Αυτή τη τόσο φρικτή κι όμως τόσον απλή ιστορία που αρχίζω να γράφω, ούτε περιμένω ούτε ζητώ να τη πιστέψετε. Θα ‘μουν αληθινά τρελός αν περίμενα να πιστέψετε μια υπόθεση, όπου οι ίδιες οι αισθήσεις μου αρνούνται τη μαρτυρία τους. Κι όμως δεν είμαι τρελός κι ασφαλώς δεν ονειρεύομαι. Αύριο όμως πρόκειται να πεθάνω και γι’ αυτό θέλω να ξαλαφρώσω σήμερα τη ψυχή μου. Σκοπός μου είναι να διηγηθώ στον κόσμο, απλά, απέριττα και δίχως κανένα σχόλιο, μια σειρά συνηθισμένων γεγονότων που σχετίζονται με το σπίτι μου.
Τα γεγονότα αυτά, και οι συνέπειες που προκάλεσαν, με τρομοκράτησαν, με βασάνισαν, με κατέστρεψαν. Ωστόσο δε θα προσπαθήσω να τους δώσω μια κάποια εξήγηση. Για μένα παρουσίαζαν κάτι φριχτό, σε πολλούς, τα γεγονότα που θα διηγηθώ θα φανούν μάλλον αλλόκοτα παρά τρομερά. Ίσως βρεθεί κάποιο μυαλό που να μπορέσει να μεταβάλει τα φαντάσματά μου σε κοινοτοπίες – κάποιο μυαλό πιο ήρεμο, πιο λογικό, και πολύ περισσότερο ευερέθιστο από το δικό μου, το οποίο στα περιστατικά που με δέος θα εξιστορήσω, δε θα δει τίποτα περισσότερο από μια συνηθισμένη κι απόλυτα φυσιολογική διαδοχή αιτιών κι αιτιατών.
Από μικρός ακόμα διακρινόμουν για τον ήπιο και συμπονετικό μου χαρακτήρα. Η τρυφερότητα της καρδιάς μου ήταν μάλιστα τόσο φανερή, ώστε είχα καταντήσει το αντικείμενο της κοροϊδίας των συμμαθητών μου. Πάνω από όλα αγαπούσα τα ζώα, και οι γονείς μου με άφηναν να έχω στο σπίτι διάφορα ζώα που μάζευα. Περνούσα μαζί τους τον περισσότερο καιρό μου και η μεγαλύτερη ευτυχία μου ήταν να τα χαϊδεύω, να τα φροντίζω και να τα ταΐζω.
Όσο μεγάλωνα τόσο πιο έντονη γινόταν η ιδιοτυπία αυτή του χαρακτήρα μου, κι όταν πια έγινα άντρας, από τα ζώα αντλούσα τις μεγαλύτερες χαρές μου. Για όσους έχουν αγαπήσει ένα πιστό και έξυπνο σκυλί, θαρρώ πως δε χρειάζεται να εξηγήσω το μέγεθος και το είδος της ευχαριστήσεως που νιώθει κανείς από ένα τέτοιο αίσθημα. Στην αγάπη ενός ζώου, στη γεμάτη αλτρουισμό και αυτοθυσία αγάπη του, υπάρχει κάτι που αγγίζει κατευθείαν την καρδιά όποιου είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει τη σαθρή φιλία και τη χαλαρή πίστη του ανθρώπου.
Παντρεύτηκα νέος και χάρηκα ιδιαίτερα όταν διαπίστωσα πως κι η γυναίκα μου συμμεριζόταν τα αισθήματά μου για τα ζώα. Βλέποντας την αδυναμία που τους είχα, δεν έχανε την ευκαιρία να φροντίσει να αποκτήσουμε όσο γινόταν περισσότερα ζώα. Είχαμε πουλάκια, χρυσόψαρα, έναν ωραίο σκύλο, κουνέλια, μια μικρή μαϊμού και ένα γάτο. Ο γάτος αυτός, ήταν ένα πολύ μεγάλο και ωραίο ζώο, κατάμαυρος κι υπερβολικά έξυπνος. Όταν μιλούσε για τον γάτο, η γυναίκα μου, που κατά βάθος ήταν τρομερά προληπτική, ανέφερε συχνά τη παλιά λαϊκή δοξασία, πως όλες οι μαύρες γάτες ήταν μεταμορφωμένες μάγισσες. Φυσικά δεν το έλεγε σοβαρά κι αν κάνω λόγο για το θέμα αυτό είναι μόνο και μόνο γιατί έτυχε να το θυμηθώ τούτη τη στιγμή.
Ο Πλούτωνας -αυτό το όνομα είχαμε δώσει στο γάτο- ήταν ο αγαπημένος μου κι ο αχώριστος σύντροφός μου. Μονάχα εγώ τον τάιζα και σε όποιο μέρος του σπιτιού κι αν πήγαινα με ακολουθούσε. Με δυσκολία μάλιστα τον εμπόδιζα νάρχεται πίσω μου και στο δρόμο. Η φιλία μας αυτή κράτησε πολλά χρόνια, και σε αυτό το διάστημα η ιδιοσυγκρασία κι ο χαρακτήρας μου – εξαιτίας του σατανά αυτού που λέγεται ποτό -είχα πάθει (κοκκινίζω από ντροπή που το ομολογώ) μια ριζική μεταβολή προς το χειρότερο.
Μέρα με τη μέρα γινόμουν όλο και πιο ιδιότροπος, πιο ευερέθιστος, περισσότερο αδιάφορος για τα αισθήματα των άλλων. Υπέφερα κι ο ίδιος καθώς αντιλαμβανόμουν πόσο άσχημα μιλούσα στη γυναίκα μου. Στο τέλος έφτασα στην κατάντια να σηκώνω χέρι πάνω της και να τη χτυπώ. Φυσικά τον αντίκτυπο αυτής της μεταβολής του χαρακτήρα μου τον ένιωσαν και τα ζώα που υπήρχαν στο σπίτι μας. Ωστόσο τον Πλούτωνα τον είχα ακόμη σε υπόληψη και απέφευγα να τον κακομεταχειρίζομαι, αλλά για τα κουνέλια, τη μαϊμού, ακόμη και τον σκύλο δεν είχα κανέναν ενδοιασμό όταν τυχαία ή και από αγάπη, βρίσκονταν στο δρόμο μου.
Η αρρώστια μου όμως χειροτέρευε – κακή αρρώστια το πιοτό! Στο τέλος ακόμα κι ο Πλούτωνας που είχεν αρχίσει πια να γερνά κι όπως είναι φυσικό να γίνεται κάπως δύσκολος, άρχισε να δοκιμάζει τα αποτελέσματα της αλλαγής του χαρακτήρα μου.
Μια νύχτα, έχοντας γυρίσει στουπί στο μεθύσι μετά από μια πολύωρη βόλτα στις ταβέρνες, μου καρφώθηκε η ιδέα πως ο γάτος με απόφευγε. Τον άρπαξα με το ζόρι και εκείνος, καθώς τρόμαξε με τη βίαιη ενέργειά μου, με δάγκωσε ελαφρά το χέρι. Τα νεύρα μου, τεντωμένα κι από το μεθύσι, ξέσπασαν. Δεν ήξερα τι έκανα, δεν ήμουν πια ο εαυτός μου. Λες και τη στιγμή εκείνη η ψυχή μου είχε πετάξει μακριά εγκαταλείποντας το σώμα μου’ και μια διαβολική μοχθηρία – ίσως και κάτι περισσότερο – θρεμμένη με αλκοόλ, διαπέρασε το κάθε μόριο του κορμιού μου. Έβγαλα από το γιλέκο μου ένα σουγιά, τον άνοιξα, άδραξα το δυστυχισμένο ζώο από το λαιμό και το ξερίζωσα το ένα μάτι.
Ντρέπομαι, ανατριχιάζω γράφοντας αυτή τη φρικαλέα πράξη μου.
Όταν το άλλο πρωί ήρθα πάλι στα λογικά μου – όταν πια το νυχτερινό μου μεθύσι είχε πια ξεθυμάνει με τον ύπνο -ένιωσα ένα αίσθημα ανάμιχτο από φρίκη και τύψεις για το έγκλημα που είχα διαπράξει. Αλλά, όπως και αν το κάνουμε, ήταν ένα αδύναμο και αμφίβολο αίσθημα κι η ψυχή μου έμεινε ανέγγιχτη. Ξανάπεσα στο πιοτό και δεν άργησα να πνίξω στο κρασί κάθε θύμηση από κείνη μου την πράξη. Στο μεταξύ ο γάτος συνερχόταν σιγά-σιγά.
Είναι αλήθεια πως η τρύπα του χαμένου ματιού του παρουσίαζε ένα φριχτό θέαμα, αλλά δεν φαινόταν να πονά και να υποφέρει. Τριγύριζε όπως πάντα στο σπίτι, αλλά, όπως είναι φυσικό, έτρεχε κατατρομαγμένος να κρυφτεί μόλις με έβλεπε να πλησιάζω. Καθώς μέσα μου απόμενε ακόμα κάτι από τον παλιό μου εαυτό, στην αρχή λυπόμουν για αυτή την απέχθεια που τόσο φανερά μου έδειχνε ένα πλάσμα που κάποτε με είχε αγαπήσει. Το συναίσθημα όμως της λύπης παραχώρησε γρήγορα τη θέση του στο θυμό.
Και τότε, σαν τελειωτική και αμετάκλητη κατάπτωση, φώλιασε μέσα μου το πνεύμα της διαστροφής. Η φιλοσοφία δεν το λογαριάζει και πολύ αυτό το πνεύμα. Κι όμως όσο βέβαιος είμαι πως ζω, άλλο τόσο βέβαιος είμαι πως η διαστροφή είναι ένα από τα αρχέγονα ορμέμφυτα της ανθρώπινης καρδιάς – μια από τις ιδιαίτερες πρωταρχικές δυνάμεις, ή συναισθήσεις, που δίνουν μια κατεύθυνση στον χαρακτήρα του ανθρώπου. Ποιος δεν έπιασε, όχι μια αλλά εκατό φορές, τον εαυτό του, να κάνει μια ποταπή ή ανόητη πράξη απλώς και μόνο επειδή ήξερε πως δεν έπρεπε να την κάνει; Μήπως άλλωστε δεν έχουμε μια παντοδύναμη ροπή, όσο και αν είμαστε άνθρωποι με κρίση, να παραβαίνουμε το νόμο μόνο και μόνο γιατί είναι ο νόμος;
Το πνεύμα αυτό της διαστροφής, όπως σας είπα, έφερε την τελειωτική μου κατάπτωση. Ήταν αυτός ο αβυσσαλέος πόθος της ψυχής να εναντιωθεί στο εαυτό της, να παραβιάσει την ίδια της τη φύση, να κάνει το κακό προς χάρη του κακού, που με έσπρωξε να συνεχίσω και να αποτελειώσω το βασάνισμα του άκακου αυτού ζώου. Κάποιο πρωινό, του πέρασα ψύχραιμα τη θηλιά στο λαιμό και το κρέμασα από το κλαδί ενός δέντρου.
Το κρέμασα ενώ από τα μάτια μου τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι κι ένιωθα τις σκληρότερες τύψεις να με βασανίζουν, το κρέμασα γιατί ήξερα πως με είχε αγαπήσει και γιατί καταλάβαινα πως δεν μου είχε δώσει την αφορμή να του κάνω κακό το κρέμασα γιατί ήξερα πως αυτό που έκανα ήταν μια αμαρτία – μια θανάσιμη αμαρτία που με αυτή και μόνο θα διακινδύνευα να θέσω την ψυχή μου (αν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει) πέρα κι από το άπειρο έλεος του παντοδύναμου και παντελεήμονος Θεού. Τη νύχτα της ίδιας ημέρας, που είχα κάνει αυτή την τόσο μεγάλη αμαρτία, με ξύπνησαν φωνές:
-»Πυρκαγιά, πυρκαγιά!»
Οι κουρτίνες του κρεβατιού μου φλέγονταν. Ολόκληρο το σπίτι λαμπάδιασε. Με μεγάλη δυσκολία η γυναίκα μου, μια υπηρέτρια κι εγώ, μπορέσαμε να γλιτώσουμε. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Όλα τα επίγεια αγαθά μου είχαν χαθεί και το μοναδικό μου καταφύγιο από δω και μπρος απόμενε η απελπισία. Δεν μπορώ -δεν θέλω- να επιχειρήσω να βρω μια σχέση ανάμεσα στην καταστροφή που με έπληξε και στην κτηνωδία που είχα διαπράξει. Παραθέτω μόνο έναν-έναν τους κρίκους μιας αλυσίδας γεγονότων, και δεν θέλω να παραλείψω κανέναν. Την επόμενη μέρα της πυρκαγιάς πήγα να δω τα ερείπια. Οι τοίχοι, εκτός από μια εξαίρεση, ήταν σωριασμένοι στο χώμα.
Η μοναδική εξαίρεση ήταν ένας εσωτερικός τοίχος, όχι πολύ χοντρός, περίπου στη μέση του σπιτιού, εκεί που ακουμπούσε το κεφάλι του κρεβατιού μου. Ο σοβάς, στο μεγαλύτερο μέρος του, είχε αντέξει στη φωτιά, κι αυτό το απέδωσα στο γεγονός ότι ο τοίχος ήταν φρεσκοσοβατισμένος. Γύρω από τον τοίχο ήταν συγκεντρωμένο ένα πυκνό πλήθος περιέργων, και πολλοί φαίνονταν να εξετάζουν ένα συγκεκριμένο τμήμα του με μεγάλη και ζωηρή προσοχή. Οι λέξεις «παράξενο!», «καταπληκτικό!» και άλλες παρόμοιες εκφράσεις τράβηξαν την περιέργειά μου.
Πλησίασα και είδα σαν να ήταν βαθουλωτά ανάγλυφη πάνω στην άσπρη επιφάνεια, τη μορφή ενός γιγάντιου γάτου. Το αποτύπωμα είχε αληθινά μια εκπληκτική ακρίβεια. Ένα σκοινί ήταν περασμένο από το λαιμό του ζώου.
Όταν πρωταντίκρισα το φάντασμα αυτό -γιατί δεν μπορούσα να το θεωρήσω τίποτα άλλο παρά μόνο φάντασμα- έμεινα έκπληκτος και τρομοκρατημένος. Σιγά-σιγά όμως το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει. Θυμήθηκα πως είχα κρεμάσει το γάτο σ’ ένα κήπο δίπλα στο σπίτι μου. Όταν δόθηκε ο συναγερμός για την πυρκαγιά, ο κήπος γέμισε αμέσως κόσμο, και κάποιος θα πρέπει να έκοψε το σκοινί από το δέντρο και να πέταξε το γάτο στην κάμαρά μου, ίσως για να με ξυπνήσει.
Οι άλλοι τοίχοι, καθώς έπεφταν είχαν πιέσει στο θύμα της μοχθηρίας μου πάνω στο φρέσκο σοβά, κι ο ασβέστης με την επίδραση της φωτιάς και της αμμωνίας του ψοφιμιού, είχαν σχηματίσει την εικόνα που είχα τώρα μπροστά μου.
Μολονότι η λογική μου, αν όχι η συνείδησή μου, εξήγησε με τόση ετοιμότητα το εκπληκτικό γεγονός που μόλις σας διηγήθηκα, ωστόσο μια βαθιά εντύπωση έμεινε χαραγμένη στη φαντασία μου. Για μήνες ολόκληρους δεν μπορούσα να απαλλαγώ από το φάντασμα του γάτου. Και σε αυτό το διάστημα γεννήθηκε αργά στη ψυχή μου κάτι που έμοιαζε – αλλά και που δεν ήταν – με τύψεις, Κατάντησα να λυπάμαι τώρα για το χαμό του άλλοτε αγαπημένου μου ζώου, και να ψάχνω παντού, στα καταγώγια που σύχναζα τώρα, μήπως βρω κανέναν άλλο γάτο, που να του μοιάζει κάπως ώστε να τον αντικαταστήσω.
Κάποιο βράδυ, έτσι που καθόμουν μισοναρκωμένος σ’ ένα ελεεινό καταγώγιο, τράβηξε την προσοχή μου κάποιο μαύρο πράγμα που βρισκόταν πάνω σε ένα από τα πελώρια βαρέλια με τζιν που αποτελούσαν και την κυριότερη επίπλωση εκεί μέσα. Είχα από ώρα καρφωμένα τα μάτια μου πάνω σε εκείνο το βαρέλι, κι αυτό που με παραξένεψε τώρα ήταν που δεν είχα προσέξει πιο πριν εκείνο το μαύρο πράγμα. Πήγα κοντά και το άγγιξα με το χέρι μου.
Ήταν ένας μαύρος γάτος, πολύ μεγάλος, στο μπόι περίπου του Πλούτωνα, και που του έμοιαζε σε όλα εκτός από κάτι. Ο Πλούτωνας δεν είχε ούτε μιαν άσπρη τρίχα σε ολόκληρο το κορμί του, ενώ αυτός εδώ ο γάτος είχε μια μεγάλη τούφα από άσπρες τρίχες, με ακαθόριστο σχήμα, που του σκέπαζε ολόκληρο σχεδόν το στήθος. Μόλις τον άγγιξα σηκώθηκε αμέσως, γουργούρισε δυνατά, τρίφτηκε πάνω στο χέρι μου και φαινόταν ευχαριστημένος που τον πρόσεξα.
Ήταν ακριβώς το ζώο που γύρευα. Πρότεινα στον ταβερνιάρη να τον αγοράσω, αυτός όμως μου απάντησε πως δεν είχε καμιά απολύτως απαίτηση, γιατί όχι μόνο δεν ήταν δικός του ο γάτος αυτός αλλά και ούτε τον είχε ξαναδεί. Συνέχισα να τον χαϊδεύω κι όταν ετοιμάστηκα να γυρίσω στο σπίτι μου, έδειξε τη διάθεση να με συνοδέψει. Τον άφησα να έρθει μαζί μου και καθώς βαδίζαμε έσκυβα που και που και τον χάιδευα. Όταν φτάσαμε πια στο σπίτι, εγκαταστάθηκε κοντά μας κι αμέσως έγινε ο αγαπημένος της γυναίκας μου.
Όσο για μένα, δεν άργησα να νιώσω αντιπάθεια για το ζώο αυτό -ακριβώς το αντίθετο δηλαδή απ’ ό,τι περίμενα να συμβεί. Κι ακόμη -χωρίς να ξέρω πως και γιατί- η αγάπη που μου έδειχνε μου προξενούσε απέχθεια και στενοχώρια. Σιγά-σιγά τα συναισθήματα αυτά της απέχθειας και της στεναχώριας μεταμορφώθηκαν σε μίσος. Απόφευγα το γάτο. Κάτι σαν αίσθημα ντροπής κι αναμνήσεως της προηγούμενης μοχθηρής συμπεριφοράς μου, με εμπόδιζαν να του κάνω κακό.
Για μερικές βδομάδες δεν τον χτύπησα, ούτε τον κακομεταχειρίστηκα βαθμιαία όμως, κατάντησε να τον βλέπω μ’ ανείπωτη σιχαμάρα και να φεύγω βιαστικά μόλις έβλεπα το απαίσιο αυτό ζώο, όπως φεύγει κανείς μπροστά σε μια σιχαμερή μυρουδιά. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως αυτό που δυνάμωσε το μίσος μου ήταν ότι ανακάλυψα -όχι την ίδια βραδιά, που τον είχα φέρει σπίτι, αλλά την άλλη μέρα το πρωί- πως, όπως κι ο Πλούτωνας, είχε κι αυτός το ένα μάτι του βγαλμένο. Το περιστατικό αυτό τον έκανε ωστόσο πιο αγαπητό στη γυναίκα μου, που διατηρούσε ακόμη το αίσθημα εκείνο της συμπόνιας που άλλοτε χαρακτήριζε και εμένα και που μου χάριζε τις πιο απλές κι αγνές χαρές.
Όσο όμως εγώ σιχαινόμουν περισσότερο το γάτο, τόσο φαινόταν να μεγαλώνει η δική του αδυναμία για μένα. Ακολουθούσε τα βήματά μου με μια επιμονή που μου είναι αδύνατο να την περιγράψω στον αναγνώστη. Όπου και αν καθόμουν, κουλουριαζόταν κάτω από την καρέκλα μου ή πηδούσε πάνω στα γόνατά μου και δεν σταματούσε να χαϊδολογιέται. Όταν σηκωνόμουν να φύγω, μπερδευόταν στα πόδια μου με κίνδυνο να με κάνει να πέσω ή έμπηγε τα μακριά και μυτερά του νύχια στο παντελόνι μου και σκαρφάλωνε στο στήθος μου.
Σε κάτι τέτοιες στιγμές ένιωθα τη διάθεση να τον σκοτώσω με ένα μου χτύπημα, εμποδιζόμουν όμως να το κάνω, όχι τόσο από την ανάμνηση του προηγούμενου εγκλήματός μου, αλλά κυρίως εξαιτίας του τρόμου που μου ενέπνεε το ζωντανό αυτό.
Ο τρόμος που με κυρίευε δεν ήταν τρόμος πως θα πάθαινα κάτι σωματικά -κι όμως δεν βρίσκω άλλο τρόπο να τον προσδιορίσω. Ντρέπομαι σχεδόν να ομολογήσω -ναι, ακόμη και σε αυτό το ατιμωτικό κελί που βρίσκομαι ντρέπομαι να το μολογήσω- πως ο τρόμος κι η φρίκη που μου ενέπνεε το ζώο αυτό είχαν ενταθεί από μια από τις απιθανότερες χίμαιρες που μπορεί να διανοηθεί κανείς. Η γυναίκα μου επέστησε αρκετές φορές την προσοχή μου στη μορφή του σημαδιού με τις άσπρες τρίχες, που έχω προαναφέρει και που αποτελούσε τη μοναδική διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό το παράξενο ζώο και σε κείνο που είχα σκοτώσει. Ο αναγνώστης θα θυμάται πως το σημάδι αυτό, αν και μεγάλο, ήταν στην αρχή ακαθόριστο.
Σιγά-σιγά όμως, ανεπαίσθητα, τόσον αδιόρατα που για πολύν καιρό η λογική μου αγωνιζόταν να μη το παραδεχτεί, θεωρώντας το απλή του φαντασιοπληξία, είχε πάρει ένα σχήμα σαφέστατα σχεδιασμένο. Παρίστανε τώρα κάτι που ανατριχιάζω να προφέρω την ονομασία του… Ήταν η εικόνα από κάτι φριχτό και απαίσιο: η εικόνα της αγχόνης! Εκείνο το σκυθρωπό και τρομερό σύνεργο της Φρίκης και του Εγκλήματος, της Αγωνίας και του Θανάτου! Και τώρα η κατάντια μου ξεπερνούσε κάθε ανθρώπινη αθλιότητα. Ένα ζώο χωρίς λογική, να κατεργάζεται για μένα -για μένα, έναν άνθρωπο πλασμένο κατ’ εικόνα κι ομοίωση του Θεού- μα τόσον αβάσταχτη κατάρα! Αλίμονο!
Ούτε μέρα, ούτε νύχτα γνώρισα πια την ευλογία της ησυχίας! Τη μέρα δεν με άφηνε ούτε μια στιγμή μόνο μου το σιχαμερό αυτό πλάσμα, και τη νύχτα ξυπνούσα κάθε τόσο από όνειρα ανείπωτα τρομαχτικά για να βρω τη ζεστή ανάσα του πάνω στο πρόσωπό μου και το τεράστιο βάρος του -ένας αληθινός βραχνάς που δεν είχα τη δύναμη να τον διώξω- να πλακώνει συνεχώς τη καρδιά μου!
Κάτω από την πίεση μιας τέτοιας αγωνίας το ασθενικό υπόλειμμα του παλιού αγαθού εαυτού μου δεν άργησε να χαθεί. Πονηρές σκέψεις -οι πιο καταχθόνιες και πονηρές σκέψεις- ήταν πια οι μοναδικοί και μόνιμοι σύντροφοί μου. Η ζοφερή μου διάθεση εξελίχθηκε σε ένα μίσος για όλα τα πράγματα και για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Και συχνά, τα απότομα και ασυγκράτητα ξεσπάσματα μιας μανίας, που της είχα παραδοθεί τώρα στα τυφλά, το συνηθισμένο και απέραντα υπομονετικό μου θύμα ήταν η γυναίκα μου που ποτέ της δεν ξεστόμιζε το παραμικρό παράπονο.
Κάποια μέρα ήρθε κι αυτή μαζί μου, για κάποια δουλειά, στο κελάρι του παλιού σπιτιού, που η φτώχια μας ανάγκαζε τώρα να κατοικούμε. Καθώς κατέβαινε τις σκάλες ο γάτος μ’ ακολούθησε και με τη συνήθειά του να μπερδεύεται στα πόδια μου, με σώριασε καταγής με το κεφάλι. Έγινα έξω φρενών. Σήκωσα ένα τσεκούρι και ξεχνώντας στο θυμό μου τον παιδιάστικο φόβο που ως τώρα συγκρατούσε το χέρι μου, κατέβασα με δύναμη το τσεκούρι στο ζώο και σίγουρα θα το σκότωνα, αν η γυναίκα μου δεν προλάβαινε να συγκρατήσει το χέρι μου. Η επέμβασή της μ’ έκανε να φρενιάσω, να λυσσάξω. Τράβηξα το μπράτσο μου που το κρατούσε σφιχτά, και με το τσεκούρι τη χτύπησα κατακέφαλα. Έπεσε νεκρή χωρίς ούτε ένα βογκητό.
Το πρώτο πράγμα που έκανα μετά από το απαίσιο αυτό φονικό ήταν να σκεφτώ ψύχραιμα που θα έκρυβα το πτώμα. Καταλάβαινα πως δεν μπορούσα να το κουβαλήσω έξω από το σπίτι, ούτε μέρα αλλά ούτε και νύχτα, χωρίς να διατρέξω τον κίνδυνο να με δουν οι γείτονες. Έκανα με το μυαλό μου διάφορα σχέδια. Προς στιγμή σκέφτηκα να κόψω το πτώμα σε μικρά – μικρά κομματάκια και να το κάψω. Ύστερα, έκανα τη σκέψη να ανοίξω ένα λάκκο στο κελάρι και να θάψω εκεί το πτώμα.
Έπειτα είπα να το ρίξω στο πηγάδι της αυλής ή να το συσκευάσω σε ένα μεγάλο κιβώτιο, σαν εμπόρευμα, με όλους τους συνηθισμένους τύπους και να φωνάξω κανένα χαμάλη να το πάρει από το σπίτι. Τελικά μου ήρθε μια ιδέα που την έκρινα σαν την καλύτερη από όλες. Αποφάσισα να χτίσω το πτώμα μέσα σε ένα τοίχο του κελαριού, όπως αναφέρει κι η Ιστορία πως έχτιζαν τα θύματά τους οι καλόγεροι του Μεσαίωνα.
Το κελάρι ήταν κατάλληλο για το σκοπό αυτό. Οι τοίχοι ήταν ψευτοχτισμένοι και τώρα τελευταία τους είχαν σοβαντίσει, αλλά η υγρασία δεν άφησε το σοβά να ξεραθεί. Κι εξάλλου, ο ένας από τους τοίχους είχε μια εσοχή, σαν να προοριζόταν για θέση τζακιού, αλλά φαινόταν πως τελικά το είχαν μετανιώσει, και είχαν γεμίσει με τούβλα το κενό. Ήμουν σίγουρος πως εύκολα θα μπορούσα να βγάλω από τη θέση τους τα τούβλα, να βάλω το πτώμα στην εσοχή, κι έπειτα να ξαναχτίσω το μέρος εκείνο, όπως ήταν πριν, έτσι που κανένα μάτι δε θα μπορούσε να ανακαλύψει τίποτα το ύποπτο. Και δεν έπεσα έξω στους υπολογισμούς μου.
Με λοστό ξεχαρβάλωσα εύκολα τα τούβλα κι αφού τοποθέτησα προσεχτικά όρθιο το πτώμα, ακουμπώντας το στον εσωτερικό τοίχο, το στήριξα στη θέση αυτή και χωρίς πολύ κόπο ξανάβαλα τα τούβλα όπως ήταν πριν. Με κάθε προφύλαξη προμηθεύτηκα ασβέστη, άμμο κι άχυρα, ετοίμασα ένα σοβά, που δε ξεχώριζε καθόλου από τον παλιό κι έχτισα τον καινούριο τοίχο. Όταν τελείωσα έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος από τη δουλειά μου. Ο τοίχος δεν φαινόταν καθόλου πως είχε πειραχτεί. Μάζεψα από κάτω τα μπάζα με τη μεγαλύτερη προσοχή. Έριξα γύρω μου μια θριαμβευτική ματιά και μονολόγησα:
-»Εδώ, τουλάχιστον ο κόπος μου δεν πήγε χαμένος».
Η επόμενη ενέργειά μου ήταν να ψάξω να βρω το ζώο που είχε σταθεί η αιτία της καταστροφής αυτής. Γιατί τώρα είχα πια την απόφαση να το εξοντώσω. Αν το έβρισκα μπροστά μου εκείνη τη στιγμή, θα το είχα ξεμπερδέψει. Μα φαίνεται πως το πονηρό ζώο είχε τρομοκρατηθεί από την εκδήλωση του θυμού μου κι απέφευγε να παρουσιαστεί μπροστά μου. Είναι αδύνατο να περιγράψει ή να φανταστεί κανείς τη βαθιά, την ηδονική ανακούφιση που μου προξένησε η απουσία του σιχαμερού ζώου. Δε φάνηκε ούτε ολόκληρη τη νύχτα, κι έτσι, τουλάχιστο για μια νύχτα, από τότε που είχε πατήσει το πόδι του στο σπίτι μου, μπόρεσα να κοιμηθώ ήσυχα και ατάραχα. Ναι, κοιμήθηκα, παρόλο το βάρος του φόνου που είχα στη ψυχή μου.
Πέρασε η δεύτερη, πέρασε κι η Τρίτη μέρα κι ο τύραννός μου εξακολουθούσε να μη φαίνεται. Ανάσανα σαν ελεύθερος άνθρωπος. Το τέρας, τρομαγμένο, είχε φύγει μια για πάντα από το σπίτι μου! Δε θα το ξανάβλεπα στα μάτια μου! Ήμουν ευτυχισμένος! Το αίσθημα της ενοχής για τη βδελυρή πράξη μου δεν με βάραινε σχεδόν καθόλου. Στην ανάκριση που έγινε αποκρίθηκα με ετοιμότητα και χωρίς να τα χάσω. Έγινε και μια έρευνα -μα φυσικά, τίποτα δεν ανακάλυψαν. Θεωρούσα πια πως η μελλοντική μου ευτυχία ήταν εξασφαλισμένη.
Τέσσερις μέρες μετά το φόνο, οι αστυνομικοί ξανάρθαν απροειδοποίητα για να κάνουν μια πιο αυστηρή έρευνα. Σίγουρος πως ο κρυψώνας μου ήταν αδύνατο να ανακαλυφθεί δεν ανησύχησα καθόλου. Οι αστυνομικοί ζήτησαν να τους συνοδεύσω στην έρευνά τους. Δεν άφησαν καμιά γωνιά, καμιά κώχη χωρίς να την ψάξουν. Στο τέλος κατέβηκαν και πάλι στο κελάρι -για τρίτη ή τέταρτη φορά. Ούτε μια τρίχα μου δε σάλεψε. Η καρδιά μου χτυπούσε ήρεμα, σαν την καρδιά του ανθρώπου που κοιμάται τον ύπνο του δικαίου.
Πηγαινοερχόμουν μέσα στο κελάρι. Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος και βημάτιζα εδώ κι εκεί. Οι αστυνομικοί, απόλυτα ικανοποιημένοι από την έρευνά τους, ετοιμάζονταν να φύγουν. Η χαρά μου ήταν τόσο πολύ μεγάλη ώστε δεν μπορούσα να τη συγκρατήσω. Λαχταρούσα να πω κάτι, έστω και μια λέξη, έτσι, σαν εκδήλωση του θριάμβου μου, αλλά και για να τους διπλασιάσω τη βεβαιότητα πως είμαι αθώος.
-»Κύριοι», τους είπα τη στιγμή που ανέβαιναν τη σκάλα, «είμ’ ενθουσιασμένος που οι υποψίες σας χάθηκαν. Σας εύχομαι να είστε πάντα καλά και κάπως περισσότερο ευγενείς. Εδώ που τα λέμε, κύριοι, το σπίτι αυτό είναι πολύ καλοχτισμένο» (μέσα στη φλογερή μου επιθυμία να πω κάτι με άνεση, δεν ήξερα καλά-καλά τι έλεγα), «μπορώ μάλιστα να πω ότι είναι εξαιρετικά καλοχτισμένο. Αυτοί οι τοίχοι -μα γιατί φεύγετε κύριοι;- αυτοί οι τοίχοι είναι γερά φτιαγμένοι…»
Και λέγοντας αυτά τα λόγια, χτύπησα δυνατά -μόνο και μόνο από μια μανία για επίδειξη που με είχε πιάσει- μ’ ένα μπαστούνι που κρατούσα στο μέρος ακριβώς εκείνου του τοίχου με τα τούβλα, που πίσω του στεκόταν το πτώμα της αγαπημένης μου γυναικούλας. Μα ο Θεός να με φυλάξει και να με σώσει από τα νύχια του Αντίχριστου! Δεν είχαν πάψει καλά-καλά να αντηχούν τα χτυπήματα του μπαστουνιού μου και μου αποκρίθηκε μια φωνή μέσα από τον τάφο!
Μια φωνή πνιγμένη και κομμένη σαν αναφιλητό παιδιού στην αρχή, που έπειτα φούντωσε βιαστικά σε μια μακρόσυρτη δυνατή κι αδιάκοπη κραυγή φρίκης και θριάμβου μαζί, τέτοια που μόνο από την κόλαση θα μπορούσε να είχε βγει -μια κραυγή που έμοιαζε να βγαίνει ταυτόχρονα από το λαρύγγι των κολασμένων που αγωνιούν και από τους δαίμονες που χαίρονται την κόλαση κι αναγαλιάζουν.
Είναι αστείο να μιλήσω για τις σκέψεις που έκανα εκείνη τη στιγμή. Παρέλυσα. Τρικλίζοντας, πήγα κι ακούμπησα στον αντικρινό τοίχο. Οι αστυνομικοί για μια στιγμή έμειναν ακίνητοι από τρόμο και δέος στη σκάλα. Αμέσως μετά, δέκα γερά μπράτσα καταπιάστηκαν με τον τοίχο. Έπεσε μονοκόμματος. Το πτώμα, σε αρκετά προχωρημένη αποσύνθεση πια, γεμάτο πηγμένα αίματα, στεκόταν όρθιο μπροστά μας. Πάνω στο κεφάλι του, με κατακόκκινο ανοιχτό στόμα κι ένα μοναδικό μάτι που πετούσε φωτιές, καθόταν το απαίσιο ζώο, που η πανουργία του μ’ είχε κάνει φονιά. Κι η κατήγορη φωνή του μ’ έστελνε στο δήμιο.
Είχα χτίσει το τέρας μες στον τοίχο …
————
Edgar Allan Poe «The Βlack Cat» (1840)
Τα γεγονότα αυτά, και οι συνέπειες που προκάλεσαν, με τρομοκράτησαν, με βασάνισαν, με κατέστρεψαν. Ωστόσο δε θα προσπαθήσω να τους δώσω μια κάποια εξήγηση. Για μένα παρουσίαζαν κάτι φριχτό, σε πολλούς, τα γεγονότα που θα διηγηθώ θα φανούν μάλλον αλλόκοτα παρά τρομερά. Ίσως βρεθεί κάποιο μυαλό που να μπορέσει να μεταβάλει τα φαντάσματά μου σε κοινοτοπίες – κάποιο μυαλό πιο ήρεμο, πιο λογικό, και πολύ περισσότερο ευερέθιστο από το δικό μου, το οποίο στα περιστατικά που με δέος θα εξιστορήσω, δε θα δει τίποτα περισσότερο από μια συνηθισμένη κι απόλυτα φυσιολογική διαδοχή αιτιών κι αιτιατών.
Από μικρός ακόμα διακρινόμουν για τον ήπιο και συμπονετικό μου χαρακτήρα. Η τρυφερότητα της καρδιάς μου ήταν μάλιστα τόσο φανερή, ώστε είχα καταντήσει το αντικείμενο της κοροϊδίας των συμμαθητών μου. Πάνω από όλα αγαπούσα τα ζώα, και οι γονείς μου με άφηναν να έχω στο σπίτι διάφορα ζώα που μάζευα. Περνούσα μαζί τους τον περισσότερο καιρό μου και η μεγαλύτερη ευτυχία μου ήταν να τα χαϊδεύω, να τα φροντίζω και να τα ταΐζω.
Όσο μεγάλωνα τόσο πιο έντονη γινόταν η ιδιοτυπία αυτή του χαρακτήρα μου, κι όταν πια έγινα άντρας, από τα ζώα αντλούσα τις μεγαλύτερες χαρές μου. Για όσους έχουν αγαπήσει ένα πιστό και έξυπνο σκυλί, θαρρώ πως δε χρειάζεται να εξηγήσω το μέγεθος και το είδος της ευχαριστήσεως που νιώθει κανείς από ένα τέτοιο αίσθημα. Στην αγάπη ενός ζώου, στη γεμάτη αλτρουισμό και αυτοθυσία αγάπη του, υπάρχει κάτι που αγγίζει κατευθείαν την καρδιά όποιου είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει τη σαθρή φιλία και τη χαλαρή πίστη του ανθρώπου.
Παντρεύτηκα νέος και χάρηκα ιδιαίτερα όταν διαπίστωσα πως κι η γυναίκα μου συμμεριζόταν τα αισθήματά μου για τα ζώα. Βλέποντας την αδυναμία που τους είχα, δεν έχανε την ευκαιρία να φροντίσει να αποκτήσουμε όσο γινόταν περισσότερα ζώα. Είχαμε πουλάκια, χρυσόψαρα, έναν ωραίο σκύλο, κουνέλια, μια μικρή μαϊμού και ένα γάτο. Ο γάτος αυτός, ήταν ένα πολύ μεγάλο και ωραίο ζώο, κατάμαυρος κι υπερβολικά έξυπνος. Όταν μιλούσε για τον γάτο, η γυναίκα μου, που κατά βάθος ήταν τρομερά προληπτική, ανέφερε συχνά τη παλιά λαϊκή δοξασία, πως όλες οι μαύρες γάτες ήταν μεταμορφωμένες μάγισσες. Φυσικά δεν το έλεγε σοβαρά κι αν κάνω λόγο για το θέμα αυτό είναι μόνο και μόνο γιατί έτυχε να το θυμηθώ τούτη τη στιγμή.
Ο Πλούτωνας -αυτό το όνομα είχαμε δώσει στο γάτο- ήταν ο αγαπημένος μου κι ο αχώριστος σύντροφός μου. Μονάχα εγώ τον τάιζα και σε όποιο μέρος του σπιτιού κι αν πήγαινα με ακολουθούσε. Με δυσκολία μάλιστα τον εμπόδιζα νάρχεται πίσω μου και στο δρόμο. Η φιλία μας αυτή κράτησε πολλά χρόνια, και σε αυτό το διάστημα η ιδιοσυγκρασία κι ο χαρακτήρας μου – εξαιτίας του σατανά αυτού που λέγεται ποτό -είχα πάθει (κοκκινίζω από ντροπή που το ομολογώ) μια ριζική μεταβολή προς το χειρότερο.
Μέρα με τη μέρα γινόμουν όλο και πιο ιδιότροπος, πιο ευερέθιστος, περισσότερο αδιάφορος για τα αισθήματα των άλλων. Υπέφερα κι ο ίδιος καθώς αντιλαμβανόμουν πόσο άσχημα μιλούσα στη γυναίκα μου. Στο τέλος έφτασα στην κατάντια να σηκώνω χέρι πάνω της και να τη χτυπώ. Φυσικά τον αντίκτυπο αυτής της μεταβολής του χαρακτήρα μου τον ένιωσαν και τα ζώα που υπήρχαν στο σπίτι μας. Ωστόσο τον Πλούτωνα τον είχα ακόμη σε υπόληψη και απέφευγα να τον κακομεταχειρίζομαι, αλλά για τα κουνέλια, τη μαϊμού, ακόμη και τον σκύλο δεν είχα κανέναν ενδοιασμό όταν τυχαία ή και από αγάπη, βρίσκονταν στο δρόμο μου.
Η αρρώστια μου όμως χειροτέρευε – κακή αρρώστια το πιοτό! Στο τέλος ακόμα κι ο Πλούτωνας που είχεν αρχίσει πια να γερνά κι όπως είναι φυσικό να γίνεται κάπως δύσκολος, άρχισε να δοκιμάζει τα αποτελέσματα της αλλαγής του χαρακτήρα μου.
Μια νύχτα, έχοντας γυρίσει στουπί στο μεθύσι μετά από μια πολύωρη βόλτα στις ταβέρνες, μου καρφώθηκε η ιδέα πως ο γάτος με απόφευγε. Τον άρπαξα με το ζόρι και εκείνος, καθώς τρόμαξε με τη βίαιη ενέργειά μου, με δάγκωσε ελαφρά το χέρι. Τα νεύρα μου, τεντωμένα κι από το μεθύσι, ξέσπασαν. Δεν ήξερα τι έκανα, δεν ήμουν πια ο εαυτός μου. Λες και τη στιγμή εκείνη η ψυχή μου είχε πετάξει μακριά εγκαταλείποντας το σώμα μου’ και μια διαβολική μοχθηρία – ίσως και κάτι περισσότερο – θρεμμένη με αλκοόλ, διαπέρασε το κάθε μόριο του κορμιού μου. Έβγαλα από το γιλέκο μου ένα σουγιά, τον άνοιξα, άδραξα το δυστυχισμένο ζώο από το λαιμό και το ξερίζωσα το ένα μάτι.
Ντρέπομαι, ανατριχιάζω γράφοντας αυτή τη φρικαλέα πράξη μου.
Όταν το άλλο πρωί ήρθα πάλι στα λογικά μου – όταν πια το νυχτερινό μου μεθύσι είχε πια ξεθυμάνει με τον ύπνο -ένιωσα ένα αίσθημα ανάμιχτο από φρίκη και τύψεις για το έγκλημα που είχα διαπράξει. Αλλά, όπως και αν το κάνουμε, ήταν ένα αδύναμο και αμφίβολο αίσθημα κι η ψυχή μου έμεινε ανέγγιχτη. Ξανάπεσα στο πιοτό και δεν άργησα να πνίξω στο κρασί κάθε θύμηση από κείνη μου την πράξη. Στο μεταξύ ο γάτος συνερχόταν σιγά-σιγά.
Είναι αλήθεια πως η τρύπα του χαμένου ματιού του παρουσίαζε ένα φριχτό θέαμα, αλλά δεν φαινόταν να πονά και να υποφέρει. Τριγύριζε όπως πάντα στο σπίτι, αλλά, όπως είναι φυσικό, έτρεχε κατατρομαγμένος να κρυφτεί μόλις με έβλεπε να πλησιάζω. Καθώς μέσα μου απόμενε ακόμα κάτι από τον παλιό μου εαυτό, στην αρχή λυπόμουν για αυτή την απέχθεια που τόσο φανερά μου έδειχνε ένα πλάσμα που κάποτε με είχε αγαπήσει. Το συναίσθημα όμως της λύπης παραχώρησε γρήγορα τη θέση του στο θυμό.
Και τότε, σαν τελειωτική και αμετάκλητη κατάπτωση, φώλιασε μέσα μου το πνεύμα της διαστροφής. Η φιλοσοφία δεν το λογαριάζει και πολύ αυτό το πνεύμα. Κι όμως όσο βέβαιος είμαι πως ζω, άλλο τόσο βέβαιος είμαι πως η διαστροφή είναι ένα από τα αρχέγονα ορμέμφυτα της ανθρώπινης καρδιάς – μια από τις ιδιαίτερες πρωταρχικές δυνάμεις, ή συναισθήσεις, που δίνουν μια κατεύθυνση στον χαρακτήρα του ανθρώπου. Ποιος δεν έπιασε, όχι μια αλλά εκατό φορές, τον εαυτό του, να κάνει μια ποταπή ή ανόητη πράξη απλώς και μόνο επειδή ήξερε πως δεν έπρεπε να την κάνει; Μήπως άλλωστε δεν έχουμε μια παντοδύναμη ροπή, όσο και αν είμαστε άνθρωποι με κρίση, να παραβαίνουμε το νόμο μόνο και μόνο γιατί είναι ο νόμος;
Το πνεύμα αυτό της διαστροφής, όπως σας είπα, έφερε την τελειωτική μου κατάπτωση. Ήταν αυτός ο αβυσσαλέος πόθος της ψυχής να εναντιωθεί στο εαυτό της, να παραβιάσει την ίδια της τη φύση, να κάνει το κακό προς χάρη του κακού, που με έσπρωξε να συνεχίσω και να αποτελειώσω το βασάνισμα του άκακου αυτού ζώου. Κάποιο πρωινό, του πέρασα ψύχραιμα τη θηλιά στο λαιμό και το κρέμασα από το κλαδί ενός δέντρου.
Το κρέμασα ενώ από τα μάτια μου τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι κι ένιωθα τις σκληρότερες τύψεις να με βασανίζουν, το κρέμασα γιατί ήξερα πως με είχε αγαπήσει και γιατί καταλάβαινα πως δεν μου είχε δώσει την αφορμή να του κάνω κακό το κρέμασα γιατί ήξερα πως αυτό που έκανα ήταν μια αμαρτία – μια θανάσιμη αμαρτία που με αυτή και μόνο θα διακινδύνευα να θέσω την ψυχή μου (αν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει) πέρα κι από το άπειρο έλεος του παντοδύναμου και παντελεήμονος Θεού. Τη νύχτα της ίδιας ημέρας, που είχα κάνει αυτή την τόσο μεγάλη αμαρτία, με ξύπνησαν φωνές:
-»Πυρκαγιά, πυρκαγιά!»
Οι κουρτίνες του κρεβατιού μου φλέγονταν. Ολόκληρο το σπίτι λαμπάδιασε. Με μεγάλη δυσκολία η γυναίκα μου, μια υπηρέτρια κι εγώ, μπορέσαμε να γλιτώσουμε. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Όλα τα επίγεια αγαθά μου είχαν χαθεί και το μοναδικό μου καταφύγιο από δω και μπρος απόμενε η απελπισία. Δεν μπορώ -δεν θέλω- να επιχειρήσω να βρω μια σχέση ανάμεσα στην καταστροφή που με έπληξε και στην κτηνωδία που είχα διαπράξει. Παραθέτω μόνο έναν-έναν τους κρίκους μιας αλυσίδας γεγονότων, και δεν θέλω να παραλείψω κανέναν. Την επόμενη μέρα της πυρκαγιάς πήγα να δω τα ερείπια. Οι τοίχοι, εκτός από μια εξαίρεση, ήταν σωριασμένοι στο χώμα.
Η μοναδική εξαίρεση ήταν ένας εσωτερικός τοίχος, όχι πολύ χοντρός, περίπου στη μέση του σπιτιού, εκεί που ακουμπούσε το κεφάλι του κρεβατιού μου. Ο σοβάς, στο μεγαλύτερο μέρος του, είχε αντέξει στη φωτιά, κι αυτό το απέδωσα στο γεγονός ότι ο τοίχος ήταν φρεσκοσοβατισμένος. Γύρω από τον τοίχο ήταν συγκεντρωμένο ένα πυκνό πλήθος περιέργων, και πολλοί φαίνονταν να εξετάζουν ένα συγκεκριμένο τμήμα του με μεγάλη και ζωηρή προσοχή. Οι λέξεις «παράξενο!», «καταπληκτικό!» και άλλες παρόμοιες εκφράσεις τράβηξαν την περιέργειά μου.
Πλησίασα και είδα σαν να ήταν βαθουλωτά ανάγλυφη πάνω στην άσπρη επιφάνεια, τη μορφή ενός γιγάντιου γάτου. Το αποτύπωμα είχε αληθινά μια εκπληκτική ακρίβεια. Ένα σκοινί ήταν περασμένο από το λαιμό του ζώου.
Όταν πρωταντίκρισα το φάντασμα αυτό -γιατί δεν μπορούσα να το θεωρήσω τίποτα άλλο παρά μόνο φάντασμα- έμεινα έκπληκτος και τρομοκρατημένος. Σιγά-σιγά όμως το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει. Θυμήθηκα πως είχα κρεμάσει το γάτο σ’ ένα κήπο δίπλα στο σπίτι μου. Όταν δόθηκε ο συναγερμός για την πυρκαγιά, ο κήπος γέμισε αμέσως κόσμο, και κάποιος θα πρέπει να έκοψε το σκοινί από το δέντρο και να πέταξε το γάτο στην κάμαρά μου, ίσως για να με ξυπνήσει.
Οι άλλοι τοίχοι, καθώς έπεφταν είχαν πιέσει στο θύμα της μοχθηρίας μου πάνω στο φρέσκο σοβά, κι ο ασβέστης με την επίδραση της φωτιάς και της αμμωνίας του ψοφιμιού, είχαν σχηματίσει την εικόνα που είχα τώρα μπροστά μου.
Μολονότι η λογική μου, αν όχι η συνείδησή μου, εξήγησε με τόση ετοιμότητα το εκπληκτικό γεγονός που μόλις σας διηγήθηκα, ωστόσο μια βαθιά εντύπωση έμεινε χαραγμένη στη φαντασία μου. Για μήνες ολόκληρους δεν μπορούσα να απαλλαγώ από το φάντασμα του γάτου. Και σε αυτό το διάστημα γεννήθηκε αργά στη ψυχή μου κάτι που έμοιαζε – αλλά και που δεν ήταν – με τύψεις, Κατάντησα να λυπάμαι τώρα για το χαμό του άλλοτε αγαπημένου μου ζώου, και να ψάχνω παντού, στα καταγώγια που σύχναζα τώρα, μήπως βρω κανέναν άλλο γάτο, που να του μοιάζει κάπως ώστε να τον αντικαταστήσω.
Κάποιο βράδυ, έτσι που καθόμουν μισοναρκωμένος σ’ ένα ελεεινό καταγώγιο, τράβηξε την προσοχή μου κάποιο μαύρο πράγμα που βρισκόταν πάνω σε ένα από τα πελώρια βαρέλια με τζιν που αποτελούσαν και την κυριότερη επίπλωση εκεί μέσα. Είχα από ώρα καρφωμένα τα μάτια μου πάνω σε εκείνο το βαρέλι, κι αυτό που με παραξένεψε τώρα ήταν που δεν είχα προσέξει πιο πριν εκείνο το μαύρο πράγμα. Πήγα κοντά και το άγγιξα με το χέρι μου.
Ήταν ένας μαύρος γάτος, πολύ μεγάλος, στο μπόι περίπου του Πλούτωνα, και που του έμοιαζε σε όλα εκτός από κάτι. Ο Πλούτωνας δεν είχε ούτε μιαν άσπρη τρίχα σε ολόκληρο το κορμί του, ενώ αυτός εδώ ο γάτος είχε μια μεγάλη τούφα από άσπρες τρίχες, με ακαθόριστο σχήμα, που του σκέπαζε ολόκληρο σχεδόν το στήθος. Μόλις τον άγγιξα σηκώθηκε αμέσως, γουργούρισε δυνατά, τρίφτηκε πάνω στο χέρι μου και φαινόταν ευχαριστημένος που τον πρόσεξα.
Ήταν ακριβώς το ζώο που γύρευα. Πρότεινα στον ταβερνιάρη να τον αγοράσω, αυτός όμως μου απάντησε πως δεν είχε καμιά απολύτως απαίτηση, γιατί όχι μόνο δεν ήταν δικός του ο γάτος αυτός αλλά και ούτε τον είχε ξαναδεί. Συνέχισα να τον χαϊδεύω κι όταν ετοιμάστηκα να γυρίσω στο σπίτι μου, έδειξε τη διάθεση να με συνοδέψει. Τον άφησα να έρθει μαζί μου και καθώς βαδίζαμε έσκυβα που και που και τον χάιδευα. Όταν φτάσαμε πια στο σπίτι, εγκαταστάθηκε κοντά μας κι αμέσως έγινε ο αγαπημένος της γυναίκας μου.
Όσο για μένα, δεν άργησα να νιώσω αντιπάθεια για το ζώο αυτό -ακριβώς το αντίθετο δηλαδή απ’ ό,τι περίμενα να συμβεί. Κι ακόμη -χωρίς να ξέρω πως και γιατί- η αγάπη που μου έδειχνε μου προξενούσε απέχθεια και στενοχώρια. Σιγά-σιγά τα συναισθήματα αυτά της απέχθειας και της στεναχώριας μεταμορφώθηκαν σε μίσος. Απόφευγα το γάτο. Κάτι σαν αίσθημα ντροπής κι αναμνήσεως της προηγούμενης μοχθηρής συμπεριφοράς μου, με εμπόδιζαν να του κάνω κακό.
Για μερικές βδομάδες δεν τον χτύπησα, ούτε τον κακομεταχειρίστηκα βαθμιαία όμως, κατάντησε να τον βλέπω μ’ ανείπωτη σιχαμάρα και να φεύγω βιαστικά μόλις έβλεπα το απαίσιο αυτό ζώο, όπως φεύγει κανείς μπροστά σε μια σιχαμερή μυρουδιά. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως αυτό που δυνάμωσε το μίσος μου ήταν ότι ανακάλυψα -όχι την ίδια βραδιά, που τον είχα φέρει σπίτι, αλλά την άλλη μέρα το πρωί- πως, όπως κι ο Πλούτωνας, είχε κι αυτός το ένα μάτι του βγαλμένο. Το περιστατικό αυτό τον έκανε ωστόσο πιο αγαπητό στη γυναίκα μου, που διατηρούσε ακόμη το αίσθημα εκείνο της συμπόνιας που άλλοτε χαρακτήριζε και εμένα και που μου χάριζε τις πιο απλές κι αγνές χαρές.
Όσο όμως εγώ σιχαινόμουν περισσότερο το γάτο, τόσο φαινόταν να μεγαλώνει η δική του αδυναμία για μένα. Ακολουθούσε τα βήματά μου με μια επιμονή που μου είναι αδύνατο να την περιγράψω στον αναγνώστη. Όπου και αν καθόμουν, κουλουριαζόταν κάτω από την καρέκλα μου ή πηδούσε πάνω στα γόνατά μου και δεν σταματούσε να χαϊδολογιέται. Όταν σηκωνόμουν να φύγω, μπερδευόταν στα πόδια μου με κίνδυνο να με κάνει να πέσω ή έμπηγε τα μακριά και μυτερά του νύχια στο παντελόνι μου και σκαρφάλωνε στο στήθος μου.
Σε κάτι τέτοιες στιγμές ένιωθα τη διάθεση να τον σκοτώσω με ένα μου χτύπημα, εμποδιζόμουν όμως να το κάνω, όχι τόσο από την ανάμνηση του προηγούμενου εγκλήματός μου, αλλά κυρίως εξαιτίας του τρόμου που μου ενέπνεε το ζωντανό αυτό.
Ο τρόμος που με κυρίευε δεν ήταν τρόμος πως θα πάθαινα κάτι σωματικά -κι όμως δεν βρίσκω άλλο τρόπο να τον προσδιορίσω. Ντρέπομαι σχεδόν να ομολογήσω -ναι, ακόμη και σε αυτό το ατιμωτικό κελί που βρίσκομαι ντρέπομαι να το μολογήσω- πως ο τρόμος κι η φρίκη που μου ενέπνεε το ζώο αυτό είχαν ενταθεί από μια από τις απιθανότερες χίμαιρες που μπορεί να διανοηθεί κανείς. Η γυναίκα μου επέστησε αρκετές φορές την προσοχή μου στη μορφή του σημαδιού με τις άσπρες τρίχες, που έχω προαναφέρει και που αποτελούσε τη μοναδική διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό το παράξενο ζώο και σε κείνο που είχα σκοτώσει. Ο αναγνώστης θα θυμάται πως το σημάδι αυτό, αν και μεγάλο, ήταν στην αρχή ακαθόριστο.
Σιγά-σιγά όμως, ανεπαίσθητα, τόσον αδιόρατα που για πολύν καιρό η λογική μου αγωνιζόταν να μη το παραδεχτεί, θεωρώντας το απλή του φαντασιοπληξία, είχε πάρει ένα σχήμα σαφέστατα σχεδιασμένο. Παρίστανε τώρα κάτι που ανατριχιάζω να προφέρω την ονομασία του… Ήταν η εικόνα από κάτι φριχτό και απαίσιο: η εικόνα της αγχόνης! Εκείνο το σκυθρωπό και τρομερό σύνεργο της Φρίκης και του Εγκλήματος, της Αγωνίας και του Θανάτου! Και τώρα η κατάντια μου ξεπερνούσε κάθε ανθρώπινη αθλιότητα. Ένα ζώο χωρίς λογική, να κατεργάζεται για μένα -για μένα, έναν άνθρωπο πλασμένο κατ’ εικόνα κι ομοίωση του Θεού- μα τόσον αβάσταχτη κατάρα! Αλίμονο!
Ούτε μέρα, ούτε νύχτα γνώρισα πια την ευλογία της ησυχίας! Τη μέρα δεν με άφηνε ούτε μια στιγμή μόνο μου το σιχαμερό αυτό πλάσμα, και τη νύχτα ξυπνούσα κάθε τόσο από όνειρα ανείπωτα τρομαχτικά για να βρω τη ζεστή ανάσα του πάνω στο πρόσωπό μου και το τεράστιο βάρος του -ένας αληθινός βραχνάς που δεν είχα τη δύναμη να τον διώξω- να πλακώνει συνεχώς τη καρδιά μου!
Κάτω από την πίεση μιας τέτοιας αγωνίας το ασθενικό υπόλειμμα του παλιού αγαθού εαυτού μου δεν άργησε να χαθεί. Πονηρές σκέψεις -οι πιο καταχθόνιες και πονηρές σκέψεις- ήταν πια οι μοναδικοί και μόνιμοι σύντροφοί μου. Η ζοφερή μου διάθεση εξελίχθηκε σε ένα μίσος για όλα τα πράγματα και για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Και συχνά, τα απότομα και ασυγκράτητα ξεσπάσματα μιας μανίας, που της είχα παραδοθεί τώρα στα τυφλά, το συνηθισμένο και απέραντα υπομονετικό μου θύμα ήταν η γυναίκα μου που ποτέ της δεν ξεστόμιζε το παραμικρό παράπονο.
Κάποια μέρα ήρθε κι αυτή μαζί μου, για κάποια δουλειά, στο κελάρι του παλιού σπιτιού, που η φτώχια μας ανάγκαζε τώρα να κατοικούμε. Καθώς κατέβαινε τις σκάλες ο γάτος μ’ ακολούθησε και με τη συνήθειά του να μπερδεύεται στα πόδια μου, με σώριασε καταγής με το κεφάλι. Έγινα έξω φρενών. Σήκωσα ένα τσεκούρι και ξεχνώντας στο θυμό μου τον παιδιάστικο φόβο που ως τώρα συγκρατούσε το χέρι μου, κατέβασα με δύναμη το τσεκούρι στο ζώο και σίγουρα θα το σκότωνα, αν η γυναίκα μου δεν προλάβαινε να συγκρατήσει το χέρι μου. Η επέμβασή της μ’ έκανε να φρενιάσω, να λυσσάξω. Τράβηξα το μπράτσο μου που το κρατούσε σφιχτά, και με το τσεκούρι τη χτύπησα κατακέφαλα. Έπεσε νεκρή χωρίς ούτε ένα βογκητό.
Το πρώτο πράγμα που έκανα μετά από το απαίσιο αυτό φονικό ήταν να σκεφτώ ψύχραιμα που θα έκρυβα το πτώμα. Καταλάβαινα πως δεν μπορούσα να το κουβαλήσω έξω από το σπίτι, ούτε μέρα αλλά ούτε και νύχτα, χωρίς να διατρέξω τον κίνδυνο να με δουν οι γείτονες. Έκανα με το μυαλό μου διάφορα σχέδια. Προς στιγμή σκέφτηκα να κόψω το πτώμα σε μικρά – μικρά κομματάκια και να το κάψω. Ύστερα, έκανα τη σκέψη να ανοίξω ένα λάκκο στο κελάρι και να θάψω εκεί το πτώμα.
Έπειτα είπα να το ρίξω στο πηγάδι της αυλής ή να το συσκευάσω σε ένα μεγάλο κιβώτιο, σαν εμπόρευμα, με όλους τους συνηθισμένους τύπους και να φωνάξω κανένα χαμάλη να το πάρει από το σπίτι. Τελικά μου ήρθε μια ιδέα που την έκρινα σαν την καλύτερη από όλες. Αποφάσισα να χτίσω το πτώμα μέσα σε ένα τοίχο του κελαριού, όπως αναφέρει κι η Ιστορία πως έχτιζαν τα θύματά τους οι καλόγεροι του Μεσαίωνα.
Το κελάρι ήταν κατάλληλο για το σκοπό αυτό. Οι τοίχοι ήταν ψευτοχτισμένοι και τώρα τελευταία τους είχαν σοβαντίσει, αλλά η υγρασία δεν άφησε το σοβά να ξεραθεί. Κι εξάλλου, ο ένας από τους τοίχους είχε μια εσοχή, σαν να προοριζόταν για θέση τζακιού, αλλά φαινόταν πως τελικά το είχαν μετανιώσει, και είχαν γεμίσει με τούβλα το κενό. Ήμουν σίγουρος πως εύκολα θα μπορούσα να βγάλω από τη θέση τους τα τούβλα, να βάλω το πτώμα στην εσοχή, κι έπειτα να ξαναχτίσω το μέρος εκείνο, όπως ήταν πριν, έτσι που κανένα μάτι δε θα μπορούσε να ανακαλύψει τίποτα το ύποπτο. Και δεν έπεσα έξω στους υπολογισμούς μου.
Με λοστό ξεχαρβάλωσα εύκολα τα τούβλα κι αφού τοποθέτησα προσεχτικά όρθιο το πτώμα, ακουμπώντας το στον εσωτερικό τοίχο, το στήριξα στη θέση αυτή και χωρίς πολύ κόπο ξανάβαλα τα τούβλα όπως ήταν πριν. Με κάθε προφύλαξη προμηθεύτηκα ασβέστη, άμμο κι άχυρα, ετοίμασα ένα σοβά, που δε ξεχώριζε καθόλου από τον παλιό κι έχτισα τον καινούριο τοίχο. Όταν τελείωσα έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος από τη δουλειά μου. Ο τοίχος δεν φαινόταν καθόλου πως είχε πειραχτεί. Μάζεψα από κάτω τα μπάζα με τη μεγαλύτερη προσοχή. Έριξα γύρω μου μια θριαμβευτική ματιά και μονολόγησα:
-»Εδώ, τουλάχιστον ο κόπος μου δεν πήγε χαμένος».
Η επόμενη ενέργειά μου ήταν να ψάξω να βρω το ζώο που είχε σταθεί η αιτία της καταστροφής αυτής. Γιατί τώρα είχα πια την απόφαση να το εξοντώσω. Αν το έβρισκα μπροστά μου εκείνη τη στιγμή, θα το είχα ξεμπερδέψει. Μα φαίνεται πως το πονηρό ζώο είχε τρομοκρατηθεί από την εκδήλωση του θυμού μου κι απέφευγε να παρουσιαστεί μπροστά μου. Είναι αδύνατο να περιγράψει ή να φανταστεί κανείς τη βαθιά, την ηδονική ανακούφιση που μου προξένησε η απουσία του σιχαμερού ζώου. Δε φάνηκε ούτε ολόκληρη τη νύχτα, κι έτσι, τουλάχιστο για μια νύχτα, από τότε που είχε πατήσει το πόδι του στο σπίτι μου, μπόρεσα να κοιμηθώ ήσυχα και ατάραχα. Ναι, κοιμήθηκα, παρόλο το βάρος του φόνου που είχα στη ψυχή μου.
Πέρασε η δεύτερη, πέρασε κι η Τρίτη μέρα κι ο τύραννός μου εξακολουθούσε να μη φαίνεται. Ανάσανα σαν ελεύθερος άνθρωπος. Το τέρας, τρομαγμένο, είχε φύγει μια για πάντα από το σπίτι μου! Δε θα το ξανάβλεπα στα μάτια μου! Ήμουν ευτυχισμένος! Το αίσθημα της ενοχής για τη βδελυρή πράξη μου δεν με βάραινε σχεδόν καθόλου. Στην ανάκριση που έγινε αποκρίθηκα με ετοιμότητα και χωρίς να τα χάσω. Έγινε και μια έρευνα -μα φυσικά, τίποτα δεν ανακάλυψαν. Θεωρούσα πια πως η μελλοντική μου ευτυχία ήταν εξασφαλισμένη.
Τέσσερις μέρες μετά το φόνο, οι αστυνομικοί ξανάρθαν απροειδοποίητα για να κάνουν μια πιο αυστηρή έρευνα. Σίγουρος πως ο κρυψώνας μου ήταν αδύνατο να ανακαλυφθεί δεν ανησύχησα καθόλου. Οι αστυνομικοί ζήτησαν να τους συνοδεύσω στην έρευνά τους. Δεν άφησαν καμιά γωνιά, καμιά κώχη χωρίς να την ψάξουν. Στο τέλος κατέβηκαν και πάλι στο κελάρι -για τρίτη ή τέταρτη φορά. Ούτε μια τρίχα μου δε σάλεψε. Η καρδιά μου χτυπούσε ήρεμα, σαν την καρδιά του ανθρώπου που κοιμάται τον ύπνο του δικαίου.
Πηγαινοερχόμουν μέσα στο κελάρι. Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος και βημάτιζα εδώ κι εκεί. Οι αστυνομικοί, απόλυτα ικανοποιημένοι από την έρευνά τους, ετοιμάζονταν να φύγουν. Η χαρά μου ήταν τόσο πολύ μεγάλη ώστε δεν μπορούσα να τη συγκρατήσω. Λαχταρούσα να πω κάτι, έστω και μια λέξη, έτσι, σαν εκδήλωση του θριάμβου μου, αλλά και για να τους διπλασιάσω τη βεβαιότητα πως είμαι αθώος.
-»Κύριοι», τους είπα τη στιγμή που ανέβαιναν τη σκάλα, «είμ’ ενθουσιασμένος που οι υποψίες σας χάθηκαν. Σας εύχομαι να είστε πάντα καλά και κάπως περισσότερο ευγενείς. Εδώ που τα λέμε, κύριοι, το σπίτι αυτό είναι πολύ καλοχτισμένο» (μέσα στη φλογερή μου επιθυμία να πω κάτι με άνεση, δεν ήξερα καλά-καλά τι έλεγα), «μπορώ μάλιστα να πω ότι είναι εξαιρετικά καλοχτισμένο. Αυτοί οι τοίχοι -μα γιατί φεύγετε κύριοι;- αυτοί οι τοίχοι είναι γερά φτιαγμένοι…»
Και λέγοντας αυτά τα λόγια, χτύπησα δυνατά -μόνο και μόνο από μια μανία για επίδειξη που με είχε πιάσει- μ’ ένα μπαστούνι που κρατούσα στο μέρος ακριβώς εκείνου του τοίχου με τα τούβλα, που πίσω του στεκόταν το πτώμα της αγαπημένης μου γυναικούλας. Μα ο Θεός να με φυλάξει και να με σώσει από τα νύχια του Αντίχριστου! Δεν είχαν πάψει καλά-καλά να αντηχούν τα χτυπήματα του μπαστουνιού μου και μου αποκρίθηκε μια φωνή μέσα από τον τάφο!
Μια φωνή πνιγμένη και κομμένη σαν αναφιλητό παιδιού στην αρχή, που έπειτα φούντωσε βιαστικά σε μια μακρόσυρτη δυνατή κι αδιάκοπη κραυγή φρίκης και θριάμβου μαζί, τέτοια που μόνο από την κόλαση θα μπορούσε να είχε βγει -μια κραυγή που έμοιαζε να βγαίνει ταυτόχρονα από το λαρύγγι των κολασμένων που αγωνιούν και από τους δαίμονες που χαίρονται την κόλαση κι αναγαλιάζουν.
Είναι αστείο να μιλήσω για τις σκέψεις που έκανα εκείνη τη στιγμή. Παρέλυσα. Τρικλίζοντας, πήγα κι ακούμπησα στον αντικρινό τοίχο. Οι αστυνομικοί για μια στιγμή έμειναν ακίνητοι από τρόμο και δέος στη σκάλα. Αμέσως μετά, δέκα γερά μπράτσα καταπιάστηκαν με τον τοίχο. Έπεσε μονοκόμματος. Το πτώμα, σε αρκετά προχωρημένη αποσύνθεση πια, γεμάτο πηγμένα αίματα, στεκόταν όρθιο μπροστά μας. Πάνω στο κεφάλι του, με κατακόκκινο ανοιχτό στόμα κι ένα μοναδικό μάτι που πετούσε φωτιές, καθόταν το απαίσιο ζώο, που η πανουργία του μ’ είχε κάνει φονιά. Κι η κατήγορη φωνή του μ’ έστελνε στο δήμιο.
Είχα χτίσει το τέρας μες στον τοίχο …
————
Edgar Allan Poe «The Βlack Cat» (1840)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου