Ένα από τα αρχέτυπα με τις βαθύτερες ρίζες, ένα αρχέτυπο-αστερισμός εντός της ανθρώπινης ψυχής που τείνει να αναπαρίσταται συλλογικά στη θεατρική σκηνή του κόσμου αυτού, είναι το αρχέτυπο του «τραυματισμένου θεραπευτή». Για να παραθέσουμε μια φράση του Kerenyi, ενός συναδέλφου του Jung, ο οποίος αποσαφήνισε τα χαρακτηριστικά του αρχετύπου, σε ψυχολογικό επίπεδο ο τραυματισμένος θεραπευτής αναφέρεται στην ικανότητα ενός ανθρώπου «να νιώθει οικεία κάθε φορά που βυθίζεται στη σκοτεινιά που προκαλείται από τα διαφορετικά δεινά και παραμένοντας στην κατάσταση αυτή, ν’ ανακαλύπτει σπόρους φωτός κι ανάκαμψης, από τους οποίους – κατά ένα μαγικό τρόπο – γεννιέται ο Ασκληπιός, ο θεραπευτής που προσομοιάζει του ηλίου». Το αρχέτυπο του τραυματισμένου θεραπευτή μας αποκαλύπτει ότι μόνο όταν επιθυμεί κανείς να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο αυτό που τον έχει πληγώσει, να βιώσει συνειδητά το ανάλογο γεγονός και να προχωρήσει μέσα από αυτό, τότε μπορεί να δεχτεί την ευλογία που εμπεριέχεται σε αυτό.
Το να προχωρήσουμε μέσα από το βίωμα του τραύματος, σημαίνει να το εναγκαλιστούμε, να το αποδεχτούμε και να απαντήσουμε καταφατικά στην ύπαρξη αυτού του μυστηριώδους νέου τόπου εντός του εαυτού μας, όπου μας οδηγεί το ίδιο το τραύμα. Υπομένοντάς το, μπορούμε να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να ανασυσταθούν μέσω αυτού. Το τραύμα μας δεν αποτελεί μια στατική κατάσταση, αλλά αντίθετα μία δυναμική διαδικασία, πτυχές της οποίας ξεδιπλώνονται διαρκώς, ώστε μέσω ημών να εκδηλωθεί, να αποκαλυφθεί και να ενσαρκωθεί ως έχει. Έτσι το τραύμα μας διδάσκει κάτι για τους εαυτούς μας. Το να υπομένουμε το τραύμα σημαίνει ότι σαν διασχίσουμε τη διαδικασία μύησης μέχρι την άλλη της πλευρά, δεν θα είμαστε πότε πλέον οι ίδιοι. Διαβαίνοντας τον τόπο του τραύματος βιώνουμε μία αυθεντική εμπειρία θανάτου, καθώς κατά τη διαδικασία αυτή ο παλιός εαυτός μας «πεθαίνει», ενώ ενδέχεται να γεννηθούν νέες, πιο διευρυμένες και ενδυναμωμένες πλευρές του εαυτού μας.
Το να υπομένουμε και να εναγκαλιζόμαστε το τραύμα μας ως [αναπόσπαστο] τμήμα του εαυτού μας είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το να ελισσόμαστε γύρω του ή να το αποφεύγουμε ή να παραμένουμε κολλημένοι σε αυτό για μια αιωνιότητα, αναπαράγοντας εμμονικά το τραύμα (όντας κυριαρχημένοι από αυτό). Το γεγονός που προκάλεσε το τραύμα αποτελεί ταυτοχρόνως μια καταλυτική, (δυνάμει) θεραπευτική διεργασία, η οποία προαπαιτεί την ενεργή δέσμευσή μας, «παντρεύοντάς μας» έτσι με ένα βαθύτερο επίπεδο της ύπαρξής μας. Η πλησιέστερη συνάδελφος του Jung, η Marie Louise Von Franz, έγραψε πως«ο τραυματισμένος θεραπευτής ΕΙΝΑΙ το αρχέτυπο του Εαυτού [η ολότητά μας, ο Θεός εντός μας] κι αποτελεί το υπόβαθρο κάθε γνήσιας θεραπευτικής διαδικασίας».
Μία συνάντηση με κάθε τι μεγαλύτερο του περιορισμένου εγώ μας, το οποίο ο Jung αποκαλεί Εαυτό, αποτελεί πάντοτε ένα τραυματικό βίωμα για το εγώ. Σε ένα συμβολικό επίπεδο, η κατάσταση αυτή απεικονίζεται από το μυθικό Ιακώβ, ο οποίος επιβιώνει αφού πρώτα χρειαστεί να παλέψει μέχρι το ξημέρωμα με τον άγγελο του Θεού (ο οποίος είναι ξεκάθαρα ο δυνατότερος των δύο) και έχοντας τραυματιστεί στο γοφό από το άγγιγμα του αγγέλου. Το γεγονός του τραυματισμού μας συνιστά μια διαδικασία μύησης, καθώς είναι η αιτία και δυνάμει το αποτέλεσμα «κάτι μεγαλύτερου του εαυτού μας». Την ίδια στιγμή που αυτό το κάτι μεγαλύτερο από εμάς μας τραυματίζει, υπάρχει και κάτι μεγαλύτερο από εμάς που εισέρχεται εντός μας, θέτοντας σε κίνηση μία βαθύτερη δυναμική ψυχικής αναδιοργάνωσης και πιθανού μετασχηματισμού. Στο μύθο, ο άγγελος μετονομάζει τον Ιακώβ σε «Ισραέλ», δηλαδή «αυτός που έχει παλέψει με το Θεό», γεγονός που συμβολίζει την αλλαγή της ταυτότητας του Ιακώβ κατά τη διαδικασία της συνάντησής του με το μέγα ακατανόητο (numinosum). Ο τραυματισμός μας αποτελεί ένα μεταφυσικό γεγονός, καθώς η πηγή του φέρει υπερβατική, αρχετυπικό χαρακτήρα, το οποίο σημαίνει ότι το τραύμα είναι ο τρόπος με τον οποίο ερχόμαστε σε επαφή με το θείο. Η γενεσιουργός αρχή του τραύματος, αλλά ΚΑΙ της ίασης που επισπεύδεται ως αποτέλεσμα του πρώτου, ξεκινά κάπου πέρα από τους εαυτούς μας, καθώς εναπόκειται σε κάτι πέρα από τις προσωπικές μας δυνατότητες. Ο τραυματισμός μας ενεργοποιεί μία βαθύτερη, υπερβατική διαδικασία πιθανής ίασης και φώτισης, την οποία δεν θα μπορούσαμε να έχουμε θέση σε κίνηση από μόνοι μας.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Ιακώβ καταρχήν χρειάστηκε να παλέψει με τον άγγελο, διότι αλλιώς θα πέθαινε. Οι αρχετυπικές δυνάμεις, όντας δυνατότερες από εμάς, μας τραυματίζουν και ενεργοποιούνται εντός μας προκαλώντας στην κυριολεξία τον πυρήνα της ύπαρξής μας, αναγκάζοντάς μας να εισέρθουμε σε πιο ενδυναμωμένες πλευρές των εαυτών μας, να συνδεθούμε και εξοικειωθούμε με αυτές, ειδάλλως… Αναφερόμενος σε προσωπικές του εμπειρίες γύρω από το βίωμα αυτού του βαθέως αρχετυπικού μοτίβου, ο Jung έγραψε: «πάλευα με το σκοτεινό άγγελο μέχρι που εξάρθρωσα το γοφό μου. Γιατί αυτός είναι τόσο το φως, όσο κι ο γαλανός ουρανός που έκρυβε από μένα».
Μέσω του τραύματός μας συνειδητοποιούμε ότι συμμετέχουμε σε μία διαδικασία διαδραματίζοντας συγκεκριμένο ρόλο, την οποία ο Jung αποκαλεί «το θεϊκό δράμα της ενσάρκωσης», όπου σταματάμε να αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας ως κάτι ξεχωριστό από τους άλλους και εισερχόμαστε – με τον τρόπο που ενδύεται κανείς νέα ρούχα που έχουν προετοιμαστεί ειδικά γι’ αυτόν – σε ένα «καινούργιο» ρόλο, ο οποίος απαιτεί μία περιεκτική και ευρεία αίσθηση ταυτότητας. Συνειδητοποιούμε ότι όλοι μας μοιραζόμαστε και διαδραματίζουμε ρόλους – ο ένας για τον άλλο – στο πλαίσιο μίας βαθύτερης, μυθικής, αρχετυπικής διεργασίας, η οποία μας αποκαλύπτεται καθώς εκδηλώνεται εντός μας.
Ο τραυματισμένος θεραπευτής έχει την ικανότητα να θεραπεύσει και να βοηθήσεις τους άλλους (το οποίο παράλληλα του δίνει τη δυνατότητα να θεραπεύσει και να βοηθήσει τον εαυτό του, ξανά και ξανά, με δικαιολογία αυτούς τους φαινομενικούς «άλλους»), μόνο όταν παύει να αγανακτεί, να πικραίνεται ή να νιώθει θύμα του τραυματισμού του, αναγνωρίζοντας ότι το τραύμα αποτελεί ένα ιερό γεγονός, μία αρχετυπική στιγμή, η οποία επιζητά να τους καταστήσει όλους συμμέτοχους ενός θεϊκού, αιώνιου συμβάντος.
Το τραύμα μας είναι ΤΟ τραύμα
Όπως και στα όνειρα, οι καταστάσεις του εξωτερικού κόσμου καθρεφτίζουν όσα συμβαίνουν βαθιά μέσα μας. Ανάμεσα στη βία που παρατηρούμε να αναπαράγεται στον εξωτερικό κόσμο και την αίσθηση του τραύματος που βιώνουμε εντός μας υφίσταται μία αντιστοιχία η οποία υπερβαίνει το χώρο. Πρόκειται για ένα ολογραφικό σύμπαν, υπό την έννοια ενός ολογράμματος, όπου κάθε μικροσκοπικό τμήμα αυτού του σύμπαντος – όπως για παράδειγμα ο εαυτός μας – εμπεριέχει, ανακλά και εκφράζει το όλον. Ο μικρόκοσμος και ο μακρόκοσμος αποτελούν ανακλάσεις που καθρεφτίζουν η μία την άλλη, σα να επρόκειτο για διαφορετικές διαστατικές (dimensional), σχεδόν μορφοκλασματικές (fractal) προσεγγίσεις της ίδιας θεμελιώδους δυναμικής. Όλα όσα μας κάνουν να υποφέρουμε σε εσωτερικό επίπεδο, αποτελούν την είσοδο για να σχετιστούμε βαθύτερα με όσα συμβαίνουν στον εξωτερικό κόσμο, εμπλέκοντάς μας με έναν τρόπο που θα μας βοηθήσει να μετριάσουμε τον πόνο τόσο στον εξωτερικό κόσμο, όσο κι εντός μας.
Το να αναγνωρίζουμε με ποιό τρόπο οι προσωπικές μας δοκιμασίες αποτελούν μια προσωποιημένη ανάκλαση ή ενσάρκωση του συλλογικού πόνου που διαπερνά ολόκληρο το πεδίο της συνειδητότητας, επιδρά μεταμορφωτικά και θεραπευτικά. Το προσωπικό μας τραύμα αποτελεί – σε μία συμπυκνωμένη και αποκρυσταλλωμένη μορφή – το αποτύπωμα και την υπογραφή του συλλογικού τραύματος, στο οποίο εμπλεκόμαστε και συμμετέχουμε όλοι. Όταν σταματήσουμε να παθολογικοποιούμε τους εαυτούς μας, επαναπλαισιώνοντας τις προσωπικές μας συγκρούσεις, τα προβλήματα και τα τραύματά μας ως τμήμα ενός ευρύτερου διαπροσωπικού μοτίβου, το οποίο εμπεριέχει το παγκόσμιο πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας, θα νιώσουμε απελευθερωμένοι και θεραπευμένοι. Οι εξωτερικές, προσωποποιημένες επιφάσεις του τραύματός μας αποτελούν την καθορισμένη μορφή δια της οποίας τα υποβόσκοντα, αέναα μυθολογικά μοτίβα ενσαρκώνονται εντός του γραμμικού χρόνου και καθίστανται αισθητά στην προσωπική μας ζωή. Μοιάζουμε με ψυχικά όργανα, όπου το κάθε ένα ξεχωριστά «διεργάζεται» κάθε άλυτη, ασυνείδητη σκιά και τραύμα του συλλογικού πεδίου. Κάθε ένας και κάθε μία από εμάς καθρεφτίζει, δημιουργεί και διαμορφώνεται ταυτοχρόνως από όλα όσα συμβαίνουν σε αυτό ακριβώς το σύμπαν όπου βρισκόμαστε ενσωματωμένοι και του οποίου αποτελούμε έκφραση.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι δεν πρόκειται για μία γραμμική, μονόδρομη διαδικασία, αλλά κάτι το συναπορρέον, το οποίο χαρακτηρίζεται από κυκλικότητα κι αμοιβαιότητα. Το ασυνείδητο της διευρυμένης πολιτικής του σώματος ενός φαινομενικά εξωτερικού κόσμου μας επηρεάζει έντονα, κινητοποιώντας μία ηχηρή, ασυνείδητη ενέργεια εντός μας, ενώ την ίδια στιγμή, το ασυνείδητό μας συνεπιδρά με γεγονότα αυτού του φαινομενικά εξωτερικού κόσμου, εκφραζόμενο α-τοπικά, υπό τη μορφή ενός αμοιβαία επικουρικού βρόχου ανάδρασης (feedback loop). Γεγονός είναι ότι αρχίζουμε να διακρίνουμε την αληθινή φύση της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε, όταν αναγνωρίσουμε ότι, όπως και στα όνειρα, υφίσταται μία συγχρονιστική ερωταπόκριση και θεμελιώδης αχωριστότητα ανάμεσα σε όσα συμβαίνουν στην ψυχή μας και τον φαινομενικά εξωτερικά κόσμο, σαν να επρόκειτο για καθρεφτιζόμενες ανακλάσεις του ενός προς τον άλλο. Η αναγνώριση αυτού που αποτελούσε πάντοτε γεγονός, αποτελούσε εξαρχής μία κατάσταση διεύρυνσης της συνείδησης, η οποία είναι απαραίτητη – ή μάλλον αποτελεί αναγκαιότητα – προκειμένου να αποτελέσουμε ενεργά μποντισατβικούς (bodhisattvic) εκπροσώπους των θετικών αλλαγών στον κόσμο μας, μεταμορφώνοντάς τον.
Για να συνειδητοποιήσουμε ότι κάθε ένας και κάθε μία από εμάς αποτελεί μία αλλόκοτη ενσάρκωση και πραγματοποίηση της προσωπικής μας διεργασίας (με όλα μας τα προβλήματα, τα συμπτώματα, τις συγκρούσεις στις σχέσεις, τα τραύματα κ.ο.κ.), η οποία την ίδια στιγμή εκφράζεται και στον εξωτερικό κόσμο, σημαίνει ότι παίρνουμε την απόφαση να πάψουμε να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας ως όντα απομονωμένα και διακριτά, διαχωρισμένα από το σύμπαν. Αντί να είμαστε «ξένοι» στον κόσμο αυτό, ανακαλύπτουμε ότι αποτελούμε μία οικεία έκφρασή του. Θα πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, ότι ο δρόμος προς αυτή τη συνειδητοποίηση δεν εναπόκειται στην αποφυγή της προσωπικής διάστασης των βιωμάτων μας, καταλήγοντας να ταυτιζόμαστε τεχνητά με τη μυθική/ αρχετυπική του εκδοχή με ένα φτιαχτό, κατασκευασμένο τρόπο, αλλά εισερχόμενοι στη μυθική/ αρχετυπική του διάσταση ενσαρκώνοντας πλήρως, με ολόκληρο τον εαυτό μας, την προσωπική μας διεργασία ζωής. Η βαθύτερη, μυθική/ αρχετυπική διάσταση «ενδύεται» την προσωπική μας διεργασία, το οποίο σημαίνει ότι την καθιστά το κατώφλι που θα μας οδηγήσει στη βαθύτερη αρχετυπική διάσταση της ύπαρξής μας.
Κατά αυτή τη διαδικασία διεύρυνσης της συνείδησής μας, παύουμε να ερμηνεύουμε τις εμπειρίες μας με προσωπικό και απλουστευτικό τρόπο, βασισμένοι αποκλειστικά σε παρελθοντικές προσεγγίσεις ή προσεγγίσεις αιτίου-αιτιατού, και εισερχόμαστε σε βιώματα που αποτελούν μυθικές, άχρονες διαστάσεις της κατάστασής μας. Η ερμηνεία των βιωμάτων μας μέσω ενός προσωπικού, υπεραπλουστευτικού φίλτρου αποτελεί έκφραση μίας αφελούς, αμύητης και εγωκεντρικής συνείδησης, η οποία δε αναγνωρίζει κανένα άλλο ψυχικό κέντρο πέραν του δικού της. Όντας γραμμική και περιορισμένη εντός του χρόνου, αποτελεί μία περιορισμένη οπτική γωνία, η οποία δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην κατάθλιψη, την απελπισία, την παραίτηση, την απογοήτευση και σε άλλα άνευ νοήματος ή ελπίδας δεινά, καθώς η ψυχή μας φαινομενικά νιώθει να διαλύεται κατά τη διαδικασία αυτή.
Ωστόσο, καθώς διευρύνουμε τη συνείδησή μας, ερμηνεύοντας τις εμπειρίες μας με υπερβατικό τρόπο, εξερχόμαστε του γραμμικού χρόνου και εισερχόμαστε στο χρόνο των συγχρονικοτήτων, μία διάσταση της ύπαρξής μας όπου το παρελθόν, το τραύμα και ο εαυτός μας σε ένα κυριολεκτικό, χειροπιαστό, αντικειμενικό επίπεδο παύει να υπάρχει με τον τρόπο που φανταζόμασταν μέχρι τώρα. Συνειδητοποιώντας την προσωρινότητα και τη ρευστότητα της κατάστασής μας, δεν απαιτείται πλέον να καταστήσουμε το τραύμα μας «αληθινό», αποδίδοντάς του μία αυθαίρετη ισχύ ή μία κατά τα φαινόμενα σημαντική, ανεξάρτητη υπόσταση. Έχουμε μία δυνατότητα αφύπνισης ως προς μία κατάσταση εύπλαστη, η οποία χαρακτηρίζεται από μία εν δυνάμει ουσιαστική ανοιχτότητα, παραμένοντας αενάως και αβίαστα δημιουργική, εάν απλώς της επιτρέψουμε να υπάρξει.
Το να μιλάμε για τη στιγμή που αναγνωρίζουμε ότι το τραύμα που έχουμε υποστεί αφορά ΤΟ (αρχετυπικό) τραύμα, σημαίνει ότι αντιλαμβανόμαστε πως «τα δεινά μας έχουν αρχετυπικό και συλλογικό χαρακτήρα και μπορούν να θεωρηθούν ως ένδειξη ότι δεν υποφέρουμε πλέον [εξαιτίας του εαυτού μας], αλλά λόγω του πνεύματος των καιρών». Ο Jung συνεχίζει λέγοντας ότι τα δεινά μας οφείλονται σε«μία απρόσωπη αιτία, πηγάζοντας από ένα συλλογικό ασυνείδητο, το οποίο μοιραζόμαστε με ολόκληρη την ανθρωπότητα». […] Ωστόσο, αν είμαστε σε θέση να διοχετεύσουμε και να εκφράσουμε δημιουργικά και με συνειδητότητα το πνεύμα των καιρών, εξαιτίας του οποίου υποφέρουμε, μετατρεπόμαστε σε «διαμεσολαβητές» μέσω των οποίων το πνεύμα των καιρών μας αυτο-αποκαλύπτεται, έτσι ώστε να μπορέσει δυνάμει να μετασχηματιστεί, μετασχηματίζοντας τον κόσμο γύρω μας κι εμάς επίσης.
Ως τραυματισμένοι θεραπευτές μετασχηματιζόμαστε κάθε φορά που αναγνωρίζουμε ότι το τραύμα μας είναι κάτι το εντελώς προσωπικό και μοναδικά δικό μας, ενώ ταυτοχρόνως αποτελεί μία παγκόσμια, απρόσωπη διεργασία όπου συμμετέχουν όλοι. Είναι αυτή η κοινή αίσθηση που μας συνδέει βαθιά τον ένα με τον άλλο. Και αυτό είναι το παράδοξο: η εμπειρία της ολότητάς μας, την οποία ο Jung ονομάζει Εαυτό, παραμένει την ίδια στιγμή προσωπική και αρχετυπική/ υπερβατική (πέραν του προσωπικού). Το συνειδητό βίωμα αυτής της αντίφασης ΑΠΟΤΕΛΕΙ αυτή καθ’ αυτή μια διεύρυνση της συνειδητότητάς μας, η οποία μας μυεί στο μετασχηματισμό του εαυτού μας και κατ’ επέκταση του κόσμου γύρω μας. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, αυτό σημαίνει ότι μεταβαλλόμαστε σε ένα γνήσια αυτόνομο, ανεξάρτητο πλάσμα, ενώ την ίδια στιγμή υλοποιούμε τη διασυνδεσιμότητά μας, την αλληλεξάρτησή μας, την ενότητα και εν τέλει την α-χωριστότητά μας με τον κόσμο, αλλά και του ενός με τον άλλο. Η συμπόνια αποτελεί μία ενεργητική έκφραση της υλοποίησης αυτής.
Το γεγονός ότι όσα διαδραματίζονται στο θέατρο του κόσμου δεν αποτελούν μια αποκομμένη διαδικασία, αλλά μία διαδικασία στενά συνδεδεμένη με όσα συμβαίνουν εντός μας, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα έκφρασης, είναι κάτι σημαντικό, διότι μας αποκαλύπτει ότι προκειμένου να μπορέσουμε να προχωρήσουμε αντιμετωπίζοντας με αποτελεσματικότητα τη διάχυτη καταστροφικότητα στον εξωτερικό κόσμο, χρειάζεται να γνωριστούμε από κοντά με όσα συσσωρεύονται μέσα μας. Οι ενέργειες αυτές που στον εξωτερικό κόσμο συνδέονται με την ασυνειδησία, την τρέλα, τη βία, την καταστροφικότητα, την κακία, ότι νιώθει τραυματισμένο και όλα όσα μας τραυματίζουν, καθρεφτίζουν, ενεργοποιούν, πυροδοτούν και εκφράζουν σε ένα α-χωρικό επίπεδο παρόμοιες, ηχηρές διεργασίες εντός μας. Το δυναμικό ξεδίπλωμα του εξωτερικού κόσμου «μεταφράζεται» σε ψυχικό όργανο, παρέχοντας έτσι σχήμα και μορφή στην υποκειμενική εμπειρία του τραύματος, του κόσμου και του εαυτού μας.
Το τραύμα μας εισάγει και μας συνδέει με τη υπερβατική διάσταση της ύπαρξής μας, όπου μέσω της υλοποίησής του ξεκινούν – κατά ένα θαυμαστό τρόπο – ο μετασχηματισμός και η πιθανή ίασή του. Το τραύμα μας, εμπεριέχοντας ταυτόχρονα την παθολογία αλλά και το φάρμακο που της αντιστοιχεί, καθίσταται σε ένα γεγονός υψηλότερης διάστασης, το οποίο εκδηλώνεται στην άνυδρη γη της τρισδιάστατης ζωής μας. Κωδικοποιημένο κατά συμβολικό τρόπο στο τραύμα, κομμένο και ραμμένο μοναδικά ώστε να ταιριάζει στις ευαισθησίες και την αισθητική μας, αποτελεί τόσο το φαινομενικό «πρόβλημα», όσο και την ίδια την επίλυση, συνοδευόμενο από μία κατάσταση ανοιχτότητας και απεραντοσύνης, ενοικούμενης [πολλαπλών] δυνατοτήτων.
Το τραύμα μας αποτελεί ένα γνήσιο κβαντικό φαινόμενο: θα μας καταστρέψει ή θα μας αφυπνίσει; Πρόκειται για κυματισμό ή σωματίδιο; Απάντηση: εξαρτάται από τον τρόπο που το ονειρευόμαστε. Το τραύμα μας δεν είναι ξέχωρο της ψυχής που το βιώνει. Αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος που ερμηνεύουμε το τραύμα, το νόημα που του αποδίδουμε και η ιστορία που αφηγούμαστε στον εαυτό μας ως προς αυτό, άρα εμείς οι ίδιοι, επιδρούμε με άμεσο τρόπο στο πως εκδηλώνεται ανά πάσα στιγμή το τραύμα και κατά προέκταση ο εαυτός μας και ο κόσμος γύρω μας.
Το τραύμα λειτουργεί ως μύηση
Μέσω του τραύματός μας, συστηνόμαστε στην πλευρά του εαυτού μας που δεν έχει υποστεί τραύματα με τον ίδιο τρόπο που μέσω των ανακλάσεων μαθαίνουμε να παρατηρούμε τον καθρέφτη. Οι ανακλάσεις δεν είναι ξέχωρες του καθρέφτη, ενώ ταυτοχρόνως «δεν» αποτελούν τον καθρέφτη. Παραδόξως, οι ανακλάσεις του καθρέφτη αποκαλύπτουν αυτό που δεν αποτελεί ανάκλαση. Παρομοίως, το τραύμα μας αποκαλύπτει την ατραυμάτιστη πλευρά του εαυτού μας. Οι ανακλάσεις στον καθρέφτη μας βοηθούν να αναγνωρίσουμε τον υποκείμενο καθρέφτη που εναγκαλίζεται, εμπεριέχει όλα όσα ανακλά, παραμένοντας κατά βάση άθικτος. Το τραύμα μας δεν επηρεάζει την όμοια με καθρέφτη φύση μας, όπως και ο αντικατοπτρισμός του νερού στην έρημο δεν μπορεί να υγράνει τους κόκκους της άμμου. Δεν θα προσέξουμε τον υποκείμενο καθρέφτη, ωστόσο, αν εκστασιαστούμε, αν αποκτήσουμε εμμονές ή αν απορροφηθούμε και ταυτιστούμε με τις ανακλάσεις.
Οι ανακλάσεις στον καθρέφτη αποτελούν μία αχώριστη, αδιαίρετη, αδιαμεσολάβητη έκφραση του καθρέφτη, καθώς δεν θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε ανακλάσεις δίχως καθρέφτη ή καθρέφτη δίχως ανακλάσεις. Παρομοίως, το τραύμα – στη μεταμφιεσμένη μορφή του – αποτελεί εκδήλωση της πλευράς εντός μας που δεν έχει τραυματιστεί.
Μέχρι να τραυματιστούμε ωστόσο, δεν είχαμε συνείδηση της πλευράς του εαυτού μας που παρέμενε αλώβητη, κι ας ταυτιζόμασταν ασυνείδητα με αυτήν, κάτι που σημαίνει ότι δε σχετιζόμασταν μαζί της ως να ‘ταν οικεία. Από ονειρικής απόψεως – όπου η εσωτερική διεργασία εκείνου ή εκείνης που ονειρεύεται αυτοδιαδραματίζεται σε μία φαινομενικά εξωτερική θεατρική σκηνή, προκειμένου να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της – είναι η βαθύτερη πλευρά του εαυτού μας που εφευρίσκει δια του ονείρου το τραύμα ώστε να μας καταστήσει συνειδητούς ή συνειδητές της πλευράς του εαυτού μας που μπορεί και υπερβαίνει αυτό καθ’ αυτό το τραύμα, που είναι δηλαδή «θεραπευμένη». Το ίδιο το τραύμα αποτελεί εκείνο ακριβώς το όργανο μέσω του οποίου η εγγενής ολότητά μας, που προϋπήρχε του τραυματισμού καθίσταται αντιληπτή με συνειδητό τρόπο εντός του χρόνου – στην παρούσα στιγμή – κάτι που αποτελεί και το μοναδικό «τόπο» υλοποίησης της ολότητάς μας.
Το να αντιληφθούμε αυτή τη διαδικασία σημαίνει διεύρυνση της συνείδησης, όπου οι αντίθετες πλευρές (η τραυματισμένη και μη τραυματισμένη) παύουν να ανακαλούν τη μέχρι τώρα αίσθηση δύο ξεχωριστών αν και συσχετιζόμενων νοημάτων. Φυσικά, στο σχετικό επίπεδο της πραγματικότητας, το να έχεις τραυματιστεί διαφέρει από το να μην έχεις τραυματιστεί. Προκειμένου, ωστόσο, να διευρύνουμε τη συνείδησή μας, θα πρέπει να εισέλθουμε σε ένα απόλυτο επίπεδο αντίληψης της πραγματικότητας, μία κατάσταση η οποία συμπεριλαμβάνει το σχετικό, ενώ ταυτοχρόνως το εμπερικλείει και το υπερβαίνει [καθώς μετεξελίσσεται] σε μία υψηλότερη σύνθεση. Είναι μόνο ο νους, ο οποίος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα εννοιολογικά, που «θεωρεί» ότι τα αντίθετα είναι διαχωρισμένα. Για να μπορέσει να κατανοήσει τη σχετικότητα και άρα την ταυτότητα των αντιθέτων, σημαίνει ότι θα πρέπει να υλοποιήσει αυτό που ο Jung αποκαλεί «Εαυτό» (τον οποίο περίγραψε ως μία ένωση μεταξύ αντιθέτων). Ένα από τα βαθύτερα νοήματα της βουδιστικής λέξης «nirvana» σημαίνει ότι κανείς είναι ελεύθερος των αντιθέσεων. Στον αλχημισμό, αναζητούμε τη φιλοσοφική λίθο, ενώ ο «χρυσός» (ο οποίος δε συμβολίζει τίποτε παραπάνω από τη διεύρυνση της συνείδησης) δημιουργείται εκεί που επιτυγχάνεται η «μεγάλη σύνοδος» (greater conjunctio), όταν δηλαδή ενώνονται τα αντίθετα.
Η αναγνώριση της ένωσης των αντιθέτων προϋποθέτει τη σύνδεση με την εγγενή μας ολότητα, αλλά και την ανάμνηση αυτής της διαδικασίας, μία κατάσταση που αποτελεί αποκορύφωμα της θεραπείας, καθώς γινόμαστε «ένα» με τον εαυτό μας (και άρα είμαστε σε θέση να θέσουμε σε εφαρμογή μία «ενωτική κατάσταση ειρήνης» του ενός με τον άλλο). Αυτό σημαίνει, ότι «με ένα μαγικό σχεδόν τρόπο επιτρέπουμε στον Ασκληπιό, το φωτεινό σαν ήλιο θεραπευτή, να αναδυθεί», ο οποίος συμβολίζει τη θεραπευτική δύναμη και την κρυφή, λανθάνουσα δεξιότητα θεοφάνειας που κρύβεται εντός του τραύματος, καθώς την καλεί να υπάρξει στο φως της συνείδησης. Όταν αρκετοί από εμάς είναι σε θέση ν’ αναγνωρίσουν το είδος της ίασης που αποκαλύπτεται δια του τραύματός τους, τότε η θεραπευτική διάστασή του αποκτά συλλογικό χαρακτήρα κι ως τέτοια αναπαράγεται και στη σκηνή του κόσμου.
Ως τραυματισμένοι θεραπευτές, εμβαθύνουμε διαρκώς στην ίαση της αποσύνδεσής μας από τον κόσμο. Θεραπεύοντας την εσωτερική κατάσταση αποσύνδεσης του εαυτού μας σε ένα α-τοπικό επίπεδο, αυτή επιδρά και ακολούθως ανακλάται στον φαινομενικά εξωτερικό κόσμο, καθώς επανασυνδεόμαστε ο ένας με τον άλλο (κατάσταση που αποτελεί το χειρότερο εφιάλτη κάθε μορφής εξουσίας), ενθυμούμενοι ποιοί πραγματικά είμαστε, σε ό,τι αφορά τόσο εμάς προσωπικά, όσο και την αναμεταξύ μας σχέση. Μπορούμε να συνεργαστούμε ώστε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο να εξέλθει αυτού του ιεραρχικού σύμπαντος που βασίζεται στο φόβο, την εξουσία και την αποξένωση, εισερχόμενοι σε βαθύτερες, από κοινού δημιουργημένες ταυτότητες, ως τραυματισμένοι θεραπευτές και φίλοι σε ένα πνευματικό επίπεδο, οι οποίοι εν τέλει εξαρτώνται ο ένας από τον άλλο, υπολογίζουν ο ένας στον άλλο και νοιάζονται ο ένας για τον άλλο. Είμαστε τα αλληλένδετα μέρη ενός ευρύτερου, καθολικού όλου, χαρακτηρισμένου από ιερότητα.
Δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρο: μόνο μέσω της διεύρυνσης της συνείδησής μας θα είμαστε σε θέση να μετασχηματίσουμε την κρίση που μαστίζει τον κόσμο μας. Ίσως το μόνο που χρειάζεται αυτή τη στιγμή, είναι να ξυπνήσουμε, καθώς όλοι οι πεφωτισμένοι δάσκαλοι διαμέσου των αιώνων έχουν πει, ότι όταν ένας οποιοδήποτε άνθρωπος αφυπνίζεται συνειδητοποιώντας την ένωση των αντιθέτων εντός του, τότε ολόκληρο το σύμπαν αφυπνίζεται μαζί του.
Μέσω αυτής της βαθύτερης, εκτενέστερης οπτικής ματιάς, το τραύμα μας αντί να αποτελεί εμπόδιο στην εκπλήρωση της ολότητάς μας, αποτελεί στην πραγματικότητα έκφρασή της, καθώς δίχως το τραύμα δεν θα είχαμε γνωρίσει την πλευρά μας που παραμένει ελεύθερη, θεραπευμένη, ολόκληρη, απελευθερωμένη κι αφυπνισμένη. Η αληθινή μας φύση δεν θα μπορούσε ποτέ να επισκιαστεί, όπως τα σύννεφα στον ουρανό μόνο φαινομενικά μπορούν να κρύψουν τον ήλιο. Από την οπτική γωνία του ηλίου όμως, το φως του παραμένει φωτεινό ακόμα και κατά τις πιο συννεφιασμένες μέρες.
Το να προχωρήσουμε μέσα από το βίωμα του τραύματος, σημαίνει να το εναγκαλιστούμε, να το αποδεχτούμε και να απαντήσουμε καταφατικά στην ύπαρξη αυτού του μυστηριώδους νέου τόπου εντός του εαυτού μας, όπου μας οδηγεί το ίδιο το τραύμα. Υπομένοντάς το, μπορούμε να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να ανασυσταθούν μέσω αυτού. Το τραύμα μας δεν αποτελεί μια στατική κατάσταση, αλλά αντίθετα μία δυναμική διαδικασία, πτυχές της οποίας ξεδιπλώνονται διαρκώς, ώστε μέσω ημών να εκδηλωθεί, να αποκαλυφθεί και να ενσαρκωθεί ως έχει. Έτσι το τραύμα μας διδάσκει κάτι για τους εαυτούς μας. Το να υπομένουμε το τραύμα σημαίνει ότι σαν διασχίσουμε τη διαδικασία μύησης μέχρι την άλλη της πλευρά, δεν θα είμαστε πότε πλέον οι ίδιοι. Διαβαίνοντας τον τόπο του τραύματος βιώνουμε μία αυθεντική εμπειρία θανάτου, καθώς κατά τη διαδικασία αυτή ο παλιός εαυτός μας «πεθαίνει», ενώ ενδέχεται να γεννηθούν νέες, πιο διευρυμένες και ενδυναμωμένες πλευρές του εαυτού μας.
Το να υπομένουμε και να εναγκαλιζόμαστε το τραύμα μας ως [αναπόσπαστο] τμήμα του εαυτού μας είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το να ελισσόμαστε γύρω του ή να το αποφεύγουμε ή να παραμένουμε κολλημένοι σε αυτό για μια αιωνιότητα, αναπαράγοντας εμμονικά το τραύμα (όντας κυριαρχημένοι από αυτό). Το γεγονός που προκάλεσε το τραύμα αποτελεί ταυτοχρόνως μια καταλυτική, (δυνάμει) θεραπευτική διεργασία, η οποία προαπαιτεί την ενεργή δέσμευσή μας, «παντρεύοντάς μας» έτσι με ένα βαθύτερο επίπεδο της ύπαρξής μας. Η πλησιέστερη συνάδελφος του Jung, η Marie Louise Von Franz, έγραψε πως«ο τραυματισμένος θεραπευτής ΕΙΝΑΙ το αρχέτυπο του Εαυτού [η ολότητά μας, ο Θεός εντός μας] κι αποτελεί το υπόβαθρο κάθε γνήσιας θεραπευτικής διαδικασίας».
Μία συνάντηση με κάθε τι μεγαλύτερο του περιορισμένου εγώ μας, το οποίο ο Jung αποκαλεί Εαυτό, αποτελεί πάντοτε ένα τραυματικό βίωμα για το εγώ. Σε ένα συμβολικό επίπεδο, η κατάσταση αυτή απεικονίζεται από το μυθικό Ιακώβ, ο οποίος επιβιώνει αφού πρώτα χρειαστεί να παλέψει μέχρι το ξημέρωμα με τον άγγελο του Θεού (ο οποίος είναι ξεκάθαρα ο δυνατότερος των δύο) και έχοντας τραυματιστεί στο γοφό από το άγγιγμα του αγγέλου. Το γεγονός του τραυματισμού μας συνιστά μια διαδικασία μύησης, καθώς είναι η αιτία και δυνάμει το αποτέλεσμα «κάτι μεγαλύτερου του εαυτού μας». Την ίδια στιγμή που αυτό το κάτι μεγαλύτερο από εμάς μας τραυματίζει, υπάρχει και κάτι μεγαλύτερο από εμάς που εισέρχεται εντός μας, θέτοντας σε κίνηση μία βαθύτερη δυναμική ψυχικής αναδιοργάνωσης και πιθανού μετασχηματισμού. Στο μύθο, ο άγγελος μετονομάζει τον Ιακώβ σε «Ισραέλ», δηλαδή «αυτός που έχει παλέψει με το Θεό», γεγονός που συμβολίζει την αλλαγή της ταυτότητας του Ιακώβ κατά τη διαδικασία της συνάντησής του με το μέγα ακατανόητο (numinosum). Ο τραυματισμός μας αποτελεί ένα μεταφυσικό γεγονός, καθώς η πηγή του φέρει υπερβατική, αρχετυπικό χαρακτήρα, το οποίο σημαίνει ότι το τραύμα είναι ο τρόπος με τον οποίο ερχόμαστε σε επαφή με το θείο. Η γενεσιουργός αρχή του τραύματος, αλλά ΚΑΙ της ίασης που επισπεύδεται ως αποτέλεσμα του πρώτου, ξεκινά κάπου πέρα από τους εαυτούς μας, καθώς εναπόκειται σε κάτι πέρα από τις προσωπικές μας δυνατότητες. Ο τραυματισμός μας ενεργοποιεί μία βαθύτερη, υπερβατική διαδικασία πιθανής ίασης και φώτισης, την οποία δεν θα μπορούσαμε να έχουμε θέση σε κίνηση από μόνοι μας.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Ιακώβ καταρχήν χρειάστηκε να παλέψει με τον άγγελο, διότι αλλιώς θα πέθαινε. Οι αρχετυπικές δυνάμεις, όντας δυνατότερες από εμάς, μας τραυματίζουν και ενεργοποιούνται εντός μας προκαλώντας στην κυριολεξία τον πυρήνα της ύπαρξής μας, αναγκάζοντάς μας να εισέρθουμε σε πιο ενδυναμωμένες πλευρές των εαυτών μας, να συνδεθούμε και εξοικειωθούμε με αυτές, ειδάλλως… Αναφερόμενος σε προσωπικές του εμπειρίες γύρω από το βίωμα αυτού του βαθέως αρχετυπικού μοτίβου, ο Jung έγραψε: «πάλευα με το σκοτεινό άγγελο μέχρι που εξάρθρωσα το γοφό μου. Γιατί αυτός είναι τόσο το φως, όσο κι ο γαλανός ουρανός που έκρυβε από μένα».
Μέσω του τραύματός μας συνειδητοποιούμε ότι συμμετέχουμε σε μία διαδικασία διαδραματίζοντας συγκεκριμένο ρόλο, την οποία ο Jung αποκαλεί «το θεϊκό δράμα της ενσάρκωσης», όπου σταματάμε να αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας ως κάτι ξεχωριστό από τους άλλους και εισερχόμαστε – με τον τρόπο που ενδύεται κανείς νέα ρούχα που έχουν προετοιμαστεί ειδικά γι’ αυτόν – σε ένα «καινούργιο» ρόλο, ο οποίος απαιτεί μία περιεκτική και ευρεία αίσθηση ταυτότητας. Συνειδητοποιούμε ότι όλοι μας μοιραζόμαστε και διαδραματίζουμε ρόλους – ο ένας για τον άλλο – στο πλαίσιο μίας βαθύτερης, μυθικής, αρχετυπικής διεργασίας, η οποία μας αποκαλύπτεται καθώς εκδηλώνεται εντός μας.
Ο τραυματισμένος θεραπευτής έχει την ικανότητα να θεραπεύσει και να βοηθήσεις τους άλλους (το οποίο παράλληλα του δίνει τη δυνατότητα να θεραπεύσει και να βοηθήσει τον εαυτό του, ξανά και ξανά, με δικαιολογία αυτούς τους φαινομενικούς «άλλους»), μόνο όταν παύει να αγανακτεί, να πικραίνεται ή να νιώθει θύμα του τραυματισμού του, αναγνωρίζοντας ότι το τραύμα αποτελεί ένα ιερό γεγονός, μία αρχετυπική στιγμή, η οποία επιζητά να τους καταστήσει όλους συμμέτοχους ενός θεϊκού, αιώνιου συμβάντος.
Το τραύμα μας είναι ΤΟ τραύμα
Όπως και στα όνειρα, οι καταστάσεις του εξωτερικού κόσμου καθρεφτίζουν όσα συμβαίνουν βαθιά μέσα μας. Ανάμεσα στη βία που παρατηρούμε να αναπαράγεται στον εξωτερικό κόσμο και την αίσθηση του τραύματος που βιώνουμε εντός μας υφίσταται μία αντιστοιχία η οποία υπερβαίνει το χώρο. Πρόκειται για ένα ολογραφικό σύμπαν, υπό την έννοια ενός ολογράμματος, όπου κάθε μικροσκοπικό τμήμα αυτού του σύμπαντος – όπως για παράδειγμα ο εαυτός μας – εμπεριέχει, ανακλά και εκφράζει το όλον. Ο μικρόκοσμος και ο μακρόκοσμος αποτελούν ανακλάσεις που καθρεφτίζουν η μία την άλλη, σα να επρόκειτο για διαφορετικές διαστατικές (dimensional), σχεδόν μορφοκλασματικές (fractal) προσεγγίσεις της ίδιας θεμελιώδους δυναμικής. Όλα όσα μας κάνουν να υποφέρουμε σε εσωτερικό επίπεδο, αποτελούν την είσοδο για να σχετιστούμε βαθύτερα με όσα συμβαίνουν στον εξωτερικό κόσμο, εμπλέκοντάς μας με έναν τρόπο που θα μας βοηθήσει να μετριάσουμε τον πόνο τόσο στον εξωτερικό κόσμο, όσο κι εντός μας.
Το να αναγνωρίζουμε με ποιό τρόπο οι προσωπικές μας δοκιμασίες αποτελούν μια προσωποιημένη ανάκλαση ή ενσάρκωση του συλλογικού πόνου που διαπερνά ολόκληρο το πεδίο της συνειδητότητας, επιδρά μεταμορφωτικά και θεραπευτικά. Το προσωπικό μας τραύμα αποτελεί – σε μία συμπυκνωμένη και αποκρυσταλλωμένη μορφή – το αποτύπωμα και την υπογραφή του συλλογικού τραύματος, στο οποίο εμπλεκόμαστε και συμμετέχουμε όλοι. Όταν σταματήσουμε να παθολογικοποιούμε τους εαυτούς μας, επαναπλαισιώνοντας τις προσωπικές μας συγκρούσεις, τα προβλήματα και τα τραύματά μας ως τμήμα ενός ευρύτερου διαπροσωπικού μοτίβου, το οποίο εμπεριέχει το παγκόσμιο πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας, θα νιώσουμε απελευθερωμένοι και θεραπευμένοι. Οι εξωτερικές, προσωποποιημένες επιφάσεις του τραύματός μας αποτελούν την καθορισμένη μορφή δια της οποίας τα υποβόσκοντα, αέναα μυθολογικά μοτίβα ενσαρκώνονται εντός του γραμμικού χρόνου και καθίστανται αισθητά στην προσωπική μας ζωή. Μοιάζουμε με ψυχικά όργανα, όπου το κάθε ένα ξεχωριστά «διεργάζεται» κάθε άλυτη, ασυνείδητη σκιά και τραύμα του συλλογικού πεδίου. Κάθε ένας και κάθε μία από εμάς καθρεφτίζει, δημιουργεί και διαμορφώνεται ταυτοχρόνως από όλα όσα συμβαίνουν σε αυτό ακριβώς το σύμπαν όπου βρισκόμαστε ενσωματωμένοι και του οποίου αποτελούμε έκφραση.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι δεν πρόκειται για μία γραμμική, μονόδρομη διαδικασία, αλλά κάτι το συναπορρέον, το οποίο χαρακτηρίζεται από κυκλικότητα κι αμοιβαιότητα. Το ασυνείδητο της διευρυμένης πολιτικής του σώματος ενός φαινομενικά εξωτερικού κόσμου μας επηρεάζει έντονα, κινητοποιώντας μία ηχηρή, ασυνείδητη ενέργεια εντός μας, ενώ την ίδια στιγμή, το ασυνείδητό μας συνεπιδρά με γεγονότα αυτού του φαινομενικά εξωτερικού κόσμου, εκφραζόμενο α-τοπικά, υπό τη μορφή ενός αμοιβαία επικουρικού βρόχου ανάδρασης (feedback loop). Γεγονός είναι ότι αρχίζουμε να διακρίνουμε την αληθινή φύση της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε, όταν αναγνωρίσουμε ότι, όπως και στα όνειρα, υφίσταται μία συγχρονιστική ερωταπόκριση και θεμελιώδης αχωριστότητα ανάμεσα σε όσα συμβαίνουν στην ψυχή μας και τον φαινομενικά εξωτερικά κόσμο, σαν να επρόκειτο για καθρεφτιζόμενες ανακλάσεις του ενός προς τον άλλο. Η αναγνώριση αυτού που αποτελούσε πάντοτε γεγονός, αποτελούσε εξαρχής μία κατάσταση διεύρυνσης της συνείδησης, η οποία είναι απαραίτητη – ή μάλλον αποτελεί αναγκαιότητα – προκειμένου να αποτελέσουμε ενεργά μποντισατβικούς (bodhisattvic) εκπροσώπους των θετικών αλλαγών στον κόσμο μας, μεταμορφώνοντάς τον.
Για να συνειδητοποιήσουμε ότι κάθε ένας και κάθε μία από εμάς αποτελεί μία αλλόκοτη ενσάρκωση και πραγματοποίηση της προσωπικής μας διεργασίας (με όλα μας τα προβλήματα, τα συμπτώματα, τις συγκρούσεις στις σχέσεις, τα τραύματα κ.ο.κ.), η οποία την ίδια στιγμή εκφράζεται και στον εξωτερικό κόσμο, σημαίνει ότι παίρνουμε την απόφαση να πάψουμε να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας ως όντα απομονωμένα και διακριτά, διαχωρισμένα από το σύμπαν. Αντί να είμαστε «ξένοι» στον κόσμο αυτό, ανακαλύπτουμε ότι αποτελούμε μία οικεία έκφρασή του. Θα πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, ότι ο δρόμος προς αυτή τη συνειδητοποίηση δεν εναπόκειται στην αποφυγή της προσωπικής διάστασης των βιωμάτων μας, καταλήγοντας να ταυτιζόμαστε τεχνητά με τη μυθική/ αρχετυπική του εκδοχή με ένα φτιαχτό, κατασκευασμένο τρόπο, αλλά εισερχόμενοι στη μυθική/ αρχετυπική του διάσταση ενσαρκώνοντας πλήρως, με ολόκληρο τον εαυτό μας, την προσωπική μας διεργασία ζωής. Η βαθύτερη, μυθική/ αρχετυπική διάσταση «ενδύεται» την προσωπική μας διεργασία, το οποίο σημαίνει ότι την καθιστά το κατώφλι που θα μας οδηγήσει στη βαθύτερη αρχετυπική διάσταση της ύπαρξής μας.
Κατά αυτή τη διαδικασία διεύρυνσης της συνείδησής μας, παύουμε να ερμηνεύουμε τις εμπειρίες μας με προσωπικό και απλουστευτικό τρόπο, βασισμένοι αποκλειστικά σε παρελθοντικές προσεγγίσεις ή προσεγγίσεις αιτίου-αιτιατού, και εισερχόμαστε σε βιώματα που αποτελούν μυθικές, άχρονες διαστάσεις της κατάστασής μας. Η ερμηνεία των βιωμάτων μας μέσω ενός προσωπικού, υπεραπλουστευτικού φίλτρου αποτελεί έκφραση μίας αφελούς, αμύητης και εγωκεντρικής συνείδησης, η οποία δε αναγνωρίζει κανένα άλλο ψυχικό κέντρο πέραν του δικού της. Όντας γραμμική και περιορισμένη εντός του χρόνου, αποτελεί μία περιορισμένη οπτική γωνία, η οποία δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην κατάθλιψη, την απελπισία, την παραίτηση, την απογοήτευση και σε άλλα άνευ νοήματος ή ελπίδας δεινά, καθώς η ψυχή μας φαινομενικά νιώθει να διαλύεται κατά τη διαδικασία αυτή.
Ωστόσο, καθώς διευρύνουμε τη συνείδησή μας, ερμηνεύοντας τις εμπειρίες μας με υπερβατικό τρόπο, εξερχόμαστε του γραμμικού χρόνου και εισερχόμαστε στο χρόνο των συγχρονικοτήτων, μία διάσταση της ύπαρξής μας όπου το παρελθόν, το τραύμα και ο εαυτός μας σε ένα κυριολεκτικό, χειροπιαστό, αντικειμενικό επίπεδο παύει να υπάρχει με τον τρόπο που φανταζόμασταν μέχρι τώρα. Συνειδητοποιώντας την προσωρινότητα και τη ρευστότητα της κατάστασής μας, δεν απαιτείται πλέον να καταστήσουμε το τραύμα μας «αληθινό», αποδίδοντάς του μία αυθαίρετη ισχύ ή μία κατά τα φαινόμενα σημαντική, ανεξάρτητη υπόσταση. Έχουμε μία δυνατότητα αφύπνισης ως προς μία κατάσταση εύπλαστη, η οποία χαρακτηρίζεται από μία εν δυνάμει ουσιαστική ανοιχτότητα, παραμένοντας αενάως και αβίαστα δημιουργική, εάν απλώς της επιτρέψουμε να υπάρξει.
Το να μιλάμε για τη στιγμή που αναγνωρίζουμε ότι το τραύμα που έχουμε υποστεί αφορά ΤΟ (αρχετυπικό) τραύμα, σημαίνει ότι αντιλαμβανόμαστε πως «τα δεινά μας έχουν αρχετυπικό και συλλογικό χαρακτήρα και μπορούν να θεωρηθούν ως ένδειξη ότι δεν υποφέρουμε πλέον [εξαιτίας του εαυτού μας], αλλά λόγω του πνεύματος των καιρών». Ο Jung συνεχίζει λέγοντας ότι τα δεινά μας οφείλονται σε«μία απρόσωπη αιτία, πηγάζοντας από ένα συλλογικό ασυνείδητο, το οποίο μοιραζόμαστε με ολόκληρη την ανθρωπότητα». […] Ωστόσο, αν είμαστε σε θέση να διοχετεύσουμε και να εκφράσουμε δημιουργικά και με συνειδητότητα το πνεύμα των καιρών, εξαιτίας του οποίου υποφέρουμε, μετατρεπόμαστε σε «διαμεσολαβητές» μέσω των οποίων το πνεύμα των καιρών μας αυτο-αποκαλύπτεται, έτσι ώστε να μπορέσει δυνάμει να μετασχηματιστεί, μετασχηματίζοντας τον κόσμο γύρω μας κι εμάς επίσης.
Ως τραυματισμένοι θεραπευτές μετασχηματιζόμαστε κάθε φορά που αναγνωρίζουμε ότι το τραύμα μας είναι κάτι το εντελώς προσωπικό και μοναδικά δικό μας, ενώ ταυτοχρόνως αποτελεί μία παγκόσμια, απρόσωπη διεργασία όπου συμμετέχουν όλοι. Είναι αυτή η κοινή αίσθηση που μας συνδέει βαθιά τον ένα με τον άλλο. Και αυτό είναι το παράδοξο: η εμπειρία της ολότητάς μας, την οποία ο Jung ονομάζει Εαυτό, παραμένει την ίδια στιγμή προσωπική και αρχετυπική/ υπερβατική (πέραν του προσωπικού). Το συνειδητό βίωμα αυτής της αντίφασης ΑΠΟΤΕΛΕΙ αυτή καθ’ αυτή μια διεύρυνση της συνειδητότητάς μας, η οποία μας μυεί στο μετασχηματισμό του εαυτού μας και κατ’ επέκταση του κόσμου γύρω μας. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, αυτό σημαίνει ότι μεταβαλλόμαστε σε ένα γνήσια αυτόνομο, ανεξάρτητο πλάσμα, ενώ την ίδια στιγμή υλοποιούμε τη διασυνδεσιμότητά μας, την αλληλεξάρτησή μας, την ενότητα και εν τέλει την α-χωριστότητά μας με τον κόσμο, αλλά και του ενός με τον άλλο. Η συμπόνια αποτελεί μία ενεργητική έκφραση της υλοποίησης αυτής.
Το γεγονός ότι όσα διαδραματίζονται στο θέατρο του κόσμου δεν αποτελούν μια αποκομμένη διαδικασία, αλλά μία διαδικασία στενά συνδεδεμένη με όσα συμβαίνουν εντός μας, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα έκφρασης, είναι κάτι σημαντικό, διότι μας αποκαλύπτει ότι προκειμένου να μπορέσουμε να προχωρήσουμε αντιμετωπίζοντας με αποτελεσματικότητα τη διάχυτη καταστροφικότητα στον εξωτερικό κόσμο, χρειάζεται να γνωριστούμε από κοντά με όσα συσσωρεύονται μέσα μας. Οι ενέργειες αυτές που στον εξωτερικό κόσμο συνδέονται με την ασυνειδησία, την τρέλα, τη βία, την καταστροφικότητα, την κακία, ότι νιώθει τραυματισμένο και όλα όσα μας τραυματίζουν, καθρεφτίζουν, ενεργοποιούν, πυροδοτούν και εκφράζουν σε ένα α-χωρικό επίπεδο παρόμοιες, ηχηρές διεργασίες εντός μας. Το δυναμικό ξεδίπλωμα του εξωτερικού κόσμου «μεταφράζεται» σε ψυχικό όργανο, παρέχοντας έτσι σχήμα και μορφή στην υποκειμενική εμπειρία του τραύματος, του κόσμου και του εαυτού μας.
Το τραύμα μας εισάγει και μας συνδέει με τη υπερβατική διάσταση της ύπαρξής μας, όπου μέσω της υλοποίησής του ξεκινούν – κατά ένα θαυμαστό τρόπο – ο μετασχηματισμός και η πιθανή ίασή του. Το τραύμα μας, εμπεριέχοντας ταυτόχρονα την παθολογία αλλά και το φάρμακο που της αντιστοιχεί, καθίσταται σε ένα γεγονός υψηλότερης διάστασης, το οποίο εκδηλώνεται στην άνυδρη γη της τρισδιάστατης ζωής μας. Κωδικοποιημένο κατά συμβολικό τρόπο στο τραύμα, κομμένο και ραμμένο μοναδικά ώστε να ταιριάζει στις ευαισθησίες και την αισθητική μας, αποτελεί τόσο το φαινομενικό «πρόβλημα», όσο και την ίδια την επίλυση, συνοδευόμενο από μία κατάσταση ανοιχτότητας και απεραντοσύνης, ενοικούμενης [πολλαπλών] δυνατοτήτων.
Το τραύμα μας αποτελεί ένα γνήσιο κβαντικό φαινόμενο: θα μας καταστρέψει ή θα μας αφυπνίσει; Πρόκειται για κυματισμό ή σωματίδιο; Απάντηση: εξαρτάται από τον τρόπο που το ονειρευόμαστε. Το τραύμα μας δεν είναι ξέχωρο της ψυχής που το βιώνει. Αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος που ερμηνεύουμε το τραύμα, το νόημα που του αποδίδουμε και η ιστορία που αφηγούμαστε στον εαυτό μας ως προς αυτό, άρα εμείς οι ίδιοι, επιδρούμε με άμεσο τρόπο στο πως εκδηλώνεται ανά πάσα στιγμή το τραύμα και κατά προέκταση ο εαυτός μας και ο κόσμος γύρω μας.
Το τραύμα λειτουργεί ως μύηση
Μέσω του τραύματός μας, συστηνόμαστε στην πλευρά του εαυτού μας που δεν έχει υποστεί τραύματα με τον ίδιο τρόπο που μέσω των ανακλάσεων μαθαίνουμε να παρατηρούμε τον καθρέφτη. Οι ανακλάσεις δεν είναι ξέχωρες του καθρέφτη, ενώ ταυτοχρόνως «δεν» αποτελούν τον καθρέφτη. Παραδόξως, οι ανακλάσεις του καθρέφτη αποκαλύπτουν αυτό που δεν αποτελεί ανάκλαση. Παρομοίως, το τραύμα μας αποκαλύπτει την ατραυμάτιστη πλευρά του εαυτού μας. Οι ανακλάσεις στον καθρέφτη μας βοηθούν να αναγνωρίσουμε τον υποκείμενο καθρέφτη που εναγκαλίζεται, εμπεριέχει όλα όσα ανακλά, παραμένοντας κατά βάση άθικτος. Το τραύμα μας δεν επηρεάζει την όμοια με καθρέφτη φύση μας, όπως και ο αντικατοπτρισμός του νερού στην έρημο δεν μπορεί να υγράνει τους κόκκους της άμμου. Δεν θα προσέξουμε τον υποκείμενο καθρέφτη, ωστόσο, αν εκστασιαστούμε, αν αποκτήσουμε εμμονές ή αν απορροφηθούμε και ταυτιστούμε με τις ανακλάσεις.
Οι ανακλάσεις στον καθρέφτη αποτελούν μία αχώριστη, αδιαίρετη, αδιαμεσολάβητη έκφραση του καθρέφτη, καθώς δεν θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε ανακλάσεις δίχως καθρέφτη ή καθρέφτη δίχως ανακλάσεις. Παρομοίως, το τραύμα – στη μεταμφιεσμένη μορφή του – αποτελεί εκδήλωση της πλευράς εντός μας που δεν έχει τραυματιστεί.
Μέχρι να τραυματιστούμε ωστόσο, δεν είχαμε συνείδηση της πλευράς του εαυτού μας που παρέμενε αλώβητη, κι ας ταυτιζόμασταν ασυνείδητα με αυτήν, κάτι που σημαίνει ότι δε σχετιζόμασταν μαζί της ως να ‘ταν οικεία. Από ονειρικής απόψεως – όπου η εσωτερική διεργασία εκείνου ή εκείνης που ονειρεύεται αυτοδιαδραματίζεται σε μία φαινομενικά εξωτερική θεατρική σκηνή, προκειμένου να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της – είναι η βαθύτερη πλευρά του εαυτού μας που εφευρίσκει δια του ονείρου το τραύμα ώστε να μας καταστήσει συνειδητούς ή συνειδητές της πλευράς του εαυτού μας που μπορεί και υπερβαίνει αυτό καθ’ αυτό το τραύμα, που είναι δηλαδή «θεραπευμένη». Το ίδιο το τραύμα αποτελεί εκείνο ακριβώς το όργανο μέσω του οποίου η εγγενής ολότητά μας, που προϋπήρχε του τραυματισμού καθίσταται αντιληπτή με συνειδητό τρόπο εντός του χρόνου – στην παρούσα στιγμή – κάτι που αποτελεί και το μοναδικό «τόπο» υλοποίησης της ολότητάς μας.
Το να αντιληφθούμε αυτή τη διαδικασία σημαίνει διεύρυνση της συνείδησης, όπου οι αντίθετες πλευρές (η τραυματισμένη και μη τραυματισμένη) παύουν να ανακαλούν τη μέχρι τώρα αίσθηση δύο ξεχωριστών αν και συσχετιζόμενων νοημάτων. Φυσικά, στο σχετικό επίπεδο της πραγματικότητας, το να έχεις τραυματιστεί διαφέρει από το να μην έχεις τραυματιστεί. Προκειμένου, ωστόσο, να διευρύνουμε τη συνείδησή μας, θα πρέπει να εισέλθουμε σε ένα απόλυτο επίπεδο αντίληψης της πραγματικότητας, μία κατάσταση η οποία συμπεριλαμβάνει το σχετικό, ενώ ταυτοχρόνως το εμπερικλείει και το υπερβαίνει [καθώς μετεξελίσσεται] σε μία υψηλότερη σύνθεση. Είναι μόνο ο νους, ο οποίος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα εννοιολογικά, που «θεωρεί» ότι τα αντίθετα είναι διαχωρισμένα. Για να μπορέσει να κατανοήσει τη σχετικότητα και άρα την ταυτότητα των αντιθέτων, σημαίνει ότι θα πρέπει να υλοποιήσει αυτό που ο Jung αποκαλεί «Εαυτό» (τον οποίο περίγραψε ως μία ένωση μεταξύ αντιθέτων). Ένα από τα βαθύτερα νοήματα της βουδιστικής λέξης «nirvana» σημαίνει ότι κανείς είναι ελεύθερος των αντιθέσεων. Στον αλχημισμό, αναζητούμε τη φιλοσοφική λίθο, ενώ ο «χρυσός» (ο οποίος δε συμβολίζει τίποτε παραπάνω από τη διεύρυνση της συνείδησης) δημιουργείται εκεί που επιτυγχάνεται η «μεγάλη σύνοδος» (greater conjunctio), όταν δηλαδή ενώνονται τα αντίθετα.
Η αναγνώριση της ένωσης των αντιθέτων προϋποθέτει τη σύνδεση με την εγγενή μας ολότητα, αλλά και την ανάμνηση αυτής της διαδικασίας, μία κατάσταση που αποτελεί αποκορύφωμα της θεραπείας, καθώς γινόμαστε «ένα» με τον εαυτό μας (και άρα είμαστε σε θέση να θέσουμε σε εφαρμογή μία «ενωτική κατάσταση ειρήνης» του ενός με τον άλλο). Αυτό σημαίνει, ότι «με ένα μαγικό σχεδόν τρόπο επιτρέπουμε στον Ασκληπιό, το φωτεινό σαν ήλιο θεραπευτή, να αναδυθεί», ο οποίος συμβολίζει τη θεραπευτική δύναμη και την κρυφή, λανθάνουσα δεξιότητα θεοφάνειας που κρύβεται εντός του τραύματος, καθώς την καλεί να υπάρξει στο φως της συνείδησης. Όταν αρκετοί από εμάς είναι σε θέση ν’ αναγνωρίσουν το είδος της ίασης που αποκαλύπτεται δια του τραύματός τους, τότε η θεραπευτική διάστασή του αποκτά συλλογικό χαρακτήρα κι ως τέτοια αναπαράγεται και στη σκηνή του κόσμου.
Ως τραυματισμένοι θεραπευτές, εμβαθύνουμε διαρκώς στην ίαση της αποσύνδεσής μας από τον κόσμο. Θεραπεύοντας την εσωτερική κατάσταση αποσύνδεσης του εαυτού μας σε ένα α-τοπικό επίπεδο, αυτή επιδρά και ακολούθως ανακλάται στον φαινομενικά εξωτερικό κόσμο, καθώς επανασυνδεόμαστε ο ένας με τον άλλο (κατάσταση που αποτελεί το χειρότερο εφιάλτη κάθε μορφής εξουσίας), ενθυμούμενοι ποιοί πραγματικά είμαστε, σε ό,τι αφορά τόσο εμάς προσωπικά, όσο και την αναμεταξύ μας σχέση. Μπορούμε να συνεργαστούμε ώστε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο να εξέλθει αυτού του ιεραρχικού σύμπαντος που βασίζεται στο φόβο, την εξουσία και την αποξένωση, εισερχόμενοι σε βαθύτερες, από κοινού δημιουργημένες ταυτότητες, ως τραυματισμένοι θεραπευτές και φίλοι σε ένα πνευματικό επίπεδο, οι οποίοι εν τέλει εξαρτώνται ο ένας από τον άλλο, υπολογίζουν ο ένας στον άλλο και νοιάζονται ο ένας για τον άλλο. Είμαστε τα αλληλένδετα μέρη ενός ευρύτερου, καθολικού όλου, χαρακτηρισμένου από ιερότητα.
Δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρο: μόνο μέσω της διεύρυνσης της συνείδησής μας θα είμαστε σε θέση να μετασχηματίσουμε την κρίση που μαστίζει τον κόσμο μας. Ίσως το μόνο που χρειάζεται αυτή τη στιγμή, είναι να ξυπνήσουμε, καθώς όλοι οι πεφωτισμένοι δάσκαλοι διαμέσου των αιώνων έχουν πει, ότι όταν ένας οποιοδήποτε άνθρωπος αφυπνίζεται συνειδητοποιώντας την ένωση των αντιθέτων εντός του, τότε ολόκληρο το σύμπαν αφυπνίζεται μαζί του.
Μέσω αυτής της βαθύτερης, εκτενέστερης οπτικής ματιάς, το τραύμα μας αντί να αποτελεί εμπόδιο στην εκπλήρωση της ολότητάς μας, αποτελεί στην πραγματικότητα έκφρασή της, καθώς δίχως το τραύμα δεν θα είχαμε γνωρίσει την πλευρά μας που παραμένει ελεύθερη, θεραπευμένη, ολόκληρη, απελευθερωμένη κι αφυπνισμένη. Η αληθινή μας φύση δεν θα μπορούσε ποτέ να επισκιαστεί, όπως τα σύννεφα στον ουρανό μόνο φαινομενικά μπορούν να κρύψουν τον ήλιο. Από την οπτική γωνία του ηλίου όμως, το φως του παραμένει φωτεινό ακόμα και κατά τις πιο συννεφιασμένες μέρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου