Ο καθένας μας αισθάνεται την ανάγκη να τον αγγίζουν και να τον αναγνωρίζουν οι άλλοι. Ο καθένας μας έχει ανάγκη να κάνει κάτι το χρόνο του ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατό του. Η δίψα των ανθρώπων για χάδια συχνά καθορίζει το τι κάνουν το χρόνο τους. Μπορεί π.χ. να περνούν λεπτά, ώρες ή ακόμα και μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας να εξασφαλίσουν το χαΐδεμα με διάφορους τρόπους, ακόμα και παίζοντας ψυχολογικά παιχνίδια.
Από την άλλη μπορούν να περάσουν λεπτά, ώρες ή και μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας ν'αποφύγουν τα χάδια αποσυρόμενοι. Οι ανάγκες αυτές είναι βιολογικές και ψυχολογικές και ο Μπέρνς τις ονομάζει «δίψες».
Η δίψα για άγγιγμα και αναγνώριση μπορεί να ικανοποιηθεί με τα χάδια, «μια πράξη που σημαίνει την αναγνώριση της παρουσίας του άλλου». Τα χάδια μπορούν να δοθούν με τη μορφή του πραγματικού σωματικού αγγίγματος ή με κάποια συμβολική μορφή αναγνώρισης, ένα βλέμμα, μια λέξη, μια χειρονομία ή οποιαδήποτε πράξη που λέει: «το ξέρω πως βρίσκεσαι εκεί».
Τα παιδιά ποτέ δεν αναπτύσσονται φυσιολογικά χωρίς το άγγιγμα των άλλων. Η ανάγκη αυτή συνήθως ικανοποιείται με τις καθημερινές στενές συναλλαγές, το άλλαγμα, το τάισμα, το πλύσιμο, το πουδράρισμα, το αγκάλιασμα και το χαΐδεμα που οι στοργικοί γονείς έχουν με τα μωρά τους. Το άγγιγμα κατά κάποιον τρόπο διεγείρει τον οργανισμό του παιδιού βοηθώντας την ψυχική και σωματική του ανάπτυξη. Τα παιδιά που μένουν παραμελημένα, αγνοούμενα ή που για κάποιο λόγο δεν δέχονται αρκετό άγγιγμα υποφέρουν από ψυχικό και σωματικό μαρασμό που μπορεί να φτάσει ως το θάνατο.
Καθώς μεγαλώνει το παιδί η αρχική πρωτόγονη δίψα για πραγματική σωματική επαφή μεταβάλλεται σε μια δίψα για αναγνώριση. Ένα χαμόγελο, ένα νεύμα, μία λέξη, ένα σμίξιμο των φρυδιών, μια χειρονομία αντικαθιστούν το άγγιγμα. Όπως το άγγιγμα όμως, έτσι και αυτές οι μορφές αναγνώρισης, θετικές ή αρνητικές, κεντρίζουν τον εγκέφαλο του δέκτη και χρησιμεύουν για να επιβεβαιώνουν στο παιδί ότι είναι εκεί ζωντανό. Τα αναγνωριστικά χάδια εμποδίζουν το νευρικό σύστημα του παιδιού να «μαζέψει».
Μερικοί άνθρωποι χρειάζονται πολλή αναγνώριση για να νιώσουν ασφαλείς. Τη δίψα αυτή μπορείς να τη νιώσεις έντονα παντού – στο σπίτι, στην τάξη ακόμα και στη δουλειά. Οποιοσδήποτε έρχεται σε επαφή με ανθρώπους βρίσκεται αντιμέτωπος με την ανθρώπινη ανάγκη για αναγνώριση. Πολύ συχνά οι αποτελεσματικοί ηγέτες είναι αυτοί που μπορούν ν'αγγίξουν και ν'αναγνωρίσουν σωστά τους άλλους.
Το θετικό χαΐδεμα
Η έλλειψη χαδιών πάντα έχει βλαβερή επίδραση πάνω στους ανθρώπους. Και ενώ και τα θετικά και τα αρνητικά χάδια μπορούν να διεγείρουν τη σωματική χημεία του βρέφους, χρειάζονται θετικά χάδια για να δημιουργήσουν υγιείς συγκινησιακά ανθρώπους. Τα θετικά χάδια κλιμακώνονται αξιολογικά από το φτωχό περιεχόμενο ενός «γειά σου» ως τη βαθύτερη επαφή της οικειότητας.
Μερικά χάδια είναι μόνο επιφανειακές επαφές. Πρόκειται για απλές συναλλαγές που μπορούν να θεωρηθούν σαν χάδια συντήρησης. Συνήθως δεν περιέχουν νόημα, αλλά τουλάχιστον προσφέρουν αναγνώριση, κρατούν ανοιχτή την επικοινωνία και συντηρούν την αίσθηση του ατόμου ότι είναι ζωντανό. Τα τελετουργικά του χαιρετισμού όπως είναι η υπόκλιση και η χειραψία αποτελούν οργανωμένους τρόπους να δίνει και να παίρνει κανείς χάδια τέτοιας φύσης.
Τα θετικά χάδια είναι συνήθως συναλλαγές άμεσες, εύστοχες και ανάλογες με την περίσταση. Όταν τα χάδια είναι θετικά ο άνθρωπος που τα δέχεται νιώθει καλός, ζωντανός, ζωηρός και σπουδαίος. Σ'ένα μεγαλύτερο βάθος τα χάδια δυναμώνουν την αίσθηση ευτυχίας του ατόμου, επιβεβαιώνουν τη νοημοσύνη του και είναι ευχάριστα. Δημιουργούν συναισθήματα καλής θέλησης. Εάν το χάιδεμα είναι ειλικρινές, εάν συμφωνεί με τα γεγονότα και δεν είναι φτιαχτό, τότε τρέφει το άτομο και τονώνει την τάση του να κερδίζει στη ζωή.
Ένας γονιός δίνει ένα θετικό χάδι όταν αγκαλιάζει ξαφνικά και αυθόρμητα το παιδί του λέγοντας: «Θεέ μου, πόσο σ'αγαπώ!». Ένας προϊστάμενος δίνει ένα θετικό χάδι απαντώντας με ευθύτητα στις ερωτήσεις του υπαλλήλου του. Ένας πωλητής δίνει ένα θετικό χάδι σ'έναν πελάτη λέγοντάς του ένα καλημέρα.
Τα θετικά χάδια εκφράζουν συχνά συναισθήματα συμπάθειας και εκτίμησης. Άλλες φορές είναι κομπλιμέντα. Τα θετικά χάδια μπορούν να δώσουν στους ανθρώπους πληροφορίες πάνω στις ικανότητές τους, να τους βοηθήσουν να καταλάβουν τις δυνατότητες και τα προσόντα τους.
Ένα παιδί δέχεται ένα θετικό χάδι όταν ένας γονιός, δάσκαλος ή φίλος το χαιρετά μ'ένα θερμό «γεια σου», χρησιμοποιεί το όνομά του (προφέροντάς το σωστά), κοιτάζει το παιδί στο πρόσωπο με προσοχή και ακούει με ενδιαφέρον χωρίς να καταδικάζει το τι έχει να πει το παιδί για τα προσωπικά συναισθήματα και τις σκέψεις του. Έτσι όλοι διατηρούν μια αίσθηση αξιοπρέπειας.
Το να ακούς κάποιον είναι ένα από τα σπουδαιότερα χάδια που μπορεί κανείς να δώσει σ'έναν άλλον. Για να ακούσεις κάποιον αποτελεσματικά πρέπει να συγκεντρώνεις όλη την προσοχή σου στον ομιλητή και αυτό είναι κάτι που μαθαίνεται.
Ένας άνθρωπος που ξέρει ότι έχει ακουστεί, φεύγει από μια συνάντηση ξέροντας πως τα συναισθήματα, οι ιδέες και οι απόψεις του έχουν πραγματικά συναντήσει κάποιο αυτί. Έτσι το άτομο αυτό δεν αισθάνεται πως «γύρισαν το κουμπί» στα λόγια του, αλλά ότι πήρε μια ενεργητική ανατροφοδότηση. Όταν ακούει κανείς ενεργητικά, δεν προσέχει μόνο τα λόγια που του λενε οι άλλοι, αλλά τους αντιγυρίζει το περιεχόμενο των λόγων τους μαζί με μια υπόθεση πάνω στα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από τα λόγια ή τις πράξεις. Οι τελευταίες μέρες μεταβάλλονται βέβαια σε λόγια. Το σωστό άκουσμα δεν απαιτεί τη συμφωνία. Απαιτεί απλώς να καταλαβαίνουμε και να ξεκαθαρίζουμε τα συναισθήματα και τις απόψεις των άλλων.
Όταν μια γραμματέας αρχίζει να κάνει διάφορα λάθη στη γραφομηχανή, μουρμουρίζει ακατάληπτα λόγια και φέρεται απότομα στους επισκέπτες, ένας προϊστάμενος που ακούει πραγματικά θα τη ρωτήσει: «Απ'ό,τι είπες μόλις τώρα, φαίνεσαι εκνευρισμένη. Είναι αλήθεια;».
Στην παραπάνω περίπτωση έχει χρησιμοποιηθεί η Ενήλικη συναλλαγή επανατροφοδότησης. Χωρίς να καταδικάζει ούτε να επιδοκιμάζει, ο Ενήλικος ακούει και το περιεχόμενο και τα συναισθήματα που εκφράζει ο άλλος από την Παιδική κατάσταση του Εγώ του. Ο δέκτης δεν ξεκινά μια κουβέντα του «Εγώ», αλλά τονίζει το μήνυμα του «Εσύ». Η συναλλαγή αυτή είναι χρήσιμη, όταν μέσα σ'ένα άτομο έχουν ξεσηκωθεί έντονα συναισθήματα κι αυτό που χρειάζεται είναι να τον ακούσουν και όχι να του κάνουν μάθημα.
Ο καθένας μας χρειάζεται χάδια και όταν δεν παίρνουμε αρκετά θετικά χάδια, συχνά προκαλούμε τα αρνητικά. Τα παιδιά φέρονται με αναίδεια ή γίνονται άτακτα προκαλώντας τους γονείς τους να τα χαστουκίζουν, να τα μαλώνουν και να τα ταπεινώνουν. Οι σύζυγοι παραπονιούνται, παθαίνουν υπερκόπωση, αργούν το βράδυ, φλερτάρουνε, πίνουνε, καυγαδίζουνε ή προκαλούν με κάποιον άλλο τρόπο έναν καυγά. Το ίδιο ισχύει και για το περιβάλλον της εργασίας. Οι εργαζόμενοι αργούν, κάνουν λάθη, τραυματίζονται. Οι διάφορες μελέτες δείχνουν πως, όταν σε μια κατάσταση εργασίας λείπει το συναίσθημα, η απόδοση πέφτει και αυξάνονται οι συγκρούσεις. Φαίνεται λοιπόν πως τόσο για τα παιδιά, όσο και για τους ενήλικους η αρνητική προσοχή είναι προτιμότερη από την αδιαφορία.
Η υποτίμηση και το αρνητικό χαΐδεμα
Όταν ένας γονιός υποτιμάει τα συναισθήματα και τις ανάγκες του παιδιού, η υγιής ανάπτυξη εμποδίζεται. Η υποτίμηση μπορεί να σημαίνει, είτε έλλειψη προσοχής, είτε μια μορφή αρνητικής προσοχής που είναι οδυνηρή σωματικά και συγκινησιακά. Το παιδί που συναντά την αδιαφορία ή που δέχεται αρνητικά χάδια λαβαίνει το σήμα: «Δεν είσαι Ο.Κ.». Όταν αγνοούμε, κοροϊδεύουμε, ταπεινώνουμε, εξευτελίζουμε, κακομεταχειριζόμαστε ένα άτομο, όταν γελάμε μαζί του, του βγάζουμε παρατσούκλια και το γελοιοποιούμε, του φερόμαστε σα να ήταν ασήμαντο. Το υποτιμάμε. Η υποτίμηση έχει πάντα μια έννοια ταπείνωσης.
Πολλές μορφές υποτίμησης έχουν σχέση με τη λύση προβλημάτων. Μια υποτίμηση του άλλου συμβαίνει εάν δεν παίρνουμε στα σοβαρά το πρόβλημά του (π.χ μια μητέρα βλέπει τηλεόραση την ώρα που το μωρό της κλαίει), όταν αρνιόμαστε τη σημασία του προβλήματος (ένας προϊστάμενος λέει: «Τα παίρνεις όλα πολύ στα σοβαρά. Δεν είναι και τόσο σημαντικά»), όταν αρνιόμαστε τη λύση («Δε γίνεται τίποτα μ'ένα ξεροκέφαλο σύζυγο»), ή όταν κάποιος αρνείται την ίδια του την ικανότητα να λύσει ένα πρόβλημα («Δε φταίω εγώ αν είμαι κακότροπη. Έτσι γεννήθηκα»).
Όταν μια γυναίκα κάνει ένα συγκεκριμένο ερώτημα στον άντρα της λέγοντάς του: «Πότε θα γυρίσεις για φαγητό, αγάπη μου» κι εκείνος της απαντάει απότομα και αδιάφορα: «Θα με δεις πότε θα γυρίσω», τότε η γυναίκα υποβιβάζεται. Η αξία της μειώνεται από το δεύτερο μήνυμα που περιέχει η απάντηση: «Δεν είσαι σημαντική». Αυτή η ταξική συναλλαγή θα της δημιουργήσει σίγουρα στενοχώρια.
Η υποτίμηση είναι πάντοτε οδυνηρή. Όταν γίνεται ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά οδηγεί συχνά σε διαταραχές της προσωπικότητας και δημιουργεί χαμένους. Ανάμεσα στους μεγάλους οδηγεί σε κακές ανθρώπινες σχέσεις ή τροφοδοτεί καταστρεπτικά σενάρια «απόγνωσης».
Η αγνόηση είναι ένας φοβερός τρόπος υποτίμησης ενός μικρού παιδιού. Η περίπτωση του Έρλ είναι χαρακτηριστική. Όταν ήταν μικρός οι γονείς του σπάνια του μιλούσαν κατευθείαν. Μια μέρα, απελπισμένος που δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή μαζί τους, άνοιξε μια τρύπα στον τοίχο με το μπαστούνι του μπέηζμπολ και περίμενε την αντίδρασή τους. Καμία απάντηση δεν ήρθε, οι γονείς του αγνόησαν την πράξη του. Την άλλη μέρα κρυφάκουσε τη μητέρα του να λέει: «Ο Έρλ πρέπει να έπεσε πάνω στον τοίχο. Έχει τρυπήσει». Οι απανωτές εμπειρίες αγνόησης υποτίμησαν τόσο πολύ το παιδί που απέκτησε σοβαρές διαταραχές στην ψυχική του υγεία.
Οι συνέπειες που μπορεί να έχει η ανεπαρκής επαφή μεταβιβάζονται και στην ενήλικη ζωή.
Οι γονείς αγνοούν τα παιδιά τους ή παραλείπουν να τα χαϊδεύουν για πολλούς λόγους. Πολύ συχνά και από τη δική τους παιδική ηλικία έλειψαν τα χάδια και έμαθαν να «κρατούν τις αποστάσεις τους».
Άλλοι γονείς νιώθοντας πόσο έντονος είναι ο θυμός τους προσπαθούν να «κρατήσουν μακριά τα χέρια τους» για να «μην σπάσουν το κεφάλι» του παιδιού. Όπως έλεγε ένας πατέρας «αν την άγγιζα φοβάμαι πως θα τη σκότωνα. Μια φορά που ο πατέρας μου ήταν έξω φρενών πέταξε την αδερφή μου από το παράθυρο, το κεφάλι της έσπασε και δεν έγινε ποτέ καλά». Άλλοι γονείς πάλι αγνοούν τα παιδιά τους, γιατί τους κρατούν κακία για την ύπαρξή τους και τις ευθύνες που τη συνοδεύουν.
Το να αγνοείς και να απομονώνεις τους ανθρώπους είναι πολύ γνωστές μορφές τιμωρίας ακόμη και για τους ενήλικους. Τέτοιες τιμωρίες στερούνε τα άτομα ακόμα και από τα πιο ελάχιστα χάδια και οδηγούνε σε διανοητική, συγκινησιακή και σωματική φθορά. Ωστόσο αν μια υπάλληλος ονομάζει έναν πελάτη «αγάπη μου» κατά πάσα πιθανότητα τον υποτιμάει αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι κορόιδο. Η ψεύτικη κολακεία και τα ψεύτικα κομπλιμέντα, όταν λέγονται κάτω από το κάλυμμα της ειλικρίνειας μπορεί να είναι και αυτά μορφές υποτίμησης. «Αυτό το χτένισμα είναι θαύμα», λέει ένας φίλος, ενώ το χτένισμα είναι αποτυχημένο.
Άλλες μορφές υποτίμησης μπορεί να είναι τα πειραχτικά λόγια και οι χειρονομίες. Ο σύζυγός που λέει: «Δεν είναι περίεργο που βρίσκει η εξάτμιση, αφού κάθεσαι εσύ στο πίσω κάθισμα», πολύ πιθανόν εκφράζει αληθινά εχθρικά συναισθήματα προς τη γυναίκα του επειδή είναι παχιά. Οι ενήλικοι μαθαίνουν να λένε ένα ξεκάθαρο «Παράτα με», όταν το πείραγμά τους πονάει πραγματικά, αλλά τα παιδιά δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά.
«Οι γονείς γελιόνται όταν νομίζουν πως στα παιδιά αρέσει το πείραγμα. Στην πραγματικότητα συμβιβάζονται όπως μπορούνε μ'αυτό για να ικανοποιήσουν την ανάγκη του γονιού να εκφράσει την εχθρότητά του. Όταν τα παιδιά ανέχονται τα πειράγματα «χωρίς να θυμώνουν» στην πραγματικότητα διψάνε για την προσοχή των γονιών τους. Δέχονται το πείραγμα και τις άλλες εχθρότητες σαν υποκατάστατα της ανθρώπινης αναγνώρισης. Είναι καλύτερα να σε πειράζουν παρά να σε αγνοούν.»
Ο ξυλοδαρμός των παιδιών είναι μια ακραία μορφή υποτίμησης την οποία εφαρμόζουν συνήθως γονείς που και αυτοί πέρασαν από παρόμοια εμπειρία. Η αλυσίδα του ξυλοδαρμού μπορεί να συνεχίσει σε πολλές γενιές μέχρι να αναπτυχθούν πιο κατάλληλα σχήματα γονεϊκής συμπεριφοράς.
Η γονεϊκή βία προς τα παιδιά παίρνει διάφορες μορφές. Ένας πατέρας που χρησιμοποιούσε τον πόνο, σαν τεχνική πειθαρχίας, έκαψε το δάχτυλο του παιδιού του μ'ένα σπίρτο ισχυριζόμενος πως του μάθαινε να προσέχει τη φωτιά. Ένας άλλος πατέρας μαστίγωσε το γιο του και τον έδεσε στο κρεβάτι, επειδή είχε κλέψει μια δραχμή από το μπουφέ.
Οι γονείς που δέρνουν τα παιδιά τους χρειάζονται ιατρική θεραπεία και συχνά την επιζητούν. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν μια ανεπαρκή Γονεϊκή κατάσταση του εγώ και ένα πληγωμένο εσωτερικά Παιδί. Με την ενεργοποίηση και την πληροφόρηση των Ενήλικων καταστάσεων του εγώ τους μπορούμε να δείξουμε στους γονείς τι θα πρέπει ρεαλιστικά να περιμένουν από ένα παιδί και πώς να μεταβάλλουν τη δική τους βίαιη συμπεριφορά.
Η υποτίμηση στο χώρο της καθημερινής εργασίας είναι συνήθως πιο λεπτή από τη σωματική βία. Παίρνει τη μορφή της σταυρωτής, της υστερόβουλης συναλλαγής μέσα σ'ένα παιχνίδι έλξης, απώθησης και ταπείνωσης.
Μερικοί από τους τρόπους υποτίμησης στη δουλειά μοιάζουν με τα «ζαχαρωτά» που δίνουν οι γονείς στα παιδιά για να τα ξεφορτωθούν. Ο Μπερν γράφει:
«Οι υποστηρικτικές γονεϊκές δηλώσεις (γνωστές στην καθομιλουμένη σαν «ζαχαρωτά» ή «καραμέλες») είναι μια μορφή αφ'υψηλού συγκατάβασης και από την άποψη της συναλλαγής είναι τρόποι ξεφορτώματος. Λειτουργικά μπορούν να μεταφραστούν ως εξής: 1) «Χαίρομαι που έχω την ευκαιρία να σου κάνω το μεγάλο, έτσι αισθάνομαι σημαντικός» ή 2) «Μη με σκοτίζεις με τα βάσανά σου, πάρε αυτό το γλυκό και σώπαινε για να μπορώ να σου πω τα δικά μου».
Κάποιος μπορεί να πετάξει ένα ζαχαρωτό σ'έναν άλλο με τη φράση: «Αυτό που σου συνέβη είναι τρομερό, κάτσε όμως ν'ακούσεις αυτό που μου συνέβη εμένα, που είναι ακόμα χειρότερο!». Ή «Νομίζεις πως έχεις βάσανα, κάτσε ν'ακούσεις τα δικά μου, εκεί θα καταλάβεις!».
Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι έχουν ζήσει την επαφή και τα χάδια συνήθως επηρεάζει το γενικότερο σχήμα των χαδιών τους στην Ενήλικη ζωή. Όσοι έχουν γνωρίσει τη βία και την περιφρόνηση συνήθως αποφεύγουν την επαφή. Εκείνοι που γνώρισαν υπερβολική στοργή μπορεί στη συνέχεια να έχουν μια αχόρταγη ανάγκη για σωματική επαφή, τέτοιοι χαρακτήρες γίνονται απαιτητικοί σύζυγοι που θα νιώθουν παραμελημένοι, αν δεν δέχονται πολλές σωματικές επαφές. Πολλοί άνθρωποι αναπτύσσουν περίεργα σχήματα αγγίγματος.
Ο καθένας μας αισθάνεται την ανάγκη να τον αγγίζουν και να τον αναγνωρίζουν οι άλλοι. Ο καθένας μας έχει την ανάγκη να κάνει κάτι το χρόνο του ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατό του. Η δίψα των ανθρώπων για χάδια συχνά καθορίζει το τι κάνουν το χρόνο τους. Μπορεί παραδείγματος χάρη να περνούν λεπτά, ώρες ή ακόμα και μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας να εξασφαλίσουν το χαΐδεμα με διάφορους τρόπους, ακόμα και παίζοντας ψυχολογικά παιχνίδια. Από την άλλη μπορούν να περάσουν λεπτά, ώρες ή και μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας ν'αποφύγουν τα χάδια αποσυρόμενοι. Οι ανάγκες αυτές είναι βιολογικές και ψυχολογικές και ο Μπερνς τις ονομάζει «δίψες».
Η δίψα για άγγιγμα και αναγνώριση μπορεί να ικανοποιηθεί με τα χάδια, «μια πράξη που σημαίνει την αναγνώριση της παρουσίας του άλλου». Τα χάδια μπορούν να δοθούν με τη μορφή του πραγματικού σωματικού αγγίγματος ή με κάποια συμβολική μορφή αναγνώρισης, ένα βλέμμα, μια λέξη, μια χειρονομία ή οποιαδήποτε πράξη που λέει: «το ξέρω πως βρίσκεσαι εκεί».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου