ΠΛ ΙππΜ 303b–304e
Μπορεί το ὡραῖο να οριστεί ως εκείνο που ευχαριστεί την όραση και την ακοή; – Το τέλος της συζήτησης
Ο Σωκράτης και ο σοφιστής Ιππίας συζητούν, προσπαθώντας να καθορίσουν τι είναι ωραίο. Ωστόσο, κανένας από τους ορισμούς που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης, είτε σχετίζονταν με την υλική σφαίρα είτε με την περιοχή της ηθικής, δεν κρίθηκε ικανοποιητικός. Λίγο πριν από το τέλος της συζήτησης, το ωραίο ορίστηκε ως εκείνο που είναι ευχάριστο στην όραση και την ακοή, γεγονός που προκάλεσε την παρακάτω απορία του Σωκράτη:
[303b] ΣΩ. Ποτέρων οὖν, ὦ Ἱππία, δοκεῖ σοι τὸ καλὸν εἶναι;
πότερον ὧν σὺ ἔλεγες· εἴπερ ἐγὼ ἰσχυρὸς καὶ σύ, καὶ ἀμ-
φότεροι, καὶ εἴπερ ἐγὼ δίκαιος καὶ σύ, καὶ ἀμφότεροι, καὶ
εἴπερ ἀμφότεροι, καὶ ἑκάτερος· οὕτω δὴ καὶ εἴπερ ἐγὼ καλὸς
καὶ σύ, καὶ ἀμφότεροι, καὶ εἴπερ ἀμφότεροι, καὶ ἑκάτερος;
ἢ οὐδὲν κωλύει, ὥσπερ ἀρτίων ὄντων τινῶν ἀμφοτέρων τάχα
μὲν ἑκάτερα περιττὰ εἶναι, τάχα δ’ ἄρτια, καὶ αὖ ἀρρήτων
ἑκατέρων ὄντων τάχα μὲν ῥητὰ τὰ συναμφότερα εἶναι, τάχα
[303c] δ’ ἄρρητα, καὶ ἄλλα μυρία τοιαῦτα, ἃ δὴ καὶ ἐγὼ ἔφην ἐμοὶ
προφαίνεσθαι; ποτέρων δὴ τιθεῖς τὸ καλόν; ἢ ὥσπερ ἐμοὶ
περὶ αὐτοῦ καταφαίνεται, καὶ σοί; πολλὴ γὰρ ἀλογία ἔμοιγε
δοκεῖ εἶναι ἀμφοτέρους μὲν ἡμᾶς εἶναι καλούς, ἑκάτερον δὲ
μή, ἢ ἑκάτερον μέν, ἀμφοτέρους δὲ μή, ἢ ἄλλο ὁτιοῦν τῶν
τοιούτων. οὕτως αἱρῇ, ὥσπερ ἐγώ, ἢ ’κείνως;
ΙΠ. Οὕτως ἔγωγε, ὦ Σώκρατες.
ΣΩ. Εὖ γε σὺ ποιῶν, ὦ Ἱππία, ἵνα καὶ ἀπαλλαγῶμεν
[303d] πλείονος ζητήσεως· εἰ γὰρ τούτων γ’ ἐστὶ τὸ καλόν, οὐκ
ἂν ἔτι εἴη τὸ δι’ ὄψεως καὶ ἀκοῆς ἡδὺ καλόν. ἀμφότερα
μὲν γὰρ ποιεῖ καλὰ τὸ δι’ ὄψεως καὶ ἀκοῆς, ἑκάτερον δ’ οὔ·
τοῦτο δ’ ἦν ἀδύνατον, ὡς ἐγώ τε καὶ σὺ δὴ ὁμολογοῦμεν,
ὦ Ἱππία.
ΙΠ. Ὁμολογοῦμεν γάρ.
ΣΩ. Ἀδύνατον ἄρα τὸ δι’ ὄψεως καὶ ἀκοῆς ἡδὺ καλὸν
εἶναι, ἐπειδή γε καλὸν γιγνόμενον τῶν ἀδυνάτων τι παρέ-
χεται.
ΙΠ. Ἔστι ταῦτα.
ΣΩ. «Λέγετε δὴ πάλιν», φήσει, «ἐξ ἀρχῆς, ἐπειδὴ
[303e] τούτου διημάρτετε· τί φατε εἶναι τοῦτο τὸ καλὸν τὸ ἐπ’
ἀμφοτέραις ταῖς ἡδοναῖς, δι’ ὅτι ταύτας πρὸ τῶν ἄλλων
τιμήσαντες καλὰς ὠνομάσατε;» ἀνάγκη δή μοι δοκεῖ εἶναι,
ὦ Ἱππία, λέγειν ὅτι ἀσινέσταται αὗται τῶν ἡδονῶν εἰσι
καὶ βέλτισται, καὶ ἀμφότεραι καὶ ἑκατέρα· ἢ σύ τι ἔχεις
λέγειν ἄλλο ᾧ διαφέρουσι τῶν ἄλλων;
ΙΠ. Οὐδαμῶς· τῷ ὄντι γὰρ βέλτισταί εἰσιν.
ΣΩ. «Τοῦτ’ ἄρα», φήσει, «λέγετε δὴ τὸ καλὸν εἶναι,
ἡδονὴν ὠφέλιμον;» Ἐοίκαμεν, φήσω ἔγωγε· σὺ δέ;
ΙΠ. Καὶ ἐγώ.
ΣΩ. «Οὐκοῦν ὠφέλιμον», φήσει, «τὸ ποιοῦν τἀγαθόν,
τὸ δὲ ποιοῦν καὶ τὸ ποιούμενον ἕτερον νυνδὴ ἐφάνη, καὶ εἰς
τὸν πρότερον λόγον ἥκει ὑμῖν ὁ λόγος; οὔτε γὰρ τὸ ἀγαθὸν ἂν
[304a] εἴη καλὸν οὔτε τὸ καλὸν ἀγαθόν, εἴπερ ἄλλο αὐτῶν ἑκάτερόν
ἐστι.» Παντός γε μᾶλλον, φήσομεν, ὦ Ἱππία, ἂν σωφρο-
νῶμεν· οὐ γάρ που θέμις τῷ ὀρθῶς λέγοντι μὴ συγχωρεῖν.
ΙΠ. Ἀλλὰ δή γ’, ὦ Σώκρατες, τί οἴει ταῦτα εἶναι συν-
άπαντα; κνήσματά τοί ἐστι καὶ περιτμήματα τῶν λόγων,
ὅπερ ἄρτι ἔλεγον, κατὰ βραχὺ διῃρημένα· ἀλλ’ ἐκεῖνο καὶ
καλὸν καὶ πολλοῦ ἄξιον, οἷόν τ’ εἶναι εὖ καὶ καλῶς λόγον
καταστησάμενον ἐν δικαστηρίῳ ἢ ἐν βουλευτηρίῳ ἢ ἐπὶ ἄλλῃ
[304b] τινὶ ἀρχῇ, πρὸς ἣν ἂν ὁ λόγος ᾖ, πείσαντα οἴχεσθαι φέροντα
οὐ τὰ σμικρότατα ἀλλὰ τὰ μέγιστα τῶν ἄθλων, σωτηρίαν
αὑτοῦ τε καὶ τῶν αὑτοῦ χρημάτων καὶ φίλων. τούτων οὖν
χρὴ ἀντέχεσθαι, χαίρειν ἐάσαντα τὰς σμικρολογίας ταύτας,
ἵνα μὴ δοκῇ λίαν ἀνόητος εἶναι λήρους καὶ φλυαρίας ὥσπερ
νῦν μεταχειριζόμενος.
ΣΩ. Ὦ Ἱππία φίλε, σὺ μὲν μακάριος εἶ, ὅτι τε οἶσθα
ἃ χρὴ ἐπιτηδεύειν ἄνθρωπον, καὶ ἐπιτετήδευκας ἱκανῶς, ὡς
[304c] φῄς· ἐμὲ δὲ δαιμονία τις τύχη, ὡς ἔοικε, κατέχει, ὅστις
πλανῶμαι μὲν καὶ ἀπορῶ ἀεί, ἐπιδεικνὺς δὲ τὴν ἐμαυτοῦ
ἀπορίαν ὑμῖν τοῖς σοφοῖς λόγῳ αὖ ὑπὸ ὑμῶν προπηλακί-
ζομαι, ἐπειδὰν ἐπιδείξω. λέγετε γάρ με, ἅπερ καὶ σὺ νῦν
λέγεις, ὡς ἠλίθιά τε καὶ σμικρὰ καὶ οὐδενὸς ἄξια πρα-
γματεύομαι· ἐπειδὰν δὲ αὖ ἀναπεισθεὶς ὑπὸ ὑμῶν λέγω ἅπερ
ὑμεῖς, ὡς πολὺ κράτιστόν ἐστιν οἷόν τ’ εἶναι λόγον εὖ καὶ
καλῶς καταστησάμενον περαίνειν ἐν δικαστηρίῳ ἢ ἐν ἄλλῳ
[304d] τινὶ συλλόγῳ, ὑπό τε ἄλλων τινῶν τῶν ἐνθάδε καὶ ὑπὸ
τούτου τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἀεί με ἐλέγχοντος πάντα κακὰ
ἀκούω. καὶ γάρ μοι τυγχάνει ἐγγύτατα γένους ὢν καὶ ἐν
τῷ αὐτῷ οἰκῶν· ἐπειδὰν οὖν εἰσέλθω οἴκαδε εἰς ἐμαυτοῦ
καί μου ἀκούσῃ ταῦτα λέγοντος, ἐρωτᾷ εἰ οὐκ αἰσχύνομαι
τολμῶν περὶ καλῶν ἐπιτηδευμάτων διαλέγεσθαι, οὕτω φανε-
ρῶς ἐξελεγχόμενος περὶ τοῦ καλοῦ ὅτι οὐδ’ αὐτὸ τοῦτο ὅτι
ποτέ ἐστιν οἶδα. «Καίτοι πῶς σὺ εἴσῃ», φησίν, «ἢ λόγον
[304e] ὅστις καλῶς κατεστήσατο ἢ μή, ἢ ἄλλην πρᾶξιν ἡντινοῦν,
τὸ καλὸν ἀγνοῶν; καὶ ὁπότε οὕτω διάκεισαι, οἴει σοι κρεῖτ-
τον εἶναι ζῆν μᾶλλον ἢ τεθνάναι;» συμβέβηκε δή μοι, ὅπερ
λέγω, κακῶς μὲν ὑπὸ ὑμῶν ἀκούειν καὶ ὀνειδίζεσθαι, κακῶς
δὲ ὑπ’ ἐκείνου. ἀλλὰ γὰρ ἴσως ἀναγκαῖον ὑπομένειν ταῦτα
πάντα· οὐδὲν γὰρ ἄτοπον εἰ ὠφελοίμην. ἐγὼ οὖν μοι δοκῶ,
ὦ Ἱππία, ὠφελῆσθαι ἀπὸ τῆς ἀμφοτέρων ὑμῶν ὁμιλίας· τὴν
γὰρ παροιμίαν ὅτι ποτὲ λέγει, τὸ «Χαλεπὰ τὰ καλά», δοκῶ
μοι εἰδέναι.
***
Σωκράτης: Εις ποίαν από τας δύο λοιπόν αυτάς τάξεις, Ιππία μου, νομίζεις ότι ανήκει το ωραίον; Άραγε εις αυτάς που έλεγες συ; Ότι δηλαδή, εάν εγώ είμαι ισχυρός και είσαι και συ, τότε είμεθα ισχυροί και οι δύο, και πάλιν, εάν εγώ είμαι δίκαιος και είσαι και συ, τότε είμεθα και οι δύο, και εάν είμεθα και οι δύο, τότε είναι και ο καθείς. Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον θέλεις να ειπούμεν και ότι, εάν εγώ είμαι ωραίος και είσαι και συ, τότε είμεθα και οι δύο ωραίοι, και πάλιν, εάν είμεθα και οι δύο, τότε είναι και ο καθείς μας; Ή μήπως δεν υπάρχει εμπόδιον, ενώ είναι κάπως περιττοί αριθμοί και οι δύο, να είναι το καθέν χωριστά αδιαφόρως περιττόν ή άρτιον, και πάλιν, ενώ είναι ανέκφραστον το καθέν χωριστά, να είναι αδιαφόρως τα δύο μαζί εκφραστικά ή ανέκφραστα, και άπειρα άλλα παρόμοια, καθώς είπα και εγώ ότι μου παρουσιάζονται; Εις ποίαν τάξιν λοιπόν θέτεις το ωραίον; Ή μήπως φαίνεται και εις σε περί αυτού καθώς και εις εμέ; Διότι μου φαίνεται πολύ παράλογον να είμεθα μεν και οι δύο μας ωραίοι, όχι όμως και ο καθείς μας, ή να είναι μεν ωραίος ο καθείς μας, όχι όμως και οι δύο, ή κάτι τι παρόμοιον με αυτά. Τούτο εδώ προτιμάς, καθώς και εγώ, ή εκείνο;
Ιππίας: Τούτο προτιμώ, Σωκράτη μου.
Σωκράτης: Και καλά κάμνεις βεβαίως, Ιππία μου, διά να απαλλαχθώμεν από την περισσοτέραν συζήτησιν. Διότι, εάν το ωραίον είναι έν από αυτά, τότε δεν είναι δυνατόν πλέον να είναι ωραίον το ηδονικόν εις την όρασιν και την ακοήν. Διότι και τα δύο ηδονικά τα κάμνει ωραία η μεσολάβησις της οράσεως και της ακοής, όχι όμως το καθέν χωριστά. Αυτό δε απεδείχθη αδύνατον, καθώς συμφωνούμεν και εγώ και συ, Ιππία μου.
Ιππίας: Βεβαίως συμφωνούμεν.
Σωκράτης: Επομένως είναι αδύνατον να είναι ωραίον το ηδονικόν εις την όρασιν και εις την ακοήν, διότι, εάν αυτό είναι ωραίον, παρουσιάζει ως αληθές κάτι τι από τα αδύνατα.
Ιππίας: Αυτό είναι αληθές.
Σωκράτης: Λέγετε λοιπόν πάλιν από την αρχήν, θα ειπή αυτός, αφού δεν επετύχατε εις αυτό· Τι πράγμα είναι αυτό το ωραίον το οποίον υπάρχει και εις τας δύο αυτάς ηδονάς, ένεκα του οποίου αυτάς επροτιμήσατε από όλας τας άλλας και τας ωνομάσατε ωραίας; Λοιπόν μου φαίνεται, Ιππία μου, ότι είναι ανάγκη να ειπούμεν, ότι αυταί αι δύο ηδοναί είναι αι αβλαβέστεραι και αι καλλίτεραι, όχι μόνον μαζί αι δύο, αλλά και χωριστά η καθεμία. Ή μήπως συ ημπορείς να ειπής άλλο τίποτε, ως προς το οποίον είναι διαφορετικαί από τας άλλας;
Ιππίας: Διόλου μάλιστα. Και πραγματικώς αυταί είναι αι καλλίτεραι.
Σωκράτης: Τότε λοιπόν, θα ειπή αυτός, τούτο άραγε θεωρείτε ως ωραίον, δηλαδή την ωφέλιμον ηδονήν; Αυτό νομίζομεν, θα ειπώ εγώ. Συ όμως;
Ιππίας: Και εγώ.
Σωκράτης: Λοιπόν, θα ειπή αυτός, δεν είναι άραγε ωφέλιμον εκείνο που κάμνει το αγαθόν, και αυτό που κάμνει δεν απεδείχθη προ ολίγου ως διάφορον από εκείνο που γίνεται, και δεν επιστρέφει πάλιν η συζήτησις εις τον προηγούμενον λόγον; Δηλαδή ούτε το αγαθόν ημπορεί να είναι ωραίον ούτε το ωραίον αγαθόν, εάν το καθέν είναι διαφορετικόν. Με το παραπάνω βεβαίως, θα ειπούμεν, καλέ Ιππία, εάν είμεθα σώφρονες. Διότι βεβαίως δεν είναι συγχωρημένον να μη συμφωνούμεν με τον ομιλούντα ορθώς.
Ιππίας: Και τι τάχα νομίζεις, Σωκράτη μου, ότι είναι και όλα αυτά; Αποξέσματα βεβαίως και αποκοπαί των λόγων είναι, καθώς έλεγα προ ολίγου, χωρισμένα εις μικρά μέρη. Εκείνο όμως είναι και ωραίον και έχει μεγάλην αξίαν, δηλαδή να ημπορή κανείς να παρουσιάση καλόν και ωραίον λόγον μέσα εις δικαστήριον ή εις βουλευτήριον ή εις καμμίαν άλλην αρχήν, εις την οποίαν απευθύνεται ο λόγος, και αφού καταπείση τους ακροατάς να αναχωρήση με πραγματικόν κέρδος όχι μικρόν, αλλά με το μεγαλίτερον βραβείον, δηλαδή την σωτηρίαν του εαυτού του και των πραγμάτων του και των φίλων του. Αυτά λοιπόν πρέπει να επιδιώκη κανείς και να αφήση αυτάς τας μικρολογίας, διά να μη φαίνεται ότι είναι πολύ ανόητος και ότι μεταχειρίζεται φλυαρίας και παραληρήματα καθώς τώρα.
Σωκράτης: Αγαπητέ μου Ιππία, συ μεν είσαι αξιομακάριστος, διότι και γνωρίζεις τι πρέπει να επιδιώκη ο άνθρωπος, και διότι αρκετά τα επεδίωξες, καθώς λέγεις· εμέ όμως, καθώς φαίνεται, με κυριαρχεί κάποια μοιραία τύχη και δι' αυτό πλανώμαι και ευρίσκομαι πάντοτε εις απορίαν και όταν εκθέσω την απορίαν μου εις σας τους σοφούς, τότε πάλιν εξευτελίζομαι με λόγους. Διότι μου λέγετε όλοι, καθώς και συ τώρα μου λέγεις, ότι εξετάζω πράγματα ηλίθια και μικρά και μηδαμινά. Όταν όμως πάλιν πεισθώ από σας να αλλάξω γνώμην και λέγω όσα λέγετε σεις, ότι δηλαδή είναι πολύ προτιμότερον να είναι κανείς ικανός να παρουσιάση λόγον καλόν και ωραίον και να τον τελειώση μέσα εις το δικαστήριον ή εις καμμίαν άλλην ομήγυριν, τότε και από άλλους πολλούς ανθρώπους του τόπου μας αλλά προ πάντων από τούτον τον άνθρωπον, ο οποίος με εξελέγχει πάντοτε, ακούω όλο άσχημα λόγια. Διότι έτυχε να μου είναι ο συγγενέστερός μου και να κατοική εις το ίδιον μέρος. Μόλις λοιπόν εμβώ εις την οικίαν μου και με ακούση να λέγω αυτά, με ερωτά, αν δεν εντρέπομαι που τολμώ να συζητώ περί ωραίων ασχολιών, αφού τόσον φανερά εντροπιάζομαι εις την συζήτησιν του ωραίου, ότι δεν γνωρίζω τι είναι ούτε αυτό ακόμη. Και λοιπόν, μου λέγει, πώς εσύ θα εννοήσης ή ποιος ανεκοίνωσε λόγον ωραίον ή όχι, ή οποιανδήποτε άλλην πράξιν, αφού δεν γνωρίζεις το ωραίον; Και αφού είσαι εις αυτά τα χάλια, νομίζεις ότι είναι προτιμότερον διά σε να ζης παρά να αποθάνης; Και λοιπόν το έφερε η τύχη, καθώς είπα, και από σας να κακολογούμαι και να ονειδίζωμαι και από εκείνον. Αλλά ίσως βεβαίως είναι ανάγκη να τα υπομένω όλα αυτά. Διότι δεν είναι διόλου παράδοξον να ωφεληθώ. Εγώ λοιπόν, Ιππία μου, νομίζω ότι ωφελούμαι από την συναναστροφήν και των δύο σας, διότι νομίζω ότι γνωρίζω τι εννοεί η παροιμία που λέγει ότι τα καλά θέλουν κόπον.
Σωκράτης: Εις ποίαν από τας δύο λοιπόν αυτάς τάξεις, Ιππία μου, νομίζεις ότι ανήκει το ωραίον; Άραγε εις αυτάς που έλεγες συ; Ότι δηλαδή, εάν εγώ είμαι ισχυρός και είσαι και συ, τότε είμεθα ισχυροί και οι δύο, και πάλιν, εάν εγώ είμαι δίκαιος και είσαι και συ, τότε είμεθα και οι δύο, και εάν είμεθα και οι δύο, τότε είναι και ο καθείς. Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον θέλεις να ειπούμεν και ότι, εάν εγώ είμαι ωραίος και είσαι και συ, τότε είμεθα και οι δύο ωραίοι, και πάλιν, εάν είμεθα και οι δύο, τότε είναι και ο καθείς μας; Ή μήπως δεν υπάρχει εμπόδιον, ενώ είναι κάπως περιττοί αριθμοί και οι δύο, να είναι το καθέν χωριστά αδιαφόρως περιττόν ή άρτιον, και πάλιν, ενώ είναι ανέκφραστον το καθέν χωριστά, να είναι αδιαφόρως τα δύο μαζί εκφραστικά ή ανέκφραστα, και άπειρα άλλα παρόμοια, καθώς είπα και εγώ ότι μου παρουσιάζονται; Εις ποίαν τάξιν λοιπόν θέτεις το ωραίον; Ή μήπως φαίνεται και εις σε περί αυτού καθώς και εις εμέ; Διότι μου φαίνεται πολύ παράλογον να είμεθα μεν και οι δύο μας ωραίοι, όχι όμως και ο καθείς μας, ή να είναι μεν ωραίος ο καθείς μας, όχι όμως και οι δύο, ή κάτι τι παρόμοιον με αυτά. Τούτο εδώ προτιμάς, καθώς και εγώ, ή εκείνο;
Ιππίας: Τούτο προτιμώ, Σωκράτη μου.
Σωκράτης: Και καλά κάμνεις βεβαίως, Ιππία μου, διά να απαλλαχθώμεν από την περισσοτέραν συζήτησιν. Διότι, εάν το ωραίον είναι έν από αυτά, τότε δεν είναι δυνατόν πλέον να είναι ωραίον το ηδονικόν εις την όρασιν και την ακοήν. Διότι και τα δύο ηδονικά τα κάμνει ωραία η μεσολάβησις της οράσεως και της ακοής, όχι όμως το καθέν χωριστά. Αυτό δε απεδείχθη αδύνατον, καθώς συμφωνούμεν και εγώ και συ, Ιππία μου.
Ιππίας: Βεβαίως συμφωνούμεν.
Σωκράτης: Επομένως είναι αδύνατον να είναι ωραίον το ηδονικόν εις την όρασιν και εις την ακοήν, διότι, εάν αυτό είναι ωραίον, παρουσιάζει ως αληθές κάτι τι από τα αδύνατα.
Ιππίας: Αυτό είναι αληθές.
Σωκράτης: Λέγετε λοιπόν πάλιν από την αρχήν, θα ειπή αυτός, αφού δεν επετύχατε εις αυτό· Τι πράγμα είναι αυτό το ωραίον το οποίον υπάρχει και εις τας δύο αυτάς ηδονάς, ένεκα του οποίου αυτάς επροτιμήσατε από όλας τας άλλας και τας ωνομάσατε ωραίας; Λοιπόν μου φαίνεται, Ιππία μου, ότι είναι ανάγκη να ειπούμεν, ότι αυταί αι δύο ηδοναί είναι αι αβλαβέστεραι και αι καλλίτεραι, όχι μόνον μαζί αι δύο, αλλά και χωριστά η καθεμία. Ή μήπως συ ημπορείς να ειπής άλλο τίποτε, ως προς το οποίον είναι διαφορετικαί από τας άλλας;
Ιππίας: Διόλου μάλιστα. Και πραγματικώς αυταί είναι αι καλλίτεραι.
Σωκράτης: Τότε λοιπόν, θα ειπή αυτός, τούτο άραγε θεωρείτε ως ωραίον, δηλαδή την ωφέλιμον ηδονήν; Αυτό νομίζομεν, θα ειπώ εγώ. Συ όμως;
Ιππίας: Και εγώ.
Σωκράτης: Λοιπόν, θα ειπή αυτός, δεν είναι άραγε ωφέλιμον εκείνο που κάμνει το αγαθόν, και αυτό που κάμνει δεν απεδείχθη προ ολίγου ως διάφορον από εκείνο που γίνεται, και δεν επιστρέφει πάλιν η συζήτησις εις τον προηγούμενον λόγον; Δηλαδή ούτε το αγαθόν ημπορεί να είναι ωραίον ούτε το ωραίον αγαθόν, εάν το καθέν είναι διαφορετικόν. Με το παραπάνω βεβαίως, θα ειπούμεν, καλέ Ιππία, εάν είμεθα σώφρονες. Διότι βεβαίως δεν είναι συγχωρημένον να μη συμφωνούμεν με τον ομιλούντα ορθώς.
Ιππίας: Και τι τάχα νομίζεις, Σωκράτη μου, ότι είναι και όλα αυτά; Αποξέσματα βεβαίως και αποκοπαί των λόγων είναι, καθώς έλεγα προ ολίγου, χωρισμένα εις μικρά μέρη. Εκείνο όμως είναι και ωραίον και έχει μεγάλην αξίαν, δηλαδή να ημπορή κανείς να παρουσιάση καλόν και ωραίον λόγον μέσα εις δικαστήριον ή εις βουλευτήριον ή εις καμμίαν άλλην αρχήν, εις την οποίαν απευθύνεται ο λόγος, και αφού καταπείση τους ακροατάς να αναχωρήση με πραγματικόν κέρδος όχι μικρόν, αλλά με το μεγαλίτερον βραβείον, δηλαδή την σωτηρίαν του εαυτού του και των πραγμάτων του και των φίλων του. Αυτά λοιπόν πρέπει να επιδιώκη κανείς και να αφήση αυτάς τας μικρολογίας, διά να μη φαίνεται ότι είναι πολύ ανόητος και ότι μεταχειρίζεται φλυαρίας και παραληρήματα καθώς τώρα.
Σωκράτης: Αγαπητέ μου Ιππία, συ μεν είσαι αξιομακάριστος, διότι και γνωρίζεις τι πρέπει να επιδιώκη ο άνθρωπος, και διότι αρκετά τα επεδίωξες, καθώς λέγεις· εμέ όμως, καθώς φαίνεται, με κυριαρχεί κάποια μοιραία τύχη και δι' αυτό πλανώμαι και ευρίσκομαι πάντοτε εις απορίαν και όταν εκθέσω την απορίαν μου εις σας τους σοφούς, τότε πάλιν εξευτελίζομαι με λόγους. Διότι μου λέγετε όλοι, καθώς και συ τώρα μου λέγεις, ότι εξετάζω πράγματα ηλίθια και μικρά και μηδαμινά. Όταν όμως πάλιν πεισθώ από σας να αλλάξω γνώμην και λέγω όσα λέγετε σεις, ότι δηλαδή είναι πολύ προτιμότερον να είναι κανείς ικανός να παρουσιάση λόγον καλόν και ωραίον και να τον τελειώση μέσα εις το δικαστήριον ή εις καμμίαν άλλην ομήγυριν, τότε και από άλλους πολλούς ανθρώπους του τόπου μας αλλά προ πάντων από τούτον τον άνθρωπον, ο οποίος με εξελέγχει πάντοτε, ακούω όλο άσχημα λόγια. Διότι έτυχε να μου είναι ο συγγενέστερός μου και να κατοική εις το ίδιον μέρος. Μόλις λοιπόν εμβώ εις την οικίαν μου και με ακούση να λέγω αυτά, με ερωτά, αν δεν εντρέπομαι που τολμώ να συζητώ περί ωραίων ασχολιών, αφού τόσον φανερά εντροπιάζομαι εις την συζήτησιν του ωραίου, ότι δεν γνωρίζω τι είναι ούτε αυτό ακόμη. Και λοιπόν, μου λέγει, πώς εσύ θα εννοήσης ή ποιος ανεκοίνωσε λόγον ωραίον ή όχι, ή οποιανδήποτε άλλην πράξιν, αφού δεν γνωρίζεις το ωραίον; Και αφού είσαι εις αυτά τα χάλια, νομίζεις ότι είναι προτιμότερον διά σε να ζης παρά να αποθάνης; Και λοιπόν το έφερε η τύχη, καθώς είπα, και από σας να κακολογούμαι και να ονειδίζωμαι και από εκείνον. Αλλά ίσως βεβαίως είναι ανάγκη να τα υπομένω όλα αυτά. Διότι δεν είναι διόλου παράδοξον να ωφεληθώ. Εγώ λοιπόν, Ιππία μου, νομίζω ότι ωφελούμαι από την συναναστροφήν και των δύο σας, διότι νομίζω ότι γνωρίζω τι εννοεί η παροιμία που λέγει ότι τα καλά θέλουν κόπον.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου