“Μόλις διακρίνουν φάλαινα (να επιπλέει νεκρή και γεμάτη με άμβρα), την τραβούν στην ξηρά με χοντρά σκοινιά και σιδερένιους γάντζους που μπήγουν στην πλάτη της, με σκοπό να την ανοίξουν και να συλλέξουν την άμβρα.”
Άμπου Ζέιντ αλ-Σιράφι, Χρονικά της Κίνας και της Ινδίας, 10ος αιώνας (από την αγγλική μετάφραση του Tim McIntosh-Smith και το αραβικό κείμενο).
“Όταν ξενερίζει μια γουάλ (وال), οι άνθρωποι της θάλασσας λένε πως ήρθε «άνοιξη», γιατί αποτελεί πηγή πλούτου για αυτούς.”
Ανώνυμος Αιγύπτιος συγγραφέας, Το βιβλίο των παράξενων τεχνών και των τερπνών οπτασιών (μετάφραση από την αγγλική των Yossef Rapoport and Emilie Savage-Smith και το αραβικό κείμενο)
Ο νεαρός Υεμενίτης ψαράς κοιτά τον φακό χαμογελώντας λοξά: Η μυρωδιά δεν είναι ωραία αλλά τα λεφτά είναι πολύ καλά! λέει στα Αραβικά. Η έκφρασή του προδίδει ελπίδα αλλά και συνείδηση των παράδοξων της ιστορίας στην οποία πρωταγωνιστεί. Η ουσία στην οποία αναφέρεται είναι η άμβρα, άνμπαρ ((عنبر στην αραβική γλώσσα. Στο σχετικό ρεπορτάζ του BBC και σε άλλα δημοσιεύματα σχετικά με το συμβάν βλέπουμε το μαύρο πηχτό υγρό σε κουβάδες και έναν μεγάλο στερεό όγκο σαν κοτρόνα. Έχουν μόλις αφαιρεθεί από το στομάχι και τα έντερα μιας νεκρής φάλαινας που βρέθηκε να επιπλέει κοντά στην ακτή στην περιοχή του Άντεν στην Υεμένη.
Αν κοιτάξουμε λίγο πιο μακριά, βρίσκουμε κι άλλους παραλληλισμούς. Οι Υεμενίτες ψαράδες δηλώνουν ότι ένας φυσητήρας που περιέχει άμβρα έχει χαρακτηριστική μυρωδιά. Το ίδιο ακριβώς τονίζει ο Χέρμαν Μελβιλ περιγράφοντας την αντίδραση του τρομερού καπετάνιου Αχάαβ όταν πρωτοσυναντά τον μισητό εχθρό του, τη φάλαινα Μόμπυ Ντικ: “…ξαφνικά τίναξε τη μούρη του με άγριο τρόπο, κι άρχισε να μυρίζει τον θαλασσινό αέρα όπως θα μύριζε το έξυπνο σκυλί ενός πλοίου, πλησιάζοντας σε κάποιο βάρβαρο νησί. Δήλωσε πως κοντά τους υπήρχε σίγουρα μια φάλαινα. Σε λίγο, εκείνη η χαρακτηριστική μυρουδιά που έχει η ζωντανή σπερμοφάλαινα, και που απλώνεται μερικές φορές σε μεγάλη απόσταση, ήταν αισθητή από όλους τους άντρες της βάρδιας.”
Τέτοιες περιπτώσεις τονίζουν τις κοινές ιδέες και πρακτικές των ανθρώπων της θάλασσας διαχρονικά αλλά και διαπολιτισμικά. Αντίθετα με τον Αχάαβ του Μέλβιλ, βέβαια, οι καταγεγραμμένες περιπτώσεις των Υεμενιτών αλιέων, του μεσαίωνα αλλά και του 21ου αιώνα, δεν είναι ιστορίες μανιακής καταδίωξης και εκδίκησης, αλλά γνώσης κι εμπειρίας. Οι πρωταγωνιστές τους προ πάντων ήξεραν να αναγνωρίσουν έναν φυσητήρα και να εκτιμήσουν την αξία της άμβρας.
Όπως επισημαίνει ο αφηγητής του ντοκιμαντέρ του BBC, η πλειοψηφία του πληθυσμού της Υεμένης αντιμετωπίζει βαθιά επισιτιστική ανασφάλεια, αποτέλεσμα ενός πολέμου που έχει δημιουργήσει μια από τις χειρότερες ανθρωπιστικές κρίσεις των ημερών μας. Η είδηση για το εύρημα της άμβρας αποτελεί φωτεινή και παροδική εξαίρεση στην κατά τ᾽ άλλα σπαραξικάρδια κατάσταση στην Υεμένη. Επίσης εγείρει ηθικά και πολιτικά ερωτήματα σχετικά με την εκμετάλλευση των φαλαινών, καθώς και για το μέλλον της διαχείρισης των δυνητικά πλούσιων αλιευτικών πόρων της Υεμένης. Εδώ όμως θέλω να σταθώ στην τυχερή συγκυρία του συγκεκριμένου περιστατικού και άλλων ευρημάτων άμβρας στην εποχή μας, και να σχολιάσω τις αντηχήσεις τέτοιων συμβάντων με ανάλογα του παρελθόντος, σε αυτές τις ίδιες και σε άλλες θάλασσες. Η άμβρα αλλά και τα άλλα παράγωγα των φαλαινών έχουν τελικά στηρίξει ανθρώπινες ζωές και κοινωνίες ανά τους αιώνες και έχουν εμπνεύσει ποικίλες ιστορίες και θεωρίες για τους επιβλητικούς αυτούς λεβιάθαν!
Τι είναι η άμβρα και γιατί γοητεύει
Η άμβρα είναι το παθογενές παραπροϊόν της πέψης του φυσητήρα. Παράγεται καθώς το πεπτικό σύστημα του κήτους επιχειρεί να επεξεργαστεί δύσπεπτα στοιχεία της διατροφής του, και ειδικά τα ράμφη των καλαμαριών που καταναλώνει σε τεράστιες ποσότητες. Η μάζα που προκύπτει από αυτή τη επίπονη διαδικασία είναι μαύρη, παχύρευστη και κολλώδης, και ενίοτε στερεοποιείται σε μεγάλο βαθμό. Μπορεί να αποβληθεί με τα κόπρανα του κήτους στην θάλασσα ή να φράξει το πεπτικό του σύστημα και να οδηγήσει τελικά στον θάνατο του. Η νεκρή φάλαινα μπορεί κατόπιν με διάφορους τρόπους να καταλήξει στις ακτές και εκεί να της αφαιρεθεί η ῾φρεσκια᾽ άμβρα, ή να αποσυντεθεί και να ελευθερώσει την πολύτιμη ουσία η οποία κατόπιν «ψήνεται» στην θάλασσα και αλλάζει μορφή και χρώμα.
Η αξία της άμβρας έχει υπάρξει σταθερά υψηλή ανά τους αιώνες και σε όλες τις γωνιές της υφηλίου. Η προέλευση της, ωστόσο, έγινε γενικότερα κατανοητή μόνο από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά. Το θέμα δυσκόλεψε τους σοφούς της ανθρωπότητας, οδήγησε δε σε κάποιες ευφάνταστες θεωρίες. Κι αυτό παρότι το ενδιαφέρον για την φύση και την δημιουργία της καθώς και οι σχετικές έρευνες ξεκίνησαν νωρίς (κατά το πρώιμο μεσαίωνα). Οι θεωρίες που προτάθηκαν ανά τους αιώνες συνθέτουν μια συναρπαστική ιστορία ιδεών… και φαντασιώσεων! Μανιτάρι, ρετσίνι παράκτιου ή υποβρύχιου φυτού, συσσωρευμένα κόπρανα πτηνών (ίσως ένα είδος γκουάνο), ορυκτό που αναβλύζει υποβρύχια (κάτι σαν την πετρελαϊκή πίσσα), πακτωμένη κηρύθρα: με αυτά έχει συνδεθεί, ευφάνταστα και εσφαλμένα, η προέλευση της άμβρας.
Οι Υεμενίτες ψαράδες του παρελθόντος ενεπλάκησαν ενεργά στην προσπάθεια των Αραβοφώνων σοφών να αποκρυπτογραφήσουν τη φύση του άνμπαρ. Όπως είναι άλλωστε λογικό, οι συγγραφείς και διανοούμενοι που άφησαν πίσω τους γραπτά τεκμήρια που μαρτυρούν την πορεία της επιστημονικής έρευνας σχετικά με την άμβρα και άλλα βιολογικά φαινόμενα των θαλασσών στηρίχτηκαν πάνω στην εμπειρική γνώση άλλων, αυτών που ο Brian Fagan ονομάζει “αφανείς αλιείς στη σκιά της ιστορίας.”
Η άμβρας είναι πολύπλοκη ουσία, κάτι που εξηγεί την σύγχυση που προκάλεσε στη σκέψη των ειδικών και του ευρύτερου κοινού, στο παρελθόν αλλά μέχρι και σήμερα. Καταρχήν, μεταμορφώνεται διαρκώς από τη στιγμή της σύστασής της στα εντόσθια του κήτους: αρχικά μαύρο και κολλώδες υγρό ή συσσωμάτωμα, μετέπειτα στερεοποιείται και ψήνεται με αποτέλεσμα να μετατρέπεται σε στερεά κομμάτια διαφόρων μεγεθών και χρωμάτων, από σκούρο κίτρινο μέχρι ανοικτό γκρι. Επίσης οι άνθρωποι την έβρισκαν σε διάφορα μέρη: συσσωρευμένη στο σώμα νεκρών φαλαινών, ελεύθερη να επιπλέει στην επιφάνεια της θάλασσας, ή ξεβρασμένη σε αμμουδιές. Επιπλέον πάντα φάνταζε παράδοξο το ότι μια δυσώδης περιττωματική ουσία καταλήγει με την πάροδο του χρόνου και την έκθεση στην θάλασσα και τον αέρα να αποπνέει μια βαριά αλλά ευχάριστη γήινη μυρωδιά και να χρησιμεύει ως πρώτη ύλη στην παρασκευή ακριβών αρωμάτων! Τέλος, παρά την αποκρουστική της προέλευση, η άμβρα (όπως και πολλά άλλα παραδοσιακά ῾μπαχάρια᾽) είχε ποικίλες χρήσεις—μαγειρικές, φαρμακευτικές, και αρωματικές—κάτι που αύξανε την αξία της. Στην αρωματοποιία, όπου η χρησιμοποιείται σήμερα όσο και στο παρελθόν, η άμβρα έχει διπλή ιδιότητα, ως αρωματικό συστατικό και ως σταθεροποιητής του αρώματος.
Στο μυστήριο και την ελκυστικότητα της άμβρας συμβάλλει βέβαια και η σπανιότητά της. Προκύπτει μόνο σε ένα κητώδες, τον φυσητήρα, και μόνο ένα μικρό ποσοστό φυσητήρων αναπτύσσει την παθολογία που την παράγει. Και είναι σπανιότερη σήμερα καθώς οι πληθυσμοί των φαλαινών έχουν μειωθεί σημαντικά από την εποχή της εντατικής φαλαινοθηρίας του 18ου και 19ου αιώνα και μετά. Οι ηθικές και πολιτικές διαστάσεις της προστασίας των κητωδών περιπλέκονται με τις επιμέρους αξίες των μελών του παγκοσμιοποιημένου μας πολιτισμού, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι φυσητήρες σήμερα απειλούνται από πολλούς νέους κινδύνους, ακόμα και αν δεν έχουν φτάσει στο σημείο καμπής όπου βρίσκονται κάποια απ´τα ξαδέλφια τους, τα άλλα κητώδη.
Άμβρα στον Ινδικό Ωκεανό του μεσαίωνα: παράδοξο ταξίδι από την προέλευση στη χρήση
Στην μεσαιωνική Ισλαμική οικουμένη η παράξενη ουσία που προερχόταν από τον Ινδικό Ωκεανό (δηλαδή τις ναυτικές παρυφές του κόσμου αυτού) και μοσχοπουλιόταν στις αγορές των μεγάλων πόλεων κέντριζε το ενδιαφέρον των Αραβόφωνων σοφών, που αναφέρονταν συχνά σ᾽αυτήν στα γραπτά τους. Οι πηγές είναι ποικίλες: ιατρικά και φαρμακολογικά εγχειρίδια, κοσμογραφίες, ταξιδιωτικά οδοιπορικά, αλλά και οδηγούς μαγειρικής καθώς και λογοτεχνικές μεταφορές της ζωής της αστικής ελίτ και των ηγεμόνων. Διαβάζοντας τα κείμενα αυτά της αραβικής γραμματείας διαπιστώνουμε ότι στην Βαγδάτη, το Κάιρο, την Δαμασκό και τις άλλες σπουδαίες πόλεις του Ισλαμικού κόσμου η άμβρα είχε ευρεία χρήση, πολύ ευρύτερη από ότι στις μέρες μας: φάρμακα, αρώματα σώματος, τσίχλες, αρωματικά και απολυμαντικά χώρου, ποτά και διάφορα καρυκεύματα παρασκευάζονταν με άμβρα. Αλλά τι ήξεραν οι εκλεπτυσμένοι αστοί για την προέλευση της;
Οι δύο κυρίαρχες θεωρίες απέδιδαν στην άμβρα φυτική και ορυκτή προέλευση αντίστοιχα. Σύμφωνα με την πλειοψηφία των Αραβόφωνων επιστημόνων του μεσαίωνα λοιπόν η άμβρα είτε εκκρινόταν από κάποιο υποθαλάσσιο φυτό, που συχνά ταυτιζόταν με μανιτάρι ή τρούφα, είτε εξέρρεε από υποβρύχια ορυκτά κοιτάσματα, παρόμοια με τα ανοικτά κοιτάσματα πετρελαίου και πίσσας στην Μεσοποταμία. Κατά μία εκδοχή αυτής της τελευταίας θεωρίας συμπυκνώματα άμβρας συσσωματώνονταν με υποβρύχια βράχια. Η σύνδεση της άμβρας με θαλάσσια ζώα ή και ειδικά με τις φάλαινες έγινε αρχικά με ασαφή τρόπο. Κατά γενική (αλλά βέβαια εσφαλμένη!) παραδοχή, οι φάλαινες και άλλα θαλασσινά είδη δεν παρήγαγαν την άμβρα, αλλά κατάπιναν κομμάτια της που επέπλεαν στην θάλασσα με αποτέλεσμα να νοσήσουν. Η ιδέα αυτή πρωτοεμφανίζεται κατά τον 9ο αιώνα, στo Βιβλίο των Ζώων (Kιτάμπ αλ-χαγιαγουάν), έργο του φημισμένου λογοτέχνη αλ-Τζάχιζ (που πέθανε το 868–869).
Μία από τις πιο εύγλωττες παραδόσεις σχετικά με την άμβρα είναι η ιστορία που μεταφέρει ο κοσμογράφος Μοχάμεντ αλ-Ιντρίσι (που πέθανε γύρω στο 560/1165). Ο φημισμένος Αββασίδης χαλίφης Χαρούν αλ-Ρασιντ, γράφει ο αλ-Ιντρίσι, απέστειλε αντιπροσώπους του στην Υεμένη να ερευνήσουν την προέλευση της άμβρας. Εννοείται εδώ η σύνδεση μεταξύ των συλλεκτών της άμβρας, δηλαδή των Υεμενιτών ψαράδων, και της παραγωγής σχετικών γνώσεων. Σύμφωνα με τον αλ-Ιντρίσι, οι άνθρωποι της θάλασσας που ρωτήθηκαν ισχυρίστηκαν ότι η άμβρα είναι το πισσώδες προϊόν υποβρύχιων πηγών, και απέρριψαν την ιδέα ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με ζωικά κόπρανα. Η άρνηση αυτή να συνδέσουν την άμβρα με περιττωματικά κατάλοιπα είναι πιθανό να μην οφείλεται σε πραγματική παρεξήγηση εκ μέρους των ανθρώπων της θάλασσας. Οπως έχει δείξει ο Αραβολόγος Thierry Bouquet, η αιτία μπορεί να προκύπτει από εμπορική σκοπιμότητα: πως θα μπορούσε ένα τόσο ελκυστικό προϊόν να έχει μια τόσο δυσάρεστη προέλευση;;!
Σ᾽αυτές τις ίδιες θάλασσες της Υεμένης και μέχρι το Ομαν, γράφει ο μουσουλμάνος ταξιδιώτης Ιμπν αλ-Μουτζάγουιρ που έζησε το πρώτο μισό του 13ου αιώνα, η άμβρα αφθονούσε και ταυτοχρόνως αποτελούσε αντικείμενο περιέργειας. Σύμφωνα με μία από τις πολλές παραδόσεις που μεταφέρει στο ταξιδιωτικό οδοιπορικό του, το πρώτο καθεδρικό τζαμί του Άντεν χρηματοδοτήθηκε από τα έσοδα πώλησης ενός τεράστιου κομματιού άμβρας που βρέθηκε στα ανοιχτά του σημαντικού αυτού λιμανιού. Η διήγησή υπονοεί ότι το εύρημα προκάλεσε αμηχανία λόγω της νομικά και τελετουργικά απροσδιόριστης (βλέπε ακάθαρτης) φύσης του, και η ανέγερση του τζαμιού χάρη στα έσοδα της πώλησης του επινοήθηκε ως σκοπός που εξαγίασε τα μέσα!
Όποιες κι αν ήταν οι ανησυχίες για την τελετουργική καθαρότητα ή ακαθαρσία της άμβρας, οι Ρασουλίδες (1229-1454), μια δυναστεία που εγκαθίδρυσε κεντρική εξουσία στην Υεμένη και έλεγχο των παρυφών της, έδειξαν μεγάλο και ανενδοίαστο ενδιαφέρον για την παραγωγή της άμβρα και τον έλεγχο της πώλησης και φορολόγησής της, κάτι που φαίνεται σαφώς από τα διοικητικά και οικονομικά έγγραφα αυτού του πολυγραφέστατου κράτους.
Παρά την σπαραξικάρδια κατάσταση που επικρατεί στην Υεμένη σήμερα, πρόκειται πάντα για μια χώρα κι έναν λαό με βαθιά ιστορία και πλούσιο πολιτισμό, και μάλιστα ναυτικό πολιτισμό. Παρότι από την εποχή του Χαλκού η οικονομία της Υεμένης έχει βασιστεί καταρχήν στην γεωργία, η θάλασσα πάντα συνέβαλλε αποφασιστικά στη ζωή των ανθρώπων της. Η ιστορία της άμβρας στο παρελθόν και μέχρι και σήμερα μαρτυρεί βαθιές οικονομικές και πολιτισμικές διαδράσεις με τη θάλασσα.
Εντωμεταξύ στην Μεσόγειο αναφορές στην άμβρα σπανίζουν στα αρχαία κείμενα αλλά και γενικότερα, κάτι που ίσως οφείλεται εν μέρη στην σχετική σπανιότητα των φυσητήρων της Μεσογείου αλλά και στις ιδιαιτερότητες του εν λόγω πληθυσμού. Η άμβρα πρωτοαναφέρεται σχετικά αργά, σε φαρμακοϊατρικά κείμενα της Ύστερης Αρχαιότητας. Το εμπόριο της και η σχετική γνώση εξαπλώθηκαν με την γεωπολιτική που επέφεραν οι Ισλαμικές κατακτήσεις δημιουργώντας μια οικονομική και πολιτισμική κοινή από την Ισπανία έως τα σύνορα της Ινδιας.
Παρόλα αυτά για τους Μεσογειακούς η άμβρα παρέμεινε ένα εξωτικό, πολύτιμο και μυστηριώδες συστατικό στην φαρέτρα του φαρμακοτρίφτη. Μια ομολογουμένως πλάγια πρώιμη αναφορά από την Ύστερη Αρχαιότητα υποδηλώνει τις αποστάσεις που έπρεπε να διανύσει το προϊόν μέχρι θα φτάσει στις Μεσογειακές χώρες. Στα Διονυσιακά, το επικό ποίημα του Αιγύπτιου λόγιου ποιητή Νόννου Πανοπολίτη (έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ.). ο Ηρακλής απαντά στην ερώτηση του θεού Διονύσου σχετικά με την θαυμαστή πόλη της Τύρου, που συνδύασε την ηπειρωτική χώρα με την νησιωτική μορφή (τύπῳ χθονός εἰκόνι νήσου), ότι η πόλη δημιουργήθηκε συνενώνοντας «δύο πλωτές πέτρες που λέγονταν αμβρόσιαι πέτραι». Τι κρύβει αυτή η έκφραση και η έννοια πλωτών πετρωμάτων ικανών να δημιουργήσουν μια ολόκληρη πόλη;
Καταρχήν φαίνεται να υπάρχει φωνολογική συνάφεια μεταξύ των όρων για την άμβρα στο σημιτικό λεξιλόγιο (άνμπαρ, άμβαρ) και για την τροφή των θεών στα Ελληνικά (αμβροσία). Επίσης εύλογο είναι το ότι ο ποιητής μεταφέρει την εικόνα πετρωμάτων που επιπλέουν στη θάλασσα, συγχέοντας έτσι την (εσφαλμένη) ταύτιση της άμβρας με υποθαλάσσιο θαλάσσιο ορυκτό από τη μια, με την (πραγματική) διασπορά της από τα κύματα της θάλασσας από την άλλη. Η Αίγυπτος του Νόννου υπήρξε ο φυσικός δίαυλος για τη μετάδοση σχετικών γνώσεων, καθώς υπήρξε ο κατεξοχήν κόμβος μεταξύ του Ινδικού Ωκεανού, όπου παραγόταν η άμβρα, και την Μεσόγειο όπου ήταν ένα σπάνιο, εξωτικό αγαθό.
Υστερόγραφο: το Αραβικό λεξιλόγιο των κητωδών και άλλα παράγωγα της φάλαινας
Όπως μαρτυρούν τα παραπάνω, αναφορές σε φάλαινες απαντώνται σε ποικίλες Αραβικές πηγές του μεσαίωνα του Ισλαμικού κόσμου. Τα κητώδη ήταν πράγματι γνωστά αλλά συγχέονταν στις πηγές με μυθικά πλάσματα και συγκαταλέγονται με την γενική έννοια του λεβιάθαν. Εμφανίζονται με διάφορα ονόματα: نون (νουν), حوت (χουτ), وال (γουάλ), απλά سمك (σάμακ, ο γενικός όρος για τους ιχθύες), και τέλος με το παράξενο قاطس (κάτους), που δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά μια Αραβική μεταφορά της Ελληνικής λέξης κήτος! Μια γλαφυρή αφήγηση συναναστροφής φαλαινών και ανθρώπων στον Ινδικό Ωκεανό, τον Περσικό Κόλπο και την Θάλασσα του Ομάν, απαντάται στο Βιβλίο των Παράξενων Τεχνών και Τερπνών Οπτασιών (Κιτάμπ Γαράιμπ αλ-Φουνούν γουα Μούλαχ αλ-Ουγιούν), ένα Αραβικό γεωγραφικό και κοσμογραφικό κείμενο του 11ου Αιώνα ανώνυμου Αιγυπτίου συγγραφέα.
Η γουάλ, εξηγεί ο ανώνυμος συγγραφέας, αρέσκεται να ακολουθεί πλοία αλλά κάποιες φορές άθελα της τα βυθίζει καθώς περνάει (παιχνιδιάρικα) από την πλώρη τους! Για να αποφύγουν τέτοια μοίρα οι ναύτες ηχούν σάλπιγγες και χτυπούν τύμπανα ώστε να διώξουν τα κοίτη από το διάβα του πλοίου. Επιπλέον ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι οι φάλαινες καταπίνουν άμβρα που βρίσκουν να επιπλέει στην θάλασσα, μεθούν και ξενερίζουν, προσφέροντας έτσι στους ανθρώπους των ακτών πρόσβαση στην πολύτιμη ουσία. Παραδίδει έτσι την δική του έκδοχή της διαδεδομένης θεωρίας που θέλει την άμβρα παράγωγο της θάλασσας και όχι της φάλαινας!
Πάντως εκτός από την άμβρα, οι φάλαινες προσέφεραν πολλά στους ανθρώπους των μέσων χρόνων αλλά και μέχρι τα σύγχρονα χρόνια. Σύμφωνα με το Βιβλίου των Παράδοξων, για παράδειγμα, οι ναυτικοί μάζευαν το λάδι των φαλαινών σε κεραμικά σκεύη και μέρη του σκελετού της μετατρέπονταν σε καρέκλες. Έπιπλα, σκεπές, πύλες και γέφυρες, προσθετικά μέλη, ομπρέλες, κορσέδες και διακοσμητικά γλυπτά συγκαταλέγονται στην εντυπωσιακή γκάμα των αντικειμένων που κατασκευάζονταν από τα οστά των φαλαινών και προσφέρουν θαυμάσιες ευκαιρίες μελέτης του υλικού πολιτισμού που διαμόρφωσε επαφή με τη θάλασσα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου