«Οι οπαδοί των νεράιδων δεν χτυπάνε την πόρτα σου για να σε προσηλυτίσουν. Δεν απαιτούν να διδάσκεται η ψευτοεπιστήμη τους στα σχολεία. Δεν καταδικάζουν σε θάνατο οπαδούς άλλων νεράιδων. Δεν ισχυρίζονται ότι οι ηθικοί κανόνες βγαίνουν από τις τελετές των νεράιδων και ότι χωρίς νεράιδες θα είχαμε συνουσίες στους δρόμους, καθώς και την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Δεν λένε ότι οι νεράιδες έφτιαξαν τον κόσμο και ως εκ τούτου πρέπει να κλίνουμε το γόνυ στον Μεγάλο Αδελφό των νεράιδων. Ούτε λένε ότι η νεράιδα θα σε διατάξει να σκοτώσεις την αδελφή σου, αν την δουν να κυκλοφορεί δημόσια με κάποιον που δεν είναι ο αδελφός της. Νομίζω λοιπόν ότι ισχύει αυτό που ο ποιητής Σέλλεϋ αποκαλούσε αναγκαιότητα του αθεϊσμού. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πάρεις θέση. Είτε αποδίδεις την παρουσία σου εδώ στους νόμους της βιολογίας και της φυσικής είτε την αποδίδεις σε ένα θείο σχέδιο. (Μπορείς να διακρίνεις τον φίλο από τον εχθρό από το πως απαντούν σε αυτό το αναπόδραστο ερώτημα και από το πώς αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις του.) Ωστόσο, όπως και οι πιστοί, άπαξ και αποφασίσουμε, έχουμε ακόμη πολλή δουλειά μπροστά μας». -Κρίστοφερ Χίτσενς «Η Βίβλος του Αθεου»
Ο αθεϊσμός στην αρχαία Ελλάδα εμφανίστηκε τον πέμπτο αιώνα π.κ.ε. παράλληλα με την ανάπτυξη των υλιστικών φιλοσόφων. Παρόλο που μετά απο στρατιωτικές αποτυχίες λήφθηκαν μέτρα εναντίον του, άνθισε περαιτέρω κατά την Ελληνιστική περίοδο. Σε αντίθεση όμως με την κλασσική περίοδο όπου ο αθεϊσμός εκφραζόταν συνήθως ως θετικός ή ριζοσπαστικός, κατά την επόμενη περίοδο επικράτησε ο αρνητικός αθεϊσμός.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν ούτε Βίβλο ούτε συστηματική θεολογία. Δεν υπήρχε κανένας προκαθορισμένος τρόπος του πώς να φαντάζεται κανείς τους Θεούς, άρα δεν υπήρχε πραγματικό πρόβλημα με το να τους φαντάζεται ότι δεν υπήρχαν. Η μεγάλη εξαίρεση ήταν η Αθήνα στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.κ.ε. όταν νομοθεσία κατά της αθεΐας φαίνεται ότι εισήχθη για πολιτικούς λόγους, δηλαδή, με σκοπό να στραφεί κατά του κύκλου διανοητών που περιστοίχιζε τον Περικλή, συνεπώς κατά του ίδιου του Περικλή.
O αθεϊσμός στην αρχαία Ελλάδα εμφανίστηκε στα τέλη του πέμπτου αιώνα παράλληλα με την ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Οι φιλόσοφοι τότε αναζητούσαν τη φύση του κόσμου, αναζητούσαν δηλαδή το βασικό υλικό από το οποίο ήταν κατασκευασμένος ο κόσμος· οδηγήθηκαν έτσι αρκετά κοντά στην άποψη πως η φύση ήταν ο Θεός, πλησιάζοντας δηλαδή τον πανθεϊσμό. Ενα πανθεϊσμό, όμως, ο οποίος ήταν πιο κοντα στον υλισμό παρά τον ιδεαλισμό.
Αρκετοί φιλόσοφοι ανέπτυξαν ιδέες που προσέγγισαν τον Αθεϊσμό ή ήταν ξεκάθαρα αυτό που θα λέγαμε σήμερα αγνωστικιστές, ωστόσο ποτέ δεν αναπτύχθηκαν σε σημαντικό αριθμό, οι αθεϊστές στην αρχαία Ελλάδα αποτελούσαν μειοψηφία.
O Πρωταγόρας ήταν ένας από τους πρώτους που αμφισβήτησαν την ύπαρξη Θεών, ενώ ακολούθησαν οι Ξενοφάνης και Αναξαγόρας. Ο Αναξαγόρας διατύπωσε την θέση πως ο Ήλιος είναι μια πύρινη λάβα, κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με τη διαδεδομένη στην Αθήνα τότε θέση πως ο Ήλιος ήταν Θεός. Η καινοφανής αυτή άποψη σχολιάστηκε από τους δραματουργούς της εποχής.
Ο πιο ξακουστός σοφιστής ήταν ο Πρωταγόρας (480-412), από τα Άβδηρα της Θράκης, σύγχρονος του Δημόκριτου. Έγραψε πολλά συγγράμματα, αλλά το σπουδαιότερό του είναι το «Περί θεών». Από το έργο αυτό σώζονται μόνον ο τίτλος και η αρχή.«Περί μέν θεών ουκ έχω ειδέναι – λέει – ουθ’ ως εισίν ούθ ως ουκ εισίν, ουθ’ οποίοι τινές ιδέαν. πολλά γαρ τα κωλύοντα ειδέναι ή τ’ αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου». Diels Frag. 74.B.4. Από την φράση αυτή πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν τον Πρωταγόρα σαν αγνωστικιστή. Κατά την γνώμη μας μια τέτοια άποψη είναι παρακινδυνευμένη.
Δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο του υπόλοιπου έργου του, συνεπώς δεν γνωρίζουμε τι έλεγε για τους θεούς και την θρησκεία στην συνέχεια του βιβλίου του. Η παραπάνω φράση μπορεί επίσης να εκληφθεί και σαν μία ειρωνική, λεπτοδουλεμένη, παρατήρηση. Και έτσι, όμως, ακόμη, σαν αγνωστικιστή δηλαδή να τον δούμε, ήταν μία τολμηρή κίνηση από την πλευρά του Πρωταγόρα, ο οποίος ήξερε ότι περιβάλλεται από πολλούς εχθρούς, οι οποίοι δεν θα έχαναν την ευκαιρία προκειμένου να τον χτυπήσουν. Η αντιθρησκευτική του δράση πρέπει να ήταν πολύ έντονη και καίρια, κλόνιζε στην κυριολεξία τα θεμέλια της θρησκείας, κι αυτό είχε προκαλέσει το μίσος και την εχθρότητα των κρατούντων. Ο Πυθόδωρος του Πολύζηλου, ένας από τους Τετρακόσιους, τον κατηγόρησε για άθεο και ασεβή. Το βιβλίο του κάηκε δημόσια και ο ίδιος καταδικάστηκε σε θάνατο.
Για το τέλος του οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Αλλοι λένε ότι η ποινή εκτελέστηκε. Άλλοι πάλι ότι ο Πρωταγόρας πνίγηκε όταν το πλοίο στο οποίο επέβαινε προκειμένου να δραπετεύσει στην Σικελία ναυάγησε. Ο Πλάτων στον Μένωνα βάζει τον Σωκράτη να λέει ότι ο Πρωταγόρας γνώρισε τιμές μέχρι το τέλος της ζωής του, υπονοώντας ότι ο Αβδηρίτης φιλόσοφος πέθανε από φυσικά αίτια. Ο καταδικασμένος για αθεΐα δεν είχε ούτε δικαίωμα ούτε την δυνατότητα να «εφεσιβάλλει» την καταδικαστική απόφαση. Αυτή ήταν άμεσα εκτελεστή. Οι άλλες ιστορίες φαίνεται να είναι επινοήσεις προκειμένου να αποσείσουν από πάνω τους το άγος της καταδίκης ενός τόσο μεγάλου ανδρός αυτοί που τον είχαν καταδικάσει.
Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές (Gomperz I. 467) οι παρακάτω στίχοι του Ευριπίδη «έκανετ’ εκάνετε τάν πάνσοφον ω Δαναοί ταν ουδεν αλγύνουσαν αηδόνα μούσαν», δεν υπονούσαν τον Σωκράτη, όπως πιστεύονταν, αλλά τον Πρωταγόρα, με τον οποίο άλλωστε ο Ευριπίδης είχε περισσότερες φιλοσοφικές συγγένειες σε σχέση με τον Σωκράτη.
Άλλος γνωστός σοφιστής, ονομαστός για την ρητορική του δεινότητα, ήταν ο Γοργίας. Οπαδός της Ελεατικής Σχολής, αρνιόταν τον γύρω του κόσμο (φύση) και έμμεσα κατέληγε στην άρνηση και των Θεών. Η παράδοση λέει πως έγραψε και βιβλίο, το «περί φύσεως». Τίποτε, όμως, το θετικό δεν είναι γνωστό. Το μόνο που σίγουρα ξέρουμε είναι ότι στην Αθήνα και σ’ άλλες πόλεις τιμήθηκε υπερβολικά. Έτσι, μάλλον αποκλείεται η φανερή του ασέβεια, τουλάχιστον στα χρόνια που έκανε τον δάσκαλο της ρητορικής.
Την ίδια εποχή εμφανίστηκε και η κριτική στον ανθρωπομορφισμό της θρησκείας. Ο Ξενοφάνης ο Κολωφώνιος σχολίασε πως «αν τα άλογα και τα βόδια είχαν τα χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν οι θεοί τους θα έμοιαζαν πολύ με άλογα και βόδια». Ξεκάθαρο αγνωστικισμό έδειξε ο Πρωταγόρας τονίζοντας πως οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξέρουν την πραγματική φύση και την ύπαρξη των Θεών.
Ο Πρόδικος ο Κείος τον 5ο αιώνα π.κ.ε. προσέφερε μια θεωρία δυο σταδίων για να εξηγήσει τον πολυθεϊσμό. Αρχικά οι άνθρωποι ονόμασαν τα στοιχεία της φύσης Θεούς, κινούμενοι από την ευγνωμοσύνη τους προς την φύση (π.χ τα ποτάμια, τον ήλιο κτλ). Αργότερα, όταν έμαθαν να καλλιεργούν την γη, οδηγήθηκαν στον πολυθεϊσμό, πάλι ως έκφραση της ευγνωμοσύνης (για παράδειγμα θεοποίησαν την Δήμητρα για την γεωργία, τον Διόνυσο για το κρασί κτλ).
Ο Πρόδικος ακολουθεί μία καθαρά ιστορική βάση στην θρησκειολογική του έρευνα. Δεν πιστεύει πως υπάρχουν έξω από τον φυσικό κόσμο και πάνω απ’ αυτόν άλλες δυνάμεις. Οι Θεοί δεν είναι έξω από τον χρόνο και τον τόπο, δεν είναι υπερφυσικά όντα. Είναι ιστορικά προϊόντα, έχουν δηλαδή καθαρά ιστορική προέλευση. Έτσι ο Πρόδικος άνοιξε διάπλατα τον δρόμο της ιστορικής έρευνας και κριτικής της θρησκείας. Χωρίς να θίξει το μεταφυσικό σκέλος της θρησκείας «κατέβασε τους Θεούς από τα σύννεφα της μεταφυσικής και τους κάθισε στο σκαμνί της κριτικής». Η κριτική, όμως, αυτή ήταν ακίνδυνη για τους κρατούντες. Και ήταν ακίνδυνη, γιατί είχε καθαρά θεωρητική μορφή.
Δεν έθιγε το ζήτημα της ύπαρξης των Θεών, αλλά ερμήνευε θεωρητικά την καταγωγή του θρησκευτικού συναισθήματος. Η διδασκαλία του στην λεκτική της διατύπωση δεν ήταν πολεμική και επαναστατική, γι’ αυτό ίσως είχε και μερικές συμπάθειες από διανοούμενους της εποχής του, όπως τον Ξενοφώντα και τον Περσαίο, που αν και θρήσκοι συμπαθούσαν την διδασκαλία του. Ο Πρόδικος στην έρευνά του δεν μπόρεσε να προχωρήσει πιο πέρα από την εποχή που επικρατούσε η θεοποίηση των φυσικών δυνάμεων (λατρεία της φύσεως). Ωστόσο, όμως, η κριτική του, έστω και μέσα στα χρονικά όρια της θρησκευτικής φυσιολατρείας, ήταν απόλυτα σωστή, και από την άποψη αυτή έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί στέκει μακριά από κάθε ιδεαλιστική προσέγγιση.
Ο γνωστός τραγωδός Ευριπίδης, πέρασε απο δίκη για τον αθεϊσμό που περιέγραψε στην τραγωδία του Βελλεροφών.
Σε αυτή την περίοδο ιδιαίτερα γνωστοί για την αθεΐα τους ήταν ο Διαγόρας της Μήλου και ο Θεόδωρος ο Κυρηναίος.
Σύμφωνα με την γραπτή παράδοση ο Ξενοφάνης (580-484) αναφέρεται σαν ο πρώτος που πολέμησε την θρησκοληψία. Μάλιστα θεωρείται ο πρώτος που διατύπωσε την άποψη ότι κάθε αντίληψη για την ύπαρξη και την παράσταση των Θεών είναι ανθρωπομορφική. Προηγήθηκε, έτσι, κατά μερικούς αιώνες του Ludwig Feuerbach, που είπε το γνωστό: «κάθε ιδέα για τον Θεό ή το Θείο είναι ανθρωπομορφισμός». Όπως έγραψε ο Ξενοφάνης:
«Οι θνητοί νομίζουν ότι οι Θεοί στο σώμα, στην γλώσσα και στα ρούχα μοιάζουν με τους ανθρώπους. Εάν τα βόδια και τα άλογα και τα λιοντάρια είχαν χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίζουν και να φτιάχνουν έργα τέχνης, σαν τους ανθρώπους, τότε τα άλογα θα ζωγράφιζαν τους Θεούς τους με μορφή ολότελα αλογίσια και τα βόδια βοδίσια. Έτσι και οι Μαύροι παριστάνουν τους Θεούς τους μαύρους και πλατσομύτηδες και οι Θράκες ξανθομάλληδες και με γαλανά μάτια». Fragm. Diels 49 (10-17).
Ο ποιητής και κωμωδιογράφος Επίχαρμος (540-450) δίδασκε πως οι Θεοί είναι «αέρας, νερό, γη, ήλιος, φωτιά, αστέρες». Ο φιλόσοφος Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός προσπάθησε να αποδείξει πως οι περιπέτειες των θεών και οι μεταμορφώσεις τους απλά παριστάνουν τις διάφορες μεταβολές των φυσικών φαινομένων.
Ο Σοφιστής Κριτίας, δίνει μία άλλη διάσταση στο θέμα της θρησκείας.
«Ήταν κάποτε ένας καιρός που η ζωή των ανθρώπων ήταν άταχτη και θηριώδης, υπηρετούσε την δύναμη του ισχυρότερου και δεν υπήρχε αμοιβή του καλού ή τιμωρία του κακού. Με το κύλισμα του χρόνου, οι άνθρωποι έβαλαν Νόμους να τιμωρούν το κακό κι έτσι η Δίκη εξουσιάζει την Ύβρη. Αλλά οι άνθρωποι με τον εκβιασμό των Νόμων, δεν αμάρταναν φανερά, κρυφά όμως παρανομούσαν. Γι’ αυτό κάποιος σοφός και έμπειρος άντρας ανακάλυψε τους Θεούς για να φοβούνται οι κακοί όταν κρυφά κάνουν ή λένε ή σκέπτονται κάτι. Απ’ αυτήν την σύλληψη ξεκινώντας ο σοφός αυτός εισηγήθηκε πως ο Θεός ήταν ένας δαίμονας παντεπόπτης και παντογνώστης όχι μόνο των έργων αλλά και των σκέψεων των ανθρώπων. Είπε ακόμα πως ο Θεός κατοικεί κοντά τους και πως δείγματα της παρουσίας του είναι τα μετεωρολογικά φαινόμενα… Και έτσι, «ψεύδει καλύψας την αλήθειαν λόγω … έπεισεν τους θνητούς νομίζειν δαιμόνων είναι γένος». Diels II Kritias B 25.
Επινοήσεις, πλάσματα της φαντασίας οι Θεοί, μας λέει ο Κριτίας, όμως η θρησκεία χρειάζεται για να μπαίνει ένα χαλινάρι στον λαό. Αυτονόητο είναι ότι η θέση αυτή δεν συνιστούσε κανένα κίνδυνο για το καθεστώς. Γι’ αυτό και ο Κριτίας δεν διώχτηκε. Να σημειωθεί ότι αργότερα (404-403) ο Κριτίας ήταν ο αρχηγός των Τριάντα Τυράννων που κατέλυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας.
Την ίδια περίπου εποχή διαβόητος για τον αθεϊσμό του υπήρξε ο Διαγόρας. Ο Διαγόρας κατάγονταν από την Μίλητο, κι όταν η πατρίδα του υποδουλώθηκε ήρθε στην Αθήνα, όπου έκανε τον διθυραμβοποιό (ποιητή). Ποια ήταν η διδασκαλία του, και τι πίστευε για την θρησκεία και τους Θεούς δεν γνωρίζουμε. Υπάρχουν, πάντως, πολλές πηγές και μαρτυρίες, οι οποίες επιβεβαιώνουν την ασέβειά του. Για την οποία του ασκήθηκε, τελικά, δίωξη, αλλά πριν τον πιάσουν ο Διαγόρας έφυγε κρυφά από την Αθήνα (περίπου το 412). Έτσι γλύτωσε το κώνειο. Η Αθηναϊκή Δημοκρατία τον επικήρυξε με ένα τάλαντο για εκείνον που θα τον σκότωνε και με δύο για εκείνον που θα τον έπιανε ζωντανό και θα τον παρέδιδε στις αρχές της Αθήνας…
Άλλος ονομαστός άθεος έξω από την σχολή των Σοφιστών υπήρξε ο μαθητής του Αρίστιππου Θεόδωρος. Ο Αρίστιππος ήταν αρχηγός σχολής. Η δικιά του ηθική στηρίζονταν στην Ηδονή που αποτελεί τον σκοπό της ζωής. Έζησε περίπου στα 380. Για τον Θεόδωρο λεπτομερειακές ιστορικές μαρτυρίες όσον αφορά τον αθεϊσμό του δεν υπάρχουν. Μόνον οι πατέρες της εκκλησίας τον μνημονεύουν μαζί με άλλους άθεους και προ πάντων μαζί με τον Ευήμερο. Η φήμη μόνον για φανατικό άθεο τον αναφέρει χωρίς το δογματικό μέρος της διδασκαλίας του. Φαίνεται πως πολέμησε με φανατισμό την θρησκεία, γι’ αυτό τις διδασκαλίες του και τα βιβλία του τα εξαφάνισαν. Υπάρχει μία μαρτυρία από τον Πλούταρχο ότι με το βιβλίο του «περί συντάγματος των Θεών» ο Θεόδωρος αποδείκνυε σαν ανοησίες τα όσα οι άνθρωποι πίστευαν για τους Θεούς. Ο Θεόδωρος είναι ο τελευταίος εκπρόσωπος της αθεϊστικής σχολής των σοφιστών, αν και δεν έχει άμεση σχέση μ’ αυτούς.
Οι αρχαίοι ιστοριογράφοι αναφέρουν κι έναν άλλο ακόμη άθεο. Τον Ευήμερο από την Μεσσηνία. Οι πατέρες της εκκλησίας, μάλιστα, τον βάζουν στην πρώτη σειρά των άθεων. Ο Ευήμερος, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, έζησε στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρου. Ήταν κοσμογυρισμένος, αφού έκανε πολλά ταξίδια στην Μεσόγειο και στην Ασία. Ήταν κι αυτός οπαδός της Κυρηναϊκής Σχολής και μαθητής του Θεόδωρου του άθεου. Πιθανόν έτσι να εξηγείται η αθεΐα του, αν και, όπως ήδη είπαμε, δεν ξέρουμε σε ποια φιλοσοφική βάση στήριζε τον αθεϊσμό του ο Θεόδωρος και η σχολή του.
Από τα ταξίδια του θα πρέπει να έμαθε πολλά, και προ πάντων θα του δόθηκε η ευκαιρία να συγκρίνει την μυθολογία την Ελληνική με τις Ασιατικές θεογονικές παραδόσεις. Πολλές πηγές τον αναφέρουν σαν ονομαστό για την αθεΐα του. Ο Κλήμης (Προτρεπ. ΙΙ 20-23) λέει: «Ευήμερος που μερικοί τον λένε Μεσσήνιο και που τον αναφέρει ο Καλλίμαχος στους χωλιάμβους του ήταν ένας γέρος αλαζόνας που έγραφε άδικα βιβλία και κατηγορούντανε για άθεος». Ο Αιλιανός τον αναφέρει σαν άθεο και ο Κικέρων σαν άθρησκο. Επίσης αναφορές για τον Ευήμερο κάνει και ο Πλούταρχος (περί ΄Ισιδ. και Όσιδ. 23, περί άρεσκ. φιλοσοφ. 34). Ο Ευημερισμός δημιούργησε σχολή και επηρέασε τους ποιητές και τους φιλόσοφους της ρωμαϊκής εποχής.
H ανεκτικότητα προς την θρησκευτική ελευθερία που υπήρχε στην Αθήνα, ανατράπηκε με την κακή πορεία του Πελοποννησιακού πολέμου. Η καταστροφή των Ερμών πριν απο την έναρξη της εκστρατείας στην Σικελία σηματοδότησε μια στροφή προς τον συντηρητισμό, η οποία κορυφώθηκε με τον υποτιθέμενο θάνατο του Σωκράτη. Οι φιλόσοφοι που έκλιναν προς τον αθεϊσμό, αντιμετωπίστηκαν ως ασεβείς, ενώ λήφθηκαν και νομικά μέτρα για να μειωθεί το φαινόμενο της αθεΐας. Υπέρμαχος αυτών των αλλαγών ήταν, φυσικά, ο Πλάτωνας.
Ο Πλάτωνας στα έργα του κατηγορεί τους Σοφιστές σαν άθεους και σαν υπονομευτές των θεσμών. Να σημειώσουμε, εδώ, βέβαια ότι ο πατριάρχης του ιδεαλισμού ξεχνάει πως πρώτοι και καλύτεροι υπονομευτές των θεσμών της Αθηναϊκής Δημοκρατίας ήταν οι φίλοι του οι ολιγαρχικοί, οι οποίοι εκτός αυτού «γλυκοκοίταζαν» και προς τους Λακεδαιμόνιους, με τους οποίους η πατρίδα τους βρίσκονταν σε πόλεμο. Επίσης ξεχνάει ότι προκειμένου να προωθήσει τις πολιτειακές του αντιλήψεις δεν δίστασε να συνεργαστεί με τα πιο τυρρανικά και τα πιο ματοβαμμένα καθεστώτα. Και ακόμη πώς στα πρώτα φιλοσοφικά του βήματα, παρασυρμένος από την ιδεοκρατία του, αμφισβήτησε, με τρόπο βέβαια, τους Ολύμπιους Θεούς, για να κάνει στροφή 180 μοιρών, όταν αντιλήφθηκε την αποκοιμιστική δύναμη της θρησκείας πάνω στις μάζες, οπότε έγινε υπέρμαχος της κρατούσης θρησκείας, και μάλιστα ζητούσε να καταδικάζονται σε θάνατο οι άπιστοι! Αυτόν, πολύ βολικά, υιοθέτησε το χριστιανικό βδέλυγμα που κατέστρεψε τον άνθρωπο.
Εκείνοι, όμως, που άσκησαν δριμεία κριτική στην θρησκεία ήταν οι Σοφιστές. Οι Σοφιστές έκαναν την εμφάνισή τους στην Αθήνα τον 5ο αιώνα και με τις πρωτοποριακές τους ιδέες, τις πλέον προοδευτικές του καιρού τους, τάραξαν την φιλοσοφική και την πολιτική σκηνή. Επόμενο ήταν να γίνουν στόχος των αντιδραστικών. Ο Αριστοφάνης, ο αυθεντικώτερος εκπρόσωπος της πλέον συντηρητικής μερίδας των ολιγαρχικών, στην κωμωδία του Νεφέλαι επιτίθεται στους Σοφιστές, τους οποίους κατηγορεί ότι με τους νεωτερισμούς τους έφεραν δεινά στην πόλη.
Ο αρνητικός αθεϊσμός στην Ελληνιστική Περίοδο.
Στην Ελληνιστική εποχή, οι ιδέες του Πρόδικου βρήκαν αρκετή απήχηση, ιδίως στο έργο του Ευήμερου ο οποίος αναπαρήγαγε την βασική ιδέα πως οι Θεοί ήταν ευγενείς της αρχαιότητας. Οι φιλοσοφίες του στωικισμού και επικουρισμού πλησίαζαν αρκετά τον αθεϊσμό και για ένα διάστημα μετά τον 2ο αιώνα π.κ.ε. η λαϊκή βάση των διαφόρων θρησκειών είχε υποχωρήσει. Ωστόσο, παρ’ όλη την εξάπλωση του αθεϊσμού, η λέξη άθεος έμεινε να χρησιμοποιείται ως ύβρις για τους αντιπάλους, όπως και στα χρόνια του πρώιμου χριστιανισμού.
Η Επικουρική σχολή αποδεχόταν την ύπαρξη των Θεών, ωστόσο επηρεασμένοι καθώς ήταν απο την ατομική θεωρία, τους έδινε υλική υπόσταση, και για αυτό και είχαν κατηγορηθεί για κρυπτοαθεϊσμό. Μια εξήγηση για τον κρυπτοαθεϊσμό τους ήταν η έλλειψη ανεκτικότητας και ο συνεπακόλουθος κίνδυνος για διώξεις ο οποίος ελλόχευε. Ο Επίκουρος δίδασκε, συμφωνώντας με τον Δημόκριτο, πως ο κόσμος φτιάχτηκε από έναν πολύ μεγάλο αριθμό μικρών άτμητων κομματιών ύλης, τα οποία είναι εφοδιασμένα με μηχανικές κινήσεις, χάρις στις οποίες φέρονται τα μεν προς τα δε και δημιουργούν συνθετώτερες ενώσεις, ακόμη και κόσμους ολόκληρους.
Στις κινήσεις των ατόμων του Δημόκριτου πρόσθεσε μία δικιά του με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ποιοτικά διαφορετικά από τις μηχανικές κινήσεις του Δημόκριτου, την περίφημη κατά παρέγκλιση κίνηση. Εκτός από τα άτομα αυτά δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο. Οι Θεοί υπάρχουν μεν, δεν ζουν όμως ούτε πάνω ή έξω από την φύση, ούτε μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Αθάνατοι και μακάριοι βρίσκονται στο διάστημα που χωρίζει τον δικό μας γήινο χώρο από τον άλλο τον άγνωστό μας κόσμο και ζουν εκεί χωρίς φροντίδες και έννοιες, και χωρίς να ενδιαφέρονται ή να επεμβαίνουν στα ζητήματα του ανθρώπου. Με τον τρόπο αυτόν ο Επίκουρος ξεδόντιαζε τους Θεούς. Χωρίς να προκαλεί την κρατική εξουσία, η οποία δεν ανέχονταν την φανερή αθρησκεία, καθιστούσε τους Θεούς τελείως ακίνδυνους.
Οι άθεοι οι οποίοι ξεχώρισαν την Ελληνιστική εποχή ήταν ο Θεόδωρος ο Άθεος και ο Ευήμερος. Ο Θεόδωρος κατηγορήθηκε για την εξάπλωση του αθεϊσμού σε όλο τον γνωστό κόσμο ενώ η συνεισφορά του Ευήμερου ήταν στην απομυθοποίηση των Θεών, προσφέροντας ανθρωπογενή ερμηνεία.
Ήταν οι Επικούρειοι που αποκαλούνταν συνήθως «άθεοι». Ο Επίκουρος ίδρυσε τον περίφημο Κήπο του στην Αθήνα στα τέλη του 4ου αι. π.κ.ε. ίσως στο σημείο όπου η Οδός Πλαταιών διασχίζει από κάτω την Λεωφόρο Αθηνών. Δίδασκε ότι όλα είναι φτιαγμένα από άτομα και κενό, πως δεν υπάρχει «πνεύμα» στον κόσμο. Επίσης, ότι τίποτα δεν διαρκεί για πάντα και δεν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο. Παραδόξως, επέμενε ότι υπάρχουν Θεοί στον κόσμο, αλλά πουθενά σε κανένα σωζόμενο επικούρειο κείμενο δεν λέει πώς υποτίθεται ότι συμβαίνει αυτό όταν οι Θεοί είναι φτιαγμένοι από φθαρτό υλικό.
Σώζεται ένα μεγάλο ποίημα του Λουκρήτιου για το επικούρειο δόγμα, αλλά παρόλο που υπόσχεται να μας πει τι σκεφτόταν ο Επίκουρος για τους Θεούς, δεν το κάνει ποτέ. Ο Επίκουρος και οι Επικούρειοι είχαν διαμάχες ως προς το θέμα των Θεών. Γνώριζαν ότι ήταν επικίνδυνο στην κλασική Αθήνα να παίζεις τον άθεο (μην ξεχνάμε, ήταν η αντιαθεϊστική νομοθεσία που σκότωσε τον Σωκράτη), αλλά δεν είχαν έναν εύκολο τρόπο να προσαρμόσουν τους Θεούς στο σύστημά τους (εκτός ως ιδανικά παραδείγματα αρετής). Πιθανώς η πιο σημαντική θεϊστική φιλοσοφία ήταν ο Πλατωνισμός –σημαντική εξαιτίας της επιρροής της στον χριστιανισμό. Ο Τίμαιος του Πλάτωνα είναι το μόνο έργο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας που επιβάλουν να διαβάζεται συνεχώς. Άλλωστε τον Πλάτωνα τον δημιούργησαν δεν υπήρξε. (ποιος τον δημιούργησε και πόσους ακόμη, πότε και γιατί;)
Το κρίσιμο σημείο ήταν ότι έως τον 3ο αιώνα μ.κ.ε. οι χριστιανοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι θα έπρεπε να προσηλυτίσουν την άρχουσα τάξη, αν ήθελαν η θρησκεία τους να έχει οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας. Άρα ήταν πολύ σημαντικό να γίνει συμβατή με τις κυρίαρχες φιλοσοφικές πεποιθήσεις αυτών των τάξεων. Αυτή, βασικά, είναι και η προέλευση της θεολογίας: Μια προσπάθεια να συνδυαστεί η Ελληνική φιλοσοφία με τον χριστιανισμό.
Έτσι, για παράδειγμα, ο Στωικισμός απεδείχθη μια «θεόσταλτη» φιλοσοφία. Θεωρούσαν (οι Στωικοί) ότι τα πράγματα γίνονταν για κάποια αιτία ως μέρος ενός γενικού σχεδίου. Ο Πλατωνισμός έκανε έναν σαφή διαχωρισμό μεταξύ του επίγειου κόσμου του σώματος και του ανώτερου μεγαλείου της ψυχής. Και οι δυο αυτές πεποιθήσεις ήταν βολικές για την βασικό χριστιανικό δόγμα και εδραιώθηκαν ακόμα περισσότερο.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα υπάρχει συλλογική άγνοια της μακράς ιστορίας της αθεΐας –κάτι που δεν ίσχυε ως τον 18ο-19ο αιώνα– γεγονός που αποδίδετε, σε μεγάλο ποσοστό, στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Το 1737, ο Βολταίρος έστειλε στον Φρειδερίκο τον Μέγα μια γραμμή του Λουκρήτιου (Ρωμαίου ποιητή και φιλόσοφου του 1ου αι. π.κ.ε.): «Η θρησκεία έχει πείσει τους ανθρώπους σε τόσο κακό». Είναι από ένα απόσπασμα όπου ο Λουκρήτιος κριτικάρει τον μύθο του Αγαμέμνονα, ο οποίος θυσίασε την κόρη του Ιφιγένεια για να κατευνάσει την Άρτεμη, ώστε να φυσήξουν οι άνεμοι και ο στόλος να φτάσει στην Τροία. Τι κακό, λέει ο Λουκρήτιος (και ο Βολταίρος συμφωνεί), να θυσιάζεις την ίδια την κόρη σου από άγνοια και δεισιδαιμονία!
Ο λόγος που λέω αυτή την ιστορία είναι ότι τον 18ο αιώνα στην Ευρώπη η συζήτηση γύρω από την αθεΐα δεν ήταν απλώς θέμα επιστήμης και πίστης, αλλά ήταν επίσης θέμα ιστορίας και της μακράς ιστορίας των ιδεών. Πολύ λίγοι άνθρωποι διαβάζουν Λουκρήτιο αυτές τις ημέρες, αλλά ήταν μεγάλη είδηση στην εποχή του Βολταίρου. Δεν πιστεύω ότι η ιστορία δίνει απαντήσεις σε σύγχρονα ερωτήματα, αλλά μας επιτρέπει να δούμε αυτά τα ερωτήματα με πιο πλούσιο, σφαιρικό τρόπο και να κατανοούμε καλύτερα τους περιορισμούς των δικών μας προοπτικών.
Το πρώτο γνωστό στην ιστορία παράδειγμα πολιτικοποίηση της θρησκείας στην αρχαιότητα, είναι το ψήφισμα (νόμος) του Διοπείθη, μάντη του 5ου αι. π.κ.ε. που οδήγησε στην δίωξη πολλών φιλοσόφων, όπως του Αναξαγόρα (επιστήθιου φίλου του Περικλή) και του Σωκράτη, δασκάλου, μεταξύ άλλων, του Κριτία ενός από τους Τριάκοντα Τυράννους της Αθήνας και πιθανόν ενός από τους αρχαίους άθεους.
Είναι το πρώτο παράδειγμα στην καταγεγραμμένη ιστορία της νομοθεσίας που στρέφεται κατά της δυσπιστίας στους Θεούς. Παραδόξως οδήγησε επίσης, στην δημιουργία του αθεϊσμού ως κοινωνικά αναγνωρισμένης κατηγορίας. Ο νόμος αναφερόταν σε «όσους δεν πίστευαν στους θεούς» («οἱ μὴ νομίζοντες τοὺς θεούς», το ακριβές νόημα είναι πολύ συζητήσιμο). Πάντα υπήρχαν άνθρωποι που δεν πίστευαν στους θεούς, αλλά με τον νόμο του Διοπείθη αναγνωρίστηκαν δημοσίως. Αμέσως μετά ακολούθησε ένα τεράστιο κύμα ενδιαφέροντος για την αντι-θεϊστική σκέψη. Οι άνθρωποι είναι διεστραμμένοι: Όταν τους λες να μην κάνουν κάτι, πάντα το κάνουν!
Όσοι Θεοί τόσοι Άθεοι.
Σύμφωνα με την βρετανική εφημερίδα Guardian. Οι περισσότεροι άθεοι περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους όντας δύσπιστοι σε διάφορα θέματα και θέτοντας συνεχώς οντολογικά ερωτήματα. Αλλά τι είναι αυτό που κάνει κάποιες ιδιαίτερες μορφές δυσπιστίας πνευματικά γόνιμες ή κοινωνικά σημαντικές;
Για να θέσουμε αυτές τις συζητήσεις σε κάποιο είδος προοπτικής, έχει ενδιαφέρον να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία του αθεϊσμού. Η πίστη στον Θεό απαιτεί κατ’ ανάγκη απώλεια κάθε λογικής. Είναι μια συνοπτική, ιστορία, πράγμα που δείχνει ότι ο αθεϊσμός δεν είναι απλώς το φυσικό αποτέλεσμα της αύξησης της επιστημονικής γνώσης, αλλά και ότι η θρησκεία είναι απομεινάρι τόσο της άγνοιας όσο και των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών.
Το πρώτο πράγμα που τραβά το ενδιαφέρον είναι ότι τα επιχειρήματα υπέρ της αθεΐας έχουν τις ρίζες τους αρκετά πίσω στο χρόνο. Συγκεκριμένα, ένα από τα παλαιότερα ευρήματα αποτελεί ένα βαβυλωνιακό δισκίο από το 1.000 π.κ.ε. που αναφέρεται στο βιβλίο του Ρόμπερτ Μπέλα. Επιπλέον, το βιβλίο του Ιώβ είναι σίγουρα ένα ισχυρό επιχείρημα ενάντια σε αυτό που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει «τμήμα δημοσίων σχέσεων του Θεού».
Η αθεΐα ήταν από την αρχή «ένα εποικοδομητικό και δημιουργικό φαινόμενο», που ενδιαφερόταν όχι μόνο να γκρεμίσει την παλιά τάξη, αλλά και να στήσει ένα καινούριο κόσμο πάνω στον ορθολογισμό. Η ιστορία του αθεϊσμού θα μπορούσε να συνδεθεί με την ιστορία της πάλης ενάντια σε κάθε αρχή. Για να αρνηθεί κανείς τον Θεό δεν έφτανε απλά να αρνηθεί τον Θεό, θα έπρεπε να αρνηθεί τον αυτοκράτορα ή το βασιλιά που κυβερνούσε, τις κοινωνικές δομές που επέβαλλε στις ζωές των ανθρώπων, τις κοινωνικές σχέσεις που ρύθμιζε, τις ελπίδες που ενέπνεε και τις απόφαση που τους καθησύχαζαν.
Αν και τα παραπάνω ενέχουν μια αλήθεια, αυτό δεν σημαίνει ότι η διαμάχη ανάμεσα στην θρησκεία και τον αθεϊσμό δεν είναι παρά μόνο πολιτική κι όχι θεολογική. Για παράδειγμα, τον 16ο αιώνα, εκατοντάδες χριστιανοί έγραψαν χιλιάδες σελίδες αφορισμού των θεολογικών ιδεολογιών των αντιπάλων τους, και γεγονός ότι οι θεολογικές διαφορές μπορεί να είναι ένα κρυπτογράφημα για τις διάφορες πολιτικές ή κοινωνικές απειλές, είναι απλά μια απόχρωση του θέματος.
Στην Ελλάδα, οι λογικές δυσκολίες ενός παντοδύναμου και φιλάνθρωπου Θεού έγιναν αμέσως σαφείς όταν οι άνθρωποι άρχισαν να επεξεργάζονται έννοιες όπως η παντοδυναμία και η καλοσύνη. Σύμφωνα με τον Guardian, ό,τι χρειαζόταν κανείς για να είναι πνευματικά δύσπιστος στον Θεό που ασπαζόταν ο χριστιανισμός, τέθηκε σε ισχύ από την γέννηση του Εβραίου Ιησού-Γιαχβέ.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι αξιοσημείωτο όχι το γεγονός ότι υπάρχουν τόσοι άθεοι σήμερα, αλλά ότι υπήρχαν πάντα κάποιοι λίγοι ανά τους αιώνες της δόξας της χριστιανοσύνης, αλλά και αιώνες πριν από αυτήν. Αν και πολλοί θα έλεγαν ότι οι διώξεις που δέχονταν οι μη χριστιανοί ή οι άθεοι θα μπορούσαν να καταστείλουν τέτοιες τάσεις, στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να είναι ο κύριος λόγος του τόσο μεγάλου αριθμού άθεων. Δεδομένου ότι οι διώξεις δεν κατάφεραν να καταστείλουν άλλες διαφορετικές αιρέσεις, γιατί θα έπρεπε να καταστείλουν με επιτυχία τις πιο λογικά προφανείς και ριζικές αντιρρήσεις για το σύνολο της θεϊκής πίστης;
Μια απάντηση, είναι ότι ο αθεϊσμός ερχόταν πάντα δεύτερος. Η ύπαρξη του αθεϊσμού προϋποθέτει την ύπαρξη ενός Θεού, τον οποίο να απορρίπτει. Έτσι, πολλές φορές αθεϊσμός συνδέεται με την έννοια της «ασέβειας». Την ίδια στιγμή, η έννοια του Θεού είναι εξαιρετικά ευέλικτη: υπάρχουν περιπτώσεις που η έννοια «Θεός» είναι τόσο γενική ή παράξενη, ακόμη και βδελυρή, που ακόμα και οι πρώτοι χριστιανοί είχαν αντιμετωπισθεί ως άθεοι από τους ειδωλολάτρες γύρω τους.
Εντούτοις, επιχειρήματα κατά της δικαιοσύνης του Θεού, όπως αυτά που βλέπουμε στην Βαβυλώνα, δεν είναι τα επιχειρήματα κατά της ύπαρξής του: είναι επιχειρήματα ως προς τον χαρακτήρα του, τα οποία προϋποθέτουν ότι έχει έναν.
Ο σύγχρονος αθεϊσμός, με την έννοια της απόρριψης των χριστιανικών μονοθεϊστικών δογμάτων για το Θεό, δεν είχε ξεκινήσει πραγματικά μέχρι τον 18ο αιώνα. Όμως, από την Γαλλική Επανάσταση, η σύγχρονη δυτική κουλτούρα και πολιτισμός, πρότεινε επιχειρήματα, τα οποία εδραιώθηκαν τα επόμενα 100 χρόνια.
Παρόλο που τέτοιου είδους θέματα απασχολούν την φιλοσοφία, η μελέτη για το πώς αυτά τα επιχειρήματα εξαπλώθηκαν και συνδέθηκαν άρρηκτα με τις σύγχρονες κοινωνίες, αποδεικνύει ότι έχουν ιστορικές και πολιτικές βάσεις, και όχι φιλοσοφικές. Καθώς ήταν αδύνατο να διαχωριστεί ο χριστιανισμός από την χριστιανική εκκλησία, οποιαδήποτε μορφή αντίρρησης σε αυτόν καθορίστηκε από τον ρόλο της εκκλησίας στις διάφορες κοινωνίες.
Άν δούμε τις θρησκευτικές διδασκαλίες, από την σκοπιά της ηθικής παρά από πραγματική ή ιστορική θεώρηση, θα δούμε ότι η άποψη αυτή χρονολογείται τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα, όταν ο Καρδινάλιος Καίσαρ Μπαρόνιο υποστήριξε ότι, η Αγία Γραφή μας πληροφορεί για τον δρόμο προς τον παράδεισο και όχι πως θα είναι αυτός. Προωθώντας την έννοια της «θρησκευτικότητας ως πρότυπο ζωής και όχι ένα σύνολο επαληθεύσιμων προτάσεων», αυτό που έχει σημασία δεν είναι τα δόγματα (όπως το εάν η αιώνια καταδίκη ή ακόμα και η ανάσταση του Ιησού-Γιαχβέ είναι αληθής ή ψευδής) αλλά το εάν μια ζωή που καθοδηγείται από αυτές τις ιδέες είναι κάπως πλουσιότερη ή πληρέστερη. Ξέρουμε πως δεν είναι.
Αν αυτό είναι σωστό, τότε οι άθεοι που έχουν επικρίνει την θρησκεία έχουν θεαματικά χάσει το σημείο ευτυχίας, «στροβιλιζόμενοι σε θεολογικούς ανεμόμυλους».
Όμως, υπάρχουν και οι πολιτικοί και κοινωνικοί παράγοντες που εμπλέκονται στις διάφορες διαμάχες και σχίσματα. Επομένως, οι μάχες δεν είναι μόνο πολιτικές ή μόνο μεταφυσικές: είναι στην πραγματικότητα ένα συνονθύλευμα και των δύο.
Για παράδειγμα, το βάρος της Αγγλικανικής εγκαθίδρυσης θα μπορούσε να προσφέρει ένα πολύ πιο ισχυρό κίνητρο για την αθεΐα. Αλλά η παρουσία της ακμάζουσας παράδοσης των αριστερών χριστιανών ενίσχυσε τις κοινωνικά συνειδητές μορφές της Αγγλικανικής πεποίθησης: η Καθολική Εκκλησία στην χώρα αυτή ήταν με την πλευρά των εργατικών τάξεων.
Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς στο βιβλίο του, «Η περί θεού αυταπάτη» (The God Delusion, 2006), υποστηρίζει ότι ο αθεϊσμός δεν είναι δόγμα που βασίζεται σε γραφές που δεν έχουν αλλάξει για χιλιάδες χρόνια (όπως τα ιερά βιβλία σχεδόν όλων των θρησκειών), αλλά μια λογική παρατήρηση του κόσμου γύρω μας, βασισμένη στην επιστημονική μέθοδο. Αντίθετα ο χριστιανισμός, ο ιουδαϊσμός, το ισλάμ, οι οποίες είναι οι κυριότερες θρησκείες παγκοσμίως, κηρύσσουν σήμερα τα ίδια πράγματα που κήρυτταν και πριν από εκατονταετίες ενώ τα ιερά βιβλία τους έχουν παραμείνει ίδια χωρίς ανανέωση.
Το μόνο που άλλαξε είναι η ερμηνεία των ιερών κειμένων, τακτική που ακολουθείται για να συνυπάρχει η θρησκεία με τις αναμφισβήτητες σύγχρονες επιστημονικές αλήθειες. Παραδείγματος χάριν η ερμηνεία των ιερών βιβλίων του χριστιανισμού καταδίκασε τον Γαλιλαίο σε θάνατο επειδή υποστήριζε ότι η Γη κινείται ενώ ακριβώς τα ίδια βιβλία θεωρούν σήμερα ότι η Μεγάλη Έκρηξη είναι απολύτως συμβατή με την χριστιανική διδασκαλία, εφ’ όσον ο θεός με έκρηξη έπλασε τον κόσμο, δηλαδή ότι βολεύει την ύπαρξή τους και την τσέπη τους.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι από την περίοδο της ακμής του αρχαίου κόσμου, μέχρι και σήμερα, η αθεΐα δεν ήταν ανεκτή από την Πολιτεία. Η Πολιτεία προστάτευε τους θεούς και η ποινή του θανάτου περίμενε τους άθεους. Μόνο μετά τα τελευταία χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς τα θρησκευτικά ήθη έχουν χαλαρώσει, η αθεΐα κάνει ξανά την εμφάνισή της σε πλατιές μάζες και πολλοί διάσημοι και επώνυμοι της εποχής διατυμπάνιζαν την άρνηση των θεών.
Εν τούτοις, παρά τις αυστηρές ποινές, φωτισμένα μυαλά και διανοητές με πρωτοπόρα σκέψη δεν δίστασαν να ερευνήσουν το θέμα της θρησκείας, της καταγωγής των θεών, της προέλευσης του θρησκευτικού συναισθήματος, και να διατυπώσουν τολμηρές, λογικές κι αυταπόδεικτες απόψεις πάνω στα ζητήματα αυτά, απόψεις, που όσο και εάν ήταν σε πολλές περιπτώσεις συγκεκαλυμμένες τους έφεραν αντιμέτωπους με τους κρατούντες και τους νόμους, με αποτέλεσμα να γνωρίσουν διώξεις ή να αναγκαστούν να πιουν το κώνειο.
Το μικρό αυτό άρθρο είναι αφιερωμένο σ’ αυτούς τους θαρραλέους διανοητές, που έζησαν και έδρασαν στην αρχαία Ελλάδα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου