Διακριτικό γνώρισμα της φιλοσοφίας είναι η θεωρία. Οι φιλόσοφοι επεξεργάζονται και εφαρμόζουν θεωρίες. Τι είναι όμως η φιλοσοφική θεωρία; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η θεωρία είναι μια συνοπτική περιγραφή της πραγματικότητας. Στην ιδανική περίπτωση η θεωρία είναι επιπλέον και εξήγηση της πραγματικότητας. Αν ο Θαλής είπε ότι τα πάντα είναι νερό, τότε διατύπωσε την πρώτη φιλοσοφική θεωρία: με αυτή την απλή σκέψη φιλοδοξούσε να εξηγήσει ποικίλα φαινόμενα της φυσικής πραγματικότητας. Το σίγουρο είναι ότι ο Δημόκριτος κατείχε μια φιλοσοφική θεωρία: η πεποίθησή του ότι η πραγματικότητα αποτελείται από κινούμενα άτομα στο κενό τού έδωσε τη δυνατότητα να διατυπώσει εξηγήσεις για κάθε πλευρά της ανθρώπινης εμπειρίας.
Η αντίστοιχη σύλληψη του Πλάτωνα είναι ότι, πέρα από τη συνεχώς μεταβαλλόμενη αισθητή πραγματικότητα, υπάρχουν κάποιες αυθύπαρκτες, αμετάβλητες και νοητές οντότητες, οι “Ιδέες”. Τα αντικείμενα του αισθητού κόσμου οφείλουν την ύπαρξή τους και την όποια αλήθεια τους στη σχέση τους με τις Ιδέες. Αυτός είναι ο πυρήνας της πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών. Στη θεωρία των Ιδεών στηρίζει ο Πλάτων τη συνολική ερμηνεία του της πραγματικότητας.
Ο Πλάτων δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στα δεδομένα των αισθήσεων. Υποστηρίζει ότι ο αισθητός κόσμος είναι ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σύμπαν, χωρίς σταθερότητα. Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τις αισθήσεις του για να συλλάβει την αισθητή πραγματικότητα, οι αισθήσεις όμως είναι εξ ορισμού υποκειμενικές και αποτελούν πηγή πλάνης. Πώς είναι δυνατό λοιπόν να αποκτήσει κανείς έγκυρη γνώση για οτιδήποτε βασισμένος στις αισθήσεις του; Αν υπάρχει κάποια βεβαιότητα, αυτή πρέπει να αναζητηθεί στη σκέψη και στη γλώσσα - στους “λόγους”. Οι πλατωνικές Ιδέες είναι τα αντικείμενα της καθαρής σκέψης.
Σκέφτηκα λοιπόν, συνέχισε ο Σωκράτης, αφού κουράστηκα να μελετώ τα υπάρχοντα πράγματα, ότι θα έπρεπε να προσέξω μήπως πάθω αυτό που παθαίνουν όσοι παρατηρούν και εξετάζουν τον Ήλιο στη διάρκεια μιας έκλειψης. Μερικοί, όπως ξέρετε, καταστρέφουν τα μάτια τους όταν δεν προνοούν να κοιτάξουν την εικόνα του Ήλιου μέσα στο νερό ή σε άλλο παρόμοιο μέσο. Κάπως έτσι σκέφτηκα και εγώ και φοβήθηκα μήπως τυφλώσω εντελώς την ψυχή μου με το να κοιτώ τα πράγματα με τα μάτια μου και με το να προσπαθώ να τα αγγίζω με όλες τις αισθήσεις μου. Θεώρησα λοιπόν ότι έπρεπε να καταφύγω στους λόγους και μέσα σ’ αυτούς να εξετάσω την αλήθεια των πραγμάτων.
Πλάτων, Φαίδων 99d-e
Ο Ιδέες του Πλάτωνα θυμίζουν το Ον του Παρμενίδη. Όπως το παρμενίδειο Ον, έτσι και οι Ιδέες έχουν αυθεντική ύπαρξη, συλλαμβάνονται με τη νόηση, είναι αιώνιες, αγέννητες και άφθαρτες, ακίνητες και αμετάβλητες. Η διαφορά είναι ότι οι πλατωνικές Ιδέες είναι πολλές και διαφορετικές. Όλες οι ηθικές αξίες αποτελούν Ιδέες: η αρετή, η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η σωφροσύνη, η ευσέβεια και όλες οι άλλες αντίστοιχες. Ιδέες είναι ακόμη οι μαθηματικές έννοιες και οντότητες: η ισότητα, η ενότητα, η πολλαπλότητα, ο αριθμός, το σημείο, η γραμμή, το γεωμετρικό σχήμα, το στερεό. Και τα φυσικά είδη είναι Ιδέες: το ζώο, το φυτό, ο άνθρωπος, το νερό, η φωτιά, ο χρυσός κτλ. Επομένως, πλατωνικές Ιδέες υπάρχουν πάρα πολλές. Θα έλεγε κανείς ότι είναι τόσες όσα και τα αφηρημένα ουσιαστικά της γλώσσας, όσα τα κατηγορήματα της γραμματικής: “Συνήθως δεχόμαστε ότι υπάρχει μια καθορισμένη Ιδέα για κάθε ομάδα επιμέρους πραγμάτων με το ίδιο όνομα” (Πλάτων, Πολιτεία 596a).
Δείτε μια στοιχειώδη πρόταση της γλώσσας, που περιέχει ένα υποκείμενο και ένα κατηγόρημα: “ο Σωκράτης είναι δίκαιος” ή “ο Σωκράτης διδάσκει” ή “το τραπέζι της κουζίνας μας είναι τετράγωνο”. Σε όλες αυτές τις προτάσεις σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο ή ένα πράγμα αποδίδεται μια ιδιότητα - η δικαιοσύνη, η διδασκαλία, το τετράγωνο σχήμα. Σε αντίθεση με το υποκείμενο που είναι κάτι το ατομικό, το κατηγόρημα είναι κοινό, γενικό: και άλλοι άνθρωποι είναι δίκαιοι ή διδάσκουν, πολλά ακόμη αντικείμενα έχουν τετράγωνο σχήμα. Ο Πλάτων λοιπόν ισχυρίζεται ότι το κατηγόρημα (η ιδιότητα) παραπέμπει σε μια αυθύπαρκτη Ιδέα, οπότε αυτό που δηλώνουν οι απλές αυτές προτάσεις είναι η σχέση ενός αισθητού όντος με μια Ιδέα - την Ιδέα της δικαιοσύνης, της διδασκαλίας, του τετραγώνου. Στη γλώσσα του Πλάτωνα, για να είναι ο Σωκράτης δίκαιος πρέπει να “μετέχει” στην Ιδέα της δικαιοσύνης. Οι πράξεις του δηλαδή πρέπει να έχουν κοινότητα με το απόλυτο ιδεώδες, που εκφράζει η Ιδέα της δικαιοσύνης.
Όταν κάποιος μου λέει ότι η ωραιότητα ενός πράγματος οφείλεται στο ζωηρό του χρώμα ή στο σχήμα του ή σε κάτι παρόμοιο, αφήνω κατά μέρος τέτοιου είδους εξηγήσεις γιατί όλες με μπερδεύουν και κρατώ για τον εαυτό μου μόνο αυτή την απλή, άτεχνη και ίσως αφελή εξήγηση: τίποτα άλλο δεν κάνει αυτό το πράγμα ωραίο παρά μόνο η παρουσία ή η συμμετοχή της Ιδέας του ωραίου. Αυτή μου φαίνεται ότι είναι η ασφαλέστερη απάντηση που μπορώ να δώσω και στον εαυτό μου και στους άλλους. Και νομίζω ότι αν στηριχτώ σ’ αυτήν δεν διακινδυνεύω ποτέ να πέσω, αλλά, όποτε τίθεται η ερώτηση, για μένα είναι αρκετή η απάντηση ότι τα ωραία είναι ωραία διά μέσου της Ιδέας του ωραίου.
Πλάτων, Φαίδων 100c-d
Άρα ο κόσμος μας είναι διχασμένος. Από τη μια μεριά, υπάρχει η ασαφής και χαοτική πραγματικότητα της καθημερινής μας εμπειρίας, με την οποία είναι εξοικειωμένοι, όλοι οι άνθρωποι. Και από την άλλη, υπάρχει το σταθερό σύμπαν των αιώνιων Ιδεών, την ύπαρξη του οποίου ελάχιστοι υποψιάζονται. Ο ένας είναι ο κόσμος της αίσθησης και της ανθρώπινης γνώμης (της “δόξας”), και ο άλλος κόσμος της νόησης και της αλήθειας. Η μετάβαση από τον έναν κόσμο στον άλλο είναι ο δρόμος της φιλοσοφίας, ένας δρόμος που απαιτεί σκληρή προσπάθεια και κατάλληλη εκπαίδευση. Σε μια υποβλητική μεταφορά ο Πλάτων παρομοιάζει τους ανθρώπους με αλυσοδεμένους δεσμώτες οι οποίοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα υπόγειο σπήλαιο και θεωρούν ότι η πραγματικότητα ταυτίζεται με τις αμυδρές σκιές που βλέπουν να κινούνται στα τοιχώματα του σπηλαίου. Ορισμένοι από τους δεσμώτες έχουν την τύχη να τους ελευθερώσει κάποιος και να τους πείσει με πολύ κόπο να στραφούν προς την έξοδο του σπηλαίου ανεβαίνοντας ένα μακρύ και δύσβατο μονοπάτι. Μόνο όταν βγουν από το σπήλαιο και εξοικειωθούν με το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, θα αντιληφθούν την πλάνη μέσα στην οποία έζησαν όλη την προηγούμενη ζωή τους. Η φιλοσοφική ζωή είναι αφιερωμένη στη νόηση και στις Ιδέες.
2 H Θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα
Η θεωρία των ιδεών που εισήγαγε ο Πλάτωνας αποτελεί μια τομή στην ιστορία της φιλοσοφίας. Ταυτόχρονα αποτελεί και σημείο αναφοράς για όλη την κατοπινή φιλοσοφική αναζήτηση. Μία από τις όψεις της θεωρίας αυτής θα αποτελέσει τον άξονα στον οποίο θα κινηθούμε στην παρούσα μελέτη. Συγκεκριμένα, θα μας απασχολήσει η ύπαρξη των ιδεών, αφενός, ως γνωσιολογική προϋπόθεση για την γνώση των αισθητών πραγμάτων και, αφετέρου, ως οντολογική προϋπόθεση για την ύπαρξή τους. Θα ξεκινήσουμε από μια σύντομη αναφορά στα προβλήματα στα οποία ήρθε να δώσει λύση η θεωρία των ιδεών. Στη συνέχεια θα δούμε πώς ο Πλάτωνας έχτισε το οικοδόμημα της θεωρίας του, θέτοντας αρχικά τις βάσεις και προσπαθώντας μετά να γεφυρώσει όλα τα επιμέρους χάσματα που παρουσιάζονταν.
Η φιλοσοφική αναζήτηση, που είχε ξεκινήσει με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, σχετικά με το πώς μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο γύρω μας και τις αρχές λειτουργίας του, είχε φτάσει σε αδιέξοδο την εποχή του Πλάτωνα. Οι ηρακλείτειοι υποστήριζαν ότι τα πάντα στον κόσμο του χώρου και του χρόνου συνεχώς μεταβάλλονταν. Ούτε για μια στιγμή δεν σταματούσε η μεταβολή και τίποτα δεν έμενε το ίδιο από τη μια στιγμή στην άλλη. Συνέπεια αυτής της θεωρίας φαινόταν να είναι ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε αυτόν τον κόσμο, εφόσον δεν μπορεί κανείς να πει ότι γνωρίζει κάτι που είναι διαφορετικό ετούτη τη στιγμή απ’ ό,τι ήταν μια στιγμή πριν. Η γνώση απαιτεί την ύπαρξη ενός σταθερού αντικειμένου. Ο Παρμενίδης, από την άλλη πλευρά, ισχυριζόταν ότι υπάρχει μια σταθερή πραγματικότητα, την οποία μπορούμε να ανακαλύψουμε μόνο μέσω της ενέργειας του νου, χωρίς καμιά ανάμειξη των αισθήσεων. Το αντικείμενο της γνώσης πρέπει να είναι αμετάβλητο και αιώνιο, εκτός χρόνου και μεταβολής, ενώ οι αισθήσεις μας φέρνουν σε επαφή με ό,τι είναι μεταβλητό και φθαρτό. Παράλληλα, «η ρητορική χρήση της γλώσσας, την οποία οι Σοφιστές ανήγαγαν σε θεωρία, είχε οδηγήσει σε αστάθεια και σχετικότητα κάθε σημασία, προπαντός στο πλαίσιο των ηθικών και πολιτικών αξιών»[1].
Ο Πλάτων θέλοντας να διαφυλάξει το αγαθό της γνώσης και της αντικειμενικής αλήθειας από ιδεολογήματα που την απέρριπταν καταδικάζοντας τον άνθρωπο σε μια άγνοια μόνιμη και οδηγώντας τον τελικά στον αμοραλισμό, υποστήριξε[2] ότι τα αντικείμενα της γνώσης, τα αντικείμενα που θα μπορούσαν να οριστούν, υπήρχαν, αλλά δεν έπρεπε να ταυτιστούν με τίποτε στον αισθητό κόσμο· υπήρχαν σε έναν νοητό κόσμο, πέραν χώρου και χρόνου. Είναι οι περίφημες πλατωνικές ιδέες ή είδη.
Ο Πλάτων, για να καταλήξει στη θεωρία των ιδεών, ξεκίνησε από την έννοια του κατηγορουμένου της κρίσεως, την οποία είχε εισάγει ο Σωκράτης. Το σκεπτικό είναι το εξής: όταν για διαφορετικά υποκείμενα βεβαιώνουμε το ίδιο κατηγορούμενο (π.χ. «ο σκύλος είναι καλός», «ο Σωκράτης είναι καλός», «ο Θεός είναι καλός» κλπ.), τότε, σε κάθε χωριστή περίπτωση, το κατηγορούμενο πρέπει να έχει την ίδια σημασία ανεξάρτητα από τα υποκείμενα στα οποία αποδίδεται. Η σημασία αυτή του κατηγορουμένου, εφόσον η κρίση είναι αληθής, αντλεί την αλήθεια της από την αναφορά της στην ιδέα[3]. Οι ιδέες είναι εκείνες οι τέλειες, άφθαρτες και αμετάβλητες νοητές οντότητες, στις οποίες όλα τα ατελή, φθαρτά και μεταβλητά αισθητά πράγματα μετέχουν. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να θεωρηθούν ως ιδέες που δημιουργούμε με το νου μας· είναι πραγματικές οντότητες τις οποίες μπορούμε να συλλάβουμε μόνο με τη νόηση και όχι με τις αισθήσεις[4]. Με άλλα λόγια, «οι ιδέες δεν μπορούν να αναχθούν σε κάτι άλλο και να αποτελέσουν υποκείμενα μιας συνηθισμένης κατηγόρησης, αλλά συνιστούν έσχατες και αυθυπόστατες οντολογικές και νοηματικές εστίες θεμελίωσης της πραγματικότητας και της γνώσης»[5].
Για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι ιδέες αποτελούν εστίες θεμελίωσης καταρχήν της γνώσης, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μια βασική προϋπόθεση της θεωρίας των ιδεών: το ατελές (αισθητά πράγματα) δεν θα μπορούσε ποτέ από μόνο του να μας οδηγήσει στη γνώση του τέλειου (ιδέες). Ούτε δύο πράγματα σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι ακριβώς, μαθηματικώς τα ίδια. Αν λοιπόν έχουμε μέσα στο νου μας μια προσδιοριστή ιδέα της αληθινής σημασίας της λέξης "ίσο", δεν μπορεί να την πήραμε απλώς με την εξέταση και σύγκριση των πραγμάτων που βλέπουμε ή των ευθειών που σχεδιάζουμε. Θα πρέπει να γνωρίζουμε από πριν την σημασία της λέξης "ίσο" για να μπορούμε να προβούμε σε κρίση για την ισότητα ανάμεσα σε αισθητά πράγματα. Όπως εξηγεί ο Taylor, «από την πρώτη στιγμή της ζωής μας, οι αισθήσεις μας "υπενθυμίζουν" διαρκώς κάτι μη αντιληπτό άμεσα από τις αισθήσεις (δηλαδή τα δεδομένα των αισθήσεων τα συνοδεύει πάντα η εκτίμηση με βάση κάποιο ιδανικό πρότυπο). Άρα η γνωριμία μας με τα ίδια τα πρότυπα πρέπει να ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της λειτουργίας των αισθήσεών μας, προγενέστερο δηλαδή της γέννησής μας»[6].
Για να υποστηρίξει αυτή την πεποίθηση ο Πλάτων επαναβεβαίωσε την αλήθεια της θρησκευτικής διδασκαλίας των Πυθαγορείων ότι η ψυχή είναι αθάνατη. Οι αποδείξεις για την αθανασία της ψυχής δίνονται στον Φαίδωνα. Η μία απόδειξη της αθανασίας της ψυχής στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι η ψυχή συγγενεύει με τις ιδέες. Ιδέες και ψυχή ανταποκρίνονται το ένα στο άλλο. Η θέα των ιδεών είναι μάλιστα πληρέστερη όσο περισσότερο η ψυχή ελευθερώνεται από το σώμα και τις αισθήσεις. Άρα η ψυχή συγγενεύει με το θείο, το αθάνατο, το αόρατο, ενώ το σώμα συγγενεύει με το γήινο, το ορατό και το φθαρτό. Συνάμα η ψυχή είναι προορισμένη να άρχει, ενώ το σώμα είναι προορισμένο να υπακούει και να υπηρετεί. Η άλλη απόδειξη στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε συνίσταται από αντιθέσεις και ότι η μία αντίθεση προκύπτει από την άλλη. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο γίνεται από το μικρότερο, το ασθενέστερο από το ισχυρότερο και τανάπαλιν. Έτσι και η ζωή με τον θάνατο είναι αντίθετα. Και αφού από την ζωή προκύπτει ο θάνατος θα πρέπει να δεχτούμε και ότι από τον θάνατο προκύπτει ζωή. Για να ενισχύσει αυτή την απόδειξη ο Πλάτων τη συνδέει με τον μύθο της ανάμνησης, που παρουσιάζεται στον Μένωνα. Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο, η ανθρώπινη ψυχή πριν ενσωματωθεί γνώρισε τις ιδέες στην καθαρότητά τους. Με την είσοδό της, όμως, στο σώμα και την υποταγή της στους φυσικούς νόμους, η ψυχή λησμόνησε αυτά που γνώριζε. Η απόκτηση γνώσεως σε τούτον τον κόσμο ερμηνεύεται, τελικά, ως διαδικασία αναμνήσεως. Επομένως, τις φυσικές ομοιότητες των πραγμάτων "για να ξαναγυρίσουμε στο προηγούμενο παράδειγμα - πρέπει να τις μελετάμε μόνο γιατί μπορούν να βοηθήσουν το νου στην προσπάθεια του να ξαναφέρει πίσω την τέλεια γνώση που είχε κάποτε και που τώρα έχει ξεχάσει. Τα αισθητά πράγματα, δηλαδή, προκαλούν μόνο το ερέθισμα για να ανακληθεί στη μνήμη η πρότερη γνώση. Η νόηση, που εδράζεται στην ψυχή, είναι αυτή που οδηγεί στη γνώση των ιδεών, και η γνώση των ιδεών στη γνώση των πραγμάτων. Η θεωρία των ιδεών, τελικά, στέκεται ή καταπίπτει μαζί με την πίστη στην αθανασία "ή, τουλάχιστον, στην προΰπαρξη "της ψυχής.
Προχωρώντας στην περιγραφή της σχέσης μεταξύ ιδεών και αισθητών, πρέπει καταρχήν να αναφέρουμε ότι ο Πλάτωνας ονομάζει αυτή τη σχέση, από τη σκοπιά των αισθητών, μέθεξη ή μίμηση. Όταν αναφέρεται στην ίδια σχέση από την πλευρά των ιδεών μιλά για παρουσία της ιδέας μέσα στα πράγματα ή για κοινωνία της ιδέας με τα πράγματα. Σε κανέναν, ωστόσο, από τους διαλόγους του δεν εξηγεί επακριβώς τη φύση αυτής της σχέσης. Αφήνει, έτσι, ανοιχτό το ενδεχόμενο η παρουσία των ιδεών μέσα στα πράγματα να αποτελέσει προβαθμίδα ώστε να εννοήσει κανείς τις ιδέες όχι ως υπερβατικές αλλά ως εσωτερικές μορφές των πραγμάτων, όπως έκανε αργότερα ο Αριστοτέλης[7].
Στον Φαίδωνα, εξάλλου, ο Πλάτωνας χαρακτηρίζει τις ιδέες ως αιτίες των αισθητών. Η αιτιολογική αυτή σχέση έχει διττή υπόσταση. Αφενός, όπως προείπαμε, οι ιδέες είναι εκείνες που μας επιτρέπουν να αποκτήσουμε γνώση αναφορικά με τα αισθητά· αποτελούν, επομένως, την γνωσιολογική τους αιτία. Πέραν τούτου, όμως, αποτελούν και οντολογική προϋπόθεση για την ύπαρξη των αισθητών πραγμάτων. Κατά τον Πλάτωνα, τα αισθητά ορίζονται ως το σύνολο των ιδιοτήτων τους. Μπορεί οι ιδιότητές τους να αλλάζουν συνεχώς "αυτός είναι και ο λόγος που η οντολογική τους κατάσταση χαρακτηρίζεται ως γίγνεσθαι –, δεν παύουν, όμως, κάθε στιγμή να έχουν κάποιες ιδιότητες. Για την ύπαρξη και την συντήρηση αυτών των ιδιοτήτων υπεύθυνες είναι οι ιδέες[8]. Με άλλα λόγια, οι ιδέες είναι εκείνες που ορίζουν την ουσία κάθε όντος «προσδιορίζοντάς το αποφασιστικά, καθοριστικά και μονοσήμαντα»[9]. Οι ιδέες, από την άλλη πλευρά, καθώς είναι αθάνατες και αναλλοίωτες, δεν οφείλουν την ύπαρξή τους σε κάτι άλλο και είναι ικανές να συντηρούν οι ίδιες την ύπαρξή τους[10]. Για τον λόγο αυτό η οντολογική τους κατάσταση περιγράφεται από τον Πλάτωνα ως είναι.
Με βάση αυτή την υπόθεση, ο Πλάτων δείχνει στην Πολιτεία την μορφή και τον βαθμό της γνώσης που μπορεί να επιτευχθεί σε συνάρτηση με τον βαθμό πραγματικότητας. Μόνο από τις ιδέες που αντιστοιχούν στην τέλεια ύπαρξη, στο είναι, μπορεί να προκύψει η τέλεια γνώση (επιστήμη). Τα αισθητά πράγματα, που αντιστοιχούν στο ασταθή και μεταβλητό γίγνεσθαι, μπορούν να προκαλέσουν μόνο γνώμη (δόξα). Τέλος, η απόλυτη άγνοια αναφέρεται στην ανυπαρξία, στο μη είναι, καθώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε κάτι που δεν υπάρχει[11]. Ο διαχωρισμός αυτός αποτελεί την αφετηρία και για την διαχωρισμό των επιστημών. Οι πραγματικές επιστήμες για τον Πλάτωνα είναι μόνο οι μαθηματικές, στις οποίες αποδίδει μια συγκεκριμένη ιεραρχία: στην βάση βρίσκεται η αριθμητική, ακολουθεί η γεωμετρία, η στερεομετρία, η αστρονομία και, τέλος, στην κορυφή βρίσκεται η αρμονία. Οι υπόλοιπες μορφές γνώσεις, καθώς σχετίζονται με τα αισθητά και, κατ’ επέκταση, συνδέονται με τη δόξα, δεν αποτελούν επιστήμες αλλά τέχνες. Και στις τέχνες, ωστόσο, αναγνωρίζει μια ιεραρχία, «ανάλογα με το βαθμό εγγύτητάς τους στη μαθηματική γνώση»[12], με κατώτερες την ρητορική και την ιατρική και ανώτερη την αρχιτεκτονική.
Στην κορυφή όλης αυτής της ιεραρχικής σειράς βρίσκεται, τελικά, η ύψιστη επιστήμη, η διαλεκτική φιλοσοφία, με την οποία επιτυγχάνεται η γνώση της ύψιστης ιδέας, της ιδέας του αγαθού. Η ιδέα του αγαθού δεν αποτελεί για τον Πλάτωνα μία εκ των ιδεών· βρίσκεται πέρα από τις ιδέες, πέρα από το είναι, και είναι ανώτερη σε αξία και δύναμη από αυτές. Σύμφωνα με τον Taylor, «η Ιδέα του Καλού δίχως άλλο ταυτίζεται με την τέλεια Ωραιότητα, που η θέασή της, κατά το Συμπόσιο, αποτελεί το προσκύνημα του φιλοσοφικού εραστή»[13]. Στην Πολιτεία η σχέση του αγαθού με τις ιδέες παραλληλίζεται με την σχέση του ήλιου με τα αντικείμενα. Με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή, που ο ήλιος καθιστά τα αντικείμενα ορατά έτσι και το αγαθό καθιστά τις ιδέες γνώσιμες. Έτσι, η επιστήμη της διαλεκτικής «καταλήγει στην άμεση κατανόηση του Καλού ως πηγής ύπαρξης και ταυτόχρονα γνωρίσματος»[14]. Η προσπάθεια, ωστόσο, του Πλάτωνα να στηρίξει στο αγαθό το επιχείρημα ότι η διαλεκτική αποτελεί την ύψιστη επιστήμη αποβαίνει άκαρπη. Καθόσον δεν μπορεί να δοθεί ένας "επιστημονικός" ορισμός του αγαθού, εφόσον αυτό αποτελεί μια υπερβατική δύναμη που δεν μπορεί να περιγραφεί παρά μόνο να βιωθεί, δεν μπορεί και να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την συναγωγή πορισμάτων και να αποτελέσει έτσι το αντικείμενο μιας πραγματικής επιστήμης[15].
Νέες βάσεις, ώστε να καταστεί η διαλεκτική ύψιστη και καθολική επιστήμη, τίθενται στο Σοφιστή. Ξεκινώντας από την πραγμάτευση των κανόνων επικοινωνίας μεταξύ των ιδεών, ο Πλάτωνας εισάγει την θεωρία των γενών[16]. Σύμφωνα με αυτήν υπάρχουν τρία γένη: το γένος του όντος, το γένος του ταυτού και το γένος του διαφορετικού. Κάθε ιδέα περιέχεται στο γένος του όντος. Επίσης κάθε ιδέα ταυτίζεται με τον εαυτό της, επομένως περιέχεται στο γένος του ταυτού. Εντούτοις διαφέρει από όλες τις άλλες και για τον λόγο αυτό περιέχεται και στο γένος του διαφορετικού. Με βάση αυτήν την υπόθεση, είναι δυνατή η ομαδοποίηση ιδεών ανάλογα με τις συγγένειες των ιδεών στις ταυτότητες και τις διαφορές τους. Για παράδειγμα, η ιδέα του ανθρώπου, η ιδέα του σκύλου και η ιδέα του αλόγου περιλαμβάνονται στην ιδέα του ζώου. Έργο της διαλεκτικής ως επιστήμης είναι πλέον να προβεί σε μια ταξινομική διαδικασία που θα διακρίνει τις συγγενείς και τις διαφορετικές ιδέες και θα τις οργανώνει σε κατιούσα διάταξη, ώστε να καταλήξει στην περιγραφή των μεμονωμένων ιδεών. Αυτές οι μεμονωμένες ιδέες είναι εκείνες που αντιπροσωπεύουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον κόσμο των ιδεών και των κόσμο των αισθητών πραγμάτων. Είναι αυτές που μας βοηθούν να γνωρίσουμε και να ερμηνεύσουμε τα αισθητά πράγματα που υπάγονται σ’ αυτές. Και αυτή η απόπειρα, ωστόσο, να οριστεί η διαλεκτική ως καθολική επιστήμη σκοντάφτει σε ένα θεωρητικό πρόβλημα: δεν υπάρχει μια απόλυτα γενική ιδέα από την οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει μια διαδικασία διχοτομικής διακλάδωσης με βάση τις ταυτότητες και τις διαφορές. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Vegetti, «αυτή η ιδέα δεν θα μπορούσε παρά να είναι σε τελική ανάλυση το "ον"· στο "ον", ωστόσο, δεν μπορούμε να αποδώσουμε καμιά συγκεκριμένη διαφορά, γιατί όλες οι ιδέες μετέχουν σε αυτό και μετέχουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο»[17].
Μια ακόμη προσπάθεια να καταστήσει στην διαλεκτική καθολική επιστήμη, συνδυάζοντάς την πάλι με την ιδέα του αγαθού, κάνει ο Πλάτωνας στους διαλόγους Φίληβος και Παρμενίδης. Την θέση της αρχικής ιδέας του αγαθού παίρνει τώρα η έννοια του Ενός, το οποίο δεν κατέχει πλέον την υπερβατική του θέση πέραν του όντος αλλά ορίζεται ως εκείνη η αρχή που διέπει τα αισθητά πράγματα, ορίζει την τάξη και την ενότητά τους, και προσδίδει σ’ αυτά την αξία και την σημασία τους. Η παρουσία του μέσα στα πράγματα είναι που τα καθιστά κατανοήσιμα. Η επιστήμη της διαλεκτικής αφορά πλέον την μελέτη των σχέσεων ανάμεσα στο Εν και στα πολλά[18].
Η ολοκληρωμένη φιλοσοφία αναφορικά με την γνωσιολογία και την οντολογία των πραγμάτων διδάχθηκε από τον Πλάτωνα, δυστυχώς, μόνο προφορικά στα πλαίσια της Ακαδημίας. Η γνώση μας γι’ αυτή προέρχεται μόνο από έξωθεν μαρτυρίες, τα λεγόμενα άγραφα δόγματα, η παρουσίαση των οποίων υπερβαίνει κατά πολύ τα πλαίσια της παρούσας εργασίας. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, αυτά να εκληφθούν, όπως τονίζει ο Vegetti, «ως η τελευταία λέξη του Πλάτωνα, η οποία υπερβαίνει δήθεν τη φιλοσοφία που εκτίθεται στους διαλόγους ή διαγράφει την αυτόνομη εγκυρότητά της. Πρέπει, αντιθέτως, να θεωρηθούν ως ένα από τα πολλά πνευματικά πειράματα που έκανε ο Πλάτωνας, για να βρει ικανοποιητικές λύσεις για τα θεμελιώδη προβλήματα της φιλοσοφίας του: τη σχέση μεταξύ αγαθού, ιδεών και εμπειρικών πραγμάτων, τη γένεση και τη δομή του κόσμου, τη διαλεκτική ως καθολική επιστήμη ικανή να δεχθεί στους κόλπους της τα στοιχεία που προσέδιδαν τάξη και σταθερότητα στον κόσμο της πολλαπλότητας και του γίγνεσθαι»[19].
Εν κατακλείδι, θεωρούμε επιβεβλημένη μια τελευταία παρατήρηση: Φιλοσοφία για τον Πλάτωνα δεν σήμαινε άγονος θεωρητικός στοχασμός. Όπως φαίνεται από τον μύθο του σπηλαίου στην Πολιτεία, καθήκον του φιλοσόφου, αφού δει το φως της γνώσης, είναι να επιστρέψει στη σπηλιά για να βοηθήσει τους υπόλοιπους ανθρώπους που παραμένουν αδαείς. Στην πράξη, λοιπόν, αυτό σημαίνει ότι η επιστήμη (= η γνώση των ιδεών) θα χρησιμοποιηθεί για να καταρτισθεί η ομάδα των φιλοσόφων-βασιλέων που θα αναλάβει την εξουσία, και η οποία θα διαπαιδαγωγήσει στη συνέχεια την υπόλοιπη κοινωνία. Ο Πλάτωνας οικοδομεί, δηλαδή, την θεωρία των ιδεών για να την χρησιμοποιήσει ως θεμέλιο "ως την παιδαγωγική βάση "πάνω στο οποίο θα στηριχθεί η ιδανική πολιτεία (όπως αυτή περιγράφεται αρχικά στην Πολιτεία και αργότερα εξελίσσεται στους Νόμους).
-------------------------------
Παραπομπές -Σημειώσεις
[1] Vegetti Μ., Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γ.Α. Δημητρακόπουλος, εκδ. Π. Τραυλός, Αθήνα 2000, σ. 160.
[2] Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι διάλογοι που έγραψε ο Πλάτωνας αναπτύσσουν τους κεντρικούς άξονες της φιλοσοφίας τους, χωρίς αυστηρό σύστημα και συχνά με τη βοήθεια μιας νέας μυθολογίας, οι μεγαλοπρεπείς παραβολές της οποίας διασαφηνίζουν "ενορατικά" οτιδήποτε βρίσκεται πέρα από την εμπειρία των αισθήσεων. Φιλοσοφία, εξάλλου, για τον Πλάτωνα δεν σήμαινε «συμπαγές σύνολο διδακτέων "πορισμάτων" αλλά ζωή αφιερωμένη στην ενεργή προσωπική αναζήτηση της αλήθειας και της αρετής, με φωτεινούς οδηγούς μία ή δύο μεγαλεπήβολες και ένθερμες πεποιθήσεις»· βλ. Taylor A.E., Πλάτων. Ο άνθρωπος και το έργο του, μτφρ. Ι. Αρζόγλου, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992, σ. 45.
[3] Βλ. Vegetti, ό.π., σ. 160-1 και Taylor, ό.π., σ. 243.
[4] Βλ. Taylor (ό.π., σ. 243): «δεν πρέπει να θεωρηθούν ως "ιδέες που έχουμε στο νου μας"· είναι πραγματικές οντότητες τις οποίες σκεφτόμαστε». Πρβλ. την θέση του Θανασά ότι «η φιλοσοφία των ιδεών δεν προσβλέπει σε ένα νέο, ιδιαίτερο αντικείμενο, σε "υπερβατικά" όντα και σε νέες "υψηλές" πραγματικότητες· μοναδικό της ζητούμενο είναι ό,τι και οι αισθήσεις απέβλεπαν να συλλάβουν: η πραγματικότητα του κόσμου τούτου και των φαινομένων του "φυσικών και ηθικών»· Θανασάς, Π. «Φαίδων 96a-102a: Μια φιλοσοφική αυτοβιογραφία». Δευκαλίων, τ. 17 (1999), σ. 5-22.
[5] Θανασάς, ό.π.
[6] Taylor, ό.π., σ. 226.
[7] Βλ. Vegetti, ό.π., σ. 159.
[8] Βλ. Δήμας Π, «Η φιλοσοφία του Πλάτωνα», στο: Σ. Βιρβιδάκης, κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σσ. 144-5.
[9] Θανασάς, ό.π.
[10] Βλ. Δήμας, ό.π., σ. 145.
[11] Βλ. Vegetti, ό.π., σ. 164.
[12] Στο ίδιο, σ. 174.
[13] Taylor, ό.π., σ. 335.
[14] Στο ίδιο, σ. 342.
[15] Βλ. Vegetti, ό.π., σ. 177.
[16] Για την θεωρία των γενών βλ. Vegetti, ό.π., σσ. 180-184.
[17] Vegetti, ό.π., σ. 184.
[18] Στο ίδιο, σ. 190.
[19] Στο ίδιο, ό.π., σ. 192.
3 Πλατωνική Ιδέα
Ο Πλάτων ήταν ο πρώτος που διατύπωσε την πρώτη οργανική θεωρία της γνώσης. Υποστήριξε ότι κάθε γνωστική πράξη είναι πάντοτε μια ανάμνηση, δηλαδή μια θύμηση: γνωρίζω δεν σημαίνει αποκτώ από το εξωτερικό περιβάλλον νέες αντιλήψεις, αλλά επαναφέρω στη μνήμη, μέσα μου, αυτό που ένα μέρος μου (η ψυχή) ήδη γνωρίζει, αλλά έχει ξεχάσει. Είναι, λοιπόν, μια διαδικασία ανάμνησης με την οποία αναδημιουργείται η αλήθεια μέσω της θύμησης. Από το περιβάλλον, δηλαδή από την αισθητή αντίληψη του κόσμου, μπορεί να δημιουργηθεί το πολύ μια ώθηση, ένα ερέθισμα στο μνημονικό. Με αυτόν τον τρόπο ο Πλάτων υιοθέτησε την υποτίμηση της αίσθησης, έννοια την οποία πρώτος διατύπωσε ο Παρμενίδης.
Η πλατωνική θεωρία είναι μια μορφή καινοτομίας: η γνώση προέρχεται όχι από την εμπειρία, αλλά από μια προϋπάρχουσα σοφία, προγεννητική και έμφυτη στη νόηση. Το μέσον με το οποίο ο άνθρωπος γνωρίζει είναι η ψυχή: στο ταξίδι της στον υπερουράνιο κόσμο (Ταξίδι της ψυχής) αυτή έχει γνωρίσει τις ιδέες, αλλά καθώς έχει ενσαρκωθεί σε ένα νέο σώμα τις έχει ξεχάσει και τώρα τις ανακαλύπτει σιγά-σιγά και πάλι, με την ώθηση της αίσθησης και την παρότρυνση της αγάπης (από την επιθυμία για την ομορφιά: Ερωτική κλίμακα).
Στον όρο ιδέα, ο οποίος για εμάς τους σύγχρονους έχει ένα νόημα αποκλειστικά ψυχολογικό δείχνοντας ένα οποιοδήποτε περιεχόμενο του νου, ο Πλάτων απέδιδε μια ουσιώδη πραγματικότητα, κάτι που προσδίδει στο δόγμα του μια οντολογική αξία εκτός από τη γνωστική. Ο υπερουράνιος κόσμος των ιδεών (αόρατος, υπερβατικός, αιώνιος και αμετάβλητος, όπως είναι οι θεοί) όχι μόνο υπάρχει πραγματικά, αλλά ο βαθμός της πραγματικότητάς του είναι ανώτερος από τον ορατό κόσμο. Επομένως, υπάρχουν δυο επίπεδα της ύπαρξης (μεταφυσικός δυϊσμός), τα οποία είναι ταξινομημένα ιεραρχικά: ο αισθητός κόσμος και ο ιδεατός κόσμος, στους οποίους αντιστοιχούν, στο πεδίο της γνώσης, η αντίληψη των πραγμάτων (η όραση, η ακοή, που παράγουν απλά και μόνο μια άποψη περισσότερο ή λιγότερο λανθασμένη) και η επιστήμη, η γνώση των ιδεών του φιλοσόφου (γνωσιολογικός δυϊσμός).
Η επιβεβαίωση της οντολογικής και γνωσιολογικής ανωτερότητας του υπερβατικού κόσμου των ιδεών (ο υπερουράνιος κόσμος που εκείνος ταύτιζε με το θεϊκό) διευκόλυνε κατά τον Μεσαίωνα μια θρησκευτική ανάγνωση του Πλάτωνα. Ήδη τον 2ο αιώνα μ. Χ. ο νεοπλατωνιστής Πλωτίνος είδε στον κόσμο των ιδεών την πρώτη απόρροια η απορροή (-») του Θεού-Ενός, τη Νόηση, ενώ οι Χριστιανοί θεολόγοι εντόπιζαν εκεί μερικές φορές τον Παράδεισο, τον Νου του Θεού, την Ψυχή του Κόσμου.
Αφ’ ετέρου καθίσταται δυνατή και μια λαϊκή και επιστημονική ερμηνεία της πλατωνικής γνωσιολογίας, η οποία θεωρούσε τις ιδέες ως νοητικά μοντέλα, προ-εμπειρικά σχήματα, κριτήρια ταξινόμησης (τα οποία διέθεταν μια καθαρή ψυχολογική πραγματικότητα). Με αυτή την έννοια, το πρόβλημα της εξήγησης της έννοιας παραμένει έντονα επίκαιρο. Είναι στο επίκεντρο, για παράδειγμα, της σύγχρονης περιπέτειας της τεχνητής Νοημοσύνης: πώς μπορούμε να διδάξουμε σε μια μηχανή να αναγνωρίζει (προσδιορίζει) ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, για παράδειγμα μια καρέκλα; (Τι εστί).
Για τον Πλάτωνα η κατανόηση του νοήματος της λέξης «σκυλί» δεν προέρχεται από την αισθητή εμπειρία, δηλαδή από το γεγονός ότι κάποιος έχει δει έναν συγκεκριμένο αριθμό σκυλιών (όπως πίστευαν οι Προσωκρατικοί) και ούτε από μια διαδικασία πνευματικής επιλογής των χαρακτηριστικών ιδιοτήτων κάθε ξεχωριστού σκυλιού (ιδέα που αργότερα θα αναπτυχθεί από τον Αριστοτέλη). Το νόημα της λέξης προέρχεται αντίθετα από την ανάδυση στη συνείδηση της έννοιας ή της αιώνιας ιδέας της σκυλίσιας φύσης; δηλαδή από την ανάμνηση του Είδους του Σκυλιού, του πρωτότυπου, της εννοιολογικής μητέρας όλων των πραγματικών σκυλιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου