Ο Επίκουρος δεν είχε έρθει ακόμη στην Αθήνα να ιδρύσει τη Σχολή του, όταν γύρω στο 312 π.Χ. ένα πλοίο φορτωμένο πορφύρα από τη Φοινίκη ναυάγησε έξω από τον Πειραιά. Ο νεαρός που συνόδευε το εμπόρευμα σώθηκε και βγήκε στην κοντινή στεριά. Είχε αρκετά χρήματα μαζί του και το πολυσύχναστο λιμάνι μπορούσε εύκολα και ευχάριστα να τα αποσπάσει από έναν εικοσάχρονο: τόσα καταστήματα με μυρωδικά κάθε λογής, βραδινή ζωή με φαγητό, χορό και τραγούδια, καπηλειά που έφερναν κοπέλες από την Ελευσίνα.
Όμως εκείνος ο αδύνατος, ψηλός, μελαχρινός νεαρός δεν στάθηκε. Μια και το εμπόρευμα έδινε χρώμα στον βυθό του Σαρωνικού, του έμενε άφθονος χρόνος ώσπου να επιστρέψει στην πατρίδα του, το Κίτιο της Κύπρου (τη σημερινή Λάρνακα). Εκεί θα εξηγούσε τα καθέκαστα στον ιδιοκτήτη του εμπορεύματος. Δεν αμφέβαλλε ότι θα τον έπειθε πως το φορτίο είχε βουλιάξει και πως δεν έκλεψε τα χρήματα πουλώντας το. Στο κάτω κάτω, ο Μνασέας, ο έμπορος της πορφύρας, ήταν ο πατέρας του! Βρήκε, λοιπόν, την ευκαιρία και τράβηξε για την Αθήνα.
Πήγε κατευθείαν στην Αγορά της πόλης. Δεν του άρεσε και τόσο η πολυκοσμία, οι κραυγές των πωλητών, οι επιδείξεις των ρητόρων, ο εσμός των νέων που περιφέρονταν για να ακούσουν τον έναν ή τον άλλο δάσκαλο. Έτσι, προχωρούσε μέσα στο πλήθος χωρίς να γνωρίζει κανέναν, να βρει μια γωνιά κάπως απόμερη. Στεκόταν στον πάγκο ενός βιβλιοπώλη και διάβαζε στα πεταχτά το δεύτερο βιβλίο από τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που μάθαινε για τον Σωκράτη. Στο σπίτι του είχε βιβλία των Σωκρατικών· φρόντιζε και του τα έφερνε ο πατέρας του, που συχνά πυκνά έλειπε στην Αθήνα για δουλειές. Πώς το ᾽φερε η στιγμή (η μοίρα που θα ᾽λεγε κι ο ίδιος αργότερα) και αναρωτήθηκε φωναχτά πού να συχνάζουν τέτοιοι σπουδαίοι άνθρωποι. Τον άκουσε ο βιβλιοπώλης, από εκείνους τους λίγους που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα, και του είπε: «Βλέπεις αυτόν που περνά; Αυτό τον άνθρωπο πρέπει ν᾽ ακολουθήσεις.» Ήταν ο Κράτης, ο κυνικός φιλόσοφος. Και ο Ζήνων, έτσι έλεγαν τον νεαρό, τον ακολούθησε. Και άφησε το εμπόριο και το Κίτιο, και έμεινε στην Αθήνα και στη φιλοσοφία.
Κάποιοι έλεγαν ότι η αιτία που ο Ζήνων στράφηκε στη φιλοσοφία ήταν ένας χρησμός του μαντείου των Δελφών. Ρώτησε τον θεό τι πρέπει να κάνει για να ζήσει μια άριστη ζωή, και η Πυθία τού αποκρίθηκε ότι πρέπει να συναναστρέφεται με τους νεκρούς. Ο Ζήνων έπιασε το υπονοούμενο - ή, τουλάχιστον, έτσι νόμισε. Δεν έγινε γιατρός ούτε νεκροθάφτης, δεν αυτοκτόνησε ούτε έγινε μέντιουμ. Έγινε φιλόσοφος, για να επικοινωνήσει με το πνεύμα και το γράμμα των αρχαίων σοφών.
Κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι απλώς ξεπούλησε στην Αθήνα το εμπόρευμα, ή ότι έβγαλε λεφτά δανείζοντας με τόκο από τη μεγάλη περιουσία του, που την υπολόγιζαν στα χίλια τάλαντα.
Ό,τι κι αν έλεγαν, σε ένα συμφωνούσαν: ότι ο Ζήνων μεταστράφηκε στη φιλοσοφία και αφιερώθηκε σε αυτήν. Εξάλλου, από τότε άρεσαν οι εντυπωσιακές ιστορίες που αφηγούνταν τη ριζική μεταστροφή της ζωής κάποιου ξεχωριστού ανθρώπου. Το σημαντικό ήταν ότι ο Ζήνων άφησε μια ζωή που του πρόσφερε πολλά και, καθώς ήταν νέος ακόμη, του υποσχόταν περισσότερα. Ξέκοψε από την καθημερινή ζωή, τον συνηθισμένο τρόπο να βλέπει τα πράγματα και να πράττει, να ασκεί το επάγγελμά του και να ικανοποιεί τις τρέχουσες ανάγκες του. Επέλεξε τον φιλοσοφικό βίο: να ζει μέσα στον κόσμο, αλλά διαφορετικά από τον κόσμο.
«Μ᾽ όποιον δάσκαλο καθίσεις…»
Αν πραγματικά ο Ζήνων επιδίωξε να έρθει σε ρήξη με τη συμβατικότητα της καθημερινής ζωής, τότε επέλεξε και τον καλύτερο δάσκαλο γι᾽ αυτό, έναν Κυνικό σαν τον Κράτη. Ήταν ένας πλούσιος Θηβαίος που είχε απαρνηθεί την περιουσία του και κατέβηκε στην Αθήνα. Είχε πατήσει τα πενήντα, αλλά ακόμη τριγυρνούσε στους δρόμους και στα στέκια της πόλης, αμφισβητώντας και χλευάζοντας με την παράδοξη συμπεριφορά του και τα περιπαικτικά λόγια του τις συνήθειες και τις αντιλήψεις των Αθηναίων.
Ο Ζήνων κάθισε αρκετά χρόνια κοντά στον Κράτη και κέρδισε πολλά. Κάτι όμως δεν του ταίριαζε απόλυτα, κάτι τον απωθούσε και τον απέτρεπε από το να υιοθετήσει πλήρως τον κυνισμό ως υπόδειγμα φιλοσοφικού βίου.
Είχε σεμνότητα ο Ζήνων, που δεν τον άφηνε να νιώθει άνετα με τη συμπεριφορά του Κράτη· τη θεωρούσε αισχρή. Και όσο ο δάσκαλός του τον έβλεπε συνεσταλμένο τόσο του έκανε καψώνια, για να τον θεραπεύσει, όπως έλεγε, από τις ντροπές. Μια φορά του έδωσε ένα τσουκάλι γεμάτο φακές (μαγειρεμένες άραγε;) να το περάσει μέσα από τον Κεραμεικό. Ο Ζήνων φυσικά δείλιαζε. Το μέρος είχε ως συνήθως πολύ κόσμο: συγγενείς μαζεμένοι στους τάφους, μάστορες στα εργαστήρια, πελάτες πέρα δώθε… Προσπάθησε να κρύψει το τσουκάλι στα ρούχα του και τότε ο Κράτης το χτύπησε με το ραβδί του και το έσπασε. Διπλά ντροπιασμένος ο Ζήνων, με τις φακές να χύνονται πάνω του, το ᾽βαλε στα πόδια κι άκουγε από πίσω του τον Κράτη να τον κοροϊδεύει: «Μικρέ Φοίνικα, τι φεύγεις; Δεν έπαθες και τίποτε!»
Δεν άντεχε ο Ζήνων αυτό τον κυνικό τρόπο θεραπείας: να ξεπερνάς μια αδυναμία σου μέσα από την υπερβολή. Είπαμε (σκεφτόταν) να αψηφούμε την κοινή γνώμη, να ειρωνευόμαστε τις συνήθειες των πολλών, ακόμη και να τους σκανδαλίζουμε· φιλόσοφοι είμαστε, θα κλονίζουμε τις βεβαιότητες του απλού ανθρώπου, για να τον ταρακουνήσουμε, να τον κάνουμε να υποψιαστεί ότι μπορεί να ζήσει καλύτερα και διαφορετικά, να του δείξουμε το δικό μας παράδειγμα. Αλλά για να το πετύχουμε αυτό και για να ζήσουμε κι εμείς μια ευτυχισμένη ζωή, είναι ανάγκη να φτάνουμε σε τέτοιες ακρότητες; Μπορεί να ζούμε διαφορετικά από τον κόσμο, αλλά δεν παύουμε να ζούμε μέσα στον κόσμο.
Λίγο οι σκέψεις αυτές, λίγο ο συγκρατημένος του χαρακτήρας, λίγο η φιλομάθειά του, και ο Ζήνων ξέκοψε από τον Κράτη. Το μέγιστο μάθημα που πήρε ήταν ότι η φιλοσοφία δεν είναι μόνο βιβλία και γράμματα, αλλά κυρίως ένας τρόπος ζωής. Υιοθέτησε για πάντα τη σωκρατική άποψη ότι ο φιλόσοφος έχει ουσιαστικό ρόλο στην κοινωνία, να προτρέπει και να διαπαιδαγωγεί (ἔργῳ καὶ λόγῳ) τους ανθρώπους, και όχι μόνο τους νέους.
Από τον Κράτη κράτησε και κάτι άλλο: να δίνει τσουχτερές απαντήσεις σε αυτούς που τις αξίζουν. Και πρώτα απ᾽ όλα στον παλιό του δάσκαλο. Όταν ο Ζήνων πήγε να μαθητεύσει στον Στίλπωνα, κατέφθασε ο Κράτης και, που λέει ο λόγος, τον τραβούσε από τα ρούχα, για να τον αποσπάσει από τον καινούργιο του δάσκαλο. Ο Ζήνων δεν του χαρίστηκε, παρά τον πρέποντα σεβασμό: «Η επιδέξια λαβή για τον φιλόσοφο είναι από τα αφτιά (λαβὴ φιλοσόφων ἐστὶν ἐπιδέξιος ἡ διὰ τῶν ὤτων). Πείσε με, και θα με τραβάς από αυτά. Αν με πάρεις με το ζόρι, το σώμα μου θα ᾽ναι με σένα, η καρδιά μου όμως με τον Στίλπωνα (τὸ μὲν σῶμα παρὰ σοὶ ἔσται, ἡ δὲ ψυχὴ παρὰ Στίλπωνι)» (Διογένης Λαέρτιος 7.24).
Ο Ζήνων δίπλα στον Στίλπωνα και στον Διόδωρο (της Μεγαρικής Σχολής κι οι δυο) ασκήθηκε καλά στη λογική, και την ικανότητα αυτή την αξιοποίησε αργότερα. Δεν πήγε όμως μόνο σε εκπροσώπους των λεγόμενων Σωκρατικών σχολών. Προχωρημένος στις φιλοσοφικές σπουδές, αλλά πάντα μετριόφρων, πήγε και στην Ακαδημία και μάλιστα παρακολουθούσε τα μαθήματα με μεγάλη προσοχή. Δεν δυσανασχέτησε (ούτε βέβαια και οι γονείς του) που πλησίαζε τα τριάντα και ακόμη σπούδαζε. Ίσως είχε κι αυτός μια ιδέα για τη διά βίου εκπαίδευση. Πάντως, ο σχολάρχης Πολέμων τον πείραζε: «Δεν μου ξεφεύγεις, Ζήνωνα, που τρυπώνεις από τις πόρτες του κήπου και κλέβεις τις ιδέες, ντύνοντάς τες στα φοινικικά.» Η αλήθεια είναι ότι τουλάχιστον τις πλατωνικές ιδέες δεν τις έκλεψε· τις άφησε στον υπερουράνιο τόπο τους να ξεχαστούν. Εντυπωσιάστηκε όμως από τη συνοχή και τη στιβαρότητα της φιλοσοφίας του Πλάτωνα - στοιχεία που θα τα ήθελε και στη δική του φιλοσοφία.
Αν στους δύο χώρεσε τρίτος, γιατί όχι και τέταρτος; Μια νέα σχολή στην Αθήνα
Πάνω από δέκα χρόνια ο Ζήνων μαθήτευσε σε σχολές της Αθήνας και γνώρισε καλά τη σύγχρονή του φιλοσοφία, αλλά και παλαιότερους φιλοσόφους, όπως ο Ηράκλειτος. Αυτή η εξοικείωση ίσως εξηγεί και το ότι ήταν ο πιο «ανοιχτός» φιλόσοφος σε επιδράσεις. Και εκεί που όλα κυλούσαν ήσυχα, ο Επίκουρος έκανε μια τομή στην πνευματική ζωή της πόλης, ανοίγοντας τη δική του εναλλακτική σχολή γύρω στο 306 π.Χ.
Ο Ζήνων καταλάβαινε ότι ο Επίκουρος προσπαθούσε να απαντήσει σε ανησυχίες που και ο ίδιος είχε, να προβάλει και να ασκήσει τη φιλοσοφία ως τρόπο ζωής, αλλά και να συγκροτήσει ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα. Από τη μία, ο Ζήνων πρέπει να ένιωσε έλξη και θαυμασμό, μια και κάποιος έκανε κάτι που και ο ίδιος πίστευε ότι χρειαζόταν. Από την άλλη, πρέπει να ένιωσε φθόνο, γιατί ο Επίκουρος έκανε πριν από τον Ζήνωνα αυτό που θα μπορούσε να είχε κάνει ο Ζήνων.
Βέβαια, ο Ζήνων διαφωνούσε έντονα με τις απαντήσεις του Επίκουρου, και κυρίως με δύο βασικές απόψεις του: ότι τα πάντα αποτελούν σύνθεση από άτομα και ότι το αγαθό και η ευδαιμονία ταυτίζονται με την ηδονή. Με τις θέσεις αυτές ο Επίκουρος πρόσφερε στον Ζήνωνα έναν έτοιμο αντίπαλο και τον βασικό στόχο της πολεμικής του. Αυτό επέδρασε θετικά στον Ζήνωνα: απέναντι σε έναν συγκροτημένο αντίπαλο ασκεί κάποιος (ή είναι υποχρεωμένος να ασκήσει) πιο συστηματική πολεμική, αλλά και συγκροτεί το δικό του σύστημα, ως απάντηση σε όλες τις θέσεις του αντιπάλου. Γιατί θέλει να υπερισχύσει, δείχνοντας ότι η δική του φιλοσοφία απαντά πειστικότερα σε κάθε πρόβλημα - αποτελεί μια ολοκληρωμένη και προτιμότερη πρόταση ζωής. Η διαμάχη γίνεται εντονότερη, όταν οι δύο φιλόσοφοι έχουν κοινό σκοπό, καθώς φιλοδοξούν να δείξουν στους ανθρώπους τον ασφαλή και βέβαιο δρόμο προς την ευτυχία.
Αν ο Επίκουρος «πρόλαβε» τον Ζήνωνα και ίδρυσε τον Κήπο, η κίνησή του αυτή επέδρασε σαν καταλύτης. Υπέδειξε στον Ζήνωνα ποια θα ήταν η δική του επόμενη κίνηση. Και πράγματι, λίγα χρόνια μετά, γύρω στο 301/0 π.Χ., ο Ζήνων (μόλις είχε περάσει τα τριάντα) αισθάνθηκε έτοιμος να παρουσιάσει μια νέα κοσμοθεωρία, εναλλακτική στον Επικουρισμό, τον κύριο αντίζηλο, και χωρίς αναφορά στον Πλάτωνα ή στον Αριστοτέλη.
Μετά την πολύχρονη μαθητεία του, ήρθε η σειρά του να γίνει δάσκαλος. Δεν έχτισε ιδιαίτερο κτίσμα ούτε αγόρασε κάποιο κτήμα - δεν ήταν εξάλλου αθηναίος πολίτης, όπως ο Πλάτων και ο Επίκουρος. Άρχισε να περιφέρεται στην Ποικίλη Στοά της Αγοράς. Η θέα από εκεί ήταν (και παραμένει μέχρι σήμερα) καταπληκτική: μέσα οι πίνακες του Πολύγνωτου, έξω τα δημόσια κτήρια και η Ακρόπολη, και στο βάθος… ο Κήπος.
Ο Ζήνων όμως ήθελε τα μάτια του κόσμου στραμμένα πάνω του, γι᾽ αυτό διάλεξε έναν πολυσύχναστο δημόσιο χώρο· ταυτόχρονα ήθελε να έχει σχετικά λίγους ακροατές, γι᾽ αυτό και όταν δίδασκε έβρισκε κάποια απόμερη γωνιά, για να έχει λίγη ησυχία. Πρόθεσή του δεν ήταν να μαζεύει τα πολυπληθή ακροατήρια του αριστοτελικού Θεόφραστου, που τα ειρωνευόταν, ούτε τους αργόσχολους της Αγοράς, που ήταν ακόμη περισσότεροι. Και μηχανευόταν τρόπους να διώχνει τους περίεργους: τους ζητούσε χρήματα, ώστε να σηκωθούν να φύγουν, ή τους έλεγε ευθέως ότι αν φύγουν δεν θα ενοχλούν. Οι μαθητές του όμως πλήθαιναν και, επειδή σύχναζαν στη Στοά, ονομάστηκαν Στωικοί.
Ο πιο καλός ο μαθητής - αυτός που άφησε την παλαίστρα για να πάρει τη γραφίδα
Οι μαθητές που προσκολλήθηκαν στον Ζήνωνα ήταν πολλοί, όσο κι αν έκανε ο ίδιος πως δεν ήθελε. Άλλοι απλοί ακροατές, άλλοι πραγματικοί μαθητές και φίλοι. Άλλοι με φιλοσοφική παιδεία, άλλοι χωρίς. Στη Στοά, χάρη στον διαλεκτικό τρόπο διδασκαλίας, έγιναν ικανοί συζητητές και σταδιακά μάθαιναν να φιλοσοφούν.
Οι αντίπαλοί του, βέβαια, διέδιδαν ότι μάζευε βρωμοκουρελήδες και πλήθος εργατών, φτωχών και ματαιόδοξων. Δεν είναι σίγουρο ότι συγκέντρωνε τους φτωχούς, τουλάχιστον συνειδητά. Είναι όμως σίγουρο ότι, αν ερχόταν στη Σχολή του κάποιος πλούσιος και ξιπασμένος (και στην Αθήνα εκείνης της εποχής μαζεύονταν αρκετοί τέτοιοι), έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αποθαρρύνει. Είχε έρθει ένας από τη Ρόδο, όμορφος και καλοντυμένος - κατά τα άλλα μηδενικό (ἄλλως δὲ μηδέν): ο Ζήνων τον έβαζε να κάθεται σε σκονισμένα βάθρα ή δίπλα σε φτωχούς, για να ακουμπάει στα κουρέλια τους. Στο τέλος ο Ρόδιος δεν άντεξε τη δοκιμασία κι έφυγε. Έτσι κι αλλιώς δεν έκανε για στωικός!
Κάποιοι μαθητές του δεν συμφωνούσαν μαζί του. Ο Αρίστων από τη Χίο αυτονομήθηκε, ενώ ο Ήριλλος από την Καρχηδόνα διατύπωσε αντιρρήσεις στις διδασκαλίες του δασκάλου του. Κάποιοι τον πρόδωσαν και στράφηκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο των Κυρηναϊκών, όπως ο Διονύσιος από την Ηράκλεια.
Οι περισσότεροι έμειναν κοντά του και μερικοί ξεχώρισαν: ο Περσαίος από το Κίτιο, ο Κλεάνθης από την Άσσο, ο Σφαίρος από τον Βόσπορο, ο Φιλωνίδης από τη Θήβα, ο Κάλλιππος από την Κόρινθο, ο Ποσειδώνιος από την Αλεξάνδρεια, ο Αθηνόδωρος από τους Σόλους, ο Ζήνων από τη Σιδώνα. Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό όλων αυτών των μαθητών του Ζήνωνα; Ότι κανείς τους δεν καταγόταν από την Αθήνα! Η πρωτεύουσα μάλλον χρειαζόταν επειγόντως και διαρκώς εισαγωγή ξένων μυαλών.
Από τους μαθητές μου άλλοι είναι φίλοι των λόγων (φιλόλογοι) και άλλοι φίλοι με τα λόγια (λογόφιλοι).
Ζήνων, απόσπ. 300
Ο Ζήνων σκιαγράφησε την εικόνα ενός νέου, όπως ο ίδιος τον φανταζόταν και ίσως θα ήθελε για μαθητή του: «Το πρόσωπό του να ᾽ναι καθαρό· τα φρύδια αρυτίδωτα· τα μάτια ούτε ορθάνοιχτα ούτε μισόκλειστα· ο λαιμός να μη γέρνει προς τα πίσω· τα μέλη του κορμιού να μην είναι άτονα αλλά ευθυτενή· το αφτί ορθωμένο, πρόθυμο να δεχθεί τον λόγο· η κορμοστασιά και οι κινήσεις του να μην δίνουν ελπίδα στους ακόλαστους. Η σεμνότητα και η αρρενωπότητα να ανθίζουν πάνω του» (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Παιδαγωγός 3.11.74). Δεν αναζητούσε απλώς την εξωτερική ομορφιά ο Ζήνων, αλλά τη σωματική γοητεία που φανερώνει «φυσική προδιάθεση για την αρετή».
Αγαπημένος μαθητής του Ζήνωνα ήταν ο Περσαίος, ίσως επειδή καταγόταν κι αυτός από το Κίτιο. Ο Ζήνων τον θεωρούσε τόσο ικανό ώστε, όταν ο βασιλιάς Αντίγονος Γονατάς τον προσκάλεσε στην Πέλλα, έστειλε τον Περσαίο στη θέση του. Ο μαθητής του ανέλαβε την ανατροφή του γιου του Αντίγονου και έγινε για ένα διάστημα και άρχοντας στην Κόρινθο.
Άλλον αγαπούσε ο Ζήνων κι άλλον έκανε διάδοχο στη διεύθυνση της Σχολής, έναν σχεδόν συνομήλικό του, τον Κλεάνθη. Ήταν πρώην πυγμάχος, που πάμφτωχος έφτασε στην Αθήνα και συνέχισε να μην υπολογίζει τα χρήματα· που έγινε στα πενήντα του μαθητής του Ζήνωνα και έμεινε άλλα τόσα πιστός στη Στοά· που δεν μπορούσε να αγοράσει χαρτί και αναγκαζόταν να κρατά σημειώσεις από τα μαθήματα πάνω σε όστρακα και σε κόκκαλα από ωμοπλάτες βοδιών. Κανείς δεν τον θεωρούσε σπουδαίο μυαλό, φημιζόταν για τη βραδύτητά του, κατηγορήθηκε για δειλία. Κανείς δεν αρνιόταν όμως την εργατικότητά του και την αφοσίωσή του σε ό,τι έκανε.
Ο Κλεάνθης, με το αθλητικό κορμί που όλοι θαύμαζαν, δεν αντιδρούσε βίαια, αλλά σιωπηλός ανεχόταν τις ύβρεις, και στο τέλος κέρδιζε τον θαυμασμό και για το ήθος του. Όταν τον έλεγαν γάιδαρο, απαντούσε ότι γι᾽ αυτό μπορούσε μόνος του να κουβαλά το φορτίο του Ζήνωνα. Και αυτό αποδείχθηκε όταν ο Ζήνων, ανάμεσα σε τόσους μαθητές, τον επέλεξε για Σχολάρχη της Στοάς. Γιατί εκείνο που πραγματικά χρειαζόταν η Στοά ήταν να κρατηθεί και να διατηρηθεί πιστά η διδασκαλία του Ζήνωνα, μέχρι ίσως να έρθει ο προικισμένος διάδοχος που θα τη συνέχιζε προς νέες κατευθύνσεις - όπως και έγινε. Ο Κλεάνθης ήταν αυτό που είχε πει ο δάσκαλός του: «σαν σκληρό πινάκιο· δύσκολα γράφουμε πάνω του, αλλά ό,τι γράψουμε διατηρείται.»
Τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα: οι τρεις σωματοφύλακες της Στοάς
Το 230/29 π.Χ. ο Κλεάνθης πέθανε και ήρθε η σειρά του Χρύσιππου από την Ταρσό να διευθύνει τη Στοά. Είναι σχεδόν άγνωστο τι έκανε ο Χρύσιππος τα 73 περίπου χρόνια που έζησε. Αν σκεφτούμε, βέβαια, τον τεράστιο αριθμό των βιβλίων που έγραψε, δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι θα έκανε τίποτε άλλο. Μια ζωή αφιερωμένη στην έρευνα, τη διδασκαλία και τη συγγραφή.
Ο Χρύσιππος ήταν γρήγορος στο γράψιμο, ίσως περισσότερο από ό,τι στους αγώνες ταχύτητας, που τους εγκατέλειψε όταν έγινε μαθητής του Κλεάνθη. Με προσόν την ταχύτητά του, ακολούθησε μια τακτική που έκτοτε εφάρμοσαν καθηγητές και άλλων σχολών, φιλοσοφικών και μη: στα συγγράμματά του παρέθετε σε μεγάλη έκταση κείμενα άλλων ή επαναλάμβανε τον εαυτό του· σε ένα έργο του μάλιστα συμπεριέλαβε ολόκληρη τη Μήδεια του Ευριπίδη. Δεν κέρδιζε, ωστόσο, χρήματα από τη διανομή των βιβλίων του στους μαθητές του. Κέρδισε, τουλάχιστον, τη φήμη του πλέον παραγωγικού συγγραφέα, με 705 τίτλους!
Από το 301 έως το 204 π.Χ. ο Στωικισμός αναπτύχθηκε και επιβλήθηκε χάρη στο έργο και τη ζωή των τριών πρώτων Σχολαρχών: του Ζήνωνα, του Κλεάνθη και του Χρύσιππου. Αυτή η τόσο διαφορετική τριάδα διαμόρφωσε τη στωική φιλοσοφία. Ο ένας, πλούσιος, εύστροφος και συνεσταλμένος, άνοιξε τον δρόμο ιδρύοντας τη Σχολή, έθεσε τις βασικές θεωρητικές αρχές και εδραίωσε τη θέση της Στοάς στο ελληνιστικό φιλοσοφικό τοπίο. Ο δεύτερος, φτωχός, φιλότιμος και μάλλον αργός, διατήρησε τη διδασκαλία του πρώτου και συνέβαλε στον καθορισμό της στωικής ορθοδοξίας, διακρίνοντάς την από την Ακαδημία και τον Αρίστωνα. Ο τρίτος, ευφυής, υπεροπτικός και πολυγραφότατος, συστηματοποίησε τη διδασκαλία, τη βάθυνε και τη διεύρυνε, και πολέμησε τους αντίπαλους φιλοσόφους.
Οι φιλοσοφικοί αντίπαλοι των Στωικών αντέδρασαν αμέσως μόλις εμφανίστηκε η Στοά. Οι ομότεχνοι του Ζήνωνα άρχισαν να διαδίδουν (και το συνέχισαν για αιώνες) ότι δεν είχε κανένα λόγο να φύγει από την Ακαδημία και να απαρνηθεί τον Πλάτωνα, ότι το μόνο που πέτυχε ήταν να εισαγάγει καινούργιους περίτεχνους όρους, ότι πολλές ιδέες του δεν είναι παρά μεταμφιέσεις παλαιών. Τον Χρύσιππο, που κι αυτός πέρασε από την Ακαδημία, τον κατηγόρησαν ότι τίποτε από τα πολλά που έγραψε δεν ήταν δικό του, ή ότι πολλά από αυτά που έγραψε ήταν αναίσχυντα.
Αυτές οι συκοφαντίες, όχι ασυνήθιστες στους φιλοσοφικούς κύκλους της εποχής, αποτελούσαν απλώς το καρύκευμα μιας ουσιαστικής διαμάχης. Το ζητούμενο ήταν αν έκριναν αληθινή ή δικαιολογημένη τη θεωρία της μίας ή της άλλης Σχολής· αν όλα τα σημεία μιας θεωρίας ταίριαζαν μεταξύ τους ή ήταν αντιφατικά· αν μια θεωρία αντιμετώπιζε πιο αποτελεσματικά ένα πρόβλημα από μία άλλη· αν η ζωή που πρότεινε η μια Σχολή ήταν προτιμότερη από τη ζωή που πρότειναν οι άλλες.
Οι πρώτοι Στωικοί έδειξαν ότι γνώριζαν τις θέσεις των αντιπάλων τους και έλαβαν υπόψη τους την κριτική που τους ασκήθηκε (όσο κι αν την αντέκρουσαν). Φάνηκαν ευέλικτοι και κατάφεραν, σε μεγάλο βαθμό, να προσαρμόσουν τις απαντήσεις τους στα ερωτήματα που τους έθεταν οι μορφωμένοι συμπολίτες τους. Πρώτος ο Ζήνων και στη συνέχεια οι άλλοι δύο άσκησαν σημαντική επίδραση στις γενιές της αθηναϊκής ελίτ του 3ου αιώνα.
Γνωρίζεις τη φύση; Γνωρίζεις πώς γνωρίζεις; Καιρός να γνωρίσεις και τον εαυτό σου
Όπως οι Επικούρειοι, έτσι και οι Στωικοί έδιναν μεγάλη σημασία στη φυσική, και ιδιαίτερα στο μέρος της που ονόμαζαν «θεολογία». Ο Χρύσιππος, παρότι έγραψε εκατοντάδες βιβλία λογικής και φυσικής, δεν δίσταζε να γράψει ότι «ο μόνος λόγος για να μελετήσουμε τη φύση είναι για να διακρίνουμε τα αγαθά από τα κακά». Άρα, η γνώση από τη μελέτη αυτή είναι υποταγμένη στον τελικό στόχο, που δεν είναι άλλος από την πρακτική σοφία. Με τις σκέψεις αυτές μοιάζει να υποβιβάζεται η φυσική, επειδή δεν θεωρείται αυτόνομη. Όμως ο υψηλός σκοπός της, που βρίσκεται έξω από αυτή, αναβαθμίζει ουσιαστικά τη φυσική επειδή της δίνει ηθική σκοπιμότητα: η γνώση της φύσης γίνεται προϋπόθεση για την ευτυχία.
Η βασική θέση της στωικής φιλοσοφίας της φύσης είναι ότι ολόκληρος ο κόσμος αποτελεί έναν ενιαίο ζωντανό οργανισμό που συνίσταται από δύο στοιχεία, τη φύση (ή λόγο ή θεό) και την ύλη. Ο θεός ταυτίζεται με τη φύση και είναι ένα είδος φωτιάς, η οποία δίνει ζωή στον κόσμο, που γεννιέται, καταστρέφεται και συνεχώς ξαναγεννιέται. Το μόνο που υπάρχει, υποστήριζαν οι Στωικοί, είναι σώματα· τα σώματα όμως αποτελούνται από ύλη και λόγο.
Αυτές οι απόψεις των Στωικών δεν βασίζονται, όπως φαίνεται άλλωστε, στην παρατήρηση φυσικών φαινομένων, αν και γενικά πίστευαν ότι πηγή της ανθρώπινης γνώσης είναι η εμπειρία των αισθήσεων.
Ποιο είναι το βασικό δίδαγμα της φυσικής που αφορά την ηθική; Ότι υπάρχουν πράγματα που ο άνθρωπος αδυνατεί να ελέγξει, πράγματα αναγκαία που εξαρτώνται από εξωτερικές αιτίες. Γι᾽ αυτό και είμαστε ανυπεράσπιστοι μπροστά στις κακοτυχίες, στις αρρώστιες και στον θάνατο. Κάτι άλλο που παρατηρούμε είναι ότι ο κόσμος βρίσκεται σε αρμονία εσωτερική και κάθε μέρος του έχει σχέση με το άλλο, το ένα χρειάζεται το άλλο.
Η λογική και η τάξη που βασιλεύει στο σύμπαν δείχνει στον άνθρωπο τι πρέπει να κάνει. Ο άνθρωπος είναι ένα ελάχιστο μέρος του κόσμου: γνωρίζοντας και αποδεχόμενος το Όλο στο οποίο ανήκει, μπορεί και αυτός να ζήσει σε αρμονία με τον εαυτό του και με τον κόσμο.
Όλα έπρεπε να ᾽ρθουν καθώς ήρθαν: ελευθερία και αναγκαιότητα
Η φυσική θεωρία έδειξε ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με μια «δύναμη που ζωογονεί την παγκόσμια συμπάθεια, που κάνει όλα τα πράγματα να βρίσκονται σε αλληλοπάθεια, ενωμένα σφιχτά το ένα με το άλλο με μια αμοιβαία φιλία». Αυτή η δύναμη ονομάζεται εἱμαρμένη και είναι συνώνυμη με τη φύση και την πρόνοια. Είναι ο λόγος σύμφωνα με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος. Δεν είναι μια απρόβλεπτη ή παράλογη μοίρα, αλλά η τάξη του κόσμου που δεν μπορεί να παραβιαστεί.
Τα πράγματα, λοιπόν, συμβαίνουν αναγκαστικά όπως συμβαίνουν. Αν όμως η ζωή του κόσμου (και του ανθρώπου, που αποτελεί μέρος του) είναι προκαθορισμένη, ποια περιθώρια επιλογών έχουμε; Είμαστε ελεύθεροι σε κάτι; Υπάρχει κάτι που εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς; Ή το μόνο που μας μένει, εφόσον δεν μπορούμε να αντιδράσουμε, είναι να υποταχθούμε στην ειμαρμένη;
Η μοίρα καθοδηγεί όποιον την αποδέχεται, σέρνει όποιον της αντιστέκεται.
Ο Χρύσιππος προσπάθησε να συμβιβάσει την αυστηρή αντίληψη, ότι όλα γίνονται κατ᾽ ανάγκην, με κάποια σχετική ανθρώπινη αυτονομία. Θέλησε να διαφυλάξει τη δυνατότητα του ανθρώπου να επηρεάζει τη ζωή του και το μέλλον. Αν όλα είναι καθορισμένα να γίνουν, τότε ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος σε αυτά που κάνει αλλά ούτε και σε αυτά που θέλει.
Ένας τέτοιος άνθρωπος, όμως, δεν είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του, άρα δεν μπορεί να του αποδοθεί έπαινος ούτε, κυρίως, να του καταλογιστεί τιμωρία. Με μια παρόμοια σκέψη προσπάθησε να ξεφύγει από τον Ζήνωνα ένας δούλος που τον μαστίγωναν επειδή είχε κλέψει: «Ήταν γραφτό μου να κλέψω,» διαμαρτυρήθηκε. «Ήταν γραφτό σου και να μαστιγωθείς,» απάντησε ο Ζήνων, για να δείξει ότι κανείς δεν απαλλάσσεται από την ηθική ευθύνη των πράξεών του.
Για να προσαρμοστεί ο άνθρωπος στην ειμαρμένη, πρέπει να τη γνωρίσει· και τότε μπορεί να την ακολουθήσει. Αυτή είναι η μόνη ελευθερία που έχει ο άνθρωπος και μπορεί να κατακτήσει μόνον ο σοφός: να πράττει με τη θέλησή του αυτό που προκαθορίζει η θεία πρόνοια για το καλό του κόσμου.
Ἄγου δέ μ᾽, ὦ Ζεῦ, καὶ σύ γ᾽ ἡ πεπρωμένη,
ὅποι ποθ᾽ ὑμῖν εἰμὶ διατεταγμένος,
ὡς ἕψομαί γ᾽ ἄοκνος· ἢν δὲ μὴ θέλω
κακός γενόμενος, οὐδέν ἧττονἕψομαι.
***
Οδήγησέ με, Δία, κι εσύ πεπρωμένο,
εκεί όπου από καιρό με έχετε προορίσει.
Γιατί θ᾽ ακολουθήσω αγόγγυστα·
κι αν ακόμη δεν θελήσω, και γίνω κακός,
έτσι κι αλλιώς θα ακολουθήσω.
Κλεάνθης, απόσπ. 2
Πάντως, οι απόψεις των πρώτων Στωικών άφηναν στον άνθρωπο την αίσθηση μιας ελευθερίας ανάπηρης και μιας άδικης εἱμαρμένης, που ενώ καθορίζει τα πάντα, τον καθιστά υπεύθυνο. Θα έπρεπε να έρθει μερικούς αιώνες αργότερα ένας δούλος, ο στωικός Επίκτητος, για να μιλήσει πιο πειστικά για την ελευθερία.
Τότε όμως γιατί να υπάρχει το κακό στον κόσμο;
Καλά τα έλεγε η τριάδα: όλα ωραία τακτοποιημένα από τον Δία, από τη θεία πρόνοια. Αυτός ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός. Όμως όλα όσα συμβαίνουν σε αυτό τον κόσμο δεν είναι τα καλύτερα δυνατά, έσπευδαν να συμπληρώσουν με νόημα οι αντίπαλοι των Στωικών. Ας δούμε τα πράγματα γύρω μας: ένας σεισμός καταστρέφει σπίτια, ένας λύκος πνίγει ένα κοπάδι πρόβατα, ένας άνθρωπος σκοτώνει τον συνάνθρωπό του, ο πλούσιος κλέβει τον φτωχό, ο δυνατός καταπιέζει τον αδύνατο. Τι κάνει για αυτά ο θεός που όλα τα γνωρίζει, όλα τα μπορεί και θέλει πάντα το καλό; Αν είναι υπεύθυνος για τα πάντα, όπως υποστηρίζουν οι Στωικοί, τότε θα είναι υπεύθυνος και για αυτά - που μόνο καλά δεν είναι. Άρα, αντέτειναν οι αντίπαλοί τους, ο θεός είναι υπεύθυνος όχι μόνο για το καλό αλλά και για το κακό στον κόσμο.
Οι Στωικοί προσπάθησαν να απαντήσουν στο πρόβλημα της ύπαρξης του κακού, αλλά ακόμη και ο πολυπράγμων Χρύσιππος θεωρούσε λογικό που όλοι απορούμε για το πώς γεννήθηκε η κακία: πώς θα βρούμε την αιτία της, από τη στιγμή που δεν μπορεί να είναι ο θεός και η φύση; Μήπως αυτά που θεωρούμε κακά δεν είναι κακά; Πρέπει να δεχθούμε ότι οι σεισμοί και οι καταποντισμοί δεν είναι πραγματικά κακά. Ό,τι κάνει η φύση το κάνει με καλό σκοπό, που ίσως εμείς δεν μπορούμε πάντα να τον καταλάβουμε: κάτι μπορεί να είναι κακό για κάποιους, αλλά να φέρνει αγαθά για το σύνολο. Ίσως τα φαινόμενα αυτά είναι συνέπειες των καλών πραγμάτων που υπάρχουν.
Ο Χρύσιππος έδινε ένα παράδειγμα: το κεφάλι μας αποτελείται από πολύ λεπτά και μικρά κόκαλα και γι᾽ αυτό είναι εύθραστο. Αυτό είναι κακό για το κεφάλι, αλλά χάρη σ᾽ αυτό μπορεί να λειτουργήσει. Και είναι προτιμότερο ένα εύθραυστο και καλό κεφάλι από ένα στέρεο αλλά κακό.
Έστω ότι η φύση ξέρει τι κάνει. Τι γίνεται, όμως, με τις ανθρώπινες πράξεις; Όλα όσα κάνουμε είναι σύμφωνα με τη φύση, εκτός από «όσα κάνουν οι κακοί από την ανεμυαλιά τους». Η φύση έδωσε στον άνθρωπο το λογικό και μια κλίση προς την αρετή. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν γνωρίζουν ή δεν ακολουθούν αυτή τη φυσική κλίση, γιατί ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που μπορεί να ενεργεί ενάντια στη βούληση της φύσης. Αλλά, κατά τους Στωικούς, ακριβώς επειδή μπορούμε να κάνουμε και το κακό, είμαστε ικανοί να κατακτήσουμε το αντίθετό του, την αρετή.
Το καλό, το κακό και το αδιάφορο
Αφού γνωρίσουμε με βεβαιότητα τη δομή και τη λειτουργία του φυσικού κόσμου (και του εαυτού μας), μπορούμε να πράττουμε σύμφωνα με τη φύση, που είναι ο τρόπος για να πετύχουμε τον τελικό μας σκοπό, δηλαδή την τέλεια ευδαιμονία. «Να ζεις σύμφωνα με την αρετή (κατ᾽ ἀρετὴν ζῆν), γιατί προς αυτή μας οδηγεί η φύση μας,» είπε ο Ζήνων και με πολλές παραλλαγές επανέλαβαν οι διάδοχοί του. Να ζεις σε αρμονία με τον λόγο των πραγμάτων (ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν), γιατί όποιοι ζουν σε διαμάχη με τον εαυτό τους είναι δυστυχισμένοι.
Και τι θα γίνει με τα πράγματα που δεν ελέγχονται από εμάς; Αν συμβάλλουν στην ευτυχία μας, τότε η ευτυχία μας δεν είναι ζήτημα εσωτερικό αλλά άμεσα εξαρτώμενο από εξωτερικούς παράγοντες. Οι Στωικοί δεν μπορούσαν να το δεχθούν αυτό. Θεωρούσαν ότι το ύψιστο αγαθό είναι η αρετή, και σε αυτή βασίζεται η ευδαιμονία. Όλα τα άλλα δεν είναι αληθινά αγαθά. Νομίζουμε ότι είναι αγαθά εξαιτίας των κοινωνικών συμβάσεων ή των παθών μας· στην πραγματικότητα είναι «αδιάφορα». Έτσι όλα τα όντα χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
Αδιάφορα για την αρετή οι Στωικοί ονόμαζαν πράγματα που συνήθως πολλοί άνθρωποι τα επιδιώκουν σαν αναγκαία προϋπόθεση για την ευδαιμονία. Πρόκειται για γνωρίσματα του ανθρώπου, σωματικά, ψυχικά και άλλα. Μερικά τα θεωρούσαν απορριπτέα, επειδή είναι αντίθετα προς τη φύση: τον πόνο, την απουσία φήμης, την έλλειψη ευφυΐας, την ανεπιτηδειότητα, τη φτώχεια, την αρρώστια, την ασχήμια, την ταπεινή καταγωγή, την αδυναμία, την καχεξία, την αναπηρία. Μερικά τα θεωρούσαν προτιμητέα, επειδή είναι σύμφωνα με τη φύση: την ηδονή, τη δόξα, την ευφυΐα, την επιτηδειότητα, τον πλούτο, την υγεία, την ομορφιά, την ευγενική καταγωγή, τη δύναμη, την ευεξία, την αρτιμέλεια.
Η ανατροπή των κατεστημένων αξιών από τους Στωικούς είναι πλήρης. Όλα τα θεωρούν πράγματα που μπορεί να χρησιμοποιηθούν άλλοτε με θετικό τρόπο κι άλλοτε με αρνητικό. Απλώς πρέπει να προτιμάται η δεύτερη ομάδα. Ωστόσο, κανένα από τα χαρακτηριστικά αυτά δεν έχει σημασία για την ηθικότητα του ανθρώπου. Το μόνο που μετρά είναι η ηθική του πρόθεση και η ενάρετη ζωή.
Η αρετή είναι η μοναδική αξία και η κατοχή της είναι αρκετή για να φέρει την ευτυχία. Η αρετή είναι μία και αδιαίτερη: δεν υπάρχουν πράξεις που είναι περισσότερο ή λιγότερο ενάρετες· ή είναι ή δεν είναι. Όπως και το αντίθετο: οι πράξεις που είναι αντίθετες στην αρετή είναι όμοιες: όλες απέχουν εξίσου από την αρετή, είτε είναι μια κλοπή σοκολάτας είτε ένας φόνος!
Εφόσον δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις, η αρετή δεν κατακτιέται σταδιακά ούτε το ήθος μπορεί να βελτιώνεται σταδιακά. Ο άνθρωπος περνά διαμιάς από τη μια κατάσταση στην άλλη· από την αχρειότητα στην τελειότητα.
Οι διάφορες αρετές που βρίσκουμε στους καταλόγους που άρεσαν στους Στωικούς (από αγάπη στη συστηματοποίηση και για διδακτικούς λόγους) ουσιαστικά αποτελούν όψεις ενός αδιάσπαστου όλου.
Επειδή όμως η αρετή είναι μία, αυτό σημαίνει ότι οι αρετές δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική τάξη ή άλλες συνθήκες. Όλοι οι άνθρωποι είναι προορισμένοι για το ένα και μοναδικό είδος αρετής.
Τα πάθη και η απάθεια
Η αρετή είναι η βασιλική και μόνη οδός για την ευδαιμονία. Αντίθετα, πηγή της δυστυχίας είναι τα πάθη. Αν μάθουμε πώς δημιουργούνται, θα τα καταπολεμήσουμε - υπόσχονταν οι Στωικοί. Τα πάθη δεν είναι απλώς τα ισχυρά συναισθήματα (ο έρωτας, η ηδονή, η φιλοδοξία), αλλά ένα πλήθος ψυχικών καταστάσεων.
Όλα αυτά τα πάθη δεν προέρχονται από κάποιο άλογο τμήμα της ψυχής. Για τους Στωικούς είναι λανθασμένες κρίσεις, μη λογικές κινήσεις της λογικής ψυχής του ανθρώπου. Δημιουργούνται όταν ο άνθρωπος βασίζεται σε ψευδείς εντυπώσεις και επιζητεί ή αποφεύγει πράγματα τα οποία είναι αδιάφορα. Είναι ανεξέλεγκτες κινήσεις, ορμή που πλεονάζει, υπερβολικές παρορμήσεις.
Τα πάθη δεν περιορίζονται. Ούτε εδώ υπάρχει μέση λύση: τα πάθη πρέπει να εξαλειφθούν τελείως, ώστε οι επιθυμίες του ανθρώπου να εναρμονιστούν με τον λόγο. Και τότε θα μπορέσει ο άνθρωπος να ζήσει σύμφωνα με τη φύση.
Ο μόνος που καταφέρνει να απαλλαγεί από όλα τα πάθη είναι ο σοφός, έλεγαν οι Στωικοί. Βέβαια και ο Περσαίος, ο μαθητής του Ζήνωνα, νόμιζε ότι είχε απαλλαγεί από τα πάθη, όπως ακριβώς δίδασκε. Για να τον δοκιμάσει ο βασιλιάς Αντίγονος, φρόντισε να φτάσει στα αφτιά του Περσαίου η ψεύτικη είδηση ότι οι εχθροί τού είχαν αρπάξει την περιουσία. Λυπήθηκε και σκυθρώπιασε ο Περσαίος, και ο Αντίγονος αμέσως τον πείραξε: «Βλέπεις ότι ο πλούτος δεν είναι αδιάφορος;» (Διογένης Λαέρτιος 7.36).
Ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, όχι όμως ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ: ο στωικός σοφός
Είναι αλήθεια δυνατόν ένας άνθρωπος να μπορέσει να γίνει σοφός; Το ιδεώδες που υποστήριξαν οι Στωικοί μοιάζει τόσο αυστηρό και τόσο ανέφικτο! Εφόσον δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις του καλού, εφόσον κάτι δεν μπορεί να είναι λίγο καλύτερο από κάτι άλλο, εφόσον τα πράγματα είναι ή καλά ή κακά, τότε, μέχρι να γίνεις καλός είσαι κακός, και μέχρι να γίνεις σοφός είσαι ανόητος. Αν ο σοφός έχει το κεφάλι του έξω από το νερό, όλοι οι άλλοι το έχουν μέσα στο νερό. Τι σημασία έχει αν κάποιος το έχει ένα μέτρο κάτω από την επιφάνεια και κάποιος άλλος πέντε; Όσοι είναι μέσα στο νερό θα πνιγούν.
Ο Χρύσιππος καταλάβαινε ότι η διδασκαλία τους είναι σκληρή σε αυτό το σημείο: «Δίνουμε την εντύπωση ότι μιλάμε για πράγματα που, λόγω της εξαιρετικής σπουδαιότητας και της ομορφιάς τους, μοιάζουν με πλάσματα της φαντασίας και δεν είναι σύμφωνα με τον άνθρωπο και την ανθρώπινη φύση.» Κι αν ίσως δεν είναι τελείως ακατόρθωτο να γίνει κάποιος σοφός, μόνο δυο τρεις άνθρωποι (κατά τον ίδιο) κατόρθωσαν στο πέρασμα των αιώνων να κατακτήσουν τον ηθικά τέλειο βίο. Άρα, όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι είναι ανόητοι και αχρείοι.
Ποιες ελπίδες έχουν τότε οι κοινοί θνητοί; Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι οι Στωικοί να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους, πιεσμένοι από το ενδιαφέρον και τις ερωτήσεις των απλών ανθρώπων. Από τον 2ο αιώνα π.Χ. διατύπωσαν μια πιο ρεαλιστική ηθική του πρέποντος. Η ηθική αυτή υπαγορεύει μια συμπεριφορά που δεν ταυτίζεται με την αρετή, αλλά τη μιμείται· και προσφέρει κάποια στηρίγματα, κάποιες υποδείξεις στον μέσο άνθρωπο για τις καταστάσεις της ζωής. Οι άνθρωποι θα εφαρμόζουν τα καθήκοντά τους, ηθικά ταιριαστές πράξεις που είναι σύμφωνες με τη λογική ανθρώπινη φύση: να τιμάς τους γονείς και την πατρίδα σου, να φροντίζεις την υγεία σου και άλλα παρόμοια.
Ο Χρύσιππος προφανώς ένιωθε ότι ένας συνεπής στωικός ποτέ δεν θα διέπραττε κακό. Θα ένιωθε όμως ατάραχος κι όταν έβλεπε γύρω του να γίνονται τόσα κακά που ο καθένας καθημερινά μπορεί να δει. Θα του αρκούσε που ο ίδιος δεν συμμετείχε και, προκειμένου να διατηρήσει τη γαλήνη της ψυχής του, δεν θα έκανε κάτι για να εμποδίσει το κακό ή να ανακουφίσει όποιον το έπαθε.
Μέσα στον σοφό, όπως τον όρισαν οι θεμελιωτές της Στοάς, υποβόσκει μια σύγκρουση ανάμεσα στη ζωή που θα έπρεπε να ζει και στις συνήθειες της καθημερινότητας. Ο Ζήνων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα: ήθελε, και το έδειχνε όπως μπορούσε, να είναι στον κόσμο αλλά να μην είναι με τον κόσμο. Να μην αποσυρθεί πλήρως, αλλά να απομονώνεται, να μοιάζει ξένος μέσα στο πλήθος. Να μη συμπεριφέρεται όπως θα περίμεναν οι άλλοι - κι ας τον θεωρούσαν παράξενο, κι ας γινόταν ως και νούμερο στις κωμωδίες και τις σάτιρες (όπως άλλωστε είχε γίνει και ο Σωκράτης). Ίσα ίσα, σκεφτόταν: τότε γεννιέται η απορία και ο θαυμασμός για τον φιλόσοφο βίο. Ο Ζήνων επιδίωξε να ζήσει διαφορετικά από τους πολλούς αλλά και να ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους φιλοσόφους. Και τα κατάφερε.
Αν όμως ο στωικός σοφός είναι αυτάρκης και κύριος του εαυτού του, η πολιτεία χάνει τη δύναμή της. Η ιδεώδης κοινότητα, στην οποία ζει ο σοφός, έχει ως βασιλιά τον νόμο· ο νόμος καθορίζει τι είναι άξιο και τι ανάξιο, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να πράττουν όσοι έχουν φύση πολιτική. Μόνο σε αυτή την κοινότητα κυριαρχεί η ομόνοια, που επιτυγχάνεται χάρη στην πολιτική αρετή, και ένας τρόπος ζωής που καταργεί τις διακρίσεις ως προς το φύλο, την εθνικότητα, την καταγωγή ή την περιουσία.
ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΣΤΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Το μυστικό της επιτυχίας (Γιατί πέτυχε ο Στωικισμός και ο Επικουρισμός;)
Ο Ζήνων μπορεί να ζήλεψε τον Επίκουρο όταν ίδρυσε τον Κήπο και να έσπευσε να ιδρύσει τη δική του Στοά, κανείς τους όμως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι οι σχολές τους θα γνώριζαν τέτοια επιτυχία επί πέντε τουλάχιστον αιώνες. Οι δυο τους το μόνο που επεδίωκαν (και δεν ήταν λίγο) ήταν να προβάλουν μια εναλλακτική πρόταση φιλοσοφίας και ζωής στην ελληνιστική Αθήνα.
Και τα πέτυχαν όλα: αντικατέστησαν τους Κυρηναϊκούς, τους Μεγαρικούς, τους Κυνικούς και τις υπόλοιπες σχολές που ακολούθησαν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο τη σωκρατική παράδοση. Δεν υποχώρησαν μπροστά στον όγκο και την ισχύ του πλατωνικού έργου και του αριστοτελικού συστήματος, αλλά τα πολέμησαν και, εν μέρει, τα υποσκέλισαν. Έθεσαν τη δική τους σφραγίδα στην πορεία της φιλοσοφίας, στον προσανατολισμό της και στον χαρακτήρα της.
Τα πέτυχαν όλα αυτά επειδή υπερασπίστηκαν σθεναρά και με επιχειρήματα τις διδασκαλίες τους, και έπεισαν. Επειδή προσέγγισαν τη φιλοσοφία πιο συστηματικά από τις σωκρατικές σχολές και πιο κοντά στο πνεύμα της εποχής από τους Πλατωνικούς και τους Αριστοτελικούς. Επειδή οι δύο Σχολές τους ανέδειξαν παραδειγματικές προσωπικότητες, ανθρώπους που οι συμπολίτες τους τους έβλεπαν να ζουν τη φιλοσοφία που δίδασκαν. Και αυτό το εκτιμούσαν όλοι.
Η περίπτωση των δύο ιδρυτών των Σχολών είναι χαρακτηριστική. Ο Ζήνων έθεσε πολύ ψηλά τον πήχυ της ευδαιμονίας και σκιαγράφησε σχεδόν ανέφικτο το ιδανικό του σοφού. Κι όμως ο ίδιος, ο τόσο αυστηρός στην ηθική του, γνώριζε πολύ καλά πώς να περάσει την εικόνα του στους άλλους: επιδείκνυε μια υπερβολική φτώχεια και προσπαθούσε να τον βλέπουν σαν τον συνεχιστή του Σωκράτη. Γιατί εκείνος ήταν σε όλη την αρχαιότητα η πιο αναγνωρίσιμη φιλοσοφική μορφή και το κατεξοχήν πρότυπο του φιλοσοφικού βίου. Από την άλλη, ο Επίκουρος διακήρυξε σε όλους τους τόνους ότι μια ήσυχη ζωή είναι φυσική και ότι το ιδανικό της ευδαιμονίας είναι εφικτό για όλους, απέφευγε όμως να επιδεικνύει δημοσίως το πόσο εύκολα (ή δύσκολα) είναι πραγματοποιήσιμο. Σημασία είχε ότι και οι δυο τους πέτυχαν αυτό που είχαν σκοπό.
Ήταν και η περίοδος ευνοϊκή, καθώς η φιλοσοφία βρέθηκε ίσως στην καλύτερη εποχή της. Υπήρχε ποικιλία απόψεων σε ζητήματα που κάλυπταν όλο το εύρος της ανθρώπινης γνώσης (και άγνοιας): τη δημιουργία και τη λειτουργία του κόσμου, τη σύσταση της φύσης και του ανθρώπου, την ύπαρξη και τις ενέργειες των θεών, το πώς και τι γνωρίζει ο άνθρωπος, το πώς σκέφτεται, το πώς μιλά για τα πράγματα, το πόσο ελεύθερος είναι, τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του, την κατάκτηση της ευτυχίας, την ορθή λειτουργία της πόλης.
Η φιλοσοφική διαμάχη ανάμεσα στις σχολές για τα ζητήματα αυτά ήταν σκληρή: όλες οι πλευρές έγραφαν πολεμικά βιβλία, διατύπωναν λογικά επιχειρήματα για να στηρίξουν τις απόψεις τους και να αναιρέσουν τις αντίθετες, αλλά (καμιά φορά) κατέφευγαν και στις εύκολες συκοφαντίες. Τέλος, η φιλοσοφία κατείχε κεντρική θέση στην εκπαίδευση, και μια πόλη όπως η Αθήνα θεωρούσε τιμή της να φιλοξενεί τις φιλοσοφικές Σχολές. Οι ίδιοι οι φιλόσοφοι μπορεί να θαυμάζονταν από τους οπαδούς τους και να χλευάζονταν από ποιητές και συγγραφείς· αλλά δεν τους έλειψε η δημόσια αναγνώριση και ο έπαινος - για να μην πούμε για τα αγάλματα που στήθηκαν προς τιμήν τους.
Στωικοί και Επικούρειοι (κυρίως οι πρώτοι) ασχολήθηκαν με όλες τις περιοχές της φιλοσοφίας και ανέλυσαν προσεκτικά τους συλλογισμούς και τις έννοιες που χρησιμοποίησαν. Ό,τι έβρισκαν στη φυσική ή στη λογική είχε συνάφεια και τους βοηθούσε να στηρίξουν την ηθική θεωρία τους. Ως φιλοσοφίες της ζωής έδιναν στα πάντα αυτή την κατεύθυνση, την επίτευξη του ενός σκοπού. Αυτή ήταν η καινοτομία και του Στωικισμού και του Επικουρισμού. Ξεκινούσαν από το πιο οικείο και σημαντικό πράγμα για όλους τους ανθρώπους, από τον εαυτό τους και την προσωπική τους ζωή. Δεν έδιναν απλώς έμφαση στην ηθική θεωρία· έδιναν προτεραιότητα στην πρακτική, στην ενασχόληση με τα καθημερινά προβλήματα και στη διατύπωση και την εφαρμογή κανόνων ζωής. Όποιος άνθρωπος ήταν πρόθυμος να σκεφτεί για τον εαυτό του και τις εμπειρίες του, μπορούσε να βρει σε αυτές τις φιλοσοφίες ένα σχέδιο ζωής, έναν λογικό προσανατολισμό στον κόσμο, μια πρακτική καθοδήγηση. Τι άλλο μπορούσε (ή ήθελε) να ζητήσει από τη φιλοσοφία ο άνθρωπος εκείνης (ή ίσως όχι μόνο εκείνης) της εποχής;
Τέλος εποχής;
Οι Στωικοί και οι Επικούρειοι κυριάρχησαν σε ολόκληρη την Ελληνιστική εποχή, παραμερίζοντας τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Προερχόμενοι από τις εκτεταμένες επικράτειες του καινούργιου ελληνικού κόσμου, συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα, πέρασαν από τις Σχολές της και πολλοί παρέμειναν εκεί. Η φιλοσοφική τους σκέψη διαμορφώθηκε στο περιβάλλον μιας πόλης που δεν είχε πια τη δύναμη του ξίφους αλλά κρατούσε ακόμη την πρωτοκαθεδρία του πνεύματος· διατυπώθηκε σε χιλιάδες έργα (που έχουν χαθεί!), από απλές περιλήψεις και εκλαϊκευτικές συνόψεις έως εκτεταμένες πραγματείες γεμάτες τεχνικούς όρους· διαβάστηκε από χιλιάδες ανθρώπους, Έλληνες και Ρωμαίους, άνδρες και γυναίκες, ελεύθερους και δούλους, πλούσιους και φτωχούς· και, κυρίως, επηρέασε τη ζωή αυτών των ανθρώπων, που είδαν στην άσκηση της μίας ή της άλλης φιλοσοφίας τον δρόμο και το τέρμα μιας ευτυχισμένης πορείας.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν πριν έρθουν οι Αυτοκρατορικοί Χρόνοι. Οι Στωικοί και οι Επικούρειοι δεν χάθηκαν κάθε άλλο! Ήδη όμως από τον 2ο αιώνα π.Χ. η ελληνιστική φιλοσοφία έχανε ένα βασικό χαρακτηριστικό της, ότι ήταν μια υπόθεση της Αθήνας. Εκτός από τις σκόρπιες κοινότητες των Επικούρειων, που έτσι κι αλλιώς ζούσαν τη δική τους ζωή, το κράτος της φιλοσοφίας ήταν υδροκέφαλο και αθηναιοκεντρικό: οι τέσσερις μεγάλες σχολές ήταν εκεί, όποιος ήθελε να σπουδάσει πήγαινε σε αυτές, όποιος γινόταν καλός φιλόσοφος έμενε σε αυτές, και όποιος διακρινόταν σ᾽ αυτές αναλάμβανε Σχολάρχης τους.
Όταν η Αθήνα το 155 π.Χ. απέστειλε μια πρεσβεία στη Ρώμη για να δικαιολογηθεί που παραβίασε μια συνθήκη, διάλεξε να στείλει ό,τι καλύτερο είχε: τους φιλοσόφους της. Τους τρεις Σχολάρχες: τον ακαδημεικό Καρνεάδη, τον στωικό Διογένη από τη Βαβυλώνα και τον περιπατητικό Κριτόλαο. Από τότε αρκετοί φιλόσοφοι έφευγαν από την Αθήνα, άλλος για να ιδρύσει σχολή, άλλος για να μπει στον κύκλο κάποιου ισχυρού Ρωμαίου. Η ίδια η βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη μεταφέρθηκε στη Ρώμη το 87 π.Χ., όταν ο Σύλλας κατέλαβε την Αθήνα. Οι Σχολάρχες της Ακαδημίας και του Λυκείου βρέθηκαν στη Ρώμη και οι δύο σχολές ουσιαστικά σταμάτησαν να υπάρχουν.
Η Αθήνα έχασε το μονοπώλιο της φιλοσοφίας και νέα κέντρα αναδείχθηκαν: η Ρώμη, η Αλεξάνδρεια, η Ρόδος. Στα χρόνια του Χριστού πιο εύκολα εύρισκες έναν αξιόλογο φιλόσοφο στην Αλεξάνδρεια παρά στην Αθήνα. Κι αν οι γονείς συνέχιζαν να στέλνουν τους γόνους τους για σπουδές στην Αθήνα, ήταν ζήτημα συνήθειας και περασμένων μεγαλείων. Η κατάρρευση του παραδοσιακού κέντρου οδήγησε τους φιλοσόφους στα νέα κέντρα και δημιούργησε μια πρωτόγνωρη κατάσταση: δεν ήταν μόνο οι φιλόσοφοι πολλοί και σκορπισμένοι, αλλά και οι διδασκαλίες τους αναπτύχθηκαν ξεχωριστά και ανεξάρτητα.
Ενώ ο Πλατωνισμός και ο Αριστοτελισμός παρέπαιαν, ο Στωικισμός είχε ελεύθερο το πεδίο να δράσει και να επιδράσει. Ωστόσο, οι συνθήκες δεν τον άφησαν ανεπηρέαστο: κάποτε, όταν γνώριζες τη διδασκαλία του Χρύσιππου, γνώριζες τη διδασκαλία της Στοάς· από τον 1ο αιώνα π.Χ., αν γνώριζες τη διδασκαλία ενός φιλοσόφου, γνώριζες απλώς τη δική του διδασκαλία. Πρόβαλαν πολλοί «στωικισμοί» και φιλόσοφοι που διεκδικούσαν για τον εαυτό τους τον χαρακτηρισμό του Στωικού, οι απόψεις τους όμως διέφεραν σε πολλά ζητήματα. Χάθηκε έτσι η ενότητα στο εσωτερικό της στωικής φιλοσοφίας. Μόνο οι Επικούρειοι έμεναν ακλόνητοι και πιστοί στα όσα τους είχε ορίσει ο ιδρυτής του Κήπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου