Ορισμένες συμπεριφορές μας μάς βλάπτουν, αλλά εμείς αδυνατούμε να το καταλάβουμε, βάζοντας έτσι συνεχώς τρικλοποδιές στον εαυτό μας. Ποιες είναι αυτές;
Υπονομεύουμε τον εαυτό μας όταν, στην προσπάθειά μας να λύσουμε ένα πρόβλημα, τελικά προκαλούμε ένα νέο ή το χειριζόμαστε με τέτοιον τρόπο που παρεμβαίνει στα μελλοντικά μας σχέδια ή αποδεικνύεται καταστροφικός για τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Αν και όλοι έχουμε κάποια στιγμή υιοθετήσει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, μια τέτοια συμπεριφορά, το πρόβλημα ξεκινά όταν αυτή επαναλαμβάνεται τακτικά, μέχρι που γίνεται συνήθεια. Το «αυτο-σαμποτάζ» είναι μια κατάσταση που επαναλαμβάνεται συστηματικά και εξελίσσεται μέσα στον χρόνο, γι’ αυτό και χρειάζεται χρόνος και προσπάθεια για να σταματήσει. Στην ουσία πρόκειται για έναν λανθασμένο μηχανισμό άμυνας, για μια προσωρινή ανακούφιση, που σε βάθος χρόνου μας βλάπτει, αφού μπορεί εμείς να αρνούμαστε το πρόβλημα, αυτό όμως εξακολουθεί να υφίσταται και να διογκώνεται.
Τρεις «αυτοκαταστροφικές» συμπεριφορές
1. Η άρνηση των συναισθημάτων
Στην προσπάθειά μας να αποφύγουμε ή να αντιμετωπίσουμε τα αρνητικά συναισθήματα που μας κατακλύζουν, είναι πιθανό να υιοθετήσουμε συμπεριφορές οι οποίες, αντί να μας βοηθούν, μακροχρόνια μας βλάπτουν. Το να δραπετεύουμε από την πραγματικότητα μπορεί να φαντάζει επιθυμητό, αλλά τελικά μπορεί να μας βάλει σε μεγαλύτερες φασαρίες, επειδή, αρνούμενοι να αντιμετωπίσουμε τις δύσκολες καταστάσεις της ζωής μας, ουσιαστικά τις αφήνουμε να διαιωνίζονται. Βέβαια, το να καταφύγουμε στο λεγόμενο comfort food μετά από μια δύσκολη μέρα δεν θεωρείται προβληματική συμπεριφορά αν γίνεται π.χ. 2 φορές τον μήνα. Η κατάσταση εξελίσσεται σε πρόβλημα όταν γίνεται συστηματικά ή έχει επιπτώσεις στο βάρος, την υγεία και την ψυχική μας διάθεση. Αν το ξέσπασμα στο φαγητό καθιερωθεί ως τρόπος αντίδρασης απέναντι σε μια δύσκολη κατάσταση, τότε κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε σε αυτόν.
Επίσης, ορισμένοι άνθρωποι εστιάζουν σε τόσο μεγάλο βαθμό στο αρνητικό γεγονός το οποίο βιώνουν, που τελικά παγιδεύονται σε μια επώδυνη κατάσταση αρνητικών συναισθημάτων. Στη συνέχεια, επιλέγουν ακραίες συμπεριφορές, ελπίζοντας ότι οι σωματικές αισθήσεις που τους προκαλούν θα είναι τόσο έντονες, ώστε να τους αποσπάσουν την προσοχή και να τους βοηθήσουν να ξεχαστούν.
Μερικές φορές, ωστόσο, σαμποτάρουμε τον εαυτό μας και λόγω «άγνοιας», εξαιτίας λανθασμένων πεποιθήσεων σχετικά με το ποια συμπεριφορά θεωρείται σωστή. Η λύπη, για παράδειγμα, συχνά μας οδηγεί στην απομόνωση. Αυτή την αντίδραση μπορεί να τη νιώθουμε σωστή, αλλά στην πραγματικότητα μας βλάπτει. Το να αποτραβιόμαστε από υγιείς καταστάσεις, όταν έχουμε κακή διάθεση, έχει ως αποτέλεσμα να την επιδεινώνουμε. Κοινό χαρακτηριστικό, πάντως, στις καταστροφικές συμπεριφορές είναι ότι νομίζουμε ότι μας βοηθούν, αλλά στην πραγματικότητα μας αποπροσανατολίζουν, βυθίζοντάς μας όλο και περισσότερο σε έναν φαύλο κύκλο.
Δυστυχώς, συχνά δεν καταλαβαίνουμε ότι μόνοι μας σαμποτάρουμε τον εαυτό μας και αυτό γιατί πολλές φορές οι συνέπειες των πράξεων και αποφάσεών μας δεν είναι άμεσες. Για να αντιληφθούμε το πώς μας επηρεάζουν, πρέπει να τις προβάλουμε σε βάθος χρόνου, να δούμε αν και κατά πόσο βλάπτουν τα μελλοντικά μας σχέδια και τις σχέσεις μας.
Η στροφή στις εξαρτήσεις
Η συστηματική αποφυγή ενός ανθρώπου να αντιμετωπίσει τα αρνητικά συναισθήματά του μπορεί να τον οδηγήσει σε κάποιου είδους εξάρτηση, προκειμένου να συντηρήσει την άρνησή του για το πρόβλημα ή να μην ασχοληθεί με αυτό. Η εξάρτηση, είτε αυτή εκφράζεται με τη μορφή κατάχρησης ουσιών (αλκοόλ, φάρμακα, ναρκωτικά) είτε ως προσκόλληση σε ένα άτομο, αποδεικνύεται επιβλαβής σε όλα τα επίπεδα, σωματικά και ψυχικά. Πρόκειται για μια λανθασμένη επιλογή, έναν «ανθυγιεινό» τρόπο να δραπετεύουμε από τα πράγματα που μας βασανίζουν. Ο εθισμός είναι μια δύσκολη περίπτωση -ας μη γελιόμαστε- και χρειάζεται μεγάλη δύναμη, επιμονή και θέληση για να τον ξεπεράσουμε. Η εξάρτηση μας αποδυναμώνει, γι’ αυτό και είναι σημαντική η αναζήτηση βοήθειας από έναν ειδικό και η υποστήριξη των αγαπημένων μας προσώπων.
Σπάμε τον φαύλο κύκλο!
*Κρατάμε ένα ημερολόγιο αναφορικά με το πώς αντιμετωπίζουμε τις στρεσογόνες καταστάσεις.
*Αναγνωρίζουμε τη συμπεριφορά που ακολουθούμε.
*Αποδεχόμαστε το πόσο μας βλάπτει.
*Εκπαιδεύουμε τον εαυτό μας να αντιδρά διαφορετικά, βρίσκοντας, με τη βοήθεια των δικών μας ανθρώπων ή ενός ειδικού, εναλλακτικές λύσεις αντιμετώπισης του προβλήματος, όπως π.χ. ένα νέο χόμπι.
2. Η δύναμη της αναβλητικότητας
Η αναβολή, η χρονική απόσταση που χωρίζει τις προθέσεις μας από το να γίνουν πράξη, η δράση που δεν αναλαμβάνουμε ποτέ, είναι ο πιο κοινός τρόπος να σαμποτάρουμε τον εαυτό μας. Και ενώ πιστεύουμε ότι η θέληση και οι λόγοι που γεννούν τους στόχους μας αρκούν για να μας κινητοποιήσουν, τελικά αποδεικνύεται ότι αυτό δεν ισχύει.
Η αναβλητικότητα είναι μια παράλογη καθυστέρηση. Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα είναι ψυχολογικό και όλες οι δυσκολίες που προκύπτουν ή τα εμπόδια που βάζουμε απορρέουν από αυτό. Μπορεί το μυαλό μας να γνωρίζει και να κατανοεί το τι πρέπει να κάνουμε, ωστόσο δεν έχουμε τη διάθεση να το κάνουμε. Έτσι, εστιάζουμε στα βραχυπρόθεσμα οφέλη, στο να νιώσουμε καλά αυτή τη στιγμή, θυσιάζοντας τα μακροπρόθεσμα οφέλη. Μάλιστα, όταν το πρόβλημα είναι χρόνιο και χαρακτηρίζει την καθημερινότητά μας, τότε κινδυνεύουμε να θυσιάσουμε ολόκληρη τη ζωή μας.
Υπάρχουν 4 βασικοί λόγοι για τους οποίους συνήθως κωλυσιεργούμε:
Δεν θέλουμε να κάνουμε πράγματα που δεν μας αρέσουν ή μας αναστατώνουν με οποιονδήποτε τρόπο. Για παράδειγμα, αναβάλλουμε μια επίσκεψη στον γιατρό, γιατί δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε μια ενδεχομένως αρνητική κατάσταση, αλλά θέλουμε να συνεχίσουμε να νιώθουμε καλά.
Συχνά οι προθέσεις μας ή/και ο στόχος μας είναι ασαφείς ή δεν είναι αρκετά ισχυροί για να μας κινητοποιήσουν. Αυτή η δίαιτα που ξεκινάει πάντα από Δευτέρα είναι ένα κλασικό παράδειγμα αναβολής.
Η προσοχή μας αποσπάται εύκολα. Θα γράψουμε, για παράδειγμα, την επιστολή που πρέπει, αφού πρώτα απαντήσουμε στο μήνυμα της φίλης, διαβάσουμε ένα mail, τσεκάρουμε το facebook, δούμε τι καιρό θα κάνει αύριο… και ξαφνικά η μέρα πέρασε και η επιστολή δεν έχει ακόμα γραφτεί.
Αναβάλλουμε πράγματα από φόβο, επειδή λόγου χάρη νομίζουμε ότι δεν έχουμε τις δυνάμεις και τα προσόντα που απαιτούνται ή ανησυχούμε για τα αποτελέσματα μιας πιθανής ενέργειας ή πρωτοβουλίας μας. Γενικά ο φόβος -το άγχος της αποτυχίας- είναι ένας παράγοντας που μας κρατάει πίσω.
Σημαντικό στοιχείο της αναβλητικότητας είναι η λεγόμενη αυτοεξαπάτηση, τα μικρά ψέματα που λέμε στον εαυτό μας προκειμένου να νιώσουμε καλύτερα που δεν κάνουμε αυτό που πρέπει, οι δικαιολογίες που εφευρίσκουμε ή τα προβλήματα που αφήνουμε άλυτα επειδή μας βολεύουν.
Ξεκινάμε σταδιακά
*Καλό είναι να θέτουμε μικρούς και εφικτούς στόχους και όχι μακρινούς και μεγάλους. Κάνοντας ένα βήμα τη φορά, θα πάρουμε θάρρος για να συνεχίσουμε και θα φτάσουμε σταδιακά στον τελικό μας στόχο.
*Φροντίζουμε να παίρνουμε συγκεκριμένες αποφάσεις και όχι να κάνουμε γενικές δηλώσεις.
*Βρίσκουμε αυτό που μας αποσπά την προσοχή και το απομακρύνουμε.
*Βάζουμε σε πρόγραμμα τη δουλειά μας και προσπαθούμε όσο γίνεται να το τηρήσουμε.
*Επιβραβεύουμε τον εαυτό μας κάθε φορά που καταφέρνουμε να τηρήσουμε το οργανόγραμμά μας.
3. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης
Μπορεί η μετριοφροσύνη να θεωρείται αρετή και ο υπέρμετρος εγωισμός να είναι κοινωνικά κατακριτέος, ωστόσο όταν το Εγώ καταπιέζεται σε υπερβολικό βαθμό, αυτό αποτελεί δείγμα χαμηλής αυτοεκτίμησης. Όταν συνεχώς υποτιμούμε τον εαυτό μας, γινόμαστε οι ίδιοι τροχοπέδη στην εξέλιξή μας, αφού η αρνητική εικόνα που έχουμε για εμάς τους ίδιους μας αποτρέπει από το να πάρουμε ρίσκα ή να θέσουμε υψηλούς στόχους.
Ακόμα χειρότερα, η προβολή μιας τέτοιας εικόνας αποτρέπει και τους άλλους από το να μας πάρουν στα σοβαρά, από το να μας αναθέσουν ρόλους και ευθύνες, και μας εμφανίζει λιγότερο ικανούς στην εκτέλεση καθηκόντων. Η διαρκής αναζήτηση έγκρισης και αποδοχής στα μάτια των άλλων δεν δείχνει πάντα πόσο εκτιμάμε τη γνώμη τους, αλλά μας κάνει να φαινόμαστε αδύναμοι και λιγότερο ικανοί.
Επίσης, η εξαρχής δήλωση της «ανικανότητάς» μας, όπως, για παράδειγμα, «Δεν θέλω να οδηγήσω. Είμαι κακή οδηγός», μας καλύπτει σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά. Ο φόβος της έκθεσης υπάρχει και στην περίπτωση αυτή, γι’ αυτό εμείς προειδοποιούμε τους γύρω μας για την έλλειψή μας, θέλοντας να εκμηδενίσουμε τις πιθανότητες αρνητικής κριτικής ή αρνητικού αποτελέσματος.
Όμως, στις ανταγωνιστικές κοινωνίες που ζούμε, όπου η ατομικότητα είναι κύριο χαρακτηριστικό, καλούμαστε συχνά να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας ως μοναδικό, να τον προβάλουμε όσο καλύτερα μπορούμε, προκειμένου να εξελιχθούμε. Ο χρόνος, όμως, που συνήθως μας δίνεται είναι ελάχιστος και μέσα στα στενά αυτά όρια πρέπει να παρουσιάσουμε τις καλύτερες και πιο δυνατές πτυχές μας, να δώσουμε τις καλές πληροφορίες που διαφορετικά δεν θα ήταν διαθέσιμες. Το να υποτιμάμε, λοιπόν, τον εαυτό μας δεν είναι δείγμα καλής συμπεριφοράς, αλλά χαμηλής αυτοεκτίμησης.
Μαθήματα αυτοεκτίμησης
*Φροντίζουμε να έχουμε μια σφαιρική άποψη για τα πράγματα, εστιάζοντας ισότιμα τόσο στις θετικές όσο και στις αρνητικές πλευρές του εαυτού μας.
*Στοχεύουμε στην ενίσχυση των θετικών μας σημείων και στη βελτίωση των αρνητικών μας.
Υπονομεύουμε τον εαυτό μας όταν, στην προσπάθειά μας να λύσουμε ένα πρόβλημα, τελικά προκαλούμε ένα νέο ή το χειριζόμαστε με τέτοιον τρόπο που παρεμβαίνει στα μελλοντικά μας σχέδια ή αποδεικνύεται καταστροφικός για τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Αν και όλοι έχουμε κάποια στιγμή υιοθετήσει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, μια τέτοια συμπεριφορά, το πρόβλημα ξεκινά όταν αυτή επαναλαμβάνεται τακτικά, μέχρι που γίνεται συνήθεια. Το «αυτο-σαμποτάζ» είναι μια κατάσταση που επαναλαμβάνεται συστηματικά και εξελίσσεται μέσα στον χρόνο, γι’ αυτό και χρειάζεται χρόνος και προσπάθεια για να σταματήσει. Στην ουσία πρόκειται για έναν λανθασμένο μηχανισμό άμυνας, για μια προσωρινή ανακούφιση, που σε βάθος χρόνου μας βλάπτει, αφού μπορεί εμείς να αρνούμαστε το πρόβλημα, αυτό όμως εξακολουθεί να υφίσταται και να διογκώνεται.
Τρεις «αυτοκαταστροφικές» συμπεριφορές
1. Η άρνηση των συναισθημάτων
Στην προσπάθειά μας να αποφύγουμε ή να αντιμετωπίσουμε τα αρνητικά συναισθήματα που μας κατακλύζουν, είναι πιθανό να υιοθετήσουμε συμπεριφορές οι οποίες, αντί να μας βοηθούν, μακροχρόνια μας βλάπτουν. Το να δραπετεύουμε από την πραγματικότητα μπορεί να φαντάζει επιθυμητό, αλλά τελικά μπορεί να μας βάλει σε μεγαλύτερες φασαρίες, επειδή, αρνούμενοι να αντιμετωπίσουμε τις δύσκολες καταστάσεις της ζωής μας, ουσιαστικά τις αφήνουμε να διαιωνίζονται. Βέβαια, το να καταφύγουμε στο λεγόμενο comfort food μετά από μια δύσκολη μέρα δεν θεωρείται προβληματική συμπεριφορά αν γίνεται π.χ. 2 φορές τον μήνα. Η κατάσταση εξελίσσεται σε πρόβλημα όταν γίνεται συστηματικά ή έχει επιπτώσεις στο βάρος, την υγεία και την ψυχική μας διάθεση. Αν το ξέσπασμα στο φαγητό καθιερωθεί ως τρόπος αντίδρασης απέναντι σε μια δύσκολη κατάσταση, τότε κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε σε αυτόν.
Επίσης, ορισμένοι άνθρωποι εστιάζουν σε τόσο μεγάλο βαθμό στο αρνητικό γεγονός το οποίο βιώνουν, που τελικά παγιδεύονται σε μια επώδυνη κατάσταση αρνητικών συναισθημάτων. Στη συνέχεια, επιλέγουν ακραίες συμπεριφορές, ελπίζοντας ότι οι σωματικές αισθήσεις που τους προκαλούν θα είναι τόσο έντονες, ώστε να τους αποσπάσουν την προσοχή και να τους βοηθήσουν να ξεχαστούν.
Μερικές φορές, ωστόσο, σαμποτάρουμε τον εαυτό μας και λόγω «άγνοιας», εξαιτίας λανθασμένων πεποιθήσεων σχετικά με το ποια συμπεριφορά θεωρείται σωστή. Η λύπη, για παράδειγμα, συχνά μας οδηγεί στην απομόνωση. Αυτή την αντίδραση μπορεί να τη νιώθουμε σωστή, αλλά στην πραγματικότητα μας βλάπτει. Το να αποτραβιόμαστε από υγιείς καταστάσεις, όταν έχουμε κακή διάθεση, έχει ως αποτέλεσμα να την επιδεινώνουμε. Κοινό χαρακτηριστικό, πάντως, στις καταστροφικές συμπεριφορές είναι ότι νομίζουμε ότι μας βοηθούν, αλλά στην πραγματικότητα μας αποπροσανατολίζουν, βυθίζοντάς μας όλο και περισσότερο σε έναν φαύλο κύκλο.
Δυστυχώς, συχνά δεν καταλαβαίνουμε ότι μόνοι μας σαμποτάρουμε τον εαυτό μας και αυτό γιατί πολλές φορές οι συνέπειες των πράξεων και αποφάσεών μας δεν είναι άμεσες. Για να αντιληφθούμε το πώς μας επηρεάζουν, πρέπει να τις προβάλουμε σε βάθος χρόνου, να δούμε αν και κατά πόσο βλάπτουν τα μελλοντικά μας σχέδια και τις σχέσεις μας.
Η στροφή στις εξαρτήσεις
Η συστηματική αποφυγή ενός ανθρώπου να αντιμετωπίσει τα αρνητικά συναισθήματά του μπορεί να τον οδηγήσει σε κάποιου είδους εξάρτηση, προκειμένου να συντηρήσει την άρνησή του για το πρόβλημα ή να μην ασχοληθεί με αυτό. Η εξάρτηση, είτε αυτή εκφράζεται με τη μορφή κατάχρησης ουσιών (αλκοόλ, φάρμακα, ναρκωτικά) είτε ως προσκόλληση σε ένα άτομο, αποδεικνύεται επιβλαβής σε όλα τα επίπεδα, σωματικά και ψυχικά. Πρόκειται για μια λανθασμένη επιλογή, έναν «ανθυγιεινό» τρόπο να δραπετεύουμε από τα πράγματα που μας βασανίζουν. Ο εθισμός είναι μια δύσκολη περίπτωση -ας μη γελιόμαστε- και χρειάζεται μεγάλη δύναμη, επιμονή και θέληση για να τον ξεπεράσουμε. Η εξάρτηση μας αποδυναμώνει, γι’ αυτό και είναι σημαντική η αναζήτηση βοήθειας από έναν ειδικό και η υποστήριξη των αγαπημένων μας προσώπων.
Σπάμε τον φαύλο κύκλο!
*Κρατάμε ένα ημερολόγιο αναφορικά με το πώς αντιμετωπίζουμε τις στρεσογόνες καταστάσεις.
*Αναγνωρίζουμε τη συμπεριφορά που ακολουθούμε.
*Αποδεχόμαστε το πόσο μας βλάπτει.
*Εκπαιδεύουμε τον εαυτό μας να αντιδρά διαφορετικά, βρίσκοντας, με τη βοήθεια των δικών μας ανθρώπων ή ενός ειδικού, εναλλακτικές λύσεις αντιμετώπισης του προβλήματος, όπως π.χ. ένα νέο χόμπι.
2. Η δύναμη της αναβλητικότητας
Η αναβολή, η χρονική απόσταση που χωρίζει τις προθέσεις μας από το να γίνουν πράξη, η δράση που δεν αναλαμβάνουμε ποτέ, είναι ο πιο κοινός τρόπος να σαμποτάρουμε τον εαυτό μας. Και ενώ πιστεύουμε ότι η θέληση και οι λόγοι που γεννούν τους στόχους μας αρκούν για να μας κινητοποιήσουν, τελικά αποδεικνύεται ότι αυτό δεν ισχύει.
Η αναβλητικότητα είναι μια παράλογη καθυστέρηση. Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα είναι ψυχολογικό και όλες οι δυσκολίες που προκύπτουν ή τα εμπόδια που βάζουμε απορρέουν από αυτό. Μπορεί το μυαλό μας να γνωρίζει και να κατανοεί το τι πρέπει να κάνουμε, ωστόσο δεν έχουμε τη διάθεση να το κάνουμε. Έτσι, εστιάζουμε στα βραχυπρόθεσμα οφέλη, στο να νιώσουμε καλά αυτή τη στιγμή, θυσιάζοντας τα μακροπρόθεσμα οφέλη. Μάλιστα, όταν το πρόβλημα είναι χρόνιο και χαρακτηρίζει την καθημερινότητά μας, τότε κινδυνεύουμε να θυσιάσουμε ολόκληρη τη ζωή μας.
Υπάρχουν 4 βασικοί λόγοι για τους οποίους συνήθως κωλυσιεργούμε:
Δεν θέλουμε να κάνουμε πράγματα που δεν μας αρέσουν ή μας αναστατώνουν με οποιονδήποτε τρόπο. Για παράδειγμα, αναβάλλουμε μια επίσκεψη στον γιατρό, γιατί δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε μια ενδεχομένως αρνητική κατάσταση, αλλά θέλουμε να συνεχίσουμε να νιώθουμε καλά.
Συχνά οι προθέσεις μας ή/και ο στόχος μας είναι ασαφείς ή δεν είναι αρκετά ισχυροί για να μας κινητοποιήσουν. Αυτή η δίαιτα που ξεκινάει πάντα από Δευτέρα είναι ένα κλασικό παράδειγμα αναβολής.
Η προσοχή μας αποσπάται εύκολα. Θα γράψουμε, για παράδειγμα, την επιστολή που πρέπει, αφού πρώτα απαντήσουμε στο μήνυμα της φίλης, διαβάσουμε ένα mail, τσεκάρουμε το facebook, δούμε τι καιρό θα κάνει αύριο… και ξαφνικά η μέρα πέρασε και η επιστολή δεν έχει ακόμα γραφτεί.
Αναβάλλουμε πράγματα από φόβο, επειδή λόγου χάρη νομίζουμε ότι δεν έχουμε τις δυνάμεις και τα προσόντα που απαιτούνται ή ανησυχούμε για τα αποτελέσματα μιας πιθανής ενέργειας ή πρωτοβουλίας μας. Γενικά ο φόβος -το άγχος της αποτυχίας- είναι ένας παράγοντας που μας κρατάει πίσω.
Σημαντικό στοιχείο της αναβλητικότητας είναι η λεγόμενη αυτοεξαπάτηση, τα μικρά ψέματα που λέμε στον εαυτό μας προκειμένου να νιώσουμε καλύτερα που δεν κάνουμε αυτό που πρέπει, οι δικαιολογίες που εφευρίσκουμε ή τα προβλήματα που αφήνουμε άλυτα επειδή μας βολεύουν.
Ξεκινάμε σταδιακά
*Καλό είναι να θέτουμε μικρούς και εφικτούς στόχους και όχι μακρινούς και μεγάλους. Κάνοντας ένα βήμα τη φορά, θα πάρουμε θάρρος για να συνεχίσουμε και θα φτάσουμε σταδιακά στον τελικό μας στόχο.
*Φροντίζουμε να παίρνουμε συγκεκριμένες αποφάσεις και όχι να κάνουμε γενικές δηλώσεις.
*Βρίσκουμε αυτό που μας αποσπά την προσοχή και το απομακρύνουμε.
*Βάζουμε σε πρόγραμμα τη δουλειά μας και προσπαθούμε όσο γίνεται να το τηρήσουμε.
*Επιβραβεύουμε τον εαυτό μας κάθε φορά που καταφέρνουμε να τηρήσουμε το οργανόγραμμά μας.
3. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης
Μπορεί η μετριοφροσύνη να θεωρείται αρετή και ο υπέρμετρος εγωισμός να είναι κοινωνικά κατακριτέος, ωστόσο όταν το Εγώ καταπιέζεται σε υπερβολικό βαθμό, αυτό αποτελεί δείγμα χαμηλής αυτοεκτίμησης. Όταν συνεχώς υποτιμούμε τον εαυτό μας, γινόμαστε οι ίδιοι τροχοπέδη στην εξέλιξή μας, αφού η αρνητική εικόνα που έχουμε για εμάς τους ίδιους μας αποτρέπει από το να πάρουμε ρίσκα ή να θέσουμε υψηλούς στόχους.
Ακόμα χειρότερα, η προβολή μιας τέτοιας εικόνας αποτρέπει και τους άλλους από το να μας πάρουν στα σοβαρά, από το να μας αναθέσουν ρόλους και ευθύνες, και μας εμφανίζει λιγότερο ικανούς στην εκτέλεση καθηκόντων. Η διαρκής αναζήτηση έγκρισης και αποδοχής στα μάτια των άλλων δεν δείχνει πάντα πόσο εκτιμάμε τη γνώμη τους, αλλά μας κάνει να φαινόμαστε αδύναμοι και λιγότερο ικανοί.
Επίσης, η εξαρχής δήλωση της «ανικανότητάς» μας, όπως, για παράδειγμα, «Δεν θέλω να οδηγήσω. Είμαι κακή οδηγός», μας καλύπτει σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά. Ο φόβος της έκθεσης υπάρχει και στην περίπτωση αυτή, γι’ αυτό εμείς προειδοποιούμε τους γύρω μας για την έλλειψή μας, θέλοντας να εκμηδενίσουμε τις πιθανότητες αρνητικής κριτικής ή αρνητικού αποτελέσματος.
Όμως, στις ανταγωνιστικές κοινωνίες που ζούμε, όπου η ατομικότητα είναι κύριο χαρακτηριστικό, καλούμαστε συχνά να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας ως μοναδικό, να τον προβάλουμε όσο καλύτερα μπορούμε, προκειμένου να εξελιχθούμε. Ο χρόνος, όμως, που συνήθως μας δίνεται είναι ελάχιστος και μέσα στα στενά αυτά όρια πρέπει να παρουσιάσουμε τις καλύτερες και πιο δυνατές πτυχές μας, να δώσουμε τις καλές πληροφορίες που διαφορετικά δεν θα ήταν διαθέσιμες. Το να υποτιμάμε, λοιπόν, τον εαυτό μας δεν είναι δείγμα καλής συμπεριφοράς, αλλά χαμηλής αυτοεκτίμησης.
Μαθήματα αυτοεκτίμησης
*Φροντίζουμε να έχουμε μια σφαιρική άποψη για τα πράγματα, εστιάζοντας ισότιμα τόσο στις θετικές όσο και στις αρνητικές πλευρές του εαυτού μας.
*Στοχεύουμε στην ενίσχυση των θετικών μας σημείων και στη βελτίωση των αρνητικών μας.