Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Το χρέος του θανάτου

product thumbnail 0Ο Αινστάιν, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, δήλωσε πως θεωρούσε τον θάνατο σαν ένα παλιό χρέος που έπρεπε να ξεπληρώσει…
Στη φαινομένη πραγματικότητα που ζούμε τα πάντα πεθαίνουν. Όχι μόνο οι άνθρωποι, τα λουλούδια και τα ζώα, αλλά ακόμα και τα βουνά, τα αστέρια σαν τον ήλιο, ολόκληροι γαλαξίες και τελικά το ίδιο το Σύμπαν, τα πάντα παύουν να υφίστανται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα.

Οι άνθρωποι, έχοντας επίγνωση της υποχρέωσής μας να πεθάνουμε, μπορούμε να συλλογιστούμε, και όχι μόνο να απωθούμε το χρέος του θανάτου, και πιθανώς να μετριάσουμε σημαντικά τον φόβο.

Μια διευκρίνιση όμως πριν μπούμε στο κυρίως θέμα. Γιατί αναφέρθηκα σε «φαινομένη πραγματικότητα» κι όχι απλά πραγματικότητα; Διότι, ως ανθρώπινα όντα συγκεκριμένων διαστάσεων και με συγκεκριμένες δυνατότητες αντίληψης και κατανόησης, δεν είμαστε σε θέση (τουλάχιστον σήμερα, αν όχι για πάντα…) να μιλάμε για Την Πραγματικότητα.

Η φυσική διαβεβαιώνει πως έχουμε τεράστιο έλλειμμα γνώσης και ο Βέρνερ Χάιζεμπεργκ ορθώς δήλωνε: Όχι μόνο το σύμπαν είναι πιο παράξενο απ’ ό,τι φανταζόμαστε, αλλά είναι πιο παράξενο απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε.

Οι φιλόσοφοι μάλιστα μας διαβεβαιώνουν, επί το τραγικότερο, πως κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την εκδοχή να παιζόμαστε σε ένα παιχνίδι ή πείραμα πολύ ανεπτυγμένων όντων που μας παρατηρούν [1]. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, δεν θα ήμασταν σε θέση να το αντιληφθούμε.

Όταν αναφέρομαι λοιπόν σε «φαινομένη πραγματικότητα» εννοώ αυτήν που οι αισθήσεις, οι διαστάσεις, το μυαλό μας, με τη βοήθεια της τεχνολογίας που έχουμε αναπτύξει, μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε.

Ας πούμε για ευκολία πως αναφερόμαστε στην πραγματικότητα εκείνη που μας κάνει να σταματάμε στο κόκκινο φανάρι και να περνάμε με πράσινο, και στα δικαστήρια να κρίνουν αν το αυτοκίνητο που έκανε το δυστύχημα πέρασε με κόκκινο ή πράσινο. Την πραγματικότητα της καθημερινότητάς μας δηλαδή, που μας επιτρέπει να συνεννοούμαστε, αλλά δεν έχει την αξίωση να θεωρείται τελεσίδικη γνώση των πραγμάτων.

Σε αυτή λοιπόν την πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβανόμαστε, τίποτε δεν διατηρεί την μορφή του ες αεί. Όλα μεταβάλλονται και τελικά, μετά από κάποιο χρόνο, όλα πεθαίνουν, υπό την έννοια του αφανισμού της συγκεκριμένης μορφής υπό την οποία υπήρχαν.

Για κάποιους οργανισμούς η ζωή μπορεί να είναι λίγα λεπτά, για εμάς περίπου 80 χρόνια, για τα αστέρια κάποια εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια χρόνια, αλλά τελικά τίποτε δεν θα παραμείνει ως έχει.

Αν ο κόσμος των ιδεών του Πλάτωνα υπάρχει, αν οι ψυχές είναι αθάνατες και πάνε στον παράδεισο ή την κόλαση μετά τη ζωή, δεν είναι θέμα που θα κρίνουμε σε αυτό το άρθρο. Στον κόσμο που ζούμε όλα φθείρονται, δηλαδή μεταβάλλουν τη μορφή τους έως την πλήρη αποδόμησή της. Τα πάντα πεθαίνουν.

Ο θάνατος εμφανίζεται ως συνέπεια της αέναης αλλαγής και κίνησης στο Σύμπαν, όπου τίποτε δεν παραμένει σταθερό και αμετάβλητο. Θα μπορούσαμε να επικρίνουμε το αντίθετο κοσμικό σχέδιο, την σταθερότητα, ως παγερό μουσείο διατήρησης άφθαρτων μορφών, αλλά αυτό δεν έχει καμιά αξία, δεν θα παρηγορούσε κανέναν.

Αυτό που έχει σημασία είναι πως το χρέος του θανάτου συνιστά μεγάλο πρόβλημα για εμάς τους ανθρώπους, οι οποίοι έχουμε επίγνωσή του αλλά για πολλούς λόγους αδυνατούμε να τον αποδεχθούμε.
Τα προβλήματα στην ψυχή μας

Θυμάμαι τον κ. Φώτη. Λίγο μετά τον θάνατο της κ. Άννας, της γυναίκας του, δήλωνε ότι ήθελε να πεθάνει. Ήταν 85 χρονών και απολύτως εξηρτημένος από εκείνη. Τον πίστευα όταν το έλεγε, αλλά όταν πανικοβαλλόταν κάθε φορά που του συνέβαινε κάτι απειλητικό για την υγεία του, θεωρούσα πως έλεγε ψέματα.

Μου πήρε αρκετό χρόνο να καταλάβω πως δεν έλεγε ψέματα ο άνθρωπος. Οι αυτοματισμοί για τη διατήρηση της ζωής, τους οποίους διέθετε και τον έθεταν σε κατάσταση συναγερμού, απλώς δεν ήταν υπό τον έλεγχο της βούλησής του- εκείνης δηλαδή με την οποία δήλωνε ότι ήθελε να πεθάνει. Οι άνθρωποι ως έμβια όντα διαθέτουμε πολλούς ενστικτώδεις μηχανισμούς που τείνουν να μας διατηρήσουν στη ζωή (και όχι μόνο ένα και μοναδικό «ένστικτο της επιβίωσης», όπως γράφεται συνήθως). Για να δείτε τι εννοώ, διακόψτε για λίγο την αναπνοή σας.

Είναι αδύνατο να αγνοήσεις την αντίδραση που προκαλείται από τον οργανισμό και γι’ αυτό ο Καρυωτάκης, όπως και κανείς άλλος, δεν μπόρεσε να αυτοκτονήσει έτσι. Βιαίως επίσης αντιδρούμε στον οξύ πόνο και γι’ αυτό καταφεύγουμε στην αναισθησία για μια σωτήρια εγχείρηση, κατά την οποία δεν είμαστε σε θέση να μην αντιδρούμε αντανακλαστικά, όσο κι αν την εγκρίνουμε. Οποιαδήποτε ζωτική λειτουργία κι αν προσπαθήσετε να παρεμποδίσετε (όπως του εντέρου, της ούρησης, πείνα, δίψα κλπ), θα δείτε την τραχύτητα των ενστίκτων επιβίωσης…

Πέραν όμως των ενστίκτων επιβίωσης που στοχεύουν να μας κρατάνε στη ζωή, υπάρχουν ακόμα δυο παράγοντες που συνδράμουν ισχυρότατα στην ίδια κατεύθυνση:
  • η λαχτάρα να βιωθούν οι χαρές που προσφέρει η ζωή
  • ο φόβος της ανυπαρξίας και του αγνώστου.
Οι δυνάμει άπειρες ομορφιές και η ικανοποίηση που μπορεί να αντλεί, ή έχει αντλήσει, ο άνθρωπος από τη ζωή τον ωθούν να θέλει να ζήσει κι άλλο με τους αγαπημένους του, να απολαμβάνει τις ρουτίνες και τα απρόοπτα της ζωής. Εξαίρεση μπορεί να αποτελέσουν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ειδικά νοσήματα καθίστανται ανυπέρβλητα εμπόδια για αξιοβίωτη ζωή. Ο Άρθουρ Καίσλερ με τη γυναίκα του δώσανε μαζί τέλος στη ζωή τους μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, όπως και πολλοί άλλοι, γνωστοί και μη. Απ’ ό,τι φαίνεται ωστόσο, ο άνθρωπος συνήθως βρίσκει τρόπους να αντλεί χαρά ακόμα και όταν η αρρώστια τον δυσκολεύει.

Ο χορός της ζωής, αυτής που ζει ή εκείνης που ζηλεύει και εύχεται να ζούσε, φαντάζει τόσο όμορφος, ώστε ο πόνος της αποχώρησης από αυτόν τον χορό, ενόσω οι άλλοι θα συνεχίζουν να τον απολαμβάνουν, μπορεί να καταστεί αβάσταχτος.

Κι αν ακόμα οι άλλοι συνεχίσουν να τον θυμούνται σαν αξιολάτρευτο, σημαντικό, δημιουργό κλπ, για όσο μεγάλο διάστημα μετά τον θάνατό του, αυτός δεν θα είναι εκεί…

Συντριπτικός επίσης μπορεί να είναι ο φόβος της ανυπαρξίας και του αγνώστου. Μέχρι τώρα μόνο να υπάρχουμε με την συγκεκριμένη μας μορφή ξέρουμε. Την κατάσταση πριν την γέννησή μας δεν μπορούμε να την ανακαλέσουμε. Φαντάζει παγερό να μην υπάρχεις. Κι αν γίνεται κάτι άλλο, μυστήριο και μυστικό, το οποίο αγνοούμε, δεν μας καθησυχάζει, εφόσον δεν το ξέρουμε…

Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα για εμάς αν στην έννοια του θανάτου συνυπολογιστεί και η απώλεια. Ο θάνατος αγαπημένου προσώπου είναι δυσβάσταχτος. Η ιδέα ότι δεν υπάρχει πια, ότι δεν θα το ξαναδούμε ποτέ, μπορεί να γίνει αφόρητη. Και όχι μόνο για ανθρώπους είτε αγαπημένα ζώα, αλλά και για εμπειρίες. Πριν λίγες μέρες είδα στην τηλεόραση το τελευταίο επεισόδιο της μουσικής εκπομπής Μουσικό Κουτί. Είχε μεγάλη επιτυχία για 4 χρόνια.

Πολλοί από τους μουσικούς και συντελεστές έκλαιγαν φανερά, ενώ όλοι δυσκολεύονταν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους. Το τέλος του όμορφου και επιθυμητού είναι επίσης θάνατος, (…όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πια)[2] είναι απώλεια που πονάει.

Μας πονάει το τέλος κάθε ταξιδιού, αγάπης, έρωτα, κάθε όμορφης εμπειρίας, και πιο πολύ το τέλος της νεότητας και ακμής, δικής μας και των άλλων. Ένα άρθρο σε ένα διαδικτυακό έντυπο έγραψε σχολιάζοντας το τέλος της εκπομπής Μουσικό Κουτί: «Μην στεναχωριέσαι που τελείωσε, να χαμογελάς επειδή συνέβη…». «Μακάρι να μπορούσαμε», θα έλεγα εγώ…

Είναι πάντα δύσκολο έως ακατόρθωτο να πετύχεις κάτι τέτοιο, εφόσον ό,τι περισσότερο αγαπιέται τόσο περισσότερο πονάει όταν παύει να υφίσταται, γενόμενο (θύμηση βαθιά που μας πονεί)[3]…

Τεράστια αρνητική επίδραση της επίγνωσης του θανάτου στην ψυχή του ανθρώπου μπορεί επίσης να έχει και η δοξοθυμία ματαιότητας την οποία συνεπάγεται: «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».[4] Γιατί να πασχίζεις για οτιδήποτε όταν γνωρίζεις ότι θα παρακμάσει αναπόδραστα και θα πεθάνει; Και ούτε τα παιδιά, οι νέοι που έρχονται, δεν αποτελούν άρνηση της ματαιότητας, εφόσον και αυτά σε λίγο θα πεθάνουν.

Κι όσον αφορά στην αυταπάτη ότι ο άνθρωπος ζει ακόμα για όσο τον θυμούνται οι επόμενοι, προσωπικά, δεν γνώρισα κανένα από τους δυο παππούδες μου, και φυσικά δεν έχω τίποτε να θυμάμαι από αυτούς.

Ήδη, η μνήμη τους, ως κάποιο αποτύπωμα στον ανθρώπινο νου, έσβησε τόσο σύντομα... Αλλά και να υπήρχε μνήμη, τι θα σήμαινε; Τι σημαίνει για τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι, που θεωρούσε αποτυχημένο τον εαυτό του όσο ζούσε, το ότι τον μνημονεύουμε εμείς αιώνες μετά τον θάνατό του; Ακόμα και για τους πιο διάσημους και ξακουστούς, αυτό που μένει δεν είναι παρά ένα παραμύθι που ο καθένας έχει στο νου του όπως να’ ναι...

Θυμάμαι πόσο μεγάλη θλίψη ένιωσα όταν συνειδητοποίησα πως τα πιο όμορφα μυροβόλα άνθη μπορεί να κρατάνε λίγες μόνο ημέρες ή εβδομάδες, πριν ζαρώσουν και πέσουν για να σαπίσουν στο έδαφος. Δεν μπορούσα να αποδεχθώ αυτή τη σπατάλη ομορφιάς. Μου φαινόταν διαστροφικό να φτιάχνονται τόσο απλόχερα τόσο πολλά αριστουργήματα τα οποία συντρίβονται λίγο μετά.

Προφανώς δεν χρειάζονται περισσότερα από τα λίγα που παραπάνω παραθέσαμε για να δείξουμε το αυτονόητο: το δυσβάσταχτο της επίγνωσης του θανάτου.

Ο σκοπός όμως του άρθρου δεν ήταν να συνοψίσουμε επί τροχάδην πράγματα που όλοι έχουν σκεφτεί ή απωθήσει από τη σκέψη τους. Ο σκοπός του άρθρου είναι να διατυπώσει μια πρόταση για το πώς θα μπορούσαμε να αντέξουμε να ζούμε δίπλα στον θάνατο χωρίς η ζωή μας να απαξιώνεται διαρκώς από τον τρόμο του.

Δυο διαπιστώσεις:
 
Η ευτυχής ελαφρότητα του Εγώ

Υπάρχουμε μέσω του εαυτού μας. Με τα δικά μας μυωπικά, πρεσβυωπικά ή αλλήθωρα μάτια, βλέπουμε, αισθανόμαστε τον πόνο στη δική μας κοιλιά, τις δικές μας ανάγκες νιώθουμε άμεσα και προσπαθούμε πρωτίστως να καλύψουμε, από το δικό μας σώμα δεχόμαστε τα τρομερά σήματα όταν κάτι δεν πηγαίνει καλά, όπως αναφέραμε και παραπάνω. Είμαστε εκ φύσεως εγωιστικά όντα, φτιαγμένοι έτσι ώστε να παίρνουμε πάρα πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μας.

Ωστόσο το Εγώ είναι μάλλον μια εντύπωση παρά μια σαφής οντότητα. Η αίσθηση του σώματος π.χ. μπορεί να τροποποιηθεί εργαστηριακά από τους ψυχολόγους με ελεγχόμενους τρόπους (δες Φωτιάδης, Βατάκη, 2010) και εύκολα μπορεί να νιώθουμε διαφορετικό οποιοδήποτε μέλος του σώματός μας, το ύψος μας κλπ.

Αναμφίβολα, δε, οι υπαρξιακές δοξοθυμίες που αφορούν στην αφήγηση για τον εαυτό μας είναι δυνατό να αλλάζουν ανάλογα με την όποια μικρή επιτυχία ή αποτυχία, ακόμα και με το τι καιρό έχει σήμερα.

Ο Ramachandran υποστηρίζει ότι το Εγώ «είναι σε σημαντικό βαθμό κοινωνικό κατασκεύασμα, μια ιστορία που φτιάχνουμε για τους άλλους». Με τον μεταδιδακτορικό φοιτητή του William Herstein σχηματίσανε έναν κατάλογο από 16 διαφορετικές μορφές "Εγώ", ανάμεσα στις οποίες είναι αυτό της εικόνας του σώματος, το συγκινησιακό, το εκτελεστικό, το μνημονικό, το ενοποιημένο, αυτό που επιβάλλει συνοχή στη συνείδηση, εκείνο που παραμένει κατά το "άγρυπνο κώμα", το εννοιολογικό, το κοινωνικό κ.α...

Βιολογικά είμαστε υποχρεωμένοι σε μια αίσθηση ή ψευδαίσθηση εξαιρετικής σπουδαιότητας εαυτού, και κοινωνικά σμιλεύουμε έναν μύθο εαυτού (συνειδητά και ασυνείδητα). Δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι η ύπαρξή μας είναι τόσο σημαντική όσο νιώθουμε ότι είναι. Πιθανώς, ο κύκλος της προσωπικής μας ζωής είναι τόσο ασήμαντος όσο εμείς πιστεύουμε ότι είναι ο κύκλος της ζωής ενός μύκητα ή μιας μύγας.

Τόσο όσο δείχνουν οι σωροί από οστά ανθρώπων ενός μαζικού νεκροταφείου ή ενός οστεοφυλακίου.

Με τα δεδομένα που έχουμε έως σήμερα υπ' όψιν μας, είναι πολύ πιθανό πως κάθε έμβια ύπαρξη παύει να υφίσταται μετά θάνατον. Αλλά κι αν κάτι άλλο συμβαίνει, όπως κάποιου είδους μεταθανάτια ύπαρξη, ακόμα καλύτερα. Είτε έτσι είτε αλλιώς, από πουθενά δεν προκύπτει ότι είναι τόσο σημαντικό, όσο νιώθουμε πως είναι, να διατηρηθεί η προσωπική μας οντότητα ως έχει. Κι' αυτή η διαπίστωση ελαφρότητας δεν είναι κατ' ανάγκη "αβάσταχτη".

Αντιθέτως, η θεώρηση ενός ασήμαντου και ανάλαφρου εαυτού θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα απελευθερωτική. Γιατί τότε το διακύβευμα καθίσταται μικρό. Το πολύ- πολύ να μην καταφέρουμε να περάσουμε τόσο όμορφα όσο θα θέλαμε στο πρόσκαιρο ταξίδι της ζωής.

Και τι έγινε; Χιλιάδες ωάρια και σπερματοζωάρια δεν έγιναν άνθρωποι, ενώ χιλιάδες από αυτά που έγιναν χαλάστηκαν με όλους τους πιθανούς τρόπους που θα μπορούσαν να χαλαστούν.

Η αίσθηση της εαυτού ελαφρότητας, ότι δεν διακυβεύεται κάτι εξαιρετικό με τον προσωπικό μας θάνατο, το να πάψουμε να παίρνουμε τόσο σοβαρά τον εαυτό μας παρά τις βιολογικές προσταγές, είναι απελευθερωτική και μάλλον απαραίτητη προϋπόθεση για τον μετριασμό της υπαρξιακής αγωνίας.
Δεν ξέρουμε σε τι Κόσμο βρισκόμαστε

Ο Jacques Monod θεωρεί πιθανό πως η "...η αξίωση για μια ολοκληρωτική, πειθαναγκαστική ερμηνεία είναι έμφυτη". (Ίσως γι’ αυτό κι εκείνος έφτιαξε μια τέτοια, ενώ θα ήταν καλό να το είχε αποφύγει). Όντως, οι άνθρωποι έχουμε τόσο μεγάλη ανάγκη καθολικής θεωρίας που να λέει πώς είναι ο Κόσμος στον οποίο βρεθήκαμε να ζούμε, ώστε κάθε φορά μοιάζει να είμαστε πεπεισμένοι, με όποια και όσα στοιχεία διαθέτουμε, πως είμαστε ικανοί να βγάλουμε ασφαλή "τελικά" συμπεράσματα για τα πάντα.

Όλες, οι πάμπολλες, μέχρι σήμερα "τελικές" και "καθολικές" θεωρίες τις οποίες οι άνθρωποι έχουν κατασκευάσει ανά τους αιώνες έχουν καταρριφθεί ως ανάξιες λόγου.

Τα σημερινά θρησκευτικά δόγματα για την προέλευση και το τι είναι ο Κόσμος χλευάζουν τα παλαιότερα και είναι απολύτως εχθρικά μεταξύ τους. Ωστόσο, ως φαίνεται, καμιά θεωρητική "συντριβή" δεν είναι ικανή να αποτρέψει την επόμενη πλάνη. Αντίθετα, οι νέες θεωρίες γίνονται οι ίδιες "πλήρεις" και νέες "αποδείξεις" πως "αυτή τη φορά τα είδαμε όλα".

Από το big bang, τη διαστολή του Σύμπαντος/ συστολή/ φούσκωμα-ξεφούσκωμα, «γνωρίζουμε το Τελικό σχέδιο», «όλα είναι πια γνωστά, απομένουν μετρήσεις και υπολογισμοί», «κατακτήσαμε το διάστημα, ξέρουμε τι συμβαίνει στις εσχατιές του»…

Ένα σωρό διατυπώσεις και διαπιστώσεις Τελικών θεωριών, που πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις αποδεικνύονται λανθασμένες, με κενά ή πως αφήνουν έξω τεράστια άλυτα θέματα.

Η ιστορία δείχνει πως οι άνθρωποι σπανίως έχουμε τη δυνατότητα να πούμε "ως εδώ φτάνουν οι γνώσεις μας", ας μην βγάλουμε το συμπέρασμα ότι ο ελέφαντας είναι σαν φίδι, όπως ο τυφλός που ψηλαφεί την ουρά του ελέφαντα.

Αναφέραμε την άποψη του Heisenberg πως η φύση είναι πολύ πιο παράξενη απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε. Ομοίως, ο Richard Feynman, ένας από τους πρωτεργάτες της κβαντικής φυσικής, έχει δηλώσει: "Νομίζω πως μπορώ να πω με σιγουριά ότι ουδείς καταλαβαίνει την κβαντική μηχανική".

Και πρόσθεσε: "Όσο περισσότερο βλέπουμε πόσο παράξενα συμπεριφέρεται η Φύση τόσο δυσκολότερο είναι να διαμορφώσουμε ένα μοντέλο το οποίο θα εξηγεί τη λειτουργία ακόμα και των απλούστερων φαινομένων.

Έτσι η θεωρητική φυσική έχει παραιτηθεί από αυτό". Οι Hawking και Mlodinow, παρότι γράψανε ένα βιβλίο με τον εμπορικό- παραπλανητικό τίτλο Το μεγάλο σχέδιο, παραδέχονται τελικά: "Δεν έχουμε ακόμη κάποια οριστική απάντηση στο ερώτημα αυτό". Και αλλού: "Ίσως έχει φτάσει η ώρα να εγκαταλειφθεί η αρχική ελπίδα των φυσικών ότι θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μια θεωρία που να εξηγεί τους φαινόμενους νόμους του σύμπαντός μας, ως τη μοναδική απόρροια μερικών απλών παραδοχών".
 
Μια πρόταση για το πώς θα μπορούσαμε να σταθούμε απέναντι στον θάνατο

Επιχειρηματολογήσαμε υπέρ της ελαφρότητας του Εγώ και της άγνοιάς μας για το σε τι Κόσμο ζούμε. Πώς όμως μπορεί αυτά να μας βοηθήσουν σε μια άλλη υπαρξιακή στάση απέναντι στον θάνατο; Η αποδοχή της άγνοιας επιτρέπει να θεωρηθούν πιθανές εκδοχές που βλέπουν άγνωστα κρυφά νοήματα στον τρόπο που λειτουργεί το σύμπαν.

Η απόρριψη της ψευδαισθησιακής αίσθησης σπουδαιότητας του εαυτού μετριάζει τον τρόμο του προσωπικού αφανισμού και της βλάβης.

Ο Επίκουρος και οι ανατολικοί μύστες μάς προτείνουν την Αταραξία απέναντι στον θάνατο. Και όλοι μάλλον θα συμφωνούσαν πως η Αταραξία είναι το μείζον ζητούμενο για να μπορέσει να βιωθεί το ταξίδι της ζωής και να μην καταστεί μια αγωνιώδης προσμονή του θανάτου, διαρκείς καθημερινοί θάνατοι.

Προφανώς, το να είναι το Εγώ απατηλώς σπουδαίο και το να μην προκύπτει από πουθενά πως πρέπει να διατηρηθεί, διευκολύνει τη μείωση του άγχους και την προσπάθεια για Αταραξία μπρος στον θάνατο Από την άλλη, όταν δεν ξέρουμε τελεσίδικα πώς έχουν τα πράγματα, τον τρόπο που κινούνται τα νήματα στο Σύμπαν, κάθε πίστη, ακόμα και εκείνη της αθανασίας της ψυχής ή της άρνησης του θανάτου μέσω της ενότητας των πάντων, έχει περιθώρια ορθότητας, δεν μπορεί να καταρριφθεί επιστημονικά. Όμως, ο άγνωστος κόσμος μπορεί να γίνει το καταφύγιο και για εκείνους που δεν καλύπτονται από πίστεις, που θεωρούν ότι είναι αυθαίρετες. Και αυτό είναι το πρωτότυπο και παράδοξο που προτείνουμε εδώ.

Η παραδοχή της άγνοιας μπορεί να βοηθήσει στις στιγμές που η ζωή δεν μπορεί να διασκεδάσει τη θλίψη και να συγκρατήσει «το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου» [5] του θανάτου.

Τότε μπορούμε να μεταβαίνουμε νοητικά στον Κόσμο του Μυστικού. Δηλαδή στον Κόσμο που δεν γνωρίζουμε. Στον Κόσμο εκείνο που δεν μπορεί η γνώση να υποδείξει, γιατί δεν υπάρχει γνώση για το πώς είναι. Ξέρουμε όμως ότι υπάρχει. Ο κόσμος της φαινομένης πραγματικότητας δεν είναι Ο Κόσμος.

Επειδή τα πράγματα είναι σίγουρα πολύ πιο παράξενα απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε, ας μην προσπαθήσουμε να τα φανταστούμε. Ας μεταβαίνουμε νοερά στον Μυστικό Κόσμο, αφηνόμενοι στη Σοφία των πραγμάτων την οποία αγνοούμε. Κι αν ακόμα δεν υπάρχει καμία Σοφία Δημιουργού και τα πράγματα κινούνται στην κοσμική μηχανή με νόμους που δεν γνωρίζουμε, ας αφεθούμε σε αυτήν τη Ροή των πραγμάτων, αναγνωρίζοντας την εαυτού μικρότητα. Πιθανώς, ένα μέρος της ασημαντότητάς μας αίρεται όταν ενωνόμαστε ειρηνικά με τα Πάντα στην κίνησή τους, υπερβαίνοντας την ψευδαίσθηση του Εγώ.

Ας μεταβαίνουμε λοιπόν ενίοτε στον χώρο του Μυστικού Κόσμου, όταν ο κόσμος της γήινης πραγματικότητάς μας στενεύει κλειστοφοβικά. Κι αφού η γνώση δεν βοηθάει, ας αφουγκραστούμε τον ήχο της Σιωπής. Ας εντρυφούμε στην Αταραξία, στη χαλάρωση σώματος και νου, και ας αφεθούμε στη Μυστική Ροή των πάντων, στον Μυστικό Κύκλο δημιουργίας- αποδόμησης, η οποία μπορεί να κρύβει Σοφία την οποία αγνοούμε. Αντί να αντιστεκόμαστε στη ροή των πραγμάτων λαχταρώντας αθανασία, ας αποδεχθούμε το όποιο συμπαντικό παιχνίδι έχουμε βρεθεί να συμμετέχουμε.

Ας αφεθούμε και ας βιώσουμε ως δώρο το ταξίδι της ζωής, για όσο μας παρέχεται. Ας εντρυφήσουμε στην ευτυχή ελαφρότητα της ύπαρξής μας και ας αφεθούμε ως φτερό στον Κοσμικό άνεμο ως μέρος του Παντός.
---------------------
1. Προσφάτως και κάποιοι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι κάτι τέτοιο μπορεί όντως να συμβαίνει.
2. Μανώλης Αναγνωστάκης, Αφιέρωση.
3. Γιώργος Κοτζιούλας, Οι νεκροί μας.
4. Εκκλησιαστής
5.Ανδρέας Κάλβος, Λυρικά, Ωδή Τετάρτη: Εις Σάμον.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου