Από τη στιγμή που η απόκτηση της αρετής ορίζεται ως κύριο νομοθετικό μέλημα, αυτό που μένει για την αξιολόγηση του νομοθέτη είναι ο βαθμός της επίτευξης αυτού του στόχου: «Όσοι Έλληνες σήμερα φημίζονται για τον άριστο πολιτικό βίο τους και όσοι νομοθέτες εδραίωσαν τα πολιτεύματα αυτά, φαίνεται ότι δε συνέταξαν τα πολιτικά συντάγματα αποβλέποντας στον ποιοτικά ανώτατο σκοπό, ούτε θέσπισαν τους νόμους και την παιδεία αποβλέποντας σε όλες τις αρετές, αλλά αντίθετα με επιμονή προσανατολίστηκαν στην απόκτηση εκείνων των ικανοτήτων που θεωρούνται χρήσιμες και διευκολύνουν περισσότερο την πλεονεξία». (1333b 5 – 10).
Η πλεονεξία, ως ακατάπαυστη διάθεση της κυριαρχικής επέκτασης, αποτελεί για τον Αριστοτέλη ολοκάθαρη στρέβλωση της αρετής, αφού, τελικά, δεν εξυπηρετεί τη συμβίωση μέσω της αμοιβαίας αποδοχής, αλλά τον άκρατο ανταγωνισμό, που μόνο συγκρουσιακά μπορεί να υφίσταται. Η ευλογία του ηρωισμού, που παίρνει τη μορφή της υπέρτατης φιλοπατρίας, είναι η μετατροπή του επεκτατισμού σε ιδεολογία, αφού έτσι (επεκτατικά) αναπτύσσεται η πόλη.
Από αυτή την άποψη, τα πολιτεύματα που αποσκοπούν αποκλειστικά στη δυνατότητα της ακαριαίας πολεμικής εγρήγορσης είναι αδύνατο να υπηρετούν την αρετή, αφού την ταυτίζουν με τον πόλεμο: «για παράδειγμα, επαινώντας το πολίτευμα των Λακεδαιμονίων θαυμάζουν το σκοπό του νομοθέτη, ότι δηλαδή νομοθέτησε αποβλέποντας αποκλειστικά στην κατάκτηση και στον πόλεμο. Αυτά όμως και εύκολα ελέγχονται με τη λογική και ήδη έχουν ελεγχθεί από τα ίδια τα πράγματα. Γιατί, όπως ακριβώς οι περισσότεροι άνθρωποι επιδιώκουν με ζήλο να κυριαρχούν σε πολλά, επειδή από αυτά προέρχεται αφθονία ωφελημάτων, έτσι και ο Θίβρων (δε γνωρίζουμε τίποτε περαιτέρω γι’ αυτόν) δείχνει ότι θαυμάζει το νομοθέτη των Λακώνων, το ίδιο και ο καθένας από τους άλλους που έγραψαν για το σπαρτιατικό πολίτευμα, με το επιχείρημα ότι ήταν (οι Λάκωνες) κυρίαρχοι πολλών, επειδή είχαν εξοικειωθεί με τους κινδύνους». (1333b 12 – 21).
Το σίγουρο είναι ότι ο Αριστοτέλης δεν απαξιώνει τις πολεμικές προετοιμασίες: «χρειάζεται να υποβάλλονται στην πολεμική άσκηση όχι για να υποδουλώνουν τους ανάξιους, αλλά πρώτιστα αυτοί οι ίδιοι να μην υποδουλώνονται σε άλλους». (1333b 38 – 41). Η στρατιωτική οργάνωση της πόλης κρίνεται απαραίτητη μόνο ως συνθήκη προάσπισης της ελευθερίας, δηλαδή ως διασφάλιση της ειρήνης, αφού η στρατιωτική υπεροπλία θα λειτουργήσει πριν απ’ όλα αποθαρρυντικά προς κάθε επίδοξο κατακτητή.
Η αντίληψη που θέλει την πολεμική ισχύ εργαλείο για την πραγμάτωση επεκτατικών πολέμων είναι η αντίληψη που μετατρέπει τον πόλεμο σε ιδανικό, αφού μόνο έτσι θα επέλθει η ευημερία. Κι αυτή ακριβώς είναι η μεγαλύτερη διαστρέβλωση, καθώς η αρετή από ύψιστη συμβιωτική συνθήκη ταυτίζεται με την πιο επαίσχυντη εκδοχή της αντιπαλότητας. Ο πολίτης που ανατρέφεται με αυτά τα ιδεώδη είναι αδύνατο να κατακτήσει την αρετή, γιατί είναι φιλοπόλεμος: «όπως, πολλές φορές επαναλάβαμε, σκοπός του πολέμου είναι η ειρήνη». (1334a 15).
Οι άλλοι δύο λόγοι που προτάσσει ο Αριστοτέλης προκειμένου να ξεκαθαρίσει την αναγκαιότητα των πολεμικών προετοιμασιών δεν αλλάζουν την ουσία των συλλογισμών του: «χρειάζεται να υποβάλλονται στην πολεμική άσκηση… δεύτερο για να επιδιώκουν την ηγεμονία αποσκοπώντας στην ωφέλεια των αρχομένων, αλλά όχι τη δεσποτική εξουσία πάνω σε όλα, και τρίτο για να ασκούν δεσποτική εξουσία σε αυτούς που τους αξίζει να είναι δούλοι». (1333b 41 – 1334a 2).
Το ζήτημα που προβάλλεται είναι το όφελος των αρχομένων. Η ηγεμονία, αν εξυπηρετεί το όφελος των αρχομένων, δηλαδή των πολλών, είναι θεμιτή, αφού λειτουργεί προς το δημόσιο συμφέρον. Αν όμως προϋποθέτει τον αδιάλειπτο πόλεμο προκειμένου να εδραιωθεί (αλλά και να παραμείνει στο χρόνο), η έννοια του δημόσιου συμφέροντος υπονομεύεται, καθώς αυτού του είδους ο πόλεμος, τελικά, δεν εξυπηρετεί την ειρήνη, αλλά τη διαιώνισή του.
Ο πόλεμος, ως αναντίρρητη πηγή δυστυχίας, θα ήταν παράλογο να ταυτιστεί με την κοινωνική ευημερία. Η ηγεμονία είναι η διαιώνιση της πολεμικής συνθήκης, αφού αυτοί που την υφίστανται θέλουν να την αποτινάξουν. Από αυτή την άποψη, όσα οφέλη κι αν προσφέρει μια ηγεμονία, εν τέλει είναι αδύνατο να ευνοήσει τους πολλούς, αφού τους βυθίζει σε ατέρμονη πολεμική προετοιμασία. Είναι σχεδόν νομοτελειακό, η ηγεμονία να εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα των λίγων και τα οφέλη που περνάν στους πολλούς να είναι απολύτως δυσανάλογα τόσο με το εύρος του πλούτου που διακυβεύεται (αυτά που δίνονται είναι ελάχιστα), όσο και με το μέγεθος των καθηκόντων που προκύπτουν ως εθνικό καθήκον.
Εξάλλου, η καλλιέργεια του επιθετικού κλίματος προς την υποταγή του άλλου, όχι μόνο δε σηματοδοτεί την ευημερία της πόλης – ακόμη κι αν πετύχει τις επεκτατικές της βλέψεις – αλλά επιβαρύνει και την ίδια την πολιτική της σκηνή, καθώς, μοιραία, θα κυριαρχείται από ανθρώπους τέτοιων αντιλήψεων, που αναγκαστικά θα μεταφέρουν την ίδια εξουσιαστική νοοτροπία και στη ρύθμιση των εσωτερικών υποθέσεων: «Επιπλέον δεν είναι σωστό να θεωρείται ευημερούσα η πόλη και να επαινείται ο νομοθέτης της, επειδή έστρεψε τους πολίτες στην κυριαρχία και τον έλεγχο της εξουσίας των γειτόνων τους. Σίγουρα αυτά προκαλούν μεγάλη βλάβη. Γιατί πράγματι και ο ικανός πολίτης θα προσπαθήσει να το πετύχει αυτό, πώς δηλαδή θα μπορέσει να ασκήσει εξουσία στη δική του πόλη, πράγμα για το οποίο οι Λακεδαιμόνιοι κατηγορούν τον Παυσανία, το βασιλιά τους, αν και είχε τόσο μεγάλο τιμητικό αξίωμα». (1333b 29 – 35).
Η ηγεμονία, ως εξουσιαστική συνθήκη έναντι του άλλου, όταν αποτελεί κοινωνικό πρότυπο, όταν δηλαδή ευλογείται από το νομοθέτη, δεν μπορεί παρά να περάσει, σαν κανόνας συμπεριφοράς, στη ρύθμιση όλων των υποθέσεων. Η πολιτική σκηνή που απαρτίζεται από αξιωματούχους αυτής της νοοτροπίας κρίνεται επικίνδυνη όχι μόνο για τις γειτονικές πόλεις, αλλά και για τους αρχόμενους της ίδιας πόλης. Ο Κλέωνας και ο Αλκιβιάδης, από την πλευρά της Αθήνας, είναι πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Όταν, λοιπόν, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην ηγεμονία που θα υπηρετήσει το όφελος των αρχομένων, είναι ξεκάθαρο ότι επικαλείται την ηγεμονία που θα εδραιώσει την ειρήνη. Η ειρήνη συνδυασμένη αξεδιάλυτα με τον ελεύθερο χρόνο παρουσιάζεται ως κύρια πηγή της ευτυχίας κι αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει με κάθε τρόπο να επιτευχθεί: «Η εμπειρία από τα πράγματα συνιστά την απόδειξη της θέσης ότι χρέος του νομοθέτη είναι κυρίως να φροντίζει πώς να συντάσσει τη νομοθεσία τη σχετική με τα στρατιωτικά ζητήματα και με τα άλλα με σκοπό τον ελεύθερο χρόνο και την ειρήνη». (1334a 3 – 5).
Με άλλα λόγια, ο πόλεμος, όπως και η ασχολία παρουσιάζονται ως αναγκαία κακά, που πρέπει κανείς να μπορεί να φέρει σε πέρας με σκοπό το μέγιστο δυνατό περιορισμό τους. Αυτό που απομένει είναι η διαπαιδαγώγηση που θα κάνει τον άνθρωπο αντάξιο της διαχείρισης της ειρήνης και του ελεύθερου χρόνου: «οι περισσότερες παρόμοιες πόλεις διατηρούνται όσο καιρό πολεμούν, καταστρέφονται όμως, όταν πετύχουν την κατάκτηση, γιατί σε καιρό ειρήνης χάνουν την ανδρεία τους, όπως ο σίδηρος τη βαφή του». (1334a 6 – 9).
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το κενό του νομοθέτη, που εξαντλεί την άσκηση της αρετής προς την επιδίωξη των μέσων (ασχολία – πόλεμος) αφήνοντας τον άνθρωπο απολύτως απροετοίμαστο στη διαχείριση της καθαυτό ευτυχίας (ειρήνη – ελεύθερος χρόνος): «Υπεύθυνος γι’ αυτό είναι ο νομοθέτης που δεν τους εκπαίδευσε, ώστε να είναι σε θέση να απολαμβάνουν την άνεση του χρόνου τους χωρίς επιπτώσεις». (1334a 9 – 10).
Αν είναι ντροπή ο ελεύθερος άνθρωπος να μην απολαμβάνει τα υλικά αγαθά που προϋποθέτουν την ευτυχία, αφού η έλλειψή τους τον καθιστά δυστυχή, είναι ακόμη περισσότερο ντροπιαστικό να έχει καταφέρει να τα αποκτήσει και παρόλα αυτά να παρουσιάζεται και πάλι ανίκανος να ευτυχήσει, επειδή δεν ξέρει πώς να εκμεταλλευτεί τα υπέρτατα αγαθά της ειρήνης και του ελεύθερου χρόνου: «Γιατί, ενώ είναι ντροπή να μην έχουν οι άνθρωποι τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τα αγαθά, είναι μεγαλύτερη ντροπή να μη μπορούν να τα απολαμβάνουν έχοντας άνεση ελεύθερου χρόνου, αλλά αντίθετα εργαζόμενοι και σε καιρό πολέμου να αποδεικνύονται αξιοπρεπείς, σε καιρό ειρήνης όμως και ζώντας με άνεση ελεύθερου χρόνου να φανερώνονται δουλοπρεπείς». (1334a 36 – 40).
Η γνωστή απόψη «αργία μήτηρ πάσης κακίας» επιβεβαιώνει πλήρως τον Αριστοτέλη, αφού ο ελεύθερος χρόνος παρουσιάζεται περισσότερο ως πηγή κακών παρά ως ευτυχία. Μέσα σε απόλυτη αντιφατικότητα ο άνθρωπος κάνει τα πάντα για χάρη ενός ξεκούραστου μέλλοντος και τελικά αποδεικνύεται εντελώς ανίκανος να το διαχειριστεί.
Κι αυτός είναι ίσως και ο βασικότερος λόγος που μετατρέπει το μέσο σε αυτοσκοπό, που μετατρέπει δηλαδή τον πλούτο σε τελικό σκοπό ύπαρξης. Αφού δεν έχει μάθει να απολαμβάνει την ευτυχία, δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να την αντικαταστήσει. Κι αυτό είναι θέμα παιδείας: «Η εργασιακή απασχόληση, λοιπόν, απαιτεί ανδρεία και καρτερικότητα, αντίθετα ο ελεύθερος χρόνος φιλοσοφία, ενώ η διαβίωση και στις δύο χρονικές περιόδους της ζωής και ιδιαίτερα η διαβίωση σε καιρό ειρήνης και με άνεση χρόνου απαιτεί σωφροσύνη και δικαιοσύνη». (1334a 22 – 25).
Βρισκόμαστε μπροστά στο ύψιστο καθήκον του νομοθέτη, το οποίο οφείλει να καταστήσει και κύριο μέλημα της παιδείας. Να μεταδώσει δηλαδή στους πολίτες την ποιότητα εκείνη, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται θετικά στην πρόκληση της ελευθερίας. Η παιδεία που αναλώνεται μέχρις εσχάτων στην εκμάθηση μιας ασχολίας, ώστε να γίνεται με τον τελειότερο δυνατό τρόπο, χωρίς να προσφέρει τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτό, είναι η παιδεία που αρμόζει στους δούλους. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί παρά να παράγει και δούλους. Ο άνθρωπος που αδυνατεί να νιώσει ολοκλήρωση μέσα από την ελευθερία του ελεύθερου χρόνου νιώθοντας πλήξη, επειδή τον δαπανά σε ευτελείς δραστηριότητες, είναι ανάξιος να τον έχει. Γιατί είναι απαίδευτος. Κι ο ανάξιος ελεύθερου χρόνου είναι ο δούλος: «… οι δούλοι δεν έχουν ελεύθερο χρόνο, αλλά και όσοι δεν μπορούν να ριχτούν στον αγώνα με ανδρεία, δούλοι γίνονται των επιδρομέων». (1334a 21 – 22).
Έτσι, φτάνουμε στον ορισμό του ελεύθερου ανθρώπου, που είναι εκείνος που ξέρει να αγωνίζεται, για να υπερασπίσει την ελευθερία του και ταυτόχρονα έχει και την παιδεία να τη διαχειριστεί, όταν την αποκτήσει. Γι’ αυτό και τίθεται ως τρίτος παράγοντας για την αξία της πολεμικής προετοιμασίας «για να ασκούν δεσποτική εξουσία σε αυτούς που τους αξίζει να είναι δούλοι». Γιατί ο δούλος είναι ανίκανος να προασπίσει την ελευθερία του, αλλά ακόμη κι αν συμπτωματικά την έχει, κρίνεται ανάξιός της.
Πλέον, είναι απολύτως αντιληπτό ότι η ιδανική πόλη είναι αυτή που διαπλάθει ελεύθερους πολίτες: «τόσο περισσότερο θα χρειάζονται αυτοί φιλοσοφία, σωφροσύνη και δικαιοσύνη, όσο περισσότερο ζουν με άνεση ελεύθερου χρόνου, απολαμβάνοντας τέτοια αγαθά σε αφθονία. Είναι σαφές πια για ποιο λόγο είναι ανάγκη να έχει μερίδιο σε αυτές τις αρετές η πόλη που πρόκειται να ευημερήσει και να μεγαλουργήσει». (1334a 31 – 35).
Κι αυτός είναι ο λόγος που η Σπάρτη δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδανική πόλη. Γιατί, τελικά, οι πολίτες αποδείχθηκαν ανάξιοι της ελευθερίας που απολάμβαναν αναλώνοντας όλο τους το χρόνο στις στρατιωτικές ασχολίες.
Η ταύτιση της αρετής με τη διαρκή πολεμική προετοιμασία είναι η ακύρωση της ευτυχίας από τη σκοπιά του ελεύθερου ανθρώπου: «Συνεπώς δεν ενδείκνυται η άσκηση της αρετής κατά τον τρόπο της πόλης των Λακεδαιμονίων. Γιατί εκείνοι δε διαφέρουν από τους άλλους, επειδή δεν αποδέχονται ως μέγιστα αγαθά τα ίδια με τους άλλους, αλλά επειδή τα αποδίδουν σε κάποια συγκεκριμένη αρετή». (1334a 40 – 1334b 3).
Εξάλλου, και σε στρατιωτικό επίπεδο η Σπάρτη έχασε, τελικά, την πρωτοκαθεδρία: «Όμως από το γεγονός ότι σήμερα οι Λάκωνες δεν είναι κυρίαρχοι, αποδεικνύεται ότι ούτε αυτοί είναι ευδαίμονες ούτε ο νομοθέτης καλός. Ακόμη γελοίο είναι και αυτό, αν δηλαδή διατηρώντας τους νόμους του και χωρίς τίποτε να εμποδίζει την εφαρμογή τους, έχουν χάσει την καλή ποιότητα της ζωής τους». (1333b 21 – 26).
Ακόμη και σήμερα ο άνθρωπος εξακολουθεί να γαλουχείται με βάση τη λογική του πολέμου. Ο άκρατος ανταγωνισμός, η διαρκής μάχη για την επιβολή συμφερόντων, οι σύγχρονες οικονομικές ηγεμονίες, ο επεκτατισμός και ο κυνισμός της εξουσίας του ισχυρού τον αποπροσανατολίζουν καθιστώντας τον ανήμπορο να συλλάβει την ευτυχία.
Το φαινόμενο των ανθρώπων, που, ενώ έχουν εξασφαλίσει χρήμα για τις ανάγκες ολόκληρων γενεών, εξακολουθούν και στα βαθιά τους γεράματα να συγκρούονται και να χρησιμοποιούν αθέμιτα μέσα προκειμένου να συσσωρεύσουν κι άλλο, είναι η κενότητα της ύπαρξης, που αντιλαμβάνεται τον πλούτο ως έπαθλο ταυτίζοντάς τον με την κοινωνική καταξίωση. Η πόλη που ανάγει αυτή τη λογική σε κοινωνικό πρότυπο είναι η αποτυχημένη πόλη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το να μιλάει κανείς για τον ελεύθερο άνθρωπο που ξέρει να φιλοσοφεί και να διαχειρίζεται τον ελεύθερό του χρόνο είναι απολύτως ανεδαφικό. Κι αυτή είναι η μέγιστη αποτυχία του νομοθέτη: «Επειδή όμως οι άνθρωποι συλλογικά και ατομικά έχουν τον ίδιο τελικό σκοπό και η ίδια προϋπόθεση επίσης είναι αναγκαία και για τον άριστο άντρα και το άριστο πολίτευμα, γίνεται φανερό ότι απαιτείται να υπάρχουν οι αρετές που αποβλέπουν στην αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου». (1334a 11 – 14).
Η πλεονεξία, ως ακατάπαυστη διάθεση της κυριαρχικής επέκτασης, αποτελεί για τον Αριστοτέλη ολοκάθαρη στρέβλωση της αρετής, αφού, τελικά, δεν εξυπηρετεί τη συμβίωση μέσω της αμοιβαίας αποδοχής, αλλά τον άκρατο ανταγωνισμό, που μόνο συγκρουσιακά μπορεί να υφίσταται. Η ευλογία του ηρωισμού, που παίρνει τη μορφή της υπέρτατης φιλοπατρίας, είναι η μετατροπή του επεκτατισμού σε ιδεολογία, αφού έτσι (επεκτατικά) αναπτύσσεται η πόλη.
Από αυτή την άποψη, τα πολιτεύματα που αποσκοπούν αποκλειστικά στη δυνατότητα της ακαριαίας πολεμικής εγρήγορσης είναι αδύνατο να υπηρετούν την αρετή, αφού την ταυτίζουν με τον πόλεμο: «για παράδειγμα, επαινώντας το πολίτευμα των Λακεδαιμονίων θαυμάζουν το σκοπό του νομοθέτη, ότι δηλαδή νομοθέτησε αποβλέποντας αποκλειστικά στην κατάκτηση και στον πόλεμο. Αυτά όμως και εύκολα ελέγχονται με τη λογική και ήδη έχουν ελεγχθεί από τα ίδια τα πράγματα. Γιατί, όπως ακριβώς οι περισσότεροι άνθρωποι επιδιώκουν με ζήλο να κυριαρχούν σε πολλά, επειδή από αυτά προέρχεται αφθονία ωφελημάτων, έτσι και ο Θίβρων (δε γνωρίζουμε τίποτε περαιτέρω γι’ αυτόν) δείχνει ότι θαυμάζει το νομοθέτη των Λακώνων, το ίδιο και ο καθένας από τους άλλους που έγραψαν για το σπαρτιατικό πολίτευμα, με το επιχείρημα ότι ήταν (οι Λάκωνες) κυρίαρχοι πολλών, επειδή είχαν εξοικειωθεί με τους κινδύνους». (1333b 12 – 21).
Το σίγουρο είναι ότι ο Αριστοτέλης δεν απαξιώνει τις πολεμικές προετοιμασίες: «χρειάζεται να υποβάλλονται στην πολεμική άσκηση όχι για να υποδουλώνουν τους ανάξιους, αλλά πρώτιστα αυτοί οι ίδιοι να μην υποδουλώνονται σε άλλους». (1333b 38 – 41). Η στρατιωτική οργάνωση της πόλης κρίνεται απαραίτητη μόνο ως συνθήκη προάσπισης της ελευθερίας, δηλαδή ως διασφάλιση της ειρήνης, αφού η στρατιωτική υπεροπλία θα λειτουργήσει πριν απ’ όλα αποθαρρυντικά προς κάθε επίδοξο κατακτητή.
Η αντίληψη που θέλει την πολεμική ισχύ εργαλείο για την πραγμάτωση επεκτατικών πολέμων είναι η αντίληψη που μετατρέπει τον πόλεμο σε ιδανικό, αφού μόνο έτσι θα επέλθει η ευημερία. Κι αυτή ακριβώς είναι η μεγαλύτερη διαστρέβλωση, καθώς η αρετή από ύψιστη συμβιωτική συνθήκη ταυτίζεται με την πιο επαίσχυντη εκδοχή της αντιπαλότητας. Ο πολίτης που ανατρέφεται με αυτά τα ιδεώδη είναι αδύνατο να κατακτήσει την αρετή, γιατί είναι φιλοπόλεμος: «όπως, πολλές φορές επαναλάβαμε, σκοπός του πολέμου είναι η ειρήνη». (1334a 15).
Οι άλλοι δύο λόγοι που προτάσσει ο Αριστοτέλης προκειμένου να ξεκαθαρίσει την αναγκαιότητα των πολεμικών προετοιμασιών δεν αλλάζουν την ουσία των συλλογισμών του: «χρειάζεται να υποβάλλονται στην πολεμική άσκηση… δεύτερο για να επιδιώκουν την ηγεμονία αποσκοπώντας στην ωφέλεια των αρχομένων, αλλά όχι τη δεσποτική εξουσία πάνω σε όλα, και τρίτο για να ασκούν δεσποτική εξουσία σε αυτούς που τους αξίζει να είναι δούλοι». (1333b 41 – 1334a 2).
Το ζήτημα που προβάλλεται είναι το όφελος των αρχομένων. Η ηγεμονία, αν εξυπηρετεί το όφελος των αρχομένων, δηλαδή των πολλών, είναι θεμιτή, αφού λειτουργεί προς το δημόσιο συμφέρον. Αν όμως προϋποθέτει τον αδιάλειπτο πόλεμο προκειμένου να εδραιωθεί (αλλά και να παραμείνει στο χρόνο), η έννοια του δημόσιου συμφέροντος υπονομεύεται, καθώς αυτού του είδους ο πόλεμος, τελικά, δεν εξυπηρετεί την ειρήνη, αλλά τη διαιώνισή του.
Ο πόλεμος, ως αναντίρρητη πηγή δυστυχίας, θα ήταν παράλογο να ταυτιστεί με την κοινωνική ευημερία. Η ηγεμονία είναι η διαιώνιση της πολεμικής συνθήκης, αφού αυτοί που την υφίστανται θέλουν να την αποτινάξουν. Από αυτή την άποψη, όσα οφέλη κι αν προσφέρει μια ηγεμονία, εν τέλει είναι αδύνατο να ευνοήσει τους πολλούς, αφού τους βυθίζει σε ατέρμονη πολεμική προετοιμασία. Είναι σχεδόν νομοτελειακό, η ηγεμονία να εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα των λίγων και τα οφέλη που περνάν στους πολλούς να είναι απολύτως δυσανάλογα τόσο με το εύρος του πλούτου που διακυβεύεται (αυτά που δίνονται είναι ελάχιστα), όσο και με το μέγεθος των καθηκόντων που προκύπτουν ως εθνικό καθήκον.
Εξάλλου, η καλλιέργεια του επιθετικού κλίματος προς την υποταγή του άλλου, όχι μόνο δε σηματοδοτεί την ευημερία της πόλης – ακόμη κι αν πετύχει τις επεκτατικές της βλέψεις – αλλά επιβαρύνει και την ίδια την πολιτική της σκηνή, καθώς, μοιραία, θα κυριαρχείται από ανθρώπους τέτοιων αντιλήψεων, που αναγκαστικά θα μεταφέρουν την ίδια εξουσιαστική νοοτροπία και στη ρύθμιση των εσωτερικών υποθέσεων: «Επιπλέον δεν είναι σωστό να θεωρείται ευημερούσα η πόλη και να επαινείται ο νομοθέτης της, επειδή έστρεψε τους πολίτες στην κυριαρχία και τον έλεγχο της εξουσίας των γειτόνων τους. Σίγουρα αυτά προκαλούν μεγάλη βλάβη. Γιατί πράγματι και ο ικανός πολίτης θα προσπαθήσει να το πετύχει αυτό, πώς δηλαδή θα μπορέσει να ασκήσει εξουσία στη δική του πόλη, πράγμα για το οποίο οι Λακεδαιμόνιοι κατηγορούν τον Παυσανία, το βασιλιά τους, αν και είχε τόσο μεγάλο τιμητικό αξίωμα». (1333b 29 – 35).
Η ηγεμονία, ως εξουσιαστική συνθήκη έναντι του άλλου, όταν αποτελεί κοινωνικό πρότυπο, όταν δηλαδή ευλογείται από το νομοθέτη, δεν μπορεί παρά να περάσει, σαν κανόνας συμπεριφοράς, στη ρύθμιση όλων των υποθέσεων. Η πολιτική σκηνή που απαρτίζεται από αξιωματούχους αυτής της νοοτροπίας κρίνεται επικίνδυνη όχι μόνο για τις γειτονικές πόλεις, αλλά και για τους αρχόμενους της ίδιας πόλης. Ο Κλέωνας και ο Αλκιβιάδης, από την πλευρά της Αθήνας, είναι πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Όταν, λοιπόν, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην ηγεμονία που θα υπηρετήσει το όφελος των αρχομένων, είναι ξεκάθαρο ότι επικαλείται την ηγεμονία που θα εδραιώσει την ειρήνη. Η ειρήνη συνδυασμένη αξεδιάλυτα με τον ελεύθερο χρόνο παρουσιάζεται ως κύρια πηγή της ευτυχίας κι αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει με κάθε τρόπο να επιτευχθεί: «Η εμπειρία από τα πράγματα συνιστά την απόδειξη της θέσης ότι χρέος του νομοθέτη είναι κυρίως να φροντίζει πώς να συντάσσει τη νομοθεσία τη σχετική με τα στρατιωτικά ζητήματα και με τα άλλα με σκοπό τον ελεύθερο χρόνο και την ειρήνη». (1334a 3 – 5).
Με άλλα λόγια, ο πόλεμος, όπως και η ασχολία παρουσιάζονται ως αναγκαία κακά, που πρέπει κανείς να μπορεί να φέρει σε πέρας με σκοπό το μέγιστο δυνατό περιορισμό τους. Αυτό που απομένει είναι η διαπαιδαγώγηση που θα κάνει τον άνθρωπο αντάξιο της διαχείρισης της ειρήνης και του ελεύθερου χρόνου: «οι περισσότερες παρόμοιες πόλεις διατηρούνται όσο καιρό πολεμούν, καταστρέφονται όμως, όταν πετύχουν την κατάκτηση, γιατί σε καιρό ειρήνης χάνουν την ανδρεία τους, όπως ο σίδηρος τη βαφή του». (1334a 6 – 9).
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το κενό του νομοθέτη, που εξαντλεί την άσκηση της αρετής προς την επιδίωξη των μέσων (ασχολία – πόλεμος) αφήνοντας τον άνθρωπο απολύτως απροετοίμαστο στη διαχείριση της καθαυτό ευτυχίας (ειρήνη – ελεύθερος χρόνος): «Υπεύθυνος γι’ αυτό είναι ο νομοθέτης που δεν τους εκπαίδευσε, ώστε να είναι σε θέση να απολαμβάνουν την άνεση του χρόνου τους χωρίς επιπτώσεις». (1334a 9 – 10).
Αν είναι ντροπή ο ελεύθερος άνθρωπος να μην απολαμβάνει τα υλικά αγαθά που προϋποθέτουν την ευτυχία, αφού η έλλειψή τους τον καθιστά δυστυχή, είναι ακόμη περισσότερο ντροπιαστικό να έχει καταφέρει να τα αποκτήσει και παρόλα αυτά να παρουσιάζεται και πάλι ανίκανος να ευτυχήσει, επειδή δεν ξέρει πώς να εκμεταλλευτεί τα υπέρτατα αγαθά της ειρήνης και του ελεύθερου χρόνου: «Γιατί, ενώ είναι ντροπή να μην έχουν οι άνθρωποι τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τα αγαθά, είναι μεγαλύτερη ντροπή να μη μπορούν να τα απολαμβάνουν έχοντας άνεση ελεύθερου χρόνου, αλλά αντίθετα εργαζόμενοι και σε καιρό πολέμου να αποδεικνύονται αξιοπρεπείς, σε καιρό ειρήνης όμως και ζώντας με άνεση ελεύθερου χρόνου να φανερώνονται δουλοπρεπείς». (1334a 36 – 40).
Η γνωστή απόψη «αργία μήτηρ πάσης κακίας» επιβεβαιώνει πλήρως τον Αριστοτέλη, αφού ο ελεύθερος χρόνος παρουσιάζεται περισσότερο ως πηγή κακών παρά ως ευτυχία. Μέσα σε απόλυτη αντιφατικότητα ο άνθρωπος κάνει τα πάντα για χάρη ενός ξεκούραστου μέλλοντος και τελικά αποδεικνύεται εντελώς ανίκανος να το διαχειριστεί.
Κι αυτός είναι ίσως και ο βασικότερος λόγος που μετατρέπει το μέσο σε αυτοσκοπό, που μετατρέπει δηλαδή τον πλούτο σε τελικό σκοπό ύπαρξης. Αφού δεν έχει μάθει να απολαμβάνει την ευτυχία, δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να την αντικαταστήσει. Κι αυτό είναι θέμα παιδείας: «Η εργασιακή απασχόληση, λοιπόν, απαιτεί ανδρεία και καρτερικότητα, αντίθετα ο ελεύθερος χρόνος φιλοσοφία, ενώ η διαβίωση και στις δύο χρονικές περιόδους της ζωής και ιδιαίτερα η διαβίωση σε καιρό ειρήνης και με άνεση χρόνου απαιτεί σωφροσύνη και δικαιοσύνη». (1334a 22 – 25).
Βρισκόμαστε μπροστά στο ύψιστο καθήκον του νομοθέτη, το οποίο οφείλει να καταστήσει και κύριο μέλημα της παιδείας. Να μεταδώσει δηλαδή στους πολίτες την ποιότητα εκείνη, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται θετικά στην πρόκληση της ελευθερίας. Η παιδεία που αναλώνεται μέχρις εσχάτων στην εκμάθηση μιας ασχολίας, ώστε να γίνεται με τον τελειότερο δυνατό τρόπο, χωρίς να προσφέρει τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτό, είναι η παιδεία που αρμόζει στους δούλους. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί παρά να παράγει και δούλους. Ο άνθρωπος που αδυνατεί να νιώσει ολοκλήρωση μέσα από την ελευθερία του ελεύθερου χρόνου νιώθοντας πλήξη, επειδή τον δαπανά σε ευτελείς δραστηριότητες, είναι ανάξιος να τον έχει. Γιατί είναι απαίδευτος. Κι ο ανάξιος ελεύθερου χρόνου είναι ο δούλος: «… οι δούλοι δεν έχουν ελεύθερο χρόνο, αλλά και όσοι δεν μπορούν να ριχτούν στον αγώνα με ανδρεία, δούλοι γίνονται των επιδρομέων». (1334a 21 – 22).
Έτσι, φτάνουμε στον ορισμό του ελεύθερου ανθρώπου, που είναι εκείνος που ξέρει να αγωνίζεται, για να υπερασπίσει την ελευθερία του και ταυτόχρονα έχει και την παιδεία να τη διαχειριστεί, όταν την αποκτήσει. Γι’ αυτό και τίθεται ως τρίτος παράγοντας για την αξία της πολεμικής προετοιμασίας «για να ασκούν δεσποτική εξουσία σε αυτούς που τους αξίζει να είναι δούλοι». Γιατί ο δούλος είναι ανίκανος να προασπίσει την ελευθερία του, αλλά ακόμη κι αν συμπτωματικά την έχει, κρίνεται ανάξιός της.
Πλέον, είναι απολύτως αντιληπτό ότι η ιδανική πόλη είναι αυτή που διαπλάθει ελεύθερους πολίτες: «τόσο περισσότερο θα χρειάζονται αυτοί φιλοσοφία, σωφροσύνη και δικαιοσύνη, όσο περισσότερο ζουν με άνεση ελεύθερου χρόνου, απολαμβάνοντας τέτοια αγαθά σε αφθονία. Είναι σαφές πια για ποιο λόγο είναι ανάγκη να έχει μερίδιο σε αυτές τις αρετές η πόλη που πρόκειται να ευημερήσει και να μεγαλουργήσει». (1334a 31 – 35).
Κι αυτός είναι ο λόγος που η Σπάρτη δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδανική πόλη. Γιατί, τελικά, οι πολίτες αποδείχθηκαν ανάξιοι της ελευθερίας που απολάμβαναν αναλώνοντας όλο τους το χρόνο στις στρατιωτικές ασχολίες.
Η ταύτιση της αρετής με τη διαρκή πολεμική προετοιμασία είναι η ακύρωση της ευτυχίας από τη σκοπιά του ελεύθερου ανθρώπου: «Συνεπώς δεν ενδείκνυται η άσκηση της αρετής κατά τον τρόπο της πόλης των Λακεδαιμονίων. Γιατί εκείνοι δε διαφέρουν από τους άλλους, επειδή δεν αποδέχονται ως μέγιστα αγαθά τα ίδια με τους άλλους, αλλά επειδή τα αποδίδουν σε κάποια συγκεκριμένη αρετή». (1334a 40 – 1334b 3).
Εξάλλου, και σε στρατιωτικό επίπεδο η Σπάρτη έχασε, τελικά, την πρωτοκαθεδρία: «Όμως από το γεγονός ότι σήμερα οι Λάκωνες δεν είναι κυρίαρχοι, αποδεικνύεται ότι ούτε αυτοί είναι ευδαίμονες ούτε ο νομοθέτης καλός. Ακόμη γελοίο είναι και αυτό, αν δηλαδή διατηρώντας τους νόμους του και χωρίς τίποτε να εμποδίζει την εφαρμογή τους, έχουν χάσει την καλή ποιότητα της ζωής τους». (1333b 21 – 26).
Ακόμη και σήμερα ο άνθρωπος εξακολουθεί να γαλουχείται με βάση τη λογική του πολέμου. Ο άκρατος ανταγωνισμός, η διαρκής μάχη για την επιβολή συμφερόντων, οι σύγχρονες οικονομικές ηγεμονίες, ο επεκτατισμός και ο κυνισμός της εξουσίας του ισχυρού τον αποπροσανατολίζουν καθιστώντας τον ανήμπορο να συλλάβει την ευτυχία.
Το φαινόμενο των ανθρώπων, που, ενώ έχουν εξασφαλίσει χρήμα για τις ανάγκες ολόκληρων γενεών, εξακολουθούν και στα βαθιά τους γεράματα να συγκρούονται και να χρησιμοποιούν αθέμιτα μέσα προκειμένου να συσσωρεύσουν κι άλλο, είναι η κενότητα της ύπαρξης, που αντιλαμβάνεται τον πλούτο ως έπαθλο ταυτίζοντάς τον με την κοινωνική καταξίωση. Η πόλη που ανάγει αυτή τη λογική σε κοινωνικό πρότυπο είναι η αποτυχημένη πόλη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το να μιλάει κανείς για τον ελεύθερο άνθρωπο που ξέρει να φιλοσοφεί και να διαχειρίζεται τον ελεύθερό του χρόνο είναι απολύτως ανεδαφικό. Κι αυτή είναι η μέγιστη αποτυχία του νομοθέτη: «Επειδή όμως οι άνθρωποι συλλογικά και ατομικά έχουν τον ίδιο τελικό σκοπό και η ίδια προϋπόθεση επίσης είναι αναγκαία και για τον άριστο άντρα και το άριστο πολίτευμα, γίνεται φανερό ότι απαιτείται να υπάρχουν οι αρετές που αποβλέπουν στην αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου». (1334a 11 – 14).
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 4ος