Η διαφοροποίηση ανάμεσα στη σωματική και την ασώματη εκδοχή των αρχών της ψυχής σηματοδοτεί τη σύγκρουση ανάμεσα στην υλιστική και την ιδεαλιστική αντίληψη για την ερμηνεία των πραγμάτων. Οι φιλόσοφοι που θέλουν την ψυχή να διέπεται από σωματικές αρχές τοποθετούν τις αρχές του υλικού κόσμου (σώματος) ως θεμέλιο για την ερμηνεία του άυλου (ψυχής) κατανοώντας ότι η υλική βάση του κόσμου είναι το κλειδί που θα δώσει όλες τις απαντήσεις. Ο Θαλής, ο Δημόκριτος, ο Αναξίμανδρος και ο Ηράκλειτος είναι οι κύριοι υποστηρικτές των σωματικών αρχών της ψυχής.
Για τον Αναξαγόρα ο νους ως υπέρτατη αξία απλότητας και καθαρότητας είναι σε θέση να κινεί και να γνωρίζει ως αδιάσπαστη αρχή που έχει τέτοια δύναμη, ώστε να τροφοδοτεί την κίνηση του σύμπαντος.
Από την άλλη, οι Πυθαγόρειοι, ο Πλάτωνας και ο Ξενοκράτης θέλουν τις αρχές ασώματες, εκπροσωπώντας το ιδεαλιστικό μοντέλο ερμηνείας που θέλει τον υλικό κόσμο να υποτάσσεται στις ιδέες και να κινείται από αυτές. Σε μια τέτοια ερμηνευτική εκδοχή η ψυχή δεν μπορεί παρά να έχει δεσπόζουσα θέση ως άυλη (δηλαδή άκρως ιδεαλιστική) κυρίαρχη δύναμη που κατευθύνει όλες τις δράσεις του σώματος.
Ο τρίτος πόλος που θέλει τις αρχές της ψυχής και σωματικές και ασώματες εκπροσωπείται από τον Εμπεδοκλή και τον Αναξαγόρα: «και από τους δύο αυτούς, διαφέρουν όσοι έκαναν έναν συνδυασμό, και αποφάνθηκαν πως οι αρχές είναι και τα δύο» (405a 2-3). Όμως, οι διαφωνίες δεν σταματούν εδώ: «Διαφορετική άποψη έχουν και για τον αριθμό τους· γιατί, άλλοι λένε πως υπάρχει μία αρχή, ενώ άλλοι περισσότερες» (405a 3-4).
Όσο για το ζήτημα της κίνησης, ο Αριστοτέλης σημειώνει τα εξής για τους προκατόχους του: «Σύμφωνα, τώρα, με τις θεωρίες τους, ορίζουν και τη φύση της ψυχής· γιατί θεώρησαν, όχι δίχως λόγο, πως εκείνο που από τη φύση του δίνει κίνηση, ανήκει στις αρχές. Γι’ αυτό, κάποιοι πίστεψαν πως η ψυχή είναι φωτιά· γιατί αυτό είναι το πιο λεπτεπίλεπτο και το κατεξοχήν ασώματο στοιχείο· και, επιπλέον, είναι αυτό που πρωταρχικά, κινείται και κινεί και τα υπόλοιπα» (405a 5-9).
Το στίγμα της σκέψης που κινείται σε αυτή την κατεύθυνση θα το δώσει με σαφήνεια ο Δημόκριτος: «Ο Δημόκριτος, μάλιστα, έχει πει τα πράγματα με μεγαλύτερη ακρίβεια, εξηγώντας γιατί η ψυχή έχει καθέναν από τους δύο αυτούς χαρακτήρες. Είπε πως η ψυχή και ο νους είναι το ίδιο πράγμα, και πως πρόκειται για ένα από τα χαρακτηριστικά και αδιαίρετα σώματα· ενώ ότι, η κίνηση που δίνει, οφείλεται στα μέρη του, που είναι μικρά, και στο σχήμα τους· και το πιο ευκίνητο από τα σχήματα, λέει πως είναι το σφαιρικό· και πως έτσι είναι ο νους και η φωτιά» (405a 9-15).
Η απόπειρα να ερμηνευτεί η ψυχή με τα δεδομένα του φυσικού κόσμου οδηγεί στη σχηματοποίηση των εννοιών και στην αναζήτηση του υλικού στοιχείου που τις θεμελιώνει. Η ταύτιση του νου με την ψυχή σηματοδοτεί την υλιστική ερμηνεία που δεν έχει άλλη επιλογή από την αναζήτηση της τελικής μορφής. Η σφαιρικότητα που εξασφαλίζει την κίνηση και η φωτιά που ταυτίζεται με το νου σηματοδοτούν την επιστημονική μεθοδολογία που αδυνατεί να συμβιβαστεί με υποθέσεις που δεν αφορούν τον πραγματικό κόσμο. Η παρατήρηση και τα λογικά συμπεράσματα που θα προκύψουν ως προέκτασή της είναι τα κλειδιά που θα δώσουν τις απαντήσεις.
Όμως, η ταύτιση του νου με την ψυχή δεν βρίσκει σύμφωνο το σύνολο της αρχαιοελληνικής σκέψης: «Ο Αναξαγόρας, τώρα, φαίνεται πως θεωρεί την ψυχή και το νου διαφορετικά πράγματα αλλά αντιμετωπίζει και τα δύο ως μία φύση· με τη διαφορά, βέβαια, ότι θέτει κυρίως το νου ως αρχή όλων των πραγμάτων· ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι μόνος αυτός, από τα όντα, είναι απλός, αμιγής και καθαρός. Αποδίδει όμως και τα δύο, την ικανότητα να γνωρίζει και να δίνει κίνηση, στην ίδια αρχή, λέγοντας ότι ο νους έχει δώσει κίνηση στο σύμπαν» (405a15-21).
Για τον Αναξαγόρα ο νους ως υπέρτατη αξία απλότητας και καθαρότητας είναι σε θέση να κινεί και να γνωρίζει ως αδιάσπαστη αρχή που έχει τέτοια δύναμη, ώστε να τροφοδοτεί την κίνηση του σύμπαντος. Η ψυχή, αν και δεν είναι το ίδιο πράγμα, έχει όμως την ίδια φύση, γεγονός που προφανώς τις αποδίδει τις ίδιες ιδιότητες. Η αναζήτηση της κίνησης του σύμπαντος στις δυνάμεις του νου δεν αποτελεί ιδεαλιστική προσέγγιση με την έννοια των ιδεών που κυριαρχούν έναντι του φυσικού κόσμου και των αισθήσεων, αλλά απόπειρα ερμηνείας της συνολικής συμπαντικής κίνησης με βάση τα ανθρώπινα δεδομένα.
Από την άλλη, οι Πυθαγόρειοι, ο Πλάτωνας και ο Ξενοκράτης θέλουν τις αρχές ασώματες, εκπροσωπώντας το ιδεαλιστικό μοντέλο ερμηνείας που θέλει τον υλικό κόσμο να υποτάσσεται στις ιδέες και να κινείται από αυτές. Σε μια τέτοια ερμηνευτική εκδοχή η ψυχή δεν μπορεί παρά να έχει δεσπόζουσα θέση ως άυλη (δηλαδή άκρως ιδεαλιστική) κυρίαρχη δύναμη που κατευθύνει όλες τις δράσεις του σώματος.
Ο τρίτος πόλος που θέλει τις αρχές της ψυχής και σωματικές και ασώματες εκπροσωπείται από τον Εμπεδοκλή και τον Αναξαγόρα: «και από τους δύο αυτούς, διαφέρουν όσοι έκαναν έναν συνδυασμό, και αποφάνθηκαν πως οι αρχές είναι και τα δύο» (405a 2-3). Όμως, οι διαφωνίες δεν σταματούν εδώ: «Διαφορετική άποψη έχουν και για τον αριθμό τους· γιατί, άλλοι λένε πως υπάρχει μία αρχή, ενώ άλλοι περισσότερες» (405a 3-4).
Όσο για το ζήτημα της κίνησης, ο Αριστοτέλης σημειώνει τα εξής για τους προκατόχους του: «Σύμφωνα, τώρα, με τις θεωρίες τους, ορίζουν και τη φύση της ψυχής· γιατί θεώρησαν, όχι δίχως λόγο, πως εκείνο που από τη φύση του δίνει κίνηση, ανήκει στις αρχές. Γι’ αυτό, κάποιοι πίστεψαν πως η ψυχή είναι φωτιά· γιατί αυτό είναι το πιο λεπτεπίλεπτο και το κατεξοχήν ασώματο στοιχείο· και, επιπλέον, είναι αυτό που πρωταρχικά, κινείται και κινεί και τα υπόλοιπα» (405a 5-9).
Το στίγμα της σκέψης που κινείται σε αυτή την κατεύθυνση θα το δώσει με σαφήνεια ο Δημόκριτος: «Ο Δημόκριτος, μάλιστα, έχει πει τα πράγματα με μεγαλύτερη ακρίβεια, εξηγώντας γιατί η ψυχή έχει καθέναν από τους δύο αυτούς χαρακτήρες. Είπε πως η ψυχή και ο νους είναι το ίδιο πράγμα, και πως πρόκειται για ένα από τα χαρακτηριστικά και αδιαίρετα σώματα· ενώ ότι, η κίνηση που δίνει, οφείλεται στα μέρη του, που είναι μικρά, και στο σχήμα τους· και το πιο ευκίνητο από τα σχήματα, λέει πως είναι το σφαιρικό· και πως έτσι είναι ο νους και η φωτιά» (405a 9-15).
Η απόπειρα να ερμηνευτεί η ψυχή με τα δεδομένα του φυσικού κόσμου οδηγεί στη σχηματοποίηση των εννοιών και στην αναζήτηση του υλικού στοιχείου που τις θεμελιώνει. Η ταύτιση του νου με την ψυχή σηματοδοτεί την υλιστική ερμηνεία που δεν έχει άλλη επιλογή από την αναζήτηση της τελικής μορφής. Η σφαιρικότητα που εξασφαλίζει την κίνηση και η φωτιά που ταυτίζεται με το νου σηματοδοτούν την επιστημονική μεθοδολογία που αδυνατεί να συμβιβαστεί με υποθέσεις που δεν αφορούν τον πραγματικό κόσμο. Η παρατήρηση και τα λογικά συμπεράσματα που θα προκύψουν ως προέκτασή της είναι τα κλειδιά που θα δώσουν τις απαντήσεις.
Όμως, η ταύτιση του νου με την ψυχή δεν βρίσκει σύμφωνο το σύνολο της αρχαιοελληνικής σκέψης: «Ο Αναξαγόρας, τώρα, φαίνεται πως θεωρεί την ψυχή και το νου διαφορετικά πράγματα αλλά αντιμετωπίζει και τα δύο ως μία φύση· με τη διαφορά, βέβαια, ότι θέτει κυρίως το νου ως αρχή όλων των πραγμάτων· ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι μόνος αυτός, από τα όντα, είναι απλός, αμιγής και καθαρός. Αποδίδει όμως και τα δύο, την ικανότητα να γνωρίζει και να δίνει κίνηση, στην ίδια αρχή, λέγοντας ότι ο νους έχει δώσει κίνηση στο σύμπαν» (405a15-21).
Για τον Αναξαγόρα ο νους ως υπέρτατη αξία απλότητας και καθαρότητας είναι σε θέση να κινεί και να γνωρίζει ως αδιάσπαστη αρχή που έχει τέτοια δύναμη, ώστε να τροφοδοτεί την κίνηση του σύμπαντος. Η ψυχή, αν και δεν είναι το ίδιο πράγμα, έχει όμως την ίδια φύση, γεγονός που προφανώς τις αποδίδει τις ίδιες ιδιότητες. Η αναζήτηση της κίνησης του σύμπαντος στις δυνάμεις του νου δεν αποτελεί ιδεαλιστική προσέγγιση με την έννοια των ιδεών που κυριαρχούν έναντι του φυσικού κόσμου και των αισθήσεων, αλλά απόπειρα ερμηνείας της συνολικής συμπαντικής κίνησης με βάση τα ανθρώπινα δεδομένα.
Από την πλευρά του, ο Θαλής δείχνει να έχει επιφυλάξεις στο ζήτημα της κίνησης: «Φαίνεται πως και ο Θαλής, από αυτά που αναφέρουν γι’ αυτόν, θεώρησε την ψυχή κάτι που δίνει κίνηση, αν πράγματι είπε ότι ο μαγνήτης έχει ψυχή, επειδή κινεί το σίδερο» (405a 21-24). Βεβαίως, η υπόθεση ότι η ψυχή προσφέρει κίνηση δεν συνεπάγεται και την άποψη ότι οτιδήποτε προσφέρει κίνηση πρέπει να έχει και ψυχή. Ο μαγνήτης προφανώς δεν έχει ψυχή, αν και κινεί το σίδερο, όπως και το νερό που κινεί ένα ξύλο δεν είναι μαγνήτης. Το ζήτημα δεν αφορά την ύπαρξη της ψυχής σε ό,τι προξενεί κινήσεις, αλλά το κατά πόσο η ψυχή είναι σε θέση προκαλέσει κίνηση.
Το ζήτημα της κίνησης στην έρευνα της ψυχής θα απασχολήσει και τον Διογένη: «Ο Διογένης, όπως και μερικοί άλλοι, είπε πως η ψυχή είναι αέρας, γιατί σκέφτηκε ότι αυτός είναι ο πιο λεπτός από όλα και η αρχή· και ότι, γι’ αυτό, η ψυχή γνωρίζει και δίνει κίνηση· ως πράγμα πρωταρχικό ο αέρας, και από το οποίο προέρχονται όλα τα υπόλοιπα, γνωρίζει, και ως το πιο λεπτό από όλα τα σώματα, δίνει κίνηση» (405a 24-28).
Η αναφορά που μένει σχετίζεται με τις απόψεις του Ηράκλειτου: «Ο Ηράκλειτος, επίσης, θεωρεί ότι η αρχή είναι η ψυχή, αφού είναι η αναθυμίαση, από την οποία αποτελούνται όλα τα υπόλοιπα πράγματα· λέει μάλιστα πως είναι ό,τι πιο ασώματο υπάρχει, και ότι ρέει αδιάκοπα· και ότι, επίσης, το πράγμα που κινείται, μπορεί να το γνωρίσει μόνο κάτι που κινείται· ενώ, ότι τα όντα βρίσκονται σε κίνηση, το πίστευε κι εκείνος και οι περισσότεροι» (405a 28-32). Για την τελευταία φράση ο μεταφραστής Ι. Σ. Χριστοδούλου παραθέτει στα σχόλια: «Το συμπέρασμα είναι πως η ψυχή γνωρίζει, επειδή, καθώς βρίσκεται σε κίνηση, γνωρίζει όλα τα όντα, τα οποία βρίσκονται επίσης σε διαρκή κίνηση» (σελ. 121). Αυτός είναι και ο λόγος που η κίνηση ταυτίζεται με τη δυνατότητα της γνώσης.
Το βέβαιο είναι ότι όλες αυτές οι διαφορετικές οπτικές έχουν ένα σημείο σύγκλισης: «Όλοι, όμως, μπορούμε να πούμε, ορίζουν την ψυχή με τρία χαρακτηριστικά: την κίνηση, την αίσθηση, το ασώματο· ενώ καθένα από αυτά ανάγεται στις πρώτες αρχές» (405b 13-15). Κι αμέσως θα δοθούν διευκρινίσεις: «Γι’ αυτό, εκείνοι που την ορίζουν με τη γνώση, κάνουν τη γνώση στοιχείο, ή μια σύνθεση στοιχείων, υποστηρίζοντας τα ίδια περίπου μεταξύ τους. Ισχυρίζονται, πράγματι, πως το όμοιο γνωρίζεται από το όμοιο· γιατί, επειδή η ψυχή γνωρίζει τα πάντα, τη συγκροτούν από όλες τις αρχές» (405b 15-19).
Από κει και πέρα, οι άλλες απόψεις θα κινηθούν αναλόγως: «Όσοι δέχονται μία μόνο αιτία και ένα μόνο στοιχείο, ορίζουν πως και η ψυχή είναι ένα μόνο στοιχείο, φωτιά, για παράδειγμα, ή αέρας· ενώ, όσοι αναγνωρίζουν περισσότερες αρχές, κάνουν και την ψυχή να συντίθεται από πολλά στοιχεία» (405b 20-22). Το ζήτημα τίθεται από όλους με τον ίδιο τρόπο, αφού επί της ουσίας πρόκειται για προέκταση των απόψεων που έχουν σχηματίσει για το φυσικό κόσμο. Καθένας προτάσσει τα δικά του συμπεράσματα ακολουθώντας τον ίδιο μεθοδολογικό μηχανισμό.
Ο μόνος που διαφέρει είναι ο Αναξαγόρας: «Μόνος ο Αναξαγόρας, τώρα, υποστηρίζει πως ο νους είναι απαθής, και δεν έχει τίποτε κοινό με κανένα άλλο πράγμα. Αλλά το πώς, όντας τέτοιος, θα γνωρίσει, και με ποια αιτία, ούτε ο ίδιος το έχει πει ούτε από όσα είπε γίνεται φανερό» (405b 23-26). Η αντίληψη του Αναξαγόρα για τη μοναδικότητα του νου (και κατ’ επέκταση της ψυχής) δεν φαίνεται να ικανοποιεί τον Αριστοτέλη, αφού οι εξηγήσεις του είναι κατάφωρα ελλιπείς.
Αυτοί που μένουν είναι οι υποστηρικτές των αντιθέσεων που σε κάθε περίπτωση συνθέτουν το όλο: «Όσοι, πάλι, μέσα στις αρχές εισάγουν αντιθέσεις, συγκροτούν και την ψυχή από τα αντίθετα· ενώ, εκείνοι που ορίζουν ως αρχή το ένα από τα αντίθετα, για παράδειγμα το θερμό ή το ψυχρό ή κάτι άλλο παρόμοιο, με τον ίδιο τρόπο ορίζουν και την ψυχή ως ένα από αυτά. Γι’ αυτό ακολουθούν και τις ονομασίες· όσοι ταυτίζουν την ψυχή με το θερμό (ζε’Ιν), λένε ότι γι’ αυτό το λόγο δημιουργήθηκε η λέξη “ζην”· ενώ εκείνοι που την ταυτίζουν με το ψυχρό, λένε πως το όνομα ψυχή δόθηκε εξαιτίας της αναπνοής και της ψύξης. Αυτές, λοιπόν, είναι οι θεωρίες που έχουν παραδοθεί σχετικά με την ψυχή, και οι λόγοι για τους οποίους τις διατύπωσαν έτσι» (405b 26-35).
Η κατάθεση των απόψεων των προγενέστερων ερευνητών έχει ολοκληρωθεί. Ο Αριστοτέλης έχει καταδείξει επαρκώς το σύνολο της ως τότε πορείας της σκέψης. Τώρα έφτασε η στιγμή να προχωρήσει στις δικές του τοποθετήσεις εκφράζοντας τις πιθανές συμφωνίες ή διαφωνίες του. Το πρώτο ζήτημα που θα τον απασχολήσει είναι η κίνηση: «Πρώτα πρέπει να εξετάσουμε τα σχετικά με την κίνηση· γιατί, ίσως, όχι μόνο είναι λάθος πως η υπόσταση της ψυχής είναι αυτή που ισχυρίζονται, όσοι υποστηρίζουν ότι η ψυχή είναι αυτό που κινεί ή μπορεί να κινήσει τον εαυτό του, αλλά ίσως είναι κάτι αδύνατο η κίνηση να ανήκει στην ψυχή» (405b 36-37 και 406a 1-3).
Η πρώτη αριστοτελική διαφωνία αφορά την αντίληψη των περισσότερων προγενέστερων φιλοσόφων ότι αυτό που δίνει κίνηση πρέπει να κινείται: «δεν είναι ανάγκη, αυτό που δίνει κίνηση, να κινείται και το ίδιο. Επειδή καθετί κινείται με δύο τρόπους (είτε, δηλαδή, από κάτι άλλο είτε από τον εαυτό του· και, όταν λέμε από κάτι άλλο, εννοούμε τα πράγματα που κινούνται επειδή βρίσκονται μέσα σε κάτι που κινείται, για παράδειγμα οι ναύτες· γιατί αυτοί δεν κινούνται όπως κινείται το πλοίο· αφού, αυτό κινείται από τον εαυτό του, ενώ οι ναύτες επειδή βρίσκονται μέσα σε κάτι που κινείται. Αυτό γίνεται φανερό στα μέλη του σώματος· οικεία κίνηση για τα πόδια, πράγματι, είναι το βάδισμα, και η ίδια είναι, επίσης, κίνηση ανθρώπινη· σ’ εκείνη όμως την περίπτωση, οι ναύτες δεν την έχουν), και, επομένως, η κίνηση εννοείται με δύο τρόπους, τώρα ερευνούμε σχετικά με την ψυχή, αν κινείται από τον εαυτό της και μετέχει στην κίνηση» (406a 3-13).
Το δεδομένο ότι δεν υπάρχει μονάχα ένα είδος κίνησης, αλλά υπάρχουν και οι πιο περίπλοκες κινητικές εκφάνσεις, όπως η κίνηση του ναύτη μέσα στο πλοίο που συνδυάζει τη δική του ανθρώπινη κίνηση με την κίνηση του ίδιου του πλοίου, καθιστά σαφές ότι ακόμη κι αν αποδεχτεί κανείς την κίνηση της ψυχής, πρέπει να καθορίσει περί τίνος είδους κίνηση πρόκειται και ταυτόχρονα να ερευνήσει αν πράγματι και η ίδια προκαλεί κίνηση ή απλά κινείται από κάτι άλλο, όπως ο ναύτης που κοιμάται στο εν κινήσει πλοίο. Το βέβαιο είναι ότι ο Αριστοτέλης διακρίνει τέσσερα είδη κινήσεων: «Επειδή υπάρχουν τέσσερα είδη κινήσεων, η φορά, η αλλοίωση, η φθίση και η αύξηση, η ψυχή θα μπορούσε να κινείται είτε με μία από αυτές, είτε με περισσότερες, είτε με όλες» (406a 13-15).
Αυτό το δεδομένο, όταν μεταφερθεί στο ερευνητικό πεδίο της ψυχής, δεν μπορεί παρά να επιφέρει μια αλυσίδα υποθέσεων: «Κι αν δεν κινείται κατά περίσταση, η κίνηση θα της ανήκει από τη φύση· αν, όμως, ισχύει αυτό, τότε η ψυχή θα έχει και τόπο· γιατί, όλες οι κινήσεις που αναφέραμε, γίνονται στο χώρο. Αν, ακόμη, η ουσία της ψυχής είναι να κινεί τον εαυτό της, δε θα έχει την κίνηση από σύμπτωση, όπως την έχει το λευκό ή ένα μήκος τριών πήχεων· γιατί και αυτά κινούνται, αλλά κατά περίσταση· αφού αυτό στο οποίο ανήκουν, εκείνο κινείται, δηλαδή το σώμα. Γι’ αυτό και δεν έχουν τόπο· ενώ η ψυχή θα έχει, αν, βέβαια, από τη φύση της μετέχει στην κίνηση» (406a 15-23).
Με άλλα λόγια, το ζήτημα της κίνησης της ψυχής χρειάζεται πολύ περισσότερες διευκρινίσεις. Αν κινείται από τη φύση, αν δηλαδή έχει δική της αυτόνομη κίνηση, χρειάζεται και χώρο (τόπο) που θα κινηθεί. Αν, όμως, η κίνησή της οφείλεται αποκλειστικά στην κίνηση του σώματος, όπως η κίνηση του ρούχου, και δεν είναι από τη φύση, τότε ο χώρος (τόπος) της είναι πλήρως άχρηστος, αφού θα συμπεριληφθεί στο χώρο της κίνησης του σώματος.
Και οι προβληματισμοί θα συνεχιστούν: «Επιπλέον, αν η ψυχή κινείται από τη φύση της, μπορεί να κινηθεί και με τη βία· κι αν μπορεί με τη βία, μπορεί και από τη φύση της. Το ίδιο ισχύει και για την ηρεμία· γιατί, στο σημείο προς το οποίο ένα σώμα κινείται από τη φύση του, σ’ αυτό και ηρεμεί από τη φύση του· με τον ίδιο τρόπο, και σε αυτό προς το οποίο κινείται με τη βία, σε αυτό και ηρεμεί με τη βία. Ποιες, όμως, θα είναι οι βίαιες κινήσεις και οι ηρεμίες της ψυχής;» (406a23-28). Κι όχι μόνο αυτό: «Ακόμη κι αν θέλουμε να τις φανταστούμε, δεν είναι εύκολο να τις αποδώσουμε. Επιπλέον, αν κινηθεί προς τα πάνω, η ψυχή θα είναι φωτιά, αν όμως προς τα κάτω, γη· γιατί, αυτές είναι οι κινήσεις τούτων των σωμάτων. Το ίδιο επιχείρημα θα ισχύει και για τις ενδιάμεσες κινήσεις» (406a 28-31).
Το βέβαιο είναι ότι είτε το σώμα κινεί την ψυχή είτε η ψυχή το σώμα, οι κινήσεις πρέπει να είναι αλληλένδετες κι επομένως να παρουσιάζουν ομοιότητα. Όμως, ακόμη κι αυτός ο συλλογισμός εμπεριέχει την προβληματική του: «Ακόμη, επειδή φαίνεται πως η ψυχή δίνει κίνηση στο σώμα, είναι εύλογο να του προκαλεί τις ίδιες κινήσεις που κάνει κι αυτή. Κι αν ισχύει αυτό, είναι αλήθεια, και αντίστροφα, να πούμε ότι, την κίνηση που κάνει το σώμα, την ίδια κάνει και η ψυχή. Το σώμα, όμως, κινείται αλλάζοντας θέση· και η ψυχή, επομένως, θα έπρεπε να μεταβληθεί όπως το σώμα, αλλάζοντας θέση είτε ολόκληρη είτε κατά μέρη. Αν, όμως, μπορούσε να συμβεί αυτό, θα μπορούσε, επίσης, να βγει από το σώμα, και πάλι να ξαναμπεί· και το αποτέλεσμα θα ήταν να ανασταίνονται τα ζώα που πέθαναν» (406a 31-5).
Το συμπέρασμα είναι σαφές. Η ψυχή δεν μπορεί να κινείται με τον ίδιο τρόπου που κινείται το σώμα. Η αντίληψη της ψυχικής κίνησης που αλλάζει θέσει, όπως και το σώμα, δεν μπορεί παρά να σηματοδοτήσει τον παραλογισμό ότι η ψυχή έχει τη δυνατότητα να μπαινοβγαίνει στο σώμα. Αυτό, όμως, κρίνεται τόσο αδύνατο όσο και η ανάσταση των πεθαμένων ζώων. Το σώμα που στερείται ψυχής πεθαίνει. Η κίνηση της ψυχής έχει άλλα δεδομένα από εκείνη του σώματος. Οτιδήποτε αντιβαίνει σε αυτή την αρχή φαντάζει ανολοκλήρωτο και υπεραπλουστευτικό.
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου