Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Ο Αριστοτέλης σχετικά με τη φωνή και την όσφρηση

Συνεχίζοντας τη διερεύνηση των αισθήσεων στο πλαίσιο της Περί Ψυχής μελέτης ο Αριστοτέλης θα εστιάσει στη φωνή: «Η φωνή, τώρα, είναι κάποιος ήχος ενός όντος με ψυχή· γιατί κανένα από τα άψυχα δεν έχει φωνή· αλλά μόνο παρομοιάζοντάς τα λένε πως βγάζουν φωνή, όπως για παράδειγμα ο αυλός και η λύρα και όσα άλλα άψυχα έχουν στη φωνή έκταση και μελωδία και άρθρωση· και φαίνεται να έχουν φωνή επειδή και η φωνή έχει αυτά τα χαρακτηριστικά» (420b 6-10).

Αντιμετωπίζοντας την ψυχή ως μορφή του σώματος ο Αριστοτέλης αναφέρεται διεξοδικά στις αισθήσεις, αφού, όπως και η ψυχή, τίθενται αναπόσπαστα με την ανθρώπινη φυσιολογία. Η αναγνώριση ότι μόνο τα έμψυχα έχουν φωνή καθορίζει ότι μόνο η σωματική φυσιολογία των εμψύχων είναι σε θέση να παράγει φωνή, είναι δηλαδή σε θέση να συνδυάζει την άρθρωση με τη μελωδία δημιουργώντας ήχους που μπορούν να εκφράσουν κάτι.

Το γεγονός ότι και τα μουσικά όργανα είναι σε θέση να το πετύχουν αυτό δεν αλλάζει την ουσία του συλλογισμού, αφού σε τελική ανάλυση είναι και πάλι η δράση του ανθρώπου που θα τα ενεργοποιήσει. Κανένα μουσικό όργανο δεν παράγει μελωδίες από μόνο του. (Ακόμη και με σύγχρονους όρους οι μελωδίες που παράγονται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές προϋποθέτουν την παρέμβαση του ανθρώπου που θα τους προγραμματίσει).

Το ζήτημα είναι ότι πολλά ζώα, που αναγνωρίζουμε ότι έχουν ψυχή, φωνή δεν έχουν: «Πολλά ζώα, όμως, δεν έχουν φωνή· όπως φερειπείν τα άναιμα και από τα έναιμα τα ψάρια. Και αυτό εύλογα, αφού ο ήχος είναι κάποια κίνηση του αέρα. Κι έτσι, τα ψάρια που λένε ότι βγάζουν φωνή, όπως αυτά που βρίσκονται στον Αχελώο, βγάζουν ήχο με τα βράγχια ή με κάποιο άλλο παρόμοιο όργανο» (420b 10-14).

Η παρατήρηση που τίθεται πάντα ως βάση κάθε έρευνας καταδεικνύει ότι τα δίχως αίμα ζώα δεν έχουν φωνή, όπως και τα ψάρια. Το γεγονός αυτό δε θα οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τέτοιου είδους όντα δεν έχουν ψυχή, αλλά ότι η φυσιολογία τους είναι έτσι διαμορφωμένη, ώστε να αποκλείεται η φωνή. Για τα ψάρια θεωρείται ότι έχουν φωνή που παράγεται από τα βράγχια. Για τα άλλα όντα όμως, τα άναιμα, δε θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Προφανώς η έλλειψη φωνής οφείλεται στη δική τους ιδιόμορφη φυσιολογία κι όχι στην απουσία της ψυχής.

Η αναγκαστική προσέγγιση της σωματικής φυσιολογίας που σχετίζεται με τη δημιουργία ήχων θα κάνει τον Αριστοτέλη να προχωρήσει ακόμη βαθύτερα την έρευνά του προς αυτήν την κατεύθυνση: «Φωνή, όμως, είναι ο ήχος που βγάζει το ζώο και όχι με οποιοδήποτε μέρος του σώματός του. Αλλά, επειδή κάθε ήχος παράγεται όταν κάτι χτυπήσει σε κάτι άλλο και μέσα σε κάτι, και αυτό το τελευταίο είναι ο αέρας, είναι εύλογο να βγάζουν φωνή μόνο όσα ζώα δέχονται μέσα τους τον αέρα» (420b 14-17).

Με άλλα λόγια, η ψυχή ως άυλη σωματική προέκταση διαμορφώνεται σύμφωνα με τις δυνατότητες που λαμβάνει από αυτό. Αν το σώμα με τον τρόπο που διαχειρίζεται τον αέρα δίνει τη δυνατότητα της φωνής, τότε και η ψυχή διαμορφώνεται αντιστοίχως αποκτώντας πολυπλοκότερες δυνατότητες έκφρασης.

Όταν το σώμα δεν δίνει παρόμοιες δυνατότητες, αναγκαστικά περιορίζονται και οι δυνατότητες της ψυχής σε απολύτως πρωτογενείς λειτουργίες που μπορεί να τείνουν στα όρια του ανύπαρκτου. Άλλη η ψυχή του ανθρώπου κι άλλη της αμοιβάδας. Η διαφορά έγκειται στις σωματικές δυνατότητες που δίνονται για την ανάπτυξή τους.

Η χρήση του αέρα κρίνεται καθοριστική: «Γιατί η φύση χρησιμοποιεί τον αέρα που αναπνέουμε για δύο έργα· όπως χρησιμοποιεί και τη γλώσσα, τόσο για τη γεύση όσο και για τον έναρθρο λόγο, από τα οποία η γεύση είναι αναγκαίο πράγμα (γι’ αυτό και υπάρχει σε περισσότερα ζώα), ενώ η έκφραση της σκέψης με τη φωνή υπάρχει για να ζούμε καλύτερα· έτσι χρησιμοποιεί και τον αέρα, τόσο για την εσωτερική θερμότητα, ως αναγκαίο όρο για τη ζωή όσο και για τη φωνή, για να είναι η ζωή καλή» (420 18-24).

Με τον ίδιο τρόπο που η γλώσσα προσφέρει και γεύση και λόγο, ο αέρας προσφέρει και εσωτερική θερμότητα και φωνή. Κι όπως η γεύση, επειδή είναι απολύτως απαραίτητη για το ζην, υπάρχει σε όλα τα ζώα, έτσι και η εσωτερική θερμότητα είναι κάτι που προσφέρεται σε όλους. Όμως, ο λόγος και η φωνή δεν προορίζονται για όλα τα όντα, αφού τελικά δεν αφορούν το ζην αλλά το ευ ζην. Υπό αυτή την έννοια, η πολυπλοκότητα της ψυχής που μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που προϋποθέτονται για το ευ ζην δεν είναι παρά η αντανάκλαση των σωματικών δυνατοτήτων που παρέχουν αυτές τις προϋποθέσεις.

Η ψυχή του ανθρώπου είναι η πολυπλοκότερη και μπορεί να φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο ευτυχίας, επειδή βασίζεται σε ένα σώμα που δίνει όλες τις δυνατότητες. Η ανθρώπινη γλώσσα δεν αφορά μόνο τη γεύση, όπως και ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται αφηρημένες έννοιες και να εκδηλώνει το φαντασιακό. Οι δυνατότητες της αφαιρετικής σκέψης, η μετουσίωση του φαντασιακού σε πράξη και επικοινωνία που εξασφαλίζεται με το λόγο, ως αποτέλεσμα της σωματικής λειτουργίας στον τρόπο διαχείρισης του αέρα, καθιστούν τον άνθρωπο ανώτερο ον, που από τη φύση έχει πάρει τις πιο πλούσιες σωματικές δυνάμεις.

Είναι φανερό ότι το σωματικό πλεονέκτημα δεν εκτιμάται ούτε με τη μυϊκή δύναμη ούτε με την ταχύτητα ούτε με τίποτε από αυτά, αλλά με τις δυνατότητες που παρέχει, ώστε να τραφεί η ψυχή. Όσο πιο πολλά μπορεί να προσφέρει για την ανάπτυξή της, τόσο υψηλότερα τα επίπεδα του ευ ζην στα οποία κάθε ον μπορεί να φτάσει. Αυτός είναι και ο λόγος που ο άνθρωπος θεωρείται το πιο ευνοημένο ον από τη φύση. Γιατί η φύση του πρόσφερε τέτοιο σώμα, που να εκφράζει και τις πιο λεπτές αποχρώσεις της ψυχής.

Κι αφού ξεκαθαρίστηκε πλήρως η σημασία του σώματος στον καθορισμό της ψυχής, ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει: «Όργανο για την αναπνοή είναι ο λάρυγγας· κι εκείνο για το οποίο υπάρχει το μέρος αυτό, είναι ο πνεύμονας· γιατί σε αυτό το όργανο τα χερσαία ζώα έχουν περισσότερη θερμότητα από τα άλλα. Την αναπνοή τη χρειάζεται πρώτη και η περιοχή γύρω από την καρδιά. Γι’ αυτό είναι ανάγκη και ο αέρας να μπαίνει στο εσωτερικό του ζώου που αναπνέει» (420b 24-28).

Το ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος της θερμότητας και τι ακριβώς προσφέρει η αναπνοή στην ανθρώπινη βιολογική υπόσταση είναι ζητήματα που δεν αφορούν το παρόν ζήτημα της ψυχής. Αυτό που προέχει είναι το αλληλένδετο της σωματικής λειτουργίας με την ψυχική. Από τη στιγμή που ο αέρας προσφέρει τη φωνή (με όλες τις συνακόλουθες ιδιότητες που διευρύνουν την ψυχική λειτουργία) είναι αναπόφευκτο η έρευνα να στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση: «Επομένως, φωνή είναι το χτύπημα του αέρα που αναπνέουμε πάνω στη λεγόμενη τραχεία αρτηρία· χτύπημα που προκαλεί η ψυχή, που βρίσκεται μέσα σε αυτά τα όργανα του σώματος» (420b 29-31).

Το δεδομένο ότι κάθε ήχος δεν είναι φωνή καταδεικνύει το ρόλο της ψυχής που μετατρέπει τον ήχο σε συγκεκριμένα φωνητικά μηνύματα. Η δυνατότητα μετουσίωσης του ήχου από ερέθισμα χωρίς περιεχόμενο σε διαμορφωμένο επικοινωνιακό εργαλείο ικανό να εκφράσει και τα πιο λεπτά νοήματα είναι η μετατροπή του ήχου σε φωνή, δηλαδή ο μετασχηματισμός της ασύνειδης τυχαιότητας σε καθορισμένη συνειδητή εκφραστική επιλογή. Κι αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος της ψυχής που θα δράσει νοηματοδοτώντας και διευρύνοντας τις δυνατότητες που βρίσκει από το σώμα.

Γι’ αυτό φωνή έχουν μόνο τα έμψυχα. Τα άψυχα στερούμενα αυτής της δυνατότητας είναι αδύνατο να εκφράσουν οτιδήποτε. Οι ήχοι που μπορούν να παράξουν είναι τυχαίοι και δεν εμπεριέχουν καμιά εκφραστική δύναμη: «κάθε ήχος ζώου δεν είναι φωνή (αφού μπορεί κανείς να κάνει θόρυβο και με τη γλώσσα, όπως αυτοί που βήχουν), αλλά πρέπει εκείνο που προκαλεί το χτύπημα να είναι έμψυχο και να συνοδεύει την πράξη του κάποια εικόνα· γιατί η φωνή είναι ήχος που έχει κάποια σημασία και δεν είναι ήχος του αέρα που αναπνέουμε, όπως ο βήχας· αλλά είναι ήχος που παράγεται όταν με τον αέρα αυτόν χτυπιέται εκείνος που βρίσκεται μέσα στην τραχεία αρτηρία πάνω στην ίδια» (420b 31-36 και 421a 1).

Ο Αριστοτέλης προτίθεται να τεκμηριώσει την άποψή του σχετικά με την προέλευση της φωνής σε καθαρά σωματικό επίπεδο: «Και απόδειξη είναι ότι δεν μπορούμε να βγάλουμε φωνή όταν εισπνέουμε ούτε όταν εκπνέουμε, αλλά όταν κρατούμε την αναπνοή· γιατί αυτός που την κρατεί μπορεί να προκαλέσει αυτές τις κινήσεις» (421a 2-3).

Η λειτουργία του σώματος επιτρέπει την παραγωγή ήχων μέσω του αέρα που παρακρατείται στην τραχεία αρτηρία. Η ψυχή τον μετατρέπει σε φωνή δίνοντάς του νοηματική υπόσταση και προσφέροντας την ικανότητα του λόγου. Τα έργα της ψυχής είναι η προέκταση της σωματικής λειτουργίας. Θα έλεγε κανείς ότι η ψυχή κάθε όντος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο καθρέφτης των σωματικών του δυνατοτήτων.

Με τον ίδιο τρόπο θα αναλυθεί και το ζήτημα της όσφρησης, αν και η λειτουργία αυτή κρίνεται περισσότερο ευαίσθητη με την έννοια ότι είναι στον άνθρωπο πολύ ασθενώς ανεπτυγμένη: «Την οσμή, τώρα, και το οσφραντό είναι λιγότερο εύκολο να το προσδιορίσουμε από όσο τα προηγούμενα που αναφέραμε· γιατί δεν είναι φανερό τι πράγμα είναι η οσμή, έτσι όπως είναι ο ήχος ή το χρώμα. Και αιτία είναι ότι η αίσθηση μας αυτή δεν είναι ακριβής, αλλά χειρότερη από πολλών ζώων την αίσθηση· γιατί ο άνθρωπος οσμίζεται ελαττωματικά και δεν αισθάνεται κανένα από τα οσφραντά χωρίς το αίσθημα του δυσάρεστου ή του ευχάριστου· επειδή, ακριβώς, το αισθητήριό του δεν είναι ακριβές» (421a 8-14).

Όπως ακριβώς στα υπόλοιπα ζώα η δεξιότητα του λόγου περιορίζεται μόνο στην έκφραση του ευχάριστου και του δυσάρεστου πιστοποιώντας το χαμηλό της επίπεδο, έτσι και στον άνθρωπο καταδεικνύεται το χαμηλό επίπεδο της όσφρησης, αφού δεν έχει καμία αξιολογική λεπτότητα πλην της πρωτογενούς ευχαρίστησης και δυσαρέσκειας. Με τον ίδιο τρόπο κάποια ζώα μπορεί να έχουν χαμηλή αντίληψη στις χρωματικές διαβαθμίσεις: «Είναι εύλογο, λοιπόν, έτσι να αισθάνονται τα χρώματα και τα σκληρόφθαλμα ζώα και να μην τους είναι φανερές οι διαφορές των χρωμάτων παρά μόνο με το αίσθημα του φόβου ή της απουσίας του» (421a 15-17).  Ως σκληρόφθαλμα ζώα ο Αριστοτέλης «εννοεί τα έντομα».

Η ανθρώπινη όσφρηση είναι με τον ίδιο τρόπο περιορισμένη: «Έτσι αντιλαμβάνεται και τις οσμές το γένος των ανθρώπων· φαίνεται πως υπάρχει αναλογία ανάμεσα στην όσφρηση και τη γεύση και το ίδιο ανάμεσα στα είδη των γεύσεων και σε εκείνα της οσμής, αλλά η γεύση μας είναι ακριβέστερη, επειδή είναι κάποιο είδος αφής και ο άνθρωπος έχει πολύ ανεπτυγμένη αυτή την αίσθηση» (421a 17-22).

Η σύνδεση της όσφρησης με τη γεύση καταδεικνύει την αδυναμία του ανθρώπου να αντιληφθεί όλες τις διαβαθμίσεις των οσμών, αφού, αν είχε υψηλή οσφρητική αντίληψη, θα έπρεπε και οι οσμές να έχουν την ίδια ποικιλομορφία με τις γεύσεις: «Κι όπως η γεύση είναι γλυκιά και πικρή, έτσι και οι οσμές, Όμως, άλλα πράγματα έχουν ανάλογη την οσμή και τη γεύση (και εννοώ για παράδειγμα γλυκιά οσμή και γλυκιά γεύση), ενώ άλλα το αντίθετο. Το ίδιο υπάρχει και διαπεραστική και στυφή και ξινή και λιπαρή οσμή. Αλλά, όπως είπαμε, επειδή οι οσμές δε γίνονται έντονα φανερές, όπως οι γεύσεις, πήραν τα ονόματά τους από αυτές με βάση την ομοιότητα των πραγμάτων· γλυκιά έτσι είναι η οσμή του κρόκου και του μελιού, ενώ διαπεραστική του θυμαριού και των παρόμοιων· και με τον ίδιο τρόπο για τις άλλες οσμές» (421a 29-35 και 421b 1-3).

Από κει και πέρα, όπως σε όλες τις αισθήσεις, η όσφρηση είναι εκείνη που θα καθορίσει το οσμηρό από το άοσμο: «Όπως, τώρα, είναι η ακοή και η κάθε αίσθηση, η πρώτη για το ακουστό και το μη ακουστό, ενώ η όραση για το ορατό και το αόρατο, έτσι είναι και η όσφρηση για το οσφραντό και το ανόσφραντο» (421b 4-6).

Φυσικά, η αίσθηση της οσμής αποτελεί ακόμη ένα πεδίο διαμόρφωσης της ψυχής που μπορεί να εκφραστεί και να γεννήσει συναισθήματα. Το δεδομένο ότι (ενδεχομένως) δεν είναι τόσο πλούσιο όσο η φωνή και ο λόγος δεν αναιρεί τη διεύρυνση των ψυχικών δυνατοτήτων. Η οσμή παίζει σπουδαίο ρόλο τόσο στην αντίληψη της πραγματικότητας και του κόσμου, όσο και στην ίδια τη διάθεση της ψυχής.

Συγκεκριμένες οσμές είναι δυνατό να εντυπωθούν τόσο βαθειά στην ανθρώπινη ψυχή που να συνδεθούν με αναμνήσεις. Η οσμή της ξυλόσομπας ή του ψωμιού που ψήνεται μπορεί να γεννήσει συγκινήσεις υπενθυμίζοντας αγαπημένες περιόδους της ζωής ή συγκεκριμένες στιγμές υψηλής ευτυχίας που πέρασαν. Με τον ίδιο τρόπο, οσμές μπορεί να επιφέρουν αρνητικά συναισθήματα συνδεόμενες με πικρά γεγονότα.

Η ψυχή είναι σε θέση να λειτουργεί γεννώντας σκέψεις και συναισθήματα με όλα τα ερεθίσματα των αισθήσεων, που φυσικά έχουν σωματική αφετηρία. Υπό αυτή την έννοια, οποιοσδήποτε σωματικός ακρωτηριασμός που στερεί δυνατότητες αναγκαστικά έχει και ψυχικές προεκτάσεις συρρικνώνοντας το πεδίο των ερεθισμάτων που μπορούν να τη θρέψουν. Η σωματική φροντίδα και αρτιμέλεια δεν αφορά μόνο την υγεία και την ψυχική πληρότητα στο επίπεδο της συνύπαρξης και της αίσθησης της ισότητας με τους άλλους, αλλά αποκτά χειροπιαστές διαστάσεις στην ίδια την ανάπτυξη της προσωπικότητας, καθώς εκείνος που στερείται όσφρησης στερείται και τις αναμνήσεις που συνδέονται με αυτή. Αυτός είναι και ο λόγος που μόνο η σωματική πληρότητα μπορεί να επιφέρει και την ψυχική, χωρίς βέβαια αυτό να κρίνεται σίγουρο ή δεδομένο.

Αριστοτέλης, Περί Ψυχής

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου