Τις τελευταίες δεκαετίες η θερμοκρασία της Αρκτικής αυξάνεται τρεις φορές ταχύτερα από ό,τι σε άλλες περιοχές του πλανήτη, ενώ η θερμοκρασία στην Ανταρκτική έχει αυξηθεί ελάχιστα.
Ο ρυθμός ανόδου της θερμοκρασίας τα τελευταία 50 χρόνια σε βαθμούς Κελσίου ανά δεκαετία. Η αύξηση είναι ραγδαία στην Αρκτική αλλά πολύ αργή στην Ανταρκτική
Μελέτη που βασίστηκε σε υπολογιστικά μοντέλα προσφέρει τώρα μια νέα εξήγηση για το κλιματικό αίνιγμα: τα μοναδικά θαλάσσια ρεύματα γύρω από την Ανταρκτική ανεβάζουν στην επιφάνεια νερό που έχει μείνει σε μεγάλο βάθος για αιώνες και δεν έχει προλάβει μέχρι σήμερα να θερμανθεί.
Σε γενικές γραμμές, τα ωκεάνια και ατμοσφαιρικά ρεύματα της Γης μεταφέρουν προς τους πόλους ένα μεγάλο μέρος της ηλιακής ενέργειας που δέχεται ο ισημερινός. Αυτό θα έπρεπε θεωρητικά να ανεβάζει σε δυσανάλογα υψηλά επίπεδα τη θερμοκρασία και των δύο πόλων.
«Με την αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα [που προκαλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου] θα περίμενε κανείς περισσότερη θέρμανση και στους δύο πόλους. Το βλέπουμε όμως να συμβαίνει μόνο στον έναν, οπότε κάτι άλλο πρέπει να παίζει ρόλο» λέει ο Κάιλ Άρμουρ του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, πρώτος συγγραφέας της νέας μελέτης στην επιθεώρηση Nature Geoscience.
«Αυτό που δείχνουμε είναι ότι το φαινόμενο οφείλεται σε πολύ απλούς λόγους, με τα ωκεάνια ρεύματα να πρωτοστατούν» αναφέρει.
Ο Άρμουρ συνεργάστηκε με ερευνητές του MIT για να αναλύσει μετρήσεις από πλωτήρες και να παρακολουθήσει τη μεταφορά θερμότητας στους ωκεανούς με υπολογιστικά μοντέλα.
Ο βασικός λόγος για τη θερμική ανισορροπία ανάμεσα στους πόλους, έδειξε η μελέτη, είναι οι θυελλώδεις δυτικοί άνεμοι που γυροφέρνουν την Ανταρκτική στο Νότιο Ωκεανό και σπρώχνουν το νερό προς τα βόρεια. Το νερό αυτό αναπληρώνεται από ρεύματα που ανεβάζουν ψυχρό νερό από μεγάλο βάθος.
Το σημείο-κλειδί είναι ότι το νερό που ανεβαίνει από τόσο μεγάλο βάθος, της τάξης των αρκετών χιλιομέτρων, παραμένει ψυχρό επειδή δεν έχει έρθει σε επαφή με τη θερμαινόμενη ατμόσφαιρα εδώ και αιώνες.
Για την ακρίβεια, το νερό που αναδύεται στον Νότιο Ωκεανό προέρχεται από απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων από τον Βόρειο Ατλαντικό. Πρόκειται για επιφανειακά νερά που κρύωσαν στον παγωμένο βορρά, βυθίστηκαν στον πάτο του Ατλαντικού και κινήθηκαν νότια μέχρι την Ανταρκτική, όπου παρέμειναν μέχρι σήμερα.
Το ωκεάνιο κύκλωμα κλείνει όταν το παγωμένο νερό ανεβαίνει στην επιφάνεια λόγω της δράσης των δυτικών ανέμων και ωθείται προς τα βόρεια. Το βόρειο αυτό ρεύμα συνεχίζει μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου και μεταφέρει θερμότητα στην Αρκτική, αυξάνοντας δυσανάλογα τη θερμοκρασία σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη.
«Η δράση των ωκεανών ενισχύει τη θέρμανση στην Αρκτική και την μετριάζει γύρω από την Ανταρκτική» εξηγεί ο Άρμουρ. «Δεν μπορεί κανείς να συγκρίνει άμεσα τη θέρμανση στους δύο πόλους, αφού η ωκεάνια κυκλοφορία είναι πολύ διαφορετική στις δύο περιπτώσεις» επισημαίνει.
Σύμφωνα με την ομάδα του, η προηγούμενη εξήγηση που είχε προταθεί ως εξήγηση για τη διαφορά ανάμεσα στους δύο πόλους δεν στηρίζεται από τις πραγματικές μετρήσεις.
«Η παλιά ιδέα είναι ότι η θερμότητα που απορροφάται από το επιφανειακό νερό [στην Ανταρκτική] αναμειγνύεται με το ψυχρό νερό που βρίσκεται σε μεγαλύτερο βάθος, και αυτός είναι ο λόγος για τη βραδεία θέρμανση. Οι παρατηρήσεις δείχνουν όμως ότι η θερμότητα μεταφέρεται στην πραγματικότητα μακριά από την Ανταρκτική λόγω του θερμού νερού που κινείται βόρεια κατά μήκος της επιφάνειας» λέει ο Άρμουρ.
Όπως επισημαίνει, το να γνωρίζουν οι κλιματολόγοι που καταλήγει η επιπλέον θερμότητα που κατακρατείται στο θερμοκήπιο της ατμόσφαιρας, όπως και το να κατανοήσουν το γιατί οι πόλοι θερμαίνονται με διαφορετικό ρυθμό, θα βοηθήσουν στις προβλέψεις για την άνοδο της θερμοκρασίας στο μέλλον.
«Όταν ακούμε τον όρο «παγκόσμια θέρμανση» φανταζόμαστε ότι η αύξηση της θερμοκρασίας συμβαίνει παντού και με τον ίδιο ρυθμό» λέει ο ερευνητής.
«Πλέον απομακρυνόμαστε από αυτήν την ιδέα της παγκόσμιας θέρμανσης και υιοθετούμε την ιδέα των τοπικών μοτίβων θέρμανσης, τα οποία διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από τα ωκεάνια ρεύματα».
Ο ρυθμός ανόδου της θερμοκρασίας τα τελευταία 50 χρόνια σε βαθμούς Κελσίου ανά δεκαετία. Η αύξηση είναι ραγδαία στην Αρκτική αλλά πολύ αργή στην Ανταρκτική
Μελέτη που βασίστηκε σε υπολογιστικά μοντέλα προσφέρει τώρα μια νέα εξήγηση για το κλιματικό αίνιγμα: τα μοναδικά θαλάσσια ρεύματα γύρω από την Ανταρκτική ανεβάζουν στην επιφάνεια νερό που έχει μείνει σε μεγάλο βάθος για αιώνες και δεν έχει προλάβει μέχρι σήμερα να θερμανθεί.
Σε γενικές γραμμές, τα ωκεάνια και ατμοσφαιρικά ρεύματα της Γης μεταφέρουν προς τους πόλους ένα μεγάλο μέρος της ηλιακής ενέργειας που δέχεται ο ισημερινός. Αυτό θα έπρεπε θεωρητικά να ανεβάζει σε δυσανάλογα υψηλά επίπεδα τη θερμοκρασία και των δύο πόλων.
«Με την αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα [που προκαλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου] θα περίμενε κανείς περισσότερη θέρμανση και στους δύο πόλους. Το βλέπουμε όμως να συμβαίνει μόνο στον έναν, οπότε κάτι άλλο πρέπει να παίζει ρόλο» λέει ο Κάιλ Άρμουρ του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, πρώτος συγγραφέας της νέας μελέτης στην επιθεώρηση Nature Geoscience.
«Αυτό που δείχνουμε είναι ότι το φαινόμενο οφείλεται σε πολύ απλούς λόγους, με τα ωκεάνια ρεύματα να πρωτοστατούν» αναφέρει.
Ο Άρμουρ συνεργάστηκε με ερευνητές του MIT για να αναλύσει μετρήσεις από πλωτήρες και να παρακολουθήσει τη μεταφορά θερμότητας στους ωκεανούς με υπολογιστικά μοντέλα.
Ο βασικός λόγος για τη θερμική ανισορροπία ανάμεσα στους πόλους, έδειξε η μελέτη, είναι οι θυελλώδεις δυτικοί άνεμοι που γυροφέρνουν την Ανταρκτική στο Νότιο Ωκεανό και σπρώχνουν το νερό προς τα βόρεια. Το νερό αυτό αναπληρώνεται από ρεύματα που ανεβάζουν ψυχρό νερό από μεγάλο βάθος.
Το σημείο-κλειδί είναι ότι το νερό που ανεβαίνει από τόσο μεγάλο βάθος, της τάξης των αρκετών χιλιομέτρων, παραμένει ψυχρό επειδή δεν έχει έρθει σε επαφή με τη θερμαινόμενη ατμόσφαιρα εδώ και αιώνες.
Για την ακρίβεια, το νερό που αναδύεται στον Νότιο Ωκεανό προέρχεται από απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων από τον Βόρειο Ατλαντικό. Πρόκειται για επιφανειακά νερά που κρύωσαν στον παγωμένο βορρά, βυθίστηκαν στον πάτο του Ατλαντικού και κινήθηκαν νότια μέχρι την Ανταρκτική, όπου παρέμειναν μέχρι σήμερα.
Το ωκεάνιο κύκλωμα κλείνει όταν το παγωμένο νερό ανεβαίνει στην επιφάνεια λόγω της δράσης των δυτικών ανέμων και ωθείται προς τα βόρεια. Το βόρειο αυτό ρεύμα συνεχίζει μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου και μεταφέρει θερμότητα στην Αρκτική, αυξάνοντας δυσανάλογα τη θερμοκρασία σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη.
«Η δράση των ωκεανών ενισχύει τη θέρμανση στην Αρκτική και την μετριάζει γύρω από την Ανταρκτική» εξηγεί ο Άρμουρ. «Δεν μπορεί κανείς να συγκρίνει άμεσα τη θέρμανση στους δύο πόλους, αφού η ωκεάνια κυκλοφορία είναι πολύ διαφορετική στις δύο περιπτώσεις» επισημαίνει.
Σύμφωνα με την ομάδα του, η προηγούμενη εξήγηση που είχε προταθεί ως εξήγηση για τη διαφορά ανάμεσα στους δύο πόλους δεν στηρίζεται από τις πραγματικές μετρήσεις.
«Η παλιά ιδέα είναι ότι η θερμότητα που απορροφάται από το επιφανειακό νερό [στην Ανταρκτική] αναμειγνύεται με το ψυχρό νερό που βρίσκεται σε μεγαλύτερο βάθος, και αυτός είναι ο λόγος για τη βραδεία θέρμανση. Οι παρατηρήσεις δείχνουν όμως ότι η θερμότητα μεταφέρεται στην πραγματικότητα μακριά από την Ανταρκτική λόγω του θερμού νερού που κινείται βόρεια κατά μήκος της επιφάνειας» λέει ο Άρμουρ.
Όπως επισημαίνει, το να γνωρίζουν οι κλιματολόγοι που καταλήγει η επιπλέον θερμότητα που κατακρατείται στο θερμοκήπιο της ατμόσφαιρας, όπως και το να κατανοήσουν το γιατί οι πόλοι θερμαίνονται με διαφορετικό ρυθμό, θα βοηθήσουν στις προβλέψεις για την άνοδο της θερμοκρασίας στο μέλλον.
«Όταν ακούμε τον όρο «παγκόσμια θέρμανση» φανταζόμαστε ότι η αύξηση της θερμοκρασίας συμβαίνει παντού και με τον ίδιο ρυθμό» λέει ο ερευνητής.
«Πλέον απομακρυνόμαστε από αυτήν την ιδέα της παγκόσμιας θέρμανσης και υιοθετούμε την ιδέα των τοπικών μοτίβων θέρμανσης, τα οποία διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από τα ωκεάνια ρεύματα».