…Και Άλλα Ιδεολογικά Ζιζάνια
Το διανοητικό σύμπαν τους έχει εξέλθει από το περιθώριο και βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης των δυτικών κοινωνιών. Ένα νέο κίνημα, μια νέα θρησκευτική αμερικανική Αριστερά, η «woke» (αφυπνισμένη = πεφωτισμένη) Αριστερά, η οποία θέλει να είναι σε εγρήγορση, πεφωτισμένη από την Αποκάλυψη της ποικιλομορφίας και της διαφορετικότητας: Προβάλλει την «φυλή» ως την σημαντικότερη κοινωνιολογική και πολιτική κατηγορία, πολλαπλασιάζει τις μεγάλες λιτανείες στην καρδιά των πρωτευουσών και των μητροπόλεων και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, φωνάζοντας «αποαποικιακά» συνθήματα έτσι ώστε να καταρρεύσει επιτέλους η γέρικη Δύση, κάτω από το βάρος του συστημικού ρατσισμού. Η δε αναγνώριση αυτού του συστημικού ρατσισμού καθίσταται πλέον επιτακτική ανάγκη.
Αυτή η θεωρία θα πρέπει να θεωρείται στο εξής ως το αναγκαίο σημείο εκκίνησης για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας «περιεκτικής», χωρίς αποκλεισμούς. Και δεν θα πρέπει στο εξής να συζητάμε για την αξιοπιστία αυτής της θεωρίας αλλά θα πρέπει να κινούμαστε υποχρεωτικά μέσα στα πλαίσια των παραμέτρων της, οι οποίες και θα οριοθετούν στο εξής την συλλογική συνείδηση:
Η Δύση είναι ρατσιστική και όποιος δεν αποδέχεται αυτό το σημείο εκκίνησης δεν θα μπορεί πλέον να συμμετέχει στην δημόσια συζήτηση. Οι αναπτυγμένες κοινωνίες θα πρέπει να θέσουν τον εαυτό τους στο εδώλιο του κατηγορουμένου και να πραγματοποιήσουν μια ευρείας κλίμακας ενδοσκόπηση, να πολλαπλασιάσουν τις ερευνητικές επιτροπές ώστε να στοιχειοθετήσουν την ύπαρξη στην επικράτειά τους συστημάτων μεροληπτικών διακρίσεων.
Μετά από αιώνες τύφλωσης θα πρέπει να αποκαλυφθεί στο φως της ημέρας η φυλετιστική συγκρότηση των δυτικών κοινωνιών ώστε να αποσυναρμολογηθεί και να καταστραφεί επιτέλους η αυτοκρατορία της «Λευκής Υπεροχής» (sic). Οι κοινωνίες που αντιστέκονται σε αυτή την θεωρία κατηγορούνται ότι βραδυπορούν ηθελημένα και εμφανίζονται καθυστερημένες απέναντι στην νέα κανονικότητα της διαφορικής ποικιλομορφίας.
Η woke (χαβούζα) Αριστερά δεν μπορεί καν να φανταστεί ότι αντιμετωπίζει κάποιους έντιμους αντιπάλους, αλλά μόνο ανώμαλους, καθυστερημένους, rednecks (βλάχους), αξιοθρήνητους φουκαράδες, φοβικούς, ρατσιστές, δηλαδή για Λευκούς ανθρώπους που παραμένουν ακόμα πολύ Λευκοί, και οι οποίοι θα πρέπει να αποβάλουν την λευκότητά τους για να μπορέσουν να κερδίσουν την ανθρωπικότητά τους. Η ιστορία της απο-αποαποικιοποίησης, που εγκαινιάστηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα από τις χώρες της Δύσης, πρέπει τώρα να συνεχιστεί στο εσωτερικό των συνόρων τους και να τις αναγκάσει να αμφισβητήσουν τους ιδρυτικούς μύθους τους.
Μόνο όταν οι δυτικοί λαοί θα έχουν γίνει ξένοι στα σπίτια τους η διαδικασία θα θεωρηθεί ολοκληρωμένη. Η φυλετικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων μεταβάλλεται στο αξεπέραστο όριο της δημοκρατικής προόδου του δυτικού πολιτισμού. Στην καρδιά της σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής, πολλαπλασιάζονται έργα με μεγάλη αναγνωσιμότητα που καταδικάζουν την φυλετική “αναισθησία” του δυτικού πολιτισμού και τον εγκαλούν να αναγνωρίσει την λευκή προνομιούχα υπόστασή του.
Οι φυλετιστές ακτιβιστές θέλουν να επιβάλουν τις αξίες τους στην καρδιά του δημόσιου χώρου. Αυτή είναι η περίπτωση της Reni Eddo-Lodge που έγραφε το 2014:
Στο εξής δεν θα συζητώ πλέον το ζήτημα της φυλής με Λευκούς ανθρώπους. Όχι με όλους τους Λευκούς – απλά με την συντριπτική πλειοψηφία αυτών που αρνούνται να αναγνωρίζουν την ύπαρξη του δομικού ρατσισμού και των συμπτωμάτων του. Δεν θέλω πια αυτό το είδος της συζήτησης, όπου οι δύο συνομιλητές εκκινούν συχνά από ριζικά διαφορετικές οπτικές γωνίες. Εγώ δεν μπορώ να συζητήσω μαζί τους τις λεπτομέρειες ενός προβλήματος εάν δεν αναγνωρίζουν καν την ύπαρξη του προβλήματος. Αλλά υπάρχει κάτι χειρότερο: οι Λευκοί που λένε ότι είναι έτοιμοι να εξετάσουν έναν τέτοιο ρατσισμό, αλλά που νομίζουν ότι μπαίνουμε στην συζήτηση ως ίσος προς ίσο. (αυτό μάλιστα μπορεί κάλλιστα να γραφτεί κι ακριβώς αντίθετα)
Η αναγνώριση του «δομικού ρατσισμού» αποτελεί επομένως την προϋπόθεση κάθε συζήτησης πάνω στην όποια «διαφορετικότητα».
Αυτή η λογική είναι όμοια με εκείνη της Layla F. Saad που θέλει να εξηγήσει στους Λευκούς, σε ένα έργο που γνώρισε τεράστια απήχηση, πως καμιά δημόσια συζήτηση δεν είναι δυνατή μαζί τους εάν δεν αναγνωρίσουν πρώτα πως οι δυτικές κοινωνίες βασίζονται στην ιδέα της «Λευκής Υπεροχής»:
“Πολλοί Λευκοί προοδευτικοί φιλελεύθεροι αρέσκονται να πιστεύουν πως βρισκόμαστε σε μια μετα-φυλετική εποχή της ιστορίας. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ο ρατσισμός και ιδιαίτερα ο ρατσισμός εναντίον των μαύρων είναι ακόμα υπαρκτός σήμερα. Οι BIPOC [Μαύροι, αυτόχθονες και έγχρωμοι] υποφέρουν καθημερινά από τις συνέπειες τόσο της ιστορικής όσο και της σύγχρονης αποικιοκρατίας. Ο αντι-μουσουλμανικός εθνικισμός της Δεξιάς κερδίζει έδαφος στον Δυτικό κόσμο. Και η εχθρότητα προς τους μαύρους αποτελεί μια μορφή ρατσισμού που την συναντάμε σε όλο τον κόσμο. Μπορεί να φαίνεται ότι βρισκόμαστε σε μια στιγμή της ιστορίας όπου ο ρατσισμός και η Λευκή Υπεροχή επανεμφανίζονται, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έφυγαν ποτέ. Και οι BIPOC σε κοινωνίες και χώρους που κυριαρχούν οι Λευκοί αποτελούν στόχο των διακρίσεων, της ανισότητας, της αδικίας και της διαρκούς επιθετικότητας”.
Θέλοντας να απευθυνθεί σε ένα παγκοσμιοποιημένο κοινό, θέλει να τοποθετήσει στην καρδιά της δημόσιας ζωής παντού την κατάσταση των «φυλετικοποιημένων» οι οποίοι και πρέπει να διαθέτουν κάποια μορφή επιστημολογικού και ηθικού προνομίου στην αφήγηση και την περιγραφή της δυτικής κοινωνίας. Ο λόγος τους, και γενικότερα αυτός των μειονοτήτων, δεν μπορεί ποτέ να αμφισβητηθεί. Τέτοιες τοποθετήσεις δεν είναι πλέον σπάνιες: αντιπροσωπεύουν αντίθετα την νέα ορθοδοξία, και αν θέλετε, την νέα κοινή λογική που προωθείται από το διαφοροποιητικό καθεστώς.
Για τους φυλετιστές ακτιβιστές, η Δύση βρίσκεται σήμερα σε ανάλογη κατάσταση με κείνη του Νότου των ΗΠΑ την εποχή των φυλετικών διακρίσεων, μια σύγκριση που σίγουρα συναρτάται με την αμερικανική προέλευση αυτής της κοσμοεικόνας. Με αφετηρία την τραγική εμπειρία των μαύρων Αμερικανών καλούνται οι πληθυσμοί που προέρχονται από την μετανάστευση να ορίσουν την δική τους ένταξη στον δυτικό κόσμο, σαν να ανήκαν όλοι σε μια διεθνή των θυμάτων των διακρίσεων ή, ακόμα καλύτερα, σε μια διεθνή των «φυλετικοποιημένων».
Άλλωστε οι βασικοί θεωρητικοί της woke (χαβούζας) Αριστεράς προέρχονται από τις Η.Π.Α., όπου κατάφεραν να επιβληθούν ως οι μεγάλοι συνταγογράφοι της συλλογικής συνείδησης, ενώ παράλληλα αναγνωρίστηκαν ως οι αξιοθαύμαστοι δάσκαλοι της διαφορετικότητας. Ο Ibram X. Kendi, ο οποίος εμφανίζεται ως ο «Προφήτης του αντιρατσισμού» επιβεβαιώνει σε ένα βιβλίο που έχει καταστεί εμβληματικό, το “Πώς να γίνετε αντιρατσιστές”, ότι ο γνήσιος αντιρατσισμός στηρίζεται σε μια μαχητική φυλετική ευαισθητοποίηση.
Αυτό το πνεύμα διαπνέει επίσης και την Robin Di Angelo, συγγραφέα του βιβλίου “Λευκή Ευθραυστότητα” και κεντρική φιγούρα του νέου αντιρατσισμού, η οποία έχει αποδυθεί σε σταυροφορία για να υποχρεώσει τους Λευκούς να ανακαλύψουν τον ίδιο τους τον ρατσισμό· τους προτείνει μια εξιλεωτική θεραπευτική διαδικασία, ώστε να υπερβούν την «Λευκή ευθραυστότητα», και να ξεπεραστούν τα εμπόδια που τους απαγορεύουν να επενδύσουν πλήρως σε αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν μια «συνομιλία περί της φυλής». Επικεντρώνοντας την ανάλυσή της αποκλειστικά στην αμερικανική ιστορία, της οποίας επιχειρεί μια ιδιαίτερα απλοϊκή ανάγνωση, δεν διστάζει να γράψει πως «σχεδόν όλοι οι Λευκοί στις δυτικές κοινωνίες γενικά και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες συμμερίζονται όλες τις πτυχές της Λευκότητας».
Με αφετηρία την αμερικανική ιστορία και την πολύ συγκεκριμένη κοινωνιολογική μήτρα της πρέπει στο εξής να αντιμετωπίζουμε τις «φυλετικές σχέσεις» και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσωπεύουν την αυτοκρατορική ιδεολογική δύναμη την εποχή της διαφορικής ποικιλομορφίας – ως εάν από μια πανουργία της ιστορίας ο επαναστατικός και προοδευτικός πυρσός να έχει περάσει από τον ηττημένο στον νικητή του ψυχρού πολέμου. Οι Αμερικανοί προβάλλουν την αντίληψή τους για τις κοινωνικές σχέσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, και θέλουν ακόμα και να τον καθοδηγήσουν, αν δανειστούμε τα λόγια του Τζο Μπάιντεν, που φαίνεται πεπεισμένος ότι ο κόσμος εξακολουθεί να προσβλέπει στις ΗΠΑ ως ένα μοντέλο πολιτισμού.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στον Καναδά, οι Ευρωπαίοι αντιαποικιακοί ακτιβιστές καλωσορίζονται ως οι μεγάλοι διανοούμενοι με την «διαπεραστική ματιά» που απορρίφθηκαν στην πατρίδα τους για λόγους φυλετικού αποκλεισμού – και, για να διορθώσουν την κατάσταση, τους ανοίγουν τις σελίδες των πιο μεγάλων εφημερίδων, ως εάν επρόκειτο για ημιεξόριστους διανοουμένους που βρίσκουν στην Αμερική ένα μέρος για να ζήσουν τη διαφορετικότητά τους. Η Βόρεια Αμερική αρέσκεται να φαντασιώνει τον εαυτό της ως τη χώρα του ταυτοτικού ασύλου των «φυλετικοποιημένων» Ευρωπαίων.
Το γεγονός ότι μια τέτοια κίνηση λαμβάνει χώρα δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει: ο μεσσιανισμός στοιχειώνει την ιστορία του δυτικού πολιτισμού και η θρησκευτική ενέργεια η οποία παραμένει ανενεργή σε μια κοσμική κοινωνία που δεν πιστεύει πια στις παλιές ιδεολογίες που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα θα πρέπει κάπου να διοχετευτεί. Καμία κοινωνία δεν είναι ξένη στην επιθυμία του απολύτου και η φιλελεύθερη φαντασίωση ενός κόσμου που αποδέχεται ένα μεταφυσικό κενό καταρρέει μπροστά στα μάτια μας.
Και ο άνθρωπος, που δεν χτίζει, συχνά θέλει καταστρέψει τα πάντα. Αλλά το γεγονός ότι αυτός ο μεσσιανισμός συνδυάζεται με μια φυλετική συνείδηση είναι ίσως ακόμα πιο εκπληκτικό, δεδομένης της απαγόρευσης της φυλετικής συνείδησης επί σχεδόν τρία τέταρτα του αιώνα. Άραγε το ταμπού της απαγόρευσης ήταν τεχνητό; Η φυλή, ακόμη και αν έχει ολοκληρωτικά αποδομηθεί και απωθηθεί συμβολικά, είναι καταδικασμένη να επανεμφανίζεται διαρκώς;
Στο εξής έχει παραχωρηθεί στην woke (χαβούζα) Αριστερά το προνόμιο να καθορίζει τους όρους της δημόσιας συζήτησης﮲ και ακόμη και εκείνοι που επικρίνουν αυτό που αποκαλούν υπερβολές της, αποδέχονται τις ιδεολογικές της προϋποθέσεις: «Λυπούμαστε για τις υπερβολές της, χωρίς να κριτικάρουμε τα θεμέλια της», ως εάν οι ακτιβιστές του κινήματος να ήταν απλώς κάποιοι ενθουσιώδεις αγωνιστές της φυλετικής δικαιοσύνης που απλώς το παρακάνουν.
Γνώριζε ο Τζο Μπάιντεν την σημασία της εννοιολογικής προσχώρησής του στην ριζοσπαστική πτέρυγα του Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος όταν αποδέχθηκε ως έναν από τους μεγάλους άξονες της προεδρικής υποψηφιότητάς του την πάλη ενάντια στον συστημικό ρατσισμό; Ο Εμμανουέλ Μακρόν ήξερε πραγματικά τι έκανε, τον Δεκέμβριο του 2020, δίνοντας πίστωση στη θεωρία του «Λευκού Προνομίου»; Είχε συνείδηση άραγε ότι αποδεχόταν έτσι ένα σημασιολογικό και εννοιολογικό φαντασιακό εντελώς ξένο προς στο πολιτιστικό υπόστρωμα της χώρας του;
Διότι αυτές οι έννοιες αλληλοδιαπλέκονται αξεδιάλυτα και εάν υιοθετήσεις μία από αυτές, υιοθετείς και τις υπόλοιπες. Άλλωστε, το σύνολο των εννοιών στρέφεται γύρω από την κριτική του Λευκού άνδρα, του μεγάλου σατράπη της Δύσης που ενσαρκώνει τον ‘διάβολο’ στην ιστορία, όπως το διδάσκουν οι μελέτες Λευκότητας (whiteness studies), που έχουν γίνει τόσο δημοφιλείς στα πανεπιστήμια και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Ήρθε λοιπόν η σειρά του να παίξει τον πρώτο ρόλο στην μεγάλη παγκόσμια ιστορία του αποδιοπομπαίου τράγου, ώστε να εξηγηθεί ο ρατσισμός, ο σεξισμός, ο σπισισμός, οι κοινωνικές ανισότητες ακόμα και η κλιματική κρίση. Θα γράψουμε την «ιστορία των Λευκών» για να τους κάνουμε να γίνουν «λιγότερο Λευκοί», ή ακόμα και για να καθαρίσουμε τον εαυτό μας από την Λευκότητα, γιατί «Λευκοί δεν γεννηθήκαμε, γινόμαστε».
Ρατσιστής, ο Λευκός άνθρωπος γίνεται μόνο και μόνο από το απλό γεγονός ότι είναι Λευκός, όπως εξηγεί η Robin Di Angelo. Κουβαλάει μαζί του το στίγμα του 1492, έτος μηδέν για την μετάπτωση στον ρατσισμό του δυτικού πολιτισμού με την έναρξη της πρώτης ευρωπαϊκής επέκτασης. Αυτό υπήρξε το προπατορικό αμάρτημα, όλα τα ίχνη του οποίου θα πρέπει να εξαλείψουμε στο παγκόσμιο σύστημα.
Στην καρδιά της δημόσιας ζωής των δυτικών κοινωνιών διεξάγεται μια εξαιρετικά σκληρή μάχη γύρω από έναν νέο ορισμό του ρατσισμού, που δεν έχει πλέον καμία σχέση με αυτόν που γνωρίζαμε. Η στρατηγική της Woke Αριστεράς είναι διαφανής και κάποτε ανοικτά διακηρυγμένη. Να προσεταιριστούμε μια λέξη που προκαλεί μια καθολική αποδοκιμασία και να της προσδώσουμε έναν καινούργιο ορισμό, τον οποίο θα εμφανίσουμε ως επιστημονικά επικυρωμένο καθώς θα νομιμοποιηθεί από ακτιβιστές μεταμφιεσμένους σε εμπειρογνώμονες που δρουν ανεξέλεγκτοι (κι αφιονισμένοι) στις σχολές των κοινωνικών επιστημών για να αποικίσουν στην συνέχεια την γλώσσα των μέσων μαζικής επικοινωνίας.
Και αυτός ο επανορισμός δεν επηρεάζει μόνο τον ρατσισμό. Πάρα πολύ συχνά σχολιαστές ή καλοπροαίρετοι παρατηρητές μπορεί να ξεγελαστούν. Νιώθοντας απέχθεια και δικαίως για την παραδοσιακή έννοια λέξεων, όπως διακρίσεις και Λευκή Υπεροχή, δεν συνειδητοποιούν ότι δεν παραπέμπουν πλέον στην ίδια πραγματικότητα. Καλή την πίστη, περνούν σε έναν παράλληλο κόσμο και αποδοκιμάζουν έντονα αυτούς που δεν τους ακολουθούν, ως εάν να αρνούνται την ίδια την εξέλιξη της κοινωνίας.
Το καθεστώς της διαφορικής ποικιλομορφίας εισέρχεται σε μια πρωτοφανή περίοδο που αντιστοιχεί στην εμφάνιση της αποαποικιοποίησης στην καρδιά των δυτικών κοινωνιών. Ριζοσπαστικοποιείται μέσω της φυλετικοποίησής του. Αυτή είναι η μεγάλη εκδίκηση των «απόκληρων» της Ιστορίας, η οποία θα μεταβληθεί έτσι σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Η νέα εποχή πρέπει να είναι η εποχή των «επανορθώσεων», για να δανειστώ έναν όρο που διατυπώθηκε από τον Ta-Nehisi Coates, έναν από τους βασικούς εμπνευστές της αμερικανικής αναγέννησης του φυλετισμού. Η έκφραση μπορεί να φαίνεται βάναυση, αλλά δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός πως η φυλετιστική επανάσταση είναι μια επανάσταση εναντίον των «Λευκών».
Ωστόσο, δεν επιτρέπεται να θεωρηθεί ως ρατσισμός έναντι των Λευκών, καθώς υποστηρίζουν πως κάτι τέτοιο θα αποτελούσε λογική ανακολουθία, δεδομένου ότι ο ρατσισμός πρέπει να είναι απαραιτήτως Λευκός και ο Λευκός είναι αναπόφευκτα ρατσιστής. Όποιος παίρνει στα σοβαρά την υπόθεση ενός ρατσισμού εναντίον των Λευκών θα θεωρηθεί αυτομάτως ακροδεξιός και περιθωριακός. Η τεχνική αυτή παραμένει αναμφισβήτητα αποτελεσματική για την μετατροπή ενός γλεντζέ σε ζόμπι, ενός bon viveur σε νεκροζώντανο.
Η φυλετιστική επανάσταση υποχρεώνει όσους θέλουν να την ακολουθήσουν σε χιλιάδες γονυκλισίες και θεσμοθετεί δημόσιες τελετές οι οποίες θα επιτρέψουν στις παλιές ελίτ που θέλουν να ενταχθούν στο νέο καθεστώς να το επιτύχουν, κατηγορώντας ο ένας τον άλλο για αναγνωρισμένα εγκλήματα, απορρίπτοντας συμβολικά τα προνόμιά τους και απαγγέλλοντας τις κατάλληλες προσευχές.
Άλλωστε, οποιοδήποτε νέο καθεστώς, για να εγκατασταθεί ή να καθιερωθεί, απαιτεί την αποδοχή των δογμάτων του ή, ακόμα καλύτερα, την αναπαραγωγή τους. Και η προσχώρηση ξεκινά πάντοτε με μια εξομολόγηση. Μπροστά στο μεγάλο επαναστατικό δικαστήριο της εποχής μας, ο λευκός άνθρωπος πρέπει να ομολογήσει τα πνευματικά του εγκλήματα πριν ενταχθεί σε έναν νέο δημόσιο χώρο που έχει ως θεμέλιό του την αποκήρυξη του παλιού κόσμου. Και αρκεί να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη για να αισθανθεί τον εαυτό του ένοχο. Αναλαμβάνοντας τη λευκή του υπόσταση μπορεί επιτέλους να ξεκινήσει τη μεγάλη πορεία που θα τον κάνει να αρχίσει την σταδιακή του απομάκρυνση από αυτήν. Έχει έλθει η ώρα για την «αντιστροφή του φυλετικού ζητήματος».
«Ο Λευκός άνθρωπος πρέπει να αρχίσει να σέρνεται, μια και κάποτε είχε υποχρεώσει όλο τον κόσμο να γονατίζει. Έτσι θα μετανοήσει, ξεκινώντας μια μακρά διαδικασία εξιλέωσης και επανεκπαίδευσης, περνώντας από το ένα εργαστήριο κατάρτισης σε ένα άλλο όπου θα τον διδάξουν με ποιο τρόπο να απαλλαγεί από την Λευκότητα του. Δεν θα μπορεί να βασίζεται πλέον σε μειονοτικούς πληθυσμούς για να του εξηγούν τα λάθη του, αλλά θα πρέπει να κάνει την δική του αυτοκριτική, αποκηρύσσοντας την φαντασίωση της οικουμενικότητας. Μια διαδικασία που αποκαλείται ανατροπή του «φυλετικού φορτίου».
Πρέπει να γκρεμίσουμε τα αγάλματα των λευκών από παντού, χτυπώντας τα αδιάκοπα, όπως το κάνουν εκείνοι οι νέοι τους οποίους οι κακές γλώσσες χαρακτηρίζουν ιδεολογικά δηλητηριασμένους, ή απλούστατα δαιμονισμένους. Εναπόκειται στους Λευκούς να εμπλακούν σε αυτή τη διαδικασία της αποδόμησης «ονομάζοντας το χρώμα τους».
Μόνο εάν επωμιστεί τα χιλιάδες εγκλήματα των προγόνων του ο Λευκός άνθρωπος θα μπορέσει να μετατραπεί σε σύμμαχο των ομάδων και των πληθυσμών που είχε υποτάξει ιστορικά. Ο προοδευτικός περηφανευόταν χθες ότι δεν είναι ρατσιστής· σήμερα θα πρέπει να αναγνωρίσει ή να ομολογήσει ότι είναι, ως πρώτο βήμα για να πάψει όντως να είναι.
Έχει οποιαδήποτε άλλη επιλογή; Εάν προχωρήσει διαφορετικά, θα απομακρυνθεί από τα κυκλώματα ισχύος και, ακόμα περισσότερο, θα εξωσθεί από την περίμετρο της μηντιακής και επαγγελματικής αξιοπιστίας. Θα διακινδυνεύσει να υποστεί την ποινή του κοινωνικού θανάτου.
Ας επιμείνουμε σε αυτό:
“Η λογική του αποδιοπομπαίου τράγου ανασυστήνεται στην καρδιά της πολιτείας. Και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αρνείται να ρίξει την πέτρα του σε αυτόν που οφείλουμε συμβολικά να λιθοβολήσουμε. Αυτός που, την στιγμή του λιντσαρίσματος, χλομιάζει, καταδικάζεται να γίνει ο επόμενος που θα λιντσαριστεί. Θα πρέπει είτε να λιντσάρεις, είτε να υποστείς το λυντσάρισμα: αυτός είναι ο κώδικας συμπεριφοράς που επιβάλλεται ώστε να επιβιώσεις στην παρούσα επανάσταση.”
Εκείνοι που στον δυτικό κόσμο δείχνουν ελάχιστα ενθουσιασμένοι στην ιδέα της αναδόμησης, της επανεκπαίδευσης, της δαιμονοποίησης ή της δημογραφικής κατάρρευσης, εντάσσονται σε μια δαιμονική κατηγορία, εκείνη των φορέων του μίσους, των «μοχθηρών» που θα πρέπει να καταπολεμούνται ασταμάτητα, σε μια επιχείρηση ηθικής εκκαθάρισης. Αποστερημένος από την ανθρωπικότητά του, ο μοχθηρός δεν αποτελεί παρά ένα κατάλοιπο του παλιού κόσμου, όμοιο με το σάπιο ξύλο ενός πολιτισμού που θα εκκαθαριστεί χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.
Η «Κουλτούρα της Ακύρωσης» (cancel culture)
Είναι μια κουλτούρα του εξοστρακισμού, του εξορισμού, η οποία καταδικάζει συμβολικά σε αφαίρεση της ιθαγένειας όποιον αρνείται να ενστερνιστεί τα συνθήματα του καθεστώτος. Έχει μεταμορφωθεί σε εσωτερικό εξόριστο και έχει καταδικαστεί σε μια ζωή αντιφρονούντα. Μπορεί βέβαια και αυτός να επιδιώξει να σώσει το τομάρι του. Πρόκειται για μια συχνότατη εικόνα της εποχής: το θύμα μιας μηντιακής συνομωσίας, που κατηγορείται για εγκλήματα κατά της διαφορετικότητας, να εκλιπαρεί την συγγνώμη των διωκτών του με τον πιο θλιβερό τρόπο, με μια μικρή μάταια ελπίδα ότι θα τον συγχωρήσουν για τα ιδεολογικά του ολισθήματα.
Ένα εκτεταμένο σύστημα παρακολούθησης της σκέψης μπαίνει σε εφαρμογή. Οι ψυχολόγοι του διαφορικού συστήματος επεξεργάζονται εργαστηριακά και μέσα από αναρίθμητα συνέδρια ένα ολόκληρο σύστημα δοκιμών για να φέρουν στο φως προκαταλήψεις και υστερόβουλες ενοχές, ή αυτό που αποκαλείται δοκησίσοφα προκαταλήψεις και σιωπηρές συμπαραδηλώσεις του Λευκού ανθρώπου, για να τις αποδομήσουν εν συνεχεία. Σπανίως ενδιαφέρονται για τις προκαταλήψεις των «μειονοτήτων», που έχουν ανοσία απέναντι στη μισαλλοδοξία, εκτός εάν καταφεύγουν σε αυτές ως αμυντική λειτουργία. Αυτή η ιδεολογία διεισδύει τώρα και στην ιδιωτική επιχείρηση η οποία, αντί να αντιστέκεται, γίνεται ο φορέας της και εξασφαλίζει την διαφήμισή της ως εάν να πρόκειται για ένα εμπορικό σήμα.
Αυτή η νέα αμερικανική ιδεολογία επιτίθεται με ιδιαίτερη αγριότητα στην Γαλλία, την οποία κατηγορούν ότι επιμένει να μην βλέπει τον κόσμο κάτω από το φυλετικό πρίσμα. Οι υποστηρικτές της επιδιώκουν μάλιστα να κατασκευάσουν σε ένα μέρος των πληθυσμών που συναρτώνται με την «διαφορετικότητα» μια επαναστατική συνείδηση, που φθάνει μέχρι την αγιοποίηση μορφών τόσο αμφιλεγόμενων όπως η Assa Traoré, ή να παρουσιαστεί ως θύμα της αστυνομικής βίας ο τρομοκράτης υπεύθυνος για τον αποκεφαλισμό του Samuel Paty, όπως γράφτηκε στη νέα Πράβδα του διαφοροποιητικού καθεστώτος, τους New York Times. Ο αμερικανικός Τύπος παρουσιάζει μια σχεδόν στρατοπεδική εικόνα της Γαλλίας. Αυτή η χώρα εξοργίζει τον φυλετισμό επειδή αντιστέκεται σε αυτόν στο όνομα του πολιτισμού της και των αρχών που τον διέπουν· χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν επηρεάζεται και αυτός από την αντίστοιχη ιδεολογία, η οποία βρίσκει πολυάριθμους αναμεταδότες.
Η Γαλλία, σε αυτό το φαντασιακό σχήμα, μεταβάλλεται κατά κάποιο τρόπο στο κατ’ εξοχήν αντεπαναστατικό έθνος και, όπως συνέβη με την Βανδέα, θα πρέπει να έχει άσχημη κατάληξη – θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ειρωνικά για το μέλλον Βανδέας που επιφυλάσσεται στην ρεπουμπλικανική Γαλλία. Επειδή έχει μεταβληθεί σε προνομιακό χώρο αντίστασης στον «γουοκισμό» στο εσωτερικό του δυτικού κόσμου θα πρέπει να παραδοθεί και αυτή ώστε η επανάσταση να μπορέσει να θριαμβεύσει.
Ο Pascal Bruckner σημείωνε πρόσφατα ότι και το Κεμπέκ είχε αφήσει τον εαυτό του να παγιδευτεί από την woke (χαβούζα) Αριστερά και ότι δυστυχώς, λειτουργεί ως ιμάντας μεταβίβασης μεταξύ των δύο ηπείρων. Στην πραγματικότητα, το Κεμπέκ συνεχίζει να αντιστέκεται όσο καλύτερα μπορεί, κάτι που δεν είναι προφανές, καθώς βρίσκεται εγκλωβισμένο σε μια χώρα, τον Καναδά, ο οποίος παρουσιάζεται ως η πρωτοπορία του «διαφοροποιητικού» καθεστώτος και εγκαταβιεί στα σύνορα της αμερικανικής αυτοκρατορίας.
Το Κεμπέκ βρίσκεται σε μια εντελώς ιδιαίτερη υπαρξιακή και πνευματική κατάσταση καθώς αντιπροσωπεύει, από παγκόσμια άποψη, το σημείο επαφής μεταξύ του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της γαλλικής αντίστασης σε αυτή την ιδεολογία. Μπορεί να βρει κανείς στην δημόσια ζωή του και τους (μετά)φορείς των αμερικανικών εννοιών, που σπεύδουν να τις εφαρμόσουν καθώς και να τις εξαγάγουν στην Γαλλία, αλλά και διανοούμενους και πολιτικούς που κάνουν τα πάντα για να αντισταθούν με βάση την ιστορική τους εμπειρία.
Σαν ένα μικρό κουντεριανό έθνος, το Κεμπέκ επιμένει στην ύπαρξή του και εξακολουθεί να διαπνέεται από την αρχέγονη αναζήτηση της ανεξαρτησίας. Απέναντι στη νοσηρή ζεύξη του καναδικού πολυπολιτισμού και του αμερικανικού φυλετισμού, συνεχίζει να αντιστέκεται, όπως αποδεικνύεται από τον αγώνα του για το κοσμικό κράτος και την εμμονή στην γαλλική γλώσσα. Ο εθνικισμός του Κεμπέκ αντιπροσωπεύει μια αυθεντική δύναμη αντίστασης στο ιδεολογικό παραλήρημα της εποχής μας που εξελίσσεται στην Βόρεια Αμερική. Και συναντάμε συχνά σε αυτό το βιβλίο αναφορές στο Κεμπέκ, όχι μόνο επειδή είναι η χώρα μου, αλλά γιατί είναι πιθανώς ένα από τα προνομιακά πεδία αυτού του αγώνα που διεξάγεται στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Γνωρίζουμε την συνομιλία μεταξύ του Δούκα του Rochefoucauld-Liancourt και του Λουδοβίκου XVI στην αυγή της Γαλλικής Επανάστασης. Όταν ο Δούκας του ανακοίνωσε την θύελλα της Βαστίλης, ο βασιλιάς ρώτησε με κάποια αμηχανία αν επρόκειτο για εξέγερση. Η απάντηση είναι πασίγνωστη: «Όχι, Κύριε, πρόκειται για επανάσταση». Θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο πράγμα σήμερα για την φυλετιστική επανάσταση, προσθέτοντας ότι τώρα περνάει ήδη στην φάση της τρομοκρατίας, αν θέλουμε να δεχτούμε την ιστορική αναλογία.
Μετά το 1793 στην Γαλλία, το 1917 στην Ρωσία και 1966 στην Κίνα, ο πειρασμός του ολοκληρωτισμού που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο φονταμενταλισμός της νεωτερικότητας επανεμφανίζεται στην ιστορία σήμερα, στην αυγή της δεκαετίας του 2020. Δεν βρισκόμαστε απλώς μπροστά σε ριζοσπάστες ακτιβιστές, μεθυσμένους από αρετή, που θα αρκούσε να τους φέρουμε στα συγκαλά τους, αλλά απέναντι σε μια τοξική ιδεολογία, ήδη κυρίαρχη σε πολλούς τομείς της κοινωνίας. Και είναι πλέον απαραίτητο να κατανοήσουμε τις βασικές αρχές και τις μεθόδους τους. Στο όνομα του αντιρατσισμού καλούν τώρα τους ανθρώπους να διαχωρίζονται ανάλογα με το χρώμα του δέρματός τους.
Αφιέρωσα αυτό το άρθρο στον φυλετισμό, αρχικώς για να κατανοήσω σε πραγματικό χρόνο την επανάσταση που εξελίσσεται, φωτίζοντας τον θεωρητικό και ιδεολογικό της πυρήνα, καταδεικνύοντας πως δεν μπορούμε να υποβαθμίσουμε στην θέση ανέκδοτων και τυχαίων συμβάντων τα τρέχοντα γεγονότα τα οποία πολλαπλασιάζονται και μαρτυρούν την πρόοδό της. Αλλά είναι επίσης, πιο άμεσα, μια απόπειρα να αφυπνιστούν όσοι πιστεύουν ότι μπορούν να την χρησιμοποιήσουν με τρόπο μετριοπαθή και ρεφορμιστικό, διαχωρίζοντας ανάμεσα σε διεκδικήσεις λογικές και μη. Εκείνοι που φαντάζονται ότι μπορούν να παίξουν μαζί της, είτε θα συνθλιβούν, είτε θα καταδικαστούν σε προσηλυτισμό.
Όποιος μπαίνει στην λογική της δεν μπορεί να βγει άθικτος. Αξίζει να παραφράσω το πάπα Πίο τον ΧΙ:
“Ο φυλετισμός είναι εγγενώς διαστροφικός. Κλειδώνει τους συγχρόνους μας σε μια σειρά γλωσσικών ακροβασιών που παραμορφώνουν τον ορισμό του ρατσισμού, του σεξισμού, της σεξουαλικής ταυτότητας, των διακρίσεων, της ενσωμάτωσης, της ελευθερίας της έκφρασης και της δημοκρατίας. Καταδικάζει τον καθένα να εγκλωβιστεί σε μια αδιαπέραστη φυλετική ταυτότητα, οπισθοδρομική και απροσπέλαστη, σε πλήρη αντίθεση με την κουλτούρα, στην οποία μπορούμε πάντα να ενταχθούμε, αποδεχόμενοι τους κωδικές της, τις αναφορές της, την γλώσσα της.
Απο-πραγματοποιεί τον κόσμο ιδεολογικοποιώντας τον. Ένας μεγάλος αριθμός από εξαίρετα βιβλία έχουν αναλύσει με διεισδυτικότητα την «απο-αποικιακή απάτη» και τον «μεγάλο παραλογισμό» που δηλητηριάζει την δημόσια ζωή· από την σκοπιά αυτού που αποκαλώ κοινωνιολογία του διαφοροποιητικού καθεστώτος. Και επειδή η αριστοτελική πολιτική φιλοσοφία παραμένει πάντα ένας χρήσιμος σύμβουλος, διανοούμαστε μια κοινωνία μόνο με βάση το καθεστώς της. Αυτό είναι που της δίνει σχήμα και την διαμορφώνει. Ωστόσο, καμία κοινωνία δεν μπορεί να είναι απολύτως αδιάφορη για τον πληθυσμό που την αποτελεί… και ο δυτικός κόσμος μόλις αρχίζει να βλέπει το εύρος των κοινωνικών μετασχηματισμών που προκαλούνται από την μαζική μετανάστευση.”
Οι ένθερμες εκκλήσεις για μια οργανική ενσωμάτωση των πληθυσμών που προέρχονται από αυτή μετράνε όλο και λιγότερο μπροστά σε έναν παράγοντα που η κοινότητα των μελετητών εξακολουθούσε να θεωρεί αμελητέο μέχρι χθες το δημογραφικό βάρος. Οι μυθοπλασίες της κοινής ζωής καταρρέουν η μία μετά την άλλη. Όλες οι προσπάθειες του διαφοροποιητικού σχεδίου σήμερα, όπως και οι υπηρεσίες της ιδιωτικής και δημόσιας προπαγάνδας, στοχεύουν στην απόκρυψη των τραγικών γεγονότων που πολλαπλασιάζονται και που επιβεβαιώνουν την είσοδο σε μια συγκρουσιακή κοινωνία, όπου ο μύθος της ευτυχούς διαφορετικότητας καταρρέει οριστικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου