Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Ο φόβος του θανάτου στην Ηθική Φιλοσοφία του Επίκουρου

Ο Επίκουρος (341 π.Χ. – 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή, με το όνομα Κήπος του Επίκουρου, η οποία θεωρείται από τις πιο γνωστές σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας.

Μία λέξη η οποία χαρακτηρίζει τον αρχαίο ΄Ελληνα φιλόσοφο Επίκουρο είναι σίγουρα η
λέξη "παρεξηγημένος". Πολλοί πολέμιοι του ίδιου του Επίκουρου και της φιλοσοφίας του
τον έχουν χαρακτηρίσει ως "άθεο" και "χυδαίο ηδονιστή". ΄Αλλοι πάλι, κινούμενοι προς
την αντίθετη πορεία, τον λάτρεψαν ως θεό και ήταν φανατικοί οπαδοί της διδασκαλίας του.

Σίγουρα και οι δύο πλευρές είναι, αν μη τί άλλο, υπερβολικές. Ο Επίκουρος ήταν άθεος, αλλά
με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Αναγνώριζε την ύπαρξη των θεών (ή του θεού), τους έδινε ωστόσο
υλική υπόσταση. Πίστευε ότι οι θεοί δεν ενδιαφέρονται για τις υποθέσεις των ανθρώπων,
διότι αυτό δεν θα ταίριαζε με την θεϊκή φύση τους. Οι θεοί για τον Επίκουρο ζούσαν
μακάριοι, ευτυχισμένοι και χωρίς καμία έγνοια, και το να ασχολούνται με τις ανθρώπινες
υποθέσεις θα ακύρωνε αυτή τους την μακαριότητα.

Ο Επίκουρος δεν υϊοθετούσε την στάση που είχαν ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας απέναντι στην φιλοσοφία. Μάλιστα, ήταν αντίθετος με τις απόψεις του τελευταίου ως προς
τα ζητήματα που αφορούσαν τους θεούς. Ακόμη, ήταν αντίθετος ως προς τον περιορισμό
που θέτει ο Αριστοτέλης πως η φιλοσοφία είναι για λίγους. Ο Επίκουρος υποστήριζε πως
και ο αμόρφωτος άνθρωπος μπορεί να αποκομίσει τα ίδια οφέλη από την φιλοσοφία με τον
μορφωμένο. Μάλιστα θεωρούσε τον εαυτό του αμόρφωτο. Ωστόσο, αυτή του η διακήρυξη
αποτελούσε περισσότερο κριτική της μόρφωσης που είχε λάβει, παρά μια ειλικρινή δήλωση.

Αντίθετα με όσα δήλωνε, ήταν αρκετά μορφωμένος και ενημερωμένος για τις επίκαιρες θέσεις της τότε επιστήμης, και μάλιστα είχε μια ιδιαιτέρως κριτική στάση απέναντί της. Τέλος,
για τον Επίκουρο όλοι οι άνθρωποι ήταν ίvοι· απόδειξη αυτού είναι το γεγονός πως στον
Κήπο, την φιλοσοφική σχολή που ο ίδιος είχε ιδρύσει, ζούσαν δούλοι και γυναίκες.
Η διδασκαλία του Επίκουρου δεν περιορίζεται μόνο στην ηθική. Αντίθετα, περιλαμβάνει
ένα εκτενέστατο έργο (37 τόμοι) για την φυσική, από το οποίο όμως έχει διασωθεί ένα πολύ
μικρό μέρος. Είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν τον
φυσικό κόσμο ο Επίκουρος, για να κατανοήσουμε τις διδαχές του περί θεραπείας της ψυχής
από το φόβο του θανάτου και από τον φόβο μας για τους θεούς. Χωρίς αυτό το θεωρητικό
υπόβαθρο, η ηθική του Επίκουρου μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να είναι ακατανόητη,
στην χειρότερη να παρερμηνευθεί.

Ο στόχος του Επίκουρου ήταν να θεραπεύσει την ψυχή του ανθρώπου από τους δύο φόβους που επισημάναμε πιο πάνω: τον φόβο του θανάτου και τον φόβο των θεών. 

Στην περίφημη επιστολή του Επίκουρου προς τον Μενοικέα διαβάζουμε:

«Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση μας · όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που ‘χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις.

Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς.

Γεννηθήκαμε μια φορά και δε γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη, κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία γι’ αργότερα. Κι η ζωή κυλά με αναβολές και χάνεται, κι ο καθένας μας πεθαίνει μες στις έγνοιες.” (Επίκουρος)
 
Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν’ αποφύγουν το θάνατο σαν να ‘ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για να αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής. Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη. Κι είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του· όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση. Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς αλλά μίας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες τον Άδη (Θέογνις)

Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αυτοκτονεί; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το ‘χει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ’ αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία. Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Κι ό,τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά.

Αυτά λοιπόν, κι όσα σχετίζονται μαζί τους, να τα στοχάζεσαι μέρα και νύχτα, μόνος σου ή με κάποιον σαν και σένα, και ποτέ σου δεν πρόκειται να ταραχτείς, είτε στον ύπνο σου είτε στον ξύπνιο σου• και θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους.»