Όλες οι έρευνες το πιστοποιούν. Η συντριπτική πλειοψηφία των τηλεθεατών δε θεωρεί πραγματικές τις ιστορίες ζωής που παρουσιάζονται στην τηλεόραση. Ένα ελάχιστο 5% μόνο μοιάζει να διαθέτει την αθωότητα του βρέφους και να υποκύπτει άνευ όρων στην αληθοφάνεια μιας κατασκευασμένης εικόνας. Όλοι οι άλλοι, εμείς οι άπιστοι, υποψιασμένοι ενήλικες, σαν μαγεμένοι ξανά και ξανά, παρακάμπτοντας επιμελώς τη δυσπιστία μας, μένουμε καθηλωμένοι στις ιστορίες ζωής, στην πολύτιμη πραμάτεια όλων των καναλιών.
Μας εξοργίζουν όλες αυτές οι δραματικές αφηγήσεις, μας θλίβουν, ενίοτε θυμώνουμε με τον τρόπο παρουσίασης, καταγγέλουμε τον άθλιο χειρισμό του θέματος. Κι όμως εκεί, σαν υπνωτισμένοι, ακούμε και βλέπουμε.
Για να διασκεδάσουμε ίσως. Να ψυχαγωγηθούμε μέσα από την απατηλή σκηνοθεσία ενός δράματος που έτσι κι αλλιώς δεν μας πείθει. Όμως εκείνη την ώρα κάποιο τηλεπαιχνίδι με πλούσια δώρα, κάποια σαπουνόπερα, θα αναλάμβανε ίσως πιο δραστικούς τρόπους απόδρασης. Κι όμως δεν αλλάζουμε κανάλι. Προτιμώμενες παραμένουν οι ιστορίες ζωής. Γιατί;
Εύκολο είναι να επικαλεσθεί κανείς την κρυφή ηδονοβλεπτική διάσταση που ωθεί σε μια τέτοια προτίμηση. Εύκολο είναι να αναφερθείς στο άχρωμο και άτονο της καθημερινής ζωής των πολλών.
«Η ζωή μου είναι τόσο ήσυχη. Η ησυχία αυτή με τρομάζει. Το βάρος του μη συμβάντος με βαραίνει. Αποζητώ το αλλότριο συμβάν για να το οικειοποιηθώ. Να το κάνω δικό μου. Να ανυψωθώ κι εγώ στη σφαίρα των τραγικών ηρώων της ιστορίας. Όσο γελοίος κι αν είναι κατά βάθος ο πρωταγωνιστής, όσο απωθητικός κι αν είναι στην αθλιότητά του, έχει μία τραγική διάσταση. Κι αυτή είναι που αποζητώ».
Άλλοτε πάλι, ο άλλος κινητοποιεί μόνο αμιγείς εμπαθείς απορρίψεις. Τον βδελίσσομαι. Η παθολογία του με κάνει να ριγώ. Κι όμως τον θέλω. Θέλω κι αυτόν να τον δω, να τον ακούσω, στα δελτία των ειδήσεων, στις ειδικές εκπομπές, να τον απολαύσω, έτσι καθώς διηγείται πώς εκτέλεσε τη γυναίκα, την πεθερά, τα παιδιά του, τα ανίψια του, τα εγγόνια του. Ή ακόμα, πώς μες στην απόλυτη ανέχεια και φτώχεια τρώει ποντικούς, γάτες ή ευτραφείς γειτόνους!
Τον θέλω τον αποκρουστικό παρεκκλίνοντα. Με βοηθάει να ορίσω τον εαυτό μου ως διαφορετικό. Η διήγησή του μου κάνει. Σαν νερό με βοηθάει να κυλήσει η αλλότρια δυστυχία από πάνω μου. Να μη σκαλώσει πουθενά. Και να βγω αλώβητος από την ταύτιση. Αμέτοχος. Δεν είμαι εγώ! Είναι εκείνος! Η δυστυχία έχει βρει τα περιχαρακωμένα όριά της έξω από τον ιδιωτικό μου ορίζοντα. Το κακό ξορκίζεται. Διαθέτει όνομα. Δεν είναι το δικό μου. Διαθέτει ιστορία. Δεν είναι η δική μου. Κατοικεί αλλού.
Κυρίως διαθέτει εικόνα. Κι έτσι το κακό συγκεκριμενοποιείται. Δεν είναι διάχυτο. Εντοπίζεται. Τα τέρατα που κυκλοφορούν μέσα μου ναρκώνονται. Εκεί. Στο γυαλί. Μόνο εκεί.
Αρκούν λοιπόν αυτοί οι φανταστικοί συλλογισμοί για να εξηγήσουν το πάθος, το μένος, την επίμονη ηδονή που προσφέρουν τα τηλεσόου της δυστυχίας; Κάτι, όπως πάντα, μοιάζει να λείπει. Κι αυτό το κάτι αναδεικνύεται μέσα από το διεισδυτικό και ανατρεπτικό λόγο του Nietzsche:
Εμείς οι άνθρωποι της γνώσης δε γνωρίζουμε τον εαυτό μας- και δικαιολογημένα. Ποτέ δεν αναζητήσαμε τον εαυτό μας – πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να τον βρούμε κάποτε; Σωστά έχει ειπωθεί ότι «εκεί που βρίσκεται ο θησαυρός σου βρίσκεται και η καρδιά σου», ο θησαυρός μας είναι εκεί που είναι και οι κυψέλες της γνώσης μας. Πάντα κατευθυνόμαστε προς αυτές, σαν να είμαστε από γεννησιμιού μας φτερωτά πλάσματα που μαζεύουν το μέλι του πνεύματος και η μοναδική μας έγνοια είναι «να φέρνουμε κάτι στο σπίτι». Άλλωστε ποιος από μας ασχολείται στα σοβαρά με ό,τι αφορά στη ζωή, με τα επονομαζόμενα «βιώματα»; Ή αφιερώνει τον απαραίτητο χρόνο γι’ αυτά; Φοβάμαι πως αυτή η υπόθεση δεν ήταν ποτέ δική μας υπόθεση: δεν μπορούμε να δώσουμε την καρδιά μας σε αυτήν, ούτε και τ’ αυτιά μας. Αλλά, όπως ένας εντελώς αφηρημένος και βυθισμένος στον εαυτό του άνθρωπος, που η καμπάνα του μεσημεριού χτύπησε στ’ αυτιά του μ’ όλη της τη δύναμη τους δώδεκα χτύπους της, ξαφνικά πετάγεται πάνω και αναρωτιέται: «τι ήταν άραγε αυτό που χτύπησε;» έτσι κι εμείς καμιά φορά τρίβουμε εκ των υστέρων τ’ αυτιά μας κι αναρωτιόμαστε, γεμάτοι έκπληξη κι ανησυχία, «τι ήταν στ’ αλήθεια αυτό που μόλις ζήσαμε;» και ακόμα «ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια;» και ξαναμετρούμε εκ των υστέρων, όπως είπαμε, τους δώδεκα παλλόμενους χτύπους της καμπάνας της εμπειρίας μας, της ζωής μας, της ύπαρξής μας – και αλίμονο! Κάνουμε λάθος στο μέτρημα. Και παραμένουμε αναγκαστικά ξένοι στον εαυτό μας, δεν τον καταλαβαίνουμε, αναγκαζόμαστε να παρερμηνεύουμε τον εαυτό μας, για να ισχύει ένας νόμος, για όλη την αιωνιότητα: «ο καθένας είναι ο πιο ξένος απέναντι στον εαυτό του». Δεν είμαστε άνθρωποι της γνώσης όσον αφορά στον εαυτό μας.
Ίσως όλη αυτή η ηδονή που έγκειται στο να ακούσεις από την τηλεόραση την ιστορία του άλλου, έχει να κάνει με μια τρομακτική μετάθεση. Να ακούς από τον άλλον αυτό που δεν μπορείς να ακούσεις από σένα. Να αφουγκραστείς μία ξένη ιστορία στη θέση της δικής σου ιστορίας. Εκείνη που δεν θα γνωρίσεις ποτέ, εκείνη που δεν θα σε γνωρίσει ποτέ.
Ένα χρυσό άλλοθι οι ιστορίες στη μικρή οθόνη. Επιτρέπουν τον μόνο επιθυμητό στόχο: «να παραμείνει ο καθένας πιο ξένος απέναντι στον εαυτό του».
Δεν είναι να απορείς λοιπόν. Όχι, δεν είναι να απορείς. Ίσως μόνο να θλίβεσαι. Αλλά γι’ αυτό δεν υπάρχει ούτε χώρος, ούτε χρόνος και, κυρίως, ούτε τηλεοπτική κάλυψη.
Μας εξοργίζουν όλες αυτές οι δραματικές αφηγήσεις, μας θλίβουν, ενίοτε θυμώνουμε με τον τρόπο παρουσίασης, καταγγέλουμε τον άθλιο χειρισμό του θέματος. Κι όμως εκεί, σαν υπνωτισμένοι, ακούμε και βλέπουμε.
Για να διασκεδάσουμε ίσως. Να ψυχαγωγηθούμε μέσα από την απατηλή σκηνοθεσία ενός δράματος που έτσι κι αλλιώς δεν μας πείθει. Όμως εκείνη την ώρα κάποιο τηλεπαιχνίδι με πλούσια δώρα, κάποια σαπουνόπερα, θα αναλάμβανε ίσως πιο δραστικούς τρόπους απόδρασης. Κι όμως δεν αλλάζουμε κανάλι. Προτιμώμενες παραμένουν οι ιστορίες ζωής. Γιατί;
Εύκολο είναι να επικαλεσθεί κανείς την κρυφή ηδονοβλεπτική διάσταση που ωθεί σε μια τέτοια προτίμηση. Εύκολο είναι να αναφερθείς στο άχρωμο και άτονο της καθημερινής ζωής των πολλών.
«Η ζωή μου είναι τόσο ήσυχη. Η ησυχία αυτή με τρομάζει. Το βάρος του μη συμβάντος με βαραίνει. Αποζητώ το αλλότριο συμβάν για να το οικειοποιηθώ. Να το κάνω δικό μου. Να ανυψωθώ κι εγώ στη σφαίρα των τραγικών ηρώων της ιστορίας. Όσο γελοίος κι αν είναι κατά βάθος ο πρωταγωνιστής, όσο απωθητικός κι αν είναι στην αθλιότητά του, έχει μία τραγική διάσταση. Κι αυτή είναι που αποζητώ».
Άλλοτε πάλι, ο άλλος κινητοποιεί μόνο αμιγείς εμπαθείς απορρίψεις. Τον βδελίσσομαι. Η παθολογία του με κάνει να ριγώ. Κι όμως τον θέλω. Θέλω κι αυτόν να τον δω, να τον ακούσω, στα δελτία των ειδήσεων, στις ειδικές εκπομπές, να τον απολαύσω, έτσι καθώς διηγείται πώς εκτέλεσε τη γυναίκα, την πεθερά, τα παιδιά του, τα ανίψια του, τα εγγόνια του. Ή ακόμα, πώς μες στην απόλυτη ανέχεια και φτώχεια τρώει ποντικούς, γάτες ή ευτραφείς γειτόνους!
Τον θέλω τον αποκρουστικό παρεκκλίνοντα. Με βοηθάει να ορίσω τον εαυτό μου ως διαφορετικό. Η διήγησή του μου κάνει. Σαν νερό με βοηθάει να κυλήσει η αλλότρια δυστυχία από πάνω μου. Να μη σκαλώσει πουθενά. Και να βγω αλώβητος από την ταύτιση. Αμέτοχος. Δεν είμαι εγώ! Είναι εκείνος! Η δυστυχία έχει βρει τα περιχαρακωμένα όριά της έξω από τον ιδιωτικό μου ορίζοντα. Το κακό ξορκίζεται. Διαθέτει όνομα. Δεν είναι το δικό μου. Διαθέτει ιστορία. Δεν είναι η δική μου. Κατοικεί αλλού.
Κυρίως διαθέτει εικόνα. Κι έτσι το κακό συγκεκριμενοποιείται. Δεν είναι διάχυτο. Εντοπίζεται. Τα τέρατα που κυκλοφορούν μέσα μου ναρκώνονται. Εκεί. Στο γυαλί. Μόνο εκεί.
Αρκούν λοιπόν αυτοί οι φανταστικοί συλλογισμοί για να εξηγήσουν το πάθος, το μένος, την επίμονη ηδονή που προσφέρουν τα τηλεσόου της δυστυχίας; Κάτι, όπως πάντα, μοιάζει να λείπει. Κι αυτό το κάτι αναδεικνύεται μέσα από το διεισδυτικό και ανατρεπτικό λόγο του Nietzsche:
Εμείς οι άνθρωποι της γνώσης δε γνωρίζουμε τον εαυτό μας- και δικαιολογημένα. Ποτέ δεν αναζητήσαμε τον εαυτό μας – πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να τον βρούμε κάποτε; Σωστά έχει ειπωθεί ότι «εκεί που βρίσκεται ο θησαυρός σου βρίσκεται και η καρδιά σου», ο θησαυρός μας είναι εκεί που είναι και οι κυψέλες της γνώσης μας. Πάντα κατευθυνόμαστε προς αυτές, σαν να είμαστε από γεννησιμιού μας φτερωτά πλάσματα που μαζεύουν το μέλι του πνεύματος και η μοναδική μας έγνοια είναι «να φέρνουμε κάτι στο σπίτι». Άλλωστε ποιος από μας ασχολείται στα σοβαρά με ό,τι αφορά στη ζωή, με τα επονομαζόμενα «βιώματα»; Ή αφιερώνει τον απαραίτητο χρόνο γι’ αυτά; Φοβάμαι πως αυτή η υπόθεση δεν ήταν ποτέ δική μας υπόθεση: δεν μπορούμε να δώσουμε την καρδιά μας σε αυτήν, ούτε και τ’ αυτιά μας. Αλλά, όπως ένας εντελώς αφηρημένος και βυθισμένος στον εαυτό του άνθρωπος, που η καμπάνα του μεσημεριού χτύπησε στ’ αυτιά του μ’ όλη της τη δύναμη τους δώδεκα χτύπους της, ξαφνικά πετάγεται πάνω και αναρωτιέται: «τι ήταν άραγε αυτό που χτύπησε;» έτσι κι εμείς καμιά φορά τρίβουμε εκ των υστέρων τ’ αυτιά μας κι αναρωτιόμαστε, γεμάτοι έκπληξη κι ανησυχία, «τι ήταν στ’ αλήθεια αυτό που μόλις ζήσαμε;» και ακόμα «ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια;» και ξαναμετρούμε εκ των υστέρων, όπως είπαμε, τους δώδεκα παλλόμενους χτύπους της καμπάνας της εμπειρίας μας, της ζωής μας, της ύπαρξής μας – και αλίμονο! Κάνουμε λάθος στο μέτρημα. Και παραμένουμε αναγκαστικά ξένοι στον εαυτό μας, δεν τον καταλαβαίνουμε, αναγκαζόμαστε να παρερμηνεύουμε τον εαυτό μας, για να ισχύει ένας νόμος, για όλη την αιωνιότητα: «ο καθένας είναι ο πιο ξένος απέναντι στον εαυτό του». Δεν είμαστε άνθρωποι της γνώσης όσον αφορά στον εαυτό μας.
Ίσως όλη αυτή η ηδονή που έγκειται στο να ακούσεις από την τηλεόραση την ιστορία του άλλου, έχει να κάνει με μια τρομακτική μετάθεση. Να ακούς από τον άλλον αυτό που δεν μπορείς να ακούσεις από σένα. Να αφουγκραστείς μία ξένη ιστορία στη θέση της δικής σου ιστορίας. Εκείνη που δεν θα γνωρίσεις ποτέ, εκείνη που δεν θα σε γνωρίσει ποτέ.
Ένα χρυσό άλλοθι οι ιστορίες στη μικρή οθόνη. Επιτρέπουν τον μόνο επιθυμητό στόχο: «να παραμείνει ο καθένας πιο ξένος απέναντι στον εαυτό του».
Δεν είναι να απορείς λοιπόν. Όχι, δεν είναι να απορείς. Ίσως μόνο να θλίβεσαι. Αλλά γι’ αυτό δεν υπάρχει ούτε χώρος, ούτε χρόνος και, κυρίως, ούτε τηλεοπτική κάλυψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου