Πώς ορίζεται η μυθομανία και πώς εκφράζεται στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου;
H παραποίηση της αλήθειας, η αλλοίωση ή απόκρυψή της είναι χαρακτηριστικά που ενίοτε συνοδεύουν την κοινωνική συμπεριφορά ενός ανθρώπου. Οταν όμως οι συμπεριφορές αυτές γίνονται ένα αναπόσπαστο κομμάτι της έκφρασής του, τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα συγχέονται και γίνεται μυθομανής.
Στη μυθομανία η φαντασία είναι αναπόσπαστο κομμάτι των διηγήσεων, το οποίο όσο το άτομο τις εξιστορεί τόσο εισχωρεί μέσα στις κατασκευές του με απόλυτη πίστη ότι πράγματι συνέβησαν.
Συνήθως είναι ο πρωταγωνιστής σεναρίων τα οποία δημιουργούν άμεσο εντυπωσιασμό στον περίγυρο και επιφέρουν στιγμιαία ικανοποίηση και ψυχική ανακούφιση στον ίδιο.
Δεν υποκρίνεται με στόχο, ούτε εξαπατά εκούσια, αλλά η αυτοεκτίμησή του είναι τόσο χαμηλή και η ανάγκη του για αποδοχή τόσο έντονη που η κοινωνική του συνείδηση είναι εύπλαστη και ρευστή όταν είναι με κόσμο. Αν πιεστεί να παραδεχτεί την πραγματικότητα μπορεί να το κάνει στιγμιαία, θα ξανακυλήσει όμως στη δική του πραγματικότητα η οποία τον κυριαρχεί.
Τι κάνει έναν άνθρωπο μυθομανή;
Η λέξη-κλειδί είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση ως κυρίαρχο ψυχικό κίνητρο. Τα κενά στην ταυτότητα του ατόμου αναπληρώνονται προσωρινά μέσα από τις φανταστικές ιστορίες που αφηγείται.
Πρόκειται για μια ψυχική άμυνα η οποία προσφέρει στο ψυχικά ευάλωτο άτομο τη «δυνατότητα» να είναι αυτός που θα ήθελε να είναι. Αμυνα όμως τόσο εύθραυστη, ώστε εκείνο καταντά εύκολα να γελοιοποιείται και να ξαναοδηγείται στην απόρριψη και την αυτομομφή. Η μοναξιά και το αδιέξοδο μεγαλώνουν και το άτομο οδηγείται σε περισσότερα ψέματα για να αναπληρώσει το κενό, εγκλωβισμένο σε έναν φαύλο κύκλο.
Ο ψυχαναλυτής Ντόναλντ Γουίνικοτ ονόμασε τους μυθομανείς ενηλίκους «as-if-personalities» («σαν-να-προσωπικότητες») δηλαδή ψεύτικους εαυτούς.
Στο πρώιμο περιβάλλον ενός μικρού παιδιού, μπορούμε να εντοπίσουμε την τάση του να προσαρμόζεται σε αδυσώπητες γονεϊκές προσδοκίες και να ταυτίζεται μόνο με αυτό που θέλουν οι άλλοι, ξεχνώντας το τι υπάρχει πραγματικά μέσα του. Επίσης γονείς που οι ίδιοι χρησιμοποιούν ψέματα συστηματικά για να χειρίζονται, να ελέγχουν ή να γεμίζουν τα ψυχικά τους ελλείμματα, μαθαίνουν στο παιδί αντίστοιχους δυσλειτουργικούς τρόπους διαχείρισης της συμπεριφοράς.
Η τραυματισμένη αυτοεκτίμηση στο παιδί μπορεί να το κάνει να ψάξει για διέξοδο στην κατασκευή μύθων για να αντλήσει την αποδοχή που νιώθει ότι του λείπει. Ολες οι παραπάνω καταστάσεις συνεχίζουν να λειτουργούν ως κίνητρα της συμπεριφοράς στην ενήλικο πλέον ζωή με μεγάλο ψυχικό κόστος για το άτομο.
Η αποδοχή του προβλήματος είναι το πρώτο βήμα. Μέσα από μια ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης μέσα από μια αληθινή σχέση τόσο με τον εαυτό όσο και με τους άλλους μπορεί να αποβεί λυτρωτική. Εδώ, η δυνατότητα χτισίματος μιας αληθινής σχέσης με τον θεραπευτή θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο.
H παραποίηση της αλήθειας, η αλλοίωση ή απόκρυψή της είναι χαρακτηριστικά που ενίοτε συνοδεύουν την κοινωνική συμπεριφορά ενός ανθρώπου. Οταν όμως οι συμπεριφορές αυτές γίνονται ένα αναπόσπαστο κομμάτι της έκφρασής του, τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα συγχέονται και γίνεται μυθομανής.
Στη μυθομανία η φαντασία είναι αναπόσπαστο κομμάτι των διηγήσεων, το οποίο όσο το άτομο τις εξιστορεί τόσο εισχωρεί μέσα στις κατασκευές του με απόλυτη πίστη ότι πράγματι συνέβησαν.
Συνήθως είναι ο πρωταγωνιστής σεναρίων τα οποία δημιουργούν άμεσο εντυπωσιασμό στον περίγυρο και επιφέρουν στιγμιαία ικανοποίηση και ψυχική ανακούφιση στον ίδιο.
Δεν υποκρίνεται με στόχο, ούτε εξαπατά εκούσια, αλλά η αυτοεκτίμησή του είναι τόσο χαμηλή και η ανάγκη του για αποδοχή τόσο έντονη που η κοινωνική του συνείδηση είναι εύπλαστη και ρευστή όταν είναι με κόσμο. Αν πιεστεί να παραδεχτεί την πραγματικότητα μπορεί να το κάνει στιγμιαία, θα ξανακυλήσει όμως στη δική του πραγματικότητα η οποία τον κυριαρχεί.
Τι κάνει έναν άνθρωπο μυθομανή;
Η λέξη-κλειδί είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση ως κυρίαρχο ψυχικό κίνητρο. Τα κενά στην ταυτότητα του ατόμου αναπληρώνονται προσωρινά μέσα από τις φανταστικές ιστορίες που αφηγείται.
Πρόκειται για μια ψυχική άμυνα η οποία προσφέρει στο ψυχικά ευάλωτο άτομο τη «δυνατότητα» να είναι αυτός που θα ήθελε να είναι. Αμυνα όμως τόσο εύθραυστη, ώστε εκείνο καταντά εύκολα να γελοιοποιείται και να ξαναοδηγείται στην απόρριψη και την αυτομομφή. Η μοναξιά και το αδιέξοδο μεγαλώνουν και το άτομο οδηγείται σε περισσότερα ψέματα για να αναπληρώσει το κενό, εγκλωβισμένο σε έναν φαύλο κύκλο.
Ο ψυχαναλυτής Ντόναλντ Γουίνικοτ ονόμασε τους μυθομανείς ενηλίκους «as-if-personalities» («σαν-να-προσωπικότητες») δηλαδή ψεύτικους εαυτούς.
Στο πρώιμο περιβάλλον ενός μικρού παιδιού, μπορούμε να εντοπίσουμε την τάση του να προσαρμόζεται σε αδυσώπητες γονεϊκές προσδοκίες και να ταυτίζεται μόνο με αυτό που θέλουν οι άλλοι, ξεχνώντας το τι υπάρχει πραγματικά μέσα του. Επίσης γονείς που οι ίδιοι χρησιμοποιούν ψέματα συστηματικά για να χειρίζονται, να ελέγχουν ή να γεμίζουν τα ψυχικά τους ελλείμματα, μαθαίνουν στο παιδί αντίστοιχους δυσλειτουργικούς τρόπους διαχείρισης της συμπεριφοράς.
Η τραυματισμένη αυτοεκτίμηση στο παιδί μπορεί να το κάνει να ψάξει για διέξοδο στην κατασκευή μύθων για να αντλήσει την αποδοχή που νιώθει ότι του λείπει. Ολες οι παραπάνω καταστάσεις συνεχίζουν να λειτουργούν ως κίνητρα της συμπεριφοράς στην ενήλικο πλέον ζωή με μεγάλο ψυχικό κόστος για το άτομο.
Η αποδοχή του προβλήματος είναι το πρώτο βήμα. Μέσα από μια ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης μέσα από μια αληθινή σχέση τόσο με τον εαυτό όσο και με τους άλλους μπορεί να αποβεί λυτρωτική. Εδώ, η δυνατότητα χτισίματος μιας αληθινής σχέσης με τον θεραπευτή θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου