυτη σιωπή. Επιστρέφοντας στο σπίτι όπου τελείται ο κλήδονας, αδειάζουν το νερό σε πήλινο -ως επί το πλείστον- δοχείο, στο οποίο η κάθε κοπέλα ρίχνει ένα αντικείμενο, το λεγόμενο ριζικάρι. Συνήθως, πρόκειται για κάποιο προσωπικό αντικείμενο, συχνά μάλιστα πολύτιμο. Στη συνέχεια, το δοχείο σκεπάζεται με κόκκινο ύφασμα «κλειδώνεται» και τοποθετείται σε ανοιχτό χώρο. «Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τ’ Αγιαννιού τη χάρη, κι όποια ‘χει καλό ριζικό να δώσει να τον πάρει». Εκεί παραμένει όλη τη νύχτα υπό το φως των άστρων, για να «ξαστριστεί». Οι κοπέλες επιστρέφουν ύστερα στα σπίτια τους.
Λέγεται ότι τη νύχτα αυτή θα δουν στα όνειρα τους το μελλοντικό τους σύζυγο. Την παραμονή της γιορτής των γενεθλίων του Αγιαννιού εκτός από την τέλεση του κλήδονα, οι κάτοικοι του χωριού ανάβουν φωτιές, τις λεγόμενες «μπουμπούνες». Μια μεγάλη φωτιά στήνεται στην πλατεία του χωριού ή σ’ ένα μέρος ανοιχτό, ώστε να φαίνεται από παντού. Άλλες μικρότερες φωτιές ανάβουν σε όλους τους μαχαλάδες προσπαθώντας ο κάθε ένας να ανάψει την μεγαλύτερη φωτιά, πάνω από τις οποίες πηδάνε όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Έλεγαν ότι αν πηδούσαν 3 φορές θα έφευγαν οι ψύλλοι και οι κοριοί.
Ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού, αλλά πριν βγει ο ήλιος -ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων- η υδροφόρος νεαρή της προηγουμένης φέρνει μέσα στο σπίτι το αγγείο. Το μεσημέρι, ή το απόγευμα, συναθροίζονται πάλι οι ανύπανδρες κοπέλες. Αυτήν τη φορά όμως στην ομήγυρη μπορούν να συμμετέχουν και παντρεμένες γυναίκες, συγγενείς και γείτονες και των δύο φύλων, καλεσμένοι για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας.
Καθισμένη στο κέντρο της συντροφιάς, η «Μαρία» ανοίγει τον κλήδονα. «Ανοίγουμε τον κλήδονα με τ’ Αγιαννιού την χάρη κι όποια έχει καλό ριζικό σήμερα ναν το πάρει» κι ανασύρει ένα-ένα από το αγγείο τ’ αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο «ριζικό» κάθε κοπέλας, απαγγέλλοντας ταυτόχρονα δίστιχα, είτε όπως τα θυμάται, είτε από συλλογή τραγουδιών ή ακόμη από ημεροδείκτες.
Το δίστιχο που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι προμηνύει το μέλλον της και σχολιάζεται από τους υπόλοιπους, που προτείνουν τη δική τους ερμηνεία σε σχέση με την ενδιαφερόμενη. Προς το σούρουπο, όταν τελειώσει η μαντική διαδικασία, η κάθε κοπέλα γεμίζει το στόμα της με μια γουλιά αμίλητο νερό και στέκεται μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο, έως ότου ακούσει το πρώτο ανδρικό όνομα. Αυτό θα είναι και το όνομα του άνδρα που θα παντρευτεί. Μετά το τέλος όλης αυτής της διαδικασίας στήνεται μεγάλο γλέντι στο οποίο συμμετέχει όλο το χωριό.
Ο Ιούνιος πήρε το όνομά του από την Θεά Ήρα την σύζυγο του Θεού Δία, η οποία στα λατινικά ονομάζονταν Juno. Είναι ο δέκατος μήνας κατά το εκκλησιαστικό ημερολόγιο που αρχίζει τον Σεπτέμβριο κι ο τέταρτος κατά το παλαιό ρωμαϊκό ημερολόγιο. Στο αττικό ημερολόγιο ήταν ο δωδέκατος μήνας και ονομάζονταν Σκιροφοριών διάρκειας 29 ημερών και αντιστοιχεί με το χρονικό διάστημα από 24 Μαΐου έως 22 Ιουνίου. Σε άλλες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας τελευταίος μήνας του χρόνου θεωρούνταν ο Ποσειδών ο οποίος στην Αθήνα λογίζονταν ως ο έκτος μήνας του έτους.
Στην ελληνική μυθολογία η Ήρα ήταν σύζυγος του Δία, κόρη του Κρόνου και της Ρέας. Ήταν η Θεά του γάμου . Ζήλευε τον άνδρα της Δία για τις απιστίες του προς αυτήν και πολλές φορές εκδικήθηκε τις γυναίκες με τις οποίες την απατούσε ο Δίας. Ταυτιζόταν κατά την Ρωμαϊκή Μυθολογία με τη Θεότητα Γιούνο ενώ στην Ετρουσκική με την Θεότητα Ούνι. Η γέννηση της βασίλισσας των Θεών τοποθετείται σε σημεία. Μερικά από αυτά είναι η Σάμος ή η Στυμφαλία ή η Εύβοια. Ο Κρόνος την κατάπιε, προσπαθώντας να πολεμήσει τη μοίρα του, καθώς η Γαία και ο Ουρανός του είχαν προφητεύσει πως ένας απόγονός του θα διεκδικούσε την εξουσία. Μόνο όταν η Ρέα κατόρθωσε να ξεγελάσει τον Κρόνο, τότε η Ήρα ξαναείδε το φως. Προς τιμήν της Ήρας γίνονταν γιορτές σε πολλές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας και ονομάζονταν Ηραία. Τα λαμπρότερα Ηραία γίνονταν στο Άργος, τη Σάμο και την Ολυμπία. Οι ναοί προς τιμήν της Ήρας είχαν το όνομα Ηραίον. Το πιο σημαντικό Ηραίον στον Ελλαδικό χώρο είναι το Ηραίον της Σάμου.
Απόγονοι της Θεάς Ήρας ήταν οι Κάδμειοι (ανάμεσά τους κι ο Θεός Διόνυσος) οι Πελοπίδες (ο Αγαμέμνονας, ο Μενέλαος, ο Θησέας, ο Αίγισθος, ο Ορέστης, η Ηλέκτρα, η Ιφιγένεια, ο Αμφιτρύωνας, η Αλκμήνη, ο Ευρυσθέας, ο Ιόλαος, ο Ηρακλής) οι Θεστιάδες (η Αλθαία, η Λήδα, ο Μελέαγρος, η Δηιάνειρα, οι Διόσκουροι, η Ωραία Ελένη, ο Αμφιάραος) ο Ασκληπιός, οι Παλικοί, ο Αιγέας κι ο ληστής Περιφήτης.
Ο Λεύκιος Ιούνιος Βρούτος, ήταν ο πρώτος Ύπατος που θεμελίωσε την Δημοκρατία στην Ρώμη, τον 5ο αιώνα π.κ.ε. και με την αναμόρφωση του Ρωμαϊκού Ημερολογίου από τον Νουμά Πομπίλιο έλαβε ο μήνας Ιούνιος την έκτη θέση στο δωδεκάμηνο Ρωμαϊκό Ημερολόγιο, θέση που διατηρεί μέχρι σήμερα.
Τον Ιούνιο έχουμε το θερινό ηλιοστάσιο με τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου για το Βόρειο Ημισφαίριο, που πρακτικά σημαίνει την έναρξη του καλοκαιριού.
Στο διάστημα αυτό στην Αθήνα γιορτάζονταν τα: Βενδίδεια, προς τιμή της Θρακικής Θεότητας Βενδίδας (Αρτέμιδας), από τους εμπόρους μέτοικους από τη Θράκη, που κατοικούσαν στον Πειραιά. Το επίκεντρο των εκδηλώσεων ήταν στον Λόφο της Μουνιχίας (σημερινή Καστέλα) κι αυτό που εντυπωσίαζε τους γηγενείς Αθηναίους ήταν η έφιππη λαμπαδηδρομία και η ολονύκτια διασκέδαση των συμμετεχόντων. Η γιορτή των Βενδιδείων αποτελεί το εναρκτήριο θέμα της «Πολιτείας» του Πλάτωνος.
Καλλυντήρια και Πλυντήρια, γιορτές που σχετίζονταν με τον καθαρισμό του ναού της θεάς Αθηνάς.
Σκιροφόρια, γυναικεία γιορτή προς τιμή τηςΔήμητρας και της Περσεφόνης.
Διιπόλια ή Διπολίεια, εορτή αφιερωμένη στον Δία με θυσία βοδιού.
Τον Ιούνιο ξεκινούν οι μεγάλες δουλειές των γεωργών, θέρος, τρύγος, πόλεμος!
Στη νεώτερη Ελλάδα, ο Ιούνιος έχει πολλές λαϊκές ονομασίες: Θεριστής, λόγω του ότι είναι ο κατεξοχήν μήνας του θερισμού των δημητριακών. Αλυθτσατσής, Ρινιαστής, Ορνιαστής και Απαρνιαστής, ονομασίες που προέρχονται από την τεχνητή γονιμοποίηση των ήμερων σύκων, με καρπούς αγριοσυκιάς. Κερασάρης και Κερασινός, λόγω της ωρίμανσης των κερασιών. Τζιτζικάρης, λόγω της δυναμικής παρουσίας των τζιτζικιών.
Σε διαφορετικές περιοχές της Ελλάδος ο Ιούνιος έχει την δική του ξεχωριστή ονομασία: Στα Γρεβενά αναφέρεται ως Κερασάρης και στον Πόντο Κερασινός επειδή ωριμάζουν τα κεράσια, ενώ λόγω του «ερινασμού» ή «ορνιασμού» (τεχνητή γονιμοποίηση με ορνούς ή καρπούς άγριας συκιάς) των ήμερων σύκων ονομάζεται Ορνιαστής στην Άνδρο, Ρινιστής στην Πάρο και Απαρνιαστής σε διάφορα άλλα μέρη.
Στο Μανιάκι Πυλίας αφήνουν ένα κομμάτι αθέριστο και λένε ότι είναι τα γένια του νοικοκύρη, τον οποίο σηκώνουν στα χέρια ψηλά & τον αφήνουν να πατήσει στη γη, μόνο αν τάξει στους θεριστές κρασί και κότα.
Στη Σκύρο σαν αποθερίσουν, αφήνουν δύο λημάρια αποθέρι στο χωράφι άθερα, για χαρά του χωραφιού και για να φάνε τα πουλιά και τα αγρίμια.
Στην Κάρπαθο χαράσσουν με το δρεπάνι ένα κύκλο, που περιλαμβάνει τα τελευταία στάχυα. Στον κύκλο μπαίνει η νεαρότερη θερίστρια, σταυροκοπιέται και πετάει επάνω το δρεπάνι της φωνάζοντας: «Και του χρόνου, καλαλωνεμένα, καλοφαωμένα, καλοπρουκισμένα!»
Είναι όμως κυρίως γνωστός ως Θεριστής: «αρχές του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή» αφού συνδέεται άμεσα με την ωρίμανση και τον θερισμό των δημητριακών. Το θέρισμα γίνεται με το δρεπάνι αρχίζοντας από το μέρος που έχει λυγίσει τα στάχυα ο αέρας. Αυτόν το μήνα ξεκινούσε στο χωριό ο Θέρος και κράταγε όλο το χωριό στο πόδι μέρα – νύχτα. Tο χωριό κατά βάση φτωχό είχε πρώτο μέλημα να εξασφαλιστεί το «σόδιμα», για να μπει στ’ αμπάρι να θρέψει τη φαμελιά. Δεν υπήρχε πεζούλα ή άκρη που να μην σπείρουν οι χωριανοί.
Μερικές παροιμίες για τον Ιούνιο είναι οι εξής:
«Αρχές του θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή»
«Ο Μάης θέλει το νερό κι ο θεριστής (=Ιούνιος) το ξύδι»
«Όποιος έχει την κατάρα του παππού, πάει τον Μάη εργάτης κι όποιος έχει του πρωτόπαππου πάει τον Ιούνιο»
«Από το θέρος ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές»
«Θέρος, τρύγος, πόλεμος και στ’ αλώνισμα χαρές!»
«Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη (Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα»
«Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή»
«Τον Ιούνιο αφήνουν το δρεπάνι και σπέρνουν το ρεπάνι»
Θερινό ηλιοστάσιο
Στις 21-22 Ιουνίου ο Ήλιος φτάνει στο βορειότερο σημείο της εκλειπτικής και αρχίζει να κατέρχεται και πάλι «τρεπόμενος» προς τον ουράνιο ισημερινό. Το σημείο αυτό, ονομάζεται θερινό τροπικό σημείο ή απλά θερινή τροπή, επειδή ο Ήλιος τρέπεται και πάλι προς τον ισημερινό, και από την ημέρα αυτή αρχίζει το καλοκαίρι. Επειδή, μάλιστα, για μερικές ημέρες πριν και μετά τη θερινή τροπή ο Ήλιος φαίνεται να αργοστέκει πάνω στην εκλειπτική, σαν να είναι έτοιμος να σταματήσει, το θερινό τροπικό σημείο ονομάζεται επίσης και θερινό ηλιοστάσιο.
Πριν από 2.000 χρόνια το σημείο του θερινού ηλιοστάσιου βρίσκονταν στον αστερισμό του Καρκίνου γι’ αυτό και ο Βόρειος Τροπικός Κύκλος ο οποίος διέρχεται από το σημείο αυτό ονομάστηκε «Τροπικός του Καρκίνου». Μετά τη θερινή τροπή, ο Ήλιος αρχίζει να κατεβαίνει προς το Νότο, άρα «καρκινοβατεί» κάνει δηλαδή μια οπισθοδρομική κίνηση σαν τον κάβουρα. Φυσικά, σήμερα, λόγω της μετάπτωσης των ισημεριών, το σημείο του θερινού ηλιοστάσιου βρίσκεται στον αστερισμό των Διδύμων, ενώ ο Ήλιος εισέρχεται στον αστερισμό του Καρκίνου στις 21 Ιουλίου και παραμένει εκεί επί 21 ημέρες μέχρι τις 11 Αυγούστου.
Ιστορική αναδρομή του εθίμου
Ο Κλήδονας είναι ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα
Στην επoχή του Ομήρου, χρησιμοποιούσαν τη μαγεία του Κλήδονα για να μαντέψουν τα μελλούμενα. Ο Παυσανίας (Βοιωτικά), σχετικά με τον κλήδονα, αναφέρει τα εξής: «Στη συνέχεια του Ηρακλείου (της Θήβας) υπάρχει γυμνάσιο και στάδιο, που και τα δυο έχουν το όνομα του Θεού. Πέρα από το Σωφρονιστήρα λίθο υπάρχει βωμός του Απόλλωνα του επονομαζόμενου Σποδίου. Ο Βωμός του Απόλλωνα σχηματίστηκε από τη στάχτη των σφαγίων. Εδώ συνηθίζεται μαντική από κληδόνων την οποία ξέρω ότι τη χρησιμοποιούν οι Σμυρνιοί περισσότερο απ’ όλους τους Έλληνες και οι Σμυρνιοί έχουν πάνω από τη πόλη, έξω από το τείχος, ιερό των κληδόνων («κληδόνων ιερόν»).
Οι Θηβαίοι θυσίαζαν ταύρους στον «Σπόδιο Απόλλωνα»
Ο Απόλλωνας ήταν ένας από τους 12 θεούς του Ολύμπου, ο σπουδαιότερος μετά τον Δία. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, η λατρεία του εισήλθε στον ελλαδικό χώρο από την Ανατολή. Άλλες θεωρίες φέρουν τους Δωριείς ως κομιστές της λατρείας του αλλά και την ως τόπο εμφάνισης του, την Κρήτη, μέσω της οποίας η λατρεία του μεταλαμπαδεύτηκε στην Μικρά Ασία. Διέθετε γύρω στις 350 επικλήσεις, προσωνύμια και τοπικές λατρείες του, θεραπευτής, μάντης και ηλιακός «Φοίβος» Πιθανότατα να αποτέλεσε έμπνευση για τον Θεό Απλού στην ετρουσκική μυθολογία.
Με την επίδραση του Νίτσε και την διάδοση της φιλοσοφίας του και των βιβλίων του στα νεότερα χρόνια, ο άνθρωπος άρχισε να βλέπει ως βασική στην ελληνική θρησκεία την ΔΙΑΚΡΙΣΗ κι αντίθεση ανάμεσα στον φωτεινό, λογικό, τακτικό, συνετό Απόλλωνα Θεό της αρμονίας και της τάξης και στον συναισθηματικό, μυστικιστή και παράφορο Διόνυσο, Θεό της μέθης, των ενστίκτων και του παρορμητισμού. Ο αντιθετικός αυτός διαχωρισμός σε Απολλώνιο και Διονυσιακό στοιχείο επικράτησε, παρόλο που η σύνδεση του Απόλλωνα με το μαντείο των Δελφών δεν έγινε μόνο βάσει ορθολογιστικών παραγόντων, αλλά κυρίως λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων της εποχής. Επιπρόσθετα η τάση του για εξιλασμούς είναι πλησιέστερη στο συναισθηματικό παρά στο λογικό πεδίο. Ωστόσο, με την ανοικοδόμηση του Ναού του Απόλλωνα και την αναπαράσταση σε αυτόν και των δύο αντίθετων Θεοτήτων, γίνεται εμφανής μια απόπειρα συγκερασμού των στοιχείων και γεφύρωσης των διαφορών των δύο Θεών και η παγίωση μιας νέας εποχής για τη θρησκευτική λατρεία.
Στα χρόνια του Βυζαντίου συναντάμε το έθιμο σαν λατρεία του Ήλιου του Θεού Απόλλωνα.
Φωτιές ανάβονται και ο λαός πηδά πάνω από αυτές για να εξαγνίσει το κακό, όπως και σήμερα. Με τα χρόνια ο Κλήδονας χάνει το χαρακτήρα της γενικής μαντικής και περιορίζεται στους ερωτικούς χρησμούς. Η θεά Κλήδονα αποσύρεται σιωπηλά και δίνει τη θέση της στον Αϊ Γιάννη, του οποίου τη χάρη επικαλείται ο λαός.
Στους βυζαντινούς χρόνους, την παραμονή του Αγίου Ιωάννη, οι άνθρωποι συναθροίζονταν σε κάποιο σπίτι ή στη γειτονιά, όπου γινόταν τραπέζι σαν να επρόκειτο για γαμήλιο δείπνο. Εκεί παρευρισκόταν κάποιο νεαρό κορίτσι ντυμένο νύφη. Στο τέλος της βραδιάς, ο κάθε παριστάμενος έριχνε ένα αντικείμενο σε ειδικό αγγείο με νερό, από όπου το ανέσυρε στη συνέχεια η «νύφη» υπό μορφήν κλήρου ως απάντηση στην ερώτηση του καθένα για το τι επιφύλασσε το μέλλον.
Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών κατά το Β’ μισό του 12ου αιώνα, σχολιάζοντας τους Κανόνων της Πενθέκτης Συνόδου (691-2) σχετικά με τις νουμηνίες, τις φωτιές και τον κλήδονα, παραθέτει περιγραφή του εθίμου το οποίο προσομοιάζει με βακχική τελετή συνδεδεμένη με το Σατανά και για το λόγο αυτό το θεωρεί καταδικαστέο, Ωστόσο, παρ’ όλη την αρνητική στάση της Εκκλησίας, το έθιμο του κλήδονα επιβίωσε μέχρι σήμερα, όμως με κάποιες παραλλαγές σε σχέση με τα βυζαντινά δρώμενα. Συγχρόνως, η έκφραση «αυτά τα λεν στον κλήδονα» με την έννοια ότι αυτά που λέγονται δεν είναι σοβαρά, πιθανόν να εκφράζει την εκκλησιαστική άποψη ως προς τη μαντική πρακτική ή απλώς μια λαϊκή δυσπιστία.
Ετυμολογία της λέξης «ΚΛΗΔΟΝΑΣ»
Καταρχήν η ονομασία κλήδονας προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «κλήω» που σημαίνει «καλώ κάποιον με ευχάριστους ήχους». Η λέξη «ο κλήδονας» παράγεται από την αρχαία λέξη «η κληδών», η οποία αναφέρεται στον Παυσανία (Βοιωτικά), Όμηρο κ.α.
Κληδών ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, το μαντικό σημάδι και κατ’ επέκταση το άκουσμα του οιωνισμού ή προφητείας, ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία.
Ωστόσο η σωστή προέλευση της είναι από την αρχαία λέξη «κλήδων» που στον Όμηρο σημαίνει μαντικό σημάδι, προφητεία. Άλλο οι λέξεις «κλειδί, κλειδώνω κ.α.» και άλλο οι λέξεις «κληδών, κλήδονας κ.α.» Απλώς και οι δυο ομάδες αυτές των λέξεων έχουν πρόγονο την αυτή ρίζα.
Η αναβίωση του εθίμου του «Κλήδονα»
Την παραμονή τ’ Αγιαννιού, οι ανύπανδρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού, όπου αναθέτουν σε κάποιο μέλος της συντροφιάς, συνήθως σε μια «Μαρία» στην Θράκη ο ρόλος αυτός δίνεται στην ονομαζόμενη «Καλλινίτσα» της οποίας και οι δύο γονείς είναι εν ζωή, να φέρει από το πηγάδι ή την πηγή το «αμίλητο νερό».
Η ονομασία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η εν λόγω κοπέλα και η συνοδεία της πρέπει να ολοκληρώσουν την αποστολή αυτή, τηρώντας απόλυτη σιωπή. Επιστρέφοντας στο σπίτι όπου τελείται ο κλήδονας, αδειάζουν το νερό σε πήλινο -ως επί το πλείστον- δοχείο, στο οποίο η κάθε κοπέλα ρίχνει ένα αντικείμενο, το λεγόμενο ριζικάρι. Συνήθως, πρόκειται για κάποιο προσωπικό αντικείμενο, συχνά μάλιστα πολύτιμο. Στη συνέχεια, το δοχείο σκεπάζεται με κόκκινο ύφασμα «κλειδώνεται» και τοποθετείται σε ανοιχτό χώρο. «Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τ’ Αγιαννιού τη χάρη, κι όποια ‘χει καλό ριζικό να δώσει να τον πάρει». Εκεί παραμένει όλη τη νύχτα υπό το φως των άστρων, για να «ξαστριστεί». Οι κοπέλες επιστρέφουν ύστερα στα σπίτια τους.
Λέγεται ότι τη νύχτα αυτή θα δουν στα όνειρα τους το μελλοντικό τους σύζυγο. Την παραμονή της γιορτής των γενεθλίων του Αγιαννιού εκτός από την τέλεση του κλήδονα, οι κάτοικοι του χωριού ανάβουν φωτιές, τις λεγόμενες «μπουμπούνες». Μια μεγάλη φωτιά στήνεται στην πλατεία του χωριού ή σ’ ένα μέρος ανοιχτό, ώστε να φαίνεται από παντού. Άλλες μικρότερες φωτιές ανάβουν σε όλους τους μαχαλάδες προσπαθώντας ο κάθε ένας να ανάψει την μεγαλύτερη φωτιά, πάνω από τις οποίες πηδάνε όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Έλεγαν ότι αν πηδούσαν 3 φορές θα έφευγαν οι ψύλλοι και οι κοριοί.
Ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού, αλλά πριν βγει ο ήλιος -ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων- η υδροφόρος νεαρή της προηγουμένης φέρνει μέσα στο σπίτι το αγγείο. Το μεσημέρι, ή το απόγευμα, συναθροίζονται πάλι οι ανύπανδρες κοπέλες. Αυτήν τη φορά όμως στην ομήγυρη μπορούν να συμμετέχουν και παντρεμένες γυναίκες, συγγενείς και γείτονες και των δύο φύλων, καλεσμένοι για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας.
Καθισμένη στο κέντρο της συντροφιάς, η «Μαρία» ανοίγει τον κλήδονα. «Ανοίγουμε τον κλήδονα με τ’ Αγιαννιού την χάρη κι όποια έχει καλό ριζικό σήμερα ναν το πάρει» κι ανασύρει ένα-ένα από το αγγείο τ’ αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο «ριζικό» κάθε κοπέλας, απαγγέλλοντας ταυτόχρονα δίστιχα, είτε όπως τα θυμάται, είτε από συλλογή τραγουδιών ή ακόμη από ημεροδείκτες.
Το δίστιχο που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι προμηνύει το μέλλον της και σχολιάζεται από τους υπόλοιπους, που προτείνουν τη δική τους ερμηνεία σε σχέση με την ενδιαφερόμενη. Προς το σούρουπο, όταν τελειώσει η μαντική διαδικασία, η κάθε κοπέλα γεμίζει το στόμα της με μια γουλιά αμίλητο νερό και στέκεται μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο, έως ότου ακούσει το πρώτο ανδρικό όνομα. Αυτό θα είναι και το όνομα του άνδρα που θα παντρευτεί. Μετά το τέλος όλης αυτής της διαδικασίας στήνεται μεγάλο γλέντι στο οποίο συμμετέχει όλο το χωριό.