Είδαμε ότι η ηροδότεια αναφορά (ΙΙ, 135-136) στην εταίρα Ροδώπι και στην ακμή της, κατά το α΄ μισό του 6ου αιώνα π.Χ. στην ελληνικών συμφερόντων πόλη Ναύκρατι στο Δέλτα του Νείλου, εγγράφεται στο τμήμα εκείνο της Ιστορίης όπου γίνεται λόγος για τις τρεις μεγάλες αιγυπτιακές πυραμίδες –αυτές τις οποίες η σύγχρονη έρευνα χρονολογεί στην 4η φαραωνική δυναστεία, δηλαδή στην 3η χιλιετία π.Χ. Ο Ηρόδοτος, που επισκέφθηκε την Αίγυπτο γύρω στο 450 π.Χ. –σε τεράστια χρονική απόσταση από την περίοδο ανέγερσης των πυραμίδων και σχεδόν έναν αιώνα μετά τον θάνατο της Ροδώπιος–, διαβεβαιώνει τους σύγχρονούς του Έλληνες ότι παρασύρονται από τη μεγάλη φήμη αυτής της εταίρας, η οποία είχε διατηρηθεί στις αντρικές λέσχες ανά την Ελλάδα μαζί με τους θρύλους για τη μεγάλη περιουσία της. Αυτής της περιουσίας που, στην πραγματικότητα, της επέτρεψε μεν να αναθέσει ένα πρωτότυπο μνημείο της στους Δελφούς, αλλά λανθασμένα διογκώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να της αποδίδει και την πυραμίδα του Μυκερίνου. Το ενδιαφέρον είναι ότι, λίγες παραγράφους πιο πριν, ο ιστορικός έχει μιλήσει για μια άλλη πυραμίδα, τη μεγαλύτερη όλων, αυτή του Χέοπα, και για τον ρόλο τον οποίο, σύμφωνα με όσα ο ίδιος άκουσε από τους Αιγύπτιους, έπαιξε μια άλλη γυναίκα στην κάλυψη των υπέρογκων εξόδων που είχαν απαιτηθεί για την οικοδόμησή της:
“Έχουν σημειωθεί σε αιγυπτιακή γραφή πάνω στην πυραμίδα οι ποσότητες από το αλατισμένο ζουμί από ραπανάκια, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα που καταναλώθηκαν από τους εργάτες και, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, ο μεταφραστής που μου διάβαζε την επιγραφή έλεγε ότι είχαν ξοδευτεί γι’ αυτό τον σκοπό 1.600 τάλαντα αργύρου. Κι αν αυτά ήταν τόσα, πόσα περισσότερα δαπανήθηκαν σε σίδηρο, απ’ ό,τι φαίνεται, για τα εργαλεία και το σιτάρι και την ένδυση των εργατών; Και μάλιστα για το μεγάλο χρονικό διάστημα οικοδόμησης [20 χρόνια] το οποίο έχω προαναφέρει, καθώς και για το επίσης μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως μου φαίνεται λογικό, κατά το οποίο λιθοτομούσαν [στα αραβικά όρη] και μετέφεραν τις πέτρες από τα λατομεία και έσκαβαν τα θεμέλια;
Όμως ο Χέοπας έφτασε σε τέτοιο σημείο φαυλότητας που, όταν ξέμεινε από πόρους, εγκατέστησε την ίδια του την κόρη σε ένα οίκημα, δίνοντάς της οδηγίες να ζητάει για τον εαυτό της συγκεκριμένη αμοιβή την οποία οι μεταφραστές δεν μου προσδιόρισαν. Κι εκείνη ζητούσε την αμοιβή που της είχε ορίσει ο πατέρας της, όμως είχε επίσης την ιδέα να αφήσει κι η ίδια πίσω της ένα μνημείο δικό της. Κι έτσι ζητούσε από κάθε άντρα που έμπαινε να της αφήνει έναν λίθο οικοδόμησης στο εργοτάξιο. Και μου είπαν ότι η πυραμίδα που βρίσκεται ανάμεσα στις τρεις χτίστηκε από αυτούς τους λίθους –αυτή που βρίσκεται ακριβώς μπροστά από τη μεγάλη και που κάθε πλευρά της βάσης της έχει μήκος 1,5 πλέθρο.” (ΙΙ, 125-126)
Στην Ιστορίη του Ηρόδοτου, λοιπόν, προκύπτει δέκα μόνο παράγραφοι να χωρίζουν τις αναφορές στην έκδοση δύο γυναικών, τις οποίες ωστόσο η ζωή χώριζε κατά χιλιετίες. Κι έτσι, ενώ κανείς θα μπορούσε εύκολα να αμφισβητήσει σήμερα την αξιοπιστία των πηγών του ιστορικού, ειδικά εκείνων που αφορούσαν στα πεπραγμένα της κόρης του Χέοπα, αναπόφευκτα παρακινείται σε σύγκριση μεταξύ των δύο μορφών, πολύ περισσότερο επειδή οι εθνογραφικές και ανθρωπολογικές αναζητήσεις του Ηρόδοτου εστιάζουν συχνά, και με ιδιαιτέρως ζωηρό ενδιαφέρον, στο κοινωνικό υπόβαθρο της διακίνησης των γυναικών στον αρχαίο κόσμο.
Εύλογα προκύπτει μια σειρά σκέψεων. Η κόρη του Χέοπα ήταν πριγκίπισσα. Και οπωσδήποτε δεν ήταν εταίρα –εξάλλου, ο ίδιος ο ιστορικός δεν την προσδιορίζει έτσι. Η Ροδώπις ήταν. Κι όμως, διακρίνει κανείς στον Ηρόδοτο μια υποψία απαξίωσης της πρώτης γυναίκας, πράγμα που επ’ ουδενί δεν ισχύει για την δεύτερη.
Γιατί, ακόμη κι αν δεν περνούσε από το χέρι της να αρνηθεί αυτό που της επιβλήθηκε, η κόρη του Χέοπα μοιράστηκε κάτι από τη φαυλότητα του πατέρα της, κάτι από τις επαρμένες επιθυμίες του. Απέκτησε μερίδιο στην ύβρη του να αφήσει πίσω του ένα μνημείο που ξεπερνούσε την ανθρώπινη κλίμακα. Η κόρη αυθαιρέτησε επίσης. Αναβάθμισε τόσο τις απαιτήσεις από τους πελάτες της, διεύρυνε τα κέρδη της σε τέτοιο βαθμό, ώστε να χτίσει τελικά και τη δική της πυραμίδα. Της ταιριάζει εξίσου, λοιπόν, η κατηγορηματική –η αφοριστική σχεδόν– διατύπωση “εἰς τοσοῦτο ἦλθε κακότητος” με την οποία ξεκινάει η μνεία στην περίπτωσή της. Εν προκειμένω, μάλιστα, η κόρη του Χέοπα λειτούργησε με τρόπο χονδροειδή και ανεπεξέργαστο. Στερημένη από κάθε λογικό μέτρο, από κάθε δυνατότητα νηφάλιας εκτίμησης των πόρων που απαιτούνταν για την ανέγερση του δικού της μνημείου, ζητούσε από κάθε πελάτη να της αφήνει έναν έτοιμο οικοδομικό λίθο στο εργοτάξιο.
Στον αντίθετο πόλο, εντυπωσιάζει ο λανθάνων θαυμασμός του Ηρόδοτου για τη Ροδώπι, την εταίρα που εργαζόταν παρέχοντας σεξουαλικές υπηρεσίες. Είδαμε μάλιστα ότι ο ιστορικός δεν απομονώνει την περίπτωσή της, αλλά την εντάσσει σ’ ένα σύνολο γυναικών που, κατά το α΄ μισό του 6ου αιώνα π.Χ., δραστηριοποιούνταν στην ελληνική αποικία Ναύκρατι. Όλες αυτές οι ἑταῖραι φαίνεται ότι έχουν κερδίσει τον θαυμασμό του –ο Ηρόδοτος μνημονεύει, εξάλλου, θετικά και τη μεταγενέστερη Αρχιδίκη. Στην κρίση του, είναι αξιοθαύμαστες αυτές οι γυναίκες που κατέληγαν, μέσω δουλεμπορίου, στο ελληνικό λιμάνι επί αιγυπτιακού εδάφους. Αυτές που γίνονταν κάρτα ἐπαφρόδιτοι, κατά πάσα πιθανότητα μυούμενες τελετουργικά και ιεροπρακτικά στον έρωτα. Αυτές που μπορούσαν να λειτουργήσουν αυτόνομα, εφόσον έβρισκαν εραστή διατεθειμένο να πληρώσει τα λύτρα τους. Αυτές που η προηγούμενη σκληρή ζωή τους ήταν συνυφασμένη με μια αίσθηση του μέτρου για να αποτιμούν τα πράγματα. Κι έτσι, οι εταίρες σαν την Ροδώπι, εφόσον αποκτούσαν φήμη και πλούτιζαν, μπορούσαν να αφήσουν πίσω τους ένα μνημείο που πραγματικά να τους ταιριάζει. Γι’ αυτό το λόγο και οι τόνοι θαυμασμού του Ηρόδοτου κορυφώνονται όταν εξηγεί το ιδιόμορφο ανάθημα της Ροδώπιος στους Δελφούς, τον διαβόητο σωρό από σιδερένιες σούβλες. Το μνημείο της ήταν μεν προκλητικό, απαιτούσε όμως ευφυία στη σύλληψή του. Ήταν ένα εφεύρημα μοναδικό. Ήταν το ποίημά της, το οποίο, επιπλέον, αντιστοιχούσε με απόλυτη ακρίβεια στο ένα δέκατο της περιουσίας της.
Ο Ηρόδοτος κάνει τόσο ελκυστική τη Ροδώπι στα μάτια του αναγνώστη επειδή την εμφανίζει τόσο κομψά προσαρμοσμένη στην ανθρώπινη κλίμακα. Αυτό που ξεκάθαρα υπονοεί στην περίπτωσή της ήταν ότι η εταίρα είχε την αίσθηση του μέτρου, αυτήν που αποτελεί το επίκεντρο της ηροδότειας ηθικής, αλλά και του ηροδότειου μυθογραφικού και ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος. Αυτό που ο ιστορικός δεν λέει – ή μάλλον δεν τονίζει – είναι ότι η κοινωνία στην οποία η Ροδώπις ήκμασε ήτανε πλέον πλήρως μεταπρατική και εκχρηματισμένη κι ότι ο θεσμός της εταίρας μάλλον εμφανίστηκε απόλυτα συναρτημένος με την ακμή του εμπορίου και με την κυκλοφορία νομίσματος, δηλαδή με την κυκλοφορία ενός γενικού συναλλαγματικού ισοδύναμου που επέτρεπε την προσμέτρηση της όποιας αξίας σε διαβαθμισμένες κλίμακες. Αυτό όμως το θέμα θα μας απασχολήσει σε μια επόμενη ευκαιρία.
Η εταίρα στην αρχαιότητα - Ροδώπις (μέρος α΄)
Η εταίρα στην αρχαιότητα – Μια εταίρα δεν γεννιότανε, γινόταν (μέρος γ´)
“Έχουν σημειωθεί σε αιγυπτιακή γραφή πάνω στην πυραμίδα οι ποσότητες από το αλατισμένο ζουμί από ραπανάκια, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα που καταναλώθηκαν από τους εργάτες και, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, ο μεταφραστής που μου διάβαζε την επιγραφή έλεγε ότι είχαν ξοδευτεί γι’ αυτό τον σκοπό 1.600 τάλαντα αργύρου. Κι αν αυτά ήταν τόσα, πόσα περισσότερα δαπανήθηκαν σε σίδηρο, απ’ ό,τι φαίνεται, για τα εργαλεία και το σιτάρι και την ένδυση των εργατών; Και μάλιστα για το μεγάλο χρονικό διάστημα οικοδόμησης [20 χρόνια] το οποίο έχω προαναφέρει, καθώς και για το επίσης μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως μου φαίνεται λογικό, κατά το οποίο λιθοτομούσαν [στα αραβικά όρη] και μετέφεραν τις πέτρες από τα λατομεία και έσκαβαν τα θεμέλια;
Όμως ο Χέοπας έφτασε σε τέτοιο σημείο φαυλότητας που, όταν ξέμεινε από πόρους, εγκατέστησε την ίδια του την κόρη σε ένα οίκημα, δίνοντάς της οδηγίες να ζητάει για τον εαυτό της συγκεκριμένη αμοιβή την οποία οι μεταφραστές δεν μου προσδιόρισαν. Κι εκείνη ζητούσε την αμοιβή που της είχε ορίσει ο πατέρας της, όμως είχε επίσης την ιδέα να αφήσει κι η ίδια πίσω της ένα μνημείο δικό της. Κι έτσι ζητούσε από κάθε άντρα που έμπαινε να της αφήνει έναν λίθο οικοδόμησης στο εργοτάξιο. Και μου είπαν ότι η πυραμίδα που βρίσκεται ανάμεσα στις τρεις χτίστηκε από αυτούς τους λίθους –αυτή που βρίσκεται ακριβώς μπροστά από τη μεγάλη και που κάθε πλευρά της βάσης της έχει μήκος 1,5 πλέθρο.” (ΙΙ, 125-126)
Στην Ιστορίη του Ηρόδοτου, λοιπόν, προκύπτει δέκα μόνο παράγραφοι να χωρίζουν τις αναφορές στην έκδοση δύο γυναικών, τις οποίες ωστόσο η ζωή χώριζε κατά χιλιετίες. Κι έτσι, ενώ κανείς θα μπορούσε εύκολα να αμφισβητήσει σήμερα την αξιοπιστία των πηγών του ιστορικού, ειδικά εκείνων που αφορούσαν στα πεπραγμένα της κόρης του Χέοπα, αναπόφευκτα παρακινείται σε σύγκριση μεταξύ των δύο μορφών, πολύ περισσότερο επειδή οι εθνογραφικές και ανθρωπολογικές αναζητήσεις του Ηρόδοτου εστιάζουν συχνά, και με ιδιαιτέρως ζωηρό ενδιαφέρον, στο κοινωνικό υπόβαθρο της διακίνησης των γυναικών στον αρχαίο κόσμο.
Εύλογα προκύπτει μια σειρά σκέψεων. Η κόρη του Χέοπα ήταν πριγκίπισσα. Και οπωσδήποτε δεν ήταν εταίρα –εξάλλου, ο ίδιος ο ιστορικός δεν την προσδιορίζει έτσι. Η Ροδώπις ήταν. Κι όμως, διακρίνει κανείς στον Ηρόδοτο μια υποψία απαξίωσης της πρώτης γυναίκας, πράγμα που επ’ ουδενί δεν ισχύει για την δεύτερη.
Γιατί, ακόμη κι αν δεν περνούσε από το χέρι της να αρνηθεί αυτό που της επιβλήθηκε, η κόρη του Χέοπα μοιράστηκε κάτι από τη φαυλότητα του πατέρα της, κάτι από τις επαρμένες επιθυμίες του. Απέκτησε μερίδιο στην ύβρη του να αφήσει πίσω του ένα μνημείο που ξεπερνούσε την ανθρώπινη κλίμακα. Η κόρη αυθαιρέτησε επίσης. Αναβάθμισε τόσο τις απαιτήσεις από τους πελάτες της, διεύρυνε τα κέρδη της σε τέτοιο βαθμό, ώστε να χτίσει τελικά και τη δική της πυραμίδα. Της ταιριάζει εξίσου, λοιπόν, η κατηγορηματική –η αφοριστική σχεδόν– διατύπωση “εἰς τοσοῦτο ἦλθε κακότητος” με την οποία ξεκινάει η μνεία στην περίπτωσή της. Εν προκειμένω, μάλιστα, η κόρη του Χέοπα λειτούργησε με τρόπο χονδροειδή και ανεπεξέργαστο. Στερημένη από κάθε λογικό μέτρο, από κάθε δυνατότητα νηφάλιας εκτίμησης των πόρων που απαιτούνταν για την ανέγερση του δικού της μνημείου, ζητούσε από κάθε πελάτη να της αφήνει έναν έτοιμο οικοδομικό λίθο στο εργοτάξιο.
Στον αντίθετο πόλο, εντυπωσιάζει ο λανθάνων θαυμασμός του Ηρόδοτου για τη Ροδώπι, την εταίρα που εργαζόταν παρέχοντας σεξουαλικές υπηρεσίες. Είδαμε μάλιστα ότι ο ιστορικός δεν απομονώνει την περίπτωσή της, αλλά την εντάσσει σ’ ένα σύνολο γυναικών που, κατά το α΄ μισό του 6ου αιώνα π.Χ., δραστηριοποιούνταν στην ελληνική αποικία Ναύκρατι. Όλες αυτές οι ἑταῖραι φαίνεται ότι έχουν κερδίσει τον θαυμασμό του –ο Ηρόδοτος μνημονεύει, εξάλλου, θετικά και τη μεταγενέστερη Αρχιδίκη. Στην κρίση του, είναι αξιοθαύμαστες αυτές οι γυναίκες που κατέληγαν, μέσω δουλεμπορίου, στο ελληνικό λιμάνι επί αιγυπτιακού εδάφους. Αυτές που γίνονταν κάρτα ἐπαφρόδιτοι, κατά πάσα πιθανότητα μυούμενες τελετουργικά και ιεροπρακτικά στον έρωτα. Αυτές που μπορούσαν να λειτουργήσουν αυτόνομα, εφόσον έβρισκαν εραστή διατεθειμένο να πληρώσει τα λύτρα τους. Αυτές που η προηγούμενη σκληρή ζωή τους ήταν συνυφασμένη με μια αίσθηση του μέτρου για να αποτιμούν τα πράγματα. Κι έτσι, οι εταίρες σαν την Ροδώπι, εφόσον αποκτούσαν φήμη και πλούτιζαν, μπορούσαν να αφήσουν πίσω τους ένα μνημείο που πραγματικά να τους ταιριάζει. Γι’ αυτό το λόγο και οι τόνοι θαυμασμού του Ηρόδοτου κορυφώνονται όταν εξηγεί το ιδιόμορφο ανάθημα της Ροδώπιος στους Δελφούς, τον διαβόητο σωρό από σιδερένιες σούβλες. Το μνημείο της ήταν μεν προκλητικό, απαιτούσε όμως ευφυία στη σύλληψή του. Ήταν ένα εφεύρημα μοναδικό. Ήταν το ποίημά της, το οποίο, επιπλέον, αντιστοιχούσε με απόλυτη ακρίβεια στο ένα δέκατο της περιουσίας της.
Ο Ηρόδοτος κάνει τόσο ελκυστική τη Ροδώπι στα μάτια του αναγνώστη επειδή την εμφανίζει τόσο κομψά προσαρμοσμένη στην ανθρώπινη κλίμακα. Αυτό που ξεκάθαρα υπονοεί στην περίπτωσή της ήταν ότι η εταίρα είχε την αίσθηση του μέτρου, αυτήν που αποτελεί το επίκεντρο της ηροδότειας ηθικής, αλλά και του ηροδότειου μυθογραφικού και ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος. Αυτό που ο ιστορικός δεν λέει – ή μάλλον δεν τονίζει – είναι ότι η κοινωνία στην οποία η Ροδώπις ήκμασε ήτανε πλέον πλήρως μεταπρατική και εκχρηματισμένη κι ότι ο θεσμός της εταίρας μάλλον εμφανίστηκε απόλυτα συναρτημένος με την ακμή του εμπορίου και με την κυκλοφορία νομίσματος, δηλαδή με την κυκλοφορία ενός γενικού συναλλαγματικού ισοδύναμου που επέτρεπε την προσμέτρηση της όποιας αξίας σε διαβαθμισμένες κλίμακες. Αυτό όμως το θέμα θα μας απασχολήσει σε μια επόμενη ευκαιρία.
Η εταίρα στην αρχαιότητα - Ροδώπις (μέρος α΄)
Η εταίρα στην αρχαιότητα – Μια εταίρα δεν γεννιότανε, γινόταν (μέρος γ´)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου