Τα ευρήματα και γραπτές ιστορικές αναφορές δείχνουν μια ανεπτυγμένη πόλη με αγορά, στοές και ιερά, στην οποία οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την αλιεία και τη ναυπηγική.
Σύμφωνα με την Εφορία Εναλίων Αρχαιοτήτων, η πόλη κατοικήθηκε από τους Μυκηναϊκούς χρόνους (16ος -12ος αι. π.Χ.) μέχρι τους Πρωτοχριστιανικούς χρόνους (6ος αι. μ.Χ.). Παρόλο που έχουν περάσει εκατοντάδες χρόνια από την ίδρυση της πόλης, κατάλοιπα του λιμανιού της σώζονται μέχρι και σήμερα. Η αλλαγή της στάθμης του νερού, αλλά και η φθορά του χρόνου δεν κατέστρεψαν ένα από τα αρχαιότερα λιμάνια στην Ελλάδα.
Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι τα ερείπια του λιμανιού χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα μ.Χ. μέχρι τον 7ο αιώνα μ.Χ. Όμως, η περιοχή χρησιμοποιούνταν ως επίνειο από πολύ νωρίτερα. Σύμφωνα με καταγραφές του αρχαίου ιστορικού Διόδωρου του Σικελιώτη το 364/363π.Χ. οι Θηβαίοι αποφάσισαν τη ναυπήγηση εκατό τριήρων και την κατασκευή ισάριθμων νεωσοίκων στην περιοχή της Βοιωτίας.
«Η Ανθηδόνα δεν μπορεί να απουσιάζει από το συγκεκριμένο πρόγραμμα είτε για τη ναυπήγηση είτε για τη ναυλοχία του στόλου αυτού» αναφέρει η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων. Αποτελούνταν από δυο λιμενοβραχίονες, οι οποίοι δυσκόλευαν τους εχθρούς που θα επιχειρούσαν να καταλάβουν την πόλη. Η τοποθεσία επίσης, προστατευόταν από τους ισχυρούς βοριάδες.
Η Ανθηδόνα ήταν Βοιωτική πόλη στα παράλια του βορείου Ευβοϊκού κόλπου. Το λιμάνι της ήταν ναυτική βάση του βοιωτικού στόλου και αργότερα των Βυζαντινών δυνάμεων. Η περιοχή εξακολουθεί να παραμένει λιμάνι. Στις ίδιες εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούσαν και οι αρχαίοι οι σύγχρονοι ψαράδες δένουν τις βάρκες τους.
Η αρχαία πόλη Ανθηδών αποτελούσε τον σύνδεσμο ανάμεσα στην Εύβοια και τη Βοιωτία. Γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση χάρη σε ένα είδος οστράκου που αφθονούσε την περιοχή. Οι κάτοικοι μάζευαν τα όστρακα, τα έβραζαν και παρήγαγαν το βαθυκόκκινο χρώμα της πορφύρας. Στη συνέχεια εμπορεύονταν με τα καράβια τους τη βαφική ύλη, η οποία χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή των πανάκριβων πορφυρών ενδυμάτων. Ωστόσο, οι ιστορικοί υποθέτουν ότι η υπερβολική αλίευση ή κάποια ασθένεια μείωσε τον πληθυσμό των κοχυλιών.
Η αρχαία πόλη Ανθηδών αποτελούσε τον σύνδεσμο ανάμεσα στην Εύβοια και τη Βοιωτία. Γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση χάρη σε ένα είδος οστράκου που αφθονούσε την περιοχή. Οι κάτοικοι μάζευαν τα όστρακα, τα έβραζαν και παρήγαγαν το βαθυκόκκινο χρώμα της πορφύρας. Στη συνέχεια εμπορεύονταν με τα καράβια τους τη βαφική ύλη, η οποία χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή των πανάκριβων πορφυρών ενδυμάτων. Ωστόσο, οι ιστορικοί υποθέτουν ότι η υπερβολική αλίευση ή κάποια ασθένεια μείωσε τον πληθυσμό των κοχυλιών.
Η πόλη παρήκμασε κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου. Οι επιδρομές των πειρατών ανάγκασε τους κατοίκους να μετακινηθούν προς το όρος Μεσσάπιο να ιδρύσουν έναν κτηνοτροφικό οικισμό, παρόλο που στο παρελθόν ασχολούνταν κυρίως με την αλιεία λόγω της τοποθεσίας τους.
Οι αρχαίες λιμενικές εγκαταστάσεις της περιοχής μελετήθηκαν το 1966 από τον Βρετανό αρχαιολόγο Ντέιβιντ Τζον Μπλάκμαν και τους Τζ. Σκάφερ και Χ. Σκλάγκερ από τη Γερμανία. Κατά τις ανασκαφές ανακαλύφθηκαν ερείπια πρωτοχριστιανικής βασιλικής εκκλησίας των υστερορρωμαϊκών χρόνων.
Ποια είναι η Ανθηδόνα του Ισραήλ
Κατά την περίοδο των ελληνιστικών χρόνων άποικοι από την Ανθηδόνα της Βοιωτίας ίδρυσαν μια ομώνυμη πόλη μεταξύ της Γάζας και της αρχαίας πόλης του Ισραήλ Ασκαλώνας. Ως ελληνική πόλη διέθετε αγορά και ναούς, αφιερωμένους στην αλιεία και στη ναυπηγική τέχνη. Η Ανθηδόνα θεωρούνταν ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Μεσογείου. Διέθετε ακόμη και δική της βουλή με 500 άτομα.
Κατά τον 1ο αιώνα π.Χ ο αρχηγός των Ιουδαίων Αλέξανδρος Ιανναίος την κατέλαβε και την κατέστρεψε. Το 64 π.Χ. ο Πομπήιος την απελευθέρωσε και ξαναχτίστηκε από τον διάδοχό του Γαβίνιο. Η πόλη πέρασε στα χέρια της Κλεοπάτρας και ύστερα στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αύγουστο, ο οποίος την παραχώρησε στον βασιλιά της Ιουδαίας Ηρώδη.
Πρόκειται για τη σημερινή ισραηλινή πόλη Τελ Μπακχίγια.
Στον αρχαιολογικό της χώρο υπάρχουν ψηφιδωτά και κίονες από τους Ρωμαϊκούς και Βυζαντινούς χρόνους.
Η Ανθηδόνα στη μυθολογία
Η πρώτη γραπτή αναφορά στην πόλη έγινε από τον Όμηρο στην Ιλιάδα. Ο Όμηρος χαρακτήριζε την Ανθηδόνα ως την πιο απομακρυσμένη πόλη των Βοιωτών. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία από εκεί ξεκίνησαν οχτώ τριήρεις για τον Τρωϊκό πόλεμο.
Από εκεί ήταν και ο Γλαύκος ο Ανθηδόνιος, ο θαλάσσιος δαίμονας. Σύμφωνα με έναν μύθο ο Γλαύκος ήταν ο γιος του ιδρυτή της Ανθηδόνας και της Αλκυόνης. Όμως κατά τον Παυσανία ο Γλαύκος ήταν ένας φτωχός ψαράς που όταν γέρασε προσπάθησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας από έναν βράχο μέσα στη θάλασσα. Αντί να πεθάνει, βρήκε ένα μαγικό βότανο που ξαναζωντάνευε τα ψάρια και το έφαγε. Το βότανο τον έκανε αθάνατο. Οι ώμοι του μεγάλωσαν, τα γένια του έγιναν πράσινα και απέκτησε ουρά ψαριού. Όμως, ο Γλαύκος δεν ήθελε να γίνει αθάνατος και δυστύχησε.
Σύμφωνα με άλλον μύθο ο Γλαύκος ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Ναΐδας. Εμφανιζόταν στους ναυτικούς και του προειδοποιούσε για τους δυνατούς ανέμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου