Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Φιλοσοφική Ηθική

Οι πρώιμοι φιλόσοφοι

Δεν θα ήταν εξ ολοκλήρου αλήθεια να ισχυρισθούμε ότι οι πρώιμοι φιλόσοφοι δεν ενδιαφέρονταν για ερωτήματα που αφορούσαν τον τρόπο που θα έπρεπε να ζει ο άνθρωπος, παρ’ όλο που οι γραπτές μαρτυρίες κυριαρχούνται από ερωτήματα τα οποία ανήκουν στον χοίρο της φυσικής φιλοσοφίας και της κοσμολογίας.

Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 570 π.Χ. κι έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του τον επόμενο αιώνα. Οι μεταγενέστεροι Έλληνες τον θεωρούν ιδρυτή της Ελεατικής φιλοσοφίας και δάσκαλο του Παρμενίδη, πιθανότατα. Ήταν ηθικολόγος, πράγμα που μπορούμε να το δούμε από την επίθεσή του στους θεούς του Ομήρου και του Ησιόδου.

Ο Όμηρος και ο Ησίοδος έχουν αποθέσει στα πόδια των θεών οτιδήποτε οι άνθρωποι θεωρούν όνειδος και ντροπή, κλεψιά, μοιχεία και αμοιβαίο δόλο.
(DK 21, απόσπασμα 11)

Επιτέθηκε στον ανθρωπομορφισμό, επισημαίνοντας ότι οι νέγροι έχουν μαύρους θεούς με πλακουτσωτή μύτη, οι Θράκες έχουν κοκκινομάλληδες θεούς με μπλε μάτια και ότι, αν τα ζώα είχαν θεούς, αυτοί θα έμοιαζαν με ζώα· πίστευε σε ένα ανώτατο ον, που δεν έπρεπε να το αντιλαμβάνεται κανείς με ανθρώπινη μορφή. Επεσήμανε τη σχετικότητα του γλυκού και του ξινού, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τον ηθικό σχετικισμό που, κατά πάσα πιθανότητα, δεν κατείχε καν ο ίδιος.

Ο διάδοχος του, ο Παρμενίδης, όπως και ο Ξενοφάνης, έγραψε σε έμμετρο λόγο. Παραδόξως, απαρνήθηκε τον χρόνο και τη πολυμορφία, επιβεβαιώνοντας ότι η μόνη δήλωση που δικαίως μπορεί να γίνει είναι «Ένα πράγμα που υπάρχει, υπάρχει». Αλλά ο μύθος που συμβολίζει τη φιλοσοφική του αναζήτηση, προσδίδοντάς του την ένταση θρησκευτικής αποκάλυψης, εξυψώνει την Αλήθεια και τη Δίκη, η οποία προσωποποιείται και απεικονίζεται ως εκδικητής και ζευγαρωμένη με τη θέμιδα. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι εννοεί ο Παρμενίδης με τη λέξη δίκη. Δεν είναι τα έθιμα των ανθρώπων. Μπορεί να σημαίνει -κάπως αόριστα - τη δικαιοσύνη, αλλά δεν έχει να κάνει με τη συνηθισμένη έννοια του ανθρώπινου νόμου ή της ηθικής. Είναι περισσότερο σαν το Ταό, τον Τρόπο των Πραγμάτων.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να πούμε τι είναι πρώιμο και τι όχι, στους Πυθαγόρειους. Ο δυϊσμός εμφανίζεται στον Πίνακα των Αντιθέτων (Αριστοτέλης, Μεταφυσικά, 1986α 23-7).

Πέρας και Άπειρο

Περιττόν και Άρτιον

Εν και Πλήθος

Δεξιόν και Αριστερόν

'Αρρεν και Θήλυ

Ηρεμούν και Κινούμενον

Ευθύ και Καμπύλον

Φως και Σκότος

Αγαθόν και Κακόν

Τετράγωνον και Ανισόμηκες

Το καλό (αγαθόν) και το κακό (κακόν) δεν έχουν ηθική χροιά εδώ, αλλά είναι λέξεις που εκφράζουν επιδοκιμασία και αποδοκιμασία αντίστοιχα. Βρίσκουμε, επίσης, να αναφέρεται ότι η αρετή, η αρίστευση, αποτελεί μια κατάσταση ταυτόχρονης συνύπαρξης αξιών (αρμονία), όπως η υγεία, το αγαθό και ο Θεός (Διογένης Λαέρτιος 8.33). Σε ένα μάλλον διαφορετικό επίπεδο, υπάρχει ακόμη μια σειρά δημοφιλών, σχεδόν μαγικών, κανόνων στους οποίους, κάποια στιγμή, προσετέθησαν αλληγορικές ερμηνείες. Έτσι, η φράση «Μη σκαλίζεις τη φωτιά με μαχαίρι», σημαίνει «Μην υποκινείς το πάθος ή την υπερηφάνεια»· «Μην υπερβαίνεις τη ζυγαριά», σημαίνει «Μην ξεπεράσεις τα όρια της ορθής κρίσης και της δικαιοσύνης»· «Μην κάθεσαι στη χοίνικα[1]», σημαίνει «Να σκέπτεσαι το ίδιο και το σήμερα και το αύριο»· «Μην τρως την καρδιά σου», σημαίνει «Μην αφήσεις τη ζωή σου να χαθεί απ’ τα προβλήματα και τον πόνο»· «Μην κοιτάζεις πίσω όταν φεύγεις ταξίδι», σημαίνει «Μην προσκολλάσαι στη ζωή όταν πεθαίνεις» (Διογένης Λαέρτιος, 8.17-8). Κάποια από αυτά τα ορθολογικά γνωμικά, ήταν ευρύτατα διαδεδομένα κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Κατά τα άλλα, διακρίνουμε μια έμφαση στη φιλία και στην κοινότητα, κι αυτό φαίνεται να συμπεριλαμβάνει εξ ίσου τους άνδρες και τις γυναίκες. Το δόγμα της μετεμψύχωσης, υπονοεί ενδεχομένως μια μορφή θεϊκής ανταμοιβής ή τιμωρίας.

Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος, που δραστηριοποιήθηκε γύρω στο 500 π.Χ., ήταν διαβόητα σκοτεινός και αφοριστικός. Ισχυριζόταν ότι υπήρχε μία και μοναδική γνώση, για να καταλάβει κανείς τον τρόπο που κινούνταν το σύμπαν (DK 22, απόσπασμα 41). Αυτή η μοναδική γνώση «είναι πρόθυμη και απρόθυμη μαζί να αποκαλείται με το όνομα του Δία» (απόσπασμα 32). Αυτό υπονοεί ότι είναι ο ανώτατος. αλλά όχι ένας προσωπικός Θεός. Δεν έχουμε την αίσθηση ότι πρόκειται για κάποιο ηθικό σύστημα. «Η απαθής ψυχή είναι σοφότερη και καλύτερη» (απόσπασμα 118). Ο Ηράκλειτος θεωρούσε ότι η φωτιά αποτελεί τη βάση του υλικού κόσμου. «Όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι εκπορεύονται από τον έναν και μοναδικό θεϊκό νόμο» (απόσπασμα 114). «Ο χαρακτήρας του ανθρώπου αποτελεί τον δαίμονά του» (απόσπασμα 119) - που ίσως να είναι ο φύλακας του, ίσως το πεπρωμένο του. Περαιτέρω, δεν μπορούμε να διακρίνουμε τίποτε άλλο, εκτός ίσως από μια αποστροφή για την υπερβολή.

Ο Εμπεδοκλής καταγόταν από τον Ακράγαντα της Σικελίας και δραστηριοποιήθηκε γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Υποστήριζε μια σύνθετη κοσμογονία σύμφωνα με την οποία υπήρχαν τέσσερεις «ρίζες»: η γη, ο αέρας, η φωτιά και το νερό, και δύο ελεγκτικές δυνάμεις: η αγάπη (φιλότης) και η διαμάχη (νεῖκος). Η διαμάχη στοχεύει σε μια κατάσταση κατά την οποία τα τέσσερα στοιχεία είναι ξέχωρα, ενώ η αγάπη σε μία μοναδική, ομοιογενή ενότητα κατά την οποία, τα τέσσερα στοιχεία είναι αναμεμειγμένα. Ένας κόσμος, όπως ο δικός μας, μπορεί να προκύψει μόνο κατά τη διάρκεια μιας ενδιάμεσης περιόδου του κοσμικού κύκλου, και ο Εμπεδοκλής, όντας πεσιμιστής, έλεγε ότι στον κόσμο μας κυριαρχεί η φιλονικία. Όσον αφορά στους ανθρώπους, έγραψε για μια κατάσταση πρωταρχικής αθωότητας. Η αρχική αμαρτία ήταν η αιματοχυσία ζώων αλλά και ανθρώπων. Όπως ο Πυθαγόρας, έτσι και ο Εμπεδοκλής πίστευε στη μετεμψύχωση. Φαίνεται, μάλιστα, ότι θεωρούσε τους «προφήτες, υμνωδούς, ιατρούς και βασιλείς» ως τις ανώτατες γήινες ενσαρκώσεις, μετά από τις οποίες ακολουθεί η αθανασία (DK 31, απόσπασμα 146-7).

Μα, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι ο σεβασμός απέναντι στους ξένους συμπεριλαμβάνεται στις καλές πράξεις, (απόσπα­σμα 112), δεν μπορούμε να εντοπίσουμε έναν ηθικό κώδικα, μέ­σω του οποίου επιτυγχάνεται μια ανώτερη ζωή.

Οι σοφιστές

Υπήρξαν πενήντα χρόνια σχετικής ειρήνης και ευημερίας στην κυρίως Ελλάδα, στο διάστημα ανάμεσα στους Περσικούς Πολέμους και στον Πελοποννησιακό πόλεμο μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Τα μέλη των ανωτέρων κοινωνικά στρωμάτων βρέθηκαν να έχουν ελεύθερο χρόνο. Μια ομάδα ικανών διδασκάλων συμπλήρωσε ένα κενό, προσφέροντας μαθήματα έναντι αμοιβής, πάνω σε μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων περιόδευαν από τόπο σε τόπο. Ήταν οι «Σοφιστές»· η λέξη σήμαινε αρχικά «ειδικός».

Ήταν μια εποχή οριζόντων που διευρύνονταν, επιστημονικής περιέργειας και συνεχώς αυξανόμενου σκεπτικισμού απέναντι στις κατεστημένες αξίες. Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος έγραψε την Γης Περίοδον, όπου περιέγραφε διαφορετικούς τρόπους ζωής, από την Ισπανία μέχρι την Ινδία. Ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς αφηγείται απολαυστικά μια ιστορία για τον Δαρείο, ο οποίος έφερε κοντά μια φυλή Ινδών, που τα μέλη της συνήθιζαν να τρώνε τους νεκρούς γονείς τους και μερικούς Έλληνες οι οποίοι τους αποτέφρωναν: όλοι σοκαρίστηκαν με την πρακτική των άλλων (3.38). Ο Ηρόδοτος δεν κρίνει· τα έθιμα είναι αυτά που αποφασίζουν. Παρόμοιες συσχετίσεις αναλύθηκαν λεπτομερώς σ’ ένα σοφιστικό έργο στα τέλη του αιώνα, ονόματι Δισσοί Λόγοι («Τα Υπέρ και τα Κατά», θα ήταν ένας καλύτερος τίτλος). Για παράδειγμα, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν καλός και κακός ταυτοχρόνως: καλός για τους νικητές Σπαρτιάτες, κακός για τους ηττημένους Αθηναίους. Οι Μακεδόνες θεωρούν ότι είναι τιμητικό για ένα κορίτσι να έχει σεξουαλικές εμπειρίες πριν από τον γάμο, οι υπόλοιποι Έλληνες το θεωρούν επονείδιστο. Το όλο θέμα μπήκε σε μια πιο επιστημονική βάση από τους ιπποκράτειους ιατρούς, οι οποίοι ασκούσαν την κλινική επιστήμη που είχε ξεκινήσει ο Ιπποκράτης τον 5ο αιώνα, με έδρα το νησί της Κω. Το Περί αέρων, υδάτων και τόπων, υπογραμμίζει το γεγονός ότι το γεωγραφικό περιβάλλον επηρεάζει τη φυσική και πνευματική ικανότητα και τη συμπεριφορά. Πράγμα που είναι μέρος της διαμάχης μεταξύ Νόμου και Φύσεως.

Οι Σοφιστές[2] ισχυρίζονταν ότι δίδασκαν τη σοφία. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι δίδασκαν το είδωλο και όχι την ουσία της σοφίας (Σοφιστικοί Έλεγχοι, 165 α)· Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Απομνημονεύματα, 1.6.13), ο Σωκράτης τούς αποκαλούσε «πόρνους», επειδή προσέφεραν σοφία επί πληρωμή. Μπορεί, επίσης, να ισχυρίζονταν ότι δίδασκαν την αρετή. Η λέξη παραμένει ασαφής και, στα χέρια κάποιων επαγγελματιών, σήμαινε «πώς να αναρ- ριχηθείς στην κοινωνία». Αυτό ήταν από μόνο του ανήθικο, ή μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι ανήθικο. Σταθερή επιδίωξη πολιτικών και δικηγόρων είναι να παρουσιάζουν τον χειρότερο αγώνα ως τον καλύτερο: η Αθήνα, καθώς και άλλα κράτη, ήταν πόλεις πολιτικοποιημένες και φιλόδικες· ωστόσο, οι επαγγελματίες πέρασαν εύκολα από την ενίσχυση μιας αδύναμης επιχειρηματολογίας στην «επιχρύσωση» μιας ανήθικης σειράς μαθημάτων με ένα επιφανειακό στρώμα ηθικής. Αυτό ήταν ιδιαίτερα περίπλοκο με τους Σοφιστές, αφού, όσο κι αν πολλοί από τους ηγετικούς διδάσκαλους ήταν άνδρες μεγάλης ηθικής ακεραιότητας, έτειναν σ’ έναν απροκάλυπτο αγνωστικισμό. Ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα, ο πλέον διακεκριμένος απ’ όλους, εξέφρασε τον αγνωστικισμό στη θρησκεία υποστηρίζοντας, παράλληλα, ότι υπήρχαν δύο όψεις σε κάθε πράγμα (Διογένης Λαέρτιος, 9,51) ενώ, σ’ έναν πασίγνωστο και ακόμη αινιγματικό αφορισμό ανέφερε: «Ο άνθρωπος [ή το «ανθρώπινο ον»] είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, της ύπαρξης αυτού που υπάρχει και της μη ύπαρξης αυτού που δεν υπάρχει» (DK 80 απόσπασμα 1). Μπορεί να πρόκειται για μια άρνηση κάθε θεϊκής βάσης, όσον αφορά στην κρίση των αξιών. Μπορεί, όμως, και να σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος είναι κριτής της δικής του/δικής της αλήθειας. Αυτό που μου φαίνεται γλυκό, είναι γλυκό- αν πεις «Όχι», τότε αυτή η γλυκύτητα παύει να υπάρχει - για σένα. Είναι ένα μικρό βήμα για να προχωρήσουμε παραπέρα. Αυτό που φαίνεται δίκαιο σ’ εμένα, είναι δίκαιο· αν πεις «Όχι», αυτή η δικαιοσύνη παύει να υπάρχει - για σένα. Δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο.

Η χαρακτηριστικά σοφιστική θέση (από εχθρική οπτική γωνία) εκφράζεται από τον Θρασύμαχο στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα. Παραμένει αμφίβολο κατά πόσο η εικόνα που μας δίδεται είναι η ορθή, αφού ένα από τα λίγα, επιβεβαιωμένα αυθεντικά αποσπάσματα του Θρασύμαχου (DK 85, απόσπασμα 8), λέει: «Οι θεοί δεν επιτηρούν τις ανθρώπινες υποθέσεις. Δεν θα παραμελούσαν ποτέ τη δικαιοσύνη, το μεγαλύτερο από τα ανθρώπινα αγαθά. Όπως έχει η κατάσταση, είναι ολοφάνερο ότι οι άνθρωποι δεν τη χρησιμοποιούν ποτέ». Στον Πλάτωνα, ο Θρασύμαχος επιχειρηματολογεί λέγοντας ότι η δικαιοσύνη είναι απλώς αυτό που βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος της ισχυρότερης πλευράς. Δικαιοσύνη σημαίνει υπακοή στον νόμο· οι νόμοι δημιουργούνται από την ισχυρότερη πλευρά, με βάση το συμφέρον της· επομένως, η δικαιοσύνη είναι αυτό για το οποίο ενδιαφέρεται η ισχυρότερη ομάδα. Ο Θρασύμαχος δεν είναι αρκετά αμοραλιστής, ώστε να στηρίξει το παράδοξό του. Τα δύο ιδιαίτερα ενδιαφέροντα σημεία, είναι η δημοφιλής άποψη που συνδέει μια έντονα ηθική χροιά με την τήρηση των νόμων, και η σοφιστική υπόθεση ότι όλα, έτσι κι αλλιώς, είναι υποκειμενικά.

Μια αξία στην οποία οι σοφιστές συμφωνούν ομόφωνα είναι η εκπαίδευση. Αλλά η εκπαίδευση είναι το μέσον, όχι ο σκοπός.

Σωκράτης

Με τον Σωκράτη αντιμετωπίζουμε ένα σημαντικό πρόβλημα. Δεν είναι ο κατάλληλος τόπος εδώ να μπούμε σε λεπτομέρειες όσον αφορά στο επιλεγόμενο «Σωκρατικό Πρόβλημα». Αρκεί να πούμε ότι δύο είναι οι κύριες πηγές μας σχετικά με τον Σωκράτη (υπάρχει και μια μεταγενέστερη βιογραφία, από τον Διογένη Λαέρτιο, όπως και μια καρικατούρα του στις Νεφέλες του Αριστοφάνη). Πρώτη πηγή μας είναι ο Ξενοφών, στις σελίδες του οποίου ο Σωκράτης παρουσιάζεται ως ένας θρησκόληπτος και ανιαρός ηθικολόγος. Η δεύτερη είναι ο Πλάτων, στους περίφημους διαλόγους του οποίου, παρουσιάζεται ως ένας έξοχος και εποικοδομητικός μεταφυσικός. Καμιά από τις δύο πηγές δεν μπορεί να είναι αυθεντική. Εάν αποδεχθούμε τη μαρτυρία του Αριστοτέλη (όπως και πρέπει να κάνουμε ίσως), ο Πλάτων έβαλε τις δικές του μεταφυσικές θεωρίες στο στόμα του διδασκάλου του. Μα, αν ο Πλάτων επέβαλλε τη δική του, διαφορετική ιδιοφυία στον Σωκράτη, ο Ξενοφών δημιούργησε έναν Σωκράτη, όμοιο με τη δική του, άχρωμη εικόνα. Οι Αθηναίοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να εκτελέσουν τον Σωκράτη του Ξενοφώντα. Η άποψη που υιοθετείται εδώ, είναι ότι η εικόνα που μας προσφέρουν οι πρώιμοι Πλατωνικοί Διάλογοι είναι γενικώς αυθεντική. Σ’ αυτό, πρέπει να προσθέσουμε ότι δευτερεύουσες αναφορές στη γραμματεία του 5ου και του 4ου αιώνα, δείχνουν ότι οι σύγχρονοί του τον θεωρούσαν έναν πολιτικά υπονομευτικό σοφιστή.

Ο Αριστοτέλης λέει ότι ο Σωκράτης καταγινόταν με θέματα περί ηθικής (Μεταφυσικά, 1.987 β J). Ο Ξενοφών (του οποίου η μαρτυρία μπορεί να γίνει αποδεκτή μόνο όταν συμφωνεί με αυτή των άλλων) λέει:

Συζητούσε πάντα περί των ανθρωπίνων θεμάτων, εξετάζοντας τι είναι ευσεβές, τι ασεβές, τι καλόν, τι αισχρόν, τι δίκαιον, τι άδικον, τι είναι η σωφροσύνη, τι είναι τρέλα, τι θάρρος, τι δειλία, τι είναι μια πόλη-κράτος, τι ο πολιτικός άνδρας, τι είναι η Αρχή πάνω στον άνθρωπο, τι σημαίνει για έναν άνθρωπο να έχει εξουσία.
(.Απομνημονεύματα, 1.1.16)

Αυτό που φαίνεται ότι ο αυθεντικός Σωκράτης δεν έκανε, είναι να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά του. Για παράδειγμα, στον Λάχη του Πλάτωνα, υστέρα από μια συζήτηση για επίδειξη πάλης με όπλα, ο Σωκράτης ρωτάει τι είναι αρετή· έπειτα, απομονώνει το κομμάτι εκείνο της αρετής το οποίο υποτίθεται ότι προάγει η πάλη με τα όπλα, το θάρρος (ανδρεία). Τι είναι θάρρος; Ο Λάχης, ένας στρατιώτης, λέει ότι θάρρος είναι να μην εγκαταλείπεις τη μάχη. Ο Σωκράτης δεν δυσκολεύεται να αποδείξει ότι μπορεί κανείς να δείξει θάρρος και κατά την υποχώρηση. Ο Λάχης τώρα περνάει από το παράδειγμα στη διατύπωση ενός ορισμού: θάρρος είναι ένα είδος αντοχής της ψυχής. Δεν είναι καλή απάντηση: στον ανόητο, η αντοχή δεν είναι προσόν προς θαυμασμό - και έπειτα, δεν είναι πιο θαρραλέο να υπομένεις όταν υπάρχουν αντιξοότητες, παρά όταν δεν υπάρχουν; Ο Νικίας, ένας άλλος στρατιώτης, παίρνει τον λόγο, και ύστερα από κάποιες λογομαχίες, υποστηρίζει ότι θάρρος είναι η γνώση των πραγμάτων που πρέπει κανείς να φοβάται ή να αψηφά. Ο Σωκράτης τον οδηγεί να παραδεχθεί ότι αυτό συνεπάγεται μια ευρύτερη γνώση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, του καλού και του κακού - είναι κάτι πολύ ευρύτερο από το θάρρος. Ο διάλογος τελειώνει εκφράζοντας την απορία, την αδυναμία, δηλαδή, να δοθεί απάντηση στο ερώτημα. Το ίδιο και στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας· ποικίλοι ορισμοί δόθηκαν για τη δικαιοσύνη οι οποίοι εν τέλει απορρίφτηκαν: το να λες την αλήθεια και το να επιστρέφεις ό, τι σου έχουν εμπιστευθεί, να βοηθάς τους φίλους και να βλάπτεις τους εχθρούς, το συμφέρον του ισχυρότερου.

Η μαρτυρία τόσο του Ξενοφώντα όσο και του Πλάτωνα, μας δείχνει ότι ο Σωκράτης θεωρούσε την αρίστευση, την αρετή, με όρους λειτουργίας, ενώ ξεχώριζε τη δεξιοτεχνία από τις άλλες επιτηδειότητες. Υπάρχει ένα ιδιαίτερα καλό παράδειγμα προς το τέλος του πρώτου βιβλίου της Πολιτείας (352 Β 4-Α): η αρετή ενός κλαδευτηριού είναι να κλαδεύει, ενός ματιού να βλέπει, ενός αφτιού να ακούει. Αυτό προϋποθέτει μια τελεολογική άποψη για το σύμπαν και, όπως το παρουσιάζει ο Ξενοφών, μια ανθρωποκεντρική άποψη, μέσω της οποίας ο φυσικός κόσμος υπηρετεί τις ανάγκες και τις ηδονές των ανθρώπων. Η ερώτηση ακολουθεί αναπόφευκτα: Σε τι συνίσταται η αρετή του ανθρώπου; Ο Σωκράτης έδωσε την απάντηση ότι συνίσταται στη φροντίδα της ψυχής, λέξη που συμπεριλαμβάνει τη θεμελιώδη αρχή της ζωής, τη νόηση και την ηθική προσωπικότητα. Η αρετή δεν έρχεται από τα αγαθά (όπως έλεγε η παλαιά τάξη), αν και τα αγαθά μπορεί να ακολουθήσουν την αρετή. Επομένως, η αντίληψη του Σωκράτη για την αρετή έχει ηθική χροιά, αλλά όχι μόνο.

Ο Σωκράτης ήταν διάσημος για δύο παράδοξα. Το πρώτο ισχυριζόταν ότι «η αρετή είναι γνώση». Πρόκειται για ένα εσκεμμένο παράδοξο, όχι έναν ορισμό. Συμπεριλαμβάνει την αυτογνωσία· συμπεριλαμβάνει τη γνώση του στόχου, του σκοπού, του τέλους, που σημαίνει ότι συμπεριλαμβάνει και μια δέσμευση να αναληφθεί πράξη· συμπεριλαμβάνει την πλήρη γνώση των περιστάσεων. Αν ένα άτομο διαπράξει κάτι λάθος ή κακό, ξέρει πραγματικά τι κάνει; Κι εδώ έρχεται το δεύτερο παράδοξο: «κανείς δεν κάνει λάθος με τη θέλησή του». Αν κάνει κάποιος λάθος, θα το κάνει είτε λόγιο άγνοιας είτε από εξαναγκασμό. Το λάθος πάντα βλάπτει αυτόν που το πράττει. Κανένας δεν βλάπτει τον εαυτό του με τη θέλησή του. Εδώ, η αντιστοιχία είναι σημαντική: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί μια αντιστοιχία μεταξύ του παραπτώματος και της ασθένειας.

Ο Σωκράτης ισχυριζόταν ότι δεν δίδασκε. Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ισχυριζόταν ότι ακολούθησε όχι το επάγγελμα του πατέρα του αλλά της μητέρας του. Δεν πίεζε κανέναν να μπει στο δικό του καλούπι: τον βοηθούσε να δώσει ζωή στις σκέψεις που υπήρχαν μέσα του. Το ότι ο ισχυρισμός του ήταν αυθεντικός φαίνεται από την ποικιλία των φιλοσοφικών θέσεων αυτών με τους οποίους συναναστρεφόταν. Οι ερωτήσεις του συχνά ήταν παραπειστικές, αλλά δεν είναι δυνατόν να κτίσει κανείς ένα σύστημα με βάση τα λεγόμενά του.

Δημόκριτος

Ο Δημόκριτος από τα Άβδηρα συγκαταλέγεται μεταξύ των Προσωκρατικών, αλλά ήταν νεότερος από τον Σωκράτη και πέθανε σε βαθιά γεράματα. Η συμβολή του στη θεωρία των ατόμων, με την οποία έγινε πασίγνωστος, δημοσιεύθηκε το 405 π.Χ. Τα ηθικά γνωμικά που αποδίδονται σ’ αυτόν, αποδίδονται και σε κάποιον Δημοκράτη[3]: ίσως να επρόκειτο για μια ανορθογραφία του ονόματος του· έζησαν και οι δύο τον 4ο αιώνα. Ο Δημόκριτος ήταν ένας ηδονιστής, που βρήκε τον στόχο της ανθρώπινης ζωής στην ευτυχία, για την οποία χρησιμοποιεί μια ποικιλία όρων. Αποτελεί ιδιότητα της ψυχής (DK 68, απόσπασμα 170). Καμιά φορά, μιλά για ευεξία ή για ευθυμία ή για απαλλαγή από την ανησυχία (αταραξία). Όταν φθάνει στα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού, δείχνει μια αρνητική στάση και συνιστά αποφυγή της υπερβολής (απόσπασμα 233)· η υπερβολή καταστρέφει τη διασκέδαση. Άλλα πράγματα που πρέπει να αποφευχθούν είναι οι ανόητες προσδοκίες (απόσπασμα 292), ο φθόνος (απόσπασμα 191), η απληστία (απόσπασμα 219), η τσιγκουνιά (απόσπασμα 227), η εριστικότητα (απόσπασμα 237) και η ευχαρίστηση για τις συμφορές τον άλλων (απόσπασμα 289). Μεταξύ των θετικών χαρακτηριστικών, ξεχωρίζει το θάρρος (απόσπασμα 213) ως βοήθεια στην αντιμετώπιση των συμφορών, τη δικαιοσύνη (απόσπασμα 215) και τη σοφία (απόσπασμα 216). Ωστόσο, δεν εμβαθύνει ιδιαίτερα.

Πλάτων

Ερχόμαστε τώρα στους δυο σημαντικότερους συστηματικούς στοχαστές: τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Είναι αδύνατον να κάνουμε κάτι περισσότερο απ’ το να αγγίξουμε λίγο κάποιες από τις βασικές θεωρίες της σκέψης τους.

Ο Πλάτων (427-347 π.Χ.) είχε επηρεαστεί από τον Σωκράτη, όταν ο ίδιος ήταν νεαρός και ο Σωκράτης ηλικιωμένος. Κατέγραψε την άκαρπη έρευνα του Σωκράτη για τις αξίες, χωρίς να μένει ικανοποιημένος από λαϊκές παροιμίες ή ιδιαίτερα περιστατικά, θέλοντας να μάθει ποιο είναι το κοινό στοιχείο που έχουν, για παράδειγμα, οι θαρραλέες πράξεις, που τις καθιστά θαρραλέες, χωρίς πάντως να βρει ποτέ την απάντηση. Μελέτησε μαζί με τους μαθητές δύο παλαιότερων στοχαστών, του Παρμενίδη -που έλεγε ότι η αληθινή πραγματικότητα δεν μπορεί να αλλάξει- και του Ηρακλείτου (και του μαθητή του Κρατύλου), ο οποίος έλεγε ότι ο κόσμος γύρω μας αλλάζει διαρκώς. Έπειτα, πήγε στη Νότια Ιταλία και στη Σικελία, όπου ήλθε σε επαφή με τους Πυθαγορείους και αφομοίωσε τη μαθηματική τους φιλοσοφία. Μια γεωμετρική πρόταση, όπως το Πυθαγόρειο Θεώρημα, σύμφωνα με το οποίο σ’ ένα ορθογώνιο τρίγωνο, το άθροισμα των τετραγώνων τον καθέτων ισούται με το τετράγωνο της υποτείνουσας, αποτελεί για τον ίδιο μια μόνιμη αλήθεια. Αλλά αυτό είναι «περίπου» αλήθεια, για ένα τρίγωνο που σχεδιάστηκε στην άμμο με μια βέργα. Αληθεύει, όχι για ένα τρίγωνο που βλέπουμε με τα μάτια μας αλλά για ένα τρίγωνο που συλλαμβάνουμε με το μυαλό μας. Ο Πλάτων βρήκε εδ(ό ένα κλειδί για να ξεκλειδώσει όλες τις πόρτες. Επειδή δεν έχουμε δει ποτέ μια απολύτως θαρραλέα πράξη, δεν έχουμε δει ποτέ την απόλυτη ομορφιά (καλόν). Έτσι, ο Πλάτων επινόησε τη «Θεωρία των Ιδεών». Η πραγματικότητα ανήκει σ’ έναν αμετάβλητο, αρχέτυπο κόσμο ιδεών, την ιδέα της ομορφιάς, την ιδέα της ανδρείας και πάει λέγοντας, που γίνονται αντιληπτές μόνο μέσω του νου. Τα πράγματα στον υλικό μας κόσμο είναι ατελή, διαρκώς μεταβαλλόμενα και προσωρινά. Για όλα υπάρχει ένα τέλος: τι είναι αυτό που διαρκεί για πάντα; Μόνο οι ιδέες, έλεγε ο Πλάτων. Τα πράγματα της γης μιμούνται ή συμμετέχουν στις αιώνιες ιδέες, αλλά πάντα πλημμελώς. Πέρα από τον κόσμο των ιδεών, βρίσκεται η ιδέα του καλού (αγαθόν), η απόλυτη ιδέα στη μεστωμένη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Το καλό δεν έχει ηθική χροιά, ή τουλάχιστον όχι μόνο. Πρέπει να βρίσκεται πέρα από τις ιδέες, αφού οι ιδέες πρέπει να είναι καλές. Ο Πλάτων, μ’ έναν μυστικιστικό τρόπο, προσθέτει ότι, όπως ο ήλιος δίνει τη δυνατότητα στα μάτια να δουν και στα υλικά αντικείμενα τη δυνατότητα να φαίνονται, έτσι και η ιδέα του καλού δίνει στον νου τη δυνατότητα να αντιληφθεί, και στις ιδέες τη δυνατότητα να γίνουν αντιληπτές.

Η Πολιτεία του Πλάτωνα είναι μια αναζήτηση για δικαιοσύνη (ορθή συμπεριφορά). Για να διευκολύνει την έρευνά του, ο Πλάτων περνάει από το ατομικό στην κοινότητα: η υπόθεση ότι αυτό που μπορεί να βρεθεί στον έναν, θα βρεθεί και στον άλλον, είναι σημαντική. Ξεκινώντας από μια βασική και καθόλου ιδεατή κοινότητα, και περνώντας από εκεί σε έναν πυρετώδη, ξέφρενο και επεκτατικό στρατιωτικό ιμπεριαλισμό, φθάνει απροσδόκητα σε μια συζήτηση σχετική με την καλύτερη οργάνωση μιας πόλης- κράτους και τάσσεται υπέρ μιας σχετικά μικρής αλλά ικανότατης άρχουσας τάξης, χωρίς πρόσβαση στο χρήμα (διαφθορά) ή στην οικογένεια (νεποτισμός), και χωρίς κανένα από τα συνήθη προνόμια που συνεπάγονται τα υψηλά αξιώματα. Οι υπόλοιποι, πλούσιοι και φτωχοί, έμποροι και επιχειρηματίες, αγρότες και τεχνίτες, απαρτίζουν, με πολιτικούς όρους, μια κατώτερη τάξη. Η άρχουσα τάξη υποδιαιρείται στους Φύλακες-Επικούρους και στους Δημιουργούς, που έχουν μεν δυνατότητες, χωρίς όμως να κάνουν τη διαφορά, και που είτε σχηματίζουν τις στρατιωτικές δυνάμεις, είτε παρέχουν διοικητική υποστήριξη. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Πλάτων διαιρεί την ψυχή σε τρία μέρη. Στην κορυφή υπάρχει η λογική (το λογιστικόν), η επιθυμία (το επιθυμητικόν) βρίσκεται στον πάτο, και στη μέση ένα χαρακτηριστικό που απο- καλεί ψυχική διάθεση ή σθένος, ή «νεύρο» (το θυμοειδές), το οποίο τάσσεται πότε με το ένα μέρος και πότε με το άλλο. Εδώ, ίσως βοηθήσει ένα προσωπικό παράδειγμα. Πήγαινα ακόμη σχολείο και μια μέρα, έτρεχα σπίτι να παίξω κρίκετ, όταν είδα μια ηλικιωμένη κυρία, φορτωμένη, να περπατά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η λογική μου, μου είπε να τη βοηθήσω με το φορτίο της· η επιθυμία μου μου είπε να πάω να παίξου κρίκετ. Η επιθυμία μου υπερίσχυσε και, εδώ και πενήντα χρόνια λέω στον εαυτό μου: «Τι αχαΐρευτος που ήσουν, που δεν βοήθησες εκείνην την καημένη, γηραιά κυρία!» Μα, αν είχα ακολουθήσει τη λογική μου, η ψυχική μου διάθεση θα μπορούσε κάλλιστα να μου λέει: «Τι δονκιχωτικά ηλίθια φέρθηκες!» Είναι φανερό ότι αυτός ο παραλληλισμός δεν είναι τέλειος: στο σύμπαν, η ανώτερη κοινωνικά τάξη είναι μοιρασμένη. Πράγματι, στον Φαίδρο, ο Πλάτων απεικονίζει το τριμερές της ψυχής σαν ένα άρμα, όπου ο αρματηλάτης (η λογική) προσπαθεί να ελέγξει δύο άλογα, ένα λευκό και ζωηρό, κι ένα μαύρο, εντελώς αφηνιασμένο: κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η μικρότερη υποδιαίρεση. Ο Πλάτων απονέμει την αρετή της σοφίας στην ανώτερη κοινωνική τάξη και στη λογική, το θάρρος στη δεύτερη κοινωνική τάξη και στην ψυχική διάθεση. Λογικά, θα περιμέναμε να πει ότι η σωφροσύνη (αυτοέλεγχος) ανήκει στην κατώτερη κοινωνική τάξη και στην επιθυμία. Για κάποιον λόγο δεν το κάνει: αντίθετα, το πραγματεύεται σαν να ήταν ενσωματωμένο με τα άλλα ή σαν μια αρμονική συμφωνία όλων των μερών. Στην πραγματικότητα, αυτό μειώνει σε κάποιον βαθμό την αποτελεσματικότητα της ταύτισης της δικαιοσύνης με μια κατάσταση, όπου η σοφία κυβερνά, το θάρρος ενεργεί σε συμφωνία με τις επιταγές της σοφίας και η σωφροσύνη δεν επιτρέπει εσωτερικές συγκρούσεις, είτε πρόκειται για ένα άτομο, είτε για την πόλη. Έτσι, η δικαιοσύνη ενισχύει αποτελεσματικά τα όσα έχει πει ως τώρα. Στον επίλογο της Πολιτείας, ο Πλάτων δικαιολογεί τη δικαιοσύνη σ’ έναν μύθο που μιλά για τη μετά θάνατον ανταμοιβή και τιμωρία.

Πρέπει να εξετάσουμε και έναν άλλο διάλογο του Πλάτωνα, τον Φίληβο, που γράφτηκε προς το τέλος της ζωής του. Το θέμα του είναι η ηδονή. Ο Πλάτων το είχε συζητήσει και παλιότερα, στον Γοργία, με πουριτανική εχθρότητα, αντιπαρατάσσοντας την αναζήτηση της ηδονής με την επιδίωξη του καλού, και στον Πρωταγόρα με μεγαλύτερη διακριτικότητα. Η εξέταση του θέματος στην Πολιτεία συσχετίζει την ηδονή με τη Θεωρία των Ιδεών, αναγνωρίζει τις πνευματικές ηδονές ως τις αγνότερες, διότι από τη μια είναι απαλλαγμένες από τον πόνο, και από την άλλη εξασφαλίζουν μια θέση για τις κατώτερες ηδονές, υπό τον όρο ότι θα παραμείνουν κάτω από την εξουσία της λογικής. Ο Φίληβος ξεκινά με μια συζήτηση σχετικά με το κατά πόσον η ηδονή, η ευτυχία, η τέρψη και λοιπά παρεμφερή είναι πράγματα καλά για όλα τα έμβια όντα. Η ηδονή, όμως, είναι μια συνθέτη έννοια- ο ντε η ηδονή, ούτε η σοφία μπορούν να είναι το υπέρτατο αγαθό. Η καλή ζωή πρέπει να περιέχει την ισορροπία μεταξύ γνώσης και ηδονής. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε προέρχεται από την αποτύπωση του Ορίου ή του Μέτρου πάνω στο Απεριόριστο ή το Αόριστο, εκ μέρους ενός παράγοντα ή μιας πρωταρχικής αιτίας. Ο νους είναι συνδεδεμένος με την αιτία, η ηδονή ανήκει στο απεριόριστο· αλλά η ηδονή όπως τη γνωρίζουμε, βρίσκεται στη σύμμεικτη τάξη της ύπαρξης. Σ' αυτό το σημείο, ακολουθεί μια σύνθετη ανάλυση. Πρώτον, οι ηδονές διαιρούνται σε αυτές του σώματος και σε αυτές της ψυχής. Αυτή η διαίρεση, όμως, δεν είναι απόλυτη: δεδομένου ότι η συνείδηση εμπλέκει την ψυχή, οι (Κυματικές ηδονές μπορεί να περνούν μέσω της ψυχής. Μια δεύτερη διαίρεση περιλαμβάνει τις ηδονές που περιμένουμε, οι οποίες μπορεί να έρθουν, αλλά μπορεί και όχι. Μια τρίτη διαίρεση, έχει σχέση με την ένταση της ηδονής. Τέλος, υπάρχει η διαίρεση μεταξύ καθαρών ηδονών και ηδονών ανάμεικτων με πόνο. Οι ύψιστες είναι οι καθαρές ηδονές, και στην κορυφή όλων, η ομορφιά (κα/Ιόν) και η αλήθεια. Αλλά η ηδονή, καθώς είναι ασταθής, δεν μπορεί να είναι το καλό, αφού το τελευταίο είναι σταθερό, αμετάβλητο και απόλυτο. Για τον άνθρωπο, η καλή ζωή συμπεριλαμβάνει και την ηδονή και τη γνώση. Αλλά στη θεμελιώδη κλίμακα των αγαθών, την κορυφή καταλαμβάνουν τα πράγματα που φανερώνουν τάξη και μέτρο, την αμέσως επόμενη θέση καταλαμβάνουν τα όμορφα ή ευγενή (καλόν) και συμμετρικά, την τρίτη θέση η νόηση και η σοφία, διότι μετέχουν της αλήθειας, την τέταρτη θέση συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία και η πρακτική γνώση, με τις ηδονές τέλος -και μάλιστα, μόνο τις καθαρές ηδονές- να βρίσκονται στην πέμπτη θέση. Να σημειωθεί ότι η συζήτηση που γίνεται στον Φίληβο αφορά στο άτομο και όχι στην κοινωνία.

Ο Λοτζ έκανε έναν κατάλογο με όλες τις υποψηφιότητες για το ύψιστο καλό του Πλάτωνα: 1. Ηδονή (η οποία κατέχει μια θέση αλλά όχι την υψηλότερη). 2. Πλούτος (απλώς ενισχυτικός). 3. Υγεία (συνέπεια της καλής ζωής). 4. Εξουσία (όχι στόχος, αλλά μία κίνηση προς αυτόν). 5. Ευτυχία (που συμπίπτει με την ηθικώς ιδεατή ζωή). 6. Η ζωή του ιδανικού πολίτικου ανδρός (αυτό θα μπορούσε να προ­σφέρει τις περιστάσεις για μια άριστη ζωή αλλά δεν είναι διαθέσιμο). 7. Αθανασία (για τους Έλληνες είναι ισοδύναμο της θεϊκότητας). 8. Καλοσύνη του χαρακτήρα (οι τέσσερεις αρετές της Πολιτείας). 9. Σωφροσύνη (μια όψη αυτών). 10. Δικαιοσύνη (το ίδιο). 11. Ιδιοφυία (οπωσδήποτε μια όψη αυτών). 12. Θρησκεία (μόνον με φιλοσοφικές επιδράσεις). 13. Επιστήμη (μια όψη του ορθολογισμού). 14. Φιλοσοφία (απεικονίζεται συνειδητά ως η ιδεατή ζωή, μα, δεν κάνει φυσικά για τον καθένα). 15. Νόηση (μια δημιουργική ρυθμιστική αρχή). 16. Πολιτισμός. 17. Η κοινότητα. 18. Ευφυής αυτογνωσία. 19. Νόμος και τάξη. 20. Μέτρο ή μέσον (η απουσία του είναι καταστροφική). 21. Η ιδέα του καλού (η αρχή του άριστου). 22. Η αναλυτική ή σύνθετη ζωή (συμπεριλαμβανομένων της ομορφιάς, της καλοσύνης και της αλήθειας, της αγιότητας, της σωφροσύνης, της δικαιοσύνης, της ανδρείας, της σοφίας). 23. Η επιβίωση και η ευημερία του συνόλου (η υπόταξη του μερικού στο σύνολο είναι μια από τις αρχές του Πλάτωνα). 24. Ο Θεός (υπάρχουν προβλήματα σχετικά με την πλατωνική θεολογία αλλά το θεϊκό είναι ένα ζωντανό, ηθικό πρότυπο). Αυτό που θέλει να πει ο Λοτζ είναι ότι δεν πρέπει να υπεραπλουστεύουμε τα πράγματα. Μπορούμε να βρούμε κείμενα στον Πλάτωνα τα οποία εξυψώνουν και εκθειάζουν το καθένα από αυτά. Τα τελευταία λόγια του αποτελούν μια καλή περίληψη των Πλατωνικών αξιών.

Επομένως, το τελικό μας συμπέρασμα είναι ότι το ύψιστο καλό για το σύμπαν, συνίσταται στην ιδανική λειτουργία του συνόλου, έτσι ώστε να αντιλαμβανόμαστε τη μέγιστη δυνατότητα της αξίας που ενυπάρχει σε καθένα από τα στοιχεία- ότι το ύψιστο καλό για έναν συγκεκριμένο άνθρωπο έγκειται στο να ζει έτσι, ώστε να αποτελεί σημαντικό οργανικό τμήμα αυτού του συνόλου και, ακριβώς επειδή ζει έτσι, να συνειδητοποιεί τη δική του βαθιά ευτυχία και ευημερία.

Αριστοτέλης

Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), «Ο δάσκαλος όσων κατείχαν τη γνώση» (όπως είχε πει ο Δάτης), ήταν γιος γιατρού από τις παρυφές του ελληνικού κόσμου. Ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει κοντά στον Πλάτωνα. Ο Πλάτων τού κόλλησε το παρατσούκλι «Ο νους» και έλεγε ότι, εκεί που οι άλλοι χρειάζονταν το κέντρισμα, εκείνος χρειαζόταν τον χαλινό. Όταν ο Πλάτων πέθανε το 347, ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την Αθήνα μετά από 20 χρόνια διαμονής του εκεί, για κάποιες γόνιμες έρευνες πάνω στη βιολογία, στη Μικρά Ασία και στη Λέσβο. Έπειτα, το 342 δέχθηκε μια πρόσκληση να γίνει δάσκαλος του Αλεξάνδρου, ο οποίος αργότερα έγινε γνωστός ως Μέγας. Όταν ο Αλέξανδρος διαδέχθηκε τον πατέρα του, ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην Αθήνα για να διδάξει. Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, κι έχοντας στον νου του τον θάνατο του Σωκράτη, αποσύρθηκε προκειμένου να «σώσει τους Αθηναίους από ένα δεύτερο αμάρτημα εναντίον της φιλοσοφίας».

Τα σημαντικότερα επιτεύγματα του ήταν στις βιολογικές επιστήμες, αλλά η διάνοιά του, επεκτεινόταν σε πολλούς τομείς στους οποίους έγινε αυθεντία. Έχουν διασωθεί αρκετά έργα του περί ηθικής. Το έργο Μεγάλα Ηθικά ανήκε πιθανόν σ’ έναν μεταγενέστερο μαθητή του και το Περί αρετών και κακιών είναι καθ’ ολοκληρίαν ένα μεταγενέστερο έργο συγκρητισμού, το οποίο ανακατεύει τις απόψεις διάφορων στοχαστούν. Ωστόσο, τα Ηθικά Ευδήμια και τα Ηθικά Νικομάχεια αποτελούν αυθεντικές εικόνες της σκέψης του σε διαφορετικές περιόδους, όπως αυτές κατεγράφησαν ή εκδόθησαν από διάφορους μαθητές του. Ο Νικόμαχος είναι πληρέστερος και πιο ώριμος. Τα Ηθικά (αυτής της έκδοσης) είναι προσιτά, ευανάγνωστα, σαφή, διασκεδαστικά και ενδιαφέροντα. Είναι, όπως είπε ένας μελετητής, «ένα βιβλίο κάθαρσης».

Ο Αριστοτέλης βουτάει κατ’ ευθείαν στο θέμα. «Κάθε επιστήμη και κάθε αντικείμενο, κάθε πράξη και κάθε επιλογή, μοιάζει να στοχεύει σε κάτι αγαθό- έτσι λοιπόν, δικαίως το Αγαθό ορίζεται ως το αντικείμενο στο οποίο στοχεύει κάθε πράγμα (Ηθικά Νικομάχεια, 1094 α 1). Υπάρχουν πολλοί περιορισμένοι στόχοι αλλά είναι από κοινού δεκτό ότι ο σκοπός είναι η ευτυχία (η ευδαιμονία με αναπόσπαστα τα στοιχεία της «ευλογίας» και της «επιτυχίας»). Δεν πρόκειται για ηδονή (που είναι ζωώδης) ούτε για τιμή (που μας αφήνει στον οίκτο της κρίσης των άλλων). Ακόμη και την αρετή μπορεί να τη συναντήσει κανείς δίπλα στην αδράνεια ή στη δυστυχία. Ο πλούτος δεν αποτελεί σκοπό. Αγγίζει μια ενδεχόμενη απάντησή του, τον διαλογισμό, αλλά συνεχίζει με την εξέταση της λειτουργίας του ανθρώπου: «μια δραστηριότητα της ψυχής, σύμφωνη με, ή τουλάχιστον, όχι αντίθετη, με τη λογική». (Ηθικά Νικομάχεια, 1098 α 7).

Η αρετή, λοιπόν, υπό τον όρο ότι αγκαλιάζει κάθε πνευματική και ηθική μορφή αρίστευσης «είναι μια σταθερή προδιάθεση, που περιλαμβάνει τη δυνατότητα επιλογής· συνίσταται σε ένα μέσον σχετικό μ’ εμάς, λογικά καθορισμένο, όπως δηλαδή θα το καθόριζε ένας ευφυής άνθρωπος» (1106 β 36). Η αρετή είναι μια προδιάθεση, μια ακλόνητη συμπεριφορά του νου. Δεν ρωτάω «να πω ένα ψέμα;» κάθε φορά που μιλάω, ούτε «να διαπράξω μοιχεία;» κάθε φορά που συναντάω μια γυναίκα. Η θεωρία της μεσότητας εξηγείται σ’ έναν πίνακα: τα ακόλουθα, αποτελούν μερικά παραδείγματα.

ΠΕΔΙΟ                            ΥΠΕΡΒΟΛΗ                ΑΡΕΤΗ                  ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ

Οι φόβοι
και η απουσία τους          Απερισκεψία            Ανδρεία                  Δειλία

Δούναι και λαβείν            Χυδαιότητα         Μεγαλοπρέπεια      Μικροπρέπεια

Τιμή και ατιμία               Ματαιοδοξία         Αριστοκρατία      Ταπεινή καταγωγή

Οργή                                Οξυθυμία            Καλή διάθεση           Αδιαφορία

Κοινωνική διασκέδαση    Γελοιότητα               Πνεύμα                  Αγένεια

Συναισθήματα                Αναισχυντία       Μετριοφροσύνη        Ντροπαλότητα

Το μέσον δεν είναι αριθμητικό: η ανδρεία βρίσκεται πιο κοντά στην απερισκεψία παρά στη δειλία. Επί πλέον, η ορθή δράση μοιάζει ακραία σε όσους βρίσκονται στο αντίθετο άκρο. Ο γενναίος μοιάζει απερίσκεπτος στον δειλό και δειλός στον απερίσκεπτο. Το μέσον μπορεί να ποικίλει, ανάλογα με τις περιστάσεις: η ηθική αρετή απαιτεί μια δραστηριότητα τη σωστή στιγμή, με τις κατάλληλες προϋποθέσεις, που να κατευθύνεται στους κατάλληλους ανθρώπους, για τον σωστό σκοπό και με τον σωστό τρόπο (1106 α 21)*. Υπάρχουν πεδία στα οποία δεν πρέπει να εφαρμόζεται. Δεν υπάρχει μέσον στη μοιχεία: είναι αδύνατον να διαπράξεις μοιχεία με τη σωστή γυναίκα, τη σωστή στιγμή και με τον σωστό τρόπο (1107α 16). Και ενώ η αρετή είναι εκ φύσεως και εξ ορισμού ένα μέσον, ως αξία είναι ακραία.

Ο έπαινος και η κατηγορία σχετίζονται με τις σκόπιμες πράξεις, ενώ η συγχώρεση και ο οίκτος με τις αυθόρμητες. Η επιλογή, που είναι ένα προσεκτικό «άπλωμα του χεριού» για πράγματα εντός των δυνατοτήτων μας (1113 α 10), είναι ένα ουσιώδες κομμάτι της αρετής. Ο Αριστοτέλης, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, στα έργα του οποίου οι διάφορες αρετές τείνουν να αναμειγνύονται μεταξύ τους και να θολώνουν, τις ξεχωρίζει προσεκτικά. Γι’ αυτόν, κορωνίδα των αρετών είναι η μεγαλοψυχία. Στα αγγλικά δεν υπάρχει κάποια αντίστοιχη λέξη και η αλήθεια είναι ότι δεν θαυμάζουμε πολύ αυτά που καταλαβαίνουμε από τη συ εγκεκριμένη λέξη. Βρίσκουμε πομπώδη αυτήν την ευγένεια του ανθρώπου: δεν μιλά άσχημα για τους άλλους, εκτός από τότε που θέλει να είναι σκόπιμα προσβλητικός· προτιμά τα άχρηστα αλλά όμορφα αγαθά από κείνα που είναι χρήσιμα ή πολύτιμα- οι κινή­σεις του είναι αργές, η φωνή του βαθιά, ο λόγος του προσεκτικός. Οι βικτοριανοί κατανοούσαν καλύτερα τον Αριστοτέλη απ’ ό, τι οι σύγχρονοι Άγγλοι.

Το πέμπτο βιβλίο μιλά για τη δικαιοσύνη και έχει χαρακτηριστεί ως «υπόδειγμα φιλοσοφίας», λόγω των προσεκτικών του διακρίσεων κατά κατηγορίες. Ο Αριστοτέλης παρατήρησε την ανακριβή χρήση της λέξης για την ηθική αρετή γενικά, αλλά η ιδιαίτερη χρήση της αφορά στις κοινωνικές σχέσεις που περιλαμβάνουν το κέρδος ή την απώλεια. Η δικαιοσύνη μπορεί να είναι διανεμητική, διορθωτική ή εμπορική. Η διανεμητική δικαιοσύνη αφορά στη διανομή των πόρων δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Έλληνας πολίτης θεωρούσε τον εαυτό του ένα είδος μετόχου του κράτους. Η διορθωτική δικαιοσύνη δεν ενεργεί βάσει της αξίας του καθενός, και φέρεται το ίδιο σε όλους τους ανθρώπους· προσπαθεί να διορθώσει το άδικο. Η εμπορική δικαιοσύνη είναι η ανταλλαγή υπηρεσιών, ενώ τα χρήματα παίζουν τον ρόλο ενός βολικού μεσάζοντα ο οποίος δεν λειτουργεί με γνώμονα την αυστηρή ισότητα. Ο Αριστοτέλης συνεχίζει θέλοντας - χωρίς να τα καταφέρνει εντελώς - να προσδιορίσει τη δίκαιη πράξη ως ένα μέσον μεταξύ του πράττω μια αδικία και υφίσταμαι μια αδικία, και να τραβήξει σαφείς διαχωριστικές γραμμές, όπως για παράδειγμα μεταξύ της φυσικής και της συμβατικής δικαιοσύνης. Επίσης, αναζητώντας τα εσωτερικά κίνητρα των πράξεων, έφθασε να κάνει τη διάκριση μεταξύ του τυχαίου θανάτου, της ανθρωποκτονίας, του δικαιολογημένου φόνου και της δολοφονίας. Μια σημαντική συζήτηση σχετική με το περί δικαίου αίσθημα, «μια αποκατάσταση του νόμου όπου αυτός είναι ελαττωματικός λόγω της γενικότητάς του» (1137 β 27), έχει επηρεάσει την εξέλιξη της νομοθεσίας.

Ο Αριστοτέλης δεν παραμελεί τις ηθικές αρετές, αλλά δείχνει, επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πνευματικές αρετές. Εάν η ηθική αρετή προκύπτει από τη λογική επιλογή, τότε η πνευματική αρετή είναι πρωταρχικής σημασίας. Στη διάνοια, διακρίνουμε δύο ικανότητες: μια σχετική με τη γνώση και μία με την περίσκεψη και την επιλογή. Και οι δύο άπτονται της αλήθειας: η μία είναι θεωρητική, η άλλη πρακτική. Ο Αριστοτέλης προσδιορίζει και αναφέρεται σε πέντε πνευματικές αρετές που οδηγούν στην αλήθεια: την επιστημονική γνώση, την τεχνική αρτιότητα (που συχνά, αλλά παραπλανητικά, αποδίδεται ως «τέχνη»), την πρακτική κοινή λογική (φρόνηση), το λογικό αισθητήριο και τη θεωρητική φρόνηση (σοφία). Η διάκριση μεταξύ όλων αυτών γίνεται με αξιοθαύμαστο τρόπο, ενώ υπάρχει μια εκτεταμένη εξέταση της φρόνησης. Δεν είναι δυνατό να είσαι αγαθός χωρίς τη φρόνηση, ούτε να έχεις φρόνηση χωρίς ηθική αρετή: αυτά τα δυο, συνεργάζονται μεταξύ τους. Η ηθική αρετή εξασφαλίζει την ορθότητα του στόχου, ενώ η φρόνηση την ορθότητα των μέσων. Η σοφία, όμως, είναι πιο θεμελιώδης από τη φρόνηση.

Η μελέτη της εσωτερικής σύγκρουσης από τον Αριστοτέλη έχει επάξια προσελκύσει την προσοχή τα τελευταία χρόνια. Δεν έχουμε καμιά συγκεκριμένη αγγλική λέξη για την άκρασία[4] του. Οι λέξεις «ακρατής» και «ανεπίδεκτος συγκράτησης» είναι παραπλανητικές· η έκφραση «αδύναμη θέληση» ίσως είναι η πιο κοντινή. Η εξέτασή του υπερτονίζει τον ρόλο της λογικής στη δράση, και υποτιμά τη σύγκρουση των επιθυμιών. Δεν χρησιμοποιεί την έκφραση «πρακτικός συλλογισμός». Στο βιβλίο του, όμως, αυτή αποτελεί το λογικό συμπέρασμα του «καθετί γλυκό είναι ευχάριστο», σε συνδυασμό με το «αυτό είναι γλυκό», εκφράσεις που οδηγούν στην πράξη του φαγητού, έχοντας αντιπαρέλθει τα «καθετί που περιέχει ζάχαρη είναι παχυντικό» και «αυτό περιέχει ζάχαρη». Να ξέρεις, να επιθυμείς και να πράττεις το ορθό είναι αρετή. Το να επιθυμείς το λανθασμένο, να το ξέρεις και να πράττεις το ορθό είναι δύναμη της θέλησης. Το να ξέρεις το ορθό και να επιθυμείς και να πράττεις το λανθασμένο είναι αδυναμία της θέλησης. Το να μη γνωρίζεις το ορθό και να επιθυμείς και να πράττεις το λανθασμένο είναι κακία.

Ο Αριστοτέλης εξετάζει κάπως αποσπασματικά την ηδονή, ενώ έχει μια σημαντική μονογραφία περί φιλίας, μια αναπόφευκτη προϋπόθεση της ζωής (1155 α 3). Επιστρέφει τελικά στην ευτυχία ως στόχου της ανθρώπινης ζωής (1176 α 3). Δεν πρόκειται για κατάσταση ή προδιάθεση, αλλά για ανεξάρτητη δραστηριότητα, η οποία ασκεί το ανώτερο μέρος της ύπαρξής μας, η νόηση, σε αρμονία με την ανώτερη αρετή, τη θεωρητική σύνεση ή σοφία. Η ευτυχία, εν ολίγοις, σημαίνει περισυλλογή. Επί πλέον, δεν πρέπει να σκεπτόμαστε το εφήμερο, αλλά οφείλουμε να επιδιώκουμε όσο περισσότερο μπορούμε την αθανασία. Η ζωή της ηθικής αρετής εξαρτάται πάρα πολύ από τα επιφανειακά πράγματα, κι έτσι δεν μπορεί να προσφέρει την πλήρη ευτυχία. Αλλά ο Αριστοτέλης, του οποίου η προσγειωμένη κοινή λογική επαναστατεί μερικές φορές ενάντια στη θεωρία του, δεν μπορεί να αρνηθεί στον φιλόσοφο την εξωτερική ευημερία: συμβιβάζεται προτείνοντας ότι οι ανάγκες του είναι μικρότερες από εκείνες των άλλων.

(α) Δικαιοσύνη είναι να μην παραβαίνεις τους νόμους και τα έθιμα του κράτους του οποίου είσαι πολίτης. Ο άνθρωπος θα αποκόμιζε από τη δικαιοσύνη την πιο μεγάλη ωφέλεια για το άτομο του, αν μπροστά σε άλλους ανθρώπους τηρούσε τους νόμους ως κάτι σημαντικό, ενώ αντίθετα, άμα είναι μόνος του χωρίς άλλους ανθρώπους μπροστά του ακλουθούσε τις επιταγές της φύσης. Γιατί οι επιταγές του νόμου είναι αυθαίρετες, ενώ της φύσης είναι αγκαίες.
(Αντιφών, [ένας σοφιστής], απόσπασμα 44)

(β) Οι Μακεδόνες το θεωρούν ταιριαστό (καλόν) για τα κορίτσια να ερωτεύονται και να έχουν ερωτική σχέση με άνδρα προτού να παντρευτούν, ενώ όταν η κοπέλα είναι παντρεμένη αυτά τα πράγματα τα θεωρούν ντροπή (αισχρόν).Για τους Έλληνες απεναντίας είναι και τα δύο ντροπή.
(Δισσοί Λόγοι, 2.12)

(γ) Σύμφωνα με τη Φύση όλα είναι αισχρά, αφού το πιο κα κόν είναι το να αδικείσαι. Το να αδικείς είναι πιο αισχρόν μόνο για τον νόμο.
(Ο Καλλικλής στον Γοργία του Πλάτωνα, 483 Α)

(δ) Εγώ, λοιπόν, νομίζω ότι ο Σωκράτης, με τέτοια λόγια, ε­ μπόδιζε τους συνομιλητές του να κάνουν ασεβείς, άδικες και αισχρές πράξεις, όχι απλώς μπροστά στα μάτια των άλλων, αλλά και όταν ήταν μόνοι τους, αφού έφθασαν στο συμπέρασμα ότι οι θεοί. πάντα μπορούν να βλέπουν τις πράξεις τους.
(ΞΕΝΟΦΩΝ, Απομνημονεύματα, 1.4.19)

(ε) Λαμβάνων ως βάση ότι υπάρχει κάτι Ωραίον αυτό κα­θαυτό και Αγαθόν και Μέγα και όλα τα άλλα είναι λοιπόν δι’ εμέ φανερόν ότι, εάν ένα άλλο πράγμα είναι ωραίον, εκτός από το Ωραίον αυτό καθαυτό, είναι ωραί­ον όχι απο καμμιάν άλλην αιτίαν, παρά διότι μετέχει ε­ κείνου του Ωραίου!
(Ο Σωκράτης στον Πλατωνικό Διάλογο Φαίδων 100 Β-Γ)

(ζ) Τι μας εμποδίζει λοιπόν να θεωρήσωμεν ευδαίμονα τον συμφώνως προς την τελείαν αρετήν ενεργούντα και αρκετά εφοδιασμένον με τα εξωτερικά αγαθά.
(Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1101 α 15-8)

Συνοπτικά σχόλια

(α) Ένα χαρακτηριστικό σοφιστικό απόσπασμα, που αντανακλά τη διαμάχη μεταξύ νόμου και φύσεως. Είναι ενδεχομένως αλήθεια ότι η δικαιοσύνη προήλθε ακολουθώντας τη συνήθη πρακτική της κοινωνίας, είτε έχοντας ενσωματωθεί στον νόμο είτε όχι (η λέξη νόμος εδώ είναι έχει ευρεία έννοια). Υπήρχε, ωστόσο, και μια άποψη που κατέστησε τη δίκη ύψιστη αξία. Φύση είναι ο φυσικός κόσμος. Αυτό μπορεί να εφαρμόζεται και στη φυσική αναγκαιότητα. Εάν πηδήσω από έναν απότομο βράχο, θα σκοτωθώ. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ηθική επιλογή. Αλλά η εσωτερική μου φύση είναι σκληρότερη. Είναι σωστό να λέμε ότι οι επιταγές της Φύσης είναι ουσιώδεις, αλλά τι σημαίνει αυτό; Μπορώ να ελέγξω την παρόρμησή μου να κλέψω, εκτός κι αν είμαι κλεπτομανής. Έτσι, ορισμένοι ισχυρίζονται ότι νόμος είναι μια αδικαιολόγητη παραβίαση της Φύσης, άλλοι πάλι τον θεωρούν έναν μηχανισμό ελέγχου, ο οποίος προάγει τον πολιτισμό.

(β) Αυτό το απόσπασμα προέρχεται από ένα ανώνυμο σοφιστικό έργο, χαρακτηριστικό της ανθρώπινης γεωγραφίας και της ανθρωπολογίας της περιόδου, μια επισήμανση ότι υπάρχουν διαφορετικές ηθικές αξίες σε διάφορα μέρη. Αυτό μπορεί να οδηγήσει (ή και όχι) στο συμπέρασμα ότι όλα τα ηθικά κριτήρια είναι υποκειμενικά. Να σημειωθεί ότι κριτήριο είναι η κοινή γνώμη. Να σημειωθεί, επίσης, ότι τα ηθικά κριτήρια των κοριτσιών καθορίζονται από τους άνδρες.

(γ) Μια άλλη σοφιστική άποψη, που προβάλλει έντονα την αντίθεση μεταξύ νόμου και φύσης. Το νέο στοιχείο σ’ αυτό το απόσπασμα, αν το συγκρίνουμε με άλλα, είναι η χρήση του κακού με τη σημασία του «δυσάρεστο για μένα» και «επιβλαβές για μένα». Δεν υπάρχει καμιά ηθική χροιά. Πρόκειται σχεδόν για μια επαναφορά του ομηρικού τρόπου χρήσης.

(δ) Πουθενά αλλού ο Ξενοφών δεν απεικονίζει τον Σωκράτη πιο θρησκόληπτο ηθικολόγο, απ' όσο εδώ. Ο Σωκράτης του είναι ένας ιεροκήρυκας γεμάτος κοινοτοπίες, και όχι κάποιος πανέξυπνος ερευνητής ψυχών. (Ο Σωκράτης, παρεμπιπτόντως, εκτελέσθηκε, επειδή ο λόγος του δεν κράτησε κάποιους απ' τους συνομιλητές του μακριά από βίαιες και τυραννικές πράξεις. Οι πολιτικοί ρήτορες, το κατέστησαν σαφές: «Εκτελέσατε τον σοφιστή Σωκράτη, επειδή σαφώς ήταν υπεύθυνος για την εκπαίδευση του Κριτία, ενός από τους Τριάκοντα τυράννους», είπε ο Αισχίνης [1.173].) Οι τρεις κατηγορίες λανθασμένων πράξεων είναι ενδιαφέρουσες και αντιστοιχούν σε παραπτώματα κατά των θειόν, κα­τά των εθίμων και κατά της κοινής γνώμης. Η απόλυτη τιμωρία είναι η θεϊκή. Ο Κριτίας (ένας από τους συνομιλητές του, ο οποίος τράβηξε τον δικό του δρόμο) έκανε έναν δραματικό ήρωα να ισχυρισθεί ότι οι θεοί ήταν μια επινόηση που θα εξασφάλιζε αυτήν την τιμωρία.

(ε) Πρόκειται για μια πρώιμη έκθεση της θεωρίας των Ιδεών. Αντιπροσωπεύει το σημείο εκείνο όπου ο Πλάτων βάζει τα δικά του συμπεράσματα στο στόμα του Σωκράτη. Η αληθινή πραγματικότητα βρίσκεται στις αναλλοίωτες αιώνιες Ιδέες, που αναγνωρίζονται από τον νου. Τα παραδείγματα είναι αισθητικά, ηθικά (αλλά ευρύτερα ως προς τον στόχο τους) και υλικά: τα πρώτα δύο (ωραίον, αγαθόν) ενέχουν κρίση, το μέγα όχι. Τα αντικείμενα αυτού του κόσμου είναι ατελή, μεταβαλλόμενα, στερούνται αντοχής, γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθήσεων. Αυτές τους οι ιδιότητες έχουν προέλθει είτε από τη συμμετοχή τους στις Ιδέες είτε από τη μίμηση των τελευταίων.

(ζ) Από το πρώτο βιβλίο του Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια. Δεν είναι ακριβώς το τελικό συμπέρασμα, εκεί όπου η σκέψη τοποθετείται επάνω από την ηθική αρετή ως η ανώτερη ευτυχία, αφού εξαρτάται λιγότερο από τις εξωτερικές περιστάσεις. Αλλά η αρετή, που έχει ηθική χροιά εδώ, φέρνει την ευτυχία, αρκεί να οδηγήσει στη δράση. Ο Αριστοτέλης, εν τούτοις, παραμένει άνθρωπος της μεσαίας τάξης, έτσι που να θεωρεί ότι για την κατάκτηση της ευτυχίας, απαιτούνται και κάποια υλικά αγαθά.
-----------------------
[1] Η χοίνιξ ήταν μέτρο χωρητικότητας στερεών. Μία χοίνιξ σίτου ήταν το καθημερινό σιτηρέσιο ενός ανδρός.

[2] Οι Σοφιστές ήταν περιοδεύοντες διδάσκαλοι της ρητορικής. Παράλληλα με την τεχνική της ρητορικής τέχνης εξέφραζαν και διατύπωναν τις προσωπικές τους απόψεις και στάση ζωής. Ο καθένας προέβαλε ως αναγκαίο όρο την κατάκτηση της αρετής. Έτσι, για παράδειγμα, ο Πρωταγόρας θεωρούσε ότι η αρετή είναι εφικτή με την επιδίωξη της ευβουλίας, της συμμετοχής δηλαδή στα κοινά που προϋπέθετε κρίση και σκέψη και, άρα, παιδεία, ο Αντιφών τη δικαιοσύνη, όπως το φανερώνει η Φύση σε κάθε της εκδήλωση, ο Πλάτων -για να πάμε στην αντίθετη πλευρά-τη σωφροσύνη και ο Αριστοτέλης τη μεσότητα.

[3] Πρόκειται για το Δημοκράτους Γνώμαι.

[4] Η αλαζονεία, η ακράτεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου