Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Ο Αρριανός για τον Αλέξανδρο και τα ΙΕΡΑ ΟΠΛΑ του Τρωικού Πολέμου

Ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Βιθυνίας γύρω στο 95 μ.χ. Σε νεαρή ηλικία πήγε στη Νικόπολη της Ηπείρου και μαθήτευσε κοντά στο Στωικό φιλόσοφο Επίκτητο.

Αργότερα,γύρω στο 120 μ.χ. επισκέφτηκε την Αθήνα,όπου παρακολούθησε μαθήματα ρητορικής και φιλοσοφίας. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός εκτιμώντας τις αρετές του τον προσκάλεσε στη Ρώμη. Του έδωσε τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη και τον ονόμασε Φλάβιο, προσωνυμία της αυτοκρατορικής οικογένειας στην οποία ανήκε ο ίδιος. Γύρω στο 130 μ.χ. στάλθηκε στην επαρχία (Ρωμαική πλέον) της Καππαδοκίας με το αξίωμα του διοικητή.

Το αξίωμά του του έδινε την ευκαιρία να ταξιδεύει συχνά και να συλλέγει πληροφορίες για τη συγγραφή διαφόρων έργων του. Μετά από μακρόχρονη παραμονή στην Καππαδοκία,επέστρεψε στην Αθήνα,όπου ανακηρύχθηκε Αθηναίος πολίτης και τιμήθηκε με το αξίωμα του επώνυμου άρχοντα. Σε μεγάλη πια ηλικία επέστρεψε στη γενέτειρά του, τη Νικομήδεια,όπου αφοσιώθηκε στη συγγραφή των έργων του και πέθανε περίπου το 180 μ.χ. Ο μεγάλος θαυμασμός που έτρεφε ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ για τον Αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό και ιδιαίτερα για τους Αρχαίους Ιστορικούς, εξαιτίας της παιδείας και της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ, υπήρξε η αιτία που τον οδήγησε στην απόφαση να εξιστορήσει την εκστρατεία του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.  Άλλωστε, ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ είχε την πεποίθηση πως οι προηγούμενοι συγγραφείς, αν και πολυάριθμοι, είχαν "κρύψει" τον πραγματικό ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ πίσω από άκριτες ανεκδοτολογικές και φανταστικές διηγήσει.

Να τι γράφει ο ίδιος στο κεφάλαιο 12 του Α' τόμου,για τον εαυτό του και τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ:

"...Ο Αλέξανδρος, εξάλλου, δεν πήρε ποτέ μέρος σε κοινή εκστρατεία μαζί με κάποιους άλλους, ούτε και βρέθηκε αντιμέτωπος με το βασιλιά των Περσών. Αυτός το μόνο που έκανε ήταν να αντικρούει όποιον τον εμπόδιζε να φτάσει στη θάλασσα. Κανείς δεν είχε επαναλάβει κατορθώματα τόσο πολλά και λαμπρά, ούτε από τους Έλληνες ούτε από τους βαρβάρους. Αυτός ήταν κατ'αρχάς ο λόγος που με οδήγησε να ξεκινήσω τη συγγραφή αυτού του έργου, επειδή θεωρώ τον εαυτό μου επαρκή για να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα. Και ό,τι έχει να κάνει με μένα νομίζω πως δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία,και ούτε υπάρχει κάποιος λόγος να πω ποιός είμαι,αυτό είναι ούτως ή άλλως γνωστό, όπως γνωστά είναι ο τόπος καταγωγής μου, η οικογένειά μου και τα αξιώματα που κάποτε κατείχα. Στην αφήγηση αυτή πάντως θα αναφερθούν και η οικογένειά μου και η πατρίδα και τα αξιώματα που κατείχα από τα νεανικά μου χρόνια. Γι' αυτό και πιστεύω πως είμαι από τους ικανούς (στο λόγο) ανάμεσα στους Έλληνες, όπως πιστεύω πως και ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ υπήρξε ο ικανότερος από τους πολεμιστές..."

Για να δούμε τώρα τι μας λέει ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ, ξεκινώντας την εξιστόρηση των κατορθωμάτων του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ:

Τόμος Α'.κεφ.1. "Λέγεται ότι ο Φίλιππος πέθανε την εποχή που επώνυμος άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Πυθόδηλος. Όταν, λοιπόν, ο Αλέξανδρος παρέλαβε τη βασιλεία, μια και ήταν γιος του Φιλίππου, πήγε στην Πελοπόννησο εκείνη την εποχή ο Αλέξανδρος ήταν πάνω κάτω είκοσι χρόνων.

Αφού μάζεψε τους κατοίκους της Πελοποννήσου,αξίωσε να του αναθέσουν την ηγεσία της εκστρατείας ενάντια στους Πέρσες, αφού,έτσι κι αλλιώς, την είχαν παραχωρήσει στον Φίλιππο. Και η αξίωση έγινε δεκτή απ' όλους εκτός από τους Λακεδαιμόνιους. Γιατί αυτοί αντέταξαν πως δεν είναι συνηθισμένοι να ακολουθούν άλλους, μα να ηγούνται οι ίδιοι."

Τόμος Α'.κεφ.11. "Όταν λοιπόν ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ κανόνισε τα πράγματα (στη Νότια Ελλάδα), επέστρεψε στη Μακεδονία, όπου θυσίασε στον ΔΙΑ,ακολουθώντας το τυπικό που είχε θεσμοθετήσει ο Αρχέλαος ,και προσευχήθηκε στα Ολύμπια των Αιγών. Κάποιοι ισχυρίζονται πως διοργάνωσε και αγώνες για να τιμήσει τις Μούσες. Και μάλιστα λένε πως τότε άρχισε να ιδρώνει το άγαλμα του Θρακιώτη μουσικού Ορφέα, του γιου του Οιάγρου, και κάθε μάντης έδινε τη δική του εξήγηση γι' αυτό το περίεργο συμβάν. Ο Αρίστανδρος, ένας μάντης από την Τελμισσό, ήταν ο μόνος που ορμήνεψε τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ να είναι θαρραλέος, γιατί αυτό ήταν σημάδι πως οι ποιητές και οι συνθέτες θα κουράζονταν πολύ για να καταφέρουν να εγκωμιάσουν και αυτόν και τα έργα του. Και όταν βρέθηκε στον Ελαιούντα, προσέφερε θυσίες πάνω στον τάφο του Πρωτεσίλαου, θέλοντας να τιμήσει με αυτό τον τρόπο τον πρώτο Έλληνα, από αυτούς που εκστράτευσαν με τον Αγαμέμνονα στην Τροία, που βρέθηκε στην Ασία. Σκοπός της θυσίας ήταν να έχει και η δική του αποστολή την αίσια έκβαση που είχε και η απόβαση του Πρωτεσίλαου. Ο ίδιος ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, πέρασε από τον Ελαιούντα στο λιμάνι των Αχαιών κυβερνώντας το πιο λαμπρό από τα πολεμικά πλοία του στόλου. Λένε ακόμη πως έκανε στάση στο μέσον του Ελλήσποντου, θυσίασε έναν ταύρο στον Ποσειδώνα και προσέφερε σπονδές στις Νηρηίδες από χρυσή κανάτα. Και σύμφωνα με αυτά τα λεγόμενα, ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ήταν ο πρώτος που κατέβηκε και πάτησε με τα όπλα του το Ασιατικό χώμα, ενώ έστησε βωμούς και στο σημείο της Ευρώπης από το οποίο αναχώρησε και στο πρώτο μέρος της Ασίας όπου έφτασε,για να τιμήσει τον Αποβατήριο ΔΙΑ, την Αθηνά και τον Ηρακλή. Μόλις έφτασε στην Τροία,αμέσως τέλεσε θυσία προς τιμήν της Τρωαδίτισσας Αθηνάς και άφησε ως ανάθημα τα όπλα του. Στη θέση τους πήρε τα ΙΕΡΑ ΟΠΛΑ που βρίσκονταν εκεί από την εποχή του Τρωικού Πολέμου. Και, όπως λέγεται,τα όπλα αυτά οι συνοδοί του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ τα κουβαλούσαν πάντα κοντά του όταν πολεμούσε. Τέλος,φημολογείται πως τέλεσε θυσία στο βωμό του Ερκείου ΔΙΑ, για να κατευνάσει την οργή του Πριάμου που καταδίωκε από γενιά σε γενιά την οικογένεια του Νεοπτόλεμου,στην οποία ανήκε και αυτός."

Τόμος Α',κεφ.12: "Μετά την άφιξή του στην Τροία, δέχτηκε χρυσό στεφάνι από τον κυβερνήτη Μενοίτιο, ενώ ταυτόχρονα ήρθε από το Σιγείο ο Αθηναίος Χάρης και άλλοι Έλληνες αλλά και επιχώριοι... Αυτή είναι η μία άποψη, ενώ μια άλλη υποστηρίζει πως αυτός προσέφερε στεφάνι στον τάφο του Αχιλλέα και ο Ηφαιστίωνας στον τάφο του Πάτροκλου. Και λένε ακόμη πως ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ εγκωμίασε τον Αχιλλέα για την ευτυχία που του έλαχε, να τον αναφέρει ο Όμηρος." 

ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ - ΤΑ ΙΕΡΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ

[...Κι αυτός απ' το κακό δε δέχτηκε να τους γλιτώσει ατός του,
μα είπε στον Πάτροκλο και ζώστηκε την εδική του αρμάτα,
και τον ξαπόστειλε στον πόλεμο, κι άλλους πολλούς μαζί του.
Κι ολημερίς έστησαν πόλεμο στο Ζερβοπόρτι γύρα·
και μες στη μέρα εκείνη θα 'παιρναν το κάστρο, αν του Μενοίτιου
το γαύρο γιο, πολλούς που ερήμαξε, στους μπροστομάχους μέσα
δε σκότωνεν ο Φοίβος, δίνοντας στον Έχτορα τη νίκη.
Γι' αυτό και φτάνω εδώ, στα γόνατα να σου προσπέσω. αν θέλεις
κράνος στο γιο μου το λιγόχρονο να δώσεις και σκουτάρι
κι ώριες κνημίδες, στους αστράγαλους σφιγμένες με θηλύκια,

και θώρακα ό δικός του εχάθηκεν απ' τον πιστό του ακράνη,
που οι Τρώες σκότωσαν, κι έτσι κοίτεται στη γη φαρμακωμένος.»
Κι ο ξακουσμένος Κουτσοπόδαρος απηλογιά της δίνει:
« Κάνε κουράγιο και μη γνοιάζεσαι για τούτα στην καρδιά σου.
Να 'ταν να μπορούν απ' το θάνατο μακριά τον οργισμένο
να τον γλιτώσω, σύντας η άσπλαχνη θα τον ζυγώνει Μοίρα,
όσο 'ναι αλήθεια αρμάτα ατίμητη πως θα 'χει τώρα, τέτοια,
που όσοι τη βλέπουν να σαστίζουνε στην οικουμένη πάσα.»
Ως είπε τούτα, παρατώντας τη στα φυσερά διαγέρνει'
στη φλόγα τα 'γυρε και πρόσταξε ν' αρχίσουν να δουλεύουν.

Κι αυτά ήταν είκοσι, και κίνησαν μαζί, και στα καμίνια.
φυσούσαν, δυνατά ξεχύνοντας λογής λογής αγέρα,
πότε τον Ήφαιστο, σα βιάζουνταν, γοργά να παραστέκουν,
και πότε πάλε όπως τον βόλευε, να βγει η δουλειά ως την άκρα.
Ρίχνει μετά καλάι κι ατίμητο μες στη φωτιά χρυσάφι
κι ασήμι και χαλκό ακατάλυτο, και γρήγορα απιθώνει
το αμόνι το τρανό στο κούτσουρο, και πήρε στο 'να χέρι
τη δυνατή βαριά, και στο άλλο του χερώνει το διλάβι.
Και πρώτα δυνατό, θεόρατο βάζει μπροστά σκουτάρι
δουλεύοντας το ολούθε· στέριωσε τριπλό λαμπρό στεφάνι

λιόφωτο γύρα, και το κρέμασεν από λουρί ασημένιο.
Με πέντε φύλλα τότε το 'στρωσε, μετά στη ράχη απάνω
λογής λογής πλουμίδια εχάραξε με τη σοφή του τέχνη.
Βάζει τη γης, βάζει τη θάλασσα, βάζει τα ουράνια απάνω,
βάζει τον ήλιο τον ακούραστο, τ' ολόγιομο φεγγάρι,
κι όλα τ' αστέρια, ως στεφανώνουνε τον ουρανό τρογύρα'
το Αλετροπόδι, τα Βροχάστερα, την ώρια Πούλια βάζει
και το Χορό τον Εφταπάρθενο, που τόνε λεν κι Αμάξι,
κι αυτού γυρνάει παραμονεύοντας το Αλετροπόδι πάντα,
και μόνο αυτός λουτρό δε χαίρεται στον Ωκεανό ποτέ του.

Κι ακόμα παίρνει βάζει απάνω του δυο πολιτείες ανθρώπων,
πανέμορφες· στη μια ξεφάντωσες ιστόρησε και γάμους·
τις νύφες παίρναν απ' τα σπίτια τους με φώτα, με λαμπάδες,
και τις περνούσαν με νυφιάτικα τραγούδια από τις ρούγες.
Και στρουφογύριζαν χορεύοντας οι νιοί, κι ανάμεσα τους
φιαμπόλια και κιθάρες άκουγες να παίζουν κι οι γυναίκες
στην πόρτα η καθεμιά τους έστεκε και θάμαζε το ψίκι.
Κι οι άντρες στη σύναξη εμαζώνουνταν, πλήθος μεγάλο, κι είχε
καβγάς ανάψει δυο τους μάλωναν για κάποιου σκοτωμένου
την ξαγορά κι ο πρώτος φώναζε κι όρκίζουνταν στους άλλους

πως έχει ξεπλερώσει, ο δεύτερος πως τίποτα δεν πήρε.
Και σε κριτή κι οι δυο τους γύρευαν να παν να βγάλει κρίση.
Κι ο κόσμος εμοιράστη κι έπαιρνε και των δυονώ το μέρος·
κι οι κράχτες να κρατήσουν πάλευαν τον κόσμο, κι οι γερόντοι
στα μαγλινά πεζούλια εκάθιζαν, στο άγιο το αλώνι μέσα'
κι από τους κράχτες τους βροντόλαλους ραβδιά στα χέρια έπαιρναν,
κι αυτά κρατώντας εσηκώνουνταν να κρίνουν ένας ένας.
Κι ήταν στη μέση εκεί δυο τάλαντα χρυσάφι απιθωμένο,
όποιος απ' όλους φρονιμότερα μιλούσε να το πάρει.
Στην άλλη πόλη ωστόσο ολόγυρα κάθονταν δυο φουσάτα,

κι άστραφταν τ' άρματά τους· δίγνωμη βουλή κρατούσε ετούτους:
να την κουρσέψουνε πατώντας τη, για και το βιος ακέριο
που 'χε το κάστρο τ' ώριο μέσα του στα δυο να το μοιράσουν;
Μα εκείνοι αρνιούνταν, κι αρματώνουνταν κλεφτάτα για καρτέρι·
στα τείχη έστεκαν οι γυναίκες τους και τα μικρά παιδιά τους
κι οι άντρες που γερατιά τους πλάκωναν, ψηλά να το φυλάνε.
Κι οι επίλοιποι εκινούσαν κι άνοιγαν μπρος η Αθηνά Παλλάδα
κι ο Άρης το δρόμο τους, ολόχρυσοι και στα χρυσά ντυμένοι,
ψηλοί, πανώριοι μέσα στ' άρματα, καί σα θεοί απ' τους άλλους
μεμιάς ξεχώριζαν, τι ανάριμμα τόσο οι θνητοί δεν εϊχαν...]

ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ -Σ-

1 σχόλιο :

  1. ΑΣΠΙΔΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ , ΕΝΑ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΚΑΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ ΠΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ ΤΙΣ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή