Πιο μετά ανακαλύψαμε μια μέθοδο για να διαχωρίζουμε τις ιδέες: θα έπρεπε να δοκιμάζουμε μια ιδέα για να δούμε αν επαληθεύεται, και, αν όχι, να την απορρίπτουμε. Και, όπως είναι φυσικό, αυτή η μέθοδος οργανώθηκε και συνέστησε την επιστήμη. Αναπτύχθηκε μάλιστα με τέτοια επιτυχία ώστε σήμερα να ζούμε σε μια επιστημονική εποχή· έχουμε δε φτάσει στο σημείο να δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι κάποτε υπήρξαν θεραπευτές-μάγοι.
Ωστόσο, ακόμη και σήμερα συναντώ πολλούς οι οποίοι, αργά ή γρήγορα, με εμπλέκουν σε συζητήσεις για ιπτάμενους δίσκους, για αστρολογία, για κάποια μορφή μυστικισμού ή διευρυμένης συνείδησης, για νέους τύπους επίγνωσης, για παραψυχολογία κ.λπ. Έτσι, λοιπόν, έφτασα να συμπεράνω ότι ζούμε σε έναν μη επιστημονικό κόσμο.
Οι περισσότεροι πιστεύουν σε πολλά και θαυμαστά· οπότε τελικά αποφάσισα να ερευνήσω γιατί τα πιστεύουν. Το φιλομαθές και φιλέρευνο πνεύμα μου —όπως λένε οι άλλοι— με προσγείωσε στη ζοφερή πραγματικότητα. Τι βρήκα; Σκουπίδια, σωρό. Κυριολεκτικά έφριξα. Στην αρχή άρχισα να ερευνώ διάφορες μορφές μυστικισμού και μυστικιστικών εμπειριών. Βρέθηκα σε «δεξαμενές απομόνωσης» (χώροι ήσυχοι και σκοτεινοί, όπου κολυμπάς μέσα σε ένυδρο θειικό μαγνήσιο) έχοντας ψευδαισθήσεις για αρκετές ώρες. Μετά πήγα στο Esalen, στο λίκνο της μυστικιστικής σκέψης (υπέροχο μέρος· θα πρέπει κάποτε να το επισκεφθείτε). Τότε κατέρρευσα· διότι ουδέποτε είχα αντιληφθεί το μέγεθος αυτής της ντροπής.
Βρέθηκα, για παράδειγμα, σε ένα ζεστό λουτρό μέσα στο οποίο ήταν επίσης ένας νεαρός και μια κοπέλα. Αυτός γυρνάει και της λέει:
«Μαθαίνω μασάζ· μου επιτρέπεις να εξασκηθώ πάνω σου;».
«Εντάξει» του απαντά εκείνη, και πηγαίνει να ξαπλώσει.
Αυτός άρχισε πιάνοντας το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού της.
Τότε στράφηκε προς κάποια, η οποία προφανώς ήταν η εκπαιδεύτριά του, και τη ρώτησε:
«Αισθάνομαι κάτι σαν βαθούλωμα. Μήπως είναι η υπόφυση;».
«Όχι, ο συγκεκριμένος αδένας δεν δίνει αυτή την αίσθηση» του απάντησε περισπούδαστα.
Οπότε δεν κρατήθηκα: «Έχεις δρόμο ακόμη για την υπόφυση, άνθρωπέ μου». Γύρισαν όλοι και με κοίταξαν —είχαν καταλάβει ότι κάτι σκάμπαζα.
«Πρόκειται για ρεφλεξολογία, κύριε» προσπάθησε να μου εξηγήσει η εκπαιδεύτρια. Έκλεισα τα μάτια υποκρινόμενος ότι διαλογίζομαι.
Σας έφερα ένα παράδειγμα αυτών που με «αρρωσταίνουν». Επίσης ασχολήθηκα και με την εξωαισθητηριακή αντίληψη και τα παραψυχολογικά φαινόμενα. Η τελευταία μόδα αυτής της παραφροσύνης ήταν τότε ο Uri Geller, κάποιος που υποτίθεται πως μπορούσε να διαβάζει τη σκέψη και να λυγίζει κλειδιά τρίβοντάς τα με το δάχτυλο. Έπειτα από δική του πρόσκληση, τον επισκέφθηκα στο ξενοδοχείο όπου διέμενε. Δεν κατάφερε να διαβάσει τη σκέψη μου- αλλά τι να του καταλογίσω —ποιος ξέρει τι σκέφτομαι; Ο γιος μου είχε μαζί του ένα κλειδί, ο Geller το έτριψε, αλλά το κλειδί δεν λύγισε. Μας είπε ότι του ήταν ευκολότερο να το κάνει κάτω οπό το νερό. Μπορείτε να φανταστείτε το σκηνή —όλοι μας στο μπάνιο, η βρύση ανοιχτή, και αυτός να τρίβει το κλειδί. Αλλά και πάλι δεν έγινε τίποτα. Έτσι, δυστυχώς δεν μπόρεσα να εξιχνιάσω ούτε αυτό το «φαινόμενο».
Στη συνέχεια, τους μάγους-γιατρούς είναι εύκολο να τους ελέγξουμε διαπιστώνοντας ότι στην πραγματικότητα τίποτα από όσα κάνουν δεν «πιάνει». Όμως υπάρχουν και άλλα πράγματα που γίνονται πιστευτά από ακόμη περισσότερο κόσμο —λόγου χάρη, ο τρόπος να εκπαιδεύουμε. Υπάρχουν σχολές μεθόδων ανάγνωσης, βελτίωσης των μαθηματικών επιδόσεων κ.λπ. Με μια προσεκτικότερη ματιά όμως διαπιστώνουμε ότι οι επιδόσεις παρουσιάζουν φθίνουσα πορεία —ή ελάχιστη βελτίωση—, παρότι χρησιμοποιούμε τους ίδιους ανθρώπους. Άλλη μια μαγγανεία, λοιπόν. Δεν θα έπρεπε να την ελέγξουμε; Πώς κατάλαβαν αυτοί οι άνθρωποι ότι οι μέθοδοί τους είναι αποτελεσματικές; θέλετε άλλο παράδειγμα; Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τους εγκληματίες. Μόνο θεωρίες, και το ποσοστό εγκληματικότητας απαραμείωτο.
Όλα τούτα, πάντως, διεκδικούν επιστημονικούς τίτλους· πληρώνουμε για να τα σπουδάζουμε, θεωρώ δε ότι η ψευδοεπιστήμη αυτού του είδους εκφοβίζει τον πολίτη που διαθέτει κοινή λογική αλλά όχι εξειδικευμένες γνώσεις. Κάποια δασκάλα που έχει μια εμπνευσμένη ιδέα για το πώς θα μάθει τους μαθητές της να διαβάζουν υποχρεώνεται από το σχολικό σύστημα να υιοθετήσει έναν άλλο τρόπο —μερικές δε φορές καταλήγει να παραδέχεται ότι η δική της μέθοδος δεν είναι αναγκαστικά καλή. Ή μια μητέρα με άτακτα παιδιά, αφού προσπαθεί να τους εμφυσήσει το πνεύμα της πειθαρχίας, αισθάνεται ένοχη σε όλη της τη ζωή επειδή δεν έκανε αυτό που κατά τη γνώμη των ειδικών ήταν το «σωστό».
Οφείλουμε, λοιπόν, να ψάχνουμε τις θεωρίες που δεν οδηγούν πουθενά και την επιστήμη που δεν είναι επιστήμη.
Προσπάθησα να βρω έναν τρόπο για να εντοπίζω τέτοιου είδους ανοησίες, και κατέληξα στην εξής μέθοδο: Αν βρίσκεσαι σε κάποιο κοκτέιλ πάρτι, έχεις πιάσει κουβέντα με τους άλλους και δεν νιώθεις άβολα όταν η οικοδέσποινα, τριγυρίζοντας, έρχεται και λέει «Πάλι για τη δουλεία μιλάτε;» ή όταν η γυναίκα σου, περιδιαβαίνοντας, πλησιάζει και σε ρωτάει «Γιατί φλερτάρεις πάλι;», τότε μπορείς να είσαι βέβαιος ότι όλοι έχουν μεσάνυχτα για το αντικείμενο της συζήτησης.
Βασιζόμενος σε αυτή τη μέθοδο, ανακάλυψα ορισμένα ζητήματα που είχα ξεχάσει. Ανάμεσά τους και οι διάφορες μορφές ψυχοθεραπείας. Άρχισα να ψάχνω τα ράφια της βιβλιοθήκης, αλλά είναι τόσο πολλά αυτά που θα μπορούσα να σας πω, ώστε τελικά αποφάσισα να μη μιλήσω για το θέμα, αλλά να περιοριστώ σε πολύ λίγα πράγματα —σε εκείνα τα οποία πιστεύουν οι περισσότεροι. Ενδεχομένως την επόμενη χρονιά να καταφέρω να δώσω μια σειρά διαλέξεων για όλα αυτά, διότι χρειάζεται αρκετός χρόνος για να τα εκθέσει κάνεις.
Νομίζω ότι οι παιδαγωγικές και ψυχολογικές μελέτες που προανέφερα αποτελούν παραδείγματα αυτού το οποίο θα ήθελα να αποκαλέσω «απομίμηση της επιστήμης» —ή «επιστήμη της λατρείας του φορτίου». Στις Νότιες θάλασσες υπάρχει εκείνη η παράξενη λατρεία για τα αγαθά που φτάνουν «εξ ουρανού». Κατά τη διάρκεια του πολέμου είδαν αεροπλάνα να προσγειώνονται και να ξεφορτώνουν διάφορες προμήθειες και θέλουν αυτό να ξανασυμβεί. Έτσι, έφτιαξαν ένα ξέφωτο που θυμίζει αεροδιάδρομο και άναψαν μικρές φωτιές στις δυο πλευρές του. Έφτιαξαν και μια ξύλινη καλύβα εν είδει πύργου ελέγχου, με έναν ιθαγενή μέσα, ο οποίος φοράει δύο ξύλινες απομιμήσεις ακουστικών απ’ όπου ξεπετάγονται καλάμια μπαμπού ως κεραίες —ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας—, και περιμένουν τα αεροπλάνα να έρθουν. Όλα τα έφτιαξαν σωστά, πανομοιότυπα με ό,τι είχαν δει κατά τον πόλεμο. Αλλά το σύστημα δεν «δούλευε». Τα αεροπλάνα δεν έρχονταν να προσγειωθούν. Κατ’ αναλογίαν, αποκαλώ όλα τα πράγματα στα οποία προαναφέρθηκα «απομίμηση της επιστήμης», διότι, μολονότι ακολουθούν όλες τις μορφές και τους κανόνες της επιστημονικής έρευνας, παραβλέπουν κάτι ουσιώδες —τα αεροπλάνα που περιμένουν δεν προσγειώνονται.
Επιβάλλεται τώρα να σας πω τι ακριβώς παραβλέπουν. Είναι εξίσου δύσκολο με το να προσπαθήσω να εξηγήσω στους ιθαγενείς τι κάνουν για να προκύψει αφθονία αγαθών. Δεν είναι κάτι εύκολο —να βελτιώσουν, ας πούμε, τα «ακουστικά» που χρησιμοποιούν. Όμως υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που εν γένει απουσιάζει από την «απομίμηση της επιστήμης». Είναι αυτό το οποίο όλοι εμείς ελπίζουμε ότι μπορέσατε να διδαχτείτε σπουδάζοντας την επιστήμη τα προηγούμενα χρόνια. Ποτέ δεν μιλάμε ευθέως για αυτό αλλά ευελπιστούμε ότι μπορέσατε να το αφομοιώσετε μέσα από τα παραδείγματα της επιστημονικής έρευνας. Τούτη τη φορά, όμως, θα το πω με το όνομά του. Είναι η επιστημονική ακεραιότητα —μια αρχή της επιστημονικής σκέψης που σχετίζεται με τη διαυγέστερη εντιμότητα, τη δυνατότητα να θέτεις τα πράγματα υπό αίρεση, να μη διστάζεις να παλινδρομείς ανάμεσα στο επιχείρημα και το αντεπιχείρημα. Φέρ’ ειπείν, κάνοντας ένα πείραμα, έχεις την υποχρέωση να αναφέρεις όχι μόνο όσα στοιχεία το καθιστούν αξιόπιστο αλλά και οτιδήποτε θεωρείς ότι το ακυρώνει. Επίσης, αν κατά τη διάρκεια προηγούμενων πειραμάτων έχεις εσκεμμένα παραλείψει ορισμένες παραμέτρους, τότε πρέπει να αναφερθείς στον τρόπο που το έκανες αυτό, έτσι ώστε και κάποιος άλλος να μπορεί να τον επαληθεύσει.
Πρέπει να γνωστοποιήσεις όλες εκείνες τις λεπτομέρειες για τις οποίες γνωρίζεις ότι θέτουν υπό αμφισβήτηση την ερμηνεία σου. Αν υποψιάζεσαι ότι κάτι είναι λανθασμένο, ή ενδέχεται να είναι λανθασμένο, πρέπει να το εξηγήσεις —δίνοντας, μάλιστα, τον καλύτερό σου εαυτό. Αν, για παράδειγμα, οικοδομείς μια θεωρία, μη σταθείς μόνο σε ό,τι την ισχυροποιεί, μα κυρίως σε ό,τι φαίνεται να τη διαψεύδει. Υπάρχει και ένα ακόμη λεπτότερο ζήτημα. Όταν έχεις βασιστεί σε πλήθος ιδεών για να δημιουργήσεις μια περίπλοκη θεωρία, αδημονείς για το πεδίο εφαρμογών της· και, βέβαια, δεν θα πρέπει να δίνει απαντήσεις μόνο σε εκείνα τα ζητήματα που αποτέλεσαν το έναυσμα για να τη δημιουργήσεις. Μια πλήρης θεωρία δεν εξαντλείται εκεί.
Συνοψίζοντας, πρέπει να τροφοδοτήσεις τους άλλους με όλες εκείνες τις πληροφορίες οι οποίες θα τους επιτρέψουν να κρίνουν τη συνεισφορά σου, και όχι να περιοριστείς σε δεδομένα που προσανατολίζουν μονομερώς.
Ο απλούστερος τρόπος να ξεκαθαρίσουμε την προηγούμενη ιδέα είναι να την αντιπαραβάλουμε, ας πούμε, με τη διαφήμιση. Χθες βράδυ άκουσα ότι το λάδι Wesson δεν διαποτίζει την τροφή. Αλήθεια είναι· δεν πρόκειται για κάτι απατηλό. Αλλά εγώ δεν μιλώ απλώς για ένα ζήτημα εντιμότητας ή ανεντιμότητας, αλλά για αυτή καθ’ εαυτήν την επιστημονική ακεραιότητα, η οποία ανήκει σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο. Εκείνο που θα έπρεπε να προστεθεί στη διαφήμιση είναι ότι, αν η διαδικασία γίνει σε κάποια συγκεκριμένη θερμοκρασία, κανένα λάδι δεν διαποτίζει την τροφή. Αλλά σε μια άλλη θερμοκρασία, όλα τα λάδια τη διαποτίζουν —του Wesson συμπεριλαμβανομένου. Κατά συνέπεια, προβάλλεται μια μεμονωμένη συνέπεια και όχι όλη η πραγματικότητα. Αυτή τη διαφορά πρέπει να αναλογιστούμε.
Η εμπειρία μάς έχει διδάξει ότι, αργά ή γρήγορα, η αλήθεια φανερώνεται, θα έρθει η σειρά άλλων πειραμάτων που θα επαναλάβουν το δικό σου, και τελικά θα αποδειχθεί αν είχες δίκιο ή άδικο, θα φανεί αν τα φυσικά φαινόμενα ταιριάζουν ή όχι με τη θεωρία σου. Έτσι, παρότι μπορεί να έχεις αποκτήσει στο μεταξύ κάποια δημοσιότητα και να ενθουσιάστηκες, δεν θα αποκτήσεις καλή φήμη ως επιστήμονας αν δεν είσαι πάρα πολύ προσεκτικός στο έργο σου. Αυτού του είδους η ακεραιότητα, αυτή η προσπάθεια να μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, είναι που εν πολλοίς απουσιάζει από την «απομίμηση της επιστήμης».
Βέβαια, υπάρχει μεγάλη δυσχέρεια στο θέμα αυτό, η οποία οφείλεται αφενός στη δυσκολία της φύσης του αντικειμένου και αφετέρου στο ανεφάρμοστο της επιστημονικής μεθόδου. Πάντως, θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν είναι η μοναδική δυσχέρεια. Νa γιατί τα αεροπλάνα δεν προσγειώνονται —η πραγματικότητα είναι ότι δεν προσγειώνονται.
Γνωρίζουμε πια από εμπειρία πώς να μην αυταπατώμεθα. Ένα παράδειγμα: Ο Millikan μέτρησε το φορτίο του ηλεκτρονίου χρησιμοποιώντας πολύ φορτισμένες σταγόνες λαδιού. Σήμερα ξέρουμε ότι αυτή η μέτρηση δεν ήταν ακριβής, διότι δεν είχε υπολογίσει σωστά το ιξώδες του αέρα. Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον να δούμε την ιστορία των μετρήσεων για το φορτίο του ηλεκτρονίου μετά τον Millikan. Αν τις παραστήσουμε συναρτήσει του χρόνου, βλέπουμε ότι η μία είναι λίγο μεγαλύτερη από την τιμή τού Millikan, η επόμενη λίγο μεγαλύτερη από την προηγούμενη κ.ο.κ., ώσπου τελικά κατέληξαν σε μια τιμή φορτίου εμφανώς υψηλότερη από τη δική του.
Γιατί, όμως, δεν ανακάλυψαν αυτή την υψηλότερη τιμή ευθύς εξαρχής; Είναι μια ιστορία για την οποία ντρέπονται οι επιστήμονες, αφού είναι πλέον γνωστό τι συνέβη: Όταν έπαιρναν μια τιμή κατά πολύ μεγαλύτερη εκείνης του Millikan, θεωρούσαν ότι υπήρχε κάποιο σφάλμα, και αναζητούσαν την αιτία. Όταν έβρισκαν τιμές που προσέγγιζαν τη δική του, εφησύχαζαν αντί να παρατηρήσουν πιο προσεκτικά. Αδιαφόρησαν για τις τιμές που παρουσίαζαν μεγάλη απόκλιση από εκείνη του Millikan, αλλά υπέπεσαν και σε άλλα παρόμοια ατοπήματα. Σήμερα γνωρίζουμε τις παγίδες, και απαλλαχθήκαμε πια από αυτή την αρρώστια.
Δυστυχώς, όμως, η ιστορία για το πώς να μην ξεγελούμε τον ίδιο μας τον εαυτό και πώς να διαφυλάττουμε το επιστημονικό κύρος είναι κάτι που, απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει συμπεριληφθεί σε καμιά σειρά μαθημάτων. Εναποθέτουμε λοιπόν τις ελπίδες μας στην ώσμωση ιδεών.
Η βασική αρχή είναι να μην ξεγελάτε τον εαυτό σας —κι εσείς είστε αυτός που μπορείτε να τον ξεγελάσετε ευκολότερα. Γι’ αυτό θα πρέπει να ενεργείτε ιδιαίτερα προσεκτικά. Από τη στιγμή που παύετε να αυτοεξαπατάσθε, δεν θα επιχειρήσετε να παραπλανήσετε ούτε τους άλλους επιστήμονες. Κατόπιν, δεν μπορεί παρά να είστε έντιμοι, με τη συμβατική έννοια του όρου.
Θα ήθελα επίσης να προσθέσω κάτι το οποίο δεν είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό της επιστημονικής ιδιότητας αλλά εγώ το πιστεύω βαθιά. Δεν θα πρέπει να κοροϊδεύετε ούτε τους μη ειδήμονες όταν μιλάτε ως επιστήμονας. Δεν προσπαθώ να σας υποδείξω τι να κάνετε όταν απατάτε τη γυναίκα σας ή όταν φλομώνετε στο ψέμα τη φιλενάδα σας ή όταν ενεργείτε όχι ως επιστήμονες αλλά ως συνηθισμένοι άνθρωποι. Αυτά τα προβλήματα μπορείτε να τα συζητήσετε με τον εαυτό σας ή με το ραβίνο σας. Αναφέρομαι σε έναν ειδικό, έναν ιδιαίτερο τύπο ακεραιότητας, όχι χαλαρωμένη αλλά μαχόμενη να καταδείξει ότι πιθανόν και να σφάλλετε. Αυτή είναι η ευθύνη μας ως επιστημόνων, ιδίως έναντι των άλλων επιστημόνων, και θα προσέθετα και έναντι των απλών ανθρώπων. Ένιωσα μεγάλη έκπληξη συζητώντας με ένα φίλο ο οποίος επρόκειτο να μιλήσει στο ραδιόφωνο. Το πεδίο του είναι η κοσμολογία και η αστρονομία, αναρωτιόταν δε πώς θα παρουσίαζε εφαρμογές για την έρευνά του. «Μα αφού δεν υπάρχουν εφαρμογές» είπα. «Ναι, αλλά αν το πω αυτό, θα σταματήσουν να χρηματοδοτούν την έρευνά μας» αντέτεινε. Εγώ θεωρώ τούτη τη συμπεριφορά ανέντιμη. Αν είσαι επιστήμονας, θα πρέπει να εξηγείς στους μη ειδικούς τι κάνεις, ανεξάρτητα από το αν θέλουν στη συνέχεια να σε υποστηρίξουν —αυτό αφορά εκείνους.
Να ένα σχετικό παράδειγμα: Αν έχεις σκεφτεί να επεξεργαστείς μια θεωρία ή θέλεις να εξηγήσεις κάποια ιδέα, θα πρέπει πάντα να την ανακοινώνεις στην πρωταρχική μορφή της. Αν δημοσιεύσεις μόνο εκείνα τα αποτελέσματα που την ευνοούν, μπορεί να κάνεις τον ισχυρισμό σου να φαίνεται πιο πειστικός. Αλλά θα πρέπει να κοινοποιούμε όλων των ειδών τα αποτελέσματα και όχι μόνο όσα μας ευνοούν. Θυμηθείτε πάλι πώς λειτουργεί η διαφήμιση. Ας υποθέσουμε ότι κάποιο τσιγάρο έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό —χαμηλό ποσοστό νικοτίνης, για παράδειγμα. Διαφημίζεται από την εταιρεία που το παράγει ως κάτι σωτήριο. Δεν θα μας γνωστοποιήσουν, όμως, ότι η αναλογία της πίσσας μπορεί να είναι διαφορετική ή και κάποιο άλλο ενδεχόμενο μειονέκτημα. Με άλλα λόγια, η δημοσιοποίηση εξαρτάται από το αποτέλεσμα που μπορεί να έχει. Αλλά τούτο δεν πρέπει να συμβαίνει στην επιστήμη.
Αυτό αφορά επίσης τις επιστημονικές συμβουλές προς κυβερνητικούς παράγοντες. Ας υποθέσουμε ότι ένας γερουσιαστής ζητάει τη γνώμη σας για το αν θα πρέπει να γίνουν γεωτρήσεις στην πολιτεία ταυ. Εσείς κρίνετε ότι θα ήταν προτιμότερο να γίνουν σε μια άλλη πολιτεία. Αν όμως δεν το γνωστοποιήσετε αυτό, δεν παρέχετε επιστημονικές συμβουλές, αλλά απλώς επιτρέπετε να σας χρησιμοποιούν. Αν η συμβουλή σας ευθυγραμμίζεται με την κυβερνητική πολιτική, τη χρησιμοποιούν ως επιχείρημα· αν όχι, δεν την κοινοποιούν καθόλου. Αλλά αυτό αντίκειται στη φύση της επιστημονικής συμβουλής.
Υπάρχουν ακόμη πιο τρανταχτά παραδείγματα για την κατ’ όνομα επιστήμη. Όταν ήμουν στο Πανεπιστήμιο Cornell, είχα συχνά συζητήσεις με ανθρώπους από το τμήμα ψυχολογίας. Μια φοιτήτρια μου μίλησε για ένα πείραμα που ήθελε να κάνει. Δεν θυμάμαι να σας πω λεπτομέρειες, αλλά σε γενικές γραμμές ήταν το εξής: Είχε ήδη βρεθεί από άλλους ότι υπό ορισμένες συνθήκες, έστω X, οι ποντικοί κάνουν κάτι, ας πούμε Α. Εκείνη ήθελε να δει αν, αλλάζοντας τις συνθήκες σε Ψ, οι ποντικοί θα εξακολουθούσαν να κάνουν το ίδιο. Ήθελε να πειραματιστεί με τις συνθήκες Ψ, για να δει αν θα είχε το αποτέλεσμα Α.
Της εξήγησα ότι καταρχάς έπρεπε να επαναλάβει στο εργαστήριό της τα προηγούμενα πειράματα, δηλαδή πρώτα να διαπιστώσει αν οι συνθήκες X οδηγούσαν όντως στο αποτέλεσμα Α, και έπειτα να αλλάξει τις συνθήκες σε Ψ για να δει αν το αποτέλεσμα είναι διαφορετικό. Τότε μόνο θα γνώριζε ότι αυτό ακριβώς που είχε υπό έλεγχο έκανε την πραγματική διαφορά.
Η ιδέα την ενθουσίασε, και πήγε να την προτείνει στον καθηγητή της. Αλλά εισέπραξε αρνητική απάντηση. «Όχι, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, διότι το πείραμα έχει ήδη γίνει, και κάθε επανάληψη συνιστά απώλεια χρόνου». Το πείραμα είχε γίνει περίπου στα μέσα της δεκαετίας τού 1930, και φαίνεται ότι η γενική πολιτική ήταν να μην επαναλαμβάνονται τα ψυχολογικά πειράματα, αλλά απλώς να αλλάζουν τις συνθήκες.
Ο ίδιος κίνδυνος ελλοχεύει και σήμερα στο περιώνυμο πεδίο της φυσικής. Αποσβολώθηκα όταν άκουσα για ένα πείραμα που έγινε στον μεγάλο επιταχυντή τού Fermilab, όπου κάποιος χρησιμοποίησε δευτέριο. Για να συγκρίνει τα αποτελέσματα που είχε πάρει με βαρύ υδρογόνο με εκείνα που θα έπαιρνε αν χρησιμοποιούσε ελαφρύ υδρογόνο, έπρεπε να βασιστεί σε δεδομένα ενός πειράματος με ελαφρύ υδρογόνο το οποίο είχε εκτελέσει κάποιος άλλος σε διαφορετικό μηχάνημα. Όταν ρωτήθηκε για το λόγο, απάντησε ότι αφενός ο χρόνος ήταν περιορισμένος και το μηχάνημα πανάκριβο, αφετέρου, αφού είχε ήδη γίνει το πείραμα, τα αποτελέσματα δεν μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Οι υπεύθυνοι των προγραμμάτων στο Fermilab άγχονται να παρουσιάζουν νέα αποτελέσματα, ώστε να λαμβάνουν επιδοτήσεις και να συντηρούν το μηχανισμό των δημόσιων σχέσεων. Όμως, κατ’ αυτό τον τρόπο, ενδεχομένως παρεκκλίνουν από τον πραγματικό στόχο, που είναι η αξία των πειραμάτων. Κατά συνέπεια, συχνά καθίσταται δύσκολο να πειραματιστεί κανείς όπως επιτάσσει η επιστημονική ακεραιότητα.
Εντούτοις, δεν έχουν όλα τα ψυχολογικά πειράματα τη μορφή που περιέγραψα. Υπάρχουν πολλά πειράματα με ποντικούς που τρέχουν σε κάθε τύπου λαβυρίνθους, τα αποτελέσματα των οποίων είναι ασαφή. Έτσι, το 1937 κάποιος Young πραγματοποίησε ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα. Χρησιμοποίησε έναν μακρύ διάδρομο. Από τη μια πλευρά υπήρχαν θυρίδες από τις οποίες έμπαιναν οι ποντικοί και από την άλλη πλευρά θυρίδες που οδηγούσαν στην τροφή. Ήθελε να δει αν μπορούσε να εκπαιδεύσει τους ποντικούς να πηγαίνουν στην τρίτη θυρίδα ανεξάρτητα από ποια έμπαιναν. Αλλά διαπίστωσε ότι πήγαιναν κατευθείαν προς τη θυρίδα όπου την προηγούμενη φορά βρισκόταν η τροφή.
Αφού όμως ο διάδρομος ήταν τόσο προσεκτικά και ομοιόμορφα φτιαγμένος, πώς ήξεραν οι ποντικοί ότι επρόκειτο για την ίδια θυρίδα; Προφανώς, υπήρχε κάτι ιδιαίτερο σε αυτή. Έτσι, έβαψε προσεκτικά όλες τις θυρίδες και φρόντισε να μη διαφέρει ούτε και η υφή της κάθε επιφάνειας. Αλλά και πάλι, οι ποντικοί κατάφερναν να μαντεύουν με επιτυχία πού βρισκόταν η τροφή. Υποπτεύθηκε ότι οι ποντικοί οσμίζονταν την τροφή, οπότε χρησιμοποίησε χημικές ουσίες για να αλλάζει τη μυρωδιά έπειτα από κάθε πείραμα. Αλλά και πάλι, οι ποντικοί εξακολουθούσαν να μαντεύουν σωστά. Τότε σκέφτηκε ότι παρατηρούσαν το φωτισμό και τη διαρρύθμιση του εργαστηρίου, όπως θα έκανε και κάποιος άνθρωπος. Κάλυψε λοιπόν το διάδρομο, αλλά μάταια.
Τελικά ανακάλυψε ότι έβρισκαν την τροφή από την αντήχηση της επιφάνειας όταν έτρεχαν πάνω της. Έλυσε λοιπόν το πρόβλημα στρώνοντας άμμο στο διάδρομο. Έτσι, κατάφερε να ξεγελάσει τους ποντικούς και να τους μάθει να πηγαίνουν προς την τρίτη θυρίδα. Αν παρέλειπε κάτι από αυτά που είχε κάνει —αν δηλαδή ήταν λιγότερο αυστηρός με τις συνθήκες του πειράματος—, τότε οι ποντικοί δεν θα ξεγελιόνταν.
Από επιστημονικής πλευράς, αυτό είναι ένα πείραμα πρώτης τάξεως. Είναι ένα πείραμα που αποκαλύπτει σε ποιες ενδείξεις πράγματι βασίζεται η κίνηση των πειραματόζωων, βάζοντας τέλος στις δικές μας υποψίες. Επιπλέον, καταγράφει επακριβώς τις απαραίτητες συνθήκες για τον έλεγχο παρόμοιων πειραμάτων.
Ενδιαφέρθηκα για τον απόηχο αυτής της έρευνας. Στα δύο πειράματα που ακολούθησαν δεν υπήρχε η παραμικρή μνεία στον κύριο Young. Δεν χρησιμοποίησαν καν τα κριτήριά του —επίστρωση άμμου, και εν γένει προσοχή. Συνέχισαν πιστοί στον παλιό τρόπο, χωρίς να δώσουν σημασία στις μεγάλες ανακαλύψεις τού Young· ούτε υπήρξε κάποια αναφορά στις δημοσιεύσεις του, διότι δεν ανακάλυψε τίποτα για τους ποντικούς. Στην πραγματικότητα, όμως, ανακάλυψε όλα όσα πρέπει να κάνεις για να μάθεις κάτι για τη συμπεριφορά των ποντικών. Η αδιαφορία για τέτοια πειράματα είναι χαρακτηριστικό της «απομίμησης της επιστήμης».
Ένα ακόμη παράδειγμα αποτελούν τα πειράματα του κυρίου Rhine και άλλων περί εξωαισθητηριακής αντίληψης. Καθώς πολλοί άλλοι, αλλά και οι ίδιοι, υπέβαλλαν αυτά τα πειράματα στη βάσανο της κριτικής, καταβλήθηκε προσπάθεια για βελτίωση των τεχνικών τους, με συνέπεια τα αποτελέσματα να γίνονται ολοένα και φτωχότερα, φτάνοντας στο σημείο να εκλείψουν παντελώς. Όλοι οι παραψυχολόγοι αναζητούν κάποιο πείραμα για το οποίο να υπάρχει η δυνατότητα να επαναληφθεί —να μπορείς να το κάνεις ξανά επιτυγχάνοντας τα ίδια αποτελέσματα, ακόμη κι αν αυτά είναι απλώς στατιστικά. Βάζουν λοιπόν χιλιάδες ποντικούς να τρέχουν —με συγχωρείτε, πρόκειται για ανθρώπους αυτή τη φορά—, κάνουν και αλλά διάφορα, και καταλήγουν σε κάποιο στατιστικό αποτέλεσμα. Αλλά την επόμενη φορά που το δοκιμάζουν, δεν φτάνουν και πάλι στο προηγούμενο αποτέλεσμα. Και βγαίνει μετά κάποιος και λέει ανοιχτά ότι δεν έχει καμία σημασία αν τα πειράματα δεν μπορούν να επαναληφθούν. Μα είναι αυτό επιστήμη;
Ο συγκεκριμένος τύπος έδωσε μια ομιλία όταν παραιτήθηκε από τη θέση του διευθυντή στο τμήμα παραψυχολογίας· σε αυτή πρότεινε τη σύσταση ενός νέου ιδρύματος. Μεταξύ των υποδείξεών του για επιτυχή μελλοντική πορεία του ιδρύματος ανέφερε: «θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι θα εκπαιδεύονται μόνο όσοι σπουδαστές είναι αποδεδειγμένα ικανοί να παίρνουν σημαντικά παραψυχολογικά αποτελέσματα, και να μη χάνουν το χρόνο τους με αυτούς τους φιλόδοξους σπουδαστές που δεν παίρνουν παρά μόνο τυχαία αποτελέσματα». Είναι πολύ επικίνδυνο να χαράσσουμε τέτοιες γραμμές στη διδασκαλία, να εκπαιδεύουμε τους σπουδαστές μόνο στις μεθόδους με τις οποίες θα έχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα αντί να τους δείχνουμε πώς να διεξάγουν πειράματα με επιστημονική ακεραιότητα.
Richard Feynman, Σίγουρα θα αστειεύεστε, κύριε Φάινμαν
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου