Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Σοφιστές & Κυνικοί

Τι είναι η σοφιστική κίνηση;

Οι σοφιστές δεν αποτελούν φιλοσοφική σχολή, σαν τους Πυθαγορείους ή την πλατωνική Ακαδημία. Δεν πρεσβεύουν ένα κοινό δόγμα, δεν αναφέρονται σε κάποιον αρχηγέτη ή ιδρυτή, δεν έχουν τους ίδιους στόχους, την ίδια πολιτική τοποθέτηση και τους ίδιους αντιπάλους. Το πιο πιθανό είναι ότι οι ίδιοι δεν θα ενέτασσαν καν τους εαυτούς σε ένα ενιαίο ρεύμα.

Η αντιμετώπιση των σοφιστών ως διακριτής ομάδας φιλοσόφων με κοινή ταυτότητα είναι σε μεγάλο βαθμό μια κατασκευή του Πλάτωνα, μια κατασκευή που επιβλήθηκε στους μεταγενέστερους. Στον Πλάτωνα επίσης οφείλεται και η αρνητική χροιά που πήρε η λέξη «σοφιστής», μια σημασία που δεν πρέπει να ήταν καθιερωμένη, αν σκεφτεί κανείς ότι, πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Σωκράτη, ο μαθητής του Αισχίνης (Κατά Τιμάρχου 125, 173, 175) δεν διστάζει να αποκαλέσει τον Σωκράτη και τον Δημοσθένη «σοφιστές». Ο σκοπός του Πλάτωνα είναι σαφής. Θέλει πάση θυσία να αναδείξει την μοναδικότητα του Σωκράτη. Στα μάτια όμως του μέσου Αθηναίου, όπως φάνηκε και από τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, η διαφορά του Σωκράτη από τους σοφιστές δεν ήταν καθόλου εμφανής.

Δυστυχώς όλα σχεδόν τα έργα των σοφιστών έχουν χαθεί. Στην αρνητική εικόνα που μας μεταφέρουν οι πλατωνικοί διάλογοι, λίγες είναι οι αντίθετες μαρτυρίες που μπορούμε να επικαλεστούμε για να φτάσουμε σε μια πιο αντικειμενική αποτίμηση. Συνήθως μάλιστα οι μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρονται συλλογικά στις θέσεις των σοφιστών, και έτσι είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσει κανείς την ειδική συνεισφορά κάθε εκπροσώπου της σοφιστικής κίνησης. Δεν μας μένει παρά να κάνουμε το ίδιο κι εμείς.

Αν προσπεράσουμε προς στιγμήν τα ίδια τα φιλοσοφικά επιχειρήματα, η πλατωνική πολεμική προβάλλει με έντονα αρνητικό τρόπο δύο γνωρίσματα των σοφιστών. Ο σοφιστής δεν έχει σταθερό τόπο και σπίτι, είναι περιφερόμενος άπατρις. Επιπλέον, διδάσκει έναντι αμοιβής, είναι «έμμισθος θηρευτής νέων και πλουσίων» (Πλάτων, Σοφιστής 231d, 223b). Ο Πλάτων δεν παραποιεί στο σημείο αυτό την αλήθεια.

Οι πιο γνωστοί σοφιστές προέρχονται από την περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας: ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα της Θράκης, ο Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας, ο Πρόδικος από την Κέα, ο Ιππίας από την Ηλεία, ο Θρασύμαχος από τη Χαλκηδόνα της Προποντίδας. Μόνο ο Αντιφών είναι Αθηναίος. Η δράση των σοφιστών δεν τοποθετείται στις άσημες πατρίδες τους, αλλά στα κέντρα του ελληνισμού, και κυρίως στην Αθήνα. Εκφωνούν επιδεικτικούς λόγους σε πανελλήνιες γιορτές, περιτριγυρίζονται από μαθητές, ζουν από τη διδασκαλία τους, ίσως μάλιστα η απασχόλησή τους αυτή να είναι και ιδιαίτερα επικερδής.

Αν οι κατηγορίες του Πλάτωνα είχαν διατυπωθεί μερικά χρόνια αργότερα, κανείς δεν θα τις έπαιρνε στα σοβαρά. Ο σοφός της ελληνιστικής εποχής αισθάνεται πατρίδα του όλη την οικουμένη. Και θεωρεί αυτονόητο ότι πρέπει να πληρώνεται για την διδασκαλία του, όπως άλλωστε πληρωνόταν ήδη ο Ισοκράτης. Στην εποχή όμως του Σωκράτη και των σοφιστών τα πράγματα είναι διαφορετικά. Για τους Αθηναίους, η ιδιότητα του πολίτη και η συμμετοχή στα κοινά είναι η ύψιστη τιμή.

Ένας ξένος ή ένας μέτοικος, όσο πλούσιος και διάσημος κι να ήταν (και υπήρχαν πάρα πολλοί τέτοιοι κατά τον 5ο αιώνα), δεν έπαυε να θεωρείται κατώτερος, αφού τα πλούτη και η φήμη δεν εξασφάλιζαν πολιτικά δικαιώματα. Από την άλλη μεριά, το να διδάσκεις την υψηλή τέχνη της πολιτικής έναντι αμοιβής σε κατέτασσε αυτομάτως στην κατηγορία του «βάναυσου», αφού μόνο οι χειρώνακτες δέχονταν να εμπορευθούν την τέχνη τους. Οι κατηγορίες επομένως του Πλάτωνα θα πρέπει να έπιαναν τόπο, ιδίως μάλιστα όταν προέβαλλε το αντίθετο υπόδειγμα του Σωκράτη, ο οποίος δεν έκρυβε την φτώχεια του και ήταν τόσο περήφανος για την αθηναϊκή καταγωγή του, ώστε ποτέ στην ζωή του δεν θέλησε να βγει από τα σύνορα της πόλης του.

Τι διδάσκουν όμως οι σοφιστές στην Αθήνα;

Πώς προσελκύουν τους μαθητές τους; Όταν ο Σωκράτης θέτει αυτό το ερώτημα στον Πρωταγόρα (στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο), παίρνει την απάντηση ότι το αντικείμενο της διδασκαλίας του είναι η «πολιτική τέχνη», η δυνατότητα να διαμορφώνει κανείς «αγαθούς πολίτες»:

«Το μάθημά μου είναι η σωστή αντιμετώπιση των οικείων υποθέσεων (πώς να διοικεί κανείς άριστα το σπίτι του) και των υποθέσεων της πόλης (πώς να γίνει ασυναγώνιστος στην πολιτική πρακτική και στον πολιτικό λόγο)» (Πλάτων, Πρωταγόρας 318e-319a).

Όταν η ίδια ερώτηση απευθύνεται στον Γοργία, η απάντηση είναι πιο συγκεκριμένη: ο Γοργίας διδάσκει «την ωραιότερη τέχνη», την τέχνη της ρητορικής. Η ρητορική προσφέρει το σπουδαιότερο αγαθό στον άνθρωπο, γιατί του

«…εξασφαλίζει την προσωπική του ελευθερία, δίνοντάς του τη δυνατότητα να εξουσιάζει τους άλλους μέσα στην πόλη του». Η εξουσία στη δημοκρατική πόλη στηρίζεται στην πειθώ. Εξουσιάζει, όποιος κατέχει την τέχνη της πειθούς, «όποιος μπορεί να πείσει με τα λόγια τους δικαστές στο δικαστήριο, τους βουλευτές στη Βουλή, τους πολίτες στην Εκκλησία του Δήμου» (Πλάτων, Γοργίας 452d-e).

Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι οι δύο απαντήσεις είναι διαφορετικές. Ο συνετός Πρωταγόρας διδάσκει την καθαγιασμένη στη Αθήνα πολιτική τέχνη, ενώ ο κυνικός Γοργίας την εξουσία της πειθούς. Στην ακραία της εκδοχή η στάση του Γοργία οδηγεί στην ταύτιση της αρετής και της δύναμης, σε αυτό που διακήρυξε ένας άλλος σοφιστής ο Θρασύμαχος, λέγοντας ότι «δίκαιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρότερου» (Πλάτων, Πολιτεία 338c).

Ίσως πάλι η απάντηση του Γοργία να μην είναι τόσο διαφορετική από την απάντηση του Πρωταγόρα. Ο σοφιστής διδάσκει τη σωστή άσκηση της πολιτικής πρακτικής, η οποία εξαρτάται από την ορθή χρήση του πολιτικού λόγου. Σε αυτό συμφωνούν και ο δύο. Ο Γοργίας απλώς προσθέτει ότι η ορθή χρήση του πολιτικού λόγου έχει όνομα: πρόκειται για την νέα τέχνη της ρητορικής, η οποία ακριβώς ορίζεται ως «δημιουργός πειθούς». Ο Πλάτων, που αναπλάθει την όλη συζήτηση, μας αφήνει να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα.

Για κάποια λοιπόν πράγματα είμαστε σίγουροι. Οι σοφιστές φιλοδοξούν να καλύψουν ένα κενό στην εκπαίδευση των πολιτών, ένα κενό που προέκυψε από την ταχύτατη επικράτηση των δημοκρατικών θεσμών. Η ειδικότητά τους είναι η γνώση της πολιτικής τέχνης. Ισχυρίζονται ότι με τη διδασκαλία της πολιτικής τέχνης κάνουν τους ανθρώπους καλύτερους – συνδέουν επομένως την αρετή με την πολιτική. Και διαβλέπουν την άμεση σχέση της πολιτικής αποτελεσματικότητας με την έντεχνη χρήση του λόγου.

Από εδώ και πέρα αρχίζουν οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των σοφιστών. Άλλοι επικεντρώθηκαν στην ανάλυση των κοινωνικών θεσμών και του πολιτισμού, όπως ο Πρωταγόρας και ο Αντιφών, και έφεραν στο προσκήνιο την αντίθεση «φύσης» και «νόμου» – οι σταθερές καταβολές του είδους ή οι κοινωνικές συμβάσεις είναι το θεμέλιο της ανθρώπινης συμπεριφοράς; Το πρόβλημα της αντικειμενικής γνώσης και της αλήθειας απασχόλησε τον Πρωταγόρα και τον Γοργία.

Ο Πρόδικος ήταν ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε για τα γλωσσικά ζητήματα, ενώ ο Γοργίας θεωρείται ο θεμελιωτής της ρητορικής. Ο Ιππίας ίσως αποτελεί σύνδεσμο της σοφιστικής με την παλαιότερη προσωκρατική φιλοσοφία, αφού επιμένει στην διδασκαλία των μαθηματικών και της αστρονομίας. Και μόνο η αναφορά στα παραπάνω προβλήματα αρκεί για να αντιληφθεί κανείς την συμβολή των σοφιστών στον μετασχηματισμό της φιλοσοφίας κατά τον 5ο αιώνα.

Οι Κυνικοί Φιλόσοφοι & ο Σημερινός Κόσμος.

“Όποιος λοιπόν θέλει να ζει ως κυνικός φιλόσοφος ας μην εγκολπώνεται μόνο το τριμμένο ρούχο ή το σακούλι ή το ραβδί και τα μαλλιά για να πορεύεται ακούρευτος κι αγράμματος σαν να βρισκόταν σε μια πόλη που δεν έχει κουρεία και σχολεία, αλλά ας θεωρεί ως γνωρίσματα της κυνικής φιλοσοφίας τον λογισμό κι όχι το ραβδί, τις φιλοσοφικές αρχές της κι όχι το σακούλι.

Και την ελευθεροστομία πρέπει να την εφαρμόζει αφού πρώτα δώσει δείγματα της αξίας του, πως κατά τη γνώμη μου έκαναν ο Κράτης και ο Διογένης. Όποιος λοιπόν θέλει να είναι οπαδός του Κυνισμού και άνθρωπος αξιόλογος, αφού πρώτα φροντίσει για τον εαυτό του, όπως ο Διογένης και ο Κράτης, ας ξεριζώσει από την ψυχή του εξ ολοκλήρου κάθε πάθος και ας εμπιστευθεί όλα όσα αφορούν τον εαυτό του στον ορθό λόγο και στο μυαλό του, ώστε να τα κυβερνάει αυτό. Τούτο, καθώς νομίζω εγώ, ήταν το πρώτιστο στη φιλοσοφία του Διογένη.” Διογένης, απόσπ. 327: Ἰουλιανός, Εἰς τοὺς ἀπαιδεύτους κύνας, Λόγοι ΙΧ [VI] 18p. 200d-201d

Και γιατί «σκύλοι»;

Το όνομά τους το πήραν οι Κυνικοί από τον σκύλο, τον κύνα. Επειδή ο χαρακτηρισμός αυτός είχε υποτιμητική σημασία (υποδηλώνει αναίδεια), εύκολα θα πιστεύαμε ότι τους βάφτισαν έτσι οι φιλοσοφικοί τους αντίπαλοι. Ακόμη κι αν είχε συμβεί αυτό, ο ίδιος ο Διογένης το αποδέχθηκε και αποκαλούσε τον εαυτό του «σκύλο».

Η συμπεριφορά των Κυνικών είναι σαν του σκύλου, δηλαδή κυνική: είναι ωμά ειλικρινής, χωρίς υπεκφυγές, διακρίνει αμέσως φίλους και εχθρούς· είναι ταυτόχρονα και αναίσχυντη, δεν έχει ντροπές στις δημόσιες πράξεις, δεν έχει ντροπές σε καμία πράξη, γιατί όλες γίνονται δημοσίως.

Για τους Κυνικούς, η παρατήρηση της ζωής των ζώων φανερώνει ότι ο άνθρωπος έχασε την αλήθεια εξαιτίας του πολιτισμού, γιατί οι θεμελιώδεις αξίες του (στην πολιτική, στην ηθική, στην θρησκεία) είναι αντίθετες προς την φύση. Ο πολιτισμός παραχάραξε τον φυσικό νόμο και θέσπισε τον θετικό νόμο που ισχύει στις πολιτείες· αυτό τον νόμο ο Διογένης προσπάθησε να τον υπονομεύσει. Παραχάραξε με την σειρά του τις συνήθειες των πολιτών και πρόβαλε σαν υπόδειγμα την φυσική ζωή, ακόμη και την σκυλίσια. Δεν τόνισε την λογική πλευρά του ανθρώπου (όπως π.χ. ο Αριστοτέλης), γιατί τον κανόνα τον δίνει η φύση. Ο άνθρωπος οφείλει να ζήσει σύμφωνα με την φύση, όπως άλλωστε κάνουν οι σκύλοι και όλα τα ζώα.

Ο Διογένης χρησιμοποιεί τα ζώα ως παραδείγματα τόσο για λόγους διαπαιδαγώγησης (ας θυμηθούμε διδακτικούς μύθους, όπως τους αισώπειους) όσο και για να δείξει την ανωτερότητα της φύσης απέναντι στον πολιτισμό.

Η φύση, λοιπόν, διδάσκει· το ίδιο και οι άνθρωποι, αν τους παρατηρούμε. Ο Διογένης έβλεπε ότι μπορούμε να ζήσουμε χωρίς πολλά πράγματα τα οποία έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε απαραίτητα. Όταν έφτασε στην Αθήνα το ‘σκασε ο σκλάβος του, ο Μάνης. Παρηγορήθηκε με την σκέψη ότι, αν ο Μάνης μπορούσε χωρίς τον Διογένη, τότε και ο Διογένης θα μπορούσε χωρίς τον Μάνη (Διογένης Λαέρτιος 6.55).

Την απλότητα την διδασκόταν και από τα παιδιά -κάτι παράξενο για Έλληνα φιλόσοφο. Όταν είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια, πέταξε το κύπελλό του· κι όταν είδε κάποιο άλλο παιδί να παίρνει τις φακές του στην γούβα ενός ψωμιού, πέταξε την κούπα του. (Διογένης Λαέρτιος 6.37).

Συνειρμοί και προβληματισμοί.

Χωρίς ο ίδιος ο Σωκράτης να το επιδιώξει, ορισμένοι μαθητές του ίδρυσαν σχολές Φιλοσοφίας, που ξεκίνησαν βέ­βαια από τις ιδέες του μεγάλου δασκάλου, αλλά η καθεμιά από αυτές αναπτύχτηκε ανάλογα με τις ιδιαίτερες προσωπικές τάσεις των εκπροσώπων της. Πραγματικά η πολύπλευρη προσωπικότητα του Δασκάλου, η συστηματικότητα της διδασκαλίας του, τα σπάνια χαρακτηριστικά της ζωής του, όπως η καρτερία, λιτότητα, ηρωική συνέπεια ως τον θάνατο, σπάνια διαλεκτική δεινότητα, επηρέασαν βαθιά ανθρώπους με διαφορετικούς χαρακτήρες, που διαμόρφωσαν ο καθένας την δική του διδασκαλία. Δημιουργήθηκαν έτσι σε διάφορα σημεία του τότε ελληνικού χώρου πέντε σχολές φιλοσοφίας με κοινή αφετηρία και διαφορετικούς στόχους [2] Αυτές οι σχολές πλην της Πλατωνικής είναι:

α) η Ηλιοερετρική με ιδρυτή τον Φαίδωνα, το γνωστό μαθητή του Σωκράτη,

β) η Μεγαρική με ιδρυτή τον Ευκλείδη,

γ) η Σχολή των Κυνικών και

δ) η Κυρηναϊκή ή Ηδονική Σχολή, που ιδρύθηκε από τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο.

Ας έλθουμε, όμως, στα πράγματα. Και πρώτα τι σημαίνει: Κυνικοί φιλόσοφοι και ποίοι, κυρίως, είναι. Οι Κυνικοί είναι χαρακτηρισμός μιας ομάδας φιλο­σόφων με ορισμένη κοσμοθεωρία και βιοθερία. Οι πιο γνωστοί είναι: ο Αντισθένης (450 – 360 π.κ.ε.), ο Διογένης ο Σινωπεύς (400(;) – 323 π.κ.ε.), ο Κράτης ο Θηβαίος (365 – 285 π.κ.ε.) και η σύζυγός του Ιππαρχία, ο Μητροκλής, μαθητής του Κράτη. Στην ελληνιστική εποχή γνωστοί ήταν ο Βίων ο Βορυσθενίτης (325 – 255 π.κ.ε.) και, τέ­λος, ο Μένιππος (3°? π.κ.ε. αι.), ο πατέ­ρας της σάτιρας.

Ας αρχίσουμε από τον Αντισθένη, που θεωρείται ο ιδρυτής της Φιλοσοφικής αυτής σχολής. Γεννήθηκε στην Αθήνα μα δεν ήταν γνήσιος πολίτης της, μια και η μάνα του ήταν θριακιώτισσα σκλάβα. Επειδή δεν είχε το δικαίωμα να γυμνάζεται και να συναναστρέφεται παντού, όπως όλοι οι γνήσιοι Αθηναίοι, αναγκαζόταν να πηγαίνει στο Κυνόσαργες, ένα από τα τρία μεγάλα γυμναστήρια της Αθήνας, που, όμως, βρισκόταν έξω από το τείχος της πόλης.

Ο Αντισθένης υπήρξε άνθρωπος που ήθελε να μαθαίνει. Πρώτα άκουσε την διδασκαλία του σοφιστή Γοργία. Εργαζόταν ήδη σα δάσκαλος, όταν γνώρισε τον Σωκράτη, στου οποίου τον όμιλο προσκολλήθηκε από τό­τε με μεγάλη ευλάβεια. Συμπαραστάθηκε στον Σωκράτη μέχρι τις τελευταίες στιγμές του στο δεσμωτήριο (399 π.κ.ε.). Ο κυνικός αυτός φιλόσοφος, εξαιτίας του Γοργία, ενδιαφέρθηκε αρχικά για την ρητορική και μελέτησε βαθιά την γλώσσα σαν φορέα αλήθειας. Ο Σωκράτης, πάλιν του έστρεψε την προσοχή στα ηθικά προβλήματα.

Ίδρυσε δική του σχολή, που πήρε το όνομα Κυνική, το πιο πιθανόν από το όνομα του Γυμνασίου «Κυνόσαργες», που είχε για προστάτη τον Ηρακλή. Αυτό τον τίτλο φέρει εξάλ­λου το σημαντικότερο του σύγγραμμα «Ηρακλής», όπου εγκωμιάζει στο πρόσωπο του ήρωα αυτού το κυνικό ιδανικό της αυτοπεποίθησης και της σκληραγωγίας, του κόπου και του αγώνα (πόνου). Την αποφασιστική ώθηση στο πνεύμα του Αντισθένη έδωσε το ηθικό μέρος της σκέψης του Σωκράτη. Δεν ήταν, όμως, τόσο η θεωρητική θεμελίωση της ηθικής πάνω στη γνώση, που τον προσέλκυσε, όσο η πρακτική πλευρά της.

Έτσι η λιτότητα της ζωής του δασκάλου έγινε το ιδανικό στην φιλοσοφία του μαθητή. Αυτό φαίνεται από το απόσπασμα της διδασκαλίας του. που ακολουθεί: «Η αρετή είναι αρκετή (αυτάρκης) για την ευδαιμονία, και για την αρετή δεν χρειάζεται τίποτε άλλο παρά η δύναμη ενός Σωκράτη, Είναι ζήτημα πρακτικό και δεν χρειάζεται πολλά λόγια και γνώσεις».

Έγραψε πολλά συγγράμματα (είναι γνωστοί 62 τίτλοι)· ανάμεσα σε αυτά στον «Κόρο» (θυμίζει λίγο Ξενοφώντα) συνιστούσε προ πάντων την φιλανθρωπία, ενώ στο έργο του «Αλκιβιάδης» μαστίγωνε την εγωιστική ηδονή, στον «Πολιτικό» του τα έβαζε με τις αδυναμίες της δημοκρατίας και στον «Αρχέλαο» χτυπούσε την τυραννίδα. Πολέμησε, με εμπάθεια, τις ιδέες του Πλάτωνα, έγραψε, μάλιστα, κι ένα πολεμικό έργο, τον «Σάθωνα», πράγμα που ανάγκασε τον Πλάτωνα να του απαντήσει με τον «Ευθύδημο». Ο Αντισθένης, επίσης, χρησιμοποίησε πρώτος τον τύπο του «Προτρεπτικού» λό­γου, ως παρόρμηση στη Φιλοσοφία.

Η λογική και η γνωσιολογία του Αντισθένη είναι άρνηση του δυνατού κά­θε κρίσης εκτύς από τις ταυτολογικές, δηλαδή δεν δεχόταν ότι είναι δυνατό να οριστεί ένα πράγμα με γνωρίσματα ενός άλλου, φτάνοντας στο σημείο να υποστηρίζει π.χ. ότι δεν μπορούμε να λέμε: «Το χιόνι είναι λευκό», αλλά μόνο «το χιόνι είναι χιόνι». Παρ’ όλην όμως την αρνητική βάση της γνωσιολογίας του, διατήρησε την ορθολογιστική εκτίμηση του Σωκράτη προς την γνώση, την οποία όριζε «αληθή δόξαν» μετά λόγου. Με αυτή την προϋπόθεση στήριζε την θέση του για την παιδεία με την δική του γνω­στή φράση: «αρχή παιδεύσεως ή των ο­νομάτων επίσκεψις», δηλαδή μαθαίνο­ντας κανείς τα ονόματα των εννοιών μαθαίνει και τα πράγματα, που αναφέρονται σ’ αυτά.

Ο Αντισθένης καθόρισε την φιλοσοφία των κυνικών περιορίζοντάς την σχεδόν ολόκληρη στην ηθική τους, κατά την οποία το ανώτατο αγαθόν είναι η έλλειψη κάθε ανάγκης, η απλότητα και φυσικότητα του βίου και ακόμη κι αυτή η επιζήτηση του πόνου.

Οι αρετές των κυνικών είναι η εγκράτεια, η καρτερία, η απάθεια.

Η αρετή είναι μία, ενιαία και διδακτή, το ανώτατον αγαθόν, και αναφαίρετη. όταν άπαξ έχει αποκτηθεί. Πραγματικά ενάρετος είναι ο σοφός, που κατέχει σίγουρα τη μόνη απαραίτητη προϋπόθεση για την ευδαιμονία. Πίστευε πως αγαθό (χτήμα) για τον άνθρωπο μπορεί να είναι μόνο εκείνο που του ανήκει (οικείον) και τέτοιο είναι μόνον η διανοητική ιδιοκτησία.

Δεν επιτρέπεται να πάρουμε την ηδονή για αγαθό, τον κόπο και την εργασία για κακό, αφού εκείνη, όταν εξουσιάζει τον άνθρω­πο, τον διαφθείρει, ενώ οι δεύτερες τον παιδαγωγούν στην αρετή. 0 Αντισθένης έλεγε πως προτιμούσε να τρελαθεί πα­ρά να παραδοθεί στην ηδονή («μανείην μάλλον ή ησθείην») και για υπόδειγμα είχαν την πολύμοχθη ζωή του Ηρακλή [5].

Ο πιο γνωστός και λαοφιλής φιλόσοφος, ο «σταρ» των κυνικών, στάθηκε ο Διογένης. Αυτός γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου στα τέλη του Ε* π.κ.ε. αι. και πέθανε στην Κόρινθο, τι σύμπτωση (!), τον ίδιο χρόνο με τον Μακεδόνα Αλέξανδρο (323 π.κ.ε.).

Ο πατέρας του, ο Ικεσίας, ήταν τραπεζίτης, αλλά… και παραχαράκτης νομισμάτων, πράγμα που μυήθηκε κι «ο δικός μας στην επικερδή τέχνη του πατέρα του. Απ’ αυτό το επάγγελμα πήρε το πρώτο… μάθημα της ζωής του, καθώς ανακαλύφθηκε η απάτη και για να μη συλληφθεί και πιθανόν να θανατωθεί, όπως λέγεται ότι συνέβηκε στον πατέρα του, αναγκάστηκε να φύγει. Έτσι άρχι­σαν οι περιπέτειες, τα βάσανα, οι αλλαγές στην ζωή και στις σκέψεις του, αλλά και οι θρύλοι γύρω από την ζωή του.

Κάποτε έφθασε στην Αθήνα. Δυστυχώς δεν έχουμε πληροφορίες πως προσαρμόστηκε σ’ αυτή την μεγάλο πό­λη, που μάλλον ύστερα από τους εμφύλιους πολέμους θα βρισκόταν σε κάποια παρακμή. Ο Σωκράτης είχε πιει το κώνειο και κυριαρχούσε στην Φιλοσοφία ο Πλάτωνας. Ο Διογένης τότε, χωρίς αυτό να είναι απολύτως βέβαιο, γνώρισε τον Αντισθένη [6] και, λέγεται, θέλησε να γίνει μαθητής του, επειδή, φαίνεται, ταίριαζαν τα μαθήματά του με τις νέες απόψεις που άρχισε να σχηματίζει. Εδώ αρχίζει η ανεκδοτολογία.

Κατά τον Δίωνα Χρυσόστομο, όταν ο Διογένης ζήτησε να τον δεχθεί ως μαθητή, ο Αντισθένης αρνήθηκε κι όταν επέμενε σήκωσε το ρα­βδί του να τον χτυπήσει. Κι εκείνος εί­πε: «παῖε. οὐ γάρ εὑρήσεις οὕτω σκλη­ρόν ξύλον, ᾧ μέ ἀπείρξεις. ἕως ἄν τί φαίνῃ λέγων» (Χτύπα, με φοβάσαι, χτύπα. Δε θα βρεις ραβδί τόσο σκληρό με το ο­ποίο θα μπορέσει να με διώξεις από κο­ντά σου, εφόσον φαίνεται να λες κάτι), τόσο ξεροκέφαλος ήταν!

Ο Αντισθένης, λέγεται, ότι υποχώρησε, αλλά βρήκε τον μπελά του, καθώς του έκανε άγρια κριτική, ιδίως όταν τον έπιανε να είναι ασυνεπής· όταν δεν συμφωνούσαν οι πράξεις με την διδασκαλία του, ο Διογένης τον χαρακτήριζε ως «τρομπέτα που δεν άκουγε τον εαυτό της» [7].

Ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλό του Αντισθένη στον ασκητισμό. Προτίμησε να ζει στο περιθώριο της κοινωνίας ως ζητιάνος παρά να είναι γιατρός των ψυχών στην κοινωνία. Εγκαινίασε μια προκλητική συμπεριφορά, γεμάτη ακρότητες, καυστική ειρωνεία και επιδεικτική για κάθε κοινωνική συμβατικότητα. Προστατεύοντας το σώ­μα του με ευτελές ύφασμα, το ίδιο μέρα-νύχτα, χειμώνα-καλοκαίρι, μεταφέροντας στον ώμο μια σακούλα με όλα τα υπάρχοντά του και χρησιμοποιώντας για κατάλυμα ένα πιθάρι, ο Διογένης έγινε το πρότυπο κάθε λαϊκού δασκάλου της φιλοσοφίας.

Προτίμησε το ρόλο ενός «σκύλου δαγκανιάρη» παρά το συμβιβασμό με τις ματαιότητες και συμβατικότητες της «πολιτισμένης» κοινωνίας. Ποτέ δεν έ­παιρνε το ύφος αφηνιασμένου ηθικολόγου. παρά ενός έξυπνου και καυστικού σατιριστή. 0 «λυσσασμένος αυτός Σωκράτης» χειριζόταν την ειρωνεία και το σαρκασμό με απαράμιλλη δεξιοτεχνία.

Παρ’ όλον ότι ο Πλάτωνας αναγνώριζε στον Αντισθένη και τον Διογένη το λιγότερο «ἀλλά τινί δυσχερείᾳ φύσεως οὐκ ἀγεννοῦς» (κάποια ιδιοτροπία ευγενικής ιδιοσυγκρασίας). [9] ο «δάκνων κύων» ένιω­θε μεγάλη αντιπάθεια προς την θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα. «Ἐγώ, ἔλεγε, τράπεζαν καί κύαθον (κύπελλο) ὁρῶ· τραπεζότητα καί κυαθότητα οὐδαμῶς». Κι όταν ο Πλάτωνας όρισε τον άνθρω­πον «ζώον δίπουν άπτερον» ο Διογένης μάδησε έναν κόκορα και τον έφερε στην Ακαδημία και είπε: «οὗτος ἐστίν ὁ Πλάτωνος ἄνθρωπος». Κατά τον Διογένη Λαέρτιον ο Διογένης έγραψε ικανά έργα, κυρίως διαλόγους και δράματα, το κύ­ριο, όμως, σύγγραμμά του είχε τον τίτλο «Πάρδαλις» (ο Πάνθηρας).

Η Κυνική άσκηση.

Παρά την κριτική του στον πολιτισμό, ο Διογένης ήταν γέννημα της πόλης· η συμπεριφορά του ήταν αξιοπρόσεκτη ακριβώς επειδή επέλεξε να την εκθέσει στην αγορά. Δεν αποσύρθηκε, αλλά έπραττε σαν να είχε αποστολή να πείσει τους ανθρώπους να εξετάζουν την ζωή τους, γιατί (όπως θα έλεγε και ο Σωκράτης) μια ζωή ανεξέταστη δεν αξίζει να την ζεις. Σε αυτόν θα μπορούσαν να βρουν καθοδήγηση οι συνηθισμένοι άνθρωποι, και όχι στις Σχολές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο Διογένης αποσκοπούσε να προσφέρει μια τέχνη, μια ηθική πρακτική που θα οδηγούσε τον άνθρωπο στην ευτυχία.

Η μίμηση της ελευθερίας και της αυτάρκειας των ζώων είχε πολλαπλούς σκοπούς: να παραμερίσει τα εμπόδια που βάζει η κοινωνία στην ανθρώπινη ευτυχία, χωρίς όμως να μένει στην απλή ικανοποίηση των ενστίκτων και στην απάθεια· και να κατοχυρώσει την πλήρη ανεξαρτησία, που κάνει τον άνθρωπο σαν τους θεούς. Γι᾽ αυτό και ο Ηρακλής είναι το πρότυπο των Κυνικών· γιατί ήταν ένας θνητός που χάρη στους άθλους του πλησίασε τους θεούς.

Η αυτάρκεια και η ανεξαρτησία επιτυγχάνονται με την άσκηση και την παρρησία. Η άσκηση είναι δύο ειδών, σωματική και ψυχική. Η σωματική εξάσκηση προσφέρει ανοσία στις αναπόφευκτες αντιξοότητες της ζωής, δεν αντιστρατεύεται όμως τις κατάλληλες απολαύσεις. Η ψυχική άσκηση συμπληρώνει τη σωματική: μαθαίνει στον άνθρωπο να καταφρονεί τις ηδονές, κι αυτό είναι μια νίκη που προκαλεί μεγαλύτερη ηδονή. Έτσι ο Διογένης επαινούσε όσους σχεδίαζαν και ήθελαν να κάνουν κάτι, αλλά τελικά, και παρά την επιθυμία τους, δεν το έκαναν.

Με αυστηρή πειθαρχία, η σωματική εξάσκηση και η μίμηση υποδειγματικών πράξεων φέρνουν την εσωτερική ελευθερία, την ανεξαρτησία από εξωτερικούς καταναγκασμούς. Η άσκηση συμπληρώνεται με τη γνώση, και έτσι κατακτιέται η αρετή. Αλλά χωρίς την άσκηση, όπως τονίζουν οι Κυνικοί, τίποτε δεν μπορεί να επιτευχθεί (Διογένης Λαέρτιος 6.70-71).

Η πρακτική της παρρησίας.

Οι Κυνικοί πίστευαν ότι η αλήθεια φαίνεται μέσα στην ζωή, την δείχνει ο καθένας με την ζωή του. Ο φιλοσοφικός βίος, ως βίος παραδειγματικός, χρειάζεται δημοσιότητα, ώστε να προβληθεί η αλήθεια με τρόπο που να γίνεται προσιτή σε όλους. Δύο κυρίως τρόπους χρησιμοποίησαν οι Κυνικοί, τον λόγο και τις πράξεις, το κήρυγμα και την σκανδαλώδη συμπεριφορά.

(α) Οι Κυνικοί δεν απευθύνονταν σε κάποιο συγκεκριμένο κοινό, συγκεντρωμένο για να τους ακούσει. Δεν επιζητούσαν μικρά και επιλεγμένα ακροατήρια. Προτιμούσαν το πλήθος και το αναζητούσαν εκεί που μαζευόταν για άλλους λόγους: στα θέατρα, στις θρησκευτικές γιορτές, στους αθλητικούς αγώνες. Σε τέτοιες περιστάσεις ο κυνικός έβρισκε ευκαιρία να περάσει το δικό του μήνυμα, μέσα από το κήρυγμα – το κατεξοχήν είδος ομιλίας που (παρουσιάζεται σαν να) λέει την αλήθεια και απευθύνεται σε όλους.

Στα κηρύγματα των Κυνικών δεν περιέχονταν εποικοδομητικά στοιχεία, κάποια θετική διδασκαλία. Ήταν κυρίως μια επίθεση κατά των θεσμών που εμποδίζουν την ελευθερία και την αυτάρκεια κάθε ανθρώπου· μια κριτική των ηθικών αντιλήψεων και των μορφών συμπεριφοράς. Με τον τρόπο τους, και την ελευθεροστομία τους, κατάφερναν να προκαλέσουν ενδιαφέρον για φιλοσοφικά θέματα σε ανθρώπους εκτός φιλοσοφίας – κάτι που λίγοι το πετυχαίνουν.

Σε κάποιον που τον κορόιδευε επειδή έμπαινε σε ακάθαρτα μέρη, είπε ο Διογένης: «Και ο ήλιος μπαίνει στα αποχωρητήρια, αλλά δεν λερώνεται.» (στον Διογένη Λαέρτιο 6.63)

(β) Όσο καυστικά κι αν ήταν τα σχόλιά τους, οι Κυνικοί δεν έμειναν στα λόγια. Με τις πράξεις τους αμφισβητούσαν τις συνήθειες και τις γνώμες των πολλών, τους κανόνες της κοινωνικής ζωής.

Όταν ο Αλέξανδρος πλησίασε τον Διογένη και τον ρώτησε αν χρειαζόταν τίποτε, ο φιλόσοφος του απάντησε: «Να πας λίγο πιο πέρα από τον ήλιο, να μην τον κρύβεις.» Ο βασιλιάς θαύμασε τον φιλόσοφο για την περηφάνεια του και την περιφρόνηση της διαταγής (Πλούταρχος, Αλέξανδρος 14). Η αντίδραση, όμως, του βασιλιά δεν κρύβει ότι ουσιαστικά αντιστράφηκαν οι ρόλοι: αυτός που διέταξε δεν ήταν ο Αλέξανδρος, που ως απόγονος του θεού ήταν η προσωποποίηση του ήλιου, αλλά ο Διογένης, που είχε μια απλή φυσική σχέση με τον ήλιο, όπως κάθε άνθρωπος.

Ο Διογένης ήθελε να δείξει, επίσης, πόσο αυθαίρετοι είναι οι κανόνες που θέτουν οι άνθρωποι. Έτσι, μια φορά σε αγώνες, στα Ίσθμια, αυτοστεφανώθηκε σαν να ήταν νικητής. Όταν οι αξιωματούχοι προσπάθησαν να τον τιμωρήσουν, επειδή παραβίασε τον κανονισμό, ο Διογένης τους εξήγησε τη στάση του: «Εγώ πέτυχα πολύ πιο δύσκολη νίκη από εκείνους που στεφανώσατε εσείς· εγώ νίκησα την φτώχεια, την εξορία, τα πάθη μου, ενώ οι αθλητές νίκησαν στο τρέξιμο και στην πάλη.» Εφάρμοσε τον κανόνα (τη στεφάνωση ως σημείο επιβράβευσης του νικητή) όχι εκεί που ήταν αποδεκτός από όλους, στους αγώνες του σώματος, αλλά εκεί που δεν ήταν, στον προσωπικό αγώνα της ζωής και αναρωτήθηκε γιατί να μην ισχύει και στα δύο είδη αγώνων – ειδικά στον πιο σημαντικό από τους δύο.

Ακόμη περισσότερο προκλητικός ήταν ο Διογένης όταν συνέδεε δύο κανόνες συμπεριφοράς που φαίνονταν αντίθετοι. Ενώ το να τρως μπροστά στους άλλους επιτρέπεται, δεν επιτρέπεται να επιδεικνύεις άλλες λειτουργίες του σώματος. Ρωτούσε: εφόσον το φαγητό είναι μια φυσική ανάγκη και μπορεί να ικανοποιείται δημοσίως, γιατί αυτό να μην ισχύει και για άλλες φυσικές ανάγκες; Και χωρίς να του απαντήσουν, προχωρούσε στην ικανοποίησή τους.

Η κυνική στάση, με παρωδία και σάτιρα, με πράξεις ελεύθερες, υπονομεύει την παράδοση και ανατρέπει τις αυθεντίες. Ίσως είναι περισσότερο μια «αρνητική ελευθερία», μια προσπάθεια απαλλαγής από περιορισμούς. Αυτή η ελευθερία, η παρρησία είναι, για τον Διογένη, το κάλλιστον στους ανθρώπους.

Ποιος όμως θα μπορούσε να ακολουθήσει τέτοια ακραία παραδείγματα, ικανά να προκαλέσουν θαυμασμό αλλά κυρίως αποστροφή στους ανθρώπους, ειδικά σε όσους λόγω θέσεως, επαγγέλματος ή πεποιθήσεως είναι ή οφείλουν να δείχνουν σοβαροί; Ήδη στην εποχή του κυκλοφορούσαν ευρύτατα τα πολυάριθμα έξυπνα α­νέκδοτά του, που κατά την παράδοση, συγκέντρωσε πολλά ο μαθητής του Μητροκλής. Αξίζει τον κόπο να αναφερ­θούν εδώ μερικά, προς διασκέδαση:

Τον ρώτησε κάποιος, πως μπορεί κανείς να γίνει ένδοξος; Κι ο Διογένης απάντησε: «εἰ δόξης καταφρονήσειε…».

Περιερχόμενος κάποια μέρα την Κόρινθον πέρασε μπροστά από το ολο­καίνουργιο σπίτι ενός γνωστού παλιαν­θρώπου και στην κυρία είσοδο του σπι­τιού είδε αναρτημένη την επιγραφή: «Μηδέν εἰσίτω κακόν»· κι ο φιλόσοφος, αφού στάθηκε, είπε φωναχτά: «καλά και το αφεντικό του σπιτιού από πού μπαίνει;».

Κάποια άλλη μέρα πήγε στα δημό­σια λουτρά για να πλυθεί· είδε όμως ότι το νερό ήταν πολύ βρώμικο και είπε: «ωραία, όταν κάποιος λουστεί εδώ, που πηγαίνει για να πλυθεί;».

Κάποτε του χάρισε κάποιος έναν δούλο, το Μάνη, κι αυτός το έσκασε. Τον συμβούλεψαν μερικοί να ψάξει να βρει το δούλο του· κι εκείνος: «Γελοῖον, εἰ Μάνης μέν χωρίς Διογένους ζῆ, Διογένης δέ χωρίς Μάνου οὐ δύναται». Όταν. μία φορά, είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια του. έβγαλε το πήλινο κύπελλό του και το έσπασε λέγοντας: «παιδίον μέ νενίκηκεν ἐυτελείᾳ».

Ο Διογένης δίδασκε, τόσο με το λόγο του, όσο και με την συμπεριφορά του γενικά, πως ο άνθρωπος ευτυχεί, όταν ικανοποιεί τις βασικές ανάγκες του, και μάλιστα με τον πιο άμεσο και απλό τρόπο. Ιδανικό του η «αυτάρκεια» και πίστευε στην πραγμάτωση της με την απελευθέρωση του ανθρώπου από τις δευτερεύουσες ανάγκες που ο ίδιος δημιουργεί και από τις κοινωνικές συμβατικότητες.

Αυτόν τον φιλόσοφο ποιος θα τον πάρει;

ΕΡΜΗΣ: Θέλεις εκείνον τον βρωμιάρη τον Πόντιο;

ΖΕΥΣ: Βεβαίως.

ΕΡΜΗΣ: Εσύ με το δισάκι στον ώμο, ξεμπράτσωτε, για έλα από δω και κάνε έναν γύρο μπροστά μας. Πουλάω μια ζωή αντρίκεια, ενάρετη κι αρχοντική, μια ζωή ελεύθερη. Ποιος θα την αγοράσει;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Τον φοβάμαι, έτσι σκυθρωπός και κατσούφης που είναι, μήπως με γαβγίσει μόλις τον πλησιάσω ή μήπως με δαγκώσει. Ε, φίλε! Από πού είσαι;

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Από παντού.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Τι εννοείς;

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Βλέπεις έναν πολίτη του κόσμου.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Κι έχεις κάποιες ειδικές γνώσεις; Ασκείς καμιά τέχνη;

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Απελευθερώνω τους ανθρώπους και γιατρεύω τα πάθη. Θέλω να κηρύττω την αλήθεια και την παρρησία.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Συγχαρητήρια! Κι αν σ᾽ αγοράσω, πώς θα μ᾽ εκπαιδεύσεις;

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Πρώτα θα σ᾽ απαλλάξω από την καλοπέραση, θα σ᾽ αφήσω στη στέρηση και θα σε ντύσω με κάπα· ύστερα θα σ᾽ αναγκάσω να πονάς και να κοπιάζεις· να κοιμάσαι καταγής, να πίνεις νερό και να τρως ό,τι τύχει· δεν θα νοιάζεσαι για γάμο, παιδιά και πατρίδα· θ᾽ αφήσεις το πατρικό σου σπίτι και θα μείνεις σε κανένα πιθάρι· το δισάκι σου θα ᾽ναι γεμάτο λούπινα. Και έτσι όπως θα ᾽σαι, θα λες ότι είσαι πιο ευτυχισμένος κι από το μεγάλο βασιλιά. Να ᾽σαι θρασύς και αναιδής και να τους βρίζεις όλους. Να κάνεις στα φανερά όσα οι άλλοι δεν θα τα ᾽καναν ούτε στα κρυφά. Τέτοια είναι η ευτυχία που σου τάζουμε.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Φύγε από δω! Λες πράγματα απαίσια κι απάνθρωπα.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Είναι όμως εύκολα, δικέ μου, κι όλοι τα μπορούν. Δεν σου χρειάζεται ούτε μόρφωση ούτε πολλά λόγια. Ο δρόμος προς την δόξα είναι σύντομος.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Δεν σε χρειάζομαι για τέτοια πράγματα. Μπορεί όμως με τον καιρό να γίνεις ναύτης ή κηπουρός – αν θελήσει, βέβαια, να σε πουλήσει αυτός εδώ για κάνα δυο τάλιρα, το πολύ.

ΕΡΜΗΣ: Πάρ’ τον, χάρισμά σου. Ευχαρίστως να απαλλαγούμε από αυτόν· είναι τόσο ενοχλητικός, φωνάζει, βρίζει τους πάντες και τους αποπαίρνει.

Κι άλλοι εκπρόσωποι των Κυνικών Φιλοσόφων.

Άλλος εκπρόσωπος της κυνικής φιλοσοφίας υπήρξε ο Κράτης από τη Θήβα, ο και «θυρεπανοίκτης» λεγόμενος· μαθητής του Διογένη και δάσκαλος του ιδρυτή της σχολής των Στωϊκών Ζήνωνα από το Κίτιο της Κύπρου. Αυτός πια κι αν ήταν… ιδιότυπος. Ο Κράτης ήταν πολύ πλούσιος, όταν όμως άκουσε το Διογένη, πήγε και μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έζησε σε έσχατη ένδεια, περιπλανώμενος από πόλη σε πόλη διδάσκοντας την λιτότητα και την περι­φρόνηση στα πλούτη.

Το παρωνύμιο «Θυρεπανοίκτης», δηλαδή εκείνος που ανοίγει τις πόρτες, του αποδόθηκε επειδή ακριβώς, σαν περιπλανώμενος δάσκαλος, συνήθιζε να μπαίνει στα ξένα σπίτια και χωρίς να ζητάει τίποτε, δίδα­σκε διαδίδοντας τις ιδέες του. Συμπαραστάτες του, κι αυτοί «σκυλοφιλόσοφοι». ήταν η σύζυγος του, Ιππαρχία και ο αδελφός της Μητροκλής. που άκουσε κι αυτός την διδασκαλία του Διογένη και συμμερίστηκαν με ενθουσιασμό τον αντισυμβατικό τρόπο της ζωής του Κράτη.

Ο Βίων ο Βορυσθενίτης γεννήθηκε στην Ολβία του Ευξείνου Πόντου, κοντά στον ποταμό Βορυσθένη (σημερινός Δνείπερος) και ήταν γιος ενός αλλαντοπώλη και μιας… εταίρας. Σε παιδική ηλικία πουλήθηκε για χρέη δούλος, όπως και όλα τα μέλη της οικογένειας του, αλλά έτυχε να αγορασθεί από ένα ρήτορα, που τον μόρφωσε στη ρητορική, τον απελευθέρωσε και τον έκανε κληρονόμο του.

Αργότερα, στην Αθήνα, διδάχθηκε την πλατωνική φιλοσοφία κοντά στον ακαδημαϊκό Κράτη, την αριστοτελική κοντά στο Θεόφραστο. την Κυρηναϊκή κο­ντά στο Θεόδωρο τον Άθεο και τέλος τη φιλοσοφία των Κυνικών, η οποία και σφράγισε την προσωπικότητά του. Έτσι έγινε περιπλανώμενος λαϊκός φιλόσο­φος. Πέθανε στη Χαλκίδα [12].

Τέλος, από τους πιο αντιπροσωπευ­τικούς και ευρύτερα γνωστούς κυνικός φιλόσοφος και συγγραφέας στάθηκε ο Μένιππος. Γεννήθηκε στα Γάδαρα, στα παράλια της Παλαιστίνης και αργότερα έμεινε στην Σινώπη του Πόντου, την πατρίδα του Διογένη, ως δούλος. Εξαγόρασε όμως την ελευθερία του και μάλιστα απέκτησε τα δικαιώματα του πολίτη στην Θήβα, την πατρίδα του Κράτη. Εκεί έγινε μαθητής του κυνικού Μητροκλή, ίσως και του Κράτη.

Στον Μένιππο αποδίδονταν δεκατρία βιβλία, από τα οποία όμως δεν σώθηκε τίποτε. Την μεγάλη φήμη του την χρωστά ο Μένιππος στην επινόηση ενός ιδιότυπου λογοτεχνικού είδους, με το οποίο εξέφρασε το «σπουδαιογέλοιον», την μενίππεια σάτιρα, με την οποία συχνά πα­ρωδεί το έπος και την τραγωδία και ο γνωστός πλατωνικός διάλογος μετατρέπεται σε κωμικό.

Άλλος ένας, λοιπόν, κυνικός καταφερόταν εναντίον του Πλάτωνα, του περιφρονητή του πλήθους, 0 Μένιππος συνδύασε το μηδενισμό των Κυνικών με την «ιαμβικήν ιδέαν» τους σε μια κοσμαγάπητη χιουμοριστική έκ­φραση, με την οποία βοήθησε σημαντικά στη διάδοση και την επιβίωση των ηθι­κών απόψεων της σκύλοφιλοσοφίας [13].

Ύστερα από αυτή την σύντομη παρουσίαση των σημαντικότερων Κυνικών, οι μαθητές συζητώντας έκαναν κάποιες διαπιστώσεις· είδαν πως οι φιλόσοφοι αυ­τοί, σαν άλλοι διαφωτιστές, ταρακούνησαν την εποχή τους. Και τι δεν έκαναν τα έβαλαν με την θρησκεία και τη λατρεία του λαού έχοντας την θεολογική άποψη πως οι άνθρωποι νομίζουν ότι υπάρχουν πολλοί Θεοί, κι αυτό γιατί η παράδοση (νόμος) έπλασε τους πολλούς Θεούς.

Είχαν την πεποίθηση ότι αληθινά υπάρχει μονάχα ένας Θεός, που δεν μοιάζει με κανένα από τα γνωστά όντα, και η πραγματική λατρεία του βρίσκεται μο­νάχα στην άσκηση της αρετής, που κάνει τους σοφούς φίλους της Θεότητας [14]. Ορθολογικά, λοιπόν, περιφρονούσαν τους κείμενους νόμους του πολυθεϊσμού και του ορθολογισμού.

Ακόμη οι Κυνικοί απόφευγαν κατά κανόνα την οικογενειακή ζωή. Στη θέση της πρότειναν την κοινοκτημοσύνη όχι μόνο στα αγαθά, αλλά και στις γυναίκες και τα παιδιά, ο Διογένης μάλιστα πρότεινε και κοινοβιακή ζωή.

Δεν έδιναν καμιά σημασία στην αντίθεση: ελευθερία – σκλαβιά, αν και οι περισσότεροι έκαναν και δούλοι, γιατί πίστευαν πως ο σοφός και σκλάβος ακόμα είναι ελεύθερος και γεννημένος αφέντης, δηλαδή, κατά τους μαθητές, οι φιλόσοφοι αυτοί θεωρούσαν ότι η εσωτερική ελευθερία είναι πραγματική.

Τρίτη και σοβαρή παρατήρησή τους στάθηκε η παρακάτω: Δεν σεβάστηκαν και δεν φοβήθηκαν τους δυνατούς, τους βασιλιάδες (δες την συμπεριφορά του Διογένη προς τον Μ. Αλέξανδρο), τους πλούσιους, τους μεγάλο – φιλοσόφους [15], τους ρήτορες και τους πολιτικούς· αυτούς τους τελευταίους τους κατηγορούσαν για υποκρισία, γιατί σπούδαζαν να λένε μόνο και όχι να πράττουν τα δί­καια.

Την πολιτική ζωή την έβρισκαν περιττή για τον σοφό, γιατί αυτός νιώθει ότι παντού είναι σπίτι του, είναι πολίτης του κόσμου, κοσμοπολίτης, και σαν ιδανική πολιτεία εικόνιζαν μια φυσική κατάσταση που σ’ αυτήν ολόκληρη η αν­θρωπότητα θα ζούσε σαν μια μεγάλη ο­μάδα, ένα κοπάδι με έναν ποιμένα, έχοντας μόνιμα ειρήνη, αγάπη και καλοσύνη.

Γι’ αυτό οι Κυνικοί καταδίκαζαν τον πόλεμο. Ειρηνιστές, λοιπόν, οι Κυνικοί. Και όχι μόνο· αγαπούσαν την φύση και ζούσαν σύμφωνα μ’ αυτή σαν γνήσιοι οικολόγοι με την σημερινή έννοια του όρου. Αρνιόντουσαν να δεχθούν να υποταχθούν στους κανόνες της κοινωνίας που ζούσαν «σνομπάρισαν» τον πλούτο και αδιαφόρησαν για τα χρήματα, ο Κράτης, μάλιστα, που ήταν πλούσιος, τα μοίρασε όλα στους φτωχούς… κι έμεινε πάμπτωχος.

Τέλος, οι Κυνικοί, εκ προμελέτης χτυπούσαν με την συμπεριφορά τους κατάμουτρα, όχι μόνο τα ήθη και την υποκριτική σεμνότητα της κοινωνίας τους, αλλά και το αίσθημα της ντροπής, το οποίο θεωρούσαν παραφύση [16].

Το όπλο τους, η αναίδεια, δηλαδή η πλήρης περιφρόνηση της ευπρεπούς συμπεριφοράς, με σκοπό, προκαλώντας το κοινό αίσθημα, να διαμαρτυρηθούν και ν’ αμφισβητήσουν το κατεστημένο της εποχής τους, όπως οι «Χίπις» της δεκαετίας του ’60. Κι αυτοί με την συμπεριφορά τους έκαναν ένα είδος κοινωνικής επανάστασης, που προκαλούσαν με το ντύσιμό τους, με την πίστη τους σε μια ζωή ομαδική, στην ελευθερία των σχέσεων των δύο φύλων, αρνούμενοι την βία και τον πόλεμο, ειρηνιστές με αναρχικές τάσεις, ώσπου το κατεστημένο, χρησιμοποιώντας την αφέλειά τους… και τα ναρκωτικά κατόρθωσε να τους διαλύσει κατασυκοφαντώντας τους.

Μα, είναι αυτό φιλοσοφία;

Οι Κυνικοί τις θεωρίες τις απέφευγαν, τα παραδοσιακά μαθήματα και τις επιστήμες (όπως την γεωμετρία και την αστρονομία) τις απέρριπταν· σταθερές πεποιθήσεις που συγκροτούσαν ενιαίο συστηματικό σύνολο δεν είχαν· στα πρώτα τους χρόνια πίστευαν ότι δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος φιλοσοφικός σκοπός. Τι λογής φιλόσοφοι ήταν, λοιπόν, οι Κυνικοί;

Απλούστατα, δεν ήταν φιλόσοφοι! Έτσι υποστήριξαν αρκετοί, οι οποίοι και κατηγόρησαν τον Κυνισμό ότι δεν είναι σχολή σκέψης αλλά απλώς ένας τρόπος ζωής – πιθανώς ένα μέσο, που μπορεί να ταιριάζει στην μία ή την άλλη σχολή, δεν μπορεί όμως το ίδιο να προσφέρει το «τέλος», τον σκοπό. Κάποιοι ονόμασαν τον Κυνισμό «σύντομο δρόμο για την αρετή», άλλοι όμως «σύντομο δρόμο για την αλαζονεία» ή «για την κακή φήμη». Οι Κυνικοί αντέστρεφαν τις κατηγορίες και ουσιαστικά αμφισβητούσαν στους άλλους το δικαίωμα να φέρουν το όνομα του φιλοσόφου.

Ό,τι κι αν τους καταμαρτύρησαν (αδίκως και δικαίως), ο δρόμος της κυνικής άσκησης ήταν απλός και δύσκολος: να ζεις φτωχός και να ικανοποιείς μόνο τις φυσικές σου ανάγκες. Ίσως η εικόνα του περιπλανώμενου με το δισάκι στον ώμο, το ραβδί και το τριμμένο πανωφόρι (όλα τα υπάρχοντά του) να φαινόταν και τότε γραφική στους πολλούς ή προσβλητική (και -γιατί όχι- απειλητική) για τους θεματοφύλακες της φιλοσοφίας.

Είναι αλήθεια ότι πολλοί τσαρλατάνοι, περιπλανώμενοι κι εκείνοι, εμφανίστηκαν σαν φιλόσοφοι, πολλές φορές σαν Κυνικοί. Ήταν ίσως εύκολο και βολικό να παρουσιάζονταν σαν Κυνικοί. Για εκατοντάδες χρόνια αυτή η μορφή φιλοσόφου τριγυρνούσε στους δρόμους των ελληνιστικών βασιλείων και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εκθέτοντας και περιγελώντας ανθρώπους, προκειμένου να προκαλέσει την αντίδρασή τους.

Η περιφρόνηση προς τους Κυνικούς εντάθηκε αργότερα, κυρίως στα αυτοκρατορικά χρόνια, όταν αναβίωσε ο Κυνισμός και οι Κυνικοί άλλαξαν. Ήταν κατάλληλη εποχή για την αναβίωση αυτή: η ευμάρεια της Ρώμης πρόσφερε στα υψηλά κοινωνικά στρώματα πλούτο και χλιδή, και στους ηθικολόγους και στους σατιρικούς συγγραφείς άφθονες αφορμές να καταγγέλλουν τις υπερβολές. Ο ακραίος και ανατρεπτικός ασκητισμός των Κυνικών σόκαρε τους Ρωμαίους. Έτσι, βρέθηκε σχετικά εύκολα ακροατήριο για τον Κυνισμό, που από τη μία πλευρά πολεμούσε την δεισιδαιμονία και την ηθική διαφθορά και από την άλλη προέτρεπε για επιστροφή στην φύση, σε μια πρωταρχική απλότητα πριν από κάθε παρέμβαση πολιτισμού.

Δεν ήταν λίγοι όσοι περιφρονούσαν «αυτά τα ζωώδη, σιχαμερά και ακαλλιέργητα άτομα», που μιλούσαν και ζούσαν ανάρμοστα, διαφθείροντας τη φιλοσοφία και τους ανθρώπους. Όμως αρκετοί ήταν και όσοι κατάλαβαν και ξεχώρισαν τους Κυνικούς σε δυο ομάδες: σε εκείνους που το μόνο που είδαν ήταν τα εξωτερικά σημάδια της εμφάνισης και της συμπεριφοράς των Κυνικών, και τα υιοθέτησαν για την ευχαρίστησή τους ή από ματαιοδοξία· και σε εκείνους που μιμήθηκαν πρώτα την καρτερικότητα του Διογένη, την αντοχή του στους κόπους, το ψυχικό του μεγαλείο.

Τον 4ο αιώνα μ.κ.ε. ο Ιουλιανός, με την αυστηρή κριτική του στους απαίδευτους Κυνικούς, θυμίζει ότι, για τον Διογένη, τις προκλητικές πράξεις έχει δικαίωμα να τις αποτολμά μόνο εκείνος που έχει πρώτα κυριαρχήσει στην ηδονή και το πάθος. Αλλιώς, όπως τα σοφά λόγια στο στόμα των ανόητων δεν είναι σοφά, έτσι και οι αναίσχυντες πράξεις όταν τις κάνουν αναίσχυντοι είναι απλώς αναίσχυντες – τίποτε παραπάνω.

Ο Διογένης από την Σινώπη του Πόντου, ο Κράτης από τη Θήβα, ο Δημώναξ από την Κύπρο, ο Περεγρίνος και άλλοι ογδόντα γνωστοί Κυνικοί δεν κέρδισαν κάποια περίοπτη θέση στις ιστορίες της φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης δεν καταδέχεται να κατονομάσει τον Διογένη, χαρίζοντάς του μόνο μια αναφορά με τη λέξη «κύων». Ποτέ οι μεγάλοι φιλόσοφοι από την εποχή τους έως σήμερα δεν τους αντιμετώπισαν ευθέως ως συνομιλητές στα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα της μεταφυσικής, της κοσμολογίας, της γνωσιολογίας.

Και όμως η φιλοσοφική στάση τους είναι παρούσα σε όλη την διάρκεια της αρχαιότητας. «Και ποιος δεν έχει ακούσει για τον σκύλο από την Σινώπη;» ρωτούσε το 380 μ.κ.ε. ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ζώντας αποσυρμένος στην Καππαδοκία, όχι μακριά από την γενέθλια πόλη του Διογένη. Ο Κυνισμός επηρέασε την διαμόρφωση της στωικής φιλοσοφίας, πέρασε σε λογοτεχνικά είδη όπως η «διατριβή» και η σάτιρα, και δεν άφησε ανεπηρέαστο τον ιουδαιοχριστιανισμό. Αποτελεί, κατά παράδοξο τρόπο, την σωκρατική κληρονομιά, όπως εμμέσως παραδέχθηκε και ο Πλάτων αποκαλώντας τον Διογένη «έναν τρελαμένο Σωκράτη». Η μορφή του Διογένη πρόβαλε σαν μια σύνθεση ασκητισμού και αναίδειας – σαν ένας νέος Σωκράτης.

Οι Κυνικοί έδειξαν ότι η σχέση του ανθρώπου με την αλήθεια, ή έστω με την προσωπική του αλήθεια, είναι κατόρθωμα ατομικό, ενίοτε και μοναχικό – αν και το πετυχαίνει ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Υπήρξαν Κυνικοί που, δυναμωμένοι με την άσκηση, διακινδύνευσαν την προσωπική τους υπόληψη, παραβαίνοντας κανόνες κοινωνικούς. Όλα αυτά τα έκαναν, για να φέρουν τον καθένα αντιμέτωπο με την ανθρώπινη φύση του, απογυμνωμένο από τις ευκολίες αλλά και τις δυσκολίες της καθημερινότητας, του πολιτισμού. Άλλοι τους είπαν φιλοσόφους, άλλοι τρελούς. Αυτοί απλώς επιδίωξαν να ταρακουνήσουν την αυταρέσκεια, την αυτοϊκανοποίηση όσων κατείχαν (ή νόμιζαν ότι κατείχαν) κάτι: οι πλούσιοι και οι ισχυροί το χρήμα και την κοινωνική καταξίωση, οι φιλόσοφοι την γνώση, κάθε άνθρωπος την βολή του.

Κανένας, ειδικά ο άνθρωπος που θέλει να νιώθει ασφάλεια (κοινωνική, πολιτική, συναισθηματική ή όποια άλλη) και επενδύει σε αυτήν, δεν θέλει δίπλα του κάποιον που διαρκώς να τον πειράζει, όχι απλώς να αμφισβητεί ή να κλονίζει τις χρόνιες πεποιθήσεις του αλλά να φέρεται προς αυτές σαν να είναι χρόνιες ασθένειες που επείγει η θεραπεία τους. Κανένας ίσως δεν θέλει δίπλα του έναν αναρχικό που κοροϊδεύει τις βεβαιότητες των άλλων και ποδοπατεί την υπεροψία τους (με κίνδυνο, βέβαια, να κατηγορηθεί και ο ίδιος για οίηση).

Οι Κυνικοί, αντίθετα από τις άλλες Σχολές, πίστεψαν ότι, για να φιλοσοφήσει κανείς, οφείλει να καταλάβει ότι η ζωή μέσα στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι γεμάτη ασυνέπειες, αν συγκριθεί με την φυσική ζωή. Γι᾽ αυτό προχώρησαν στην συνολική ρήξη με τον κόσμο των κοινωνικών συμβάσεων: τον απέρριψαν ολοκληρωτικά ως αντίθετο προς την ανθρώπινη φύση. Ωστόσο, δεν είχαν σκοπό ούτε προσπάθησαν να αναμορφώσουν την κοινωνική ή την πολιτική ζωή. Αρκέστηκαν συχνά σε έναν επιδεικτικό ασκητισμό, κάποτε μάλιστα στις αυλές και στους κύκλους των πλουσίων.

Η αναφορά στον Διογένη, η πίστη στο παράδειγμά του, στον τρόπο ζωής του και στις φιλοσοφικές αρχές του κράτησαν τους Κυνικούς για αιώνες, παρόλο που δεν συγκρότησαν ποτέ σχολή ούτε έδωσαν τόση σημασία στο να θεμελιώσουν με αυστηρά φιλοσοφικό τρόπο τις απόψεις τους. Τους άρεσε να πλάθουν ιστορίες για τον Διογένη, συναξάρια θαυμαστών πράξεων, αγιογραφικές επινοήσεις της παράδοσης. Ιστορίες σαν κι αυτή που μόλις τελείωσε.
----------------
Παραπομπές

2. Βώρου, Φ.Κ. Σύντομη Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας. Εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1984 σ. 33
3. Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων Βίοι VI, 11. Βλέπε Τσέλερ- Νέστλε, Ιστορία της Ελλην. Φιλοσοφίας. Μετάφρ. X. Θεοδωρίδη. Εκδ. Παν/μίου Θε/νίκης. Αθήναι 1942 σ. 137.
4. Ό.π. , σ. 137
5. Διογένης Λαέρτιος, όπου παραπάνω VI, 6 κ.ε. Σουίδας, Αντισθένης, Διογένης.
6. Ρούσσος Ε.Ν., Διογένης ο Σινωπεύς. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό τομ. 3, σ. 282 Εκδοτική Αθηνών.
7. Δίων Χρυσόστομος, Έργα 8, 2.’
8. Βώρου, Φ.Κ. ο.π., σελ. 35
9. Πλάτωνος, Φίληβος, 44 C
10. Τα ανέκδοτα του Διογένη διέσωσε ο Διογένης Λαέρτιος στο β’ κεφ. του Δ’ βιβλίου της «Φιλοσόφου Ιστορίας» του. Με βάση τα ανέκδοτα αυτά ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς έγραψε μια πολύ έξυπνη κωμωδία, «Ο Βασιλιάς κι ο Σκύλος» που παίχτηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1958.
11. Σπυρόπουλος Η., Κράτης ο Θηβαίος, Παγκ. Βιογραφικό Λεξικό τ. 5, σ. 86
12. Ρούσσος Ε.Ν., Βίων Βορυσθενίτης, Π. Βιογρ. Λεξικό, Εκδοτική τ. 2, σ. 311.
13. Σπυρόπουλος Η., Μένιππος, Παγκ. Βιογρ. Λεξικό, Εκδοτική, τ. 6, σ. 134
14.Τσέλερ – – Νέστλε, ό. π., σελ. 139.
15. Παπακωνσταντίνου Θ., Διογένης Κυνικός, Μ. Ελλ. Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 5°?, σ. 380
16. Ο Διογένης Λαέρτιος γράφει: «ειωθώς πά­ντα ποιείν εν τω καί τα Δήμητρος καί τα Αφροδίτης». Βλέπε παραπάνω Παπακωνσταντίνου Θ., τομ. 5, σ. 380

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου