Επιγραφή στην είσοδο του Κήπου
Ο Ρωμαίος ποιητής και φιλόσοφος Τίτος Λουκρήτιος Κάρος (λατινικά Titus Lucretius Carus) γεννήθηκε περίπου στα 98-94 π.Χ. και πέθανε γύρω στα 55-53 π.Χ. Το μόνο γνωστό του έργο είναι ένα εκτενές φιλοσοφικό ποίημα με τίτλο De Rerum Natura, («Περί της φύσεως των πραγμάτων»). Φαίνεται ότι ολόκληρο το βιβλίο βασίστηκε στην χαμένη επιτομή των τριανταεπτά τόμων που συνέταξε ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Επίκουρος. Τα χειρόγραφα του De Rerum Natura ήταν επί αιώνες θαμμένα στα άδυτα ενός μοναστηριού της νότιας Γερμανίας, ώσπου ανακαλύφθηκαν το 1417. Είναι γνωστό ότι από το τεράστιο και αξιολογότατο συγγραφικό έργο των Επικούρειων σώθηκαν ελάχιστα. Όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε σε προηγούμενα σημειώματα τα συγγράμματα τους πολεμήθηκαν συστηματικά σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας.
Διακηρυγμένος στόχος του Ρωμαίου Λουκρήτιου ήταν να απαλλάξει το νου των ανθρώπων από τις προκατάληψεις, τις δεισιδαιμονίες και τον φόβο του θανάτου. Σε 7.415 συνολικά στίχους, γίνεται εκτενής αναφορά σε όλες τις απόψεις των Επικούρειων Ο Λουκρήτιος απέρριπτε ως αβάσιμη δεισιδαιμονία την ιδεαλιστική άποψη ότι το Σύμπαν κυβερνάται από θεϊκές παρεμβάσεις ή υπερφυσικές δυνάμεις, όπως θεωρούσε η πλειοψηφία των ανθρώπων του καιρού του. Ο θάνατος για τον Λουκρήτιο δεν ήταν εγγενώς ούτε καλός ούτε κακός, μόνο μία απόλυτη παύση της ύπαρξης, και ο φόβος του θανάτου δεν ήταν παρά μία προβολή επίγειων, καθημερινών φόβων.
Το κυνήγι της δόξας
Σύμφωνα με την αντίληψη των Επικούρειων, το να επιδιώκεις τη δόξα, τον πλούτο και τη δύναμη χωρίς μέτρο είναι αφύσικο, μια συνεχής πηγή ταραχών και δυσφορίας. Ακόμα και όταν ο αδύνατος γίνει δυνατός, ο θνητός άνθρωπος ποτέ δε θα γίνει παντοδύναμος, ούτε θα νικήσει τους φόβους του, με πρώτο το φόβο του θανάτου. Το να είσαι αδύναμος και να θέλεις να γίνεις δυνατός είναι τουλάχιστον εξίσου οδυνηρό με το να είσαι δυνατός και να επιθυμείς την αδύνατη παντοδυναμία. Έτσι εξηγείται πιθανώς και η θρυλούμενη ελαφρά μελαγχολία των μεγάλων ανδρών και γυναικών. Αφού τα έχουν όλα, γιατί δεν αισθάνονται ευτυχισμένοι;
Μια εικόνα της σοφίας
Οι γλυκιές κατοικίες των σοφών βρίσκονται αλλού:
«Σου δίνει τέρψη το να κάθεσαι να παρακολουθείς από τη στεριά τις σκληρές δοκιμασίες του άλλου που παραδέρνει μες στην απέραντη θάλασσα, την ώρα που οι άνεμοι σηκώνουν τα κύματα και την κάνουν να λυσσομανά. Όχι βέβαια γιατί ηδονίζεσαι με τα ξένα βάσανα, μα γιατί είναι γλυκό να βλέπεις από τι κακά έχεις γλυτώσεις εσύ ο ίδιος. Όπως κι είναι ευχάριστο να βλέπεις τις σκληρές μάχες να μαίνονται πέρα στους κάμπους, χωρίς να σε αγγίζει ο κίνδυνος. Τίποτε όμως δεν είναι πιο γλυκό από το να είσαι θρονιασμένος στα ύφη τα οχυρωμένα από τις γνώσεις και τη διδασκαλία των σοφών, κι από τις γαλήνιες αυτές κατοικίες σκύβοντας να ρίχνεις το βλέμμα στους άλλους και να τους βλέπεις να τρέχουν πέρα δώθε, ψάχνοντας στα τυφλά το δρόμο της ζωής, να συναγωνίζονται σε εξυπνάδα, να μαλώνουν για την ευγενή τους καταγωγή, να μοχθούν μέρα και νύχτα και να τσακίζονται να σκαρφαλώσουν στην κορυφή του πλούτου ή να κατακτήσουν την εξουσία.»
Οι επιθυμίες
Σε όλες τις ιστορικές εποχές, ο πλούτος που αναζητά η ματαιοδοξία των θνητών θα χάνεται πάντοτε στο άπειρο. Ο Επίκουρος χωρίζει τις επιθυμίες σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: φυσικές και αναγκαίες, φυσικές αλλά όχι αναγκαίες, ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες. Για κάθε επιθυμία, μπορούμε να θέσουμε το φαινομενικά απλό ερώτημα, τι θα (μου) συμβεί αν γίνει αυτό που επιθυμώ; και τι θα συμβεί αν δεν γίνει;
«Ω, κακόμοιρα ανθρώπινα μυαλά και τυφλωμένες καρδιές! Σε τι σκοτάδια, σε τι κινδύνους κυλάει ο λίγος χρόνος της ζωής σας! Δεν ακούτε λοιπόν την κραυγή της φύσης που διαλαλεί την επιθυμία της, από το κορμί να φύγει κάθε πόνος, και το πνεύμα να νιώσει ευδαιμονία ελεύθερη από έγνοιες και αγωνίες;
Το βλέπουμε πως δε χρειάζεται το κορμί πολλά πράγματα. Κάθε τι που διώχνει τον πόνο, μπορεί και πολλές απολαύσεις να προσφέρει. Η ίδια η φύση τότε δεν ζητά μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Αν το σπίτι δεν έχει χρυσά αγάλματα εφήβων να κρατούν στο δεξί το χέρι αναμμένες δάδες και να φωτίζουν τα νυχτερινά φαγοπότια, αν το σπίτι δεν αστραποβολά από ασήμια και χρυσάφια, αν δεν αντιλαλούν κιθάρες μες στα στολισμένα σαλόνια, εμάς μας είναι αρκετό να ξαπλώνουμε στο τρυφερό χορτάρι, φίλοι με φίλους στην ακροποταμιά, κάτω από τα σκιερά κλαδιά ενός μεγάλου δέντρου μας είναι αρκετό να μπορούμε να διασκεδάζουμε με λίγα έξοδα, ιδίως αν μας χαμογελά ο καιρός, κι η εποχή ραίνει το καταπράσινο χορτάρι με λουλούδια. Ο καυτός πυρετός δεν αφήνει γρηγορότερα το κορμί που ξαπλώνει πάνω σε κεντητά στρώματα και σε άλικες πορφύρες, απ” ό,τι το κορμί που “ναι ξαπλωμένο σ” ένα φτωχικό στρωσίδι.»
Το κακό λοιπόν δεν το προξενούν η φτώχεια της φύσης (η της φύσεως ένδεια) αλλά οι αιωνίως ανικανοποίητες ορέξεις των ανθρώπων που σχετίζονται με τις κούφιες ιδέες (η περί τας κενάς δόξας όρεξις). Η φύση παρουσιάζεται γενναιόδωρη αλλά οι ματαιόδοξοι θνητοί δύσκολα εκτιμούν τα δώρα της. Αντίθετα με την γνώμη των πολλών, δεν είναι άπληστο το στομάχι, άπληστη και ψεύτικη είναι η ιδέα ότι μπορεί να γεμίζει συνέχεια (άπληστον ου γαστήρ· δόξα ψευδής υπέρ του γαστρός αορίστου πληρώματος.)
[…] «Παράβαλε με τις προσφορές άλλων θεών. Η Δήμητρα, καθώς λένε, μας έδωσε το σιτάρι, ο Διόνυσος το κρασί. Μα και δίχως αυτά υπάρχει ζωή κι ακούμε πως και σήμερα ακόμα ζουν λαοί που δεν τα γνωρίζουν. Θα ήταν όμως αδύνατο να ζήσει κανείς ευτυχισμένα δίχως καθαρή καρδιά. Δικαιολογημένα μάς φαίνεται θεός εκείνος που η σοφία του ζωντανή και απλωμένη στα μεγάλα έθνη γαληνεύει τις καρδιές με τις γλυκιές παρηγοριές της ζωής. Αν νομίζεις πως οι άθλοι του Ηρακλή αξίζουν περισσότερο, τότε ξεμακραίνεις πολύ απ” την αλήθεια…» Λουκρήτιος
Τα πλούτη, η δόξα, η ευγενική καταγωγή και η εξουσία δεν κάνουν τον άνθρωπο ευτυχισμένο:
«Κι αφού τα πλούτη κι η ευγενική καταγωγή κι η δόξα του θρόνου δεν ωφελούν σε τίποτα το κορμί, θα πρέπει να σκεφτούμε πως ούτε και το πνεύμα ωφελούν. Μήπως τάχα, την ώρα που βλέπεις τις λεγεώνες σου να κάνουν πολεμικές ασκήσεις στο πεδίο του Άρεως και να προελαύνουν ορμητικά, και μήπως, την ώρα που παρακολουθείς τα γυμνάσια του στόλου σου στην ανοιχτή θάλασσα, θα τρομάξουν οι δεισιδαιμονίες σου και θα πάρουν δρόμο και θα φύγει απ” την ψυχή σου ο φόβος του θανάτου, αφήνοντάς την λεύτερη, απαλλαγμένη από το άγχος;»
Ο σοφός άνθρωπος δεν ασχολείται με την πολιτική, εκτός κι αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι. Κατά την εκτίμησή μου, οι Επικούρειοι δεν ήταν τόσο αμέτοχοι στα κοινά όσο παρουσιάζονται συνήθως. Η ίδια η διατύπωση της φιλοσοφίας του δικαίου στάθηκε ριζοσπαστική πολιτική παρέμβαση με διάρκεια αιώνων και ενέπενευσε πολιτικούς αγώνες στους οποίους χύθηκαν ποτάμια αίμα και μελάνι. Μπορούμε άραγε να χαρακτηρίσουμε απολίτικο έναν άνδρα που είπε ότι οι νόμοι φτιάχνονται από τους ανθρώπους και όχι από τους θεούς;
Πρώτη η Αθήνα
Ο Λουκρήτιος παρουσιάζει τον θείο Επίκουρο ως τέκνο της δημοκρατικής Αθήνας: «Πρώτη η Αθήνα με το λαμπρό το όνομα, μοίρασε κάποτε στους βασανισμένους θνητούς τις σοδειές των καρπών και ανανέωσε τη ζωή και καθιέρωσε νόμους. Πρώτη χάρισε τις γλυκιές παρηγοριές της ζωής, σαν γέννησε τον άντρα εκείνο τον προικισμένο με τέτοιο πνεύμα, που από τα χείλη του έβγαινε η αλήθεια για το κάθε τι και μολονότι έσβησε το φως της ζωής του, οι θείες ανακαλύψεις του έχουν παντού διαδοθεί κι η δόξα του υψώθηκε ως τα ουράνια.»
Η ευτυχία έρχεται στα τα ζύγια του ανθρώπου, στο μέτρο του δυνατού. Το μυαλό των θνητών, σκλαβωμένο από χίλιες έγνοιες, μοιάζει τρύπιο βαρέλι δίχως πάτο:
«Είδε πως ήταν στο χέρι των ανθρώπων όλα τα απαραίτητα για να ζουν με ασφάλεια, στο μέτρο του δυνατού. Είδε τους δυνατούς με τα πλούτη και τις τιμές, περήφανους ως και για το καλό όνομα των παιδιών τους, κι όμως μες στα σπίτια τους οι καρδιές τους ήσαν γεμάτες αγωνία και το μυαλό τους σκλαβωμένο από τις έγνοιες, και πως αναγκάζονταν να μαλώνουν και να παραπονιούνται πικρά. Και κατάλαβε πως όλο το κακό έβγαινε μέσα από το ίδιο το δοχείο, και πως κάποιο ελάττωμα του τα χαλνούσε όλα όσα έρχονταν να μπουν μέσα του, ως και τα πιο όμορφα. Εν μέρει γιατί ήταν όλο τρύπες και δίχως πάτο κι ήταν αδύνατο να γεμίσει και εν μέρει γιατί οτιδήποτε δεχόταν μέσα, του μετέδιδε μιαν άσχημη γεύση, θα έλεγε κανείς.»
Η μελέτη της Φύσης
Η φυσική φιλοσοφία δεν φτιάχνει κομπασμένους και πολυλογάδες (ου κομπούς ουδέ τη φωνή εργαστικούς παρασκευάζει) ούτε ανθρώπους που κάνουν επίδειξη γνώσεων για να εντυπωσιάζουν τους πολλούς (ουδέ την περιμάχητον παρά τοις πολλοίς παιδείαν ενδεικνυμένους) αλλά προσωπικότητες σοβαρές και αυτάρκεις. Η μελέτη της Φύσης και του Σύμπαντος έχει ως κύριο στόχο να διαλύσει τους παιδικούς φόβους και τις θλιβερές σκέψεις που βασανίζουν τις καρδιές των ανθρώπων:
«Κι εκείνος απολύμανε τις καρδιές με λόγια γεμάτα αλήθεια, και σήκωσε φράχτες στις επιθυμίες και στους φόβους. Και μας δίδαξε ποιο είναι το υπέρτατο αγαθό που όλοι λαχταρούμε και μας έδειξε τον δρόμο, το πιο σύντομο και ίσιο μονοπάτι για να φτάσουμε εκεί. Έδειξε ποια δυστυχία υπάρχει στα ανθρώπινα πράγματα, πώς γεννιέται και σκορπά παντού με λογιών-λογιών μορφές, τυχαία είτε από φυσική αιτία σύμφωνα με την τάξη που έθεσε το σύμπαν, και δίδαξε από ποιες πόρτες πρέπει να την αντιμετωπίσουμε, και απόδειξε ότι μάταια το ανθρώπινο γένος μηρυκάζει τις θλιβερές σκέψεις. Γιατί όπως τα μικρά παιδιά φοβούνται μες στο σκοτάδι και τρέμουν το καθετί, έτσι κι εμείς φοβούμαστε μες στο φως, τόσες και τόσες φορές, πράγματα που δεν είναι πιο φοβερά από κείνα που τρομάζουν τα παιδιά και που φαντάζονται ότι θα τους συμβούν μες στα σκοτεινά.
Αυτό το φόβο λοιπόν, αυτά τα σκοτάδια της ψυχής, ας μη περιμένουμε να τα σκορπίσουν οι αχτίδες του ήλιου μήτε τα φωτεινά βέλη της μέρας μόνο η μελέτη κι η ερμηνεία της φύσης μπορεί να τα διαλύσει.»
Το νόημα της ζωής
Ποια είναι η ανώτατη πνευματική ηδονή; αυτή που αναβλύζει τις στιγμές που η νηφάλια σκέψη (νήφων λογισμός) σκορπίζει τα σκοτάδια της μεταφυσικής και ότι προκαλεί φόβο γίνεται αντικείμενο στοχασμού, έρχεται δηλαδή στα μέτρα του Έλληνα ανθρώπου της κλασικής εποχής. Για τους Επικούρειους, κάθε δραστηριότητα είναι σοφή, όταν έχει ως σκοπό να μάς οδηγήσει στην ευτυχισμένη ζωή. Το βαρύ καθήκον της ευτυχίας ο μεγάλος Έλληνας το πήρε απ” τους θεούς και το έριξε στους ανθρώπους. Ευτυχισμένη ζωή δεν νοείται μέσα στο φόβο· οι αγαπημένοι φίλοι, η ευδαιμονία και η αταραξία του σώματος και της ψυχής είναι η μόνη εγγύηση της ευτυχίας για τους θνητούς. Ο Επίκουρος για τον Λουκρήτιο ήταν θεός αφού ήταν εκείνος που πρώτος βρήκε το νόημα της ζωής, ό,τι σήμερα ονομάζουμε σοφία, εκείνος που με την επιστημοσύνη του άρπαξε τη ζωή μέσα απ” τις τόσες ανεμοζάλες κι από βαθιά σκοτάδια, και την απίθωσε σε τέτοιο γαλήνιο λιμάνι και σε τόσο καθάριο φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου