Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΑΝ ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ

Η ζωή μας αλλάζει καθημερινά. Κάποιες φορές τόσο γρήγορα, που μοιάζουμε σαν απλοί παρατηρητές της. Είναι σαν να συμβαίνει μια αλληλουχία γεγονότων, που παίζει μπροστά στα μάτια μας σαν σποτάκι διαφήμισης. Είναι τόσο γρήγορο, που δεν καταλαβαίνουμε πότε άρχισε και πότε τελείωσε.

Το μόνο σίγουρο είναι πως κάποια πράγματα αλλάζουν, επειδή αλλάζουμε εμείς.

Κόσμος πολύς και ασήμαντος μπαινοβγαίνει καθημερινά στη ζωή μας, κι όμως, υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που έγιναν το σημείο αναφοράς μας. Άνθρωποι που μηδένισαν τις αποστάσεις για εμάς, που θυσίασαν Σαββατόβραδα ολόκληρα πάνω από ένα τηλέφωνο για να μας ακούσουν ή να μείνουν σπίτι μαζί μας, πίνοντας εκείνο το τελευταίο μπουκάλι κρασί για συμπαράσταση.

Κι είναι κι εκείνες οι φορές που φοβάσαι, που η καρδιά σου τρέμει σαν μικρό παιδί που το μάλωσαν και τότε έρχονται, σε παίρνουν αγκαλιά και σου λένε «δε ζεις». Μέσα σε δύο λέξεις κατάφεραν να συμπεριλάβουν όλα όσα είσαι. Τους ξέρεις καλά αυτούς τους ανθρώπους γιατί ήταν δίπλα σου πάντα.

Για να σε μαλώσουν. Να σε αγκαλιάσουν. Να σου θυμώσουν. Να κλάψουν με τη λύπη σου. Να χαρούν με τη χαρά σου. Να σου δείξουν με όποιο τρόπο έμαθαν και οι ίδιοι, πως σε αγαπάνε.
Ήταν οι μόνοι που σήκωσαν το τηλέφωνο και σε πήραν μόνο για να ακούσουν τη φωνή σου. Μόνο για να σε ακούσουν να ξεσπάς, να γελάς, να κλαις, να ηρεμείς.

Ήταν εκείνοι που νοιάστηκαν για σένα, όταν εσύ έπαψες να νοιάζεσαι για τον εαυτό σου. Για να σου δείξουν ότι υπάρχει και μία άλλη, πιο όμορφη ζωή απ’αυτή που συντηρείς πεισματικά τόσα χρόνια.
Σε ταρακούνησαν, σου έβαλαν τις φωνές, σου έκλεισαν το τηλέφωνο στα μούτρα γιατί δεν καταλάβαινες, μετά σου ζήτησαν συγγνώμη, αλλά πάντα ήταν εκεί.

Έπεσες, αλλά αντί να σου δώσουν το χέρι τους να σηκωθείς, κάθισαν κι εκείνοι δίπλα σου για να ανεβείτε παρέα. Παρέα και στον πάτο.

Είναι οι μόνοι που δε σε εκμεταλλεύτηκαν. Που δε σου ζήτησαν κανένα αντάλλαγμα για να είναι δίπλα σου. Μόνο να είσαι καλά.

Έκαναν υπομονή, ήταν πάντα πρόθυμοι για να σου πουν ξανά και ξανά τα ίδια μέχρι να καταλάβεις.  Ήταν εκεί όποτε τους ζήτησες. Βασικά, ήταν εκεί ακόμα κι όταν δεν τους το ζήτησες.

Και ήταν πάλι εκεί όταν κατάφερες να σηκωθείς. Ήταν οι πρώτοι που χάρηκαν ίσως περισσότερο από σένα που τα κατάφερες, θυμάσαι;

Το κακό είναι πως είναι λίγοι αυτοί οι άνθρωποι. Οι δικοί σου άνθρωποι.

Το καλό είναι πως τους έχεις.
Ξέρω πάρα πολλούς ανθρώπους που δεν έχουν ούτε ένα φίλο. Άνθρωποι μόνοι, που δεν τους δίνει κανένας παρηγοριά. Και κάπου μέσα στην ατυχία και τα προβλήματά μου, νιώθω ταυτόχρονα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο.

Πόσο πιο ασήμαντες φαντάζουν όλες οι έγνοιες όταν έχεις δίπλα σου δυο-τρεις ανθρώπους για να τις «μοιράσεις»; Πόσο πιο όμορφος μοιάζει ο εαυτός σου όταν τον κοιτάζεις μέσα απ’τα δικά τους μάτια;

Κι ύστερα έρχεται η λύτρωση. Γιατί όλα περνάνε. Όλα εξανεμίζονται ως δια μαγείας όταν έχεις από κάπου για να πιαστείς. Τα δάκρυα στεγνώνουν, οι πληγές επουλώνονται κι εκείνοι είναι ακόμα εκεί, σου απλώνουν το χέρι για να περπατήσετε μαζί.

Μην απομακρυνθείς. Μην κάνεις βήμα χωρίς αυτούς.

Γιατί φίλος, αυτή η ζωή δεν παλεύεται με τίποτα αν είσαι μόνος.